Παρασκευή 23 Απριλίου 2021



ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ, ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΩΜΑΤΙΩΝ, (ΣΗΜΕΡΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ), ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 1913.

Τη μεγάλη προσβολή που αποτέλεσε για την πατρίδα μας η ατυχής έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ξέπλυναν οι μεγαλειώδεις αγώνες των Ελλήνων, στρατευμένων και μη, ελεύθερων και υπόδουλων, στα πεδία των μαχών των δύο Βαλκανικών Πολέμων των ετών 1912-1913, αγώνες οι οποίοι συνετέλεσαν στον υπερδιπλασιασμό της έκτασης της Ελλάδος και στην απελευθέρωση μεγάλου αριθμού υπόδουλων συμπατριωτών μας.

Στα πλαίσια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι συνήψαν συμμαχία κι αγωνίστηκαν για ν’ απελευθερώσουν τους υπόδουλους λαούς τους από τον βαρύ, οθωμανικό ζυγό.

Τον Οκτώβριο του 1912 ο Ελληνικός Στρατός, υπό τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη και λίγο αργότερα ολόκληρη την Ήπειρο και την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, καθ’ ον χρόνο σώματα προσκόπων, υπό τον καπετάν Δούκα Ζέρβα, απελευθέρωναν την περιοχή του Παγγαίου όρους κι εγκαθιστούσαν ελληνικές, διοικητικές Αρχές.

Πλην όμως, οι Βούλγαροι, με την συμπεριφορά τους, ήδη στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, απέδειξαν ότι δεν έβλεπαν τους Έλληνες σαν συμμάχους τους, ούτε την χώρα των Ελλήνων ως συμμαχική χώρα, αλλά ότι επιδίωκαν ν’ αποκτήσουν δικαιώματα πάνω σε τμήματα της Ελληνικής Μακεδονίας και της Θράκης, στα οποία κατοικούσαν ανέκαθεν ακραιφνείς ελληνικοί πληθυσμοί και δεν είχαν κατοικήσει ποτέ βουλγαρικοί πληθυσμοί.

Ειδικά όσον αφορά την περιοχή του Παγγαίου, ο «συμμαχικός» (εντός εισαγωγικών) βουλγαρικός στρατός, αφού κατέλαβε την Καβάλα, έστειλε ένα τμήμα του στην Ελευθερούπολη, το οποίο προέβη στην αντικατάσταση των ελληνικών, τοπικών Αρχών με βουλγαρικές και διόρισε έπαρχο της πόλης τον αρχηγό των Κομιτατζήδων, Μπαϊτσέφ.

Οι βουλγαρικές Αρχές του Παγγαίου άρχισαν αμέσως να φέρονται βάναυσα προς τον ελληνικό πληθυσμό, για την προστασία του οποίου στάλθηκαν προοδευτικά στο Παγγαίο, ήδη από τα τέλη του 1912, ελληνικά, στρατιωτικά τμήματα, δυνάμεως πέντε λόχων περίπου. Συγκεκριμένα, την μεν 7η Δεκεμβρίου 1912 έφθασε στις Ελευθερές ουλαμός Ιππικού, υπό τον Θεσσαλό Ανθυπίλαρχο Κωνσταντίνο Νταή, (καπετάν Τζάρα, που έδρασε κατά τον μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή μας κι αργότερα εκλέχτηκε γερουσιαστής μας), με 24 ιππείς κι ένα λοχία, την 16η Δεκεμβρίου 1912 το τορπιλοβόλο «ΚΑΝΑΡΗΣ» αποβίβασε άγημα 20 ναυτών στον όρμο των Ελευθερών, την 22α Δεκεμβρίου του 1912 το ατμόπλοιο «ΑΘΗΝΑΙ» και το τορπιλοβόλο «ΚΑΝΑΡΗΣ» αποβίβασαν έναν ουλαμό στο Ορφάνι και μια διλοχία του 21ου Συντάγματος Πεζικού, (1ος και 5ος λόχος), στις Ελευθερές, υπό τον λοχαγό Μάρκου, που αναπτύχθηκαν από τον ποταμό Αγγίτη μέχρι τη γραμμή Παλαιοχωρίου - Κηπιών - Εξοχής – Ελευθερών και την 3η Μαρτίου του 1913 έφθασε άλλη μία διλοχία κι ένας ουλαμός Πυροβολικού.

Τα ελληνικά αυτά τμήματα ανέλαβαν ως αποστολή, να εξασφαλίσουν την τάξη κατά των βουλγαρικών αυθαιρεσιών. Παράλληλα όμως και οι Βούλγαροι ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους κι άρχισαν να δημιουρ­γούν συνεχείς προστριβές, επιδιώκοντας να επεκτείνουν την κατοχή τους προς τα δυτικά, μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα.

Οι Βούλγαροι, αφότου κατέλαβαν την Αδριανούπολη στις 13 Μαρτίου 1913 κι αποδέσμευσαν την 2η Στρατιά τους, που είχε αναλάβει την πολιορκία της, διέταξαν την 8η Μεραρχία της Στρατιάς εκείνης να μετακινηθεί στις Σέρρες και να ενισχύσει τον βουλγαρικό Στρατό που βρισκόταν στη Μακεδονία, ενώ ακολούθησε η 3η Μεραρχία τους, που εγκαταστάθηκε στην περιοχή Κιλκίς - Δοϊράνης, καθ’ ον χρόνο άλλες δυνάμεις τους μετακινήθηκαν στην περιοχή Καβάλας - Ελευθερούπολης. Η εντατική αυτή μεταφορά βουλγαρικών δυνάμεων, καθώς και οι απειλητικές και προκλητικές ενέργειές τους, προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες της Ελληνικής Κυβέρνησης, που υποχρέωσε το Γενικό Στρατηγείο μας να ρυθμίσει ως εξής τη διάταξη των δυνάμεών μας, ανάλογα με αυτήν των βουλγαρικών δυνάμεων: Περί τα μέσα Απριλίου 1913 συγκεντρώθηκε στην περιοχή του Παγγαίου ολόκληρη η υπό τον Συνταγματάρχη Σωτήλη 7η Μεραρχία, με διάταξη του 20ού Συντάγματος από τη θέση «Βίγλα» (στην Ι. Μονή Εικοσιφονίσσης) του Παγγαίου όρους μέχρι τις Ελευθερές και με το αριστερό πλευρό της καλυπτόμενο από το 21ο Σύνταγμα, από το Αγγίτη ποταμό μέχρι τη λίμνη Αχινού. Το 19ο Σύνταγμα παρέμεινε σαν εφεδρεία στο Ορφάνι, ο δε σταθμός Διοίκησης της 7ης Μεραρχίας εγκαταστάθηκε στη Γαληψό. Πίσω από την 7η Μεραρχία, στις εκβολές του Στρυμόνα, είχε συγκεντρωθεί η 1η Μεραρχία του θρυλικού Στρατηγού Μανουσογιαννάκη, στον οποίο ανατέθηκε τότε η διοίκηση του Τμήματος Στρατιάς Παγγαίου, όπως ονομάστηκε η δύναμη αυτή των δύο των Μεραρχιών.

Κι η εγκατάσταση, όμως, του Τμήματος Στρατιάς Παγγαίου στην γύρω από το Παγγαίο περιοχή δεν ανέκοψε την επέκταση των βουλγαρικών, στρατιωτικών δυνάμεων σε καίρια σημεία της πάνω και γύρω από το όρος αυτό περιοχής, η οποία επέκταση αποδείκνυε περίτρανα τον σκοπό των Βουλγάρων, να καταλάβουν ολόκληρο το, στρατηγικής σημασίας για τα επεκτατικά τους σχέδια, όρος Παγγαίο και τον υπ’ αυτό λιμένα Ελευθερών.

