Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016


           ΦΤΕΡΗ (ΔΟΒΡΟΒΙΚΕΙΑ): ΨΗΦΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ   ΜΑΚΡΑΙΩΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ

(Ανεπτυγμένη μορφή της ομιλίας μου στην ερειπωμένη Φτέρη, στις 4 Σεπτεμβρίου του 2016, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από την καταστροφή της από τους Βούλγαρους κατακτητές)

 

Κτισμένη στην καρδιά του Συμβόλου όρους, πολύ κοντά στο Παγγαίο και στις εκβολές του Στρυμόνα ποταμού, η Φτέρη, όπως την αποκαλούσαν στους τελευταίους αιώνες, ή Δοβροβίκεια, όπως την ονόμαζαν στα χρόνια του Βυζαντίου, αποτελούσε έναν οικισμό κατοικημένο από Έλληνες, που οι απαρχές της ιστορίας του χάνονται πίσω στους αιώνες.

Στο σημείο όπου ήταν κτισμένη η Φτέρη δεν έχουν εντοπιστεί από την αρχαιολογική Υπηρεσία, ούτε έχουν, φυσικά, ανασκαφεί ερείπια αναγόμενα στην ελληνική ή ρωμαϊκή αρχαιότητα, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι ο τόπος δεν κατοικήθηκε ήδη από τότε. Λ.χ., πολύ κοντά στη Φτέρη, στη θέση «Τσεσμέ τ’ αγά», υπάρχει εκτεταμένος, αρχαιολογικός χώρος, με κατοικίες και νεκροταφεία από την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, που είχε σχέση με την εκμετάλλευση των σιδηρούχων μεταλλευμάτων του Συμβόλου όρους.

Η παρουσία της Φτέρης στην ιστορία του τόπου μας προβάλλει έντονη και καθοριστική ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., υπό το αρχικό της όνομα «Δοβροβίκεια». Για να «επισκεφθούμε» όμως μαζί, νοερά, τη βυζαντινή Δοβροβίκεια, πρέπει να πούμε κατ’ αρχάς, λίγα λόγια για τη βυζαντινή Διοίκηση στην περιοχή του Συμβόλου όρους.

Από τον 10ο αιώνα και μετά, η περιοχή του Συμβόλου όρους υπαγόταν διοικητικά σε μια μεγάλη, διοικητική περιφέρεια, (σαν τις σημερινές Περιφέρειες, στις οποίες διαιρείται η πατρίδα μας), η οποία ονομαζόταν «Θέμα Στρυμόνος» και είχε επικεφαλής, αφενός μεν τον δούκα, δηλαδή τον στρατηγό - διοικητή κι αφετέρου τον κατεπάνω, δηλαδή τον πολιτικό διοικητή, από τα τέλη, όμως, του 12ου αιώνα έγινε μια σημαντική, διοικητική μεταρρύθμιση, στα πλαίσια της οποίας δημιουργήθηκαν μικρότερες, διοικητικές περιοχές, (όπως, δηλαδή, ήταν άλλοτε οι Νομοί, στη σύγχρονη Ελλάδα), που αποτελούσαν τμήματα των Θεμάτων και λέγονταν «Κατεπανίκια». Ένα από αυτά τα «Κατεπανίκια» ήταν γνωστό, ήδη έκτοτε, με την ονομασία «Κατεπανίκιον Ποπολίας ή Λυκοσχίσματος» και σ’ αυτό, ακριβώς, υπαγόταν ο οικισμός της Δοβροβίκειας μετά τον 12ο αιώνα.

Ένα άλλο, σημαντικό, επίσης, στοιχείο της βυζαντινής ιστορίας της περιοχής του Συμβόλου όρους είναι η παρουσία των Μοναστηριών του Αγίου Όρους, τα οποία διέθεταν εδώ μεγάλα κτήματα, που τους είχαν παραχωρήσει διάφοροι Αυτοκράτορες.

Μετά από αυτές τις αναγκαίες διευκρινίσεις, επιστρέφουμε στην ιστορία της Φτέρης, της βυζαντινής Δοβροβίκειας.

Ήδη από τον 11ο αιώνα η Δοβροβίκεια, στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, ανήκε στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Μια σειρά χειρογράφων του αρχείου της Μονής, στα οποία θ’ αναφερθώ στη συνέχεια και τα οποία δημοσιεύτηκαν σχολιασμένα, στη γαλλική γλώσσα, με τον τίτλο «ACTES DIVIRON», πριν αρκετά χρόνια, περιγράφουν με λεπτομέρειες τον οικισμό και μας πληροφορούν για τα ονόματα των κατοίκων και για τις ασχολίες τους.

Η πρώτη ιστορική αναφορά της Δοβροβίκειας βρίσκεται σε δύο έγγραφα του αρχείου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, που ανάγονται στο έτος 1081. Το πρώτο είναι ένα έγγραφο, με το οποίο το ευρισκόμενο στην Κωνσταντινούπολη ιερό ίδρυμα με την ονομασία «ΚΟΣΜΙΔΙΟΝ» βεβαιώνει ότι πώλησε στους Αμαλφιτανούς μοναχούς, (δηλαδή μοναχούς καταγόμενους από την περιοχή του Αμάλφι της νοτιοδυτικής Ιταλίας, οι οποίοι, προτού ακόμη ιδρυθεί η Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας, είχαν ιδρύσει Μονή στη χερσόνησο του Αγίου Όρους, στην περιοχή «Μορφονού», που αποτελεί μέχρι σήμερα ανάμνηση του ονόματός τους), ένα μεγάλο κτήμα, ευρισκόμενο στην «επίσκεψιν Πριναρίου». Το δεύτερο έγγραφο είναι το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου 1ου Κομνηνού, που εκδόθηκε επίσης το έτος 1081 κι επικύρωσε την ιδιοκτησία της Μονής των Αμαλφιτανών στο κτήμα του Συμβόλου όρους. Και στα δύο αυτά έγγραφα περιγράφεται λεπτομερώς το πωληθέν κτήμα και αναφέρεται ρητά ότι αυτό έχει αριστερά του, δηλαδή στα δυτικά του, «τα δίκαια της Δοβροβικείας», πράγμα που σημαίνει ότι ήδη έκτοτε η Δοβροβίκεια είχε κτήματα, άρα και πληθυσμό που τα καλλιεργούσε. Πρέπει, μάλιστα, ν’ αναφέρω εδώ ότι η περιγραφή του κτήματος που προανέφερα αρχίζει από τον μονόλιθον, δηλαδή τον μεγάλο βράχο στη θάλασσα, που βρίσκεται κάτω από τον λεγόμενο Πύργο της Απολλωνίας, (ο οποίος, βέβαια, δεν υπήρχε τότε, αλλά κτίστηκε πολύ αργότερα).

Το πρώτο έγγραφο του αρχείου της Ιεράς Μονής Ιβήρων είναι ένας φορολογικός κατάλογος του δευτέρου μισού του 11ου αιώνα, που υπογράφεται από κάποιον Γρηγόριο Χαλκούτζη και περιγράφει την φορολογική υποχρέωση που είχε η Μονή έναντι του βυζαντινού κράτους, για τα εισοδήματα που έπαιρνε από τα κτήματά της. Στον κατάλογο αυτόν αναφέρεται, λοιπόν, ότι στη Μονή ανήκε, μεταξύ άλλων και  το «προάστειον Δωβρωβίκεια», δηλαδή η περιοχή του χωριού Δοβροβίκεια, η οποία μάλιστα περιγράφεται με λεπτομέρειες στον κατάλογο. Οι κάτοικοι του χωριού εργάζονταν στα κτήματα της Μονής, στην οποία έδιναν ένα μέρος από την παραγωγή τους και η Μονή, με τη σειρά της, πλήρωνε στο Κράτος τον φόρο που της αναλογούσε, ανάλογα με τις παραγωγές που της παρέδιδαν οι αγρότες (πάροικοι) των κτημάτων της. Από την περιγραφή του κτήματος της Ιεράς Μονής Ιβήρων, που λόγω του μεγέθους της, δεν μπορώ να την παραθέσω ολόκληρη, αναφέρω μόνο ότι ρητά αναφέρεται ως δυτικό όριό της ο ποταμός των Θερμών (δηλαδή των Λουτρών Ελευθερών) και ως νότια όριά της, δυτικά το σημείο όπου το ποτάμι των Λουτρών φθάνει στη θάλασσα, ανατολικά δε ο μονόλιθος, δηλαδή ο μεγάλος βράχος που βρίσκεται μέσα στην θάλασσα, κάτω από τον Πύργο της Απολλωνίας. Είναι επίσης ιδιαίτερα συγκινητικό να διαβάζει κανείς σ’ αυτόν τον κατάλογο τα ονόματα των ανθρώπων που κατοικούσαν σ’ αυτό εδώ το χωριό πριν από 1.000 χρόνια, όπως τον Θεόδωρο, γιο του Γεωργίου, τον Ιωάννη γιό του Κυριακού του Βελαϊτη, τον Γεώργιο, γιο του Σταυρακίου, τον Μαριανό Στρυμονίτη, γαμπρό του Σκλαβοπαπά, τον Αναστάσιο τον Ποδογοριανίτη, γαμπρό του Μιχαήλ, την Ευφροσύνη, σύζυγο του Μιχαήλ κλπ.

Το έτος 1079, σύμφωνα με χρυσόβουλλο του αυτοράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη, η Μονή Ιβήρων κατέχει, με τον θεσμό της «εξκουσείας», την Δοβροβίκεια.

Τον Δεκέμβριο του έτους 1101 ο αυτοκράτορας Αλέξιος 1ος Κομνηνός επιβεβαίωσε, σ’ έγγραφό του προς τον σεβαστό Ιωάννη Κομνηνό, το δικαίωμα της Ιεράς Μονής Ιβήρων πάνω στα κτήματα της περιοχής της Δοβροβίκειας (Φτέρης), πράγμα που έφθασε ως τις μέρες μας από έγγραφο του έτους 1104, του Σεβαστού Ιωάννη Κομνηνού, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο της Μονής. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται πάλι το «προάστειον η Δοβροβίκεια», περιγράφεται και πάλι το κτήμα της Μονής, μέσα στα όρια που ήδη ανέφερα, το οποίο ονομάζεται πλέον «μετόχιον», αναφέρεται ότι εκκλησία του μετοχίου αυτού είναι η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (και υπάρχει μέχρι σήμερα τοπωνύμιο «Άγιος Δημήτριος», λίγο πιο πάνω από τον Πύργο της Απολλωνίας, ο οποίος ήταν ο Πύργος του βυζαντινού άρχοντα Αρσενίου Τζαμπλάκωνος, που στα γεράματά του πήγε ως μοναχός στη Μονή Βατοπεδίου, στην οποία το έτος 1355 χάρισε τον πύργο αυτόν και τα κτήματά του), μνημονεύεται ότι η Δοβροβίκεια έχει 26 οικογένειες, (6 μονομελείς, 20 διμελείς και 2 τριμελείς), συνολικά 52 κατοίκους, όπως επίσης μνημονεύονται και τα ονόματα των κατοίκων, όπως είναι ο Κυριακός ο Σιδηρός, που έχει γυναίκα την Ειρήνη, ο Μιχαήλ ο Μουστινιανίτης, (δηλαδή από την Μουσθένη), που έχει γυναίκα την Άννα κλπ.

Το δικαίωμα της Ιεράς Μονής Ιβήρων πάνω στο ίδιο μεγάλο κτήμα του Συμβόλου όρους και στο χωριό Δοβροβίκεια με τους κατοίκους του επικυρώθηκε αργότερα, το έτος 1259 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Μιχαήλ 8ου του Παλαιολόγου, το έτος 1283 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου, το έτος 1310 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Μιχαήλ 9ου του Παλαιολόγου, ενώ το ίδιο αυτό δικαίωμα περιγράφεται και στο φορολογικό Πρακτικό του ορφανοτρόφου Τρύφωνος Κεδρηνού, που συντάχθηκε το έτος 1316 και αναφέρει ότι το χωριό ανήκε στο κατεπανίκιο της Ποπολίας κι ότι είχε 26 οικογένειες, από τις οποίες οι 19 φορολογούνταν και των οποίων παραθέτει τα ονόματα των μελών.

