Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

 

(ΠΑΛΙΑ) ΑΥΛΗ. ΕΝΑΣ ΠΑΝΑΡΧΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ, ΣΚΑΡΦΑΛΩΜΕΝΟΣ ΣΤΙΣ ΝΟΤΙΕΣ ΠΛΑΓΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ, ΜΕ ΘΕΑ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΙΕΡΙΑ ΚΟΙΛΑΔΑ



Η Αυλή του Παγγαίου, (παλιά Αυλή, όπως συνηθίζεται να την αποκαλούν, σε αντιδιαστολή με το σημερινό χωριό Αυλή, που βρίσκεται πιο χαμηλά, στην Πιερία κοιλάδα), είναι ένα παλαιότατο, ελληνικό χωριό, κατοικημένο ήδη από την αρχαιότητα, από γηγενείς Μακεδόνες και βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παγγαίου.

Στο όνομά του το ελληνικό αυτό χωριό διασώζει το όνομα μιας αρχαίας πόλης, της «Αυλώνος», από την οποία είχε λάβει το τοπικό όνομά του ο μεγάλος θεός των Θρακών, που κατοικούσαν κατά την αρχαιότητα σ’ όλες τις περιοχές που εκτείνονταν βόρεια και ανατολικά του Στρυμόνα ποταμού. Επρόκειτο για τον Θράκα Ήρωα ή Ήρωα – ιππέα, το ιερό του οποίου ανέσκαψε η ΙΗ’ Εφορεία προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου κ. Χάϊδως Κουκούλη – Χρυσανθάκη, δίπλα στο σημερινό χωριό Κηπιά και σε απόσταση ελαχίστων χιλιομέτρων από την Αυλή. Σ’ αυτό το ιερό του, ο Θράκας θεός έφερε το όνομα «Αυλωνείτης».

Η Αυλών, λοιπόν, η οποία έδωσε το όνομά της στον θεό των Θρακών του Παγγαίου, («Ήρωα - ιππέα Αυλωνίτη», θεό θεραπευτή, θεό κυνηγό και θεό που υποσχόταν στους πιστούς του τη μέλλουσα ζωή), ήταν κατ’ αρχήν το στενό πέρασμα, (αλλά, πολύ πιθανά και κάποιος οικισμός – πόλη - επί του περάσματος αυτού), το οποίο, από την Πιερία κοιλάδα οδηγούσε στην πόλη των Φιλίππων, μέσω της Ελευθερούπολης κι από το οποίο διερχόταν η περίφημη στην αρχαιότητα «αρχαία» ή «κάτω» οδός.

Για τις σημαντικές, μολονότι ανεξερεύνητες ακόμη, αρχαιότητες της περιοχής, αντιγράφω τα εξής, από το πόνημα του αλησμόνητου φίλου μου, αείμνηστου καθηγητή αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με τίτλο «ΑΡΧΑΙΑ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΙΕΡΙΑΣ ΚΟΙΛΑΔΟΣ»: «1. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των χωρικών — πρβλ. και Αρχείο ΙΗ' ΕΠΚΑ — στη θέση Κερχανάς, σχεδόν 800 μ. ΒΔ από την Αυλή και δίπλα στον χωματόδρομο, που οδηγεί στο παλιό χωριό, «βρί­σκουν σκουριές, κεραμίδια, κ.ά.». Στη θέση δεν έγινε αυτοψία. 2. Στην ανατολική είσοδο του χωρίου Μελισσοκομείο/Τσιτακλί και βόρεια/δεξιά από τον ασφαλτόδρομο, με άξονες 100Χ30μ., οι αγροί [κυρίως στου Γιαχουντή, Ψάλτη και Κατίγκως] είναι οστρακοβριθείς: Ελάχιστα, χειροποίητα νεολιθικά (;), κλασικά και ελληνιστικά (άβαφα και μελαμβαφή), λιγοστά εφυαλωμένα Τουρκοκρατίας. Ψηλότερα αναβλύζει ή πηγή Λιβαδούδια, η οποία κινούσε επτά μύλους, ενώ παράλληλα άρδευε τους κήπους των γύρω χωριών. Στην προνομιούχα θέση υπήρχε οικιστική εγκατάσταση. Ο Μητροπολίτης Σωφρόνιος τοποθετούσε εδώ (!) την Αυλώνα και ονόμαζε μάλιστα έτσι την Αυλή. (Πρβλ. για την Αυλώνα Μommsen, Eph. Epigr. 5(1884) 1436. Μερτζίδης, Χώραι 122. Γούσιος 5. Μερτζίδης, Φίλιπποι 31/2. Σαμσάρης, ΙΓΑΜ 192. Σκαλίδης 71. Κουκούλη, ΑΑΑ 2(1969)193 & ΑΕΜΘ 3(1989)553/4. Daux, Aρχαία Μακε­δονία II 322.18. Μπακιρτζής, Επιγραφές 278.9. Μουτσόπουλος 7-20 [= Σκουπιδότοπος Σταυρού, αρ. 5]. Βλ. Παραρ­τήματα VI1)».

Η ζωή, στην κατοικούμενη διαρκώς από την αρχαιότητα (παλιά) Αυλή, στο σημερινό χωριό «Αυλή» του Δήμου Παγγαίου και στην γύρω περιοχή, συνεχίστηκε αδιάκοπη, στενά συνδεδεμένη με την μακραίωνη ιστορία της Μακεδονίας, μέχρι τις ημέρες μας.

Οι πληροφορίες μας για την (παλιά) Αυλή είναι σχεδόν ανύπαρκτες, όσον αφορά τους πριν από τον 19ο αιώνες, από τον 19ο όμως αιώνα και μετά είναι επαρκείς και μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα για την ζωή των Ελλήνων κατοίκων της.

Το έτος 1877, ο Νικόλαος Φιλιππίδης, περιηγούμενος την Μακεδονία, περνά κι από την Αυλή και αμέσως μετά, στο έργο του με τίτλο «περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως», που δημοσιεύει στο φιλολογικό περιοδικό Παρνασσός, (τεύχος 1ον, έτος 1877), λέει γι’ αυτήν ότι είναι «ωραίον και υγιεινόν χωρίδιον, επί του όρους Παγγαίου κείμενον και υπό 400 περίπου ψυχών οικούμενον, το οποίον διατηρεί σχολείον, εν τω οποίω διδάσκονται τα κοινά λεγόμενα γράμματα, υπό του ιερέως του χωρίου τούτου».

Το έτος 1886, ο Νικόλαος Σχινάς, στο έργο του με τίτλο «Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας», αναφέρει ότι η Αυλή κατοικείται από 270 Έλληνες.

Το έτος 1894, εκδίδεται στη Λειψία της Γερμανίας το έργο με τίτλο «η κατά το Πάγγαιον χώρα των Λακκοβικίων», από τον τότε Διευθυντή της Αστικής σχολής των Λακκοβικίων, Αστέριο Γούσιο. Ο ανωτέρω, αναφερόμενος στην Αυλή, γράφει ότι «η κώμη αύτη κείται επί μικρού οροπεδίου, εντός πληθύος διαφόρων δένδρων. Έχει κατοίκους Έλληνας περί τους 320, μίαν εκκλησίαν προς τιμήν του Προφήτου Ηλιού, οπότε και μικρά πανήγυρις τελείται και γραμματοδιδασκαλείον», στο οποίο, ο ίδιος λέει, σε άλλο σημείο του έργου του, ότι φοιτούν 20 μαθητές (και καμία μαθήτρια). Ο ίδιος αναφέρει, τέλος, ότι η Αυλή υπάγεται υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως.

