Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΟΒΗΛΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΜΕΤΟΧΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΙΒΗΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.

Ανάμεσα στα σημερινά χωριά Ποδοχώρι και Κοκκινοχώρι, στον χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού φαίνεται ένα τοπωνύμιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μοναστήρι». Μια επιτόπια αναζήτηση αποκάλυψε εύκολα στον γράφοντα την ύπαρξη των ερειπίων ενός μοναστηριακού συγκροτήματος, από το οποίο σήμερα, όπως καταδεικνύουν οι δημοσιευόμενες στα πλαίσια του παρόντος πονήματος φωτογραφίες, σώζονται, ένα τμήμα της θεμελίωσης του πύργου, ένα μεγάλο μέρος του περιβόλου του, που έχει μεγάλο πάχος και είναι κατασκευασμένος από ξερολιθιά και μια μισοβυθισμένη κρήνη, υστεροβυζαντινής τεχνοτροπίας και κατασκευής, μαζί με μια τεράστια διασπορά οστράκων, (μικρών κομματιών από εφυαλωμένα και αβαφή, πήλινα αγγεία), των τελευταίων αιώνων της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η ύπαρξη αυτού του άγνωστου μοναστηριού, (του οποίου την ιδιότητα ως μοναστηριού γνωρίζουν μεν οι γηγενείς κάτοικοι του Ποδοχωρίου, χωρίς όμως να γνωρίζουν οποιοδήποτε άλλο στοιχείο σχετικά μ’ αυτό), παρακίνησε τον υπογράφοντα να ερευνήσει, με τις ελάχιστες, ερασιτεχνικές του γνώσεις, την ιστορία αυτής της άγνωστης σελίδας της (εκκλησιαστικής αλλά και πολιτικής) ιστορίας του τόπου μας και τον καρπό αυτής της έρευνας να τον θέσει υπόψη σας, με το σύντομο αυτό πόνημα.
Η Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, στην οποία στο εξής θ’ αναφερθούμε, βρισκόταν πολύ κοντά σ’ ένα μικρό, βυζαντινό οικισμό, ο οποίος είχε το όνομα «Οβηλός» και ο οποίος ταυτίζεται με τα βυζαντινά ερείπια που εντοπίζονται στο σημείο ακριβώς όπου βρισκόταν ο μεταγενέστερος μουσουλμανικός οικισμός «Σαρλή», (περίπου πεντακόσια μέτρα βόρεια από το σημερινό Κοκκινοχώρι), στους πρόποδες του Παγγαίου όρους.
Η πρώτη αναφορά («περιορισμός») του βυζαντινού Οβηλού αναφέρεται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, στο ανορθόγραφο έγγραφο με αριθμό 30 της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους: «Χωρίον Οβίλος κατά τον γενόμενον περιορισμών. Καθός απάρχεται από του ρύακος της Κνειζάς, κατέρχεται προς δυσμάς αίος του εσφραγισμένου δρυός, και κάμπτει προς μεσημβρίαν, και απέρχεται εις τον δρόμον τον Κουνδούρων, και παρατρέχει δια του αυτού δρόμου προς ανατολάς αίος του εισταμένου λίθου του γράφοντος «όρος των Βουλγάρων», και εκνεύει αριστερά, κατέρχετε προς μεσημβρίαν, εισέρχεται εις το ρυάκιον την Κνειζάν και παρατρέχει αυτό ομύως προς μεσημβρίαν, και αποδίδει ένθα και ήρξατο».
Ο βυζαντινός αξιωματούχος, με τον τίτλο «Σπαθαροκανδιδάτος» και με το οικονομικής (φορολογικής) φύσεως αξίωμα του «Χαρτουλαρίου του Γενικού Λογοθεσίου», (το οποίο του παρείχε την εξουσία επί όλων των οικονομικών θεμάτων που αφορούσαν μια μεγάλη, επαρχιακή περιοχή, δυτικά της Κωνσταντινουπόλεως και εφ’ όλων των υποκειμένων σε φόρο πολιτών της ίδιας περιοχής), ο οποίος συνέταξε και υπέγραψε τον ανωτέρω «περιορισμό», προκειμένου να καταγράψει τις φορολογικές υποχρεώσεις των κατόχων κτημάτων στην αναφερθείσα, ευρεία, γεωγραφική περιοχή, ήταν ο Γρηγόριος Χαλκούτζης και ο χρόνος συγγραφής του κειμένου εντοπίζεται μεταξύ των ετών 1042-1044 ή ελάχιστα αργότερα. (Όλα τα προαναφερθέντα δημοσιεύθηκαν στις «Actes dIviron, Ι, des origines au milieu du XIe siecle», Παρίσι 1985, σελ. 262-269), από τους ιστορικούς ερευνητές των αρχείων του Αγίου Όρους, Jaques Lefort, Nicolas Oikonomides και Denise Papachryssanthou).
Ας σταθούμε όμως λίγο στο ανωτέρω κείμενο, για να επισημάνουμε δύο σημαντικά σημεία αυτού: Το πρώτο είναι το αρχικό τοπογραφικό σημείο, από το οποίο αρχίζει η περιγραφή του χωρίου του Οβηλού, (όπου ως χωρίο ή περιορισμός νοείται όχι μόνο η έκταση που κατελάμβανε αυτός καθαυτός ο οικισμός του Οβηλού, αλλά και όλη η γύρω περιοχή των κτημάτων που υπάγονταν σ’ αυτό, που όλα μαζί αποτελούσαν ένα οικονομικό σύνολο, υπαγόμενο στην κυριότητα του κράτους και στην οικονομική διαχείριση του βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος είχε την δυνατότητα να εκχωρήσει τα επ’ αυτού δικαιώματα σε τρίτους): Πρόκειται για το ρέμα της «Κνείζας» (ή «Κνειζάς»). Στη σλαβική γλώσσα, πράγματι, η λέξη υποδηλώνει το χτένι, την χτένα. Μέχρι σήμερα, λοιπόν, πεντακόσια περίπου μέτρα δυτικά από τις τελευταίες οικίες του σημερινού Ποδοχωρίου, υπάρχει ένα μεγάλο ρέμα που κατέρχεται από το Παγγαίο και το οποίο οι ντόπιοι ονομάζουν «Χτένι»! Αυτό, είναι, συνεπώς, το ρέμα στο οποίο αναφέρεται το υπό εξέταση κείμενο. Σ’ αυτό το ρέμα βρισκόταν το ανατολικό όριο των εδαφών του Οβηλού. Το δεύτερο στοιχείο είναι η όρθια πέτρα («ειστάμενος λίθος») που έγραφε ότι ήταν «όρος των Βουλγάρων», η οποία, όπως πιστεύουν οι Γάλλοι ερμηνευτές που δημοσίευσαν για πρώτη φορά, το έτος 1985, το κείμενο που μας αφορά, βρισκόταν σε απόσταση τριών χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του σημερινού Ποδοχωρίου, πάνω στην αρχαία οδό η οποία ένωνε τον Οβηλό με τη βυζαντινή Χρυσούπολη, (την βυζαντινή, δηλαδή, πολιτεία που βρισκόταν δίπλα στην αριστερή κοίτη του Στρυμόνα, ακριβώς στις εκβολές του, εκεί όπου σήμερα ακόμη, δίπλα στην υφιστάμενη λιμνοθάλασσα, φαίνονται τα τείχη της). Όμοια ορόσημα είχε στήσει, άλλωστε, ο βασιλιάς των Βουλγάρων Συμεών στην περιοχή της Θεσσαλονίκης.
Προτού όμως συνεχίσουμε την αναφορά μας στον Οβηλό και την επεκτείνουμε και στην Ιερά Μονή της Γενέσεως της Θεοτόκου, θα πρέπει να λύσουμε τις απορίες των αναγνωστών, σχετικά με την παρουσία Βουλγάρων, σλαβικών τοπωνυμίων, (όπως λ.χ. το ρέμα της «Κνείζας», στο οποίο μόλις προηγούμενα αναφερθήκαμε), αλλά και σλαβικών κυρίων ονομάτων, στην περιοχή της έρευνάς μας. Θα κάνουμε, προς τον σκοπό αυτόν, μια σύντομη, ιστορική αναδρομή, για να δούμε την ιστορία της περιοχής του Στρυμόνα, στα χρόνια που μας ενδιαφέρουν, αλλά και στα προηγούμενα απ’ αυτά.
 Από την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, στην περιοχή της Μακεδονίας εγκαταστάθηκαν Σλάβοι και σχημάτισαν «Σκλαβηνίας», δηλαδή περιοχές κατοικούμενες αποκλειστικά από Σλάβους, διοικούμενες από δικούς τους άρχοντες και στηριζόμενες σε δικούς τους θεσμούς. Ο λόγος που ευθύς εξ αρχής η βυζαντινή Διοίκηση ανέχθηκε το αυτοδιοίκητο των Σλάβων των Σκλαβηνιών ήταν γιατί επιθυμούσε την προοδευτική και ομαλή ένταξη του αλλόγλωσσου, αλλόθρησκου και πολιτιστικά κατώτερου, ξένου λαού στην υπάρχουσα πολιτική τάξη
Τέτοιες Σκλαβηνίες υπήρχαν, φυσικά και στην περιοχή του Στρυμόνα κι οι Σλάβοι κάτοικοί τους έμειναν γνωστοί στους ιστορικούς με το όνομα «Στρυμονίται Σλάβοι». Αυτοί οι Σλάβοι, ήδη από της εγκαταστάσεώς τους διενεργούσαν συχνά επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη, φθάνοντας, μάλιστα, να πολιορκήσουν επανειλημμένα και την ίδια τη Θεσσαλονίκη, ενώ ειδικά οι Στρυμονίτες Σλάβοι, με τα μονόξυλά τους λήστευαν τους ταξιδιώτες που περνούσαν από τον Στρυμόνα, όπως μας δείχνει η περιπέτεια του «Γρηγορίου του Δεκαπολίτου», που έλαβε χώρα στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα και περιγράφηκε στον βίο του, τον οποίο δημοσίευσε το έτος 1926 ο F. Dvornik, «La Vie de saint Grégoire de Décapolite et les Slaves macédoniens au IXe siècle, Paris 1926». Αυτή η συνεχής παρενόχληση των βυζαντινών εδαφών από τους Σλάβους των Σκλαβηνιών ανάγκασε τους βυζαντινούς αυτοκράτορες επανειλημμένα να εκστρατεύσουν εναντίον τους, με πρώτο τον Κωνσταντίνο Δ’ και δεύτερο τον Ιουστινιανό Β’, (685-695 και 705-711), οι οποίοι, κατά τα έτη 680 και  688/689, αντίστοιχα, εξαπέλυσαν μεγάλες εκστρατείες κατά των Σκλαβηνιών της Μακεδονίας και των Βουλγάρων της βορειοανατολικής περιοχής της αυτοκρατορίας, διέσχισαν τις περιοχές τους, ο δεύτερος δ’ εξ αυτών εισήλθε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη. Μετά την μεγάλη εκστρατεία του Ιουστινιανού Β’ οι Σλάβοι αναγνώρισαν την επικυριαρχία του βυζαντινού κράτους κι ένα μεγάλο μέρος τους μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα στη Μικρά Ασία, όπου εγκαταστάθηκε «γεωργικώς», στο εκεί Θέμα «Οψικίου», ενώ ένα άλλο μέρος τους ο ίδιος αυτοκράτορας το εγκατέστησε στα όρη και τις κλεισούρες του Στρυμόνα, για να φρουρούν τις διαβάσεις προς την κοιλάδα του ποταμού, απέναντι στους εισβολείς από τον Βορρά, Βουλγάρους και ανυπότακτους Σλάβους. Αυτοί ακριβώς οι Στρυμονίτες Σλάβοι, υπαγόμενοι πλέον υπό βυζαντινούς αξιωματικούς, υπήχθησαν στην «Κλεισούρα του Στρυμόνα», ήτοι μια μικρή, στρατιωτική διοίκηση, που δημιουργήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό και περιλάμβανε την ορεινή περιοχή μεταξύ του σημερινού Ρούπελ και του Μελενίκου, (σήμερα Μέλνικ, κοντά στην πόλη Σαντάνσκι), ο διοικητής της οποίας, ο κλεισουράρχης, εξαρτιόταν διοικητικά από το Διοικητή του Θέματος (ήτοι της Διοικητικής και στρατιωτικής περιφέρειας της) Θράκης, (μια και τότε ακόμη δεν υπήρχε αυτοτελές Θέμα Στρυμόνος).