 Αναφερόμενος, όμως, στα ονόματα των κατοίκων της Δοβροβίκειας, στους αιώνες που αυτή ανήκε στο βυζαντινό κράτος, αλλά και στο ίδιο το όνομα «Δοβροβίκεια», που σημαίνει στη σλαβική γλώσσα «καλός τόπος», πρέπει να πω τα εξής: Στους αιώνες της βυζαντινής κυριαρχίας ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της ιστορίας της περιοχής μας ήταν η εγκατάσταση, στην περιοχή του Στρυμόνα, αρχικά ως επιδρομέων και ληστών και πολλούς αιώνες αργότερα, μετά τον εκχριστιανισμό τους, ως μισθοφόρων πολλών βυζαντινών αυτοκρατόρων, των λεγόμενων Στρυμονιτών Σλάβων, ήτοι Σλάβων εγκατεστημένων μόνιμα με τις οικογένειές τους, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό και μετά από αιώνες βλέπουμε στους ονομαστικούς καταλόγους των κατοίκων των χωριών και των μοναστηριακών κτημάτων της περιοχής, κύρια της Δοβροβίκειας, πολλά σλαβικά ονόματα μελών οικογενειών, των οποίων τα υπόλοιπα μέλη έφεραν ελληνικά ονόματα.

Στα 1282-1321 ανήλθε στο θρόνο της Σερβίας ο Στέφανος Μιλιούτιν, ο οποίος κατέκτησε την περιοχή των Σερρών και της Χρυσουπόλεως (Τούζλας), καθώς και το λιμάνι του Ορφανού. Αφότου, στη συνέχεια, ο Στέφανος Δουσάν ανέβηκε, στα 1331 στον ίδιο θρόνο, κατέκτησε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας κι αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς και αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας, με έδρα την πόλη των Σερρών, το κράτος του όμως υπήρξε εφήμερο. Αυτός, το έτος 1346, με χρυσόβουλλό του, αναγνώρισε το δικαίωμα της Μονής Ιβήρων στην Δοβροβίκεια, ενώ την ίδια χρονιά,  σε δεύτερο χρυσόβουλλό του, μεταξύ των κτημάτων της μονής συμπεριέλαβε και τα «εις το Πρινάριον χωρία δύο, ο Οβηλός και η Δοβροβίκεια μεθ' ης και αυτά έχουσι περιοχής και νομής».

Από πολλά χρόνια πριν, εξ άλλου, είχαν αρχίσει οι βαρβαρικές επιδρομές, αρχικά των Βουλγάρων, επί σειρά αιώνων και αργότερα των Τούρκων, εξ αιτίας των οποίων πολλές φορές τα μεγάλα μοναστηριακά κτήματα ερημώνονται. Ιδιαίτερα όταν άρχισε ο τουρκικός επεκτατισμός, η περιοχή ερημώνεται και καταληστεύεται επανειλημμένα, με αποτέλεσμα η παλιά, μεγάλη ευμάρειά του να μετατραπεί σε απέραντη ερήμωση και φτώχεια. Στα μέσα του 14ου αιώνα είχαν πυκνώσει κι οι επιδρομές των Οθωμανών κι απειλούσαν την Μακεδονία, αφότου ιδιαίτερα αυτοί, στα 1361, κατέλαβαν την Ανδριανούπολη και την έκαναν πρωτεύουσα του κράτους τους, με αποκορύφωμα το χρονικό διάστημα 1383-1387, οπότε οι Οθωμανοί, έχοντας ως επικεφαλής τον Γαζή Εβρενός μπέη και τον Λάλα Σαχίν, κατέκτησαν και ολόκληρη την περιοχή μας, τις Σέρρες, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη, κατέστρεψαν τα κάστρα της Καβάλας και της Χρυσούπολης (Τούζλας) κι άρχισαν να εγκαθιστούν πολυάριθμους Τουρκομάνους έποικους από τη Μικρά Ασία, κύρια Γιουρούκους και Κονιάριδες.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το έτος 1341 το χωριό Δοβροβίκεια ήταν πλέον ακατοίκητο, γεγονός που αναφέρεται σε φορολογικό Πρακτικό του απογραφέως Πρωτοκυνηγού Ιωάννη Βατάτζη, του αναφερθέντος έτους.  Επίσης, σε χρυσόβουλο που εξέδωσε το έτος 1351 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός για την Μονή Ιβήρων, αναφέρεται ότι στη Μονή ανήκουν στο Λυκόσχισμα δύο παλαιοχώρια, (δηλαδή εγκαταλειμμένα χωριά), η Δοβροβίκεια και ο Οβηλός, των οποίων οι κάτοικοι έχουν διασκορπισθεί σε διάφορα κάστρα της περιοχής, ίδια δε αναφορά γίνεται και σ’ έγγραφο του πατριάρχη Καλλίστου, του ιδίου έτους.

Το όνομα του χωριού φαίνεται για τελευταία φορά το έτος 1357, σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου.

Στα όρια δικαιοδοσίας του βυζαντινού οικισμού της Δοβροβίκειας – Φτέρης μνημονεύεται η ύπαρξη των εξής ναών:

Του ναού του Αγίου Δημητρίου. Στο έγγραφο του έτους 1104 που προανέφερα έχουμε χαρακτηριστική περιγραφή του: " Έσωθεν δε του τοιούτου περιορισμού [της Δοβροβίκειας] εκκλησία του μετοχίου επ'ονόματι του Αγίου Δημητρίου, δρομική λιθοπηλόκτιστος δίρρυτος, υπό βήματος ενός, υλογραφική και τα εκείσε ευρεθέντα τέσσερα οικήματα οροφόσκεπα λιθοπηλόκτιστα, αμφότερα υπό αυλής και πυλώνος".

Του ναού του Αγίου Γεωργίου. Αυτός κτίστηκε για πρώτη φορά από τον ηγούμενο της μονής Ιβήρων Παύλο, μεταξύ των ετών 1170  και 1184. Πληροφορίες για το ναό υπάρχουν στο Συνοδικόν της μονής. Είναι ολοφάνερο ότι εκείνος ο πρώτος ναός βρίσκεται κάτω από τα θεμέλια του σημερινού ναού του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος μοιάζει τόσο πολύ με τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου της Ελευθερούπολης, που φαίνεται ότι κτίστηκε, οπωσδήποτε, στη σημερινή, φυσικά, μορφή του, στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα, με πιθανότερο το έτος 1805, όπως μαρτυρούσε μια επιγραφή που υπήρχε στο Ναό το έτος 1932. Μια ανακαίνισή του, που φαίνεται να έλαβε χώρα στις 10 Απριλίου του 1850, μαρτυρά η ασβεστωμένη σήμερα επιγραφή που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του τοίχου του Ιερού του Ναού, όπου αναφέρεται κάποιος Άνθιμος, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Άνθιμος Γρυπάρης από τη Σίφνο, παρόλο που υπάρχουν αμφιβολίες για το αν ο εν λόγω λαμπρός επίσκοπος αρχιεράτευε στη Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως το έτος 1850, ενώ, συνάμα, κατά το ίδιο έτος όλα τα γειτονικά στη Φτέρη χωριά ανήκαν ακόμη στην Εξαρχία Ορφανίου και Καβάλλας, η οποία υπαγόταν στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου! (Πάντως, το έτος 1850 Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου ήταν ο Μελέτιος).

Του ναού της Αγίας Βαρβάρας. Στην περιοχή της Δοβροβίκειας η μονή Ιβήρων κατείχε μύλο «εις την Αγίαν Βαρβάραν», σύμφωνα με το πρακτικό του ορφανοτρόφου Τρύφωνα Κεδρηνού του έτους 1316. Η αναφορά του τοπωνυμίου προϋποθέτει την ύπαρξη ναού τιμώμενου στο όνομα της Αγίας Βαρβάρας, ο οποίος πιθανολογείται ότι βρισκόταν πάνω στο ρέμα που κατεβαίνει από το χωριό προς την θάλασσα.

Μετά την κατάκτηση της περιοχής μας από τους Οθωμανούς, που ολοκληρώθηκε το έτος 1387, η Δοβροβίκεια χάνεται από την ιστορία και για τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης δεν έχουν ακόμη βρεθεί στοιχεία, σχετικά με το πότε ιδρύθηκε εκ νέου σαν Φτέρη κι από ποιους. Είναι όμως γεγονός ότι στους τελευταίους αιώνες, (18ο και μεταγενέστερους), στη θέση της βυζαντινής Δοβροβίκειας βρίσκεται πλέον ένα καθαρά ελληνικό χωριό, η Φτέρη, στην οποία έρχομαι ν’ αναφερθώ στη συνέχεια της ομιλίας μου.

Στα μέσα του 16ου αιώνα η περιοχή είχε υπαχθεί διοικητικά στην περιφέρεια (ορτά) Πουρνάρ νταγή και τότε παρατηρήθηκε η κάθοδος στην περιοχή και πολλών Βουλγάρων εργατών και αγροτών, που έρχονταν για να δουλέψουν στην υπηρεσία των Οθωμανών κατακτητών.

Από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά, έμποροι έρχονταν από τη Ραγούζα της Δαλματίας, τη Χίο, τη Βενετία, ακόμη και από την Αίγυπτο, έφθαναν μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα, έμεναν στην περιοχή μέχρι και δύο μήνες, για να πουλήσουν και ν’ αγοράσουν εμπορεύματα, όπως μας πληροφορεί ο Γάλλος βαρώνος Pierre Belon du Mans

Η μακρά περίοδος της Τουρκοκρατίας υπήρξε για την περιοχή ιδιαίτερα επώδυνη. Οι εξισλαμισμοί οδήγησαν μεγάλο μέρος των ελληνικών πληθυσμών στην θρησκευτική πρώτα και στη συνέχεια στην εθνική αφομοίωσή του από τους κατακτητές, μ’ εξαίρεση λίγες νησίδες Ελληνισμού, που μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον Ελληνικό χαρακτήρα των κατοίκων τους. Τέτοιες νησίδες ήταν τα ντόπια χωριά της επαρχίας Παγγαίου, η Νικήσιανη, η Μεσωρόπη, η Φτέρη, το Μυρτόφυτο (Ντρέζνα), η Καρυανή, το Ποδοχώρι κλπ.

Η Φτέρη παρέμεινε, στη σκοτεινή αυτή και μακραίωνη περίοδο, ένα ελληνικό χωριό, στη γειτονιά του οποίου σημαντική πόλη και διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της περιοχής υπήρξε το Πράβι, ενώ το γειτονικό Ορφανό (σημερινό Ορφάνι) έγινε ένας σημαντικός οδικός κόμβος και το λιμάνι του Ορφανού ή Τσάγεζι ένα σημαντικό λιμάνι φόρτωσης των προϊόντων της περιοχής, (των περίφημων καπνών και λοιπών αγροτικών προϊόντων, καυσόξυλων και οικοδομήσιμης ξυλείας, βλημάτων που κατασκευάζονταν στο εργοστάσιο που οι Οθωμανοί διατηρούσαν στο Πράβι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα).

Το χωριό αυτό, απομονωμένο στην ομορφιά και την ηρεμία μιας καταπράσινης ρεματιάς, είχε, λίγο πριν καταστραφεί από τους Βουλγάρους, περίπου εξήντα (60) οικίες κι οι κάτοικοί του ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία, την μελισσοκομία  και το κυνήγι.

Αναφερόμενοι στη συνέχεια στην εκκλησιαστική κατάσταση της Φτέρης στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής σκόρπια στοιχεία:

Η περιοχή από τη Μεσωρόπη και πέρα, μέχρι το Ορφάνι και την Καρυανή, από τις αρχές του 13ου αιώνα που έχουμε σχετικές πληροφορίες, ανήκε στην πνευματική δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Φιλίππων και όχι σ’ αυτήν του επισκόπου Ελευθερουπόλεως, υπό τον οποίο υπάγεται το 1864. Τούτο προκύπτει κυρίως από σιγίλλιο του έτους 1618 του Πατριάρχη Τιμόθεου Β’, με το οποίο ενώνονταν πάλι με τη Μητρόπολη Φιλίππων τα πατριαρχικά χωριά, «τον τε Στρυμόνα ποταμόν, την Αμφίπολιν, ήτοι το Μαρμάριον, την Χρυσούπολιν, ήτοι το Ορφάνιον, την Καρίανην, την Μπομπλίανην, το Νεοχώριον, την Ποδογώριανην και το Βοσορόμου. Πριν το 1618 τα χωριά αυτά ανήκαν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, σχηματίζοντας την «πατριαρχική εξαρχία Ορφανίου», οπωσδήποτε πριν το έτος 1577, ενώ μετά την ένωσή τους με τη Μητρόπολη Φιλίππων το 1618 επανήλθαν στην εξαρχία που ανήκαν προηγούμενα, πιθανόν μετά το 1626.

