Σάββατο 9 Απριλίου 2016


ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Σε δύο προηγούμενα άρθρα μου, που δημοσιεύτηκαν στα φιλόξενα φύλλα της Καβαλιώτικης, ημερήσιας εφημερίδας «ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ», αλλά και στην ηλεκτρονική έκδοσή της,  από τα οποία το πρώτο, με τίτλο «Θεοί, ημίθεοι και μυθικοί βασιλιάδες, στη μυθολογία της περί το Παγγαίο όρος χώρας», δημοσιεύτηκε στο υπ’ αρ. 3955 φύλλο της 27-09-2014 και το δεύτερο, με τίτλο «Θα μπορούσε να είναι ο Ρήσος ο αφηρωισμένος νεκρός του τύμβου της Αμφίπολης;»,  δημοσιεύτηκε στο υπ’ αρ. 4012 φύλλο της 04-12-2014, έλεγα ότι, με αφορμή το γεγονός ότι κι εγώ, σαν Έλληνας και σαν Παγγαιορείτης,  παρακολουθούσα καθημερινά, με μεγάλο ενδιαφέρον, την ανασκαφή στον μεγάλο τύμβο του λόφου Καστά, στην περιοχή της Αμφίπολης, πιο πολύ μ’ είχε εντυπωσιάσει το γεγονός πως το μνημείο που καθημερινά αποκάλυπτε η αρχαιολογική σκαπάνη της κ. Κατερίνας Περιστέρη και των συνεργατών της δεν είχε τη γνωστή μέχρι σήμερα μορφή των μακεδονικών τάφων, αλλά φαινόταν σαν ν’ αντιγράφει κάποιο λατρευτικό σπήλαιο του Παγγαίου, σαν εκείνο στο οποίο ο Ευρυπίδης τοποθέτησε τον μυθικό βασιλιά των Θρακών του Παγγαίου, τον Ρήσο, στην ομώνυμη τραγωδία του, στους στίχους 967 και επόμ., τους οποίους είχα, μάλιστα, θέσει ως προμετωπίδα του πρώτου από τα δύο εκείνα μικρά πονήματά μου. Έλεγα, επίσης, ότι ακριβώς ο προβληματισμός μου, μήπως κάτω από τον μεγάλο τύμβο της Αμφίπολης, με τις σφίγγες που προλέγουν τα μελλούμενα, εκτός από τον τάφο κάποιου επιφανέστατου άνδρα, κρύβεται και κάποια αρχαιότερη, σπηλαιική  λατρεία, ήταν εκείνος που με είχε ωθήσει στο να εντρυφήσω στους αρχαίους αυτούς μύθους και θρύλους του Παγγαίου, τους γεμάτους από θεούς και βασιλιάδες, ημίθεους και προφήτες, που οι Θράκες λάτρευαν συνήθως σε σπήλαια του ιερού όρους τους ή στις ψηλότερες κορφές του, όπου είχαν και το μαντείο του μεγάλου Θεού τους, του Διονύσου – Σαβαζίου.

Πριν λίγες ημέρες, λοιπόν, στο διήμερο συνέδριο που έγινε στη Θεσσαλονίκη, σχετικά με το αρχαιολογικό έργο στην Μακεδονία και Θράκη κατά το προηγούμενο έτος, αυτή η διαίσθησή μου, ως φιλίστορα Παγγαιορείτη, φάνηκε να δικαιώνεται, όταν άκουσα τον αρχιτέκτονα της ανασκαφής στον τύμβο της Αμφίπολης, κ. Λεφαντζή, να λέει τα εξής: «…Μπροστά του, ο γνωστός τάφος 3, με το δάπεδο με τους ρόμβους και μετά, βορειότερα, το σημείο με διακεκριμένες ταφές, ηρωϊκές και μη, συνοδευόμενες από παλαιότατες, χθόνιες λατρείες, που φτάνουν μέχρι το ύψωμα, συνοδευόμενες από αναλημματικούς περιβόλους… Oι λατρευτικές δραστηριότητες του Χώρου 4 μεταφέρθηκαν στον Χώρο 3, όπου και τοποθετήθηκε τελετουργικό σκεύος, στο κυκλικό άνοιγμα που διανοίχθηκε  στο βοτσαλωτό. Η γραπτή ζωφόρος, στην οποία πρωταγωνιστούν δελφικοί τρίποδες ανάμεσα στις υπό διερεύνηση σκηνές, είναι η σημαντικότερη μαρτυρία αυτής της ιστορικής επέμβασης, υποδηλώνοντας και την αρχική χρήση του λατρευτικού αυτού χώρου ως ηρώου και χρηστηρίου, ως χώρου σχεδιασμένου να λειτουργείται από μια σημαντική ιέρεια, διαθέτοντας δευτερογενείς, τελετουργικές ταφές, με σκοπό την χρησμοδοσία».