Για την ίδια αυτή εκκλησία, ο Αιμίλιος Μαυρουδής, στο έργο του με τίτλο «η ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως» που εκδόθηκε το 2006 στη Θεσσαλονίκη, αναφέρει πως η αρχική οικοδόμηση του ναού του Προφήτη Ηλία, σύμφωνα με την προφορική παράδοση των γηγενών κατοίκων του, ανάγεται στον 6ο αιώνα μ.Χ.

Στον εκδοθέντα το έτος 1902, στην Κωνσταντινούπολη, «πίνακα γενικόν των εν τη ευρωπαϊκή Τουρκία σχολείων», η Αυλή φαίνεται να έχει ένα δημοτικό («αστικόν») σχολείο, μ’ ένα δάσκαλο και 18 μαθητές.

Ο Γεώργιος Χατζηκυριακού, που περιηγείται την υπόδουλη, τότε ακόμη, στους Οθωμανούς Μακεδονία, κατά τα έτη 1905 – 1906, στο έργο του, με τίτλο «σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)», περιγράφει ως εξής τον ερχομό του στην Αυλή: «Εκεί υψηλά, επί των κλιτύων του όρους (Παγγαίου) και επί εδάφους ανωμάλου και πετρώδους, έκτισται η κώμη Αυλή. Αύτη αποτελεί αμιγή Ελληνορθόδοξον κοινότητα εκ 50 περίπου οικογενειών, διατηρουσών τον φυσικόν των ορεινών Ελλήνων χαρακτήρα. Οι κάτοικοι αυτής, λιτοί, τον καθαρόν αέρα του βουνού έχουσιν ως το μάλλον προσοδοφόρον κτήμα, η δε πάσα γη αυτών, ισχνή και άγονος, γλίσχρα (δηλ. ελάχιστα) τα επιτήδεια της ζωής παρέχει. Αλλ’ όμως δεν ελλείπει και εν αυτή το μικρόν σχολείον μετά της παρακειμένης εκκλησίας, προς ά οι ορεσίβιοι εκείνοι κάτοικοι ατενίζουσι ως εις τερπνήν κοιλάδα, εξ ης το της πατρίου παιδείας και της πίστεως δροσερόν ρέει νάμα, ποτίζον και την πνευματικήν αυτών αυχμηρότητα. Παρά την Αυλήν τοποθετούσι τινες την αρχαίαν πόλιν Αυλώνα, στηριζόμενοι επί της συγγενείας των ονομάτων. Αλλ’ ο Θουκυδίδης, όστις μνημονεύει αυτόν (τον Αυλώνα), σαφώς ορίζει την θέσιν αυτού κατά τας εκβολάς της Βόλβης λίμνης, πολύ δηλ. μακράν της προκειμένης επί του Παγγαίου Θέσεως της σημερινής Αυλής». (Στο σημείο αυτό ο υπογράφων σημειώνει ότι ορθά, ήδη από τους περασμένους αιώνες, οι λόγιοι τοποθετούσαν πόλη με το όνομα «Αυλών» κοντά στην Αυλή. Επρόκειτο για πόλη διαφορετική από εκείνη που αναφέρει ο Θουκυδίδης, η οποία έδωσε, όπως προανέφερα, το τοπικό όνομα «Αυλωνείτης» στον Θράκα ιππέα, όπως αυτό το όνομα προκύπτει από τις επιγραφές που βρέθηκαν στο ιερό του, δίπλα στα Κηπιά, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή δεν ήταν δυνατό να βρίσκεται μακριά από τον χώρο του ιερού του Θράκα Θεού).

Στις 11 Ιανουαρίου του 1912, το ελληνικό υποπροξενείο στην Καβάλα στέλνει στο Υπουργείο Εξωτερικών πίνακες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται κι ένας με τίτλο «χωρία της προξενικής περιφερείας Καβάλας (σαντζάκιον Δράμας) υπαγόμενα εκκλησιαστικώς εις την Μητρόπολιν Ελευθερουπόλεως (Πραβίου)», στον οποίο αναφέρει ότι η Αυλή του 1912 είχε 278 Έλληνες κατοίκους και σ’ αυτήν υπήρχε μία εκκλησία μ’ έναν ιερέα, καθώς κι ένα τριθέσιο, δημοτικό σχολείο, που είχε 30 μαθητές μ’ ένα δάσκαλο και 40 μαθήτριες με μια δασκάλα, ετήσιο δε προϋπολογισμό (το σχολείο) 60 οθωμανικών γροσίων.

Το έτος 1975, ο Μιχαήλ Χουλιαράκης, στο έργο του «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971» και στον Β΄ τόμο αυτού, σε κεφάλαιο υπό τον τίτλο «προσάρτησις των Νέων Επαρχιών», περιλαμβάνει Πίνακα, με τίτλο «πληθυσμός των νέων επαρχιών της Ελλάδος δια το έτος 1913», στον οποίο αναφέρει ότι η Αυλή υπαγόταν στην Υποδιοίκηση Πραβίου και είχε 274 κατοίκους.

Στην απογραφή του έτους 1928, το χωριό είχε 305 κατοίκους, σ’ αυτήν του 1940, 548 κατοίκους, στην απογραφή του 1951, 423 κατοίκους και στην απογραφή του έτους 1961, 349 κατοίκους. Ήδη, όμως, από την δεκαετία του 1950, οι κάτοικοι του παλιού χωριού άρχισαν να «κατεβαίνουν» από την αρχική του θέση και να εγκαθίστανται στην τοποθεσία «Γέφυρα Αυλής», πάνω στην οδική αρτηρία της σήμερα αποκαλούμενης, παλαιάς, εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης, που μόλις στην δεκαετία του 1930 είχε κατασκευαστεί. Μεταξύ των ετών που μεσολάβησαν, ανάμεσα στις απογραφές πληθυσμού των ετών 1961 και 1971, η (παλιά) Αυλή συνενώθηκε με το νέο οικισμό «Γέφυρα Αυλής» και στις επόμενες απογραφές, τα δύο χωριά θεωρούνται ως ένα και έχουν, στην απογραφή του 1971, 553 κατοίκους, του 1981, 494 κατοίκους, του 2001, 551 και του 2011, 504 κατοίκους. Πλην όμως, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η πανάρχαια (παλιά) Αυλή είχε σχεδόν πλήρως εγκαταλειφθεί, διότι όλοι σχεδόν οι κάτοικοί της ήλθαν κι εγκαταστάθηκαν στην Πιερία Κοιλάδα, στον οικισμό «Γέφυρα Αυλής», που σήμερα καλείται, πλέον, «Αυλή».