Στα πλαίσια ακριβώς αυτής της επεκτατικής δραστηριότητας των Βουλγάρων, που, ελάμβανε χώρα από σύμμαχο προς σύμμαχο χώρα, οι τελευταίοι προκάλεσαν πολλά πολεμικά επεισόδια σε βά­ρος του ελληνικού Στρατού, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν αυτά που έλαβαν χώρα στο Παλαιοχώρι, στην περιοχή των Ελευθερών και της Πιερίας Κοιλάδας και στον Αγγίτη ποταμό.

Και στη μεν μάχη του Παλαιοχωρίου ο δημοσιογράφος Άρης Μεντίζης αναφέρθηκε εμπνευσμένα κι εμπεριστατωμένα την προηγούμενη Κυριακή, 22 Απριλίου, στα πλαίσια της σεμνής τελετής των αποκαλυπτηρίων του λιτού μνημείου που ανεγέρθηκε γι’ αυτήν στο πεδίο όπου η εν λόγω μάχη έλαβε χώρα, η μάχη του Αγγίτη ποταμού δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας ομιλίας, οι άλλες, όμως, μάχες, που έλαβαν χώρα στην περιοχή μας, είχαν, σε γενικές γραμμές, ως εξής:

Το 20ό Σύνταγμα, το οποίο, κατά τον Απρίλιο του 1913, είχε πλέον υπό την ευθύνη του την επιτήρηση της Πιερίας κοιλάδας και της κορυφογραμμής του Συμβόλου όρους μέχρι τις Ελευθερές, είχε αναπτυχθεί ως εξής: Το 1ο Τάγμα του είχε εγκατασταθεί στη Μουσθένη, το 2ο νότια της Μουσθένης, στη θέση «Αγία Παρασκευή» και το 3ο Τάγμα στο Σιδηροχώρι, με διλοχία του, (με στρατιώτες που προέρχονταν από τους 9ο, 10ο και 11ο λόχους), εγκατεστημένη στο χωριό Ελευθερές, η οποία θα είχε για τομέα επιτήρησής της την έκταση από την Εξοχή μέχρι το λιμάνι των Ελευθερών.

Στις 03.00 το πρωί της 26ης Απριλίου του 1913, το ελληνικό φυλάκιο βόρεια των Ελευθερών δέχτηκε αιφνιδιαστικά και τελείως αναίτια πυρά από γειτονικό του, βουλγαρικό φυλάκιο. Οι άνδρες του ελληνικού φυλακίου απάντησαν αμέσως στα βουλγα­ρικά πυρά και σε λίγο αυτά γενικεύτηκαν σε ολόκληρη τη γραμμή, από το λιμάνι των Ελευθερών μέχρι την Εξοχή και από εκεί προς την Πιερία κοιλάδα, μέχρι τα χωριά Μελισσοκομείο και Δωμάτια, όπου οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν πολυβόλα και πυροβολικό.

Οι βουλγαρικές επιθέσεις αποκρούστηκαν μ’ επιτυχία κι η διλοχία των Ελευθερών, υπό τον υπολοχαγό διοικητή της, Δημοσθένη Ζωϊτόπουλο, βοηθούμενη από τους γηγενείς κατοίκους (άνδρες και γυναίκες) των Ελευθερών και του Μυρτοφύτου και ενισχυθείσα, την ίδια ημέρα, κατόπιν διαταγής του Στρατηγού Μανουσογιαννάκη, από δύο ακόμη λόχους του 20ού Συντάγματος Πεζικού, ενεπλάκη σε φονική μάχη με τους δήθεν συμμάχους Βουλγάρους κι αντιμετώπισε μ’ επιτυχία τις αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις τους, που βρίσκονταν στο τοπικό φυλάκιο κι είχαν ενισχυθεί και με άνδρες και πυροβολικό που είχε έλθει από το Πράβι, όπου στρατοπέδευαν. Όταν, μάλιστα, η προαναφερθείσα, ελληνική δύναμη, με αντεπίθεση κατέλαβε τον αυχένα απ' όπου περνούσε και τότε η οδός Ελευθερούπολης - Ελευθερών, απέκοψε σημαντικές, βουλγαρικές δυνάμεις στην περιοχή του χωριού «Άγιος Ανδρέας» (τότε «Νουζλά») κι αποδεκάτισε ένα λόχο που ερχόταν από την Ελευθερούπολη για ενίσχυσή τους.

Ο Διοικητής του 20ού Συντάγματος Πεζικού, μετά τη βουλγαρική αυτή επίθεση, αλλά και μετά από σχετική αίτηση της διλοχίας Ελευθερών, για την αποστολή ενισχύσεων, διέταξε γενική προέλαση των τμημάτων του προς τα ανατολικά, μέσω της Πιερίας κοιλάδας. Έτσι η διλοχία που ήταν στο Σιδηροχώρι, αφού ενισχύθηκε και μ’ ένα λόχο του 1ου Τάγματος, κινήθηκε από τη βόρεια πλευρά του Συμβόλου όρους προς το χωριό «Τόβλιανη» (μετέπειτα Εξοχή). Το 2ο Τάγμα κινήθηκε μέσω του χωριού «Σαμάκοβο» (μετέπειτα Δωμάτια) κι αυτό προς την Εξοχή, ενώ το 1ο Τάγμα, χωρίς τον ένα λόχο του, παρέμεινε στη Μουσθένη.

Η 7η Μεραρχία, (που είχε διοικητή τον συνταγματάρχη Σωτήλη), δεν ενέκρινε την ενέργεια αυτή του Συντάγματος και διέταξε να παραμείνουν τα τμήματα στις θέσεις τους και να καταβληθεί προσπάθεια συνεννόησης με τους Βουλγάρους, για την κατάπαυση του πυρός, (γιατί, ας μη ξεχνούμε, ήμασταν, ακόμη τότε, τυπικά σύμμαχοι). Για το σκοπό αυτό πήγε επί τόπου κι επιτελής αξιωματικός της 7ης Μεραρχίας. Η διαταγή όμως βρήκε τα τμήματα του 20ού Συντάγματος να έχουν ήδη εμπλακεί σε αγώνα ως εξής:

Το 2ο Τάγμα κατέλαβε τα Δωμάτια κι έφθασε μέχρι το Μελισσοκομείο (τότε «Τσιτακλή»), παρόλο ου είχε τη δυνατότητα να καταλάβει ολόκληρη την Πιερία κοιλάδα.

Η διλοχία του 3ου Τάγματος με το λόχο του 1ου Τάγματος, αφού προέλασε βόρεια του Συμβόλου όρους, έφτασε, στις 9 περίπου το βράδυ, στην Εξοχή που την βρήκε κενή, γιατί ο ουλαμός της διλοχίας Ελευθερών που ήταν προηγούμενα εκεί, μετά από σφοδρή επίθεση ενός βουλγαρικού Τάγματος, υποστηριζόμενου κι από πυροβολικό, είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει προς το ελληνικό χωριό Μυρτόφυτο. Τα ελληνικά τμήματα επιτέθηκαν κι ανάγκασαν τους Βουλγάρους να υποχωρήσουν από τα υψώματα του χωριού Εξοχή, τα οποία και κατέλαβαν. Μετά τη διαταγή της Μεραρχίας, ανεστάλη η προέλαση κι έτσι σταμάτησαν οι συμπλοκές.

Οι απώλειες των Ελλήνων κατά τις συμπλοκές αυτές ήταν στις Ελευθερές 14 νεκροί και 28 τραυματίες, (από τους οποίους ο ένας αποβίωσε την επομένη), στην Εξοχή 5 νεκροί και 1 τραυματίας και στα Δωμάτια 11 νεκροί και 14 τραυματίες.

Οι απώλειες των Βουλγάρων ήταν πολύ μεγαλύτερες, υπολογιζόμενες επίσημα μεν σε περίπου 300, ανεπίσημα δε σε περίπου 400 νεκρούς και τραυματίες στρατιωτικούς, ανάμεσα στους οποίους κι ένας ανώτερος αξιωματικός, ο οποίος είχε μεγάλη φήμη στον βουλγαρικό στρατό.