Μετά το 1717 η εξαρχία Ορφανίου συγχωνεύεται με την εξαρχία Καβάλας και το 1721 αποδίδεται η τελευταία στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου, υπό την πνευματική δικαιοδοσία του οποίου παρέμεινε, (όπως και τα χωριά της), μέχρι το 1924. (Αυτό το βεβαίωσε και ο Γ.Ν. Φιλιππίδης, όταν επισκέφθηκε τις εκκλησιαστικές περιφέρειες της περιοχής και το 1877 δημοσίευσε την περιγραφή των επαρχιών τους με τίτλο «περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως». Το 1905 μάλιστα  ο Γ. Χατζηκυριακού εκπλήττεται όταν διαπιστώνει την περίεργη, εκκλησιαστική διαίρεση της περιοχής και σημειώνει στο έργο του «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)» : «Η Μεσορόπη μετά των προηγουμένων, Κάριανης, Μπόμπλιανης και Ποδογόριανης, υπάγονται, κατά παράδοξον όλως τρόπον εκκλησιαστικής διαιρέσεως, εις την εκκλησιαστικήν επαρχίαν Ξάνθης, ήτις ούτω εισχωρεί και ενσφηνούται μεταξύ των κωμών της επαρχίας Ελευθερουπόλεως, σφετεριζομένη, ούτως ειπείν, τα δικαιώματα αυτής).

Όταν ο Γ.Ν. Φιλιππίδης επισκέφθηκε κατά το έτος 1877 τις εν Μακεδονία επαρχίες Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως, περιέγραψε ως εξής την Φτέρη στο σύγγραμμά του, το οποίο δημοσιεύτηκε στο  1ο τεύχος του περιοδικού «Μακεδονικά»: «Φτέρη. Χωρίδιον και τούτο μικρόν, εντός χλοεράς κοιλάδος κείμενον και ούτως ονομασθέν εκ της πτέριδος (φτέρης), φυτού, όπερ πλημμυρεί τα μέρη ταύτα. Και οι του χωρίου τούτου κάτοικοι εισί γεωργοί, διατηρούσι δε γραμματοδιδασκαλείον, εν ω διδάσκεται η Οκτώηχος και το Ψαλτήριον».

Το έτος 1886 ο Έλληνας ταγματάρχης του μηχανικού, Νικόλαος Θ. Σχινάς, περιόδευσε στην περιοχή μας και τις εντυπώσεις του περιέλαβε σε άρθρο του στο περιοδικό Μακεδονία (Μακεδονικά). Αναφέρει λοιπόν ο εν λόγω στρατιωτικός ότι η Φτέρη είχε τότε 230 κατοίκους.

Στον Γενικό Πίνακα των εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία ελληνικών σχολείων, ο οποίος δημοσιεύθηκε το έτος 1902 στην Κωνσταντινούπολη από την οθωμανική Διοίκηση, Η Φτέρη αναφέρεται ως Φθέρη και φαίνεται ότι έχει ένα δημοτικό σχολείο με έναν δάσκαλο και 15 μαθητές (άρρενες), για τη συντήρηση του οποίου απαιτούνταν 230 φράγκα.

Κατά τα έτη 1905-1906 ο Έλληνας Γεώργιος Χατζηκυριακού περιηγήθηκε την υπόδουλη, ακόμη τότε, Μακεδονία. Αυτός λοιπόν επισκέφθηκε την Φτέρη και την περιέγραψε ως εξής: «Εκ Τσιούστης συνεχίζων την επί του (Συμβόλου) όρους πορείαν μου και ανερχόμενος μέχρι της κορυφογραμμής αυτού φθάνω εις άλλην Ελληνορθόδοξον κώμην, την καλουμένην Φτέρην, κειμένην επί ανωμάλου και βραχώδους εδάφους, ένθεν και ένθεν της κοίτης επικλινούς χειμάρρου. Ωνομάσθη δε Φτέρη εκ του πέριξ εν πλησμονή φυομένου πτεριδοφύτου, της γνωστής πτέριδος».

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής του εν Βόλω Γυμνασίου, περιηγούμενος την περιοχή, εξέδωσε, το 1913 στην Αθήνα ένα βιβλίο με τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ» στο οποίο περιγράφει ότι «…Φθάνομεν εις το ωραίον Ελληνικόν χωρίον Τσιούστη, υπό 120 ψυχών οκούμενον. Η οδός τουντεύθεν ανέρχεται και δια της λοφοσειράς εντός 1 ¼ ώρας άγει εις το ορεινόν χωρίον Φτέρη, εκ του ομωνύμου φυτού, ή Θέρη, το οποίον έχει 170 Έλληνας κατοίκους…»

Στο αρχείο του Παπα Νικόλα Οικονόμου ή Βλάχου, που ήταν ιερέας της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, όταν Μητροπολίτης ήταν ο Εθνομάρτυρας Γερμανός Σακελλαρίδηςενώ διετέλεσε Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως, επί σειράν ετών μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Γερμανού, βρίσκεται έγγραφο με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου του 1910, το οποίο υπογράφει ο προεστός της Φτέρης, Κωνσταντίνος Γ. Τζόρογλου. 

Ο Μιχαήλ Χουλιαράκης, στο έργο του «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971», τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα,1975», αναφέρει ότι το έτος 1913 η Φτέρη, υπαγόμενη στην υποδιοίκηση Πραβίου, είχε 166 κατοίκους.

Η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού στρατού, στους στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού και της εθνικότητας των νομών Σερρών, Δράμας και Καβάλας που εξέδωσε το έτος 1919 στην Αθήνα, ανέφερε ότι η Φτέρη είχε πριν τους Βαλκανικούς πολέμους 100 κατοίκους, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1915 είχαν γίνει 108, από τους οποίους οι 50 ήταν άνδρες και οι 58 γυναίκες.

Στις 30 Μαρτίου του 1897, στα πλαίσια του ελληνοτουρκικού πολέμου, αποβιβάστηκε στην τοποθεσία «Έλληνας», κοντά στον Πύργο της Απολλωνίας, ένα μικρό, στρατιωτικό, εκστρατευτικό σώμα, αποτελούμενο από 150 Έλληνες ομογενείς, μ’ επικεφαλής τον Παναγιώτη Δημαρά και τον Ευστάθιο Καραβαγγέλη, με σκοπό να καταστρέψει τη σιδηροδρομική γραμμή των Οθωμανών στον Σταθμό Αγγίτη (Αγγίστα). Οι Φτεριώτες, όπως και οι Τρεζνιώτες, βοήθησαν τους άνδρες του σώματος, αλλά, δυστυχώς, η αποστολή προδόθηκε, το εκστρατευτικό σώμα εξολοθρεύθηκε από τους Τούρκους κι οι Φτεριώτες έχασαν την ησυχία τους από τους Τούρκους.

Όταν, στα 1913, η Μακεδονία φλεγόταν από τους Βαλκανικούς πολέμους, οι Φτεριώτες εγκατέλειψαν το χωριό τους. Οι μισοί περίπου, ακολουθώντας τα ελληνικά στρατεύματα, έφυγαν προς το Στρυμόνα. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν από τους Βουλγάρους να εγκαταλείψουν το χωριό και σκόρπισαν στα γύρω βουνά, μέχρι που τέλειωσε η κατοχή. Τα βάσανα όμως δεν είχαν τελειώσει, γιατί τους Φτεριώτες περίμενε, όπως και όλη την περιοχή, μια δεύτερη, βουλγαρική κατοχή.

Από τον Αύγουστο του 1916 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1918 οι Βούλγαροι, ως σύμμαχοι των Γερμανών, εισήλθαν και κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία. Την περιοχή μας κατέλαβε τότε η 10η βουλγαρική μεραρχία της άσπρης θάλασσας, όπως αποκαλούσαν οι Βούλγαροι το Αιγαίο. Από τον Οκτώβριο του 1916 μέχρι τον Ιούνιο του 1917 στους Βουλγάρους προστέθηκε και η 58η τουρκική μεραρχία.

Στο μικρό διάστημα της παραμονής τους, ο λαός μας έπαθε τα πάνδεινα από βούλγαρους και τούρκους φανατικούς, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την ανώμαλη κατάσταση, προκειμένου να βγάλουν πάνω στους Έλληνες τα παλιά κι άσβεστα μίση τους. Ποια ήταν αυτά; Μας τα διηγείται ανάγλυφα η επίσημη αναφορά που απέστειλε στον τότε Έλληνα Υπουργό Εσωτερικών ο Τίτος Γιαλούρης, έπαρχος της Ελλάδος στην περιοχή, μετά τη λήξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, την ήττα των Γερμανών και των συμμάχων τους και την αποχώρηση των Βουλγάρων, από την οποία αναφορά σας διαβάζω ελάχιστα αποσπάσματα, που αφορούν την τύχη του χωριού αυτού:

Από την περιοχή του Παγγαίου μόνο, εξορίστηκαν στη Βουλγαρία 2.250 άνθρωποι, από τους οποίους γύρισαν πίσω μόνο οι 900.

Ο πληθυσμός του Παγγαίου, από 14.000 ορθοδόξους έπεσε στις 7.000 – 8.000, εξ αιτίας των εκτελέσεων, των εξοριών και της αναγκαστικής μετανάστευσης.

Στην Φτέρη οι κατακτητές κατεδάφισαν 34 σπίτια κι άφησαν άστεγους 100 ανθρώπους.

Οι κάτοικοι εξαφανίστηκαν. Πολλοί πέθαναν από τη πείνα και τις κακουχίες, άλλοι δεν γύρισαν από την εξορία κι οι επιζήσαντες διασκορπίστηκαν.

Στην αναφορά υπάρχουν και οι προφορικές μαρτυρίες κάποιων που υπέφεραν τα πάνδεινα, συλληφθέντες, εξορισθέντες ή φυλακισθέντες από τους Βουλγάρους. Από αυτές τις μαρτυρίες αξίζει να σας παραθέσω αυτήν που έδωσε στην Ελευθερούπολη, στις 14 Φεβρουαρίου του 1919, ο γιατρός Κωνσταντίνος Κυριάκος ή Κυριακού, που γεννήθηκε στα Λακοβίκεια, ηλικίας τότε 62 ετών, κάτοικος Ελευθερούπολης: «Ένα μήνα ύστερα από τη βουλγαρική εισβολή, (εννοεί τον χειμώνα του έτους 1916), έφτασε στην Φτέρη το 158° Σύ­νταγμα Πεζικού του τουρκικού στρατού, υπό τη διοίκηση του συνταγμα­τάρχη Mahmout Nedin-bey που είχε την έδρα του στο χωριό Μπόμπλιανη. Οι στρατιώτες προέβησαν σε κάθε είδους λεηλασία εις βάρος των κα­τοίκων. Κατέλαβαν όλα τα ελληνικά, χριστιανικά σπίτια. Βούλγαροι αξιωματι­κοί και Τούρκοι έμπαιναν τις νύχτες στα σπίτια των Ελλήνων και με τη βία υποχρέωναν τους ενοίκους να τους παραδώσουν χρήματα, προμήθειες, εργαλεία από χαλκό, στρώματα, έπιπλα, είδη ένδυσης και άλλα. Τελικά τους ανάγκαζαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακομίσουν στην Ελευθερούπολη. Ύστερα από τον εκτοπισμό των ανδρών στη Βουλ­γαρία, παρέμειναν στην Ελευθερούπολη οι γυναίκες με τα παιδιά. Να λοι­πόν γιατί έρχομαι να σας πω όλα όσα έγιναν εναντίον των κατοίκων της Φτέρης, που βρίσκεται στα περίχωρα της Ελευθερούπολης, όπου ήταν στρατοπεδευμένος ο τουρκικός στρατός υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ Μπέη. Κατά την εκτίμηση μου, επί των 95 κατοίκων της Φτέρης, που βρήκαν το θάνατο στην Ελευθερούπολη όπου είχαν μετακομίσει, οι 53 πέθαναν από τις στερήσεις. Τα 25 σπίτια που αποτελούσαν το χωριό Φτέρη, όλα χωρίς εξαίρεση, έχουν κατεδαφιστεί. Μόνο η εκκλησία στέκεται ακόμη όρθια. Όλα τα υ­πόλοιπα σπίτια είναι ερείπια και συνεπώς δεν είναι κατοικίσιμα. Δεν πα­ρέμειναν στο χωριό παρά μόνο δυο κάτοικοι, οι οποίοι ζουν σε μια αχυροκαλύβα. Το χωριό ήταν πλούσιο σε ελιές, σε αμύγδαλα, υπήρχαν εκεί 700 κυ­ψέλες. Όλα αυτά έχουν αρπαγεί και καταστραφεί. Εγώ είχα μεγάλη περιουσία στη Φτέρη, όπου ασχολιόμουν με τη μελισσο­κομία. Γνωρίζω όλους τους κατοίκους, οι οποίοι με θεωρούν προστάτη τους». (Ο μάρτυρας έδωσε στην Επιτροπή μια ονομαστική κατάσταση των θανόντων από την πείνα, η οποία επισυνάφθηκε στην κατάθεσή του).

