Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016




ΤΑ ΤΡΑΓΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΟΡΟΣ, ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΑΤΥΧΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ 1897 - Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΥΣΙΑ - ΔΗΜΑΡΑΣ - ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ 

Στη δεκαετία του 1870 ο ελληνικός αλυτρωτισμός συνάντησε κι αναμετρήθηκε, για πρώτη φορά στην Μακεδονία, με τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό. Αυτός ο τελευταίος γεννήθηκε με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, ανδρώθηκε με την Ανατολική Κρίση του 1875 και θέριεψε με την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, το 1878, με την οποία δημιουργήθηκε «στα χαρτιά», (γιατί γρήγορα αναιρέθηκε, με τη Συνθήκη του Βερολίνου, που υπογράφηκε μερικούς μήνες αργότερα από την προηγούμενη), η «Μεγάλη Βουλγαρία», στην οποία περιλήφθηκε κι ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας. Άμεση συνέπεια του βουλγαρικού αλυτρωτισμού υπήρξε η τεράστια προσπάθεια στην οποία αποδύθηκαν οι Βούλγαροι, με κύριο μέσον την τρομοκρατία των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας, ν’ αφελληνίσουν αυτούς τους πληθυσμούς και να επεκτείνουν την κυριαρχία τους μέχρι το Αιγαίο (Μπέλο Μόρε), γεγονός που αποτελούσε βασικό σκοπό της ύπαρξης του έθνους τους, ήδη από την εμφάνισή του στην Βαλκανική κι εξακολουθεί ν’ αποτελεί βασικό σκοπό ακόμη και σήμερα, γεγονός για το οποίο έχουμε πλείστα όσα, ακόμη και σύγχρονα παραδείγματα, τα οποία, όμως, δεν είναι του παρόντος να παραθέσουμε.
Η έντονη αντίδραση των Ελλήνων της Μακεδονίας, εκδηλωθείσα με αμέτρητα διαβήματα, επιστολές και διαμαρτυρίες προς την ελληνική Κυβέρνηση και τα ελληνικά προξενεία της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου, προκάλεσε τη γέννηση αισθημάτων θερμού πατριωτισμού σε πλήθος Ελλήνων, της ελλαδικής χερσονήσου αλλά και της διασποράς, τα οποία αισθήματα, συνδεόμενα με όμοια αισθήματα για την τύχη και των άλλων, αλύτρωτων Ελλήνων, όπως αυτών της μεγαλονήσου Κρήτης, γέννησαν στην Αθήνα, το Νοέμβριο του 1894, την Εθνική Εταιρία, μια πατριωτική οργάνωση, κάτι σαν νεώτερη Φιλική Εταιρία, αποτελούμενη από νεαρούς αξιωματικούς κι από επιφανείς προσωπικότητες της αθηναϊκής κοινωνίας, η οποία σύντομα επεκτάθηκε κι εκτός Αθηνών κι έφθασε ν’ αριθμεί περί τα 4.000 μέλη και μέσα στην επόμενη από την ίδρυσή της τριετία απέκτησε τόσο μεγάλη ισχύ, ώστε να διαμορφώνει την κοινή γνώμη και να επηρεάζει ακόμη και την εξωτερική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης.
Τον Δεκέμβριο του 1896 και τον Ιανουάριο του 1897 οι αδάμαστοι Κρήτες ξεσηκώθηκαν, για πολλοστή φορά, επιδιώκοντας την ένωσή τους με την Ελλάδα. Η Εθνική Εταιρία υπέβαλε έντονο υπό­μνημα στο Βασιλέα και έμμεσα απείλησε και την κυ­βέρνηση, η οποία αναγκάστηκε να στείλει αμέσως ναυτικό και στρατό στην Κρήτη, παρόλο που αυτή βρισκόταν υπό τον έλεγχο των στόλων των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι, το Κρητικό ζήτημα έγινε η κύρια αφορμή για την έκρηξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο οποίος βρήκε μια Ελλάδα που μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα είχε πτωχεύσει και οι οικονομικές δυνατότητες της οποίας, να διεξαγάγει έναν πόλεμο απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία, ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Ήταν επόμενο, κατόπιν τούτου, αυτός ο Πόλεμος να οδηγηθεί στην αποτυχία και να οδηγήσει στην πλήρη καταστροφή της πατρίδας μας.