Στο διάβα των επόμενων αιώνων, τα προβλήματα που προκαλούσαν οι αυτοδιοικούμενοι αυτοί Σλάβοι των Σκλαβηνιών εξακολούθησαν να υπάρχουν, σιγά σιγά όμως αυτοί, είτε τέθηκαν υπό την υπηρεσία του Κράτους ως «φοιδεράτοι», όπως οι Σμολεάνοι Σλάβοι, είτε νικήθηκαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, διαλύθηκε η αυτοδιοίκησή τους κι έγιναν φόρου υποτελείς, όπως οι Δρογουβίτες και οι Σαγουδάτοι, (που ζούσαν στην περιοχή της σημερινής Βέροιας) κι έτσι, από το έτος 836 ή 837 χάνονται πια τα ίχνη των «Σκλαβηνιών» και δεν αναφέρονται σε κανένα ιστορικό κείμενο, στις αρχές δε του 10ου αιώνα ο Ιωάννης Καμενιάτης, περιγράφοντας την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς, το έτος 904, μας πληροφορεί ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας ζουν ειρηνικά με τον Ελληνικό πληθυσμό, έχοντας βαπτισθεί Χριστιανοί κι ότι υπάρχουν Σλάβοι, έμπειροι τοξότες, που ζουν πλησίον της Θεσσαλονίκης και βρίσκονται στην υπηρεσία του στρατηγού του Θέματος του Στρυμόνος, (πρόκειται, προφανώς, για τους Στρυμονίτες Σλάβους).
Η διαδικασία εξελληνισμού των Σλάβων της Μακεδονίας υπήρξε αργή, αλλά είναι ιστορικά βεβαιωμένη. Μετά την διάλυση κι εξαφάνιση των Σκλαβηνιών, οι Σλάβοι της Μακεδονίας υποτάχθηκαν, βίαια ή ειρηνικά, στο Βυζαντινό Κράτος, όντας δε ολιγάριθμοι, ζώντας ανάμεσα σε πολυπληθέστερους Ελληνικούς πληθυσμούς, υπηρετώντας στον βυζαντινό στρατό κι ευρισκόμενοι υπό την ισχυρή επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, λησμόνησαν με τον καιρό τη γλώσσα και την εθνική τους ταυτότητα κι εξελληνίστηκαν, ήδη από την εποχή του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού, (886-912), κατά τρόπον ώστε τα μεταγενέστερα Οδοιπορικά των Σταυροφόρων και των Καταλανών, κατά την περιγραφή των διελεύσεών τους από τη Μακεδονία και τη Θράκη, να μην αναφέρουν κανένα ενεργό, σλαβικό οικισμό, ενώ ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα τα έγγραφα των Μονών του Αγίου Όρους, στα οποία περιγράφονταν οι οικισμοί, τα χωριά και τα μεγάλα κτήματα αυτών των τελευταίων στη Μακεδονία, περιλάμβαναν λίγα, σχετικά, σλαβικά ονόματα και ακόμη λιγότερα τοπωνύμια κι αυτά μόνο σε περιοχές πολύ κοντά στον Στρυμόνα ποταμό, χωρίς, μάλιστα, να αποδεικνύει καν ότι οι φέροντες τέτοια ονόματα κάτοικοι ή πάροικοι εξακολουθούσαν να διατηρούν σλαβική εθνική συνείδηση, τη στιγμή που οι περισσότεροι μάλλον προέρχονταν από μικτούς (με τους Έλληνες) γάμους!
Ας πούμε όμως και λίγα λόγια για τη διοικητική και στρατιωτική κατάσταση της περιοχής που μας ενδιαφέρει, ώστε να γίνονται κατανοητά όσα θ’ αναφέρουμε στη συνέχεια: Ήδη εντός του 9ου αιώνα και συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 809 και 899, η περιοχή του Στρυμόνα, λόγω της στρατηγικής σημασίας της, ως εκ της ευκολίας διεισδύσεως των Βουλγάρων, μέσα από την κοιλάδα του ποταμού, στα βυζαντινά εδάφη, (κάτι που είχε επαναληφθεί κατά κόρον στο παρελθόν), αποτέλεσε μια μεγάλη, αυτοτελή, διοικητική και στρατιωτική μονάδα, το «Θέμα του Στρυμόνος» (ή, σε κάποιες χρονικές περιόδους, το «Θέμα Σερρών και Στρυμόνος»), αποχωρισθείσα από το Θέμα της Θράκης, στο οποίο υπαγόταν μέχρι τότε, η οποία, όπως όλα τα Θέματα, στα οποία ήταν χωρισμένη η αυτοκρατορία, διοικούνταν από έναν στρατιωτικό και συνάμα πολιτικό άρχοντα, ονομαζόμενο «στρατηγό» (και αργότερα «Δούκα» ή «Κατεπάνω»). Από τον 12ο αιώνα και μετά, εξ άλλου, εμφανίζονται στην αυτοκρατορία, στα πλαίσια της μεγάλης, διοικητικής και στρατιωτικής μεταρρύθμισης της δυναστείας των Κομνηνών, μικρότερες διοικητικές μονάδες, που ονομάζονται «κατεπανίκια» κι έχουν επικεφαλής τον «κατεπάνω», που ήταν διοικητικός άρχοντας, υπαγόμενος στον Δούκα (διοικητή) του Θέματος. Ένα τέτοιο «κατεπανίκιο» ήταν κι αυτό της «Ποπολίας» ή «Λυκοσχίσματος», στο οποίο περιλαμβανόταν και ο Οβηλός, αλλά και η Ιερά Μονή της Γενέσεως της Θεοτόκου και όλη εν γένει η Πιερία κοιλάδα.
Μετά, όμως, από τις πιο πάνω, απαραίτητες διευκρινίσεις, επανερχόμαστε στο θέμα του πονήματός μας.
Η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Υπεραγίας Θεοτόκου (ή της «Υπεραγίας Θεοτόκου του Γενέση», όπως είναι γνωστή από τ’ αγιορείτικα κείμενα), μνημονεύεται για πρώτη φορά σε υπόμνημα του κριτή Λέοντος, για την Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, το οποίο συντάχθηκε το έτος 1059 ή 1079. Το υπόμνημα όμως αυτό παραπέμπει σε προγενέστερους χρόνους. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα μ’ αυτό, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ’ ο Παφλαγών (1034-1041) δώρισε στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους διάφορα μοναστήρια και κτήματα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, καθώς και «το προάστειον Δοβροβίκεια», (που ήταν ένας βυζαντινός οικισμός, ευρισκόμενος στη θέση του μεταγενέστερου χωριού Φτέρη, πολύ κοντά στη σημερινή Φωλεά – Για τον βυζαντινό οικισμό της Δοβροβίκειας – Φτέρης και τον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου αυτής, θ’ αναφερθούμε σ’ επόμενο, ιστορικό σημείωμά μας). Το κείμενο του κριτού Λέοντος ανέγραφε επί λέξει: «…. Και χρυσόβουλλος άλλος του μακαρίτου βασιλέως κυρού Μιχαήλ του Παφλαγόνος, γεγονώς επί τη μονή του Άθω, ήτοι των Ιβήρων, δωρούμενος …… την μονή του Γενεσίου..» (Actes dIviron, I, σελ. 11-12). (Εδώ πρέπει να επισημάνουμε, ότι «βασιλικά προάστεια» ήταν επαρχιακά κτήματα που ανήκαν στο βυζαντινό κράτος και τα οποία ο αυτοκράτορας μπορούσε να παραχωρήσει σε Μονές ή σε υπηκόους του).
Ο έγκριτος αρχαιολόγος Νικόλαος Ζήκος θεωρεί εν προκειμένω ως πιθανότερο το ότι η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου και το χωριό Δοβροβίκεια περιήλθαν στη μονή Ιβήρων λίγο νωρίτερα, όταν ηγούμενος της μονής αυτής ήταν ο Γεώργιος Α’, (1019-1029), ενώ ο Οβηλός περιήλθε στην ίδια Μονή λίγο αργότερα, επί ηγουμενίας του Γεωργίου Γ’ του Αγιορείτη (1044-1056), ((Actes dIviron, I, σελ. 41, σημ. 1).
Σε κάθε περίπτωση, συνεπώς, για να περιέλθει η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου στη δικαιοδοσία της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, μεταξύ των ετών 1019-1029, είναι βέβαιο ότι αυτή προϋπήρχε ως αυτόνομη κι ανεξάρτητη, οργανωμένη Μονή, αρκετά πριν από το πιο πάνω χρονικό διάστημα, ίσως και πριν το έτος 1000.
Στο έγγραφο που μνημονεύσαμε σε προηγούμενη παράγραφο, όταν αναφερόμασταν στον Οβηλό, δηλαδή στο συνταγμένο μεταξύ των ετών 1042-1044, από τον Γρηγόριο Χαλκούτζη, έγγραφο με αριθμό 30 της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, εκτός από τον Οβηλό, («χωρίον Οβίλος»), απογράφηκαν και τα ευρισκόμενα «εν τη διοικήσει Βολερού και Στρυμόνος, κάστρον  Χρυσοπόλεως, αρχοντία του Λοικοσχίσματος» «κτήματα από της ενορίας του Λοικοσχείματος εις το χωρίον Ποδωγοριάνους. Δια Ευσταθίου μοναχού και ηγουμένου της υπεραγίας Θεοτόκου του Γενέση», ενώ σε άλλο σημείο του ίδιου εγγράφου αναφέρεται επίσης «υδρόμυλος και κτήματα εις το ρυάκιον της Βελάς. Δια της μονής της υπεραγίας Θεοτόκου του Γενέση».