Όλα τα παραπάνω επιβεβαίωσε και μια Διασυμμαχική Επιτροπή, που συστάθηκε μετά το 1918, για να ελέγξει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία από τον βουλγαρικό στρατό, η οποία, στις αναφορές κι έρευνες που διεξήγαγε κι οι οποίες εκδόθηκαν στη Γαλλία αλλά και στο Λονδίνο το 1919, περιέγραψε επίσης, με τα πιο μελανά χρώματα, όσα υπέστησαν τα χωριά του Παγγαίου, μεταξύ των οποίων και η Φτέρη, από τους Βούλγαρους κατακτητές.

Την περιγραφή της καταστροφής του χωριού κάνει, επίσης, γεμάτος πλούσια συναισθήματα, ο αείμνηστος Ελευθερουπολίτης δικηγόρος και ιστορικός Ανδρέας Παπανδρέου, στη μικρή εργασία του με τίτλο «Οι Φτεριώτες στους απελευθερωτικούς αγώνες», που δημοσίευσε το έτος 1978 στο Μακεδονικό Ημερολόγιο: Αναφερόμενος ο κ. Παπανδρέου στη βουλγαρική κατοχή της περιοχής μας, που άρχισε το έτος 1916, αναφέρει: «Οι Βούλγαροι έβγαζαν το άχτι τους για καλά αυτή την φορά, ξεπλη­ρώνοντας την ήττα τους στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, σε βάρος αμάχων πολιτών. Οι βουλγαρικές ορδές ξανα­πέρασαν απ' την Φτέρη κι εγκατέστησαν μια μεγάλη μονάδα στα Λουτρά Ελευθερών, που κατόπτευε απένα­ντι το μέτωπο του Στρυμόνα, όπου ήταν οι Αγγλογάλλοι. Όπως και να το κάνουμε, ένα καθαρά Ελληνικό χωριό, χωρίς ούτε ένα Τούρκο, ήταν οπωσδήποτε ένα μικρό καρφί στο υπογάστριό τους σ' εκείνη την ευαίσθητη περιοχή. Γι' αυτό στα τέλη του 1916, ένα ψυχρό πρωινό, εμφανίστηκε στο χωριό ένα Βουλγάρικο Τάγμα και αφού πρώτα το έζωσε για τα καλά, ύστερα ό Κομμαντάν τους μάζεψε όλους στην πλατεία και τους διέταξε μέσα σε λίγες ώρες να εγκαταλείψουν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για το Πράβι. Μόνο κάμποσοι τσομπαναραίοι, που ήταν στα βουνά τριγύρω κατόρθωσαν να γλυ­τώσουν, φεύγοντας στα γύρω χωριά. Η τραγική φάλαγγα οδηγήθηκε στο Πράβι, όπου τα γυναικόπαιδα μοιράστηκαν σε καπνοποθήκες και παλιά, έρημα σπί­τια, για να πεθάνουν τα περισσότερα απ' την πείνα και το κρύο σε κείνον τον τρομερό χειμώνα. Φτάσανε να θεωρούνε το χελωνίσιο κρέας αρνάκι του γάλακτος και πολλοί απ' αυτούς έφαγαν ακόμα γάτους και σκύλους, χωρίς υπερβολή. Οι άντρες οδηγήθηκαν στη συνέχεια σε εξορίες σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας, όπου δούλεψαν σκληρά στα κάτεργα του Κίτσοβου, του Καρναμπάτ (πόλις και περιοχή κοντά στη Ροδόπη) και της Ντόμπρουτσα όπου πέρασαν σχετικά καλά, οι άλλοι όμως που έπεσαν στο Κίτσοβο και στο Καρναμπάτ είχαν φριχτό τέλος οι περισσότεροι και μόνον όσοι είχαν τύχη ή γερό οργανισμό την γλύτωσαν. Φθινόπωρο του 1918 οι Κεντρικές Δυνάμεις συνθη­κολόγησαν, η σάλπιγγα της Ελευθερίας ηχούσε και πάλι στα δύστυχα τούτα μέρη και οι Βούλγαροι «κα­κήν κακώς» υποχωρούσαν στα μέρη τους. Η συμμα­χική αποστολή, πού περιλάμβανε και Έλληνες Αξιω­ματικούς και στρατιώτες, έχει πια εγκατασταθεί στη Σόφια και μεριμνά για το γυρισμό των εξόριστων στις πατρίδες τους. Όλα αρχίζουν σιγά - σιγά και παίρνουν τον δρόμο της ομαλότητας και της ειρηνικής ζωής, όλα εκτός από τους Φτεριώτες, που αποδεκατισμένοι από την πείνα και την εξορία ήταν αδύνατο, με τα λίγα απο­μεινάρια τους, να ξαναχτίσουν το χωριό τους, που τόσβησαν απ' τον χάρτη οι στρατιώτες του Φερδινάνδου, αφήνοντας μόνο την Εκκλησία του χωριού όρθια, για να θυμίζει ότι εκεί υπήρχε κάποτε ένα χωριό Ελλη­νικό πού το λέγανε Φτέρη. Η Εκκλησία σε πείσμα του χρόνου σωζόταν μέχρι το 1956, σαν βουβή μαρτυ­ρία της τραγωδίας του χαμένου χωριού, για να καταστραφεί κι αυτή τελικά από αμέλεια μερικών κυνηγών, που διανυκτέρευσαν κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ σ' αυ­τήν. Το μόνο που σώθηκε είναι ένα θαυμάσιο Ευαγγέλιο, εκδόσεως Βενετίας, του προπερασμένου αιώνα, που βρί­σκεται σήμερα στην Εκκλησία του διπλανού χωριού Ακροπόταμος, σαν τελευταίο απομεινάρι μιας τραγι­κής θύμησης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου».

Μετά, λοιπόν, την καταστροφή της από τους Βουλγάρους, τον χειμώνα του 1916 η Φτέρη δεν φαίνεται να ξανακατοικήθηκε και γι’ αυτό είναι περίεργο ένα έγγραφο που βρέθηκε κι αυτό στο πολύτιμο αρχείο του παπα Νικόλα Οικονόμου ή Βλάχου, το οποίο φέρει ημερομηνία 2-6-1919, απευθύνεται στον παπα Νικόλα, ως Αρχιερατικό Επίτροπο, το υπογράφει ο ιερεύς Γεώργιος και δύο κάτοικοι (μήπως επίτροποι;) ο Δημήτριος Ι. Μιλιώνης και ο Γεώργιος Κ. Τσιγερόπουλος κι έχει σφραγίδα που γράφει γύρω ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΕΠΑΡΧΙΑ ΠΡΑΒΙΟΥ και στο μέσον ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΦΤΕΡΗΣ, με ένα έμβλημα που δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό.

Ακόμη, πάντως, κι αν υπήρχε κοινότητα Φτέρης τον Ιούνιο του 1919, το Νοέμβριο του 1919 εκδόθηκε Β.Δ., που περιλήφθηκε στο ΦΕΚ ΑΑ51/1919, με το οποίο συστάθηκε η Κοινότης Ορφανίου μ’ έδρα το Ορφάνι, στην οποία περιλήφθηκε και η ερειπωμένη Φτέρη.

Θα τελειώσω την ιστορική περιήγησή μου στην ιστορία αυτού του πολύπαθου τόπου, με μια περιγραφή της Φτέρης που περιλήφθηκε σ’ ένα ταξιδιωτικό άρθρο, κάποιου ο οποίος το υπέγραψε με το αρχικό γράμμα Ξ, υπό τον τίτλο «Καλοκαιρινά ταξείδια» και το οποίο δημοσιεύθηκε στις 7 Ιουλίου του 1932 στην εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ της Καβάλας: «Η εκδρομή μας έγινε αφορμή να παρακολουθήσουμε και μια κατανυκτική Ιεροτελεστία. Στις 30 Ιουνίου, εορτήν των Αγίων Αποστόλων, ελειτουργήθη, πρωτοστατούντος του Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Φτέρης, Η λειτουργία αυτή έπαιρνε άλλοτε μορφή θορυβώδους πανηγύρεως, στην οποίαν συνέρεαν οι κάτοικοι x και των πλέον απομεμακρυσμένων χωριών της περιφερείας. Αλλ’ η οικονομική κρίσις και η εξαθλίωσις της υπαίθρου εστέρησαν τον χωρικόν κι από τη μοναδική αυτή τέρψη του – τα πανηγύρια. Είναι ζήτημα αν oι εκκλησιασθέντες στην εφετεινή λειτουργία του Αγίου Γεωργίου υπερέβαιναν τους εξήντα! Από την άλλοτε ακμάζουσαν και πλουσιωτάτην Φτέρην δεν σώζεται πια σήμερα τίποτα. Ούτε ίχνη των θεμελίων των καταστραφέντων σπιτιών της. Οι πόλεμοι την ξεπάτωσαν σύρριζα. Η εκκλησία παλιά μα όχι «αρχαία». Ούτε καν των πρώτων αιώνων της δουλείας. Επιγραφή με όνομα «κτίτορος» την χρονολογεί από το 1805 και τίποτα δεν επιμαρτυρεί ότι η ανέγερσίς της μπορεί νάναι και προγενέστερη!; Ως αρχιτεκτονική, διακόσμησις, περιεχόμενον, δεν ενθυμίζει τίποτε από την ωραιότητα της χριστιανικής τέχνης. Τετράγωνη χωριάτικη βασιλική, χωρισμένη σε κλίτη από τέσσερες ασβεστωμένες κολώνες και με...φεγγίτες στην οροφή! Το μόνο εξαιρετικό χαρακτηριστικό της είναι ότι βρίσκεται χωμένη, κατά το ήμισυ και πλέον, μες τη γη. Για να εισέλθη κανείς κατεβαίνει πρώτα από 4-5 σκαλοπάτια σ’ ένα υπόστεγο που διατρέχει το μήκος της ανατολικής πλευράς του ναού και που εισχωρεί όλο και βαθύτερα στη γη. Και το έδαφος της εκκλησίας χωρίζεται μ’ άλλα 6-7 σκαλοπάτια από το υπόστεγο αυτό. Και η ενσφήνωση αυτή στα σκοτεινά, ανήλια σπλάχνα της γης αποδίδει στο εκκλησάκι όλη την κατανυκτική γοητεία που του αφαιρεί η έλλειψη της Τέχνης. Η μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο καταποντισμός αυτός, εξαϋλώνει τις απροσδιόριστες διακοσμήσεις, αποπνευματώνει τις μορφές των κακότεχνων αγίων και χαρίζει μεγαλειώδη επιβλητικότητα στον εντειχισμένο στο κέντρο της επιπέδου οροφής Παντοκράτορα. Και καθώς πέφτει το θαμπό ημίφως της αδύνατης κανδήλας επάνω στα χαρακτηριστικά της Παναγίας, νομίζει κανείς πως η Θεομήτωρ, που κρατεί σφιχτά μές στην αγκάλη τον μονογενή της, θ’ αργοκινήση τα χείλη και θα ψιθυρίσει λόγια συμπαθείας και οίκτου προς το εκκλησίασμα....»

Σαν ένα σπασμένο τζάμι, σαν ένα παζλ που θα λέγαμε σήμερα, η ιστορία χρειάζεται υπομονή κι αγάπη, προκειμένου να συγκεντρωθούν οι μικρές ψηφίδες που την συγκροτούν και να δημιουργήσουν ένα σύνολο, τη ζωή και τον πολιτισμό ενός λαού. Ελπίζω ότι μ’ αυτή τη μικρή κι ολότελα ερασιτεχνική προσπάθειά μου, συνεισέφερα κι εγώ όσο μπορούσα στη συγκρότηση του παζλ της μακραίωνης ιστορίας της Δοβροβίκειας – Φτέρης, μιας άγνωστης γωνιάς του τόπου μας.