Θέλοντας, μετά από αυτή την ωραία «πρόκληση», να προσθέσω κι εγώ τον προβληματισμό μου, σχετικά με την αρχική χρήση του λόφου Καστά της Αμφίπολης, ως χώρου άσκησης της μαντικής τέχνης, σας παραθέτω λίγες σκέψεις μου:

Από τα πανάρχαια χρόνια της προϊστορίας και μέχρι και το τέλος των ιστορικών χρόνων, το μέγα έθνος των Θρακών, χωρισμένο σε διάφορα «έθνεα», κατείχε, πέρα από άλλες περιοχές, κι ολόκληρη την μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα περιοχή και, κατά συνέπεια και το Παγγαίο, που μέχρι την εποχή του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου του Β' εθεωρείτο ότι βρισκόταν στη Θράκη. Στα πρώτα, ιστορικά χρόνια (7ο και 6ο αι. π.Χ.) το θρακικό αυτό έθνος κυριαρχούσε στην γύρω από το Παγγαίο περιοχή των σημερινών Νομών Σερρών και Καβάλας, αναμεμειγμένο με υπολείμματα των παλαιών φύλων των Φρυγών και των Παιόνων, ενώ την ίδια εποχή, στα παράλια είχαν αρχίσει ήδη να ιδρύονται οι πρώτες Ελληνικές αποικίες, η Νεάπολις των Θασίων και οι παράλιες πόλεις της Θασιακής Περαίας ή Ηπείρου.

Ανάμεσα στ’ αρχαιότερα, θρακικά φύλα της περιοχής του Παγγαίου και του κάτω ρου του Στρυμόνα, τα πιο σημαντικά ήταν: 1) Το φύλο των Ηδωνών ή Ηδώνων, που κατοικούσε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στις δύο όχθες του Στρυμόνα, από την Κερκινίτιδα λίμνη στα βόρεια μέχρι τις  εκβολές του Στρυμόνα στα νότια κι από την Δράμα και τον Αγγίτη ποταμό στ’ ανατολικά μέχρι τον Στρυμόνα (και ενδεχομένως και λίγο δυτικότερα απ’ αυτόν, αν, πράγματι, η αρχαία Τράγιλος, που τα ερείπιά της εντοπίστηκαν στο σημερινό Αϊδονοχώρι - ή μήπως Ηδωνοχώρι; - Σερρών υπήρξε, όπως πιστεύουν κάποιοι αρχαιολόγοι και ιστορικοί, η πρωτεύουσά τους). 2) Το φύλο των Οδομάντων, που κατοικούσε στο βορειοδυτικό Παγγαίο, (εκεί, ακριβώς, όπου βρίσκεται σήμερα ο μεγάλος τύμβος του λόφου Καστά). 3) Το φύλο των Σατρών, που κατοικούσε στις κορυφές του Παγγαίου όρους και 4) το φύλο των Πιέρων, που από τα αρχαϊκά χρόνια είχε μετακινηθεί από την αρχική κοιτίδα του, που βρισκόταν στους πρόποδες του Ολύμπου κι είχε εγκατασταθεί στην κοιλάδα μεταξύ των ορέων Παγγαίου και Συμβόλου, που φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του.

Οι Θράκες, από τα πανάρχαια χρόνια, ήταν γνωστοί για την ενασχόλησή τους περί την μαντική τέχνη. Το γεγονός ότι οι αρχαιότεροι ιερείς του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς ονομάζονταν από τους Έλληνες «Θρακίδαι» αποδεικνύει ότι, στα βάθη της αρχαιότητας, την μαντική τέχνη την είχαν μεταφέρει κι ασκήσει, στο κεντρικό αυτό μαντείο του ελληνικού κόσμου, πρώτοι οι Θράκες.