Στα πλαίσια και στη διάρκεια αυτού του ατυχούς πολέμου, το μέτωπο του οποίου βρισκόταν στη Θεσσαλία, συστάθηκαν πολλές ομάδες εθελοντών, όπως το σώμα από 3.000 άνδρες της Εθνικής Εταιρίας, η ηπειρωτική φάλαγγα με 2.000 εθελοντές Ηπειρώτες και άλλες, μεγάλο μέρος του έμψυχου δυναμικού των οποίων αποτελούσαν Έλληνες της διασποράς. Είναι ευνόητο πως οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες είχαν σαν στόχο την απελευθέρωση της Μακεδονίας και γι’ αυτό κατευθύνονταν προς αυτήν. Άλλωστε, πολύ σύντομα θ’ άρχιζε η μεγάλη εποποιία του έθνους μας, ο Μακεδονικός Αγώνας.
Όταν ο ελληνοτουρκικός πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτο ότι θα ξεσπούσε, ένας φιλόπατρις ομογενής, αφού εκποί­ησε την σημαντική περιου­σία που είχε αποκτήσει στην περιοχή του Καυκάσου, όπου δραστηριοποιούνταν, ήλθε στην Αθήνα, γεμάτος πατριωτική φλόγα κι εθνικό ενθουσιασμό, για να πολεμήσει τον προαιώνιο εχθρό του γένους, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το όνομά του ήταν ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΑΡΑΣ.
Στο έργο του Ηλία Οικονομόπουλου με τίτλο «Ιστορία του ελληνοτουρκικού πολέμου», που εκδόθηκε το έτος 1897 στην Αθήνα, περιλαμβάνεται η επίσημη έκθεση των πεπραγμένων του ανταρτικού σώματος του Δημαρά, την οποία είχε παραδώσει στον συγγραφέα ο Βολιώτης δημοσιογράφος Γ. Σακκελαρίδης, Απ’ αυτή την έκθεση, καθώς κι από τα Πρακτικά της Βουλής, της 19ης Μαρτίου 1902, δημοσιευμένα στην Εφημερίδα της Βουλής, πληροφορούμαστε, με τον πιο επίσημο τρόπο, την ανταρτική επιχείρηση του Παναγιώτη Δημαρά στην περιοχή του Παγγαίου όρους, κατά το Πάσχα του 1897.
Όταν ο Παναγιώτης Δημαράς έφθασε στην Αθήνα, έχοντας, μάλιστα, στη διάθεσή του και τετρακόσιους περίπου άνδρες, πρόθυμους να πο­λεμήσουν μαζί του, κατά μιαν άποψη, αρκετά ισχυρή, δεχθείς την επιρροή της Εθνικής Εταιρίας, θέλησε να θέσει το σώμα του στη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης και να εκστρατεύσει μ’ αυτό στην αγαπημένη του Μακεδονία, συνάντησε, όμως, «ώτα μη ακουόντων», γεγονός που έθιξε το φιλό­τιμό του και τον οδήγησε στη συγγραφή μιας επιστολής προς τον τότε πρωθυπουργό, Θ. Δεληγιάννη, στην οποία εξέφραζε την θιγμένη ευαισθησία του.
Μπροστά στην επιμονή του Δημαρά, ο πρωθυπουργός υποχώρησε και τον κάλεσε στο σπίτι του, στις 14 Μαρτίου 1897, όπου και του ανέθεσε ως αποστολή, να μεταβεί με τους άνδρες του στην Ανατολική Μακεδονία, προκειμένου ν’ ανατινάξουν τις γέφυρες και την σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπολη και να προκαλέσουν δυσχέρειες στον εφοδιασμό του οθωμανικού στρατού, που θα πολεμούσε στη Θεσσαλία. Εν συνεχεία, τον παρέπεμψε στον υπουργό των Ναυτικών Νικόλαο Λεβίδη, ο οποίος ανέλαβε την οργάνωση αυτής της επιχείρησης.