Τελειώνοντας, αντιγράφω τα εξής, από την ιστοσελίδα του Δήμου Παγγαίου, στον οποίο υπάγεται σήμερα, διοικητικά, η Αυλή: «Παλιά Αυλή: Σήμερα το παλιό χωριό ξαναζωντανεύει σιγά σιγά, καθώς τα ερειπωμένα, πέτρινα σπίτια αναστηλώνονται και η εκκλησία του Προφήτη Ηλία έχει αποκτήσει το πρότερο κάλλος της. Χτισμένη στα 1872, τρίκλιτη βασιλική, έχει ορθογώνιο σχήμα, με νάρθηκα στη Δυτική και Νότια πλευρά του. Οι κολώνες του ναού και η σκεπή του είναι κατασκευασμένες από κορμούς δέντρων του Παγγαίου και το τέμπλο του είναι ένα ωραιότατο τέμπλο, δείγμα λαϊκής γλυπτικής και ζωγραφιάς. Στο προαύλιο του ναού και πίσω από το ιερό, βρίσκεται ο τάφος του παπα – Γιαννάκη Παπαϊωάννου, εφημέριου στην ενορία και μακεδονομάχου. Τα τελευταία χρόνια, καθώς έχει κτισθεί και αρχονταρίκι, στη γιορτή του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου στη Θεία Λειτουργία και προσφέρεται και το κουρμπάνι. Φαίνεται, πάντως, πως η περιοχή ήταν κατά τα βυζαντινά χρόνια μοναστική, όπως μαρτυρούν τα τοπωνύμια: «ο παππούλης», «τα κελιά», «η Αγία Μαρίνα», αλλά και τα ερείπια της μονής της Αγίας Βαρβάρας, βορειοδυτικά της Αυλής. Ο επισκέπτης μπορεί, αν επιθυμεί, να προχωρήσει λίγο πιο πάνω, μέσα σ’ ένα καταπράσινο τοπίο, μέχρι να φτάσει σ’ ένα μικρό ρέμα με αντίθετη θερμοκρασία νερού, κρύο το καλοκαίρι και ζεστό το χειμώνα».

Στις φωτογραφίες που αναρτώ, βλέπετε τον Ιερό Ναό του προφήτη Ηλία, στην (παλιά) Αυλή, εξωτερικά κι εσωτερικά, (η πρώτη φωτογραφία, με την πανοραμική άποψη του εσωτερικού του ναού, είναι του κ. Παύλου Σδρασκίδη, οι υπόλοιπες είναι δικές μου, τραβηγμένες το έτος 1994). Στην τελευταία φωτογραφία, βλέπετε έναν από τους πολλούς υδρόμυλους της Αυλής, (που βρίσκεται δίπλα στην ταβέρνα «Δάφνη»).

Τέλος, πολλές και καλές φωτογραφίες της (παλιάς) Αυλής μπορείτε να βρείγτε στην ιστοσελίδα: https://www.thes.gr/apodraseis/mia-palia-avli-stin-agkalia-tou-epivlitikou-pangaiou-foto.












Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023



ΤΑ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΕΙΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΚΑΒΑΛΑΣ



Η σημερινή, δική μου, εορταστική ανάρτηση είναι αφιερωμένη στο μακρό τείχος της Χριστουπόλεως – Καβάλας.

Για το τείχος αυτό, κανείς δεν θεωρώ ότι είναι αρμοδιότερος να μας μιλήσει από το παρελθόν, από τον παλιό Έφορο Αρχαιοτήτων Καβάλας, τον αείμνηστο Γεώργιο Μπακαλάκη. Άφησα άθικτη την γλώσσα του κειμένου του, (βαθιά καθαρεύουσα), περιοριζόμενος να μεταφράσω ελεύθερα μόνο τα παλαιά, γαλλικά αποσπάσματα, που περιλήφθηκαν στο κείμενο αυτό. Δεν μπορώ να εισαγάγω στο κείμενο που αναρτώ τις φωτογραφίες και τα πρόχειρα σχεδιαγράμματα του συγγραφέα, ενώ, για λόγους ευκολότερης ανάγνωσης, συγκέντρωσα όλες τις παραπομπές, ως υποσημειώσεις, στο τέλος του κειμένου. Όποιος ενδιαφέρεται να δει το αυθεντικό κείμενο, μπορεί να προστρέξει στα «Ελληνικά», τόμος 10ος (1938), σελ. 307-318.

Όσο για τις φωτογραφίες, στις πρώτες ένδεκα (11) απ’ αυτές βλέπετε τα απομεινάρια των πύργων, που κοσμούσαν τις κορυφές των λόφων, βορείως του σημερινού, οικιστικού ιστού της Καβάλας, στις υπόλοιπες τα υπολείμματα του τείχους, καθώς κατέρχονται, από τις κορυφές των λόφων προς τον οικιστικό ιστό, ενώ στην τελευταία βλέπετε ένα στοιχείο νεότερης οχύρωσης, που αποδεικνύει την διαχρονική, στρατηγική σημασία των στενών της πόλης μας.



ΤΟ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥΠΟΛΙΝ ΤΕΙΧΙΣΜΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ



Ο επισκεπτόμενος από θαλάσσης την πόλιν Καβάλας, εκτός του δεξιά τω εισπλέοντι τον λιμένα της Μεσαιωνικού φρουρίου, επί της τριγωνικής χερσονήσου, αντικρύζει και άνωθεν της επί των προπόδων του Συμβόλου όρους αναπτυσσομένης νεωτέρας πόλεως, μεμονωμένους τινάς πύργους και τμήματα ενός ετέρου, συνεχούς τείχους, διήκοντος περίπου από Βορράν προς Νότον και διαγράφοντος έν ανισοσκελές W. Tο τείχος είναι ωσαύτως ορατόν και εις τους εκ Ξάνθης επισκεπτομένους την Καβάλαν.

Το τείχος περιθέει τους υπερκειμένους τη πόλει λόφους, των οποίων το μέγιστον ύψος από επιφανείας θαλάσ­σης είναι 200 μ., το δε ελάχιστον, περί το κτήριον του Γυμνασίου αρρένων, 25 μ.

Το μεταξύ του περί το Γυμνασιακόν κτήριον χώρου και της πρώ­της, υψομετρικής επί της τριγωνικής χερσονήσου καμπύλης τμήμα της πόλεως είναι μικρός, χθαμαλός ισθμός, εντεύθεν του οποίου υψούνται τα όρια της Μεσαιωνικής πόλεως. Το ανώτατον, υψο­μετρικόν σημείον της χερσονήσου είναι 70 μ. από επιφανείας θαλάσσης.

Δια τους γνωρίζοντας την διαμόρφωσιν του εδάφους του Νομού Καβάλας και κυρίως εις τα σημεία του χωρισμού των πεδιάδων Δρά­μας, Φιλίππων και Χρυσουπόλεως, (ανατολικώς της Καβάλας, μέχρι της αριστεράς όχθης του Νέστου), είναι γνωστόν ότι η όλη βραχώδης του Συμβόλου όρους ανάπτυξις, παρεντιθεμένη ως σφήν, χωρίζει σαφώς τας πεδιάδας Φιλίππων και Χρυσουπόλεως και κατά τοιούτον τρόπον, ώστε μόνον δια μέσου της πόλεως Καβάλας και του προαναφερθέντος ισθμού, όπου υψούται σήμερον το καμαρωτόν υδραγωγείον, να διέρχε­ται η νεωτέρα όσον και πάσα παλαιοτέρα αρτηρία.

