Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

(Διάλεξη του Θεοδώρου Δημ. Λυμπεράκη, που δόθηκε στις 7-12-2009, επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 250 χρόνων από την ανέγερση του Ιερού Ναού).

Το Πράβι (η σημερινή Ελευθερούπολη) είναι μια από τις αρχαιότερες κωμοπόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας.

Είναι κτισμένη στους πρόποδες των βουνών Παγγαίου και Συμβόλου, από τα οποία το πρώτο υπήρξε σπουδαιότατο, θρησκευτικό κέντρο της αρχαιότητας, αλλά και αξιόλογη πηγή πλούτου, με τα μεγάλα δάση του και τα περίφημα μεταλλεία χρυσού και αργύρου.

Στην κορυφή του υπήρχε, ήδη πριν την εποχή του Ηροδότου, το μαντείο του Διονύσου, που το κατείχε και το εκμεταλλευόταν το πολεμικό, θρακικό φύλο των Σατρών.

Ή ύπαρξη αρχαίων ευρημάτων στην περιοχή του Πραβίου είχε επισημανθεί ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ο Γάλλος περιηγητής E. Cousinery, γενικός πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, περνώντας στα 1786 από το Πράβι, ανέφερε την ύπαρξη «ορισμένων αρχαιοτήτων», χωρίς ωστόσο να τις περιγράψει.

Πολύ αργότερα ο Γάλλος αρχαιολόγος L. Heuzey, που πέρασε από το Πράβι μαζί με τον επίσης Γάλλο αρχιτέκτονα Daumet, δημοσίευσε δύο επιγραφές από το Πράβι, που τις είδε εντοιχισμένες στον τότε «επισκοπικό» ναό της επισκοπής Ελευθερουπόλεως, δηλαδή στον Άγιο Νικόλαο. Απ’ αυτές η μία ήταν μια επιτύμβια επιγραφή των παλαιοχριστιανικών χρόνων, που βρισκόταν εντοιχισμένη στον τοίχο του εξωτερικού περιβόλου του Ναού. Μια τρίτη επιγραφή, την οποία δημοσίευσε ο Salac, ήταν αυτή για την οποία ο Ρ. Perdrizet είχε επισημάνει ότι χρησίμευε ως κατώφλι του ναού. Δυστυχώς και οι τρεις παραπάνω επιγραφές είναι σήμερα χαμένες. Πάντως, ακόμη και σήμερα, στο νότιο περιστύλιο, αριστερά της εισόδου του ναού και δίπλα στο εικονοστάσι, σώζεται μια λατινική επιτύμβια επιγραφή, αφιερωμένη σ’ ένα μικρό, πεντάχρονο θράκα.

Οι μαρτυρίες για την ύπαρξη ρωμαϊκής κώμης στην Ελευθερούπολη, που υπήρχαν μέχρι τότε, αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών αναστήλωσης και ανάπλασης του ναού του Αγίου Νικολάου, που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1971, όταν, μετά την καταστροφή του ναού από πυρκαγιά και την απομάκρυνση των εξωτερικών επιχρισμάτων του, αποκαλύφθηκε ένα πλήθος θραυσμάτων αρχιτεκτονικών μελών παλαιοχριστιανικών χρόνων, καθώς και θραύσματα επιγραφών ρωμαϊκών χρόνων, εντοιχισμένα σε διάφορα σημεία του ναού και στην αψίδα του ιερού, όπου και η κτητορική επιγραφή του 1759.

Ωστόσο, οι ανασκαφές που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια της αναστήλωσης του ναού, έφεραν στο φως κι άλλα ευρήματα, τα οποία βεβαίωσαν και προγενέστερες φάσεις της ιστορίας αυτού του ρωμαϊκού οικισμού της Ελευθερούπολης, του οποίου γνωρίζουμε με μεγάλη πιθανότητα δύο ονόματα, αυτό του 2ου αιώνα μ.Χ. (Trillon ή Trinlo) και αυτό του 3ου αιώνα μ.Χ. (κώμη των Ανθεριτηνών). Η αποκάλυψη μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, κάτω από τον μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου, απέδειξε τη συνέχεια τής ζωής του ρωμαϊκού οικισμού στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, η οποία είχε ήδη τεκμηριωθεί με τα εντοιχισμένα στο μεταβυζαντινό ναό αρχιτεκτονικά μέλη, καθώς και τη χαμένη σήμερα επιτύμβια επιγραφή των παλαιοχριστιανικών χρόνων, ενώ η ανεύρεση ενός ελληνιστικού τάφου του 2ου π. Χ. αιώνα με πλούσια κτερίσματα και της διάσπαρτης κεραμικής του 4ου και 5ου π. Χ. αιώνα βεβαίωσε την ύπαρξη του οικισμού στους ελληνιστικούς και κλασικούς χρόνους.

Η θέση του αρχαίου αυτού οικισμού, στον οποίο ανήκουν τα ευρήματα του νεκροταφείου των ρωμαϊκών, ελληνιστικών και κλασσικών χρόνων κάτω από τον Άγιο Νικόλαο, εντοπίσθηκε το 1979 στο λόφο πού υψώνεται ανάμεσα στις βορειοανατολικές παρυφές της πόλης και στο σύγχρονο νεκροταφείο, στην περιοχή «Παλιάμπελα».

Ο οικισμός αυτός, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα από την επιφανειακή, κυρίως, έρευνά του, κατοικήθηκε αδιάκοπα ήδη από την ύστερη νεολιθική εποχή, (4.000 π.Χ. περίπου), μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου.