Θα σταθούμε γι’ άλλη μια φορά στο σημαντικό για την ιστορία της υπό εξέταση Ιεράς Μονής έγγραφο, για να σημειώσουμε τα εξής: Την εποχή που συντάχθηκε το έγγραφο κι ο Γρηγόριος Χαλκούτζης απέγραψε τα κτήματα της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, ως περιουσιακές μονάδες, υποκείμενες σε φόρο, το βυζαντινό κράτος, («Διοίκησις Βολερού και Στρυμόνος»), είχε στην κυριότητά του κτήματα, τα οποία παραχωρούσε σε χωριά, πολίτες ή Ιερές Μονές, προκειμένου να τα εκμεταλλεύονται και να καταβάλλουν τον αναλογούντα φόρο. Βλέπουμε, λοιπόν, στο υπό κρίση φορολογικό έγγραφο (ή μάλλον κατάλογο), ότι η Ιερά Μονή Ιβήρων είχε στην κυριότητά της: 1) Κτήματα ευρισκόμενα στην περιοχή του χωριού Ποδογωριάνους, (που είναι, ασφαλώς, το σημερινό Ποδοχώρι, το οποίο φαίνεται ότι έχει διατηρήσει το σημερινό του όνομα για πάνω από χίλια χρόνια), αλλ’ ανήκοντα στην ενορία του Λοικοσχείματος, (εδώ, προφανώς, πρόκειται για τον σημερινό Ακροπόταμο, αφού το τοπωνύμιο Λυκόσχισμα υπάρχει μέχρι σήμερα στην περιοχή, καίτοι το ίδιο χωριό αναφέρεται σε άλλα έγγραφα και με το όνομα «Βομπλιανή»), τα οποία όμως εκμεταλλευόταν και διαχειριζόταν, για λογαριασμό της, η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, ο ηγούμενος της οποίας, ονόματι Ευστάθιος, ήταν κι ο φορολογούμενος, δηλαδή ο φορολογικά υπόχρεος σε καταβολή του καθορισθέντος φόρου («τέλους), που ήταν ίσος με μισό νόμισμα. 2) Κτήματα ευρισκόμενα στο χωριό Οβηλός, χωρισμένα σε δύο φορολογικές μονάδες (φορολογούμενους, που ήταν προφανώς οι δύο πιο εύποροι κάτοικοί του κι ήταν αυτοί που εκμεταλλεύονταν τα εν λόγω κτήματα για λογαριασμό της Μονής Ιβήρων). Οι φορολογούμενοι αυτοί ήταν, ο Πέτρος, που ήταν γαμπρός του πρωτοσπαθάριου Βιλέλη κι είχε σύζυγο τη Μαρία, ο οποίος όφειλε να καταβάλει φόρο («τέλος») ίσο προς ένα νόμισμα και ο Βασίλειος Κοπτόχειλος, που είχε γιο τον Ιωάννη, ο οποίος όφειλε να καταβάλει ως φόρο άλλο ένα νόμισμα. 3) Τέλος, κτήματα και υδρόμυλο στο «ρυάκιον της Βελάς», ήτοι σε χείμαρρο που βρισκόταν κοντά σε κάποιον οικισμό με το όνομα «Βελά», του οποίου το όνομα φαίνεται και σε αρκετά μεταγενέστερα έγγραφα του Αγίου Όρους, μέχρι και τα έτη 1355 και 1356, του οποίου όμως μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστή η ακριβής θέση, πλην του ότι βρισκόταν κάπου κοντά στην Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία διαχειριζόταν τα κτήματά του κι ήταν υπεύθυνη για την πληρωμή του φόρου («τέλους») που αναλογούσε σ’ αυτά, το ποσό του οποίου όμως δεν μνημονεύθηκε στο έγγραφο, για να συμπληρωθεί αργότερα, ότι επρόκειτο για το 1/6 ενός νομίσματος.
Σε «κυρωτικόν» χρυσόβουλλο λόγο που εξέδωσε τον Ιούλιο του 1079 ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Βοτανειάτης, επικύρωσε, γι’ άλλη μια φορά, τις κτήσεις της Μονής Ιβήρων, στις οποίες περιλαμβανόταν και «το προάστειον Οβηλός συν τω μετοχίω τω Γενεσίω», Actes dIviron, τ. ΙΙ, σελ. 129-135, (αρ. 41 και 60-61).
Σε Πρακτικό του «Σεβαστού Ιωάννη Κομνηνού», που συντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1104, κατά «βασιλικήν πρόσταξιν», υπέρ της Μονής Ιβήρων, του τότε βυζαντινού αυτοκράτορα, Αλεξίου 1ου Κομνηνού, στο οποίο μνημονεύεται το «προάστειον ο Οβηλός, ου ο περιορισμός έστιν ούτως. Άρχεται από του ρύακος της Κνένζας του κατερχομένου από του βουνού, κρατεί το αυτό ρυάκιον κατ’ ευθείαν, απέρχεται προς δυσμάς κλείων τα σπήλαια έσωθεν του περιοριζομένου, κάμπτει προς μεσημβρίαν και εξέρχεται τον δρόμον, περικόπτει τον αυτόν δρόμον και απέρχεται κατ’ ευαθείαν και ακουμβίζει τον δρόμον των Κουντούρων. Είτα κλίνει προς ανατολάς, κρατεί τον αυτόν δρόμον, περά το ρυάκιον το κατερχόμενον από του ρύακος του Οβηλού, ανέρχεται έως της λιθοσωρέας και του εκείσε ευρεθέντος εσφραγισμένου λιθίου λαυράτου, βαδίζει ομοίως τον αυτόν δρόμον, διέρχεται την σελλάδα και την στεφανέαν πέτραν, πάλιν βαδίζει ομοίως τον αυτόν δρόμον έως του διστράτου, καταλιμπάνει τον αριστερόν δρόμον, κρατεί τον δεξιώτερον, βαδίζει ομοίως δι’ όλου αυτού του δρόμου έως του λιθίνου λαυράτου του ισταμένου πλησίον του δρόμου του Γράτου, εν με τω προς την στράταν αποβλέποντι μέρει αυτού ευθύνον, εν δε το έσωθεν του περιοριζομένου στρογγύλον, καταλιμπάνει τον δρόμον, κλίνει προς άρκτον, ανέρχεται δι’ όλου δεξιώτερον, περικόπτει τα πρινωτά και πετρωτά, διαιρών δεξιά μεν τα δίκαια των Ποτγοριάνων, αριστερά δε τα περιοριζόμενα και ακουμβίζει εις τα πρόποδα του βουνού, ένθα και σταυρός ευρέθη εν ριζιμαία πέτρα εγκεχαραγμένος. Απ’ εκείσε ανέρχεται επ’ ίσης τον βουνόν εών αριστερά την καθέδραν του περιοριζομένου χωρίου και την εκκλησίαν της υπεραγίας Θεοτόκου του Γενέση και ανέρχεται εις τας κορυφάς των βουνών, περά το λαγκάδιον της Κνεσόβας, διέρχεται τα παλαιομάνδρια και ανέρχεται εις τον αυχένα του βουνού, βαδίζει δι’ όλης της κορυφής και ακομβίζει εις το ακρόβουνον εις την αρχήν του ρύακος της Κνένζας, αποδίδει ένθα και ήρξατο».
Παραθέσαμε ολόκληρο το ενδιαφέρον αυτό βυζαντινό κείμενο, όχι μόνο γιατί είναι, οπωσδήποτε, ενδιαφέρουσα, η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε κι η οποία τόσο μοιάζει με τη σύγχρονη, καθομιλούμενη Ελληνική γλώσσα, αλλά και γιατί περιέχει κάποια σημαντικά, κατά την άποψή μας, στοιχεία, που προσδιορίζουν το μέγεθος του κτήματος, που ο Σεβαστός Ιωάννης Κομνηνός απέγραψε ως ανήκον στη Μονή των Ιβήρων: Το μεν ανατολικό όριο του κτήματος είναι, οπωσδήποτε, το ρέμα της Κνένζας, (Χτένι), που απέχει, όπως προαναφέραμε, πεντακόσια μέτρα περίπου από το δυτικό άκρο του σημερινού Ποδοχωρίου, το δε δυτικό άκρο του κτήματος αυτού προσδιορίζεται από τα σπήλαια που εσωκλείει και τα οποία είναι, ολοφάνερα, τα σπήλαια που φαίνονται από την παλιά εθνική οδό Καβάλας – Θεσσαλονίκης, δεξιά για τον κινούμενο προς Θεσσαλονίκη, λίγες εκατοντάδες μέτρα πριν το σημερινό χωριό Γαληψός. Επισημαίνουμε, επίσης, «τα δίκαια των Ποτγοριάνων», δηλαδή τα κτήματα των κατοίκων του Ποδοχωρίου, τα οποία δεν ανήκαν στο κτήμα της Μονής Ιβήρων, την εκκλησία της υπεραγίας Θεοτόκου του Γενέση, δηλαδή το καθολικό της υπό εξέταση Ιεράς Μονής του Γενεσίου της Θεοτόκου και, τέλος, τη μνεία του ρυακιού που διερχόταν από το ίδιο το χωριό Οβηλός, που είναι, προφανώς, ο χείμαρρος που μέχρι σήμερα διασχίζει το ερειπωμένο μουσουλμανικό χωριό Σαρλή, στη θέση του οποίου προϋπήρχε ο Οβηλός.
Στο ίδιο όμως αυτό, ιδιαίτερα ενδιαφέρον για την εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία της περιοχής μας έγγραφο, παρέχονται και ορισμένα ακόμη, σημαντικότατα στοιχεία: Μνημονεύονται, συγκεκριμένα, στο έγγραφο αυτό, 18 «πάροικοι», οι οποίοι, δυνάμει της αυτοκρατορικής εντολής, κατοικούν στο κτήμα της Μονής Ιβήρων στον Οβηλό και το καλλιεργούν για λογαριασμό της. Πρόκειται για 5 ζευγαράτους, (δηλαδή κυρίους ζεύγους βοών), έξι βοϊδάτους, (δηλαδή κυρίους ενός βοός), 2 ονικάτους, (δηλαδή κυρίους όνου) και 5 ακτήμονες κι όχι μόνο αυτό, αλλά μνημονεύονται επίσης τα ονόματα των ιδίων και των συζύγων τους. Προτού όμως παραθέσουμε τα ονόματα των παροίκων και των συζύγων τους, ας εξηγήσουμε την έννοια του όρου «πάροικος», από τα μέσα του 11ου αιώνα και μετά: Πάροικοι ήταν εκείνοι οι αγρότες που είτε δεν είχαν δική τους γη και καλλιεργούσαν τη γη άλλων ιδιοκτητών, από τους οποίους τη μίσθωναν, είτε είχαν μεν δική τους γη, πλήρωναν όμως φόρους όχι απευθείας στο κράτος, αλλά σε κάποιον τρίτο δικαιούχο. Στην περίπτωση του κτήματος της Μονής Ιβήρων στην περιοχή του Οβηλού, οι πάροικοι ήταν άνθρωποι που η ίδια η Μονή είχε εγκαταστήσει στο κτήμα αυτό που της είχε παραχωρηθεί από το βυζαντινό κράτος, προκειμένου να το καλλιεργούν ως μισθωτές αυτού, απαλλαγμένοι από φόρους και βάρη κι υποχρεούμενοι νομικά μόνο σε απόδοση του μισθώματος έναντι της Μονής.
Ας επιστρέψουμε, όμως, μετά από τη σύντομη αυτή παρένθεση, στην παράθεση των ονομάτων των παροίκων του κτήματος της Ιεράς Μονής Ιβήρων στην περιοχή του Οβηλού, το έτος 1104, για να επισημάνουμε αυτό που και σε προηγούμενη παράγραφο του παρόντος πονήματος είχαμε επισημάνει, ότι, δηλαδή, προκειμένου για την περιοχή του Στρυμόνα, όπου επί πολλούς αιώνες ζούσαν οι Στρυμονίτες Σλάβοι, ήταν φυσικό και στη διάρκεια του 11ου και των επομένων αυτού αιώνων να ζουν μαζί και στο κτήμα της Μονής Ιβήρων στον Οβηλό, Έλληνες και Σλάβοι, (οι τελευταίοι, εξελληνισμένοι ήδη από αιώνες), πράγμα που προκύπτει από τα ονόματά τους, (σημειωτέον ότι σε άλλα σημεία του εγγράφου, που περιγράφουν κτήματα της Μονής Ιβήρων ευρισκόμενα σε άλλες, πλην του Στρυμόνα, περιοχές της Μακεδονίας, η υπεροχή των ελληνικών ονομάτων των κατοίκων ή παροίκων είναι συντριπτική):
Ζευγαράτοι πάροικοι ήταν: 1) Ο Ηλίας, που είχε γυναίκα την Άννα και γιο τον Νικόλαο, 2) ο Πέτρος, που είχε γυναίκα την Ιωαννίλα (σλαβικό όνομα), 3) ο Κριστίλας που είχε γυναίκα την Δοβράνα, (σλαβικά ονόματα), 4) ο Δημήτριος του Ιωακείμ και 5) Νικήτας ο Επισκεπτίτης, ο από του κάστρου Χρυσοπόλεως.