Πάνω κι από τον Άρη, την Άρτεμη, τον Ερμή και τους άλλους θεούς που λάτρευαν οι Θράκες του Παγγαίου, μια θεϊκή μορφή κυριαρχούσε ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους. Ο Διόνυσος, που το Ελληνικό του επίθετο Βάκχος και το θρακικό του Σαβάζιος προέρχονται πιθανά από τελετουργικές κραυγές των πιστών του. Σε μια από τις υψηλότερες κορυφές του ίδιου του Παγγαίου βρισκόταν το φημισμένο μαντείο του Διονύσου, που το είχε υπό την προστασία του το ολιγάριθμο φύλο των Σατρών. Βέβαια, το ιερό του Διονύσου του Παγγαίου δεν ήταν, ασφαλώς, κάποιος ναός σαν τους ελληνικούς, αλλά, πιθανότατα ένα ιερό, χωρίς κτίσματα και χωρίς απεικονίσεις, ή καλύτερα κάποιο σπήλαιο, σαν εκείνο στο οποίο ο Σοφοκλής, στην Αντιγόνη του, έλεγε ότι είχε κλείσει ο Διόνυσος τον βασιλιά των Ηδωνών Θρακών Λυκούργο.

Ο Διόνυσος των Σατρών, όπως κι ο Απόλλων των Δελφών, στο ιερό του στο Παγγαίο είχε μια γυναίκα ως «προμάντιδα», δηλαδή σαν Πυθία. Όπως στους Δελφούς έτσι κι εδώ ειδικευμένοι ιερείς, οι «προφήται», έδιναν σχήμα και μετέφεραν στους πιστούς τους ακατανόητους χρησμούς που ο θεός ενέπνεε σ' αυτή τη γυναίκα, όταν αυτή έπεφτε σ’ έκσταση. Όπως στους Δελφούς, αυτοί οι χρησμοί, ακόμη και μετά τη σύνταξή τους δεν ήταν απόλυτα σαφείς, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο ίδιος ο Ηρόδοτος, ο οποίος ανέβηκε σαν προσκυνητής στο μεγάλο και φημισμένο αυτό ιερό του Παγγαίου, με ταυτόχρονο σκοπό να συλλέξει και τις αναγκαίες για την ιστορία του πληροφορίες και να συγκρίνει το Μαντείο του Παγγαίου μ' εκείνο του Απόλλωνα στους Δελφούς.

Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αυτοί οι ιερείς, οι προφήτες που έδιναν σχήμα στις άναρθρες κραυγές της προμάντιδος, δεν ήταν Σάτρες. Ο Ηρόδοτος επισήμανε με ιδιαίτερη προσοχή αυτό το σημαντικό γεγονός. Ήταν Βησσοί, δηλαδή ανήκαν στη μεγάλη, θρακική φυλή που ζούσε στο κέντρο της Θράκης, από τις κορυφές της Ροδόπης μέχρι τις όχθες του Έβρου, οι οποίοι θεωρούνταν, ανάμεσα σ' όλους τους Θράκες, σαν οι πιο έμπειροι στη γνώση των διονυσιακών τελετουργιών, μια και, εξ αιτίας της γεωγραφικής τους θέσης, ήταν φύλακες και ιερείς του κεντρικού, του «εθνικού» ιερού του Διονύσου, που βρισκόταν βέβαια στη Ροδόπη, δηλαδή στην καρδιά της Θράκης, όπως οι Δελφοί στην καρδιά της Ελλάδος, κι ήταν, ασφαλώς, πιο σημαντικό και πιο παλιό απ' αυτό του Παγγαίου, το οποίο, μολονότι κατά τον Ηρόδοτο και κατά την τραγωδία του Ευρυπίδη «ΡΗΣΟΣ», ήταν πολύ σημαντικό κατά τον 5ο αι. π.Χ., εν τούτοις πρέπει να ήταν κάτι σαν παράρτημα του Ιερού της Ροδόπης. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι Σάτρες κάλεσαν Βησσούς ιερείς από το κεντρικό ιερό του Διονύσου στη Ροδόπη, για να εκτελέσουν καθήκοντα προφητών στο δικό τους ιερό, στο Παγγαίο.