Ο λόγος της διαχρονικής ανάπτυξης του οικισμού, αρχικά στο λόφο πάνω από τα σημερινά νεκροταφεία και στη συνέχεια, ήδη από την πρώιμη, βυζαντινή περίοδο, στο σημείο όπου είναι κτισμένη η σημερινή Ελευθερούπολη, ήταν η θέση του οικισμού. Πράγματι, από την πόλη μας περνούσε, ήδη από τη πρώιμη αρχαιότητα, η αρχαία (ή Κάτω) Οδός, που ήταν αυτή την οποία είχε ακολουθήσει ο Ξέρξης, κατά την εκστρατεία του στην Ελλάδα. Η Κάτω Οδός εγκαταλείφθηκε γύρω στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα, για να ξαναχρησιμοποιηθεί από τους Ρωμαίους, οι οποίοι πάνω στα παλιά της ίχνη χάραξαν τη (δευτερεύουσα) οδό που συνέδεε τους Φιλίππους με την Αμφίπολη. Μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες, οπότε άλλαξαν οι συγκοινωνιακές συνθήκες της ευρύτερης περιοχής, το Πράβι εξακολουθούσε να είναι ένας σημαντικός, οδικός κόμβος και σ’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητά του όφειλε την ευημερία του.

Πάνω σ’ αυτό τον σημαντικό, οδικό άξονα, που για πολλούς αιώνες χρησίμευσε για τη μετακίνηση ανθρώπων, εμπορευμάτων και ιδεών, ήταν επόμενο ν ανεγερθεί πολύ πρώιμα, ήδη στην παλαιοχριστιανική περίοδο, (6ο αιώνα μ.Χ.), ένας περίλαμπρος ναός, του οποίου τη λαμπρότητα αποδεικνύουν τ’ αρχιτεκτονικά μέλη του, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα, εντοιχισμένα στον πολύ αργότερα ανεγερθέντα, Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου.

Δεν γνωρίζουμε, βέβαια, πότε ακριβώς εκείνος ο περίλαμπρος ναός είχε καταστραφεί, αλλ’ από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια και μέχρι το έτος 1759 δεν φαίνεται να υπήρξε άλλος ναός πάνω στα θεμέλιά του. Επειδή όμως ήταν επί αιώνες ορατά κάποια ίχνη του παλαιοχριστιανικού ναού, ενώ παράλληλα διατηρούνταν προφανώς κι η ανάμνησή του, όπως ίσως να διατηρούνταν στην προφορική παράδοση και το ότι αυτός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Μηνά, γι’ αυτό μέχρι σήμερα ο ναός γιορτάζει δυο φορές το χρόνο, μια στη γιορτή του Αγίου Μηνά και μία σ’ αυτή του Αγίου Νικολάου. Το γεγονός, άλλωστε, ότι σώζεται προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία, στη διάρκεια των απελευθερωτικών πολέμων των αρχών του 20ού αιώνα, οι κάτοικοι του Πραβίου έβλεπαν τον προστάτη Άγιό τους με το άλογό του πάνω από την πόλη, καθώς και το γεγονός ότι το τελούμενο προς τιμή του Αγίου Μηνά «κουρμπάνι» προδίδει μια λατρεία του Αγίου, προφανώς παλαιότερη αυτής του Αγίου Νικολάου, αποτελούν ισχυρά τεκμήρια, ότι ίσως ο παλαιοχριστιανικός ναός που βρίσκεται κάτω από τον Άγιο Νικόλαο ετιμάτο στη μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος Μηνά, παρόλο που τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια δεν βεβαιώνουν κάτι τέτοιο..

Πάνω στα θεμέλια του παλαιού εκείνου ναού άρχισε, λοιπόν, ν' ανεγείρεται το έτος 1759 ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, γεγονός για το οποίο μας πληροφορεί μια επιγραφή, χαραγμένη στο πάνω μέρος σπασμένου αμφικιονίσκου, τοποθετημένου ανεστραμμένα. Ό αμφικιονίσκος, που στη σημερινή του θέση, στην εξωτερική επιφάνεια της κόγχης του ιερού, τοποθετή­θηκε σε δεύτερη χρήση, ως οικοδομικό υλικό, φέρει πρόχειρα χαραγμένο, εκτός από το έτος που αναφέρθηκε, κι ένα μικρό σταυρό και είναι πολύ πιθανό να προέρχεται από παράθυρο της παλαιοχριστιανικής βασιλικής.

Για την ανέγερση του νέου ναού χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό, πέραν του κυρίου υλικού του, που το αποτελούσαν οι σχιστολιθικές πέτρες και οι σχιστολιθικές πλάκες της στέγης του, καθώς και τα ξύλα των ξύλινων μερών του, πολλά αρχιτεκτονικά μέλη (κίονες, αμφικίονες, κιονόκρανα κλ.π.) της παλαιοχριστιανικής βασιλικής που βρισκόταν κάτω από τα θεμέλιά του, η Αγία Τράπεζα της βασιλικής, που αποτελεί και τη σημερινή Αγία Τράπεζα του Ναού, ορισμένες, ρωμαϊκές επιγραφές και πλάκες, άγνωστης προέλευσης και μια ρωμαϊκή πεσόσχημη βάση, πού χρησιμοποιήθηκε και στην παλαιοχριστιανική εκκλησία, πιθανόν ως φιάλη, γιατί έχει ανάγλυφους σταυ­ρούς στις τρεις πλευρές και σήμερα βρίσκεται τοποθετημένη στην ανατολική άκρη της νότιας πλευράς του περίστωου κλπ.