Βοϊδάτοι πάροικοι ήταν: 1) Ο Βελκωνάς της Μαρίας, που είχε γυναίκα την Μαρία, 2) ο Δημήτριος ο Πιστικός, 3) ο Θεόδωρος ο Καγάνος, που είχε γυναίκα την Ιωαννίλα, (σλαβικά ονόματα), 4) ο Λέων ο του Αρδέρη (γιος), που είχε γυναίκα την Μαρία και γιο τον Νικόλαο, 5) ο Θεόδωρος του Δοβρίλα, (σλαβικό όνομα) και 6) ο Μιχαήλ του Δοβρίλα.
Ονικάτοι πάροικοι ήταν: 1) Ο Ιωάννης ο Περατικός, που είχε γυναίκα την Άννα και 2) η Κυριακή, χήρα, που είχε γιο τον Σιράχ.
Ακτήμονες, τέλος, ήταν: 1) Η χήρα του Μιχαήλ, που είχε γιο τον Δραγωνά, 2) ο Δεμής, που είχε γυναίκα την Ρωσίτζα, (σλαβικό όνομα), 3) η Μαρία χήρα Θεοφυλάκτου, 4) ο Ιωάννης του Κυρκαλού, που είχε γυναίκα την Ευφροσύνη και 5) η Ειρήνη, χήρα, που είχε γιο τον Δοβρίλα (σλαβικό όνομα).
Ο Οβηλός όμως και η Ιερά Μονή της Γενέσεως της Θεοτόκου συνέχισαν να μνημονεύονται στα έγγραφα του Αγίου Όρους και μετά το 1104, στο οποίο συντάχθηκε το έγγραφο που αναλύσαμε στις προηγούμενες παραγράφους. Έτσι:
Σε χρυσόβουλλο λόγο που εξέδωσε τον Ιανουάριο του 1259 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, υπέρ της Μονής Ιβήρων, («Actes dIviron, ΙΙΙ, du milieu du XIe siecle a 1204», Παρίσι 1994, σελ. 87-92), έδωσε εντολή να διατηρήσει η Μονή τις τοποθεσίες, αγρούς, ησυχαστήρια ή μετόχια που της ανήκαν, χωρίς να έχει δικαίωμα να τα πειράξει κανείς και σ’ αυτά περιέλαβε και το προάστειο τον Οβηλό, με το μετόχι που ονομαζόταν Γενέσιον, («παρακελεύεται μένειν την τοιαύτην μονήν και τα εν αυτή πάντα χωρία, προάστεια, αγρίδια, ησυχαστήρια, μετόχια, πάσης βλάβης αθιγή ….. ήγουν το προάστειον ο Οβηλός συν τω μετοχίω τω καλουμένω Γενεσίω»).
Σε χρυσόβουλλο λόγο που εξέδωσε τον Αύγουστο του 1310 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγος, υπέρ της Μονής Ιβήρων, («Actes dIviron, ΙΙΙ, du milieu du XIe siecle a 1204», Παρίσι 1994, σελ. 180-187), με παρόμοια διατύπωση μ’ αυτή του χρυσόβουλλου του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, ο αυτοκράτορας και πάλι έδωσε εντολή, να εξακολουθήσει η Μονή να διατηρεί όσες τοποθεσίες, αγρούς, ησυχαστήρια ή μετόχια είχε μέχρι τότε στην κυριότητά της, την οποία είχαν επικυρώσει με χρυσόβουλλα ο πάππος του και ο πατέρας του κι αυτά να μην έχει δικαίωμα να τα πειράξει κανείς, ένα δε από αυτά ήταν και το προάστειο ο Οβηλός με το μετόχι που ονομαζόταν Γενέσιον, («παρακελεύεται και προστάσσει ίνα διαμένη και εις το εξής η …. τοιαύτη σεβασμία μονή και τα εν αυτή πάντα χωρία, προάστεια, αγρίδια, ησυχαστήρια, μετόχια πάσης βλάβης αθιγή ….. ήγουν το προάστειον ο Οβηλός συν τω μετοχίω τω καλουμένω Γενεσίω»).
Τις κτήσεις αυτές της Μονής Ιβήρων, που τις επικύρωσε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγος από πολιτειακή άποψη, τις επιβεβαίωσε και ο τότε Πατριάρχης Νίφων ο Α’, από εκκλησιαστική άποψη, με γράμμα του προς τη Μονή, το οποίο συνέταξε τον Απρίλιο του 1311, επιβεβαιώνοντας, έτσι για τους μεταγενέστερους ερευνητές και την αυθεντικότητα του αυτοκρατορικού χρυσοβούλλου.
Τον Ιανουάριο του έτους 1316 ο Ορφανοτρόφος Τρύφων Κεδρηνός έλαβε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο την εντολή, να εξετάσει και να καταγράψει όλες τις εκκλησιαστικές, μοναστηριακές ή αστικές (ιδιωτικές) περιουσίες που είχαν παραχωρηθεί με χρυσόβουλλα ή με άλλους τρόπους και να καθορίσει για καθεμιά το φορολογικό αντίτιμο (φόρο) που αυτές έπρεπε ν’ αποδώσουν στο (βυζαντινό) Δημόσιο. Ο ανωτέρω προχώρησε, κατόπιν τούτου, μεταξύ άλλων και στην πλήρη καταγραφή των παροίκων των χωριών Δοβροβίκειας (μετέπειτα Φτέρης), Οβηλού, Ραδολίβους (σημερινού Ροδολείβους) και Βορίσκου, (που βρισκόταν στα στενά της Ρεντίνας), τα οποία υπάγονταν στο θέμα Σερρών και Στρυμόνος και στο κατεπανίκιον της Ζαβαλτίας, καθώς και των περιουσιών αυτών και καθόρισε τον φόρο που καθένας έπρεπε να πληρώσει. Προκειμένου, λοιπόν, για το χωριό Οβηλός, περιέγραψε 38 φορολογικές μονάδες (δηλαδή φορολογήσιμες περιουσίες) και επέβαλε τον αναλογούντα φόρο, που ήταν, λ.χ., το ¼ ενός υπερπύρου, (νομίσματος εκείνης της εποχής) για κάθε φορολογήσιμη μονάδα (περιουσία), το 1/10 του υπερπύρου για κάθε βόδι, το 1/20 του υπερπύρου για κάθε αγελάδα ή χοίρο, το 1/100 του υπερπύρου για κάθε αίγα ή πρόβατο κλπ. Έχει, έτσι, ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παραθέσουμε, μαζί με τον απογραφέα Τρύφωνα Κεδρηνό, μερικά από τα ονόματα και τα περιουσιακά στοιχεία των κατοίκων του Οβηλού σε μια τόσο μακρινή εποχή, που απέχει περίπου 700 χρόνια από τη δική μας, για να επισημάνουμε και πάλι αυτό που και σχολιάζοντας προηγούμενα έγγραφα είχαμε επισημάνει, ότι εξακολουθούσε, ακόμη και στις αρχές του 14ου αιώνα, να είναι αρκετά μεγάλη η παρουσία σλαβικών ονομάτων στα χωριά αυτά που βρίσκονταν κοντά στην κοιλάδα του Στρυμόνα.
Στις φορολογήσιμες περιουσίες του Ροδολείβους περιέλαβε ο απογραφέας, (κι είναι ενδεικτική η απαρίθμηση που κάνω), την περιουσία της Μαρίας χήρας Δόμβρου, που κατοικούσε στον Οβηλό, είχε γιο τον Φωτεινό, θυγατέρα την Δοβράνα, είχε οικία, 9 χοίρους και της επιβλήθηκε φόρος ίσος προς το 1/3 του υπερπύρου. Παρόμοια και ο κατοικών στον Οβηλό Γεώργιος ο χαλκέας, (σιδηρουργός), που είχε σύζυγο την Άννα, γιο τον Στέφανο, δική του οικία και ο φόρος που του αναλογούσε ήταν ½ του υπερπύρου, καθώς και ο Γεώργιος, που είχε σύζυγο την Άννα, γιο τον Ιωάννη, θυγατέρα την Σταματική, είχε δική του οικία, ένα ζεύγος βοών, αμπέλι και ο φόρος που του αναλογούσε ήταν δύο υπέρπυρα.
Στον ίδιο τον Οβηλό αναφέρονται, ο Νικόλαος Σφικτάριος με την οικογένειά του, την οικία του, ένα ζευγάρι βοών, έξι χοίροι, ένα αμπέλι έκτασης τριών μοδίων - ένας μόδιος ήταν ίσος προς περίπου 1.000 τετρ. μέτρα γης - ο Γεώργιος ο γιος του Τούντουρου, που είχε σύζυγο την Μαρία, θυγατέρα την Καλή, αδελφό τον Θεόδωρο, είχε δική του οικία, ένα ζεύγος βοών, οκτώ πρόβατα και αμπέλι, ο Γεώργιος Βελκάνος, με σύζυγο την Μαρία, γιο τον Μιχαήλ και θυγατέρα την Ειρήνη, ο Θεόδωρος, αδελφός του προηγούμενου, που είχε σύζυγο την Μαρία και δύο θυγατέρες, την Καλή και τη Ζωή, η Δράγνα χήρα του Μιχαήλ, με γιο τον Κωνσταντίνο και θυγατέρα την Μύχνα, ο Νικόλαος Φωτεινός από τη Δοβροβίκεια (Φτέρη), που είχε σύζυγο την Άννα, γιο τον Ιωάννη, θυγατέρα την Μαρία και άλλα πολλά ονόματα, μέσα από τα οποία αναδύεται μια αγροτική κοινωνία, στην οποία ζουν Έλληνες και εξελληνισμένοι Σλάβοι, καλλιεργούν τη γη της Μονής Ιβήρων, στην οποία φυτεύουν ως επί το πλείστον αμπέλια, έχουν οι περισσότεροι δικές τους οικίες και δικά τους ζώα, (χοίρους, βόες, αγελάδες, πρόβατα κλπ.) και φροντίζουν τα κτήματα της Μονής, ενώ πληρώνουν, πλέον, φόρους στο βυζαντινό κράτος, όπως φροντίζουν και το μετόχι της Μονής, το Γενέσιον της Θεοτόκου, το οποίο όμως παύει πια να μνημονεύεται στα έγγραφα που υπάρχουν στη βιβλιοθήκη της Μονής, μετά το έτος 1311.
Η καταγραφή, έτσι, του Ορφανοτρόφου Τρύφωνα Κεδρηνού, που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 1316, ήταν η τελευταία που περιγράφει τον ίδιο τον Οβηλό ως κατοικούμενο οικισμό.
Σε πρακτικό του απογραφέα Πρωτοκυνηγού Ιωάννη Βατάτζη, που έγινε το έτος 1341 για την Μονή Ιβήρων, αναφέρεται ότι στο τότε υφιστάμενο κατεπανίκιο Λυκοσχίσματος υπήρχε το αγρίδιον Οβηλός και η Δοβροβίκεια, τα οποία, επειδή ο απογραφέας τα βρήκε να είναι ακατοίκητα, εξ αιτίας των επιθέσεων των Τούρκων, τα κατέγραψε όπως τα βρήκε καταγεγραμμένα στο πρακτικό του Ορφανοτρόφου Τρύφωνα Κεδρηνού, (του έτους 1316), επειδή όμως οι πάροικοι της Μονής Ιβήρων, που κατοικούσαν παλαιότερα στους δύο αυτούς οικισμούς, είχαν ξεσπιτωθεί από την επίθεση των εχθρών και είχαν πάει να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη, η μονή όφειλε να τους αναζητήσει και να τους επαναφέρει στις κατοικίες τους. («…έχει η τοιαύτη Μονή και παρά το κατεπιανίκιον Λυσκοσχίσματος το αγρίδιον τον Οβηλόν και την Δοβροβίκειαν …. Άτινα δια το ευρίσκεσθαι νυν άοικα από της επιθέσεως των Τούρκων εγράφησαν και εν τω παρόντι πρακτικώ ως ευρεθήναι καταγεγραμμένα εν τω πρακτικώ του ορφανοτρόφου του Κεδρηνού εκείνου…  πλην επεί οι εις τα ειρημένα αγρίδια τον Οβηλόν και την Δοβροβίκειαν ευρισκόμενοι πάροικοι της τοιαύτης μονής εξωκίσθησαν από της των εχθρών επιθέσεως και απήλθον και προσκάθηνται αλλαχού … οφείλει η μονή λαμβάνειν ακωλύτως αυτούς…».