Ο πιο σημαντικός από τους προφήτες του Βάκχου του Παγγαίου ήταν ο αρχαίος βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών Ρήσος,  που φονεύθηκε από τους Έλληνες έξω από τα τείχη της Τροίας, όταν, κατά τον τελευταίο χρόνο της δεκαετούς πολιορκίας της πόλης, έτρεξε να βοηθήσει τους Τρώες. Ο Ρήσος λατρεύτηκε από όλους τους Θράκες σαν θεός ενώ κι από τους Έλληνες θεωρήθηκε αργότερα ημίθεος, γιος του ποταμού Στρυμόνα και της μούσας Κλειούς, όπως δε μας αναφέρει γλαφυρά ο Ευρυπίδης, στην ομώνυμη τραγωδία του, (στίχοι 967 επόμ.) «..ου γαρ ες ταυτόν ποτε, έτ’ εισιν ουδέ μητρός όψεται δέμας, κρυπτός δ’ εν άντροις της υπαργύρου χθονός, ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος, Βάκχου προφήτης ώστε Παγγαίου πέτραν ώκησε σεμνός τοίσιν ειδόσιν θεός»),δηλαδή (ο Ρήσος), αφού έγινε ανθρωποδαίμων της διονυσιακής πομπής, θα είναι για πάντα προφήτης του Βάκχου, κρυμμένος στα σπήλαια του Παγγαίου, που η γη του κρύβει ασήμι, όπου, όχι μόνο θα προλέγει τα μελλούμενα, αλλά θα στέλνει ο ίδιος τη θεία φώτιση στους προφήτες του, για τους οποίους θα είναι σεβαστός θεός.

Η λατρεία του Ρήσου, που υπήρχε από αιώνες ανάμεσα στους Θράκες, αποτέλεσε μια από τις επίσημες λατρείες της Αμφίπολης ήδη από την ίδρυσή της, αφού οι Αθηναίοι άποικοι της περίφημης αυτής πολιτείας, εφαρμόζοντας ένα χρησμό που τους έδωσαν οι έμπειροι διπλωμάτες - ιερείς του Μαντείου των Δελφών, έστειλαν ανθρώπους στην Τροία, οι οποίοι άνοιξαν νύχτα τον τύμβο, όπου βρισκόταν το φημισμένο στους Τρώες κι άγιο για τους Θράκες λείψανο του Ρήσου, και αφού το τοποθέτησαν σε "χλαμύδα πορφυράν", το μετέφεραν κρυφά στην Αθήνα, από όπου το παρέλαβαν οι άποικοι και το μετέφεραν στην χώρα στην οποία ο ήρωας είχε βασιλέψει, όπου, στη θέση της θρακικής πόλης των Εννέα Οδών ίδρυσαν την Αμφίπολη και σ’ ένα λόφο της, που τον έβρεχε ο Στρυμόνας, έθαψαν τα λείψανα του γιου του Στρυμόνα, του Ρήσου, ενώ ακριβώς απέναντι από το μνημείο που ανήγειραν για τον ήρωα, έφτιαξαν έναν βωμό, που τον αφιέρωσαν στην μητέρα του, την Μούσα Κλειώ, (Μαρσύας ο νεώτερος ή ο εκ Φιλίππων της Μακεδονίας, στο έργο του «Μακεδονικά»).

Ο Ρήσος, όμως και στην Αμφίπολη δεν ήταν, φυσικά, παρά προφήτης του Διονύσου, εφόσον δε οι Αθηναίοι άποικοι πίστευαν, όπως μας λέει κι ο Ευρυπίδης, ότι ο Ρήσος κατοικούσε σε σπήλαιο του Παγγαίου, δεν μπορεί παρά σ’ ένα τέτοιο σπήλαιο να έθαψαν μ’ ευλάβεια τα οστά του, ένα σπήλαιο που βρισκόταν στον λόφο δίπλα στο Στρυμόνα που αναφέρει ο Μαρσύας και το οποίο θ’ αποτέλεσε έκτοτε κέντρο άσκησης της μαντικής τέχνης, από τους ιερείς και τους μύστες του, άνδρες ή γυναίκες.