Η πολύ βορειοτέρα, σιδηροδρομική γραμμή Δράμας - στενών ΓΙαρανεστίου – Σταυρουπόλεως -Τοξοτών ήτο τυφλή και αδιέξοδος δια την αρχαιότητα. Η δευτέρα αύτη διηνοίχθη δια μό­νων των σημερινών, μηχανικών μέσων και κατόπιν διατρήσεως ορέων και ζεύξεως ποταμών και επομένως αποκλείεται η χρήσις της δια το βυζαντινόν ιππικόν. Η δια του ισθμού της τριγωνικής χερσονήσου της πόλεως Καβάλας δίοδος ήτο η μόνη και δια την αρχαιότητα και δια τον Μεσαίωνα, «τοίς από Μακεδονίας εις Θράκην και τ’ ανάπαλιν διαβαίνουσιν» οδός (1). Εντεύθεν διήρχετο και περίπου όπως η σημερινή οδός Καβάλας - Ξάνθης, η Εγνατία οδός (Tafel, De viae militaris Romanoruvm Egnatiae parte orientali, Tubingen 1891), της οποίας σώζονται κατ’ αποστάσεις αταύτιστα φυλάκια και φρέατα - αρυκρήναι, και της διόδου ταύτης την φρούρησιν ή και τον αποκλεισμόν σκοπόν είχε να επιτύχη το υπό μελέτην τείχισμα, του οποίου η μέχρι του Γυμνασιακού κτηρίου Καβάλας τροχιά σήμερον, διατηρείται σχετικώς καλώς. Ότι το τείχισμα εκείνο, αναγκαστικώς προεκτεινόμενον, επισυνήπτετο προς τον τριγωνικόν, αρχι­κόν περίβολον της αρχαίας Νεαπόλεως (2) και είτα Βυζαντινής Χριστουπόλεως-Καβάλας, είναι φανερόν, θέλει δε και κα­τωτέρω ακόμη αποδειχθή· οπωσδήποτε, ίχνη του ευρίσκονται εις τα διάκενα των θεμελιώσεων των καμαρών του κατά πολύ νεωτέρου του υδραγωγείου, το οποίον κατέλαβεν την εις το σημείον εκείνο τροχιάν του. Η κατά πολύ μεταγενεστέρα (1520) ανάπτυξις της μεσαιωνικής πόλεως, όσον αφορά το τμήμα τού περιβόλου της (επί Σουλεϊμάν Με­γαλοπρεπούς, ιδρύσαντος και το καμαρωτόν υδραγωγείον) και η τότε ανακαίνισις και των επί της χερσονήσου τειχών της (2) δεν άφησαν τα ίχνη της επισυνάψεως του τειχίσματος επί του περιβόλου Α.

Οι λόγοι της ιδρύσεώς του, όμως, καθώς και τα κατωτέρω παρατεθησόμενα χωρία των Βυζαντινών συγγραφέων ουδεμίαν αμφιβολίαν αφήνουν, ότι το τείχισμα εκείνο έκλειεν τον ισθμόν της χερσονήσου Καβάλας, κατά το εις την προέκτασίν του υδραγωγείον και επισυνήπτετο επί του έναντι βορείου της τριγωνικής χερσονήσου περιβόλου, αποκλείον ούτω το πέρασμα.

Μέγιστον, εξωτερικόν σωζόμενον ύψος του τειχίσματος είναι 4 μ., πλάτος δε ολικόν 2,60 μ. Εσωτερικώς το τείχισμα και εις ύψος 3 μ. από επιφανείας της γης σχηματίζει, εντός του κέντρου της καθέτου τομής του, δάπεδον πλάτους 1,30 μ. Υψουμένων δε εκατέρωθεν του δαπέδου τούτου των δύο, πέραν του κεντρικού πλάτους των 1,30 μ., τμημάτων του ολικού πάχους του τείχους, σχηματίζεται διάδρομος εσωτερικός. Το πλάτος των εκατέρωθεν του διαδρόμου τοίχων είναι 0,65 μ.

Το οικοδομικόν υλικόν του τειχίσματος είναι εξ αργών λίθων γρα­νίτου και ασβεστοκονιάματος, άνευ άλλης τινός διακοσμήσεως ή ουσίας (πλίνθων λ. χ. ή οστράκων τριμμένων, κουρασανί).

Πρόκειται λοιπόν περί μονού τείχους (3) μετά στενού, εσωτερικού διαδρόμου, καθ’ όλον το μήκος του, άνωθεν του οποίου, εις ωρισμένον ύψος ίσως και προς αμφοτέρας τας όψεις του, υπήρχαν ανοίγματα επάλξεων. Μέχρις όμως του σωζομένου ύψους των 4 μ., ουδεμιάς ίχνη βλέπομεν. Η κατωτέρω παρατιθεμένη περιγραφή του, κατά τας αρχάς του 16ου αιώνος, επισκεφθέντος αυτό, Ρ. Belon, λέγει ότι ήτο θολωτός, κεκαλυμμένος δηλ. δια καμαρωτής στέγης, ο εσωτερικός διάδρομος.

Την επί τη βάσει της τοιχοδομίας του ή άλλου τινός γνωρίσματος ημετέραν αδυναμίαν προς χρονολόγησιν του διατειχίσματος, αί­ρει η γραπτή περί αυτού παράδοσις, ήτις ανάγει τους χρόνους της οι­κοδομής του ήδη εις το 1308.

Ίσως νεωτέρας κάπως ηλικίας να είναι οι πέραν του βορειοτέρου άκρου του υψούμενοι, μεμονωμένοι πύργοι, εκ των οποίων οι μεν δύο είναι κυκλικοί, οι δε άλλοι τετράπλευροι, χωρίς να αποκλείεται να είναι και σύγχρονοί του.

O διαδεχθείς τον Μιχαήλ Η' (1282), Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος, στερούμενος, ως γνωστόν, εντοπίων, στρατιωτικών δυνάμεων, προσέλαβεν ως μισθοφόρους τους επιβλαβείς καταντήσαντας δια το Κράτος του Ισπανούς της λεγομένης Καταλανικής εταιρείας, οίτινες το 1307, επιστρέφοντες εκ Κωνσταντινουπόλεως, κατέλαβον την χερσόνησον της Κασσανδρίας, ματαίως, προηγουμένως, επιχειρήσαντες την άλωσιν της Χριστουπόλεως - Καβάλας. (Chroniques etrangeres rela­tives aux expeditions francaises pendant le XIIIe siecle υπό Buchon, Paris, 1841, σ. 461-63).