Θα πρέπει, όμως, προτού αρχίσουμε ν’ αναφερόμαστε στην ιστορία του ναού του Αγίου Νικολάου, από την ανέγερσή του και μετά, να κάνουμε κι ορισμένες σκέψεις για τη θρησκευτική κατάσταση των Χριστιανών Πραβινών, στα χρόνια πριν την ανέγερση του ναού: Ήδη από το έτος 1212, σ' ένα γράμμα του, ο τότε Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ', απευθυνόμενος στον τότε καθολικό (λόγω της λατινικής κατάκτησης) Μητροπολίτη Φιλίππων Γουλιέλμο, ανέφερε ανάμεσα στις περιοχές της δικαιοδοσίας του τελευταίου και την "Pravicaresta" που πιθανώτατα είναι το Πράβι. Από πατριαρχικά έγγραφα, εν συνεχεία, αναφερόμενα στη δικαιοδοσία των Μητροπολιτών της Μητροπόλεως Φιλίππων, γνωρίζουμε ότι από παλαιών χρόνων, («έκπαλαι»), το Πράβι ανήκε, ως ενοριακό, στη μητρόπολη εκείνη. Είναι, επίσης, αναμφίβολο ότι και στη διάρκεια όλης της μακραίωνης δουλείας του, το Πράβι είχε και Χριστιανούς κατοίκους. Αυτό το τελευταίο επιβεβαιώνεται από ένα. Σιγίλιο, που εξέδωσε στη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του ο Νεόφυτος ο Β', ο από Αθηνών, το έτος 1608, με το οποίο ξαναπροσαρτήθηκαν στη Μητρόπολη Φιλίππων, από την οποία είχαν παλιότερα (άγνωστο όμως πότε) αποσπασθεί και προσαρτηθεί στη Μητρόπολη Δράμας, τα χωριά Πράβι και Αικισίανη (σημερινή Νικήσιανη), «προκειμένου ν’ αποκατασταθεί η αρχαία τάξη».

Στα χρόνια πριν την ανέγερση του Αγίου Νικολάου οπωσδήποτε υπήρξε μια σημαντική αναζωογόνηση του χριστιανικού πληθυσμού του Πραβίου, που δεν ήταν, βέβαια, άσχετη με την έναρξη της οικονομικής ανάπτυξής του, η οποία, με τη σειρά της, οφειλόταν στην εξαιρετική θέση του και στη μεγάλη, εμπορική κίνησή του. Πράγματι, περιηγητές που πέρασαν από το Πράβι στις αρχές του 18ου αι., (όπως ο Πώλ Λούκας κ.λ.π.), μας πληροφορούν ότι αυτό είχε πολλά χάνια, είχε εργοστάσιο κατασκευής βλημάτων ("τοπούζια") για πυροβόλα όπλα, (στη σημερινή στοά Νάτσιου), τα οποία μεταφέρονταν από τα λιμάνια της Καβάλας και του Τσάγεζι (Ορφανίου) στο ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, ενώ την ίδια περίοδο, λόγω των πολλών νερών της περιοχής, άκμαζε ήδη η βυρσοδεψία και η κατασκευή των περίφημων γεμενιών, ελαφρών υποδημάτων που τα λέγανε "τουλούμπες" - γιατί τα χρησιμοποιούσαν οι πυροσβέστες ή τουλουμπατζήδες - και τα οποία κατέκλυζαν τις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Φιλιππούπολης, (ανάμνηση αυτής της απασχόλησης αποτελεί ίσως η ονομασία της σημερινής συνοικίας "Τουλούμπα»). Εξ άλλου, περίτρανη απόδειξη της αναζωογόνησης της δράσης του χριστιανικού στοιχείου που διέθετε το Πράβι αποτελεί το γεγονός ότι από εδώ πέρασε κι ο Κοσμάς ο Αιτωλός για να διδάξει, το πέρασμά του, όμως, τοποθετείται οπωσδήποτε μετά το έτος 1760, οπότε ο πατριάρχης Σεραφείμ Β' του έδωσε την άδεια να περιοδεύσει και να διδάξει στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία, πράγμα που σημαίνει ότι η ανέγερση του ναού δεν συνδέεται με την προηγούμενη διέλευση του Αγίου, αφού ο ναός του Αγίου Νικολάου είχε ήδη ανεγερθεί, όταν πέρασε ο Άγιος, αλλά η διέλευση του Αγίου οφειλόταν στην αναζωογόνηση του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής.

Αυτή η οικονομική αναζωογόνηση των χριστιανών κατοίκων του Πραβίου δεν ήταν, όμως, η μόνη αιτία για την ανέγερση του ναού στα 1759. Μια δεύτερη, σημαντική αιτία συνδέεται άμεσα με την αρχαία επισκοπή Ελευθερουπόλεως.