Οι δύο οικισμοί, (Οβηλός και Δοβροβίκεια) αναφέρονται και σε χρυσόβουλλο, του έτους 1341, του αυτοκράτορα Ιωάννη του Καντακουζηνού, για τη Μονή Ιβήρων, σαν παλαιοχώρια, δηλαδή παλιά χωριά, των οποίων οι κάτοικοι έχουν φύγει και κατοικούν σε διάφορα κάστρα: «…περί το Λυκόσχισμα παλαιοχώρια δύο, ήτε Δοβροβίκεια και ο Οβηλός, ών τινων οι έποικοι ευρίσκονται αρτίως εν διαφόροις κάστροις…»
Τον Ιανουάριο του 1346, με χρυσόβουλο του Σέρβου κράλλη Στεφάνου Δουσάν, που είχε, εν τω μεταξύ, εγκαθιδρύσει το βραχύβιο Σερβικό κράτος των Σερρών, τα κτήματα της Μονής Ιβήρων στον Οβηλό και σε άλλα χωρία απαλλάχθηκαν από τους φόρους που πλήρωναν μέχρι τότε στο Βυζαντινό κράτος.
Οι ίδιοι αυτοί οικισμοί μνημονεύονται, τέλος και σε χρυσόβουλλο, του έτους 1351, του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, για την Μονή Ιβήρων: «… εις το Πρινάριον χωρία δύο, τον Οβηλόν και την Ηδοβροβίκειαν…». (Βλέπουμε εδώ να μνημονεύονται το Παγγαίο και το Σύμβολο όρος ως ένα, ενιαίο όρος, με την ονομασία Πρινάριον).
Από το έτος 1316 λοιπόν και μετά ο Οβηλός και, οπωσδήποτε και το μετόχι του Γενεσίου της Θεοτόκου, μαζί με το οποίο αυτός αποτελούσε ένα μεγάλο κτήμα της Μονής, έμειναν έρημα μέχρι το έτος 1341, εξ αιτίας επιδρομών Τούρκων. Ποιες ήταν, όμως, αυτές οι επιδρομές, που ερήμωσαν τον Οβηλό και την Δοβροβίκεια και που έκαναν το μετόχι του Γενεσίου της Θεοτόκου να μη μνημονευθεί πια ποτέ στο μέλλον, εν αντιθέσει προς τον Οβηλό, ο οποίος, όπως και η Δοβροβίκεια, φαίνονται να κατοικούνται και πάλι το έτος 1357; (Dolger Fr., Auw den Schatzkammern des Heilingen Berges, Textband, Munchen 1948, Nr. 9, 8-9);
Μεταξύ των ετών 1316 και 1341, οι μόνες Τουρκικές επιδρομές προς την Μακεδονία έγιναν από τη θάλασσα, (για πρώτη φορά μετά το 1342 έχουμε χερσαίες επιδρομές Τούρκων της Μ. Ασίας στη Θράκη και την Μακεδονία. Πρόκειται για τους Τούρκους που έφερε ο Ιωάννης Καντακουζηνός, όταν συμμάχησε με τον σουλτάνο Ορχάν και ο δυνάστης του Αϊδινίου Ομούρμπεης ήλθε το 1342 προς βοήθειά του, με στόλο και μαχητές). Πράγματι, αμέσως μόλις οι Οθωμανοί απέκτησαν στόλο, μετά την κατάληψη της Περγάμου και της επαρχίας του Καρασή, (πρόκειται για την αρχαία Μυσία ή Τρωάδα), κατανικώντας τους Τουρκομάνους δυνάστες που υπήρχαν εκεί, πραγματοποίησαν δύο θαλάσσιες επιδρομές, κατά τα έτη 1337 και 1340, στα ευρωπαϊκά παράλια της αυτοκρατορίας, από τις οποίες την πρώτη την απέκρουσαν οι Βυζαντινοί, κατά τη δεύτερη όμως οι Τούρκοι επιδρομείς πήραν μαζί τους άφθονη λεία από τις περιοχές του Στρυμόνα κι από τα εκεί ευρισκόμενα από αιώνες μετόχια των Μονών του Αγίου όρους, χωρίς όμως να μπορέσουν να πετύχουν να εγκατασταθούν μόνιμα σε κάποια από τις περιοχές που είχαν επιδράμει. (Μια τρίτη επιδρομή των Τούρκων από τη θάλασσα έγινε το έτος 1331, όταν 60 πλοία τους λεηλάτησαν τα παράλια της Χαλκιδικής, εξορμώντας από την χερσόνησο της Κασσάνδρας και του Άθω, πλην όμως ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος, που βρισκόταν στρατοπεδευμένος στη λίμνη Βόλβη, ειδοποιήθηκε, έσπευσε κι έδιωξε τους επιδρομείς, χωρίς αυτοί να επιτεθούν οπουδήποτε αλλού, εκτός από την ίδια την Χαλκιδική χερσόνησο).
Είναι, κατόπιν τούτων, πολύ πιθανό, η καταστροφή κι ερήμωση του μετοχίου του Γενεσίου της Θεοτόκου να έλαβε χώρα στη δεύτερη από τις προαναφερθείσες Τουρκικές, θαλάσσιες επιδρομές, χωρίς πια το μετόχι αυτό να ξαναμνημονευθεί σε οποιοδήποτε έγγραφο της Μονής Ιβήρων ή οπουδήποτε αλλού, πράγμα που σημαίνει ίσως ότι καταστράφηκε τότε ολοσχερώς, ποτέ πια δεν ανέκαμψε και παρέμεινε ερημωμένο μέχρι τις ημέρες μας.
Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, ο οικισμός του Οβηλού, μετά την ερήμωσή του, ανάμεσα στα έτη 1316 και 1341, φαίνεται ότι ξανακατοικήθηκε, για να επιβιώσει, μέχρι την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους, (που έγινε περί το έτος 1383), ως μουσουλμανικός πλέον οικισμός, με το όνομα Σαρλή, ο οποίος είχε 400 μουσουλμάνους κατοίκους το έτος 1886, (Νικολάου Σχινά, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και  Θεσσαλίας, 1886), 321 κατοίκους το 1913, 270 κατοίκους το 1920 και μέχρι το 1922 που εγκαταλείφθηκε από τους μουσουλμάνους κατοίκους του, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών και οι πρόσφυγες που ήλθαν στην περιοχή, από τη Νικόπολη και την Γαρέσαρη του Πόντου, αφού έκτισαν το χωριό τους λίγο ψηλότερα από το Σαρλή, όπου ανήγειραν σχολείο και ιερό ναό, τιμώμενο στη μνήμη του Προφήτη Ηλία, στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισαν να κατέρχονται νοτιότερα, όπου έχτισαν εκ βάθρων το σημερινό Κοκκινοχώρι, προκειμένου να είναι πλησιέστερα στα κτήματά τους.
Τόση ιστορία, τόσο αίμα, τόσοι μοναχοί και λαϊκοί μάρτυρες σχετίζονται μ’ αυτό το ελάχιστο κομμάτι του τόπου μας, που κείτεται σήμερα λησμονημένο, περιμένοντας την αρχαιολογική σκαπάνη, για ν’ αποκαλύψει τα μυστικά του. Ελπίζουμε ότι το παρόν, ταπεινό πόνημα θα πετύχει έστω και μόνο αυτό τον σκοπό: Να ευαισθητοποιήσει κάποιους συμπολίτες, που θα μπορέσουν να πείσουν τους «αρμόδιους», να σκύψουν πάνω από τη μακραίωνη ιστορία αυτού του μικρού και ταπεινού κομματιού της μαρτυρικής Μακεδονίας μας, του Οβηλού και της Ιεράς Μονής του Γενεσίου της Θεοτόκου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Actes dIviron I, Des origins au milieu du XIeme siecle, Paris, 1985.
Actes dIviron II, Du milieu du XIeme siecle a 1204, Paris, 1990.
Actes dIviron III, De 1204 a 1328. Paris, 1994.
Paul Lemerle, Philippes et la Macedoine orientale a l’ époque chretienne et Byzantine. Paris 1945.
Paysages de Macedoine, leurs caracteres, leur evolution a travers les documents et les recits des voyageurs. Paris 1986.
Γεωργίου Ι. Θεοχαρίδου. Κατεπανίκια της Μακεδονίας, συμβολή εις την διοικητικήν ιστορίαν και γεωγραφίαν της Μακεδονίας κατά τους μετά την Φραγκοκρατίαν χρόνους. Έκδοση του περιοδικού συγγράμματος «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ», έτους 1954, της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών.
Γεωργίου Ι. Θεοχαρίδου. Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, (285 – 1354 μ.Χ.). Έκδοση της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών του έτους 1980.
Αιμιλίου Δημ. Μαυρουδή. Η ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως. Έκδοση 2006.
Διεθνές Συμπόσιο: Βυζαντινή Μακεδονία, 324 – 1430 μ.Χ., έκδοση του 1995 της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών.
Αφιέρωμα στη Μακεδονία, περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Χριστούγεννα 1992.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΣΤΕΡΗ 2
564100 ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ

























Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ THΣ ΠΕΡΙ ΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

Η περί το Παγγαίο όρος χώρα, με τις απέραντες πεδιάδες των Σερρών και των Φιλίππων, που αρδεύονται αντίστοιχα από τους ποταμούς Στρυμόνα και Αγγίτη, ήταν κατά την αρχαιότητα πολύ εύφορη, ενώ συνάμα το υπέδαφός της έκρυβε άφθονα πολύτιμα μέταλλα. Ήταν έτσι φυσικό, όλη η πορεία της περιοχής αυτής μέσα στην ιστορία, ήδη από τα πρώϊμα ιστορικά χρόνια, νάναι στενά δεμένη με τον υλικό της πλούτο, που τραβούσε σαν μαγνήτης πόλεις, λαούς και κατακτητές.
Ξεκινώντας από την χλωρίδα της χώρας αυτής κι από τ' αγροτικά προϊόντα που παρήγε η γή της, είμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε πρώτα και ν' αφιερώσουμε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του άρθρου μας αυτού σ' ένα προϊόν που μέχρι και σήμερα δίνει στην περιοχή την
πιο χαρακτηριστική της ταυτότητα. Πρόκεται για τ' αμπέλια και το κρασί του Παγγαίου και ιδιαίτερα του σημερινού Συμβόλου όρους, (το οποίο οι αρχαίοι Ελληνες δεν το ξεχώριζαν συνήθως από το Παγγαίο), που την άφθονη και μακρόχρονη παρουσία τους μαρτυρούν, εκτός από τις ιστορικές πηγές, τα πολυάριθμα όστρακα κρατήρων και οινοχοών που βρίσκονται στα ερείπια των αρχαίων οικισμών της περιοχής.