Ειδικότερα, στις Ελευθερές νεκροί έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ο λοχίας Αλέξανδρος Πετρίτης από την Αθήνα και οι στρατιώτες: Κων/νος Ξανθάκης από τη Γιάνιτσα Μεσσηνίας, Δημήτριος Κοντονής από το Βανάτο Ζακύνθου, Γεώργιος Διάκος από το χωριό Λουκάς Ηλείας, Αναστάσιος Αρέθας από το Σπαρτοχώρι Κερκύρας, Κυριάκος Κυριακίδης από την Αγιά Κύπρου, Ιωάννης Βενιζέλος από το Λαμπάδι Λετρίνων, Κυριάκος Τζωρτζής από την Κύπρο, Τριαντάφυλλος Δεφαράνος από τη Λευκάδα, Νικόλαος Πυρικός από το Ρίπεσι Τριφυλλίας, Κων/νος Πέγκος από τα Μέγαρα, Κων/νος Χατζάρας από τα Περίχωρα Ιωαννίνων, Γεώργιος Σαχινίδης από την Κρίμσκαγια της Ρωσίας, Αριστείδης Λιόφας από το Χατζίμ της Λάρισας. Ο στρατιώτης που τραυματίσθηκε στη μάχη και απεβίωσε την επομένη ήταν ο Παναγιώτης Παπαγιάννης από το Παλαιοχώρι Φθιώτιδας.

Την επομένη των συμπλοκών, το πρωί, πλησίασαν στον κόλπο των Ελευθερών δύο ελληνικά πλοία, ο «Κανάρης» και ο «Ιέραξ», που έφεραν φάρμακα και γιατρό και ρίχνοντας μερικές ομοβροντίες με τα κανόνια τους, ανάγκασαν τους Βουλγάρους να συνθηκολογήσουν. Τότε μεταφέρθηκαν οι Έλληνες τραυματίες πάνω στον «Κανάρη», ενώ οι νεκροί θάφτηκαν έξω από τον βόρειο τοίχο των παλιών νεκροταφείων του χωριού, που βρίσκονται κοντά στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών.

Οι τραυματίες της μάχης των Ελευθερών ήταν οι εξής: Ο επιλοχίας Απόστολος Πολυμενόπουλος από τις 40 Εκκλησιές της Θράκης, ο λοχίας Γεώργιος καπερνέκας από την Καλαμάτα, ο δεκανέας Γεώργιος Μίχας από τη Σπάρτη, ο δεκανέας Γεράσιμος Νομικός ή Μαρκοσλής από τη νήσο Θήρα και οι στρατιώτες Γεώργιος Τραυλός και Δημήτριος Πριμινώριος από τη Νάξο, Μιχαήλ Σταύρου και Νικόλαος Θεμιστοκλέους από την Κύπρο, Δημήτριος Κότσιφας και Λυμπέρης Λυμπερόπουλος από την Κυνουρία, Σπυρίδων Τζιώρας από το Καρπενήσι, Διονύσιος Γούλιαρης και Διονύσιος Μουζάκης από τη Ζάκυνθο, Ευθύμιος Μουλιώτης από τη Μάδυτο της Ανατολ. Θράκης, Δημήτριος Κατωπόδης και Νικόλαος Μανωλίτσας από τη Λευκάδα, Σωτήριος Σφήκας από τη Μεσσηνία, Άγγελος Κωνσταντινίδης από την Κωνσταντινούπολη, Δημήτριος Λίγγας από την Κόρινθο, Αθανάσιος Αλεξίου από το Βελεστίνο, Αναστάσιος Τζωρτζόπουλος από την Άρτα, Στέφανος Παπαστεφάνου από τα Φιλιατρά, Αθανάσιος Κτενής από το Βαλτέτσι, Δημήτριος Βαλιάζης από τον Τύρναβο, Νικόλαος Κουτσόπουλος από το Άργος και ο υποδεκανέας Αθανάσιος Φαρμάκης από τα Θεραπειά της Πόλης.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα ν’ αφήσω τον κυβερνήτη του τορπιλοβόλου «Κανάρης», ονόματι Γούδα, να μιλήσει για την απαράμιλλη ανδρεία των Ελλήνων στρατιωτών που αγωνίστηκαν στη μάχη των Ελευθερών, στην από 29-04-1913 αναφορά του προς το Γενικό Στρατηγείο: «.. Το ηθικόν των υπ’ εμού μετενεχθέντων ενταύθα τραυματιών ήτο άριστον, παρείχον δε πάντες, με το μειδίαμα εις τα χείλη, την εντύπωσιν ανδρών ευχαριστημένων, διότι τοις παρεσχέθη η ευκαιρία να τραυματισθώσι μαχόμενοι υπέρ της πατρίδος και της τιμής του ελληνικού στρατεύματος. Πάντες, άνευ εξαιρέσεως, και αυτοί οιμ σοβαρώς τραυματισθέντες, εδήλουν την επιθυμίαν των να αποθεραπευθώσι ταχέως, δια να επανέλθωσιν εις τας θέσεις των…»

Στη μάχη των Δωματίων νεκροί έπεσαν οι στρατιώτες: Διονύσιος Γουρζής από τη Λευκάδα, Λεωνίδας Κανάκης από τη Σαλαμίνα, Ιωάννης Μουρτζούχος από την Κερπινή, Γεώργιος Σκούπας από τις Κλεωνές, Σπυρίδων Ζορμπάς, με δυσανάγνωστο τόπο προέλευσης, Μάρκος Κωβαίος από την Αμοργό (που ήταν και σαλπιγκτής), Ιωάννης Μασταντίνος από τη Μεγαρίδα, Σταλύρος Παραχωρίτης από τις Κλεωνές, Κωνσταντίνος Μητρόπουλος από τη Λευκασία, Λάμπρος Παπαμανώλης από τη Μικρά Ασία και Σπυρίδων Γεννάτος από την Άσσο της Μ. Ασίας, ενώ τραυματίστηκαν στην ίδια μάχη οι λοχίες Αρίσταρχος Τσοπανέλης από τη Θεσσαλονίκη και Αλέξανδρος Κώτσης από το Δήμο Κτημενίων, ο δεκανέας Ευ. Θεοδώρου από τον Πειραιά και οι στρατιώτες Ιωάννης Αρχόντης από τον Τύρναβο, Γεώργιος Κώστας από τα Βίλλια, Εμμανουήλ Ξενάκης από το Δήμο Τραγαίας, Δημήτριος Κανάκης και Ευάγγελος Δημητρακόπουλος από το Δήμο Αθηναίων, Στ. Σαρακινός από τον Δήμο Αδαμάτου, Κ. Παπαστέργιος από το Δήμο Αγνάντων, Γεώργιος Ναυπλιώτης από το Δήμο Βίβλου, Δημήτριος Μπόζας από την Κυπαρισσία, Βασίλειος Ροδόπουλος και Σωτήριος Τσούδας από το Δήμο Λαπαθών.

Τέλος, πεσόντες στη μάχη της Εξοχής ήταν οι στρατιώτες Ιωάννης Χριστόπουλος από το Δήμο Αιγιαλείας, Χαράλαμπος Σαβούδης από τη Μικρά Ασία, Ιωάννης Παπαιωάννου από τα Άγραφα, Θεόδωρος Μπομπότσης από το Δήμο Κεφαλληνίας και Βασίλειος Χατζηπέτρου από το Δήμο Ναξίων, τραυματισθείς δε ο στρατιώτης Κωνσταντίνος Μίχας από τα Τρίκαλα.

Την ίδια πάντοτε, επομένη των συμπλοκών ημέρα, οι Βούλγαροι ύψωσαν λευκές σημαίες κι επιτροπή από Έλληνες και Βούλγαρους αξιωματικούς συμφώνησε να σταματήσουν οι εχθρο­πραξίες και όλα τα τμήματα να επανέλθουν στις θέσεις που κατείχαν προτού αρχίσουν οι τελευταίες, όπως κι έγινε.