Η βυζαντινή Ελευθερούπολη τοποθετείται από τους ιστορικούς, τους αρχαιολόγους και τους ερευνητές στα ερείπια του βυζαντινού κάστρου της Ανακτορούπολης, (τη Νέα Πέραμο) Πράβι και αργότερα στις σημερινές Ελευθερές. Εκεί, συνεπώς, έδρευε όλους τους αιώνες που υφίστατο (και γνωρίζουμε ότι η επισκοπή Ελευθερουπόλεως, ή Αλεκτρυοπόλεως ή Ανακτοροπόλεως υπήρχε τουλάχιστον από το 879 μ.χ., οπότε στην υπό τον Φώτιο σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως μνημονεύεται ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Θεόδωρος), η υπαγόμενη στην Αποστολική Μητρόπολη των Φιλίππων, επισκοπή Ελευθερουπόλεως, η οποία, στο β' μισό του 15ου αιώνα, (περίοδο Τουρκικής κατάκτησης), ήταν η μόνη ζώσα επισκοπή της Μητροπόλεως Φιλίππων, σ’ αυτήν υπαγόταν ακόμη και η άλλοτε επισκοπή Χριστουπόλεως (Καβάλας) και στο εξής ο τίτλος "επίσκοπος Ελευθερουπόλεως" ήταν ο μοναδικός σε χρήση.

Από τους "επισκοπικούς καταλόγους της Εκκλησίας της Ελλάδος απ' αρχής μέχρι σήμερον" που δημοσίευσε ο Β.Γ. Ατέσης στην Αθήνα το έτος 1975, (σελ. 61), προκύπτει ότι οι τελευταίοι επίσκοποι της επισκοπής Ανακτοροπόλεως ή Ελευθερουπόλεως στην παλαιά της έδρα ήταν ο Δαμιανός, εκλεγείς το 1615 και ο Παρθένιος, εκλεγείς το 1624. Μετά τον τελευταίο μεσολάβησε ένα μεγάλο χρονικό κενό 142 (ή κατ' άλλους 159) χρόνων, μέσα στο οποίο δεν αναφέρεται κανένα όνομα επισκόπου της επισκοπής. Τούτο αποδίδεται από τους μελετητές στο ότι η έδρα της επισκοπής είχε παρακμάσει ή ίσως και να είχε καταστραφεί ολότελα, ο δε τίτλος της επισκοπής είχε παραμείνει ενδεχόμενα σε κάποιον αρχιερέα, υπαγόμενο στη Μητρόπολη Δράμας και Φιλίππων.

Το έτος 1766, όμως, επανιδρύθηκε από τον Πατριάρχη Σαμουήλ Α' τον Χαντζερή, μετά από αίτηση του επισκόπου Φιλίππων και Δράμας Καλλινίκου, η επισκοπή Ελευθερουπόλεως, οπότε εξελέγη επίσκοπος Ελευθερουπόλεως ο Γεράσιμος, που αργότερα διετέλεσε Μητροπολίτης Φιλίππων και Δράμας. Ήδη όμως η επανίδρυση της επισκοπής συνδέθηκε με τη νέα έδρα της, που δεν ήταν πλέον η αρχαία έδρα που είχε επί σειρά αιώνων, είτε στην περιοχή της σημερινής Νέας Περάμου, είτε στην περιοχή των Ελευθερών, αλλά το Πράβι. Υπάρχουν, ως εκ τούτου, δύο πιθανότητες: Είτε ότι το σπουδαίο γεγονός, της μεταφοράς της έδρας της επισκοπής, από τις Ελευθερές στο Πράβι, αποτέλεσε την αιτία της προηγούμενης ανέγερσης του ναού του Αγίου Νικολάου, προκειμένου ο ναός αυτός ν’ αποτελέσει τον επισκοπικό ναό της αρχαίας επισκοπής στη νέα έδρα της, είτε ότι η μεταφορά της έδρας στο Πράβι έγινε ακριβώς επειδή στο τελευταίο, το οποίο ήδη αποτελούσε ένα είδος επαρχιακού, ημιαστικού κέντρου, με μεγάλη εμπορική κίνηση, υπήρχε ιδιαίτερα ευσεβές, χριστιανικό στοιχείο, το οποίο πρόσφατα είχε κτίσει ένα ωραίο ναό, που άξιζε ν’ αποτελέσει τον επισκοπικό ναό της αρχαίας επισκοπής.

Γύρω από το ναό του Αγίου Νικολάου, πάντως, που ευθύς μετά την μεταφορά της έδρας της επισκοπής Ελευθερουπόλεως στο Πράβι έγινε επισκοπικός, (ίσως μάλιστα και η αφιέρωσή του στ' όνομα του "θαλασσινού" Αγίου Νικολάου να οφείλεται ή και να προέρχεται ακριβώς από την παλαιά έδρα της επισκοπής, που βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, όπως ήδη αναφέραμε), υπήρχε και συνέχισε να υπάρχει (ακόμη και μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους, ασχέτως του ότι ήδη πλέον δεν χρησιμοποιούνταν παρά μόνο για έκτακτα περιστατικά, ήτοι ταφές αβάπτιστων νεογνών ή ταφές τιμωμένων προσώπων), το νεκροταφείο των Χριστιανών της πόλης, ενώ τον χώρο περιέβαλλε υψηλός τοίχος ύψους 3,5 μέτρων, (που σωζόταν μέχρι το 1960), με 4 εισόδους, εντός και μέχρι του ύψους του οποίου υπήρχε το παλαιό, λιθόκτιστο καμπαναριό του ναού, που το έτος 1915 επεκτάθηκε καθ’ ύψος γύρω στα 11 μέτρα από Καλλιπολίτες μάστορες, με δωρεά του ντόπιου κατοίκου Α. Χατζηνάσιου, αγωγιάτη το επάγγελμα. Μέσα στον περίβολο επίσης υπήρχαν και οι τάφοι του νεκροταφείου καθώς και 2 πηγάδια, δύο λιθόκτιστα δωμάτια, ένας υπόστεγος, ημιυπαίθριος χώρος και, τέλος, ένα παλαιότατο παρεκκλήσι ταφής, (πίσω από το ιερό), με ωραιότατες τοιχογραφίες και με τα οστά των παλιών Πραβινών.