Ήδη από την Ομηρική εποχή η περιοχή του Παγγαίου και ιδιαίτερα του σημερινού όρους Συμβόλου, η οποία απλώνεται στα νότια του τελευταίου και από τον Στρυμόνα μέχρι την σημερινή Καβάλα ήταν φημισμένη για τ' αμπέλια της, που μέχρι σήμερα καλλιεργούνται
ασταμάτητα επί σειρά αιώνων. Ήταν επίσης φημισμένη για το από τ' αμπέλια της εκείνα παραγόμενο κρασί, τον περίφημο "βύβλινο οίνο" των αρχαίων Ελλήνων.
Οι Φοίνικες, που πριν στην περιοχή μας εμφανιστούν οι Έλληνες της νότιας Ελλάδας είχαν αποικίσει την Θάσο, έφεραν στην απέναντι από την Θάσο ακτή από την οποία σήμερα διέρχεται η Νέα παραλιακή εθνική οδός Καβάλας - Θεσσαλονίκης ένα είδος αμπέλου από την πόλη Βύβλο της Φοινίκης.
Για την προέλευση αυτού του κρασιού από τη Φοινίκη ο Αθήναιος, (Έλληνας που έζησε κατά την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου ή των διαδόχων αυτού, Σεπτιμίου και Αλεξάνδρου Σεβήρου), στο έργο του "ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ" (β 29) λέει σχετικά:
 "Και το κρασί το Βύβλινο επαινώ της ιερής Φοινίκης,
μα να το βάλω δεν μπορώ με το κρασί της Λέσβου.
Για πρώτη σου αν το πιείς φορά, προτού το συνηθίσεις,
θα σου φανεί πιο εύοσμο απ' το κρασί της Λέσβου,
γιατί το άρωμά του με τον καιρό, σαν πάλιωσε, το πήρε
αλλά σαν πίνεται συχνά, θα σου φανεί χειρότερο.
Μα από της Λέσβου το κρασί δεν έχει άλλο πιο ακριβό,
και μόνο η αμβροσία. Κι αν μερικοί σαχλοί με κοροϊδεύουν
και λεν πως το καλύτερο κρασί 'ναι της Φοινίκης,
γι' αυτούς δεν δίνω δυάρα.
Από τη φοινικική λοιπόν εκείνη άμπελο πήραν τ' όνομά τους και τα Βύβλινα (ή Βίβλινα) όρη, δηλαδή το σημερινό Σύμβολο Όρος και το κρασί της περιοχής, το οποίο πρώτος μνημονεύει ο Ησίοδος στο διδακτικό του έπος "Εργα και ημέραι" ως εξής:
Αχ! και να μπορούσα νάμαι
στην παχιά  σκιά κάποιου βράχου και νάχω και ­βίβλινο κρασί­
και πίττα φτιαγμένη από γάλα κατσικιών πόχουν κόψει το βύζαγμα
και κρέας δαμαλίτσας που δεν έχει ακόμη γεννήσει
κι έχει μόλις χορτάσει τρώγοντας στο λειβάδι
καθώς και νεογέννητων εριφίων.
Κι εκεί από κάτω καθισμένος στη σκιά,
να μπορούσα να πίνω το κρασί με το χρώμα της φωτιάς
και να ευχαριστιέται η καρδιά μου από την ευωχία,
με το πρόσωπό μου στραμμένο απέναντι στο ζωηρό φύσημα του
Ζέφυρου.
Κι αντλώντας τρεχούμενο νερό από μιαν αστείρευτη κρήνη που τίποτε
δεν την θολώνει,
ν' αναδεύω τρία μέρη νερού κι ένα μέρος κρασιού.
Για το ίδιο αυτό περίφημο κρασί της περιοχής μας εξ άλλου, ο Επίχαρμος, ποιητής κωμωδιών του Ε' π.Χ. αιώνα λέγει ότι παραγόταν στα Βίβλινα όρη της Θράκης, τα οποία με την σειρά του ο Αρμενίδας τα τοποθετεί στην περιοχή της Αντισάρης και της Οισύμης, (της πρώτης τα ερείπια εντοπίστηκαν στην περιοχή της σημερινής Καλαμίτσας Καβάλας και της δεύτερης στον λόφο και στις ακτές των αμμολόφων της σημερινής Νέας Περάμου): Αρμενίδας δε της Θράκης φησίν είναι χώραν την Βιβλίαν, ήν αύθις Τισάρην και Οισύμην προσαγορευθήναι).
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του "ΙΩΝ", (στίχοι 1194-1995) λέγει ότι σ' ένα συμπόσιο που γινόταν στους Δελφούς, αναμιγνυόταν βίβλινο κρασί με νερό μέσα σε χρυσούς κρατήρες: ("Κι απλώθηκε σιωπή. Και τότε ξανά γεμίσαμε τους ιερούς κρατήρες, με νερό και με Βύβλινο πιοτό")
Γι' αυτό το ίδιο κρασί μιλάει και ο Φιλλύλιος, κωμικός ποιητής της αρχαίας αττικής κωμωδίας, όπως κι ο Ρωμαίος Αχίλλειος Τάτιος, ενώ ο Θεόκριτος στα "Ειδύλλιά" του (ΧIV,4) λέγει ότι ο ήρωάς του Αισχίνης, σε μια γιορτή στην εξοχή, έλεγε: "άνοιξα για τους φίλους μου Βίβλινο κρασί, ευωδιαστό, τεσσάρων ετών, που ήταν σα ναάχε μόλις βγεί από το πατητήρι")
Ο Ησύχιος επίσης λέγει ότι ο βίβλινος είναι είδος οίνου και ποικιλία αμπέλου στη Θράκη, ο δε Στέφανος ο Βυζάντιος: "Βιβλίνη. Χώρα της Θράκης. από ταύτης ο βίβλινος οίνος".
Τέλος δεν μπορώ να μην αναφέρω κι αυτό που λέει ο ίδιος πιο πάνω Αθήναιος, στο έργο του "ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ", ότι "Ο Ιππυς ο Ρηγίνος (ιστορικός της εποχής των Περσικών πολέμων) ανέφερε ότι η άμπελος η λεγομένη "ειλεός", ονομάζεται συνάμα και "βιβλία".
Αυτήν ο Πόλλις ο Αργείος, που βασίλευσε στους Συρακουσίους, πρώτος την έφερε στις Συρακούσες από την Ιταλία. Θάναι λοιπόν βίβλινος οίνος, ο γλυκός οίνος που από τους Σικελιώτες λέγεται "Πόλλιος".
Δεν καλλιεργούνταν όμως αμπέλια μόνο στη νότια του Συμβόλου όρους εκτεινόμενη γή. Και η πλούσια πεδιάδα του κάτω ρού του Στρυμόνα, η εκτεινόμενη βόρεια και δυτικά της Αμφιπόλεως ήταν φημισμένη για την ευφορία της κατά τους αρχαίους χρόνους. Πάντως, δεν φαίνεται πιθανό να καλλιεργούνταν σ' αυτή η περιοχή, τουλάχιστον πριν τον 4ο π.Χ. αιώνα, κάποια επώνυμη ποικιλία αμπέλου, σαν εκείνη λ.χ. που παρήγε τον βίβλινο οίνο ή τον οίνο της Μένδης (αρχαίας πόλεως της Χαλκιδικής) κ.λ.π. Και η σπανιότητα των μαρτυριών σχετικά με την καλλιέργεια αμπέλου στην εν λόγω περιοχή συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής.
Για την καλλιέργεια αμπέλου στην περιοχή του κάτω ρού του Στρυμόνα και ειδικώτερα στη Βισαλτία και την Αμφίπολη μιλούσε κατ' αρχάς ο Θεόπομπος, στο 54ο βιβλίο των Ιστοριών του, όπως το σχετικό απόσπασμα διέσωσε ο πολύτιμος Αθήναιος, στο προαναφερθέν έργο του "ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ", (το κείμενο του Θεόπομπου θα το δούμε στη συνέχεια αυτού του άρθρου).
Ο Δημ. Λαζαρίδης, άλλοτε Εφορος Αρχαιοτήτων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, δημοσίευσε όταν ζούσε μερικά πωλητήρια συμβόλαια που προήλθαν από την περιοχή της Αμφιπόλεως. Δύο απ' αυτά αναφέρονται στην πώληση αμπελιών:
α) Το ένα συμβόλαιο, (επιγραφή του 3ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκε στη Μεσολακκιά Σερρών, (BCH 85 (1961), σελ. 431), είχε το εξής περιεχόμενο: "Για χάρη της καλής τύχης. Ο Νικόλαος, ο γιός του Μελαντάδη, αγόρασε από τον Ασανδρο ένα αμπέλι (εκτάσεως) έξι πλέθρων (περίπου 5.200 σημερινών τετρ. μέτρων), αντί (τιμήματος) τριακοσίων είκοσι δραχμών".
β) Το δεύτερο συμβόλαιο, (επιγραφή του 4ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκε στα Νέα Κερδύλλια, (BCH 85 (1961) ήταν στην ουσία ένα "σύμφωνο εξωνήσεως" κι είχε το εξής περιεχόμενο: "Όταν ο Κάλιππος ήταν επιστάτης, ο Τίμων απέκτησε (αγόρασε) από τον Eξήκεστο τον αγρό του Απολλωνίου και την αποθήκη με τα πιθάρια, (αντί τιμήματος) πέντε χιλιάδων δραχμών (το μεγάλο ποσό του τιμήματος εξωνήσεως δείχνει ότι η πώληση αφορούσε κάποια πολύ μεγάλη έκταση, η δε ύπαρξη της αποθήκης με τα πιθάρια μαρτυρά ότι ένα μέρος τουλάχιστον της εκτάσεως ήταν αμπέλι).
Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε και το ψήφισμα της Γαζώρου (Απρίλιος του 167 π.Χ.), πόλεως της κοιλάδας του Στρυμόνα, βόρεια της Αμφιπόλεως, το κείμενο του οποίου αναφέρεται στη φύτευση αμπελιών και δένδρων σε δημόσια κτήματα, από ιδιώτες εθελοντές, στους οποίους παρέχονται προνόμια για την εκ μέρους τους εκμετάλλευση των αγρών.
Η περιοχή του Παγγαίου όμως δεν διακρινόταν κατά την αρχαιότητα μόνο για τ' αμπέλια της. Ηταν γενικά κι από κάθε άποψη πολύ εύφορη. Το ίδιο το Παγγαίο ήταν φημισμένο για τα μεγάλα δάση του, τα οποία παρείχαν την περίφημη ναυπηγική ξυλεία που την αξία της πρώτος διαπιστώνει ο Πέρσης στρατηγός Μεγάβαζος, του οποίου τα λόγια προς τον Πέρση Βασιλέα διέσωσε ο Ηρόδοτος (Ε, 23): Ω βασιλεύ, τί έκανες, που έδωσες το δικαίωμα σ' έναν ικανώτατο και σοφό Ελληνα, (εννοεί τον τύραννο της Μιλήτου Iστιαίο), να κτίσει την Μύρκινο, όπου υπάρχει άφθονη ναυπηγήσιμη ξυλεία, ξύλα για κουπιά κι ασήμι!.." Την ίδια αυτή ναυπηγική ξυλεία επαινεί κι ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του, θεωρώντας την ιδανική για την κατασκευή των ξύλινων πλοίων της εποχής εκείνης, χάρις στην οποία o Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας, το 424 π.Χ., μετά την κατάληψη της Αμφιπόλεως, εγκατέστησε στον Στρυμόνα, στην περιοχή της Αμφιπόλεως ναυπηγεία, για τη ναυπήγηση τριήρων, (Θουκυδίδου Ιστορία Πελοπον. Πολέμου 4.108). Αλλά κι ο Φίλιππος και ο Μέγας Αλέξανδρος, από την ξυλεία αυτή του Παγγαίου κατασκεύασαν τον στόλο τους. Μάλιστα ο Αρριανός μας λέγει ότι ο στόλος του Αλεξάνδρου βρισκόταν στην Κερκινίτιδα λίμνη, μέσω της οποίας και του πλωτού τότε ποταμού Στρυμόνα που χυνόταν σ' αυτήν και συνέχιζε δι' αυτής την πορεία του, έφθανε στη θάλασσα. Τέλος ο Στράβων (Γεωγραφία, βιβλίο 7ο, 331) κάνει λόγο για τα ναυπηγεία του Δάτου, για τα οποία ο Γάλλος αρχαιολόγος P. Collart, στο έργο του: "Philippes, ville de la Macedoine, depuis ses origines jusqu' a la fin de l' epoque romaine, Paris 1935" (κεφάλαιο 1ο, σελ. 47, υποσημείωση 3) λέει ότι βρισκόταν αναμφίβολα στα δύο εμπορικά λιμάνια της Νεαπόλεως και της Αντισάρας, (σημερινής Καλαμίτσας), όπου η ξυλεία μεταφερόταν απ' ευθείας από το Παγγαίο μέσω του αυχένα του Συμβόλου όρους (ο συγγραφέας εννοεί προφανώς τη σημερινή διάβαση του Αγίου Σύλλα).