Στις 28 Απριλίου το Τμήμα Στρατιάς Παγγαίου ανέφερε στο Γενικό Στρατηγείο την κατάσταση των μονάδων του, καθώς και την πρόθεσή του να αναλάβει αντεπίθεση, σε περίπτωση βουλγαρικής επιθέσεως. Επίσης διέταξε την 7η Μεραρχία να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να είναι σε θέση ν’ αποκρούσει κάθε βουλγαρική επίθεση και ν’ αναλάβει αντεπίθεση.

Το Τμήμα Στρατιάς Μακεδονίας, εξάλλου, αφού ανέφερε στο Γενικό Στρατηγείο τις συμπλοκές του Παγγαίου και διαμαρτυρήθηκε σχετικά στον Βούλγαρο Στρατηγό Χεσαψίεφ, διέταξε, όπως το Τμήμα Στρατιάς Παγγαίου αποκρούσει κάθε νέα βουλγαρική επίθεση κι έχει ετοιμότητα ν’ αναλάβει αντεπίθεση.

Το Γενικό Στρατηγείο, με διαταγή που εξέδωσε στις 30 Απριλίου, ενέκρινε τις προθέσεις του Τμήματος Στρατιάς Παγγαίου κι έθεσε προσωρινά υπό τις διαταγές του την 6η Μεραρχία, για να συνδυαστεί η ενέργειά της μ’ εκείνες των 1ης και 7ης Μεραρχιών, σε περίπτωση γενικότερης επίθεσης των Βουλγάρων.

Στις 11 Μαΐου οι πρεσβευτές της Ελλάδας και της Σερβίας στη Σόφια, μετά από σχετικές οδηγίες της Ελληνικής Κυβέρνησης, διαμαρτυρήθηκαν προς τη Βουλγαρική Κυβέρνηση για τις συμπλοκές του Παγγαίου. Ο Βούλ­γαρος Πρωθυπουργός Γκέσωφ τους ενημέρωσε ότι εξέδωσε αυστηρότατες δια­ταγές για την κατάπαυση των εχθροπραξιών και τους δήλωσε ότι θα έφτανε μέχρι την παραίτηση, αν δεν εκτελούνταν οι διαταγές του.

Μετά την παραπάνω διπλωματική ενέργεια, δεν σημειώθηκαν μεν σοβαρές εχθροπραξίες στην περιφέρεια του Παγγαίου όρους, οι Βούλγαροι όμως συνέ­χισαν να ενισχύουν τις εκεί δυνάμεις τους, με προφανή σκοπό την κατάληψη και της νότιας πλευράς του όρους αυτού. Επίσης, στις 15 Μαΐου ένα βουλγαρικό τάγμα κατέλαβε το χωριό Εξοχή και τα γύρω υψώματα και συνέλαβε αιχμάλωτο μια ελληνική διμοιρία, που είχε αποκλειστεί μέσα στο χωριό. Ύστερα απ' αυτό, το Τμήμα Στρατιάς Παγγαίου ενίσχυσε τις δυνάμεις στην Πιερία κοιλάδα, μ’ ένα τάγμα της 1ης Μεραρχίας.

Επειδή, όμως, οι Βούλγαροι, παράλληλα με την ενίσχυση των δυνάμεων τους στην περιοχή Παγγαίου και τις συμπλοκές που προκαλούσαν εκεί, συνέχισαν να μεταφέρουν μεγάλες δυνάμεις γενικότερα από τη Θράκη στη Μακεδονία, σκοπεύοντας, σύμφωνα με θετικές πληροφορίες, όταν θα ολοκλήρωναν αυτή τη μεταφορά στρατευμάτων, (πράγμα που υπολόγιζαν ότι θα γινόταν μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιουνίου), να επιτεθούν κατά των Ελλήνων και των Σέρβων, προκειμένου να ικανοποιήσουν τα επεκτατικά τους σχέδια, στις δε 25 Μαίου του 1913 οι στρατιωτικοί τους εξανάγκασαν την μετριοπαθή κυβέρνηση Γκέσωφ σε παραίτηση, έγινε ολοφάνερο ότι η συμμαχία του Α’ Βαλκανικού Πολέμου δεν θα κρατούσε για πολύ και πράγματι, πολύ σύντομα, στα μέσα Ιουνίου του 1913 ξέσπασε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, που ξεκίνησε με γενικευμένη επίθεση των Βουλγάρων σ’ όλα τα μέτωπα της Μακεδονίας, μετέτρεψε και πάλι σ’ εχθρούς τους μέχρι τότε, πρόσκαιρα διατελέσαντες άσπονδους φίλους, Έλληνες και Βουλγάρους κι οδήγησε τον ελληνικό Στρατό και τον λαό που τον βοηθούσε, να γράψουν μερικές από τις πιο ένδοξες σελίδες της νεώτερης Ιστορίας μας.

Αυτά σκεπτόμενη, το έτος 2012, μια ομάδα πολιτών, με τη βοήθεια του Δήμου Παγγαίου και της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, επειδή πίστευε ότι η ιστορική μνήμη είναι ο καλύτερος τρόπος, για να διατηρήσει ένας λαός την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του, αποφάσισε την τέλεση μιας σειράς εκδηλώσεων ιστορικής μνήμης, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την απελευθέρωση του Παγγαίου από τον τουρκικό ζυγό, για να βοηθήσει ώστε ν’ αντιληφθούμε όλοι οι Έλληνες, κύρια δε οι νέοι, ότι η ελευθερία την οποία απολαύουν στη σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι και κυρίως δεν ήταν ποτέ κάτι το αυτονόητο, αλλά γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες και τις θυσίες άλλων, παλαιότερων, νεαρών Ελλήνων, τις οποίες οφείλουμε τουλάχιστον να γνωρίζουμε!

Στα πλαίσια εκείνων ακριβώς των εκδηλώσεων μνήμης, ανεγέρθηκαν και εγκαινιάστηκαν μνημεία πεσόντων στα Δωμάτια, την Εξοχή, αλλά και στο Παλαιοχώρι, (γιατί κι εκεί έγινε μάχη, την ίδια εποχή, μ’ ένα νεκρό, αλλά τη σχετική ομιλία έκανε ο δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής Αριστείδης Μεντίζης, ο οποίος, ως εκ τούτου, δικαιούται να κάνει τη σχετική ανάρτηση). Η σημερινή ανάρτησή μου αποτελεί, λοιπόν, περίληψη των ομιλιών μου εκείνων, που έγιναν στα εγκαίνια των ανεγερθέντων μνημείων.

ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΒΛΕΠΕΤΕ:

1. ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΣΤΑ ΔΩΜΑΤΙΑ

2. ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ

3-4. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΒΑΖΟΠΕΤΡΑΣ

5-6. ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΒΑΖΟΠΕΤΡΑΣ

ΣΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΒΛΕΠΕΤΕ ΤΗ ΘΕΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΒΑΖΟΠΕΤΡΑΣ:

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 7. ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΟΡΟΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 8. ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 9. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ – ΕΛΑΙΟΧΩΓΡΙΟΥ – ΝΕΑΣ ΠΕΡΑΜΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 10. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΝΕΑΣ ΠΕΡΑΜΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 11. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΙ ΤΗ ΝΕΑ ΗΡΑΚΛΕΙΤΣΑ













Σάββατο 17 Απριλίου 2021



ΜΙΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ: ΤΑ ΤΡΑΓΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΟΡΟΣ, ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΑΤΥΧΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ 1897 - Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΥΣΙΑ


Στη δεκαετία του 1870, ο ελληνικός αλυτρωτισμός συνάντησε κι αναμετρήθηκε, για πρώτη φορά στην Μακεδονία, με τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό. Αυτός ο τελευταίος γεννήθηκε με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, ανδρώθηκε με την Ανατολική Κρίση του 1875 και θέριεψε με την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, το 1878, με την οποία δημιουργήθηκε «στα χαρτιά», (γιατί γρήγορα αναιρέθηκε, με τη Συνθήκη του Βερολίνου, που υπογράφηκε μερικούς μήνες αργότερα από την προηγούμενη), η «Μεγάλη Βουλγαρία», στην οποία περιλήφθηκε κι ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας. Άμεση συνέπεια του βουλγαρικού αλυτρωτισμού υπήρξε η τεράστια προσπάθεια στην οποία αποδύθηκαν οι Βούλγαροι, με κύριο μέσον την τρομοκρατία των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας, ν’ αφελληνίσουν αυτούς τους πληθυσμούς και να επεκτείνουν την κυριαρχία τους μέχρι το Αιγαίο (Μπέλο Μόρε), γεγονός που αποτελούσε βασικό σκοπό της ύπαρξης του έθνους τους, ήδη από την εμφάνισή του στην Βαλκανική.