Εδώ, συγκεκριμένα, ήταν θαμμένοι προύχοντες του τόπου, όπως λ.χ., ο Μητροπολίτης Ιωσήφ, μέλη της οικογένειας Διαμαντή, η Ασπασία Αλ. Παπουτσοπούλου, το γένος Π. Κολοβού, που γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 14-7-1869 και πέθανε στις 15-1-1901 κι ήταν συγγενής του Μάνθου Κολοβού, γραμματέα του Αλή πασά, ο Βασίλειος Παπαχρηστίδης, (που πέθανε στην Αθήνα το 1941) κ.α.

Μόλις κατά το έτος 1930 έπαψε η ταφή των Πραβινών στον χώρο του Αγίου Νικολάου, αφού ήδη από το 1923 είχε ανεγερθεί ο μικρός ναός των Αγίων Θεοδώρων, από τους πρόσφυγες που μετά την Μικρασιατική καταστροφή κατέκλυσαν την πόλη μας, ο οποίος έγινε ο Ιερός Ναός του κοιμητηρίου της.

Στο σημείο αυτό θ’ αναφερθούμε και σ’ ένα άλλο, ιστορικό πρόβλημα, που συνδέεται με το ναό μας. Γνωρίζουμε ότι η ελληνική συνοικία της ανέκαθεν μεικτής, (αποτελούμενης από Τούρκους, Έλληνες και Αθίγγανους), κοινωνίας του Πραβίου εκτεινόταν νότια της σημερινής λεωφόρου Φρίξου Παπαχρηστίδη (ή αλλιώς Εθνικής Οδού Καβάλας - Θεσσαλονίκης) και ταυτίζεται με τον διατηρητέο σήμερα οικισμό της παλιάς πόλης. Μέσα στα όρια όμως της ελληνικής συνοικίας δεν υπάρχει οποιοδήποτε ιστορικό στοιχείο, που να πιστοποιεί την ύπαρξη τυχόν Ιερού Ναού, ικανού να εξυπηρετήσει τις εκκλησιαστικές ανάγκες του χριστιανικού στοιχείου. Η σκέψη όμως ότι το επισκοπείο της επισκοπής Ελευθερουπόλεως, ανεγερθέν αμέσως μετά την μεταφορά της έδρας της τελευταίας στο Πράβι και λίγο μετά την ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου (και κατεδαφισθέν το έτος 1967) βρισκόταν στην καρδιά της ελληνικής συνοικίας και δίπλα στο σημερινό Β' Δημοτικό Σχολείο, δημιούργησε στους ερευνητές την υποψία, ότι ίσως εκεί δίπλα υπήρχε κάποιος ναός, για την ύπαρξη του οποίου όμως δεν έχουμε καμία πληροφορία. Την υποψία αυτή επιτείνει το γεγονός της επιλογής της προ του επισκοπείου εκείνου πλατείας, ως χώρου κατάλληλου για την ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Ελευθερίου το έτος 1929, σε συνδυασμό και με την πληροφορία ότι μέχρι την ανέγερση του τελευταίου, στην ίδια θέση υπήρχε κάποιο "στασίδι", (μικρό, προσκυνηματικό εκκλησάκι), που είχε, επίσης κατά πληροφορίες, ανεγερθεί εκεί στις αρχές του 20ού αιώνα και το οποίο κατεδαφίστηκε το 1929.


Η ΧΗΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΕΛΕΥΘ/ΛΕΩΣ, ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΥΣΧΙΔΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΣΤΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΕΚΕΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ .

Τον Μάρτιο του 1917 οι Βούλγαροι, μη μπορώντας να συγχωρήσουν στον εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Γερμανό Σακελλαρίδη το γεγονός της ενεργού συμμετοχής του, αρχικά στην τελευταία φάση του Μακεδονικού αγώνα και στη συνέχεια στους εναντίον τους αγώνες, μόλις κατέλαβαν εκ νέου την Ανατολική Μακεδονία, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο Πράβι, όπου, αφού τον βασάνισαν και τον εξευτέλισαν επί πολλούς μήνες, τελικά, τη βροχερή νύχτα της 5ης προς 6η Ιουλίου του 1917 τον έσυραν έξω από τη φυλακή του, με ισχυρή συνοδεία στρατιωτών, δήθεν για να τον οδηγήσουν στη Δράμα ή στη Βουλγαρία, στην πραγματικότητα όμως για να τον οδηγήσουν στο μαρτύριο, που έλαβε χώρα με την κατακρεούργησή του δίπλα σ’ ένα πηγάδι, κοντά στο χωριό Δάτο του σημερινού Δήμου Φιλίππων, από τις λόγχες των Βούλγαρων στρατιωτών, οι οποίοι στη συνέχεια τον απαγχόνισαν, ανάβοντας μάλιστα φωτιά κάτω από το μαρτυρικό σώμα του, μέχρις ότου εξέπνευσε.