Ο λαβών μέρος εις την εταιρείαν Ramon Muntaner γράφει: «la Compagny passa, non sans beaucoup de peine, les pas de Christopolis, et puis par ses journees elle arriva a un cap nomine Cassandria». (Μετάφραση δική μου: Η εταιρεία πέρασε, με πολύ κόπο, το πέρασμα της Χριστουπόλεως και εν συνεχεία, μετά από μέρες, έφθασε σ’ ένα ακρωτήριο, που λεγόταν Κασσάνδρεια). Hopf, παρά Ersch-Gruber 85, 385-86, Conze, Reisen auf den Inseln des thrak. Meers 1860 σ. 7. Παπαρρ. E’, 150 - Δια τας δηώσεις του Αγίου Όρους υπό των Καταλάνων, βλέπε Safarik, Geschichte der siidslavischen Litteratur III Prag, 1865.8, σ. 116 βιογραφία Δανιήλ, ηγουμένου Χιλανδαρίου (1325-38). Την μελέτην A. Rubio y Lluch, Los Catalanos en Grecia κλπ. μόνον βιβλιογραφικώς γνωρίζω εκ των Ελληνικών A', 179.

Μετά την επιστροφήν των Καταλάνων εις την Μακεδονίαν, φοβού­μενος προφανώς ο αυτοκράτωρ μήπως επιδράμουν εκ νέου προς την Θρά­κην, έκτισε, κατά Νικηφόρον Γρηγοράν, (I, 246, Βόννης): «το περί την Χριστούπολιν μακρόν τείχος, από θαλάσσης μέχρι της του παρακειμένου όρους ακρωνυχίας, ως άβατον είναι το χωρίον καθ’ άπαξ μη βουλομένω τω βασιλεί τοις τ’ εκ Μακεδονίας ες Θράκην εθέλουσι διαβαίνειν τοις τ’ από Θράκης ες Μακεδονίαν»), (1,247: «ως απόρευχος έσται αυ­τοίς (Καταλάνοις) η προς Θράκην οδός, του προ βραχέος ανεγερθέντος μακρού τείχους αποκλείοντος το παράπαν αυτοίς»). (I,354: «Των φρου­ρών δε Χριστουπόλεως μη δεξαμένων, βιασάμενος (ο δεσπότης Κωνσταν­τίνος) αυτός διέκοψε μέρος του την δίοδον επιτειχίζοντος μακρού τεί­χους και ούτω πας ακωλύτως διέβαινεν ο στρατός»). (πρβ. Hammer. Geschichte d. Osm. Reichs I 6.124, Gregorovius,342).

Ότι το πρααναφερθεν μακρόν τείχος πρέπει να είναι το ενταύθα μελετώμενον ουδεμία αμφιβολία υπάρχει. Η περιγραφή του X. Γρηγορά «από θαλάσσης μέχρι της του παρακειμένου όρους ακρωνυχίας» είναι λίαν κατατοπιστική.

Εις τα κατωτέρω παρατεθησόμενα χωρία της Ιστορίας του Ιωάννου Καντακουζηνού, κατά τον εμφύλιον πόλεμον του οποίου, προς τον νόμιμον διάδοχον του θρόνου, Ανδρόνικον Γ' (1341), το πέρασμα (τα στενά) Χριστουπόλεως παίζει μεγάλον ρόλον, δια τας από Θράκης εις Μακεδονίαν και τανάπαλιν μετακινήσεις των στρατευμάτων, γίνεται σα­φής η αντιδιαστολή του τειχίσματος προς την πόλιν Χριστούπολιν (Καντ. I, 24,6-7 «εις το της Χριστουπόλεως φρούριον αφικέσθαι, άμα μεν καρτερόν εκ τε της φύσεως της κατασκευής, τούτο που και των τει­χών, άμα δ’ ότι και ωσπερεί τι κλείθρον κείται των κλιμάκων εκατέρωθεν μέσον, την δυτικήν στρατιάν πολλήν τινα ούσαν και προς μάχας εξησκημένην της εκ της έω καί της Θράκης διείργον καί τρίτον, ότι παράλιον ον και την εκ θαλάττης οθενδήποτε ευκαίρως αν παράσχοιτο συμμαχίαν»), (II, 226,20 «το παρά την Χριστούπολιν τείχισμα διελθών εστρατοπέδευσεν εις Φιλίππους»).

Ο Μέγας Δουξ Απόκαυκος, πληροφορηθείς το 1642 ότι ο I. Καντακουζηνός επρόκέιτο να επανέλθη εις Διδυμότειχον εκ Σερρών, «έπεμπε κατά τάχος τριήρεις εις Χριστούπολιν, άμα δε και στρατιάν εκ της ηπείρου, ως το εκείσε τείχισμα φυλάξοντας και κωλύσοντας διαβαίνειν την στρατιάν, ην γαρ ο τόπος επιτηδείως έχων εις φυλακήν την εκ των οπλιτών, ου δια τον επιτειχισμόν μόνον, αλλά ότι και κρημνώδης ων δύσκολον τοις ιππεύσιν παρείχετο την δίοδον». (II, 293. II, 346 «και γενόμενος παρά το εν Χριστουπόλει τείχισμα επεί αντέχειν ουχ οίοί τε ήσαν οι φρουρούντες προς τοσαύτην δύναμιν πολλαχού διατεμόντες, εκείνων εκλιπόντων διέβησάν τε και ηυλίσαντο εγγύς την νύκτα»), (πρό­κειται περί των διέλθόντων Τούρκων, με τον Αμούρ επί κεφαλής).

Το τείχισμα περιγράφει ό Ρ. Belon: Les Observations κλπ. Paris, 1553, Κεφ.LVIII, σ. 59: «II y avoit autrefois un mur de fortresse au dessus de la Cavalle, qui encore est demeure en son entier, quasi d’ un quart de lieue de longueur, situe sur le plus hault faiste de la prochaine montaigne. Il n’ y a rien plus vray qu’ il separoit les limites de Thrace d’ avec Macedoine. Ce mur qui enclose le passage au dessus de la Cavalle est voute, il a deux conduits par dedans quasi semblables au mur qui se rend depuis S. Pierre de Rome jusqu’ au chasteau S. Ange fait en maniere de galerie. Au bout de ce mur sur le hault de la montaigne il y a une grosse tour, qui est pour faire force contre le coste de Thrace» (Μετάφραση: «Υπήρχε κάποτε ένα τείχος φρουρίου πάνω από την «La Cavalle», το οποίο παραμένει ακόμη ολόκληρο, με μήκος σχεδόν το ένα τέταρτο της λεύγας, που βρίσκεται στην ψηλότερη κορυφογραμμή του επόμενου βουνού. Είναι βέβαιο ότι αυτό χώριζε τα όρια της Θράκης από την Μακεδονία. Αυτό το τείχος, που περικλείει το πέρασμα πάνω από την La Cavalle, είναι θολωτό, έχει δύο αγωγούς στο εσωτερικό, σχεδόν παρόμοιους με αυτούς του τείχους που πηγαίνει από το Άγιο Πέτρο της Ρώμης στο κάστρο S. Ange, φτιαγμένο με την μορφή στοάς. Στο τέλος αυτού του τείχους, στην κορυφή του βουνού, υπάρχει ένας μεγάλος πύργος, ο οποίος βρίσκεται εκεί για να παρέχει προστασία ενάντια (σ’ επιδρομείς από) τις ακτές της Θράκης.