Το Παγγαίο φημιζόταν εξ άλλου από αρχαιοτάτους χρόνους για τα περίφημα εκατόφυλλα τριαντάφυλλά του, τα οποία μνημονεύουν ο Θεόφραστος, ο Αθήναιος και ο Πλίνιος και των οποίων μια ιδέα μας δίνουν τα μικρά άγρια τριαντάφυλλα που μέχρι σήμερα σκορπίζουν το άρωμά τους στις χαμηλές πλαγιές του. Σαν μακρινή ανάμνηση των ρόδων του Παγγαίου θεωρεί ο μεγάλος Γάλλος αρχαιολόγος και περιηγητής L. Heuzey που πέρασε από την περιοχή μας πριν από ένα και πλέον αιώνα το ίδιο το όνομα της γνωστής και με μεγάλη ιστορία πόλης του Παγγαίου, του Ροδολείβους, που περιέχει τη ρίζα "ρόδο = τριαντάφυλλο". Αυτά τα τριαντάφυλλα του Παγγαίου στη ρωμαϊκή εποχή χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα στην τελετή της λατρείας των νεκρών (rosalia), η οποία συνίστατο ακριβώς στην καύση τους πάνω από τους τάφους των νεκρών, ενώ δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που θεωρούν ότι σε παλαιότερες εποχές διαδραμάτιζαν σοβαρό ρόλο και σ' αυτή την ίδια τη λατρεία του Διονύσου, που το μαντείο του βρισκόταν στο Παγγαίο.
Και το φυτό "λίνον" (Λινάρι) καλλιεργούνταν όμως στις όχθες του Στρυμόνα ποταμού, που οι γυναίκες το ύφαιναν, κατασκευάζοντας λινά υφάσματα για τις ανάγκες της οικιακής οικονομίας, (Ηροδότου Ιστορίαι, ΙΙ, 105).
Οι Θεόπομπος, Λίβιος, Στράβων και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν επίσης ιδιαίτερα, όπως ήδη με αφορμή τα σχετικά με τ' αμπέλια της περιοχής αναφέραμε, για την ευφορία της γης της Βισαλτίας και της Αμφιπόλεως, η οποία εκτεινόταν δυτικά και βόρεια της τελευταίας, ιδιαίτερα σε αμπέλια, δημητριακά, σύκα κι ελιές. Ψηφίσματα της πόλεως Γαζώρου, όπως επίσης είδαμε, κάνουν λόγο για καλλιέργεια σιταριού και κριθαριού, οπωροφόρων δένδρων, συκεώνων, ελαιώνων και αμπελώνων, ενώ  ο στάχυς που κοσμούσε τα νομίσματα των πόλεων της Βισαλτίας και οι πολυάριθμες μυλόπετρες που βρίσκονται στα ερείπια των πόλεών της αποτελούν επιπλέον εύγλωττες μαρτυρίες για την αφθονία των δημητριακών.
Ο Στράβων με τη σειρά του, μιλώντας για την γη της περιοχής του αρχαίου Δάτου, δηλαδή των μετέπειτα Φιλίππων, κάνει λόγο για "αρίστη και εύκαρπο χώρα", ενώ ο γνωστός μας Αθήναιος, στο έργο του "Δειπνοσοφισταί" αναφέρει πως ο Θεόπομπος, στο 54ο βιβλίο των Ιστοριών του έλεγε χαρακτηριστικά πως "στην εποχή του καλότυχου Φιλίππου, βασιλιά της Μακεδονίας, στην περιοχή της Βισαλτίας, της Αμφιπόλεως και της Γραστωνίας της Μακεδονίας, στην καρδιά της άνοιξης οι συκιές έκαναν σύκα και τ' αμπέλια έκαναν σταφύλια, ενώ τα ελαιόδενδρα έδιναν ελιές, σε μιαν εποχή που οπουδήποτε αλλού ακόμη τότε έβγαζαν βλαστάρια"!
Για την από αρχαιοτάτων ήδη χρόνων μεγάλη καλλιέργεια των δημητριακών σημαντικό στοιχείο θα πρέπει τέλος να θεωρηθεί και ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, τον θεό του Κάτω Κόσμου, μια γοητευτική περιπέτεια που οι αρχαίοι πίστευαν ότι έλαβε χώρα στη Νύσα, "κατ' ηγάθεον Νυσήιον", μια αγιασμένη χώρα που σύμφωνα με αρκετούς αρχαίους και σύγχρονους ιστορικούς (όπως ο Ρωμαίος Αππιανός και ο σοφός Γάλλος αρχαιολόγος και καθηγητής των αρχών του αιώνα μας P. Perdrizet) πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή όπου βασίλευε ο Λυκούργος, εφόσον δε ο τελευταίος ήταν βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, οι οποίοι κατοικούσαν στο βόρειο και δυτικό Παγγαίο, Νύσα δεν μπορούσε παρά να είναι το πανάρχαιο μυστικιστικό όνομα αυτού του ίδιου του βουνού, στου οποίου, όπως λέγει ο ομηρικός ύμνος στον Διόνυσο, το παιδί – θεός μεγάλωσε μέσα στις κοιλάδες και τα σπήλαια ("Νύσης εν γυάλοις") και στου οποίου το όνομα βλέπει κανείς σαν πρώτο μεν συνθετικό τη λέξη "Διός", (που είναι πρώτο συνθετικό και πολλών θρακικών φύλων, όπως οι Δίοι, οι Διοβησσοί κ.λ.π. ενώ βέβαια έχει κοινή ρίζα με αυτή του Διός, του μεγάλου Θεού των Ελλήνων), σαν δεύτερο δε συνθετικό το όνομα του όρους "Νύσα". Ο Διόνυσος ήταν συνεπώς για τους Θράκες ο θεός της Νύσας, δηλαδή ο θεός του ιερού βουνού του, του Παγγαίου.
Το Παγγαίο ήταν όμως φημισμένο και για την πλούσια πανίδα του, που εκτός από τα γνωστά από τις βραχογραφίες του ζώα, (ελάφια, ζαρκάδια, αγριόχοιρους κ.λ.π.) διέθετε, τόσο το ίδιο το όρος όσο και η γύρω περιοχή, σύμφωνα με όσα μας λέει ο μεγάλος ιστορικός του 4ου π.Χ. αιώνα Ξενοφών, "λέοντες και παρδάλεις, λύγκες, πάνθηρες, άρκτους". Όταν μάλιστα πέρασε ο Ξέρξης με τον στρατό του για να κατακτήσει την Ελλάδα, τα λιοντάρια της περιοχής των Βισαλτών, (σημερινού Ν. Σερρών) αναφέρεται ότι κατέτρωγαν ιδιαίτερα τις καμήλες του στρατεύματός του, ενώ κατά τον Ηρόδοτο λιοντάρια κι άγρια βόδια με μεγάλα κέρατα υπήρχαν και στην περιοχή των εκβολών του ποταμού Νέστου, όπου, δίπλα σε μια πόλη ονομαζόμενη Πίστυρο, (όπου το σημερινό Ποντολείβαδο), υπήρχε και μια λίμνη με αλμυρό νερό που ήταν μάλιστα γεμάτη ψάρια και την οποία, όπως πάντα λέει ο Ηρόδοτος, αποξήραναν τα υποζύγια που ο Ξέρξης έφερε μαζί του στην εκστρατεία του κατά της Ελλάδος. Αν σ' αυτά προσθέσουμε και τα ζώα που παριστάνουν οι φυλές της περιοχής στα νομίσματά τους, (ταύρους, αγριόχοιρους, αετούς, αίγαγρους, λαγούς, άλογα, τράγους, αγριόπαπιες, χήνες, φίδια, σαύρες, διάφορα πουλιά κ.λ.π.), τα οποία, σύμφωνα με τη γνώμη του Άγγλου αρχαιολόγου ST. CASSON δεν είναι απλά σύμβολα αλλ' εικονίζουν προϊόντα της περιοχής, τότε έχουμε μια πλήρη εικόνα από την πανίδα της περιοχής. Ειδικά μάλιστα για τ' άλογα αναφερόμαστε και πάλι στην Ιστορία του Θουκυδίδη και μάλιστα στην αναφορά του (5.6 και 10) τη σχετική με τη συγκέντρωση πολλών αλόγων μέσα στα τείχη της Αμφιπόλεως, ενώ αντίθετα για την οπωσδήποτε μεγάλη κτηνοτροφία της περιοχής δεν έχουν διασωθεί ειδήσεις από την αρχαιότητα.
Tα ψάρια επίσης και τα χέλια των ποταμών της περιοχής του Παγγαίου και κυρίως της λίμνης Κερκινίτιδος και του Στρυμόνα, (μάλιστα τα χέλια τα ψάρευαν θολώνοντας τα νερά), μας είναι γνωστά από τον Αριστοτέλη (Ιστορία των ζώων, ΙΧ,45) και τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί 1.76.13), ενώ μια ακόμη ιδέα γι' αυτά μας δίνει και μια επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή των Φιλίππων, από την οποία προκύπτει ότι ένας ρωμαίος κάτοικος των Φιλίππων, ο Όππιος Φρόντων, είχε ιδρύσει στην περιοχή των Φιλίππων ιχθυοτροφείο (cella natatoria)! Δεν έχουμε όμως αρχαίες πηγές που να μιλούν για τον θαλάσσιο πλούτο της περιοχής, εκτός ίσως από τα νομίσματα της Θάσου που έφεραν πάνω τους πολύ συχνά δελφίνια, καθώς κι από διάφορα όστρακα που σε μεγάλο πλήθος βρίσκονται στα ερείπια των παράλιων προϊστορικών οικισμών και των παράλιων θασιακών εμπορίων κι ελληνίδων πόλεων που κάλυπταν την μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου περιοχή.
Tέλος σημειώνουμε εδώ ότι ο Φίλιππος, διαβλέψας ευθύς εξ αρχής την μεγάλη σπουδαιότητα της σημερινής πεδιάδος (των Τεναγών) των Φιλίππων, αποξηραίνει και παραδίνει στην καλλιέργεια μεγάλα τμήματα του απέραντου τότε έλους των Φιλίππων. Για το σπουδαίο αυτό έργο ο Θεόφραστος, στην "Περί φυτών αιτίας" εργασία του, μιλώντας για την περιοχή (που είναι πολύ πιθανό πως την γνώριζε πολύ καλά), λέγει γι' αυτή την αποξήρανση, που χρειάστηκε να περάσουν άλλα 2.300 χρόνια για να ολοκληρωθεί στη δεκαετία του 1930 από το Ελληνικό κράτος: " Στους Φιλίππους παλαιότερα είχε περισσότερους παγετούς, τώρα δε, επειδή αποστραγγίστηκαν τα νερά και το έδαφος καλλιεργείται, έχει πολύ λιγώτερους. Κι ο αέρας είναι πιο αραιός (ξηρός) και γιατί αποστραγγίστηκαν τα νερά και γιατί το έδαφος υπόκειται σε κατεργασία. Διότι εκείνη η περιοχή η οποία παραμένει χέρσα, και πιο ψυχρή είναι και πιο πυκνό (υγρό) αέρα έχει γιατί είναι δασωμένη κι ούτε οι ακτίνες του ηλίου φθάνουν εύκολα προς αυτήν, ούτε οι άνεμοι πνέουν, ενώ συνάμα αυτή (η περιοχή) έχει και πολλά νερά, τρεχούμενα ή στάσιμα. Τούτο συνέβαινε και γύρω από τις Κρηνίδες όταν τις κατοικούσαν οι Θράκες, γιατί όλη η πεδιάδα ήταν γεμάτη με δένδρα και νερά.."