Από το πρωί, λοιπόν, της 6ης Ιουλίου του 1917 τύποις, από το Μάρτιο όμως του ίδιου έτους στην ουσία, ο μητροπολιτικός θρόνος Ελευθερουπόλεως έμεινε κενός. Το βάρος της ουσιαστικής διοικήσεως της Ιεράς Μητροπόλεως και της πνευματικής καθοδηγήσεως του ποιμνίου της, σ’ εκείνες τις χαλεπές εποχές, ανέλαβε μια άλλη, ηρωική μορφή, ο στενός φίλος και συνεργάτης του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Γερμανού στον Μακεδονικό αγώνα και στην κατά των Βουλγάρων αντίσταση, ο Αρχιερατικός Επίτροπος παπα – Νικόλας Οικονόμος ή Βλάχος, του οποίου το πολύτιμο αρχείο, αποτελούμενο από εκατοντάδες έγγραφα αλλά και φωτογραφίες, με τη δική του επιμέλεια, με τη μετέπειτα φροντίδα του γιου του, αγαπητού Πραβινού ιερέα παπα - Δημήτρη Οικονόμου, κυρίως όμως χάρη στην ευαισθησία των τριών εγγονών του από το γιο του Παπα- Δημήτρη, του Νίκου, του Σπύρου και του Σταύρου Οικονόμου, παραδόθηκε, με τη μεσολάβηση του ομιλούντος, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Παράρτημα Καβάλας, επιτρέποντας, έτσι, να διασωθεί ένα ιδιαίτερα πολύτιμο κομμάτι της εκκλησιαστικής (και όχι μόνο) ιστορίας του τόπου μας και της περιοχής στην οποία εκτεινόταν η Ιερά Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως.

Με μια ενδεικτική, λοιπόν κι όχι, ασφαλώς, αποκλειστική σειρά εγγράφων, στα οποία θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια περιληπτικά και τα οποία προέρχονται από το πολύτιμο αρχείο που προαναφέραμε, θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε εκείνη την περίοδο της εκκλησιαστικής ιστορίας του τόπου μας, προσπαθώντας συνάμα να δείξουμε τον αγώνα και τη συμβολή της τοπικής εκκλησίας στους κόπους και το μόχθο του χειμαζόμενου λαού μας.

Στις 18 Ιανουαρίου του 1918, μόλις είχαν φύγει οι Βούλγαροι κατακτητές, αφήνοντας ρημαγμένη και λεηλατημένη την Ανατολική Μακεδονία και τους κατοίκους της, όσους είχαν επιζήσει, απόρους, ο υποδιοικητής Πραβίου στέλνει στον αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο, ένα έγγραφο, με το οποίο του δηλώνει ότι συνιστά μια τετραμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τον ίδιο τον ιερέα, τον Δήμαρχο Πραβίου και τις δεσποινίδες Γλυκερία Υφαντοπούλου και Μαρία Κυριακού, την οποία επιφορτίζει με το καθήκον να διανείμει δωρεάν, στους πιο άπορους Πραβινούς, 90 υποκάμισα και 25 δεκάδες καλτσών!

Στη συνέχεια έρχεται ένα σημαντικό έγγραφο, που φέρει ημερομηνία 19 Οκτωβρίου 1918, υπογράφεται από τον «αρχιερατικό επίτροπο Οικονόμου Νικόλαο» και περιέχει μια κατάσταση που περιγράφει τα ιερά άμφια, τα κειμήλια και τα βιβλία που άρπαξαν οι Βούλγαροι κατακτητές από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου του Πραβίου, (σήμερα Ελευθερούπολης), στις 24 Ιουνίου του 1917, η συνολική αξία των οποίων, όπως στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται, ανερχόταν σε 19.555 δραχμές εκείνης της εποχής!

Στις 20 Δεκεμβρίου του 1918 ο «Μητροπολίτης Ξάνθης και Καβάλλας Άνθιμος», όπως υπέγραφε, απέστειλε στον «Αιδεσ. παπά Νικόλα» μια επιστολή, με την οποία τον πληροφορούσε ότι του ανατέθηκε, από το Εκκλησιαστικό, Αρχιερατικό Συμβούλιο της Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλας, η εποπτεία της επαρχίας Ελευθερουπόλεως και γι’ αυτό τον καλούσε στην Καβάλα «δια τα περαιτέρω», προφανώς, δηλαδή, για να του αναθέσει καθήκοντα κι αρμοδιότητες.

Στις 26 Δεκεμβρίου του 1918 ο πρόεδρος της κοινότητας Μουσθένης απηύθυνε προς τον αρχιερατικό επίτροπο παπα – Νικόλα μια επιστολή, με την οποία, αφού τον πληροφορούσε ότι κι οι δυο ψάλτες της κοινότητάς του είχαν πεθάνει όμηροι στη Βουλγαρία, του ζητούσε να μεσολαβήσει, ώστε ο κ. Στέργιος Σιμιτσής, άλλοτε δάσκαλος στο χωριό Κάρυανη, να διοριστεί δάσκαλος στη Μουσθένη, γιατί συνάμα αυτός είχε τη δυνατότητα «να μετέρχεται και την ψαλτικήν». Μέσα απ’ αυτό το έγγραφο φαίνεται γυμνή η αλήθεια της πλήρους και ολοσχερούς αποδιοργάνωσης της ελληνικής διοίκησης στην επαρχία της Ιεράς Μητροπόλεως, που έλαβε χώρα στη διάρκεια της τρομερής, βουλγαρικής κατοχής 1915-1917, καθώς και του ολέθρου που έσπειραν οι κατακτητές, αφαιρώντας χιλιάδες ζωές σ’ εκτελέσεις κι ομηρίες κι αφήνοντας ακόμη και τις εκκλησιές έρημες, χωρίς ιερείς και ψάλτες.