Μετά από τρεις συσκέψεις του Δημαρά με τον Λεβίδη, σε μια από τις οποίες παρέστη και ο Ελβετός ταγματάρχης Κάρολος Σούτερ, αποφασίστηκε, τελικά, στις 25 Μαρτίου του 1897, η ματαίωση της επιχείρησης και η διάλυση του σώματος Δημαρά, μια κι ο πρωθυπουργός είχε εκφράσει ήδη την αντίθεσή του γι’ αυτήν, θεωρώντας βέβαιη την αποτυχία της, όπως ο ίδιος κατέθεσε στη Βουλή, στη συνεδρίασή της στις 19 Μαρτίου του 1902. Περιέργως, όμως, μετ’ ολίγον, ο αυτός πρω­θυπουργός μετέβαλε γνώμη, κάλεσε τον Δη­μαρά και του ανέθεσε την αρχηγία της αποστολής, με τον όρο του πε­ριορισμού του σώματος σε 15Ο άνδρες, από τους 4ΟΟ που διέθετε και την υποχρέωση, οι υπόλοιποι 25Ο άνδρες του σώματος να σταλούν για κατάταξη στο Ιππικό. Αμέσως μετά, σε σύσκεψη των αρμοδίων ορίσθηκε ως τόπος αποβίβασης του σώματος των 150 ανδρών το ακρωτήριο Ελευθερών του λιμένος Ελευθερουπόλεως, (δηλαδή, του σημερινού της Νέας Περάμου, του Δήμου Παγγαίου). Το σχέδιο δράσης του σώματος προέβλεπε ότι αυτό, την ίδια νύχτα της απόβασής του, με νυκτερινή πορεία και με τη βοήθεια οδηγών από το ελληνικό χωριό Μυρτόφυτο, θα περνούσε στο Παγγαίο όρος και χωρίς ανάπαυση θα έσπευδε να καταλάβει την Ιερά  Μονή Εικοσιφοινίσσης, απ’ όπου θα κατηφόριζε στο σιδηροδρομικό σταθμό Αγγίστας, προκειμένου να εκτελέσει τη ανατίναξη της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Κωνσταντινούπολης, πράγμα που αποτελούσε και τον αντικειμενικό σκοπό της επιχείρησης. Σε περίπτωση, εξ άλλου, που δεν θα καθίστατο δυνατή η ανατίναξη της σιδηροδρομικής  γραμμής, το σώμα των ανταρτών θα κατελάμβανε αμυντική θέση στην Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης, προκειμένου ν’ αμυνθεί μέχρις ότου θα έρχονταν ελληνικές, ναυτικές δυνάμεις για να το απελευθερώσουν, ενώ θα συνιστούσε προσωρινό αρχηγείο στην ιερά Μονή, μέχρις ότου θα έρχονταν άλλες, ισχυρές, στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου ν’ απελευθερώσουν τη Νοτιοανατολική Μακεδονία. Βέβαια, τέτοιες ναυτικές δυνάμεις ή τέτοιο στρατιωτικό σώμα δεν υπήρχαν, ούτε είχαν καν προβλεφθεί, αυτό όμως το αγνοούσαν οι φλογεροί πατριώτες που απάρτιζαν το αντάρτικο σώμα!
Το σώμα των 150 ανδρών περίπου του Παναγιώτη Δημαρά εγκαταστάθηκε από τις 19 Μαρτίου του 1897 στους στρατώνες του πυροβολικού. Την ίδια εκείνη ημέρα ο υπουργός των στρατιωτικών εξέδωσε επείγουσα Διαταγή, με την οποία διέταξε τον εφοδιασμό του σώματος με 150 τυφέκια τύπου ΓΚΡΑ πεζικού, 45.00ο φυσίγγια, ιματισμό για 150 ευζώνους, ενώ πέραν αυτού του εφοδιασμού του, τα έξοδα του σώματος κάλυψε εξ ιδίων χρημάτων, προελθόντων από την εκποίηση της προσωπικής περιουσίας του, ο ευπατρίδης αρχηγός του, Παναγιώτης Δημαράς.