Η έντονη αντίδραση των Ελλήνων της Μακεδονίας, εκδηλωθείσα με αμέτρητα διαβήματα, επιστολές και διαμαρτυρίες προς την ελληνική Κυβέρνηση και τα ελληνικά προξενεία της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου, προκάλεσε τη γέννηση αισθημάτων θερμού πατριωτισμού σε πλήθος Ελλήνων, της ελλαδικής χερσονήσου αλλά και της διασποράς, τα οποία αισθήματα, συνδεόμενα με όμοια αισθήματα για την τύχη και των άλλων, αλύτρωτων Ελλήνων, όπως αυτών της μεγαλονήσου Κρήτης, γέννησαν στην Αθήνα, το Νοέμβριο του 1894, την Εθνική Εταιρία, μια πατριωτική οργάνωση, κάτι σαν νεώτερη, Φιλική Εταιρία, αποτελούμενη από νεαρούς αξιωματικούς κι από επιφανείς προσωπικότητες της αθηναϊκής κοινωνίας, η οποία σύντομα επεκτάθηκε κι εκτός Αθηνών κι έφθασε ν’ αριθμεί περί τα 4.000 μέλη και μέσα στην επόμενη από την ίδρυσή της τριετία απέκτησε τόσο μεγάλη ισχύ, ώστε να διαμορφώνει την κοινή γνώμη και να επηρεάζει ακόμη και την εξωτερική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης.

Τον Δεκέμβριο του 1896 και τον Ιανουάριο του 1897 οι αδάμαστοι Κρήτες ξεσηκώθηκαν, για πολλοστή φορά, επιδιώκοντας την ένωσή τους με την Ελλάδα. Η Εθνική Εταιρία υπέβαλε έντονο υπό­μνημα στο Βασιλέα και έμμεσα απείλησε και την κυ­βέρνηση, η οποία αναγκάστηκε να στείλει αμέσως ναυτικό και στρατό στην Κρήτη, παρόλο που αυτή βρισκόταν υπό τον έλεγχο των στόλων των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι, το Κρητικό ζήτημα έγινε η κύρια αφορμή για την έκρηξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο οποίος βρήκε μια Ελλάδα που μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα είχε πτωχεύσει και οι οικονομικές δυνατότητες της οποίας, να διεξαγάγει έναν πόλεμο απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία, ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Ήταν επόμενο, κατόπιν τούτου, αυτός ο Πόλεμος να οδηγηθεί στην αποτυχία και να οδηγήσει στην πλήρη καταστροφή της πατρίδας μας.

Στα πλαίσια και στη διάρκεια αυτού του ατυχούς πολέμου, το μέτωπο του οποίου βρισκόταν στη Θεσσαλία, συστάθηκαν πολλές ομάδες εθελοντών, όπως το σώμα από 3.000 άνδρες της Εθνικής Εταιρίας, η ηπειρωτική φάλαγγα με 2.000 εθελοντές Ηπειρώτες και άλλες, μεγάλο μέρος του έμψυχου δυναμικού των οποίων αποτελούσαν Έλληνες της διασποράς. Είναι ευνόητο πως οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες είχαν σαν στόχο την απελευθέρωση της Μακεδονίας και γι’ αυτό κατευθύνονταν προς αυτήν. Άλλωστε, πολύ σύντομα θ’ άρχιζε η μεγάλη εποποιία του έθνους μας, ο Μακεδονικός Αγώνας.

Όταν ο ελληνοτουρκικός πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτο ότι θα ξεσπούσε, ένας φιλόπατρις ομογενής, αφού εκποί­ησε την σημαντική περιου­σία που είχε αποκτήσει στην περιοχή του Καυκάσου, όπου δραστηριοποιούνταν, ήλθε στην Αθήνα, γεμάτος πατριωτική φλόγα κι εθνικό ενθουσιασμό, για να πολεμήσει τον προαιώνιο εχθρό του γένους, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το όνομά του ήταν ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΑΡΑΣ.

Στο έργο του Ηλία Οικονομόπουλου με τίτλο «Ιστορία του ελληνοτουρκικού πολέμου», που εκδόθηκε το έτος 1897 στην Αθήνα, περιλαμβάνεται η επίσημη έκθεση των πεπραγμένων του ανταρτικού σώματος του Δημαρά, την οποία είχε παραδώσει στον συγγραφέα ο Βολιώτης δημοσιογράφος Γ. Σακκελαρίδης, Απ’ αυτή την έκθεση, καθώς κι από τα Πρακτικά της Βουλής, της 19ης Μαρτίου 1902, δημοσιευμένα στην Εφημερίδα της Βουλής, πληροφορούμαστε, με τον πιο επίσημο τρόπο, την ανταρτική επιχείρηση του Παναγιώτη Δημαρά στην περιοχή του Παγγαίου όρους, κατά το Πάσχα του 1897.

Όταν ο Παναγιώτης Δημαράς έφθασε στην Αθήνα, έχοντας, μάλιστα, στη διάθεσή του και τετρακόσιους περίπου άνδρες, πρόθυμους να πο­λεμήσουν μαζί του, κατά μιαν άποψη, αρκετά ισχυρή, δεχθείς την επιρροή της Εθνικής Εταιρίας, θέλησε να θέσει το σώμα του στη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης και να εκστρατεύσει μ’ αυτό στην αγαπημένη του Μακεδονία, συνάντησε, όμως, «ώτα μη ακουόντων», γεγονός που έθιξε το φιλό­τιμό του και τον οδήγησε στη συγγραφή μιας επιστολής προς τον τότε πρωθυπουργό, Θ. Δεληγιάννη, στην οποία εξέφραζε την θιγμένη ευαισθησία του.

Μπροστά στην επιμονή του Δημαρά, ο πρωθυπουργός υποχώρησε και τον κάλεσε στο σπίτι του, στις 14 Μαρτίου 1897, όπου και του ανέθεσε ως αποστολή, να μεταβεί με τους άνδρες του στην Ανατολική Μακεδονία, προκειμένου ν’ ανατινάξουν τις γέφυρες και την σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπολη και να προκαλέσουν δυσχέρειες στον εφοδιασμό του οθωμανικού στρατού, που θα πολεμούσε στη Θεσσαλία. Εν συνεχεία, τον παρέπεμψε στον υπουργό των Ναυτικών Νικόλαο Λεβίδη, ο οποίος ανέλαβε την οργάνωση αυτής της επιχείρησης.