Η σκέψη μου αυτή δεν είναι αυθαίρετη. Οι Ηδωνοί Θράκες και κύρια οι Οδόμαντες του Παγγαίου φαίνεται ότι ασκούσαν την μαντική τέχνη για πολλούς αιώνες και με ιδιαίτερο ζήλο, περίτρανη δε απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι πολλά ονόματα ανδρών και γυναικών από την γύρω από την Αμφίπολη και το Παγγαίο όρος περιοχή φέρουν, ήδη από την κλασική αρχαιότητα, ονόματα, γνωστά από τη ιστορία ή από επιγραφές, που σχετίζονται άμεσα με την μαντική τέχνη. Έτσι, το ιωνικό όνομα Μάντης και το αντίστοιχο, θρακικό όνομα Μάντας, το βρίσκουμε, στον Ηρόδοτο (βιβλίο 5ο, 12), με τον τύπο Μαντύης, ν’ ανήκει σ’ έναν Παίονα από την περιοχή του Παγγαίου, ενώ βρίσκουμε το ίδιο όνομα, με την γραφή Μάντις, (κατ’ αναλογία προς το ελληνικό ουσιαστικό μάντις), να το φέρει κάποιος Αμφιπολίτης. Ένας Αμφιπολίτης, επίσης, μύστης στη Σαμοθράκη, ονομάζεται Διονύσιος (γιος του) Μάντα κι αυτή η πληροφορία είναι σημαντική και για έναν ακόμη λόγο, γιατί βλέπουμε έναν Αμφιπολίτη, με πατρώνυμο σχετιζόμενο με την μαντική τέχνη, να είναι μύστης στα Καβείρεια μυστήρια της Σαμοθράκης, στα ίδια στα οποία ήταν μύστις και η Ολυμπιάδα, η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Άλλωστε, τίποτε δεν ήταν πιο φυσιολογικό, στη μυστικιστική λατρεία των Καβείρων να συμμετέχει ένας μύστης καταγόμενος από μια περιοχή πλούσια σε μυστικιστικές λατρείες! Αλλά και τα θηλυκά ονόματα Μάντα, Μάντω, Μαντώ, Μάνταδα, Μανταρούς, Μαντάνη, Μαντούνη είναι εξ ίσου χαρακτηριστικά της περιοχής της Αμφίπολης, όσο τ’ αρσενικά Μάντης ή Μάντας.

Οφείλω ν’ αναφερθώ, επίσης, στο σημείο αυτό, λόγω της ηχητικής ταυτότητας του ονόματός της, σε μια, άγνωστη θεότητα με το όνομα Μάντα, της οποίας δεν γνωρίζουμε, δυστυχώς, καμιά ιδιότητα, (αν, λ.χ., σχετιζόταν με την μαντική τέχνη) κι η οποία λατρευόταν στην περιοχή που μας ενδιαφέρει, στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, μαζί με τους Διόσκουρους, όπως μαρτυρούν, ενδεικτικά,

μια επιγραφή των ελληνιστικών χρόνων από τη Νικήτη της Χαλκιδικής, που δημοσίευσε ο Ι. Παπάγγελος στον Οδηγό της Χαλκιδικής:

ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ ΚΑΙ ΜΕΝΙΠΠΟΣ ΦΑΝΙΟΥ

ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙΣ ΚΑΙ ΜΑΝΤΑΙ ΕΠΗΚΟΟΙΣ

και μια επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων από την περιοχή της Δράμας, την οποία δημοσίευσε η Βασιλική Πουλιούδη στην Β΄ επιστημονική συνάντηση με τίτλο «Η Δράμα και η περιοχή της – Ιστορία και πολιτισμός», που έγινε τον Μάιο του 1994 στη Δράμα:

DIOSCORIS ET MANTE DE SUIS ONE[RIBUS]

QUESTIS CURATOR D(EIS) N(UMEN) F(ECIT) SACERDOS…

Θ’ αναφερθώ, επίσης, σ’ ένα προσωπικό εύρημα του υπογράφοντος, στην τοποθεσία «Αγία Παρασκευή» της Ελευθερούπολης, στους ανατολικούς πρόποδες του Παγγαίου και συγκεκριμένα σε μια επιγραφή του 3ου αιώνα μ.Χ., που βρέθηκε από τον υπογράφοντα σε τρία τεμάχια και παραδόθηκε στο αρχαιολογικό μουσείο Καβάλας, αναφέρει δε το όνομα της νεκρής, «Μαντώ», σε γενική πτώση: ΜΑΝΤΟΥΣ ΑΝΟΣΤΟΥ κλπ.