Η επιχείρηση αυτή, για την οποία διεξήχθη στην αίθουσα της ελληνικής Βουλής, στην 36η συνεδρίασή της, της 19ης Μαρτίου του 1902, έντονη συζήτηση ανάμεσα στον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη και στο επιφανές μέλος της Εθνικής Εταιρίας, Διονύσιο Στεφάνου, ήταν καταδικασμένη εξ αρχής σε αποτυχία και δεν έπρεπε να επιτραπεί η διεξαγωγή της, αφού δεν πληρούσε καμιά από τις στρατιωτικής φύσεως προϋποθέσεις που απαιτούνταν, για μια επιτυχή έκβασή της. Ο μεγάλος ενθουσιασμός και η εθνική φλόγα των 150 ανταρτών και του αρχηγού τους δεν επαρκούσαν για μια τέτοια επιχείρηση, η οποία χρειαζόταν, για μεν την καταστροφή των σιδηροδρομικών γραμμών, ένα πολύ μικρό αριθμό καταδρομέων, για δε την τυχόν κατάληψη ολόκληρης της περιοχής, πολύ μεγαλύτερο αριθμό, ίσως και χιλιάδων ανδρών, καλά εκπαιδευμένων και υπαγομένων υπό στρατιωτικούς Διοικητές, μεγάλη μυστικότητα στην προετοιμασία και την εκτέλεση της αποστολής τους και άριστη οργάνωση αυτής της αποστολής. Αντί τούτων, η τότε κυβέρνηση επέτρεψε στο σώμα των ανταρτών να μεταβεί στη Μακεδονία ως πρόβατο επί σφαγή και να θυσιασθεί, σχεδόν στο σύνολό του, καθ’ ον χρόνο, όπως αναφέρει ο Ηλίας Οικονομόπουλος στο προαναφερθέν σύγγραμμά του, ο αθηναϊκός τύπος, ήδη την προηγούμενη της αναχώρησης του ανταρτικού σώματος ημέρα, είχε πληροφορηθεί και είχε προβεί, στο σύνολό του σχεδόν, σ’ εκτενείς δημοσιεύσεις σχετικά με την «μυστική» αποστολή, καταδικάζοντάς την, μ’ αυτή την εγκληματικά αμελή συμπεριφορά του,  σε βέβαιη αποτυχία.
Η ελληνική κυβέρνηση, για την υλοποίηση της αποστολής του ανταρτικού σώματος του Παναγιώτη Δημαρά, μίσθωσε η ίδια το ατμόπλοιο της Πανελληνίου Ατμοπλοϊκής Εταιρίας με τ’ όνομα «Ήπειρος», ο δε Υπουργός στρατιωτικών απέστειλε τηλεγραφικές οδηγίες προς τον λιμενάρχη Βόλου, προκειμένου αυτός να συγκεντρώσει και τους υπόλοιπους άνδρες, που απαιτούνταν για την επιχείρηση.
Έτσι, λοιπόν, χωρίς καμιά στρατιωτική οργάνωση κι εκπαίδευση, το σώμα του Παναγιώτη Δημαρά ξεκίνησε από τον Πειραιά, επιβαίνοντας στο ατμόπλοιο «Ήπειρος», λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 30ής Μαρτίου του 1897, για την Ανατολική Μακεδονία κι έφθασε, περί τις τρεις η ώρα τη νύχτα, στο πρώτο σημείο στάσης του, το Τρίκερι του Παγασητικού κόλπου, όπου επιβιβάστηκαν σ’ αυτό ο οπλαρχηγός Γιάννος Βελέντζας, ο δικηγόρος Κ. Τσακατούρης και οι πλοηγοί Ευστάθιος Καραβαγγέλης και Ι.Κ. Γαρέφας. Λόγω διαφωνίας περί τον τόπο αποβίβασης του σώματος, (μια κι ο πλοηγός Καραβαγγέλης θεωρούσε ότι αυτή έπρεπε να γίνει στον λιμένα του Πόρτο Λάγος, πράγμα που δεν δεχόταν ο κυβερνήτης του πλοίου), αυτό το τελευταίο μετέβη από το Τρίκερι στους Ωρεούς της Εύβοιας, όπου ναυλοχούσε η ναυαρχίδα του ανατολικού στόλου, υπό τον Κ. Σαχτούρη, με τον οποίο συζήτησαν οι Δημαράς και Καραβαγγέλης κι έλαβαν την εντολή ν’ αποβιβασθούν, τελικά, στο ακρωτήριο Ελευθερών του λιμένα Ελευθερουπόλεως, όπου, πράγματι, αυτοί αποβιβάσθηκαν, τα μεσάνυχτα της 3ης Απριλίου του 1897, οπότε οι 146 συνολικά άνδρες χωρίστηκαν αμέσως σε πέντε διμοιρίες, διοικούμενες από ισάριθμους άνδρες που είχαν διατελέσει λοχίες στον ελληνικό στρατό αλλ’ είχαν αποστρατευθεί, ενώ επικεφαλής ήταν οι τρεις σωματάρχες, Δημαράς, Καραβαγγέλης και Βελέντζας.