To τείχισμα τούτο, από του υψομετρικού σημείου των 75 μ. περίπου από επιφανείας θαλάσσης, πρέπει να εδέχετο και το μέχρις εκεί υπογείως φθάνον ύδωρ μιας και μόνης εν Καβάλα πηγής, κειμένης δύο ώρας περίπου μακράν και επί της ατραπού Καβάλας - Παλαιάς Καβάλας. Η ιδία περίπτωσις μεταφοράς πηγαίου ύδατος, δια τείχους έχοντος διπλούν προορισμόν, υπήρχε και εις την προαναφερθείσαν Αναστασιούπολιν, (Σ. Κυριακίδου ε.ά. 14). Ότι υπήρχεν εις τους Βυζαντινούς χρόνους υδραγωγείον, του οποίου την τροχιάν ηκολούθησε το σωζόμενον με τας τεραστίας του καμάρας νεώτερον, το γνωρίζομεν όχι μόνον εκ των παλαιοτέρων τόξων, των σωζομένων παραλλήλως προς τα τουρκικά, καθ’ όλην την διαδρομήν εκ της πηγής μέχρι της πόλεως, αλλά και εκ των εξαχθέντών εκ της αύλακος του παλαιοτέρου πωρίνων ιζημάτων, των χρησιμοποιηθέντων ως καλυπτήρων του νεωτέρου υδραγωγείου. Επί της τομής των πώρων τούτων, 0,32 μ., κείται συναποσπασθέν το βυζαντινόν, οστρακωτόν κονίαμα (κουρασάνι), διά του οποίου είχεν αλειφθή η αύλαξ του υδραγωγείου και πολύ προηγουμένως, προτού σχηματισθή το ιζηματογενές πέτρωμα, πάχους 0,30 μ.

Μετά την κατά το 1373 κατάκτησιν, υπό του Μουράτ, της Αν. Μα­κεδονίας -Θράκης (Hammer I σ. 180) φαίνεται ότι το αχρήστου, φρουριακού πλέον προορισμού τείχισμα παρέμεινεν, επί δύο περίπου αιώνας, εκτελούν τον δεύτερον προορισμόν του, τον υδραγωγικόν.

Επειδή δε, εν τω μεταξύ, θα είχεν ανάγκην επισκευής το σημείον, το τέμνον τον ισθμόν, τότε (1520) επί της θέσεως του τμήματος εκείνου του τειχίσματος υψώθη το σήμερον σωζόμενον, καμαρωτόν υδραγωγείον, συγκαταλεγόμενον μεταξύ των διαφόρων αγαθοεργών κατασκευών εν Κα­βάλα, υπό του Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α', δια του Βεζύρου Ιμπραήμ Πασά. Εκπλησσόμενοι οι κατά καιρούς επισκεφθέντες εις το παρελθόν την Κα­βάλαν μελετηταί, ανήγαγον, όχι ορθώς, εις παλαιοτέρους χρόνους την ηλικίαν του υδραγωγείου τούτου, πολλοί δε ενετικόν το ενόμιζον έργον, πλην του Fredrich, Ath. Mitt. 1908 σ. 41 χρονολογούντος ορθώς. Belon έ.α. Il n’ y a pas longtemps que Abrahim Pacha restaura un conduit d’ eau, qui avoit este autrefois fait par les roys de Ma­cedoine, dont le courant de la fontaine est conduit de plus de trois lieues dela jusques en la ville de la Cavalle et vient d’ une haulte montaigne, tousjours suivant la coste par le conduit, jusques a tant qu’ elle trouve une vallee, et a fin de la faire passer, il a fallu luy faire de grandes arches haultes a l’ equipollent, pour la rendre de la montaigne en la ville, en sorte que les arches du dit con­duit ont plus de trente toises en haulteur. (Μετάφραση: Δεν έχει περάσει πολύς καιρός, από τότε που ο Ιμπραήμ Πασάς αποκατέστησε (επισκεύασε) έναν αγωγό νερού, τον οποίο είχαν φτιάξει παλαιότερα οι βασιλείς της Μακεδονίας, το ρεύμα του οποίου, από την πηγή του, διοχετεύεται, από μια απόσταση τριών λευγών στην πόλη της Καβάλλας κι έρχεται από ένα ψηλό βουνό, ακολουθεί πάντοτε τις κλιτύες των λόφων, μέχρι να βρει κοιλάδα, και για να την περάσει, χρειάστηκε να κατασκευαστούν μεγάλες καμάρες στις ισοϋψείς, προκειμένου να φθάσει από το βουνό στην πόλη, με συνέπεια, οι καμάρες του εν λόγω αγωγού να έχουν ύψος πάνω από τριάντα πήχεις).

Ο χρονογράφος Έβλιγιά (εννοεί τον Εβλιγιά Τσελεμπή), επισκεφθείς την Θράκην – Μακεδονίαν, κατά το έτος Εγείρας 1078=1667, (I. Σπαθάρης Θρακικά Δ', 113) λέ­γει (4) «Ο αείμνηστος Σουλτάνος Σουλεϊμάν, έναντι των ως άνω αγαθοεργιών του Βεζύρου Ιμπραήμ Πασά, ύδρευσε την πόλιν ταύτην (Κα­βάλαν) δια γλυκέος ύδατος ζωής, δια μέσου μιας γεφύρας εξ εξήκοντα εν όλω αψίδων αποτελουμένης, όπερ έργον είναι εκτός πάσης περιγρα­φής και ανώτερον πάσης αναπτύξεως, ως ουράνιον τόξον, το ύψος του οποίου είναι 80 πήχεις. Το έργον του Σουλεϊμάν είναι ίσον με το φρούριον του Φιλίππου»

Ότι το έργον είναι όντως των αρχών της Τουρκοκρατίας, το μαρτυρούν και τα οξυκόρυφα, (θλώμενα), αλλεπάλληλα τόξα, τα παρεντιθέ­μενα μεταξύ των μεγάλων καμαρών, τα οποία είναι καθαρώς Μουσουλ­μανικής τέχνης (5).

Ο μνημονεύεις, χρονογράφος Εβλιγιά, έ. ά., γνωρίζει και το ενταύθα μελετώμενον διατείχισμα, του οποίου την περιγραφήν παραθέτομεν, προλέγοντες την υπερβολήν της. «Εκτός του κάτω φρουρίου (Βα­ρούς Καλεσί) υπάρχει και έτερον ισχυρόν φρούριον, η απόστασις του οποίου από το στενωπόν Ντεμίρ – καπού, μέχρι της πύλης του λιμένος, είναι ακριβώς τρεις ώραι. Είναι όμως λεπτότερον (μονόν τείχος) αλλά αι γωνίαι και οι αγκώνες του είναι διπλοί, λόγω δε της παρόδου του χρόνου, εις τινα μέρη του παρατηρούνται καταρρεύσεις, δυνάμεναι, δι’ ελαχίστων δαπανών, να επιδιορθωθούν... οι πρόποδες των ορέων των επικειμένων τη πόλει γέμουσιν από καταμαύρους βράχους και αι κορυφογραμμαί των καλύπτονται υπό των υπολειμμάτων του φρουρίου».