Ακόμη, όμως, πιο χαρακτηριστική απόδειξη της από τα πανάρχαια χρόνια άσκησης της μαντικής τέχνης, ακριβώς στην περιοχή του τύμβου της Αμφίπολης, περιέχουν οι εξής παρατηρήσεις; Όπως αναφέραμε,  το θρακικό φύλο των Ηδωνών κατείχε, μεταξύ άλλων, την αριστερή όχθη του κάτω Στρυμόνα, όπου βρισκόταν η κυριότερη κώμη του, η Μύρκινος, στην όχθη της λίμνης, βόρεια από τις Εννέα Οδούς. (δείτε, έτσι: «Μύρκινον, Ηδωνικόν πολισμάτιον: Αππιανός, Εμφύλιοι Πόλεμοι, IV, 103). Οι Ηδώνες ή Ηδωνοί είχαν γείτονες, στα βόρεια, το φύλο των Οδομάντων, (Οδόμαντοι ή Οδόμαντες ή Οδομάντεις), οι οποίοι, αν κρίνει κανείς από το όνομά τους, ήταν ένας κλάδος των Ηδωνών: Πράγματι, οι  Ηδώνες, (Ηδωνοί, Ηδώνες, Ηδώναι) αποκαλούνται μερικές φορές Ώδωνες και η πατρίδα τους Ωδονίη, η δε Θάσος, που προτού αποικισθεί από τους Πάριους κατοικούνταν από Ηδωνούς, καλούνταν Ωδονίς. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η θρακική ονομαστική περιλαμβάνει ένα πλήθος σύνθετων τετρασύλλαβων, έτσι ακριβώς και το όνομα των Οδομάντων αποτελείται από δύο απλά, δισύλλαβα στοιχεία: Το πρώτο στοιχείο ήταν το όνομα της μητρικής φυλής – αυτής των Οδωνών ή Ηδωνών και το δεύτερο ήταν ίσως ανάλογο, και από την άποψη της ρίζας κι από την άποψη της σημασίας του, με το ελληνικό μάντις: Οδομάντεις ή Οδόμαντες, λοιπόν, ήταν οι μάντεις, οι ιερείς του φύλου των Ηδωνών, ατ’ αναλογία με τους Βησσούς, που ήταν οι μάντεις του μαντείου του Διονύσου στο Παγγαίου, το οποίο κατείχαν οι Σάτρες. Ειρήσθω, επίσης, εν παρόδω, ότι το όνομα των Οδωνών ή Ηδωνών μοιάζει να βρίσκεται όχι μόνο μέσα σ’ αυτό των Οδομάντων, αλλά και στην περίεργη ονομασία Εννέα Οδοί – περίεργη διότι είναι αδύνατο να πιστέψουμε, εξετάζοντας τον χάρτη της περιοχής, ότι εννέα δρόμοι διασταυρώνονταν σ’ εκείνο το σημείο, απλώς δε οι Έλληνες εξελλήνισαν μια ντόπια ονομασία, στην οποία υπήρχε το όνομα των Οδονών - και ότι η ονομασία Εννέα Οδοί δεν είναι ελληνική, παρά μόνο φαινομενικά, (δείτε για τα παραπάνω και την μελέτη του σοφού, Γάλλου αρχαιολόγου και καθηγητή της αρχαιολογίας και της ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Νανσύ, Paul Perdrizet, η οποία, με τίτλο «etudes Amfipolitaines» (Αμφιπολίτικες μελέτες»), δημοσιεύθηκε το έτος 1922 στο περιοδικό Bulletin de Correspodance Hellenique (τόμος 46, σελ. 36-57).

Είχε βαθιές ρίζες, λοιπόν, η μαντική τέχνη στο βόρειο και δυτικό Παγγαίο, αφού εκεί, ακριβώς, όπου θάφτηκε ο Ρήσος, σε λόφο του δυτικού Παγγαίου που τον έβρεχε ο «αγνός Στρυμών», ασκούσαν, για αιώνες πριν, την μαντική τέχνη οι μάντεις των Ηδωνών, οι Οδομάντεις ή Οδόμαντες και, συνεπώς, η επιλογή αυτού, ακριβώς, του τόπου, για την ταφή του Ρήσου, αυτού του φημισμένου προφήτη του Βάκχου του Παγγαίου, μόνο τυχαία δεν πρέπει να ήταν, ενώ και η πρόοδος της ανασκαφής του τύμβου του λόφου Καστά αποδεικνύει ολοένα και πιο καθαρά (και είμαι βέβαιος ότι θ’ αποδείξει εναργέστερα στο μέλλον) την σχέση του με την αρχαία, μαντική παράδοση των Θρακών του Παγγαίου.

ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