Πάνω στο ατμόπλοιο παρέμειναν ο πλοηγός Γαρέφας, ο δικηγόρος Τσακατούρης και ο επιμελητής Σακκελαρίδης, οι οποίοι είχαν εντολή να οδηγήσουν το πλοίο στη νήσο Κυρα Παναγιά, αυτοί όμως το οδήγησαν στους Ωρεούς της Εύβοιας κι εκεί, μετά από συσκέψεις με τον αρχηγό του στόλου ναύαρχο Σαχτούρη, τα χαράματα της 4ης Απριλίου επιβιβάστηκαν σε άλλο σκάφος, το ταχύπλοο «Αθηνά», που ήλθε και τους παρέλαβε από τον Βόλο, όπου βρισκόταν και τους μετέφερε στο σημείο όπου είχε αποβιβαστεί το εκστρατευτικό σώμα, όπου όμως δεν είδαν τις τέσσερις (4) πυρές που θ’ άναβαν οι άνδρες του σώματος, αν είχαν ολοκληρώσει την αποστολή τους και είχαν επιστρέψει στο σημείο αποβίβασης, οπότε το επέστρεψαν στην Κυρα Παναγιά, για να επανέλθουν τις επόμενες νύχτες στο σημείο αποβίβασης, όπου και πάλι δεν είδαν τις τέσσερις πυρές των ανδρών του σώματος.
Τι είχε, λοιπόν, συμβεί;
Επί τρία ημερόνυχτα από την αποβίβασή τους, οι άνδρες του αντάρτικου σώματος, με τη βοήθεια οκτώ (8) οδηγών που παρέλαβαν από το ελληνικό χωριό Μυρτόφυτο (τότε «Ντρέσνα»), προχώρησαν κι έφθασαν στους πρόποδες του Παγγαίου, κάτω από την Εικοσιφοίνισσα, όπου έκαναν το λάθος ν’ αγοράσουν τρόφιμα από κάποιον βουλγαρόφωνο κάτοικο της περιοχής, ο οποίος, όμως, τους κατέδωσε  στους Οθωμανούς. Έτσι, το πρωί της 6ης Απριλίου, ένα σώμα οθωμανικού στρατού και μια ίλη οθωμανικού ιππικού, βοηθούμενα από χίλιους περίπου κατοίκους της περιοχής, περικύκλωσαν το σώμα του Παναγιώτη Δημαρά κι άρχισε λυσσώδης μάχη, στην οποία οι άνδρες του σώματος αγωνίστηκαν με απαράμιλλη ανδρεία, αλλά η αριθμητική και οπλική υπεροχή του αντιπάλου ήταν τέτοια, ώστε φονεύθηκαν περί τους εξήντα (60) Έλληνες στο πεδίο της μάχης, ενώ όσοι διασώθηκαν, επωφεληθέντες από το σκοτάδι της νύχτας, έλαβαν διάφορες κατευθύνσεις, ορισμένοι αιχμαλωτίσθηκαν κι εκτελέστηκαν επί τόπου και οι υπόλοιποι, υπό τον Δημαρά, έφθασαν, τη νύχτα της 6ης Απριλίου, στο σημείο αποβίβασής τους, όπου άναψαν τις τέσσερις (4) συμφωνημένες πυρές, πλην όμως οι επιβαίνοντες του ταχύπλοου «Αθηνά» είδαν μόνο μία πυρά, την θεώρησαν ως πυρά κάποιου κτηνοτρόφου κι αναχώρησαν για την Κυρα Παναγιά, χωρίς να παραλάβουν τους διασωθέντες, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από την παραλία, για λόγους ασφαλείας, πλην ολίγων, τους οποίους ιστιοφόρα που περιέπλευσαν την παραλία από την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα τους περισυνέλεξαν από την τοποθεσία της παραλίας Μυρτοφύτου που μέχρι σήμερα φέρει την χαρακτηριστική ονομασία «Έλληνας» και τους μετέφεραν στις Μονές Βατοπεδίου και Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, όπου, μετά από πολλές φροντίδες, οι μοναχοί τους προώθησαν στην Σκιάθο. Οι απομακρυνθέτες από την παραλία, περίπου εβδομήντα (70) άνδρες, μαζί με τον Δημαρά, ήλθαν στην Πιερία κοιλάδα και κατέλυσαν κοντά στο χωριό «Ντεμιρλί», τα σημερινό Σιδηροχώρι, όπου όμως έγιναν αντιληπτοί από τους Τουρκογενείς κατοίκους της περιοχής, περικυκλώθηκαν από πολυάριθμους ατάκτους κι εξοντώθηκαν οι περισσότεροι επί τόπου, (ανάμεσα στους εξοντωθέντες ήταν ο Καραβαγγέλης κι ο Βελέντζας, προφανώς δεμ και οι οκτώ οδηγοί από το Μυρτόφυτο), ενώ οι τραυματισθέντες που έπεσαν στα χέρια του εχθρού κατασφάχτηκαν απ’ αυτόν.
Ειδικά ο Δημαράς, με τρεις συντρόφους του, (εκ των οποίων δύο ήταν οι Στ. Οικονομόμουλος, συγχωριανός του και Αθαν. Κανελλόπουλος, από γειτονικό προς το δικό του χωριό της Λακωνίας καταγόμενος, κατέφυγαν τραυματισμένοι σε μια σπηλιά, κοντά στο σημερινό χωριό που φέρει τ’ όνομα του πρώτου, όπου όμως έγιναν  αντιληπτοί, συνελήφθησαν από τους Τούρκους και κατασφάχτηκαν κι αυτοί, με τελευταίο τον ίδιο τον Δημαρά, που τον κατέσφαξε ένας  ιερωμένος (μουφτής) του Ντεμιρλί, (ο οποίος, μάλιστα, λέγεται ότι αργότερα λογοδότησε για την μισερή αυτή πράξη του στο ιεροδικείο).
Όλοι οι νεκροί αποκεφαλίστηκαν και τα κεφάλια τους, καρφωμένα στα γιαταγάνια των απίστων, επιδεικνύονταν, ως λάφυρα, στα χωριά του Παγγαίου, για να μεταφερθούν στη συνέχεια στην Καβάλα, όπου, μετά από παρέμβαση του αυστριακού προξένου, μ’ εντολή του Καϊμακάμη πετάχτηκαν, σε απόσταση πέντε λεπτών από την Καβάλα, όπου μετέβαιναν πολυάριθμοι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής για να τα φτύσουν και να τα διαπομπεύσουν!
Οι τραυματίες, (εκτός από δυο που πέθαναν καθ’ οδόν προς την Καβάλα), μεταφέρθηκαν σε φυλακή της Καβάλας, όπου επί μήνες υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου ν’ αποκαλύψουν τον σκοπό της επιχείρησής τους, μέχρις ότου μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου αναμείχθηκαν με άλλους αιχμαλώτους Έλληνες στρατιώτες, για να επιστρέψουν, επί τέλους, όλοι μαζί στην Ελλάδα, την Πέμπτη, 11 Δεκεμβρίου του 1897, με το πλοίο «Θεσσαλία», το οποίο είχε μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη την υπογραφή του βασιλέως των Ελλήνων υπό την μόλις προηγούμενα συναφθείσα, ιδιαίτερα ταπεινωτική για την Ελλάδα, συνθήκη ειρήνης και ανταλλαγής αιχμαλώτων, μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών, όπως για όλα αυτά μας πληροφορούσε η εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» στο τεύχος της 12ης Δεκεμβρίου του 1897.