Ο το Ι669 διελθών εκ Καβάλας, Καπουκίνος Robert de Dreux, γράφει τα εξής, περί του σωζομένου, τότε περισσότερον ακόμη, της εντεύθεν του Γυμνασιακού κτηρίου εξακριβωθείσης τροχιάς toυ τειχίσματος: «….On la fait aller jusqu’ a la ville par le moyen d’ un aqueduc, et l’ on voit de ce cote-la des mines d’ une forte muraille qui, des­cendant de la montagne jusqu’ a la ville, fermait entierement le passage et mettait le reste du pays hors de surprise» (Μετάφραση: (Το τείχος) φθάνει μέχρι την πόλη, μέσω ενός υδραγωγείου, και βλέπουμε, από αυτήν την πλευρά, τις εξωτερικές όψεις ενός ισχυρού τείχους, το οποίο, κατεβαίνοντας από το βουνό στην πόλη, έκλεινε εντελώς το πέρασμα και απάλλαξε την περιοχή από (δυσάρεστες) εκπλήξεις». (Voyage en Turquie et en Grece du R. P. Robert de Dreux, capuchin aumonier de l’ ambassadeur de France (1665-1669), publie et annote par H. Pernot, Paris, 1925 σ. 90).

To τείχισμα έχει υπ’ όψει του ο Αθηνών Μελέτιος, Γεωγραφία έκδ. Βενετίας ΑΨΚΗ' σελ. 395, Μακεδονία «ίσως η Οισύμη είναι το άνω της Καβάλας κρημνισμένον κάστρον, η δε Καβάλα είναι η Νεάπολις, ήτις και Χριστούπολις λέγεται υπό Πτολεμαίου».

Ο ανωτέρω φανερός ταυτισμός του παρά την Χριστούπολιν τειχίσματος, προς το άνωθεν της Καβάλας υψούμενον εισέτι τείχος, έχει βεβαίως πάντοτε ως βάσιν τον παραδεδεγμένον πλέον ταυτισμόν και της πόλεως προς την Μεσαιωνικήν Χριστούπολιν, την ποτέ Νεάπολιν.

Και δια μεν την τοποθέτησιν της αρχαίας Νεαπόλεως επί της σημερινής, τριγωνικής χερσονήσου της Καβάλας, ουδεμία αμφιβολία υπάρχει. Εν αναμονή όμως της εκδόσεως του Β’ μέρους της παλαιοχριστιανικής και βυζαντινής μελέτης της Χριστουπόλεως, θεωρούμεν υποχρέωσιν να παραθέσωμεν και ενταύθα, εν ολίγοις, τας σχετικάς μαρτυρίας.

Ως Νεάπολις είναι ακόμη γνωστή η πόλις ημών παρά Προκο­πίου, «περί κτισμάτων» Δ, 4,279, εν τω Συνεκδήμω Ιεροκλέους, 640,4 και εις το περί θεμάτων του Κ. Πορφυρογεννήτου, Β' 2, μολονότι προ της βασιλείας του είναι πλέον γνωστή υπό άλλο όνομα.

Πότε η Νεάπολις μετωνομάσθη εις Χριστούπολιν, ακριβώς δεν το γνωρίζομεν. Βοηθούμεθα, όμως, εις το να το συμπεράνωμεν, από τα πο­λύτιμα δια την μελέτην της Μεσαιωνικής Ελληνικής Γεωγραφίας Τακτικά.

Εις το τακτικόν του ΙΙαρισινού Κώδικος 1555 Α (7ον), του οποίου το πρωτότυπον συνετάχθη κατά το 746, (Γ. Κονιδάρη, αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικ. Πατριαρχείου και η τάξις αυτών Αθήναι 1934, εις την σειράν τών Beihefte der byz - Neugriechischen Jarhb του καθηγ. Ν. Βέη σ. 14, 25, 85, 94) και εις τους υπό τον Μητροπο­λίτην Θεσσαλονίκης υπαγομένους επισκόπους αναφέρεται ο Νεαπόλεως ιστ’, προηγουμένως των Σερρών και Αμφιπόλεως.

Εις μολυβδόβουλλον των χρόνων των εικονοκλαστών, αναφέρεται ο Μιχαήλ κομερκιάριος Χριστουπόλεως, (G. Schlumberger, Sigillographie de l’ Empire byzantine σ. 114 αριθ. 1 και εις δύο άλλα του Ι’ αιώνος). Υποθέτομεν, λοιπόν, ότι ήδη από του Η’ αιώνος είχε μετονομασθή πλέον είς Χριστούπολιν, διότι το τακτικόν Λέοντος Σοφού (886-911) Gelzer ε. κ. σ. 558 λέγει «τω Φιλίππω» Μακεδονίας ΛΘ’ 594 υπάγονται ο Πολυστύλου (Αβδήρων), ο Βελικίας, ο Χριστουπόλεως κλπ., εν όλω 6 επισκόποι.

IΙοία ήτο η αφορμή της μετωνομασίας; Μέχρι των χρόνων Λέοντος Ισαύρου, αι επισκοπαί Μακεδονίας υπήγοντο εκκλησιαστικώς εις τον Ρώμης, αντιπροσωπευόμενον υπό του εξάρχου του Ιλλυρικού, Μητροπο­λίτου Θεσσαλονίκης. Εις το τακτικόν Λέοντος Ισαύρου (Κονιδάρη έ. α. σελ. 52 πίναξ Α') αναφέρεται το πρώτον ως Μητρόπολις Μακεδονίας και παραλλήλως προς την Μητρόπολιν Θεσσαλονίκης και η Φιλίππων, όλαι δε αι Μητροπόλεις του Ιλλυρικού μετατάσσονται συγχρόνως εις την δικαιοδοσίαν του Οικ. Θρόνου. Εις το εν λόγω όμως τακτικόν, η νεωστί ιδρυθείσα Μητρόπολις Φιλίππων δεν έχει ακόμη υποτελείς επι­σκόπους, ο δε Νεαπόλεως, κατά το τακτικόν του ΙΙαρισινού Κώδικος, ως είδομεν ανωτέρω, υπάγεται ακόμη εις τον Θεσσαλονίκης.

Φαίνεται λοιπόν ότι η προαγωγή της εκκλησίας των Φιλίππων εις Μητρόπολιν (733) και η υπαγωγή εις αυτήν των τέως υπό τον Θεσ­σαλονίκης πέριξ επισκόπων, επέφερε και κάποιαν έξαρσιν του χριστια­νικού παρελθόντος της πόλεως Φιλίππων, ως πρώτης δεξαμένης εν Ευ­ρώπη τον Χριστόν δια του Παύλου, και πιθανόν ο λιμήν, εις τον οποίον απεβιβάσθη το πρώτον ο ΙΙαύλος, μετωνομάσθη από Νεαπόλεως εις Χριστούπολιν. Η αντικατάστασις του πρώτου συνθετικού του τοπωνυμίου διά του Χριστού δεν ήτο άνευ δικαιολογητικού, αφού τόσαι άλλαι πό­λεις, ολιγώτερον χριστιανικώς ιστορικαί, φέρουν το όνομα τούτο.

Το δεύτερον όνομα της πόλεως ευρίσκομεν καθ’ όλην την διάρκειαν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αδιακρίτως εις Ελληνικά ή μη, μέχρι σήμερον, δυνατόν εξετασθέντα ύφ’ ημών έγγραφα και τακτικά (Gelzer ε. κ. σ. 595, 606): Μόλις δε κατά τας αρχάς του 16ου αιώνος αναφαίνεται το τρίτον σημερινόν όνομά της: Καβάλα.