Στις 4 Φεβρουαρίου του 1919 ο αρχιερατικός επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλας, στην εποπτεία της οποίας εξακολουθούσε να υπάγεται η επαρχία Ελευθερουπόλεως, απέστειλε στον παπα – Νικόλα μια επιστολή, με την οποία του ζητούσε να πληροφορήσει την εποπτεύουσα Ιερά Μητρόπολη για την τύχη των αρχιερατικών και λοιπών περιουσιακών στοιχείων του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Γερμανού, ποια ήταν τα ονοματεπώνυμα των ιερέων της επαρχίας Ελευθερουπόλεως, οι οποίοι είχαν απαχθεί στη Βουλγαρία κι αν κάποιοι απ’ αυτούς εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη Βουλγαρία, τον πληροφορούσε ότι οι καταστάσεις με τις ζημίες που είχαν υποστεί τα χωριά της επαρχίας Ελευθερουπόλεως από τους κατακτητές δεν είχαν φτάσει ακόμη στα χέρια της εποπτεύουσας Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλας και του ζητούσε να στείλει τα χρήματα από τις εκδοθείσες άδειες γάμου, γιατί η Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Καβάλας «είχε απόλυτον ανάγκην χρημάτων».

Στις 9 Φεβρουαρίου του 1919 ο υποδιοικητής Πραβίου στέλνει στον Δήμαρχο Πραβίου, στον αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο και στις δεσποινίδες Μαρίκα Κυριάκου και Ελένη Αθανασίου Νικολάου ένα έγγραφό του, με το οποίο τους ενημερώνει ότι συνιστά μια νέα, τετραμελή επιτροπή διανομής ιματισμού, την οποία επιφορτίζει με το καθήκον, να συντάξει ονομαστικό κατάλογο των εντελώς απόρων της περιφερείας Πραβίου, των εχόντων ανάγκη ιματισμού, επισημαίνοντάς τους ότι έπρεπε να προτιμηθούν οι χήρες και τα ορφανά των φονευθέντων, στην Ελλάδα ή στη Βουλγαρία, των αποθανόντων από κακουχίες και στερήσεις, καθώς και οι οικογένειες των ομήρων και των προσφύγων.

Στις 26 Φεβρουαρίου του 1919 ο Δήμαρχος Πραβίου, κ. Κωνσταντίνος Εμμανουηλίδης, αποστέλλει προς τον αρχιερατικό επίτροπο, «Αιδεσ. Ιερέα Νικόλαον», δύο έγγραφα: Με το πρώτο απ’ αυτά του κοινοποιεί την εγκύκλιο του Υπουργείου των Στρατιωτικών, «περί προσκλήσεως προς κατάταξη των στρατευσίμων της απογραφής του 1919 και τον παρακαλεί να φροντίσει, ώστε αυτή ν’ αναγνωστεί στους Ιερούς Ναούς της επαρχίας της Ιεράς Μητροπόλεως, ενώ με το δεύτερο του κοινοποιεί έγγραφο του Υποδιοικητή Πραβίου, «περί περιθάλψεως των θυμάτων του πολέμου», αξιωματικών ή οπλιτών, που είχαν περιέλθει σε κατάσταση απορίας.

Την επομένη, 27η Φεβρουαρίου του 1919, η Εκκλησιαστική Επιτροπή, οι κοινοτικές αρχές κι όλοι οι κάτοικοι του χωριού Κορμίστα (που σήμερα ανήκει στο Νομό Σερρών), απευθύνουν προς τον αρχιερατικό επίτροπο, παπά – Νικόλα Οικονόμο, επιστολή, με την οποία τον παρακαλούν να διορίσει τον πατέρα Στέργιο Παπαθανασίου ως ιερέα του χωριού, με τον οποίο η κοινότητα Κορμίστης είχε προβεί σε σχετική συμφωνία. Στην επιστολή αυτή βλέπουμε την Κορμίστα, (Χορομίτσα των υστεροβυζαντινών εγγράφων του Αγίου Όρους), να υπάγεται, ακόμη τότε, στην εκκλησιαστική και ποιμαντική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως.

Στις 20 Μαρτίου του 1919 ο αρχιερατικός επίτροπος, παπα – Νικόλας Οικονόμος, απαντώντας σε σχετικό αίτημα του Γενικού Διοικητή Ανατολικής Μακεδονίας, αποστέλλει προς αυτόν μια πολύ ενδιαφέρουσα, όσο και τραγική επιστολή: Πρόκειται για την ονομαστική κατάσταση των ιερέων της επαρχίας Ελευθερουπόλεως, που είχαν αποσταλεί όμηροι στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας της Βουλγαρίας επί δεκαπεντάμηνο και άλλοι μεν εξ αυτών επέστρεψαν, άλλοι όμως άφησαν τη τελευταία τους πνοή στα τρομερά εκείνα στρατόπεδα ή στο δρόμο της επιστροφής. Τα ονόματα των ιερέων εκείνων και ο τόπος όπου αυτοί λειτουργούσαν, αντί για μνημόσυνο, θα δημοσιευτούν στα Πρακτικά του παρόντος συνεδρίου.