ΘΟΔΩΡΟΣ Δ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

 

 

           ΦΤΕΡΗ (ΔΟΒΡΟΒΙΚΕΙΑ): ΨΗΦΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ   ΜΑΚΡΑΙΩΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ

(Ανεπτυγμένη μορφή της ομιλίας μου στην ερειπωμένη Φτέρη, στις 4 Σεπτεμβρίου του 2016, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από την καταστροφή της από τους Βούλγαρους κατακτητές)

 

Κτισμένη στην καρδιά του Συμβόλου όρους, πολύ κοντά στο Παγγαίο και στις εκβολές του Στρυμόνα ποταμού, η Φτέρη, όπως την αποκαλούσαν στους τελευταίους αιώνες, ή Δοβροβίκεια, όπως την ονόμαζαν στα χρόνια του Βυζαντίου, αποτελούσε έναν οικισμό κατοικημένο από Έλληνες, που οι απαρχές της ιστορίας του χάνονται πίσω στους αιώνες.

Στο σημείο όπου ήταν κτισμένη η Φτέρη δεν έχουν εντοπιστεί από την αρχαιολογική Υπηρεσία, ούτε έχουν, φυσικά, ανασκαφεί ερείπια αναγόμενα στην ελληνική ή ρωμαϊκή αρχαιότητα, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι ο τόπος δεν κατοικήθηκε ήδη από τότε. Λ.χ., πολύ κοντά στη Φτέρη, στη θέση «Τσεσμέ τ’ αγά», υπάρχει εκτεταμένος, αρχαιολογικός χώρος, με κατοικίες και νεκροταφεία από την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, που είχε σχέση με την εκμετάλλευση των σιδηρούχων μεταλλευμάτων του Συμβόλου όρους.

Η παρουσία της Φτέρης στην ιστορία του τόπου μας προβάλλει έντονη και καθοριστική ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., υπό το αρχικό της όνομα «Δοβροβίκεια». Για να «επισκεφθούμε» όμως μαζί, νοερά, τη βυζαντινή Δοβροβίκεια, πρέπει να πούμε κατ’ αρχάς, λίγα λόγια για τη βυζαντινή Διοίκηση στην περιοχή του Συμβόλου όρους.

Από τον 10ο αιώνα και μετά, η περιοχή του Συμβόλου όρους υπαγόταν διοικητικά σε μια μεγάλη, διοικητική περιφέρεια, (σαν τις σημερινές Περιφέρειες, στις οποίες διαιρείται η πατρίδα μας), η οποία ονομαζόταν «Θέμα Στρυμόνος» και είχε επικεφαλής, αφενός μεν τον δούκα, δηλαδή τον στρατηγό - διοικητή κι αφετέρου τον κατεπάνω, δηλαδή τον πολιτικό διοικητή, από τα τέλη, όμως, του 12ου αιώνα έγινε μια σημαντική, διοικητική μεταρρύθμιση, στα πλαίσια της οποίας δημιουργήθηκαν μικρότερες, διοικητικές περιοχές, (όπως, δηλαδή, ήταν άλλοτε οι Νομοί, στη σύγχρονη Ελλάδα), που αποτελούσαν τμήματα των Θεμάτων και λέγονταν «Κατεπανίκια». Ένα από αυτά τα «Κατεπανίκια» ήταν γνωστό, ήδη έκτοτε, με την ονομασία «Κατεπανίκιον Ποπολίας ή Λυκοσχίσματος» και σ’ αυτό, ακριβώς, υπαγόταν ο οικισμός της Δοβροβίκειας μετά τον 12ο αιώνα.

Ένα άλλο, σημαντικό, επίσης, στοιχείο της βυζαντινής ιστορίας της περιοχής του Συμβόλου όρους είναι η παρουσία των Μοναστηριών του Αγίου Όρους, τα οποία διέθεταν εδώ μεγάλα κτήματα, που τους είχαν παραχωρήσει διάφοροι Αυτοκράτορες.

Μετά από αυτές τις αναγκαίες διευκρινίσεις, επιστρέφουμε στην ιστορία της Φτέρης, της βυζαντινής Δοβροβίκειας.

Ήδη από τον 11ο αιώνα η Δοβροβίκεια, στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, ανήκε στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Μια σειρά χειρογράφων του αρχείου της Μονής, στα οποία θ’ αναφερθώ στη συνέχεια και τα οποία δημοσιεύτηκαν σχολιασμένα, στη γαλλική γλώσσα, με τον τίτλο «ACTES DIVIRON», πριν αρκετά χρόνια, περιγράφουν με λεπτομέρειες τον οικισμό και μας πληροφορούν για τα ονόματα των κατοίκων και για τις ασχολίες τους.

Η πρώτη ιστορική αναφορά της Δοβροβίκειας βρίσκεται σε δύο έγγραφα του αρχείου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, που ανάγονται στο έτος 1081. Το πρώτο είναι ένα έγγραφο, με το οποίο το ευρισκόμενο στην Κωνσταντινούπολη ιερό ίδρυμα με την ονομασία «ΚΟΣΜΙΔΙΟΝ» βεβαιώνει ότι πώλησε στους Αμαλφιτανούς μοναχούς, (δηλαδή μοναχούς καταγόμενους από την περιοχή του Αμάλφι της νοτιοδυτικής Ιταλίας, οι οποίοι, προτού ακόμη ιδρυθεί η Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας, είχαν ιδρύσει Μονή στη χερσόνησο του Αγίου Όρους, στην περιοχή «Μορφονού», που αποτελεί μέχρι σήμερα ανάμνηση του ονόματός τους), ένα μεγάλο κτήμα, ευρισκόμενο στην «επίσκεψιν Πριναρίου». Το δεύτερο έγγραφο είναι το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου 1ου Κομνηνού, που εκδόθηκε επίσης το έτος 1081 κι επικύρωσε την ιδιοκτησία της Μονής των Αμαλφιτανών στο κτήμα του Συμβόλου όρους. Και στα δύο αυτά έγγραφα περιγράφεται λεπτομερώς το πωληθέν κτήμα και αναφέρεται ρητά ότι αυτό έχει αριστερά του, δηλαδή στα δυτικά του, «τα δίκαια της Δοβροβικείας», πράγμα που σημαίνει ότι ήδη έκτοτε η Δοβροβίκεια είχε κτήματα, άρα και πληθυσμό που τα καλλιεργούσε. Πρέπει, μάλιστα, ν’ αναφέρω εδώ ότι η περιγραφή του κτήματος που προανέφερα αρχίζει από τον μονόλιθον, δηλαδή τον μεγάλο βράχο στη θάλασσα, που βρίσκεται κάτω από τον λεγόμενο Πύργο της Απολλωνίας, (ο οποίος, βέβαια, δεν υπήρχε τότε, αλλά κτίστηκε πολύ αργότερα).

Το πρώτο έγγραφο του αρχείου της Ιεράς Μονής Ιβήρων είναι ένας φορολογικός κατάλογος του δευτέρου μισού του 11ου αιώνα, που υπογράφεται από κάποιον Γρηγόριο Χαλκούτζη και περιγράφει την φορολογική υποχρέωση που είχε η Μονή έναντι του βυζαντινού κράτους, για τα εισοδήματα που έπαιρνε από τα κτήματά της. Στον κατάλογο αυτόν αναφέρεται, λοιπόν, ότι στη Μονή ανήκε, μεταξύ άλλων και  το «προάστειον Δωβρωβίκεια», δηλαδή η περιοχή του χωριού Δοβροβίκεια, η οποία μάλιστα περιγράφεται με λεπτομέρειες στον κατάλογο. Οι κάτοικοι του χωριού εργάζονταν στα κτήματα της Μονής, στην οποία έδιναν ένα μέρος από την παραγωγή τους και η Μονή, με τη σειρά της, πλήρωνε στο Κράτος τον φόρο που της αναλογούσε, ανάλογα με τις παραγωγές που της παρέδιδαν οι αγρότες (πάροικοι) των κτημάτων της. Από την περιγραφή του κτήματος της Ιεράς Μονής Ιβήρων, που λόγω του μεγέθους της, δεν μπορώ να την παραθέσω ολόκληρη, αναφέρω μόνο ότι ρητά αναφέρεται ως δυτικό όριό της ο ποταμός των Θερμών (δηλαδή των Λουτρών Ελευθερών) και ως νότια όριά της, δυτικά το σημείο όπου το ποτάμι των Λουτρών φθάνει στη θάλασσα, ανατολικά δε ο μονόλιθος, δηλαδή ο μεγάλος βράχος που βρίσκεται μέσα στην θάλασσα, κάτω από τον Πύργο της Απολλωνίας. Είναι επίσης ιδιαίτερα συγκινητικό να διαβάζει κανείς σ’ αυτόν τον κατάλογο τα ονόματα των ανθρώπων που κατοικούσαν σ’ αυτό εδώ το χωριό πριν από 1.000 χρόνια, όπως τον Θεόδωρο, γιο του Γεωργίου, τον Ιωάννη γιό του Κυριακού του Βελαϊτη, τον Γεώργιο, γιο του Σταυρακίου, τον Μαριανό Στρυμονίτη, γαμπρό του Σκλαβοπαπά, τον Αναστάσιο τον Ποδογοριανίτη, γαμπρό του Μιχαήλ, την Ευφροσύνη, σύζυγο του Μιχαήλ κλπ.

Το έτος 1079, σύμφωνα με χρυσόβουλλο του αυτοράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη, η Μονή Ιβήρων κατέχει, με τον θεσμό της «εξκουσείας», την Δοβροβίκεια.

Τον Δεκέμβριο του έτους 1101 ο αυτοκράτορας Αλέξιος 1ος Κομνηνός επιβεβαίωσε, σ’ έγγραφό του προς τον σεβαστό Ιωάννη Κομνηνό, το δικαίωμα της Ιεράς Μονής Ιβήρων πάνω στα κτήματα της περιοχής της Δοβροβίκειας (Φτέρης), πράγμα που έφθασε ως τις μέρες μας από έγγραφο του έτους 1104, του Σεβαστού Ιωάννη Κομνηνού, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο της Μονής. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται πάλι το «προάστειον η Δοβροβίκεια», περιγράφεται και πάλι το κτήμα της Μονής, μέσα στα όρια που ήδη ανέφερα, το οποίο ονομάζεται πλέον «μετόχιον», αναφέρεται ότι εκκλησία του μετοχίου αυτού είναι η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (και υπάρχει μέχρι σήμερα τοπωνύμιο «Άγιος Δημήτριος», λίγο πιο πάνω από τον Πύργο της Απολλωνίας, ο οποίος ήταν ο Πύργος του βυζαντινού άρχοντα Αρσενίου Τζαμπλάκωνος, που στα γεράματά του πήγε ως μοναχός στη Μονή Βατοπεδίου, στην οποία το έτος 1355 χάρισε τον πύργο αυτόν και τα κτήματά του), μνημονεύεται ότι η Δοβροβίκεια έχει 26 οικογένειες, (6 μονομελείς, 20 διμελείς και 2 τριμελείς), συνολικά 52 κατοίκους, όπως επίσης μνημονεύονται και τα ονόματα των κατοίκων, όπως είναι ο Κυριακός ο Σιδηρός, που έχει γυναίκα την Ειρήνη, ο Μιχαήλ ο Μουστινιανίτης, (δηλαδή από την Μουσθένη), που έχει γυναίκα την Άννα κλπ.

Το δικαίωμα της Ιεράς Μονής Ιβήρων πάνω στο ίδιο μεγάλο κτήμα του Συμβόλου όρους και στο χωριό Δοβροβίκεια με τους κατοίκους του επικυρώθηκε αργότερα, το έτος 1259 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Μιχαήλ 8ου του Παλαιολόγου, το έτος 1283 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου, το έτος 1310 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Μιχαήλ 9ου του Παλαιολόγου, ενώ το ίδιο αυτό δικαίωμα περιγράφεται και στο φορολογικό Πρακτικό του ορφανοτρόφου Τρύφωνος Κεδρηνού, που συντάχθηκε το έτος 1316 και αναφέρει ότι το χωριό ανήκε στο κατεπανίκιο της Ποπολίας κι ότι είχε 26 οικογένειες, από τις οποίες οι 19 φορολογούνταν και των οποίων παραθέτει τα ονόματα των μελών.