Μετά από τρεις συσκέψεις του Δημαρά με τον Λεβίδη, σε μια από τις οποίες παρέστη και ο Ελβετός ταγματάρχης Κάρολος Σούτερ, αποφασίστηκε, τελικά, στις 25 Μαρτίου του 1897, η ματαίωση της επιχείρησης και η διάλυση του σώματος Δημαρά, μια κι ο πρωθυπουργός είχε εκφράσει ήδη την αντίθεσή του γι’ αυτήν, θεωρώντας βέβαιη την αποτυχία της, όπως ο ίδιος κατέθεσε στη Βουλή, στη συνεδρίασή της στις 19 Μαρτίου του 1902. Περιέργως, όμως, μετ’ ολίγον, ο αυτός πρω­θυπουργός μετέβαλε γνώμη, κάλεσε τον Δη­μαρά και του ανέθεσε την αρχηγία της αποστολής, με τον όρο του πε­ριορισμού του σώματος σε 15Ο άνδρες, από τους 4ΟΟ που διέθετε και την υποχρέωση, οι υπόλοιποι 25Ο άνδρες του σώματος να σταλούν για κατάταξη στο Ιππικό. Αμέσως μετά, σε σύσκεψη των αρμοδίων ορίσθηκε ως τόπος αποβίβασης του σώματος των 150 ανδρών το ακρωτήριο Ελευθερών του λιμένος Ελευθερουπόλεως, (δηλαδή, του σημερινού της Νέας Περάμου, του Δήμου Παγγαίου). Το σχέδιο δράσης του σώματος προέβλεπε ότι αυτό, την ίδια νύχτα της απόβασής του, με νυκτερινή πορεία και με τη βοήθεια οδηγών από το ελληνικό χωριό Μυρτόφυτο, θα περνούσε στο Παγγαίο όρος και χωρίς ανάπαυση θα έσπευδε να καταλάβει την Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης, απ’ όπου θα κατηφόριζε στο σιδηροδρομικό σταθμό Αγγίστας, προκειμένου να εκτελέσει τη ανατίναξη της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Κωνσταντινούπολης, πράγμα που αποτελούσε και τον αντικειμενικό σκοπό της επιχείρησης. Σε περίπτωση, εξ άλλου, που δεν θα καθίστατο δυνατή η ανατίναξη της σιδηροδρομικής γραμμής, το σώμα των ανταρτών θα κατελάμβανε αμυντική θέση στην Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης, προκειμένου ν’ αμυνθεί μέχρις ότου θα έρχονταν ελληνικές, ναυτικές δυνάμεις για να το απελευθερώσουν, ενώ θα συνιστούσε προσωρινό αρχηγείο στην ιερά Μονή, μέχρις ότου θα έρχονταν άλλες, ισχυρές, στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου ν’ απελευθερώσουν τη Νοτιοανατολική Μακεδονία. Βέβαια, τέτοιες ναυτικές δυνάμεις ή τέτοιο στρατιωτικό σώμα δεν υπήρχαν, ούτε είχαν καν προβλεφθεί, αυτό όμως το αγνοούσαν οι φλογεροί πατριώτες που απάρτιζαν το αντάρτικο σώμα!

Το σώμα των 150 ανδρών περίπου του Παναγιώτη Δημαρά εγκαταστάθηκε από τις 19 Μαρτίου του 1897 στους στρατώνες του πυροβολικού. Την ίδια εκείνη ημέρα ο υπουργός των στρατιωτικών εξέδωσε επείγουσα Διαταγή, με την οποία διέταξε τον εφοδιασμό του σώματος με 150 τυφέκια τύπου ΓΚΡΑ πεζικού, 45.00ο φυσίγγια, ιματισμό για 150 ευζώνους, ενώ πέραν αυτού του εφοδιασμού του, τα έξοδα του σώματος κάλυψε εξ ιδίων χρημάτων, προελθόντων από την εκποίηση της προσωπικής περιουσίας του, ο ευπατρίδης αρχηγός του, Παναγιώτης Δημαράς.

Η επιχείρηση αυτή, για την οποία διεξήχθη στην αίθουσα της ελληνικής Βουλής, στην 36η συνεδρίασή της, της 19ης Μαρτίου του 1902, έντονη συζήτηση ανάμεσα στον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη και στο επιφανές μέλος της Εθνικής Εταιρίας, Διονύσιο Στεφάνου, ήταν καταδικασμένη εξ αρχής σε αποτυχία και δεν έπρεπε να επιτραπεί η διεξαγωγή της, αφού δεν πληρούσε καμιά από τις στρατιωτικής φύσεως προϋποθέσεις που απαιτούνταν, για μια επιτυχή έκβασή της. Ο μεγάλος ενθουσιασμός και η εθνική φλόγα των 150 ανταρτών και του αρχηγού τους δεν επαρκούσαν για μια τέτοια επιχείρηση, η οποία χρειαζόταν, για μεν την καταστροφή των σιδηροδρομικών γραμμών, ένα πολύ μικρό αριθμό καταδρομέων, για δε την τυχόν κατάληψη ολόκληρης της περιοχής, πολύ μεγαλύτερο αριθμό, ίσως και χιλιάδων ανδρών, καλά εκπαιδευμένων και υπαγομένων υπό στρατιωτικούς Διοικητές, μεγάλη μυστικότητα στην προετοιμασία και την εκτέλεση της αποστολής τους και άριστη οργάνωση αυτής της αποστολής. Αντί τούτων, η τότε κυβέρνηση επέτρεψε στο σώμα των ανταρτών να μεταβεί στη Μακεδονία ως πρόβατο επί σφαγή και να θυσιασθεί, καθ’ ον χρόνο, όπως αναφέρει ο Ηλίας Οικονομόπουλος στο προαναφερθέν σύγγραμμά του, ο αθηναϊκός τύπος, ήδη την προηγούμενη της αναχώρησης του ανταρτικού σώματος ημέρα, είχε πληροφορηθεί και είχε προβεί, στο σύνολό του σχεδόν, σ’ εκτενείς δημοσιεύσεις σχετικά με την «μυστική» αποστολή, καταδικάζοντάς την, μ’ αυτή την εγκληματικά αμελή συμπεριφορά του, σε βέβαιη αποτυχία.

Η ελληνική κυβέρνηση, για την υλοποίηση της αποστολής του ανταρτικού σώματος του Παναγιώτη Δημαρά, μίσθωσε η ίδια το ατμόπλοιο της Πανελληνίου Ατμοπλοϊκής Εταιρίας με τ’ όνομα «Ήπειρος», ο δε Υπουργός στρατιωτικών απέστειλε τηλεγραφικές οδηγίες προς τον λιμενάρχη Βόλου, προκειμένου αυτός να συγκεντρώσει και τους υπόλοιπους άνδρες, που απαιτούνταν για την επιχείρηση.

Έτσι, λοιπόν, χωρίς καμιά στρατιωτική οργάνωση κι εκπαίδευση, το σώμα του Παναγιώτη Δημαρά ξεκίνησε από τον Πειραιά, επιβαίνοντας στο ατμόπλοιο «Ήπειρος», λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 30ής Μαρτίου του 1897, για την Ανατολική Μακεδονία κι έφθασε, περί τις τρεις η ώρα τη νύχτα, στο πρώτο σημείο στάσης του, το Τρίκερι του Παγασητικού κόλπου, όπου επιβιβάστηκαν σ’ αυτό ο οπλαρχηγός Γιάννος Βελέντζας, ο δικηγόρος Κ. Τσακατούρης και οι πλοηγοί Ευστάθιος Καραβαγγέλης και Ι.Κ. Γαρέφας. Λόγω διαφωνίας περί τον τόπο αποβίβασης του σώματος, (μια κι ο πλοηγός Καραβαγγέλης θεωρούσε ότι αυτή έπρεπε να γίνει στον λιμένα του Πόρτο Λάγος, πράγμα που δεν δεχόταν ο κυβερνήτης του πλοίου), αυτό το τελευταίο μετέβη από το Τρίκερι στους Ωρεούς της Εύβοιας, όπου ναυλοχούσε η ναυαρχίδα του ανατολικού στόλου, υπό τον Κ. Σαχτούρη, με τον οποίο συζήτησαν οι Δημαράς και Καραβαγγέλης κι έλαβαν την εντολή ν’ αποβιβασθούν, τελικά, στο ακρωτήριο Ελευθερών του λιμένα Ελευθερουπόλεως, όπου, πράγματι, αυτοί αποβιβάσθηκαν, τα μεσάνυχτα της 3ης Απριλίου του 1897, οπότε οι 146 συνολικά άνδρες χωρίστηκαν αμέσως σε πέντε διμοιρίες, διοικούμενες από ισάριθμους άνδρες που είχαν διατελέσει λοχίες στον ελληνικό στρατό αλλ’ είχαν αποστρατευθεί, ενώ επικεφαλής ήταν οι τρεις σωματάρχες, Δημαράς, Καραβαγγέλης και Βελέντζας.