Τέλος, πρέπει να σημειώσω κι ένα ακόμη περιστατικό που έχει σχέση με την ατυχή απόβαση του σώματος του Δημαρά στο Παγγαίο και καταγράφηκε σ’ επιστολή του μετέπειτα δικηγόρου Σερρών, Χρήστου Τέντζου: Όταν στη διάρκεια του Β’ βαλκανικού πολέμου στην περιοχή της Γεωργιανής, (τότε Γκόργιανης) βρέθηκε το σώμα προσκόπων του Αρχηγού Δούκα Ζέρβα, του οποίου υπαρχηγός ήταν ο ανωτέρω Χρήστος Τέντζος, συνέλαβε κι εκτέλεσε πολλούς από τους σφαγείς των ανδρών του Δημαρά, μεταξύ των οποίων και τον αιμοβόρο πεχλιβάν Μεχμέτ αγά, ο οποίος είχε σφάξει δύο από τους άνδρες και τα κεφάλια τους τα περιέφερε στην περιοχή καρφωμένα στο τεράστιο γιαταγάνι του, φωνάζοντας «θα σφάξω όλους τους Έλληνες».
Σε τέτοιου μεγέθους καταστροφή, σε τέτοια υπέροχη θυσία κατέληξαν οι ευγενείς πόθοι και η υπέροχη φιλοπατρία του Παναγιώτη Δημαρά και των ανδρών, (όλων εθελοντών) του σώματός του, στους κάμπους και τα βουνά αυτού του τόπου. Και η μεν θυσία αυτή θα μπορούσε ν’ αποφευχθεί, αν η αποστολή τους οργανωνόταν σωστά από τις αρμόδιες πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές της εποχής τους. Η ίδια όμως αυτή θυσία τους δεν πήγε χαμένη. Κάθε άλλο. Το αίμα του Παναγιώτη Δημαρά και των παλληκαριών του, καθώς και το αίμα χιλιάδων άλλων Ελλήνων, που χύθηκε και τότε κι αργότερα, στη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα, στα βουνά της Μακεδονίας, έγινε ποτάμι, που ξέπλυνε την ντροπή του ατυχούς πολέμου του 1897, έγινε κύμα, που γέμισε τις ψυχές των Ελλήνων στρατιωτών και λίγα χρόνια αργότερα, στη διάρκεια των δύο βαλκανικών πολέμων, οδήγησε τα νικηφόρα όπλα τους σε κάθε γωνιά της Μακεδονίας, την οποία κι απελευθέρωσε. Γι’ αυτό πρέπει να θυμόμαστε την υπέροχη φιλοπατρία και να τιμούμε την υπέροχη θυσία του Δημαρά, του Καραβαγγέλη και των ανδρών τους, γι’ αυτό κι η πατρίδα έδωσε τα ονόματά τους σε δύο χωριά του Δήμου Παγγαίου. Σήμερα, μάλιστα, που η φιλοπατρία και η θυσία για την πατρίδα προκαλούν συνήθως ειρωνικά χαμόγελα, σήμερα που αυτή η ελληνική πατρίδα, εξ αιτίας της έλλειψης φιλοπατρίας των αρχόντων της, βρίσκεται βυθισμένη στην καταισχύνη και την περιφρόνηση εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ όλο τον πλανήτη, η θυσία του Παναγιώτη Δημαρά και του σώματός του γίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ άλλοτε, γιατί αποδεικνύει ότι ο μοναδικός, ασφαλής δρόμος για την επιστροφή της χώρας μας στο υψηλό βάθρο που η ιστορία της κι ο πολιτισμός της την είχαν από αιώνες τοποθετήσει, είναι αυτή η πατριωτική φλόγα, που οδήγησε τον Δημαρά και τους εθελοντές συντρόφους του, ν’ αφήσουν τα πλούτη τους στη μακρινή Ρωσία και να έλθουν να πεθάνουν στα βουνά της Μακεδονίας.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