 Αναφερόμενος, όμως, στα ονόματα των κατοίκων της Δοβροβίκειας, στους αιώνες που αυτή ανήκε στο βυζαντινό κράτος, αλλά και στο ίδιο το όνομα «Δοβροβίκεια», που σημαίνει στη σλαβική γλώσσα «καλός τόπος», πρέπει να πω τα εξής: Στους αιώνες της βυζαντινής κυριαρχίας ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της ιστορίας της περιοχής μας ήταν η εγκατάσταση, στην περιοχή του Στρυμόνα, αρχικά ως επιδρομέων και ληστών και πολλούς αιώνες αργότερα, μετά τον εκχριστιανισμό τους, ως μισθοφόρων πολλών βυζαντινών αυτοκρατόρων, των λεγόμενων Στρυμονιτών Σλάβων, ήτοι Σλάβων εγκατεστημένων μόνιμα με τις οικογένειές τους, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό και μετά από αιώνες βλέπουμε στους ονομαστικούς καταλόγους των κατοίκων των χωριών και των μοναστηριακών κτημάτων της περιοχής, κύρια της Δοβροβίκειας, πολλά σλαβικά ονόματα μελών οικογενειών, των οποίων τα υπόλοιπα μέλη έφεραν ελληνικά ονόματα.

Στα 1282-1321 ανήλθε στο θρόνο της Σερβίας ο Στέφανος Μιλιούτιν, ο οποίος κατέκτησε την περιοχή των Σερρών και της Χρυσουπόλεως (Τούζλας), καθώς και το λιμάνι του Ορφανού. Αφότου, στη συνέχεια, ο Στέφανος Δουσάν ανέβηκε, στα 1331 στον ίδιο θρόνο, κατέκτησε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας κι αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς και αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας, με έδρα την πόλη των Σερρών, το κράτος του όμως υπήρξε εφήμερο. Αυτός, το έτος 1346, με χρυσόβουλλό του, αναγνώρισε το δικαίωμα της Μονής Ιβήρων στην Δοβροβίκεια, ενώ την ίδια χρονιά,  σε δεύτερο χρυσόβουλλό του, μεταξύ των κτημάτων της μονής συμπεριέλαβε και τα «εις το Πρινάριον χωρία δύο, ο Οβηλός και η Δοβροβίκεια μεθ' ης και αυτά έχουσι περιοχής και νομής».

Από πολλά χρόνια πριν, εξ άλλου, είχαν αρχίσει οι βαρβαρικές επιδρομές, αρχικά των Βουλγάρων, επί σειρά αιώνων και αργότερα των Τούρκων, εξ αιτίας των οποίων πολλές φορές τα μεγάλα μοναστηριακά κτήματα ερημώνονται. Ιδιαίτερα όταν άρχισε ο τουρκικός επεκτατισμός, η περιοχή ερημώνεται και καταληστεύεται επανειλημμένα, με αποτέλεσμα η παλιά, μεγάλη ευμάρειά του να μετατραπεί σε απέραντη ερήμωση και φτώχεια. Στα μέσα του 14ου αιώνα είχαν πυκνώσει κι οι επιδρομές των Οθωμανών κι απειλούσαν την Μακεδονία, αφότου ιδιαίτερα αυτοί, στα 1361, κατέλαβαν την Ανδριανούπολη και την έκαναν πρωτεύουσα του κράτους τους, με αποκορύφωμα το χρονικό διάστημα 1383-1387, οπότε οι Οθωμανοί, έχοντας ως επικεφαλής τον Γαζή Εβρενός μπέη και τον Λάλα Σαχίν, κατέκτησαν και ολόκληρη την περιοχή μας, τις Σέρρες, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη, κατέστρεψαν τα κάστρα της Καβάλας και της Χρυσούπολης (Τούζλας) κι άρχισαν να εγκαθιστούν πολυάριθμους Τουρκομάνους έποικους από τη Μικρά Ασία, κύρια Γιουρούκους και Κονιάριδες.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το έτος 1341 το χωριό Δοβροβίκεια ήταν πλέον ακατοίκητο, γεγονός που αναφέρεται σε φορολογικό Πρακτικό του απογραφέως Πρωτοκυνηγού Ιωάννη Βατάτζη, του αναφερθέντος έτους.  Επίσης, σε χρυσόβουλο που εξέδωσε το έτος 1351 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός για την Μονή Ιβήρων, αναφέρεται ότι στη Μονή ανήκουν στο Λυκόσχισμα δύο παλαιοχώρια, (δηλαδή εγκαταλειμμένα χωριά), η Δοβροβίκεια και ο Οβηλός, των οποίων οι κάτοικοι έχουν διασκορπισθεί σε διάφορα κάστρα της περιοχής, ίδια δε αναφορά γίνεται και σ’ έγγραφο του πατριάρχη Καλλίστου, του ιδίου έτους.

Το όνομα του χωριού φαίνεται για τελευταία φορά το έτος 1357, σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου.

Στα όρια δικαιοδοσίας του βυζαντινού οικισμού της Δοβροβίκειας – Φτέρης μνημονεύεται η ύπαρξη των εξής ναών:

Του ναού του Αγίου Δημητρίου. Στο έγγραφο του έτους 1104 που προανέφερα έχουμε χαρακτηριστική περιγραφή του: " Έσωθεν δε του τοιούτου περιορισμού [της Δοβροβίκειας] εκκλησία του μετοχίου επ'ονόματι του Αγίου Δημητρίου, δρομική λιθοπηλόκτιστος δίρρυτος, υπό βήματος ενός, υλογραφική και τα εκείσε ευρεθέντα τέσσερα οικήματα οροφόσκεπα λιθοπηλόκτιστα, αμφότερα υπό αυλής και πυλώνος".

Του ναού του Αγίου Γεωργίου. Αυτός κτίστηκε για πρώτη φορά από τον ηγούμενο της μονής Ιβήρων Παύλο, μεταξύ των ετών 1170  και 1184. Πληροφορίες για το ναό υπάρχουν στο Συνοδικόν της μονής. Είναι ολοφάνερο ότι εκείνος ο πρώτος ναός βρίσκεται κάτω από τα θεμέλια του σημερινού ναού του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος μοιάζει τόσο πολύ με τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου της Ελευθερούπολης, που φαίνεται ότι κτίστηκε, οπωσδήποτε, στη σημερινή, φυσικά, μορφή του, στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα, με πιθανότερο το έτος 1805, όπως μαρτυρούσε μια επιγραφή που υπήρχε στο Ναό το έτος 1932. Μια ανακαίνισή του, που φαίνεται να έλαβε χώρα στις 10 Απριλίου του 1850, μαρτυρά η ασβεστωμένη σήμερα επιγραφή που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του τοίχου του Ιερού του Ναού, όπου αναφέρεται κάποιος Άνθιμος, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Άνθιμος Γρυπάρης από τη Σίφνο, παρόλο που υπάρχουν αμφιβολίες για το αν ο εν λόγω λαμπρός επίσκοπος αρχιεράτευε στη Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως το έτος 1850, ενώ, συνάμα, κατά το ίδιο έτος όλα τα γειτονικά στη Φτέρη χωριά ανήκαν ακόμη στην Εξαρχία Ορφανίου και Καβάλλας, η οποία υπαγόταν στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου! (Πάντως, το έτος 1850 Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου ήταν ο Μελέτιος).

Του ναού της Αγίας Βαρβάρας. Στην περιοχή της Δοβροβίκειας η μονή Ιβήρων κατείχε μύλο «εις την Αγίαν Βαρβάραν», σύμφωνα με το πρακτικό του ορφανοτρόφου Τρύφωνα Κεδρηνού του έτους 1316. Η αναφορά του τοπωνυμίου προϋποθέτει την ύπαρξη ναού τιμώμενου στο όνομα της Αγίας Βαρβάρας, ο οποίος πιθανολογείται ότι βρισκόταν πάνω στο ρέμα που κατεβαίνει από το χωριό προς την θάλασσα.

Μετά την κατάκτηση της περιοχής μας από τους Οθωμανούς, που ολοκληρώθηκε το έτος 1387, η Δοβροβίκεια χάνεται από την ιστορία και για τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης δεν έχουν ακόμη βρεθεί στοιχεία, σχετικά με το πότε ιδρύθηκε εκ νέου σαν Φτέρη κι από ποιους. Είναι όμως γεγονός ότι στους τελευταίους αιώνες, (18ο και μεταγενέστερους), στη θέση της βυζαντινής Δοβροβίκειας βρίσκεται πλέον ένα καθαρά ελληνικό χωριό, η Φτέρη, στην οποία έρχομαι ν’ αναφερθώ στη συνέχεια της ομιλίας μου.

Στα μέσα του 16ου αιώνα η περιοχή είχε υπαχθεί διοικητικά στην περιφέρεια (ορτά) Πουρνάρ νταγή και τότε παρατηρήθηκε η κάθοδος στην περιοχή και πολλών Βουλγάρων εργατών και αγροτών, που έρχονταν για να δουλέψουν στην υπηρεσία των Οθωμανών κατακτητών.

Από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά, έμποροι έρχονταν από τη Ραγούζα της Δαλματίας, τη Χίο, τη Βενετία, ακόμη και από την Αίγυπτο, έφθαναν μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα, έμεναν στην περιοχή μέχρι και δύο μήνες, για να πουλήσουν και ν’ αγοράσουν εμπορεύματα, όπως μας πληροφορεί ο Γάλλος βαρώνος Pierre Belon du Mans

Η μακρά περίοδος της Τουρκοκρατίας υπήρξε για την περιοχή ιδιαίτερα επώδυνη. Οι εξισλαμισμοί οδήγησαν μεγάλο μέρος των ελληνικών πληθυσμών στην θρησκευτική πρώτα και στη συνέχεια στην εθνική αφομοίωσή του από τους κατακτητές, μ’ εξαίρεση λίγες νησίδες Ελληνισμού, που μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον Ελληνικό χαρακτήρα των κατοίκων τους. Τέτοιες νησίδες ήταν τα ντόπια χωριά της επαρχίας Παγγαίου, η Νικήσιανη, η Μεσωρόπη, η Φτέρη, το Μυρτόφυτο (Ντρέζνα), η Καρυανή, το Ποδοχώρι κλπ.

Η Φτέρη παρέμεινε, στη σκοτεινή αυτή και μακραίωνη περίοδο, ένα ελληνικό χωριό, στη γειτονιά του οποίου σημαντική πόλη και διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της περιοχής υπήρξε το Πράβι, ενώ το γειτονικό Ορφανό (σημερινό Ορφάνι) έγινε ένας σημαντικός οδικός κόμβος και το λιμάνι του Ορφανού ή Τσάγεζι ένα σημαντικό λιμάνι φόρτωσης των προϊόντων της περιοχής, (των περίφημων καπνών και λοιπών αγροτικών προϊόντων, καυσόξυλων και οικοδομήσιμης ξυλείας, βλημάτων που κατασκευάζονταν στο εργοστάσιο που οι Οθωμανοί διατηρούσαν στο Πράβι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα).

Το χωριό αυτό, απομονωμένο στην ομορφιά και την ηρεμία μιας καταπράσινης ρεματιάς, είχε, λίγο πριν καταστραφεί από τους Βουλγάρους, περίπου εξήντα (60) οικίες κι οι κάτοικοί του ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία, την μελισσοκομία  και το κυνήγι.

Αναφερόμενοι στη συνέχεια στην εκκλησιαστική κατάσταση της Φτέρης στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής σκόρπια στοιχεία:

Η περιοχή από τη Μεσωρόπη και πέρα, μέχρι το Ορφάνι και την Καρυανή, από τις αρχές του 13ου αιώνα που έχουμε σχετικές πληροφορίες, ανήκε στην πνευματική δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Φιλίππων και όχι σ’ αυτήν του επισκόπου Ελευθερουπόλεως, υπό τον οποίο υπάγεται το 1864. Τούτο προκύπτει κυρίως από σιγίλλιο του έτους 1618 του Πατριάρχη Τιμόθεου Β’, με το οποίο ενώνονταν πάλι με τη Μητρόπολη Φιλίππων τα πατριαρχικά χωριά, «τον τε Στρυμόνα ποταμόν, την Αμφίπολιν, ήτοι το Μαρμάριον, την Χρυσούπολιν, ήτοι το Ορφάνιον, την Καρίανην, την Μπομπλίανην, το Νεοχώριον, την Ποδογώριανην και το Βοσορόμου. Πριν το 1618 τα χωριά αυτά ανήκαν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, σχηματίζοντας την «πατριαρχική εξαρχία Ορφανίου», οπωσδήποτε πριν το έτος 1577, ενώ μετά την ένωσή τους με τη Μητρόπολη Φιλίππων το 1618 επανήλθαν στην εξαρχία που ανήκαν προηγούμενα, πιθανόν μετά το 1626.