I. Diarii di Marino Sanuto τόμος IV, 387, Σεπτέμβριος 1502 «...Scrive, come si parti da Corfu, et con 34 galie 4 francese et 4 di Rodi, havia posto in terra a Cristopoli e nel Golfo di Salonichij, dove a dipredato molte anime. tolto formenti...» σ. 310. Sumario di una letera, data a Millo 27 Iuio 1502. «Deinde scor seno a Grasopoli = Χριστούπoλι. έ.α τομ. XXVII σ. 32. Marzo, ΜΡΧΙΧ=Μάρτιος 1519, εις επιστολήν εξ Αδριανουπόλεως του Sier Lunardo Bembo baylo di 5 Zoner αναφέρεται «...Scrive, ditto Gran Signior ando la caza versa . . Cavala...» σ. 112, 13 Μαρτίου 1519... andato a la caza verso Salonichi, essendo in castra terra deserta chiamata la Cavala, vete fuste 2 di rodiani...».

Εις την είδησιν περί της καταστάσεως της 'Ελλάδος κατά το 1533, (Sathas, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, Documents inedits relati­ves a l’ Histoire de la Grece au moyen age, τομ. VI (Pa­ris 1839, σ. 313-317) αναφέρεται, «... Et se non li paresse aproposito il dismontare intorno a Salonich, andare piu inanti persino a Grysopolo (6) ch’ era sitta nel golpho nella Montagna Chia­mata al presente la Cavala gia roinata, nela quale a un stetto passo per andare da tutta la Grecia in Constantinopoli per la via diritta, altramente bisognia dopoi fare gran giro con molta incomodita».Tο τελευταίον μέρος της περιγραφής αφορά εις το πέρασμα, η όλη δε πληροφορίαι είναι πολύτιμος, διότι συγχρόνως κείται το Χριστούπολις και Καβάλα εν τω αυτώ κειμένω.

Παρά Η. Gelzer, Ungedruckte und ungenugend veroffentlichte Texte der Notitiae episcopatum, Μόναχον 1900, aus den Abhandlungen der K. bayer. Akademie des Wiss. I. Cl. XXI Bd. Ill Abth. σ. 629 εις τακτικόν των αρχών της Τουρκοκρατίας, ΙΕ' αιώνος, κείται «η Χριστούπολις ήτοι Καβάλα» και υποσημ. 37 διά γραφάς: καβάλας, η καβάλα, η καβάλλα, ο καβαλίας· το παλαιότερον χειρόγρα­φον, το οποίον χρησιμοποιεί ο Gelzer, είναι της θεολογικής Σχολής Χάλκης Κων)πόλεως, αριθ. 80, του ΙΕ αιώνος, τα δε άλλα νεώτερα. έ. α. σ. 631, εις τους από επισκόπους γενομένους Μητροπολίτας αναφέρεται «από του Φιλίππων, η Χριστούπολις ήτοι η Κάβαλα».

Κατά ταύτα, το σωζόμενον υπεράνω της Καβάλας, της ταυτιζομένης προς την Χριστούπολιν, τείχισμα είναι το παρά τοις συγγραφεύσι αναφερόμενον, μακρόν «παρά Χριστούπολιν τείχος».

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗΣ



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



(1) Τους τα στενά της Χριστουπόλεως (Γ. Ακροπολίτης 40) φυλάττοντας παρομοιάζει προς τους τριακοσίους του Λεωνίδου ο Νικηφ. Γρηγοράς II σ. 627 (Βόννης) Heuzey-Daumet, Mission κλπ. 12-13. Γ. Μπακαλάκης Α.Ε. 1936 σ. 43. Η μη δια της Χριστουπόλεως (Καβάλας) πoρεία σπανίως και εν υψίστη ανάγκη επεχειρείτο. Πρβ. Ν. Γρηγοράν ΙΙ σ. 631 έτους 1342. «κάξ ευωνύμων αφείς ο Καντακουζηνός τους τα στενά Χριστουπολιως παραφυλάττοντας δια της άκρας του όρους τας οικείας διεβίβασε δυνάμεις. μακροτέρα μεν και επιπόνω χρησάμενος πορεία δια τας δυσχερείας των τε πετρών και φαράγγων και των εκ_της λόγμης εκείνης δέν­δρων και ακανθών. διεβίβασε δ’ εκεί και κατεστρατοπέδευσε περίπου τα ιππήλατα των Φιλίππων, ένθα πάλαι Βρούτος και Κάσσιος επολέμησαν Οκταβίω Καίσαρι».

(2) Γ. Μπακαλάκη, Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβάλα, μέρος A’, Α.Ε. 1936 σελ. 1-18, σημ. 5.

(3) Ομοίας κατασκευής και προορισμού παρομοίου ήτο και το τείχος της Αναστασιουπόλεως - Περιθεωρίου σημ. Μπουρού Καλέ της Βιστονίδος λίμνης. Στίλπ. Κυριακίδου, Θρακικά ταξίδια. Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος 193.1 και εις ιδιαί­τερον τεύχος 1930 σ. 8, 14.

(4) Seyahetname Evlja Celebi τόμ. 8ος έκδ. Κων/πόλεως 1928 σ. 115 - 120 του τουρκικού κειμένου.

(5) Επειδή ο λόγος περί του υδραγωγείου, ας προσθέσωμεν ότι τας προς το τείχος της Μεσαιωνικής πόλεως καμάρας του επεσκεύασεν εις νεωτέραν εποχήν ο εκ Καβάλας έλκων την καταγωγήν του Χεδίβης της Αίγυπτου Ιμπραήμ Πασάς (1789 — 1818). Το επισκευασθέν τμήμα είναι φανεράς, διαφόρου τεχνοτροπίας και φέρει δια πλίνθων την μουσουλμανικήν χρονολογίαν από Εγείρας 1231=1825. Επί της επί του λόφου της πόλεως τροχιάς του, σώζεται επί λί­θου της αύλακος η χρονολογία 1823, χαραχθείσα προφανώς υπό τινος Έλληνος μαστόρου.

(6) Το ορθόν Christopolis, δια φωνητικούς πιθανόν λόγους, έφερεν και εις την Ελληνικήν την διττογραφίαν Χρυσόπολις, εξ ου ενομίσθη ότι επρόκειτο περί άλλης τινος πόλεως, παρακειμένης τη Χριστουπόλει. Π. Παπαγεωργίου Byz. Zeitschrift III (1891) σ. 271. Βιογραφία Σερρών Ιωαννικίου (1745-1769) κείται «. . .δια θαλάσσης κατευοδώθημεν συν θεώ αρωγώ εις Χρυσόπολιν, ήτις εστίν η νυν λεγομένη Καβάλα, κακείθεν εις Δράμαν», εις υποσημείωσιν της ιδίας ανωτέρω σελίδος ο Π Παπαγεωργίου δέχεται ως άλλην την Χρυσόπολιν, άλλ’ επί του θέματος τούτου αλλαχού θα επανέλθωμεν, προσκομίζοντες περισσοτέρας απο­δείξεις. Εν τω ανωτέρω κώδικι Σερρών, ο Παπαγεωργίου λέγει ότι εις την σελ. 17 κείται «μέσα εις το κάτεργον το αφεντικόν της Καβάλας».