Πάνω στο ατμόπλοιο παρέμειναν ο πλοηγός Γαρέφας, ο δικηγόρος Τσακατούρης και ο επιμελητής Σακκελαρίδης, οι οποίοι είχαν εντολή να οδηγήσουν το πλοίο στη νήσο Κυρα Παναγιά, αυτοί όμως το οδήγησαν στους Ωρεούς της Εύβοιας κι εκεί, μετά από συσκέψεις με τον αρχηγό του στόλου ναύαρχο Σαχτούρη, τα χαράματα της 4ης Απριλίου επιβιβάστηκαν σε άλλο σκάφος, το ταχύπλοο «Αθηνά», που ήλθε και τους παρέλαβε από τον Βόλο, όπου βρισκόταν και τους μετέφερε στο σημείο όπου είχε αποβιβαστεί το εκστρατευτικό σώμα, όπου όμως δεν είδαν τις τέσσερις (4) πυρές που θ’ άναβαν οι άνδρες του σώματος, αν είχαν ολοκληρώσει την αποστολή τους και είχαν επιστρέψει στο σημείο αποβίβασης, οπότε το επέστρεψαν στην Κυρα Παναγιά, για να επανέλθουν τις επόμενες νύχτες στο σημείο αποβίβασης, όπου και πάλι δεν είδαν τις τέσσερις πυρές των ανδρών του σώματος.

Τι είχε, λοιπόν, συμβεί;

Επί τρία ημερόνυχτα από την αποβίβασή τους, οι άνδρες του αντάρτικου σώματος, με τη βοήθεια οκτώ (8) οδηγών που παρέλαβαν από το ελληνικό χωριό Μυρτόφυτο (τότε «Ντρέσνα»), προχώρησαν κι έφθασαν στους πρόποδες του Παγγαίου, κάτω από την Εικοσιφοίνισσα, όπου έκαναν το λάθος ν’ αγοράσουν τρόφιμα από κάποιον βουλγαρόφωνο κάτοικο της περιοχής, ο οποίος, όμως, τους κατέδωσε στους Οθωμανούς. Έτσι, το πρωί της 6ης Απριλίου, ένα σώμα οθωμανικού στρατού και μια ίλη οθωμανικού ιππικού, βοηθούμενα από χίλιους περίπου κατοίκους της περιοχής, περικύκλωσαν το σώμα του Παναγιώτη Δημαρά κι άρχισε λυσσώδης μάχη, στην οποία οι άνδρες του σώματος αγωνίστηκαν με απαράμιλλη ανδρεία, αλλά η αριθμητική και οπλική υπεροχή του αντιπάλου ήταν τέτοια, ώστε φονεύθηκαν περί τους εξήντα (60) Έλληνες στο πεδίο της μάχης, ενώ όσοι διασώθηκαν, επωφεληθέντες από το σκοτάδι της νύχτας, έλαβαν διάφορες κατευθύνσεις, ορισμένοι αιχμαλωτίσθηκαν κι εκτελέστηκαν επί τόπου και οι υπόλοιποι, υπό τον Δημαρά, έφθασαν, τη νύχτα της 6ης Απριλίου, στο σημείο αποβίβασής τους, όπου άναψαν τις τέσσερις (4) συμφωνημένες πυρές, πλην όμως οι επιβαίνοντες του ταχύπλοου «Αθηνά» είδαν μόνο μία πυρά, την θεώρησαν ως πυρά κάποιου κτηνοτρόφου κι αναχώρησαν για την Κυρα Παναγιά, χωρίς να παραλάβουν τους διασωθέντες, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από την παραλία, για λόγους ασφαλείας, πλην ολίγων, τους οποίους ιστιοφόρα που περιέπλευσαν την παραλία από την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα τους περισυνέλεξαν από την τοποθεσία της παραλίας Μυρτοφύτου που μέχρι σήμερα φέρει την χαρακτηριστική ονομασία «Έλληνας» και τους μετέφεραν στις Μονές Βατοπεδίου και Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, όπου, μετά από πολλές φροντίδες, οι μοναχοί τους προώθησαν στην Σκιάθο. Οι απομακρυνθέτες από την παραλία, περίπου εβδομήντα (70) άνδρες, μαζί με τον Δημαρά, ήλθαν στην Πιερία κοιλάδα και κατέλυσαν κοντά στο χωριό «Ντεμιρλί», τα σημερινό Σιδηροχώρι, όπου όμως έγιναν αντιληπτοί από τους Τουρκογενείς κατοίκους της περιοχής, περικυκλώθηκαν από πολυάριθμους ατάκτους κι εξοντώθηκαν οι περισσότεροι επί τόπου, (ανάμεσα στους εξοντωθέντες ήταν ο Καραβαγγέλης κι ο Βελέντζας, προφανώς δε και οι οκτώ οδηγοί από το Μυρτόφυτο), ενώ οι τραυματισθέντες που έπεσαν στα χέρια του εχθρού κατασφάχτηκαν απ’ αυτόν.

Ειδικά ο Δημαράς, με τρεις συντρόφους του, (εκ των οποίων δύο ήταν οι Στ. Οικονομόμουλος, συγχωριανός του και Αθαν. Κανελλόπουλος, από γειτονικό προς το δικό του χωριό της Λακωνίας καταγόμενος, κατέφυγαν τραυματισμένοι σε μια σπηλιά, κοντά στο σημερινό χωριό που φέρει τ’ όνομα του πρώτου, όπου όμως έγιναν αντιληπτοί, συνελήφθησαν από τους Τούρκους και κατασφάχτηκαν κι αυτοί, με τελευταίο τον ίδιο τον Δημαρά, που τον σκότωσε ένας ιερωμένος (μουφτής) του Ντεμιρλί, (ο οποίος, μάλιστα, λέγεται ότι αργότερα λογοδότησε για την μισερή αυτή πράξη του στο ιεροδικείο).

Όλοι οι νεκροί αποκεφαλίστηκαν και τα κεφάλια τους, καρφωμένα στα γιαταγάνια των απίστων, υποχρεώθηκε να τα μεταφέρει, στους ώμους του, μέχρι την Καβάλα, ο συμπολεμιστής τους, Σάββας Διαμαντόπουλος, λίγο όμως προτού φθάσουν στην Καβάλα, μετά από παρέμβαση του αυστριακού προξένου, μ’ εντολή του Καϊμακάμη τα κεφάλια αυτά πετάχτηκαν, σε απόσταση πέντε λεπτών από την πόλη, όπου μετέβησαν πολυάριθμοι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής και τα διαπόμπευσαν!

Οι 55 τραυματίες, (άλλοι δυο τραυματίες πέθαναν καθ’ οδόν προς την Καβάλα), μεταφέρθηκαν σε φυλακή της Καβάλας, όπου επί μήνες υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου ν’ αποκαλύψουν τον σκοπό της επιχείρησής τους, μέχρις ότου μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου αναμείχθηκαν με άλλους αιχμαλώτους Έλληνες στρατιώτες, για να επιστρέψουν, επί τέλους, όλοι μαζί στην Ελλάδα, την Πέμπτη, 11 Δεκεμβρίου του 1897, με το πλοίο «Θεσσαλία», το οποίο είχε μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη την υπογραφή του βασιλέως των Ελλήνων υπό την μόλις προηγούμενα συναφθείσα, ιδιαίτερα ταπεινωτική για την Ελλάδα, συνθήκη ειρήνης και ανταλλαγής αιχμαλώτων, μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών, όπως για όλα αυτά μας πληροφορούσε η εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» στο τεύχος της 12ης Δεκεμβρίου του 1897.