Μετά το 1717 η εξαρχία Ορφανίου συγχωνεύεται με την εξαρχία Καβάλας και το 1721 αποδίδεται η τελευταία στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου, υπό την πνευματική δικαιοδοσία του οποίου παρέμεινε, (όπως και τα χωριά της), μέχρι το 1924. (Αυτό το βεβαίωσε και ο Γ.Ν. Φιλιππίδης, όταν επισκέφθηκε τις εκκλησιαστικές περιφέρειες της περιοχής και το 1877 δημοσίευσε την περιγραφή των επαρχιών τους με τίτλο «περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως». Το 1905 μάλιστα  ο Γ. Χατζηκυριακού εκπλήττεται όταν διαπιστώνει την περίεργη, εκκλησιαστική διαίρεση της περιοχής και σημειώνει στο έργο του «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)» : «Η Μεσορόπη μετά των προηγουμένων, Κάριανης, Μπόμπλιανης και Ποδογόριανης, υπάγονται, κατά παράδοξον όλως τρόπον εκκλησιαστικής διαιρέσεως, εις την εκκλησιαστικήν επαρχίαν Ξάνθης, ήτις ούτω εισχωρεί και ενσφηνούται μεταξύ των κωμών της επαρχίας Ελευθερουπόλεως, σφετεριζομένη, ούτως ειπείν, τα δικαιώματα αυτής).

Όταν ο Γ.Ν. Φιλιππίδης επισκέφθηκε κατά το έτος 1877 τις εν Μακεδονία επαρχίες Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως, περιέγραψε ως εξής την Φτέρη στο σύγγραμμά του, το οποίο δημοσιεύτηκε στο  1ο τεύχος του περιοδικού «Μακεδονικά»: «Φτέρη. Χωρίδιον και τούτο μικρόν, εντός χλοεράς κοιλάδος κείμενον και ούτως ονομασθέν εκ της πτέριδος (φτέρης), φυτού, όπερ πλημμυρεί τα μέρη ταύτα. Και οι του χωρίου τούτου κάτοικοι εισί γεωργοί, διατηρούσι δε γραμματοδιδασκαλείον, εν ω διδάσκεται η Οκτώηχος και το Ψαλτήριον».

Το έτος 1886 ο Έλληνας ταγματάρχης του μηχανικού, Νικόλαος Θ. Σχινάς, περιόδευσε στην περιοχή μας και τις εντυπώσεις του περιέλαβε σε άρθρο του στο περιοδικό Μακεδονία (Μακεδονικά). Αναφέρει λοιπόν ο εν λόγω στρατιωτικός ότι η Φτέρη είχε τότε 230 κατοίκους.

Στον Γενικό Πίνακα των εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία ελληνικών σχολείων, ο οποίος δημοσιεύθηκε το έτος 1902 στην Κωνσταντινούπολη από την οθωμανική Διοίκηση, Η Φτέρη αναφέρεται ως Φθέρη και φαίνεται ότι έχει ένα δημοτικό σχολείο με έναν δάσκαλο και 15 μαθητές (άρρενες), για τη συντήρηση του οποίου απαιτούνταν 230 φράγκα.

Κατά τα έτη 1905-1906 ο Έλληνας Γεώργιος Χατζηκυριακού περιηγήθηκε την υπόδουλη, ακόμη τότε, Μακεδονία. Αυτός λοιπόν επισκέφθηκε την Φτέρη και την περιέγραψε ως εξής: «Εκ Τσιούστης συνεχίζων την επί του (Συμβόλου) όρους πορείαν μου και ανερχόμενος μέχρι της κορυφογραμμής αυτού φθάνω εις άλλην Ελληνορθόδοξον κώμην, την καλουμένην Φτέρην, κειμένην επί ανωμάλου και βραχώδους εδάφους, ένθεν και ένθεν της κοίτης επικλινούς χειμάρρου. Ωνομάσθη δε Φτέρη εκ του πέριξ εν πλησμονή φυομένου πτεριδοφύτου, της γνωστής πτέριδος».

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής του εν Βόλω Γυμνασίου, περιηγούμενος την περιοχή, εξέδωσε, το 1913 στην Αθήνα ένα βιβλίο με τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ» στο οποίο περιγράφει ότι «…Φθάνομεν εις το ωραίον Ελληνικόν χωρίον Τσιούστη, υπό 120 ψυχών οκούμενον. Η οδός τουντεύθεν ανέρχεται και δια της λοφοσειράς εντός 1 ¼ ώρας άγει εις το ορεινόν χωρίον Φτέρη, εκ του ομωνύμου φυτού, ή Θέρη, το οποίον έχει 170 Έλληνας κατοίκους…»

Στο αρχείο του Παπα Νικόλα Οικονόμου ή Βλάχου, που ήταν ιερέας της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, όταν Μητροπολίτης ήταν ο Εθνομάρτυρας Γερμανός Σακελλαρίδηςενώ διετέλεσε Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως, επί σειράν ετών μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Γερμανού, βρίσκεται έγγραφο με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου του 1910, το οποίο υπογράφει ο προεστός της Φτέρης, Κωνσταντίνος Γ. Τζόρογλου. 

Ο Μιχαήλ Χουλιαράκης, στο έργο του «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971», τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα,1975», αναφέρει ότι το έτος 1913 η Φτέρη, υπαγόμενη στην υποδιοίκηση Πραβίου, είχε 166 κατοίκους.

Η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού στρατού, στους στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού και της εθνικότητας των νομών Σερρών, Δράμας και Καβάλας που εξέδωσε το έτος 1919 στην Αθήνα, ανέφερε ότι η Φτέρη είχε πριν τους Βαλκανικούς πολέμους 100 κατοίκους, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1915 είχαν γίνει 108, από τους οποίους οι 50 ήταν άνδρες και οι 58 γυναίκες.

Στις 30 Μαρτίου του 1897, στα πλαίσια του ελληνοτουρκικού πολέμου, αποβιβάστηκε στην τοποθεσία «Έλληνας», κοντά στον Πύργο της Απολλωνίας, ένα μικρό, στρατιωτικό, εκστρατευτικό σώμα, αποτελούμενο από 150 Έλληνες ομογενείς, μ’ επικεφαλής τον Παναγιώτη Δημαρά και τον Ευστάθιο Καραβαγγέλη, με σκοπό να καταστρέψει τη σιδηροδρομική γραμμή των Οθωμανών στον Σταθμό Αγγίτη (Αγγίστα). Οι Φτεριώτες, όπως και οι Τρεζνιώτες, βοήθησαν τους άνδρες του σώματος, αλλά, δυστυχώς, η αποστολή προδόθηκε, το εκστρατευτικό σώμα εξολοθρεύθηκε από τους Τούρκους κι οι Φτεριώτες έχασαν την ησυχία τους από τους Τούρκους.

Όταν, στα 1913, η Μακεδονία φλεγόταν από τους Βαλκανικούς πολέμους, οι Φτεριώτες εγκατέλειψαν το χωριό τους. Οι μισοί περίπου, ακολουθώντας τα ελληνικά στρατεύματα, έφυγαν προς το Στρυμόνα. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν από τους Βουλγάρους να εγκαταλείψουν το χωριό και σκόρπισαν στα γύρω βουνά, μέχρι που τέλειωσε η κατοχή. Τα βάσανα όμως δεν είχαν τελειώσει, γιατί τους Φτεριώτες περίμενε, όπως και όλη την περιοχή, μια δεύτερη, βουλγαρική κατοχή.

Από τον Αύγουστο του 1916 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1918 οι Βούλγαροι, ως σύμμαχοι των Γερμανών, εισήλθαν και κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία. Την περιοχή μας κατέλαβε τότε η 10η βουλγαρική μεραρχία της άσπρης θάλασσας, όπως αποκαλούσαν οι Βούλγαροι το Αιγαίο. Από τον Οκτώβριο του 1916 μέχρι τον Ιούνιο του 1917 στους Βουλγάρους προστέθηκε και η 58η τουρκική μεραρχία.

Στο μικρό διάστημα της παραμονής τους, ο λαός μας έπαθε τα πάνδεινα από βούλγαρους και τούρκους φανατικούς, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την ανώμαλη κατάσταση, προκειμένου να βγάλουν πάνω στους Έλληνες τα παλιά κι άσβεστα μίση τους. Ποια ήταν αυτά; Μας τα διηγείται ανάγλυφα η επίσημη αναφορά που απέστειλε στον τότε Έλληνα Υπουργό Εσωτερικών ο Τίτος Γιαλούρης, έπαρχος της Ελλάδος στην περιοχή, μετά τη λήξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, την ήττα των Γερμανών και των συμμάχων τους και την αποχώρηση των Βουλγάρων, από την οποία αναφορά σας διαβάζω ελάχιστα αποσπάσματα, που αφορούν την τύχη του χωριού αυτού:

Από την περιοχή του Παγγαίου μόνο, εξορίστηκαν στη Βουλγαρία 2.250 άνθρωποι, από τους οποίους γύρισαν πίσω μόνο οι 900.

Ο πληθυσμός του Παγγαίου, από 14.000 ορθοδόξους έπεσε στις 7.000 – 8.000, εξ αιτίας των εκτελέσεων, των εξοριών και της αναγκαστικής μετανάστευσης.

Στην Φτέρη οι κατακτητές κατεδάφισαν 34 σπίτια κι άφησαν άστεγους 100 ανθρώπους.

Οι κάτοικοι εξαφανίστηκαν. Πολλοί πέθαναν από τη πείνα και τις κακουχίες, άλλοι δεν γύρισαν από την εξορία κι οι επιζήσαντες διασκορπίστηκαν.

Στην αναφορά υπάρχουν και οι προφορικές μαρτυρίες κάποιων που υπέφεραν τα πάνδεινα, συλληφθέντες, εξορισθέντες ή φυλακισθέντες από τους Βουλγάρους. Από αυτές τις μαρτυρίες αξίζει να σας παραθέσω αυτήν που έδωσε στην Ελευθερούπολη, στις 14 Φεβρουαρίου του 1919, ο γιατρός Κωνσταντίνος Κυριάκος ή Κυριακού, που γεννήθηκε στα Λακοβίκεια, ηλικίας τότε 62 ετών, κάτοικος Ελευθερούπολης: «Ένα μήνα ύστερα από τη βουλγαρική εισβολή, (εννοεί τον χειμώνα του έτους 1916), έφτασε στην Φτέρη το 158° Σύ­νταγμα Πεζικού του τουρκικού στρατού, υπό τη διοίκηση του συνταγμα­τάρχη Mahmout Nedin-bey που είχε την έδρα του στο χωριό Μπόμπλιανη. Οι στρατιώτες προέβησαν σε κάθε είδους λεηλασία εις βάρος των κα­τοίκων. Κατέλαβαν όλα τα ελληνικά, χριστιανικά σπίτια. Βούλγαροι αξιωματι­κοί και Τούρκοι έμπαιναν τις νύχτες στα σπίτια των Ελλήνων και με τη βία υποχρέωναν τους ενοίκους να τους παραδώσουν χρήματα, προμήθειες, εργαλεία από χαλκό, στρώματα, έπιπλα, είδη ένδυσης και άλλα. Τελικά τους ανάγκαζαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακομίσουν στην Ελευθερούπολη. Ύστερα από τον εκτοπισμό των ανδρών στη Βουλ­γαρία, παρέμειναν στην Ελευθερούπολη οι γυναίκες με τα παιδιά. Να λοι­πόν γιατί έρχομαι να σας πω όλα όσα έγιναν εναντίον των κατοίκων της Φτέρης, που βρίσκεται στα περίχωρα της Ελευθερούπολης, όπου ήταν στρατοπεδευμένος ο τουρκικός στρατός υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ Μπέη. Κατά την εκτίμηση μου, επί των 95 κατοίκων της Φτέρης, που βρήκαν το θάνατο στην Ελευθερούπολη όπου είχαν μετακομίσει, οι 53 πέθαναν από τις στερήσεις. Τα 25 σπίτια που αποτελούσαν το χωριό Φτέρη, όλα χωρίς εξαίρεση, έχουν κατεδαφιστεί. Μόνο η εκκλησία στέκεται ακόμη όρθια. Όλα τα υ­πόλοιπα σπίτια είναι ερείπια και συνεπώς δεν είναι κατοικίσιμα. Δεν πα­ρέμειναν στο χωριό παρά μόνο δυο κάτοικοι, οι οποίοι ζουν σε μια αχυροκαλύβα. Το χωριό ήταν πλούσιο σε ελιές, σε αμύγδαλα, υπήρχαν εκεί 700 κυ­ψέλες. Όλα αυτά έχουν αρπαγεί και καταστραφεί. Εγώ είχα μεγάλη περιουσία στη Φτέρη, όπου ασχολιόμουν με τη μελισσο­κομία. Γνωρίζω όλους τους κατοίκους, οι οποίοι με θεωρούν προστάτη τους». (Ο μάρτυρας έδωσε στην Επιτροπή μια ονομαστική κατάσταση των θανόντων από την πείνα, η οποία επισυνάφθηκε στην κατάθεσή του).