Για την ίδια αποξήρανση μιλάει κι ο Ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος (Φυσική Ιστορία, 17,30) ως εξής: circa Philippos cultura siccata regio mutavit caeli habitum", ενώ τέλος και μια επιγραφή της εποχής του Μ. Αλεξάνδρου, που βρέθηκε στους Φιλίππους και την μνημονεύει ο Δ. Λαζαρίδης στο έργο του "ΦΙΛΙΠΠΟΙ" αναφέρεται στο ίδιο εκείνο έργο.
Τα προϊόντα όμως που παρήγε η εύφορη γη της γύρω από το Παγγαίο περιοχής και τ' απέραντα δάση της, για τα οποία ήδη κάναμε λόγο, δεν ήταν τίποτε συγκρινόμενα με τους θησαυρούς των ορυχείων της. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του Παγγαίου παρείχαν σε μεγάλη αφθονία τον χρυσό και τον άργυρο, για να κάνουν τον μεν Ηρόδοτο να λέει (VII, 112), "το Πάγγαιον ούρος, εόν μέγα τε και υψηλόν, εν τώ χρύσεά τε και αργύρεα ένι μέταλλα, τά νέμονται, Πίερές τε και Οδόμαντοι και μάλιστα Σάτραι", τον Στράβωνα "ότι πλείστα μέταλλά εστι χρυσού εν ταις Κρηνίσιν, όπου νυν Φίλιπποι πόλις ίδρυται, πλησίον του Παγγαίου όρους. Και αυτό δε το Παγγαίον χρυσεία και αργυρεία έχει μέταλλα, και η πέραν και η εντός του Στρυμόνος ποταμού μέχρι Παιονίας. Φασί δε και τους την Παιονίαν γην αρούντας ευρίσκειν χρυσού τινα μόρια", τον δε Ευρυπίδη, στην τραγωδία του "Ρήσος" να ονομάσει το Παγγαίο "όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο". Η αναζήτηση του χρυσού λοιπόν αποτελούσε το πιο σπουδαίο ζήτημα για την περιοχή στη διάρκεια των αιώνων και είναι το μυστικό όλης της ιστορίας του. Το θέλγητρο του γρήγορου κέρδους, διατηρώντας ανάμεσα στους ντόπιους μια πυρετώδη ενεργητικότητα, δεν έπαψε να ερεθίζει στους γύρω λαούς τον πόθο και την απληστία και συνάμα να προκαλεί το επιχειρηματικό πνεύμα όλων των Ελλήνων. (Στο σημείο αυτό αναφέρομαι στη μεγάλη συμπάθεια που απέκτησε ανάμεσα στον Αθηναϊκό λαό ο Κίμων, ο γιός του νικητή των Περσών στο Μαραθώνα Μιλτιάδη, όταν πρώτος αυτός κατέλαβε το επίνειο των Εννέα Οδών, (της μετέπειτα Αμφιπόλεως), την Ηιόνα, το 475 π.Χ. Λέει χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος (Κίμ., 7): "Γιατί λοιπόν (οι Αθηναίοι) εκτίμησαν ιδιαίτερα το έργο του Κίμωνα; Γιατί παρέδωσε σ' αυτούς μια χώρα πάρα πολύ καρπερή κι ωραία". Οι Αθηναίοι μ' άλλα λόγια, πίσω από τα τείχη της κατακτημένης Ηιόνας έβλεπαν να τους προσφέρονται ήδη τα πλούτη μιας μυθικής χώρας, οι δε ποιητές τους άρχισαν να παίρνουν πλέον για θέματα τους μύθους των Ηδωνών και να περιγράφουν τις περιοχές που άρδευε ο θεός Στρυμών.
Ο πλούτος των φυσικών αγαθών της περιοχής, που είχε ήδη από τα ομηρικά χρόνια τραβήξει την προσοχή των Φοινίκων, που από την αποικία τους την Θάσο είναι βέβαιο ότι επεκτάθηκαν και στις απέναντι ακτές, (πράγμα άλλωστε που επιβεβαιώνει ο μύθος του Φοίνικα Κάδμου, που μυθολογείται ότι πρώτος ανεκάλυψε τα πολύτιμα μέταλλα του Παγγαίου κι ο ίδιος, από τη φοινικική λέξη paga, που σήμαινε συνάντηση έδωσε τ' όνομά του στο Παγγαίο), τράβηξε κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., στη διάρκεια των μεγάλων Ελληνικών αποικισμών την προσοχή των Παρίων, κατοίκων της νήσου Πάρου του Αιγαίου, άποικοι από την οποία, μ' επικεφαλής τον Τελεσικλή, πατέρα του πρώτου Ευρωπαίου λυρικού ποιητή Αρχιλόχου εγκαταστάθηκαν πρώτα στη Θάσο όπου και ίδρυσαν αποικία κι άρχισαν να εκμεταλλεύονται τον πλούτο του νησιού σε μεταλλεύματα, μάρμαρα και ναυπηγική ξυλεία, έρχονται και την αποικίζουν κι εγκαθίστανται σ' αυτήν.
Το Δάτον, που είναι το πιο αρχαίο όνομα των Κρηνίδων, των μετέπειτα Φιλίππων, έγινε ονομαστό σ' όλη την αρχαιότητα για τον τεράστιο πλούτο των μεταλλείων χρυσού. Έτσι η έκφραση "Δάτον αγαθών" ήταν μια παροιμιώδης έκφραση πολύ αγαπητή στους αρχαίους Έλληνες και σήμαινε την πιο μεγάλη αφθονία και τον πιο μεγάλο πλούτο που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ένα μόνο μεταλλείο αυτής της πλούσιας χώρας, αυτό της Σκαπτής Ύλης, που η παράδοση αλλά και οι περισσότεροι επιστήμονες (όπως ο P. Perdrizet) την τοποθετούν στο Παγγαίο, μολονότι ήδη κάποιοι νεώτεροι ερευνητές, (όπως η Γενική Εφορος Αρχαιοτήτων της ΙΗ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων κ. Χάϊδω Κουκούλη - Χρυσανθάκη) με πειστικά επιχειρήματα τείνουν ν' αποδείξουν ότι αυτή, (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω ότι έγινε ονομαστή από τον Θουκυδίδη, που είχε κτήματα σ' αυτήν κι εκεί συνέγραψε τον πελοποννησιακό πόλεμο), βρισκόταν στα βουνά της Λεκάνης μάλλον παρά στο Παγγαίο, απέδιδε στους Θασίους, οι οποίοι ήδη στα πρώτα χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ. εκμεταλλευόταν όλη την ακτή μεταξύ του Στρυμόνα και του Νέστου, την λεγόμενη Θασίων Ηπειρο ή Περαία, 80 τάλαντα, δηλαδή πολύ περισσότερα από όλες μαζί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους νησιού τους. Τέλος, όταν ο Φίλιππος ο Β' κατέλαβε αργότερα τα μεταλλεία της περιοχής των Φιλίππων και του Παγγαίου και οργάνωσε καλύτερα τις εργασίες και τις μεθόδους εξόρυξής του, έβγαζε από τα καινούργια κοιτάσματα περισσότερα από 1.000 τάλαντα το χρόνο, (ένα μυθικό ποσό, αν αναλογιστεί κανείς ότι μ’ ένα τάλαντο αγόραζε κανείς ότι αγόραζε μ’ έξι εκατομμύρια δραχμές κατά το έτος 1915!). Απ' αυτά λοιπόν τα μεταλλεία προήλθαν τα χρυσά νομίσματα της Αμφιπόλεως, γύρω στο 400 π.Χ., της συνομοσπονδίας των Χαλκιδέων της Χαλκιδικής γύρω στα 392 - 358 π.Χ., των Θασίων της ενδοχώρας (ΘΑΣΙΩΝ ΗΠΕΙΡΟ) γύρω στα 361 π.Χ. και κυρίως ο μεγάλος αριθμός των χρυσών στατήρων του Φιλίππου και του γιού του, Αλεξάνδρου του Μεγάλου, με τους οποίους κατακτήθηκε όλος ο τότε γνωστός κόσμος κι έγινε ένας ενιαίος χώρος ανάπτυξης και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού.
Και κλείνω αυτό το σύντομο άρθρο το αφιερωμένο στην Οικονομική Γεωγραφία της περιοχής του Παγγαίου κατά την αρχαιότητα, με την αναφορά μου και σε κάποια άλλα ορυκτά, που την ύπαρξή τους και την εξόρυξή τους στην περιοχή μαρτυρούν τα ίχνη αρχαίων μεταλλευτικών εργασιών που μέχρι σήμερα συναντά κανείς. Αυτά ήταν ο χαλκός (Παγγαίο, Δύσωρο, Σύμβολο), ο σίδηρος (Σύμβολο), ο μόλυβδος κ.λ.π., το μάρμαρο της Θάσου και ίσως και του Παγγαίου, ενώ τέλος τ' όνομα της πόλεως Αργίλου, αποικίας των κατοίκων του κυκλαδίτικου νησιού Ανδρος, της οποίας η ανασκαφή είναι ήδη ορατή πάνω στην Εθνική οδό Καβάλας - Θεσσαλονίκης, μετά τα Κερδύλλια, μαρτυρά την ύπαρξη κι εκμετάλλευση του ομώνυμου ορυκτού, χρήσιμου για την κατασκευή των κάθε είδους πήλινων αντικειμένων καθημερινής αλλά και τελετουργικής χρήσεως.
­ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. CASSON Stanley, M.A: "Macedonia, Thrace and Illyria, their relations to Greece from the earliest times down to the time of Philip son of Amyntas, Oxford University press, 1926".
2. COLLART P.: Philippes, ville de la Macedoine depuis ses origines jusqu' a la fin de l' epoque romaine, έκδοση 1935.
3. ΔΗΜΙΤΣΑ Μαργαρίτη: Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας, φωτοτυπική επανέκδοση του έτους 1988, της αρχικής εκδόσεως.
4. HEUZEY L. - DAUMET H: Mission archeologique de Macedoine, έκδοση 1876.
5. ΛΑΖΑΡΙΔΗ Δημητρίου: ΟΙ ΦΙΛΙΠΠΟΙ, έκδοση 1956.
6. ΛΑΖΑΡΙΔΗ Δημητρίου: ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ ΚΑΙ ΑΡΓΙΛΟΣ, έκδοση
7. PERDRIZET Paul: CULTES ET MYTHES DU PANGEE, έκδοση 1910.
8. SALVIAT F. Vignes et vins anciens de Maronee a Mendee: Άρθρο από το έργο: ΜΝΗΜΗ Δ. ΛΑΖΑΡΙΔΗ: Πόλις και χώρα στην αρχαία Μακεδονία και θράκη, Πρακτικά αρχαιολογικού Συνεδρίου, Καβάλα 9-11/5/1986.
9. ΣΑΜΣΑΡΗ Δημητρίου, Ιστορική Γεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη 1976.