Τέλος, πρέπει να σημειώσω κι ένα ακόμη περιστατικό που έχει σχέση με την ατυχή απόβαση του σώματος του Δημαρά στο Παγγαίο και καταγράφηκε σ’ επιστολή του μετέπειτα δικηγόρου Σερρών, Χρήστου Τέντζου: Όταν στη διάρκεια του Β’ βαλκανικού πολέμου στην περιοχή της Γεωργιανής, (τότε Γκόργιανης) βρέθηκε το σώμα προσκόπων του Αρχηγού Δούκα Ζέρβα, του οποίου υπαρχηγός ήταν ο ανωτέρω Χρήστος Τέντζος, συνέλαβε κι εκτέλεσε πολλούς από τους σφαγείς των ανδρών του Δημαρά, μεταξύ των οποίων και τον αιμοβόρο πεχλιβάν Μεχμέτ αγά, ο οποίος είχε σφάξει δύο από τους άνδρες και τα κεφάλια τους τα περιέφερε στην περιοχή καρφωμένα στο τεράστιο γιαταγάνι του, φωνάζοντας «θα σφάξω όλους τους Έλληνες».

Σε τέτοιου μεγέθους καταστροφή, σε τέτοια υπέροχη θυσία κατέληξαν οι ευγενείς πόθοι και η υπέροχη φιλοπατρία του Παναγιώτη Δημαρά και των ανδρών, (όλων εθελοντών) του σώματός του, στους κάμπους και τα βουνά αυτού του τόπου. Και η μεν θυσία αυτή θα μπορούσε ν’ αποφευχθεί, αν η αποστολή τους οργανωνόταν σωστά από τις αρμόδιες πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές της εποχής τους. Η ίδια όμως αυτή θυσία τους δεν πήγε χαμένη. Κάθε άλλο. Το αίμα του Παναγιώτη Δημαρά και των παλληκαριών του, καθώς και το αίμα χιλιάδων άλλων Ελλήνων, που χύθηκε και τότε κι αργότερα, στη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα, στα βουνά της Μακεδονίας, ξέπλυνε την ντροπή του ατυχούς πολέμου του 1897 και γέμισε τις ψυχές των Ελλήνων στρατιωτών, που λίγα χρόνια αργότερα, στη διάρκεια των δύο βαλκανικών πολέμων, οδήγησε τα νικηφόρα όπλα τους σε κάθε γωνιά της Μακεδονίας, την οποία κι απελευθέρωσε. Γι’ αυτό πρέπει να τιμούμε την υπέροχη φιλοπατρία, γι’ αυτό πρέπει να θυμούμαστε την υπέροχη θυσία του Δημαρά, του Καραβαγγέλη και των ανδρών τους, γι’ αυτό κι η πατρίδα έδωσε τα ονόματά τους στα δύο αυτά χωριά του Δήμου Παγγαίου.



ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ ΣΗΜΕΡΑ

Η πρώτη κι εξαιρετικά σημαντική φωτογραφία προέρχεται από την φωτογραφική συλλογή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’, που φυλάσσεται στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Την βρήκα, ψάχνοντας στη συλλογή το οθωμανικό όνομα της πόλης μας (Pravista, Prausta). Αντιλαμβανόμενος ότι είναι σημαντική για την ιστορία της πόλης μας, ζήτησα από τον αγαπητό μου φίλο, διάσημο Τούρκο σκηνοθέτη, Köken Ergun, που έλκει την καταγωγή του από το Πράβι (σημερινή Ελευθερούπολη) και ζει στην Κωνσταντινούπολη, να με βοηθήσει στην μετάφραση του τίτλου και του υποτίτλου της, που είναι γραμμένοι με το παλιό, αραβικό αλφάβητο της Τουρκικής γλώσσας. Ο Köken με προθυμία απευθύνθηκε αμέσως σε φίλο του, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και σύντομα μου έστειλε τα σχόλια και την μετάφραση, που έλαβε από τον τελευταίο:

«Πρόκειται για Έλληνες στρατιώτες, που συνελήφθηκαν από τους Τούρκους. Στο επάνω μέρος της φωτογραφίας, διαβάζουμε: «İhsan buyurulan elbise ile». Πρόκειται για την Οθωμανική απόδοση ενός αποσπάσματος του Κορανίου. Είναι μια πολύ ποιητική φράση, που σημαίνει ότι οι Μουσουλμάνοι, Οθωμανοί στρατιώτες είναι «ντυμένοι με την θεϊκή εντολή, να κάνουν το καλό». Στην φράση αυτή, όμως, δινόταν τότε στρατιωτική έννοια. Ο υπότιτλος της φωτογραφίας αναφέρει: «Binbaşı Panayot Zimarasi maiyetiyle şimendüfer hattını tahrip için Kavala'ya çıkan 148 kişiden bakiyyetü's-süyûf olub Pravişta / Praveşte'de tutularak birinci defa vürud eden üsera-yı Yunaniyye, adet 55». Ο αριθμός 55 στο τέλος, αναφέρεται στον αριθμό των στρατιωτών που συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και φαίνονται στην φωτογραφία – ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ: ΠΡΑΓΜΑΤΙ, ΤΟΥΣ ΜΕΤΡΗΣΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ 55, ΟΣΟΙ ΑΝΑΦΕΡOΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΟΥ - Συνεπώς, αυτός είναι ο αριθμός των Ελλήνων στρατιωτών, που αιχμαλωτίστηκαν στην Πράβιστα, από ένα συνολικό αριθμό 148 στρατιωτών που είχαν φθάσει στην Καβάλα, οδηγούμενοι από τον διοικητή τους, Παναγιώτη (Δημαρά;) του οποίου η μονάδα (η στρατιωτική ομάδα) απέτυχε να εκτελέσει το σχέδιό της, το οποίο ματαιώθηκε».



Αμέσως μετά την παραπάνω, σημαντικότατη φωτογραφία, βλέπετε τις δύο σελίδες του φύλλου της 12ης Δεκεμβρίου 1897 της αθηναϊκής εφημερίδας ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, στο οποίο περιγράφεται η επιστροφή στην Ελλάδα όλων των Ελλήνων στρατιωτών, που κρατούνταν αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη, μετά την ατιμωτική για την χώρα μας λήξη του ατυχούς πολέμου του 1897. Η επιστροφή έγινε με το πλοίο ΘΕΣΣΑΛΙΑ και ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και οι 55 άνδρες του σώματος του Δημαρά, οι οποίοι, όπως φαίνεται στην ίδια εφημερίδα, υπέστησαν ανείπωτα βασανιστήρια, όταν βρίσκονταν στην Καβάλα.

Στο τέλος της δεύτερης σελίδας του φύλλου της 13ης Δεκεμβρίου του 1897, της ίδιας εφημερίδας, που αναρτώ στη συνέχεια, βλέπετε την περιγραφή του φρικτού τέλους του Παναγιώτη Δημαρά και των εξαδέλφων του και συμπολεμιστών του από την Λακωνία, Σταύρου Οικονομόπουλου και Θεόδωρου Κανελλόπουλου, τα κομμένα κεφάλια των οποίων οι Τούρκοι υποχρέωσαν το συμπολεμιστή τους, Σάββα Διαμαντόπουλο, να τα μεταφέρει στους ώμους του μέχρι την Καβάλα!

Ακολούθως, αναρτώ το εξώφυλλο του συγγράμματος του Ηλία Οικονομόπουλου, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1897 με τίτλο «Ιστορία του Ελληνοτουρκικού πολέμου».

Τέλος, οι δύο τελευταίες φωτογραφίες είναι από τα εγκαίνια, την 1η Απριλίου του 2012, του μνημείου προς τιμή του Παναγιώτη Δημαρά και των ανδρών του, που στήθηκε, από τον Δήμο Παγγαίου, στο χωριό Δημαράς του Δήμου Παγγαίου, που φέρει το όνομά του, ενώ το διπλανό χωριό, Καραβαγγέλης, φέρει το όνομα του ομώνυμου συντρόφου του. (Τον πανηγυρικό λόγο εκείνης της ημέρας εκφώνησε ο γράφων).