Όλα τα παραπάνω επιβεβαίωσε και μια Διασυμμαχική Επιτροπή, που συστάθηκε μετά το 1918, για να ελέγξει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία από τον βουλγαρικό στρατό, η οποία, στις αναφορές κι έρευνες που διεξήγαγε κι οι οποίες εκδόθηκαν στη Γαλλία αλλά και στο Λονδίνο το 1919, περιέγραψε επίσης, με τα πιο μελανά χρώματα, όσα υπέστησαν τα χωριά του Παγγαίου, μεταξύ των οποίων και η Φτέρη, από τους Βούλγαρους κατακτητές.

Την περιγραφή της καταστροφής του χωριού κάνει, επίσης, γεμάτος πλούσια συναισθήματα, ο αείμνηστος Ελευθερουπολίτης δικηγόρος και ιστορικός Ανδρέας Παπανδρέου, στη μικρή εργασία του με τίτλο «Οι Φτεριώτες στους απελευθερωτικούς αγώνες», που δημοσίευσε το έτος 1978 στο Μακεδονικό Ημερολόγιο: Αναφερόμενος ο κ. Παπανδρέου στη βουλγαρική κατοχή της περιοχής μας, που άρχισε το έτος 1916, αναφέρει: «Οι Βούλγαροι έβγαζαν το άχτι τους για καλά αυτή την φορά, ξεπλη­ρώνοντας την ήττα τους στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, σε βάρος αμάχων πολιτών. Οι βουλγαρικές ορδές ξανα­πέρασαν απ' την Φτέρη κι εγκατέστησαν μια μεγάλη μονάδα στα Λουτρά Ελευθερών, που κατόπτευε απένα­ντι το μέτωπο του Στρυμόνα, όπου ήταν οι Αγγλογάλλοι. Όπως και να το κάνουμε, ένα καθαρά Ελληνικό χωριό, χωρίς ούτε ένα Τούρκο, ήταν οπωσδήποτε ένα μικρό καρφί στο υπογάστριό τους σ' εκείνη την ευαίσθητη περιοχή. Γι' αυτό στα τέλη του 1916, ένα ψυχρό πρωινό, εμφανίστηκε στο χωριό ένα Βουλγάρικο Τάγμα και αφού πρώτα το έζωσε για τα καλά, ύστερα ό Κομμαντάν τους μάζεψε όλους στην πλατεία και τους διέταξε μέσα σε λίγες ώρες να εγκαταλείψουν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για το Πράβι. Μόνο κάμποσοι τσομπαναραίοι, που ήταν στα βουνά τριγύρω κατόρθωσαν να γλυ­τώσουν, φεύγοντας στα γύρω χωριά. Η τραγική φάλαγγα οδηγήθηκε στο Πράβι, όπου τα γυναικόπαιδα μοιράστηκαν σε καπνοποθήκες και παλιά, έρημα σπί­τια, για να πεθάνουν τα περισσότερα απ' την πείνα και το κρύο σε κείνον τον τρομερό χειμώνα. Φτάσανε να θεωρούνε το χελωνίσιο κρέας αρνάκι του γάλακτος και πολλοί απ' αυτούς έφαγαν ακόμα γάτους και σκύλους, χωρίς υπερβολή. Οι άντρες οδηγήθηκαν στη συνέχεια σε εξορίες σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας, όπου δούλεψαν σκληρά στα κάτεργα του Κίτσοβου, του Καρναμπάτ (πόλις και περιοχή κοντά στη Ροδόπη) και της Ντόμπρουτσα όπου πέρασαν σχετικά καλά, οι άλλοι όμως που έπεσαν στο Κίτσοβο και στο Καρναμπάτ είχαν φριχτό τέλος οι περισσότεροι και μόνον όσοι είχαν τύχη ή γερό οργανισμό την γλύτωσαν. Φθινόπωρο του 1918 οι Κεντρικές Δυνάμεις συνθη­κολόγησαν, η σάλπιγγα της Ελευθερίας ηχούσε και πάλι στα δύστυχα τούτα μέρη και οι Βούλγαροι «κα­κήν κακώς» υποχωρούσαν στα μέρη τους. Η συμμα­χική αποστολή, πού περιλάμβανε και Έλληνες Αξιω­ματικούς και στρατιώτες, έχει πια εγκατασταθεί στη Σόφια και μεριμνά για το γυρισμό των εξόριστων στις πατρίδες τους. Όλα αρχίζουν σιγά - σιγά και παίρνουν τον δρόμο της ομαλότητας και της ειρηνικής ζωής, όλα εκτός από τους Φτεριώτες, που αποδεκατισμένοι από την πείνα και την εξορία ήταν αδύνατο, με τα λίγα απο­μεινάρια τους, να ξαναχτίσουν το χωριό τους, που τόσβησαν απ' τον χάρτη οι στρατιώτες του Φερδινάνδου, αφήνοντας μόνο την Εκκλησία του χωριού όρθια, για να θυμίζει ότι εκεί υπήρχε κάποτε ένα χωριό Ελλη­νικό πού το λέγανε Φτέρη. Η Εκκλησία σε πείσμα του χρόνου σωζόταν μέχρι το 1956, σαν βουβή μαρτυ­ρία της τραγωδίας του χαμένου χωριού, για να καταστραφεί κι αυτή τελικά από αμέλεια μερικών κυνηγών, που διανυκτέρευσαν κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ σ' αυ­τήν. Το μόνο που σώθηκε είναι ένα θαυμάσιο Ευαγγέλιο, εκδόσεως Βενετίας, του προπερασμένου αιώνα, που βρί­σκεται σήμερα στην Εκκλησία του διπλανού χωριού Ακροπόταμος, σαν τελευταίο απομεινάρι μιας τραγι­κής θύμησης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου».

Μετά, λοιπόν, την καταστροφή της από τους Βουλγάρους, τον χειμώνα του 1916 η Φτέρη δεν φαίνεται να ξανακατοικήθηκε και γι’ αυτό είναι περίεργο ένα έγγραφο που βρέθηκε κι αυτό στο πολύτιμο αρχείο του παπα Νικόλα Οικονόμου ή Βλάχου, το οποίο φέρει ημερομηνία 2-6-1919, απευθύνεται στον παπα Νικόλα, ως Αρχιερατικό Επίτροπο, το υπογράφει ο ιερεύς Γεώργιος και δύο κάτοικοι (μήπως επίτροποι;) ο Δημήτριος Ι. Μιλιώνης και ο Γεώργιος Κ. Τσιγερόπουλος κι έχει σφραγίδα που γράφει γύρω ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΕΠΑΡΧΙΑ ΠΡΑΒΙΟΥ και στο μέσον ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΦΤΕΡΗΣ, με ένα έμβλημα που δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό.

Ακόμη, πάντως, κι αν υπήρχε κοινότητα Φτέρης τον Ιούνιο του 1919, το Νοέμβριο του 1919 εκδόθηκε Β.Δ., που περιλήφθηκε στο ΦΕΚ ΑΑ51/1919, με το οποίο συστάθηκε η Κοινότης Ορφανίου μ’ έδρα το Ορφάνι, στην οποία περιλήφθηκε και η ερειπωμένη Φτέρη.

Θα τελειώσω την ιστορική περιήγησή μου στην ιστορία αυτού του πολύπαθου τόπου, με μια περιγραφή της Φτέρης που περιλήφθηκε σ’ ένα ταξιδιωτικό άρθρο, κάποιου ο οποίος το υπέγραψε με το αρχικό γράμμα Ξ, υπό τον τίτλο «Καλοκαιρινά ταξείδια» και το οποίο δημοσιεύθηκε στις 7 Ιουλίου του 1932 στην εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ της Καβάλας: «Η εκδρομή μας έγινε αφορμή να παρακολουθήσουμε και μια κατανυκτική Ιεροτελεστία. Στις 30 Ιουνίου, εορτήν των Αγίων Αποστόλων, ελειτουργήθη, πρωτοστατούντος του Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Φτέρης, Η λειτουργία αυτή έπαιρνε άλλοτε μορφή θορυβώδους πανηγύρεως, στην οποίαν συνέρεαν οι κάτοικοι x και των πλέον απομεμακρυσμένων χωριών της περιφερείας. Αλλ’ η οικονομική κρίσις και η εξαθλίωσις της υπαίθρου εστέρησαν τον χωρικόν κι από τη μοναδική αυτή τέρψη του – τα πανηγύρια. Είναι ζήτημα αν oι εκκλησιασθέντες στην εφετεινή λειτουργία του Αγίου Γεωργίου υπερέβαιναν τους εξήντα! Από την άλλοτε ακμάζουσαν και πλουσιωτάτην Φτέρην δεν σώζεται πια σήμερα τίποτα. Ούτε ίχνη των θεμελίων των καταστραφέντων σπιτιών της. Οι πόλεμοι την ξεπάτωσαν σύρριζα. Η εκκλησία παλιά μα όχι «αρχαία». Ούτε καν των πρώτων αιώνων της δουλείας. Επιγραφή με όνομα «κτίτορος» την χρονολογεί από το 1805 και τίποτα δεν επιμαρτυρεί ότι η ανέγερσίς της μπορεί νάναι και προγενέστερη!; Ως αρχιτεκτονική, διακόσμησις, περιεχόμενον, δεν ενθυμίζει τίποτε από την ωραιότητα της χριστιανικής τέχνης. Τετράγωνη χωριάτικη βασιλική, χωρισμένη σε κλίτη από τέσσερες ασβεστωμένες κολώνες και με...φεγγίτες στην οροφή! Το μόνο εξαιρετικό χαρακτηριστικό της είναι ότι βρίσκεται χωμένη, κατά το ήμισυ και πλέον, μες τη γη. Για να εισέλθη κανείς κατεβαίνει πρώτα από 4-5 σκαλοπάτια σ’ ένα υπόστεγο που διατρέχει το μήκος της ανατολικής πλευράς του ναού και που εισχωρεί όλο και βαθύτερα στη γη. Και το έδαφος της εκκλησίας χωρίζεται μ’ άλλα 6-7 σκαλοπάτια από το υπόστεγο αυτό. Και η ενσφήνωση αυτή στα σκοτεινά, ανήλια σπλάχνα της γης αποδίδει στο εκκλησάκι όλη την κατανυκτική γοητεία που του αφαιρεί η έλλειψη της Τέχνης. Η μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο καταποντισμός αυτός, εξαϋλώνει τις απροσδιόριστες διακοσμήσεις, αποπνευματώνει τις μορφές των κακότεχνων αγίων και χαρίζει μεγαλειώδη επιβλητικότητα στον εντειχισμένο στο κέντρο της επιπέδου οροφής Παντοκράτορα. Και καθώς πέφτει το θαμπό ημίφως της αδύνατης κανδήλας επάνω στα χαρακτηριστικά της Παναγίας, νομίζει κανείς πως η Θεομήτωρ, που κρατεί σφιχτά μές στην αγκάλη τον μονογενή της, θ’ αργοκινήση τα χείλη και θα ψιθυρίσει λόγια συμπαθείας και οίκτου προς το εκκλησίασμα....»

Σαν ένα σπασμένο τζάμι, σαν ένα παζλ που θα λέγαμε σήμερα, η ιστορία χρειάζεται υπομονή κι αγάπη, προκειμένου να συγκεντρωθούν οι μικρές ψηφίδες που την συγκροτούν και να δημιουργήσουν ένα σύνολο, τη ζωή και τον πολιτισμό ενός λαού. Ελπίζω ότι μ’ αυτή τη μικρή κι ολότελα ερασιτεχνική προσπάθειά μου, συνεισέφερα κι εγώ όσο μπορούσα στη συγκρότηση του παζλ της μακραίωνης ιστορίας της Δοβροβίκειας – Φτέρης, μιας άγνωστης γωνιάς του τόπου μας.

ΘΟΔΩΡΟΣ Δ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