Μετά το παραπάνω τραγικό έγγραφο παραθέτουμε ένα ακόμη, τραγικότερο, το οποίο συνέταξε ο παπα – Νικόλας Οικονόμος ως «Αρχιερατικός επίτροπος του αγίου Ελευθερουπόλεως». Το έγγραφο αυτό δεν φέρει χρονολογία, πλην όμως από το περιεχόμενό του προκύπτει ότι συντάχθηκε αμέσως μόλις ο συντάκτης του επέστρεψε από την ομηρία στα βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το έγγραφο απευθύνεται «προς την Αυτού Σεβασμιότητα τον Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος» και αποφεύγοντας, λόγω της τραγικότητάς του, να το σχολιάσουμε, παραθέτουμε αυτούσιο το πιο σημαντικό κομμάτι του: «……. Άμα τη κατά το χιλιοστόν εννεακοσιοστόν δέκατον έκτον έτος αφίξει των προαιωνίων εχθρών του έθνους και της εκκλησίας ημών, των απαισίων Βουλγάρων, οίτινες με εξοντωτικόν πρόγραμμα ήλθον, (στρεφόμενοι;) μεταξύ των άλλων κυρίως (κατά;) επιστημόνων, εκ των οποίων άλλοι μεν εξορίσθησαν, άλλοι εφυλακίσθησαν και άλλοι εδολοφονήθησαν, δεν ηδυνήθη να υπεκφύγει και ο ημέτερος Μητροπολίτης Άγιος Ελευθερουπόλεως, παρά (των) τα μένεα πνεόντων κατ’ αυτού από το δεκατρία (εννοεί τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο του 1913), δεν ήργησαν να προσάψωσιν κατ’ αυτού κατηγορίαν ως κατασκόπου και την 6ην Φεβρουαρίου το 917 συλληφθείς ερρίφθη εις τα φυλακάς όπου εκρατήθη μέχρι της απαγωγής του εις εξορίαν γεννησομένης τη 23 Ιουνίου του ιδίου έτους και την 28 του ιδίου μηνός και έτους απήχθη νύκτωρ εκ Πραβίου, κατ’ αφήγησιν των ενταύθα εναπομεινάντων…» (και περιγράφεται ακολούθως το γνωστό μαρτύριο του εθνομάρτυρα).

Από τις 23 Μαρτίου του 1919 έρχεται ένα έγγραφο του Δημάρχου Πραβίου, Κωνσταντίνου Εμμανουηλίδη προς τον αρχιερατικό επίτροπο, με το οποίο παρακαλείται ο τελευταίος να μεριμνήσει για την τελετή της επίσημης δοξολογίας της εορτής της 25ης Μαρτίου, η οποία εορτή δεν είχε τελεστεί ποτέ στα προηγούμενα χρόνια, λόγω των εχθρικών κατακτήσεων.

Στις 20 Απριλίου του 1919 ο Υποδιοικητής Πραβίου ζητά από τον αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο, να τον ενημερώσει για τα επιδόματα που θα εισέπρατταν οι παλλινοστήσαντες από την τρομερή, δεκαπεντάμηνη εξορία ιερείς της Ιεράς Μητροπόλεως.

Από τις 6 Μαίου του 1919 έχουμε τρία (3) έγγραφα της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλλας, τα οποία υπογράφει ο Μητροπολίτης Άνθιμος, με τα οποία η ως άνω Ιερά Μητρόπολη ζητά από τον αρχιερατικό Επίτροπο της χηρεύουσας ακόμη Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως:

Με το υπ’ αρ. πρωτ. 187 έγγραφο, να συγκεντρώσει από τους εφημερίους και τις εκκλησιαστικές επιτροπές των ιερών ναών της επαρχίας Ελευθερουπόλεως λεπτομερείς δηλώσεις «περί των ζημιών των προελθουσών εκ του πολέμου εις τας περιουσίας των ιερών ναών, (τόσον του Πραβίου, όσον και των λοιπών κοινοτήτων), τις οποίες να υποβάλει στην Υποδιοίκηση Πραβίου.

Με το υπ’ αρ. πρωτ. 188 έγγραφο, να ειδοποιήσει τις εκκλησιαστικές επιτροπές των ιερών ναών της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, ν’ αποστείλουν στην εποπτεύουσα Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Καβάλας πληροφορίες σχετικές με τον αριθμό των ενοριακών ναών και εξωκκλησίων, καθώς και των ιδιωτικών εκκλησιδίων που υπήρχαν σε κάθε χωριό, στη μνήμη τίνος αγίου τιμάται κάθε ναός, τα πλήρη στοιχεία όλων των εφημερίων των ναών αυτών, τις γραμματικές τους γνώσεις κλπ.

Με το υπ’ αρ. πρωτ. 189 έγγραφο, να ειδοποιήσει τις εκκλησιαστικές επιτροπές των ιερών ναών της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, σε συνεργασία με λογίους που υπήρχαν σε κάθε χωριό, (αρχαιολόγους, δασκάλους κλπ.), ν’ αποστείλουν στην εποπτεύουσα Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Καβάλας πληροφορίες σχετικές με τ’ αντικείμενα και ιερά σκεύη των ναών, εξωκκλησίων, νεκροταφείων κλπ. που είχαν αρχαιολογική αξία, καθώς και με τις παλαιές εικόνες αυτών.

Στις 24 Μαίου του 1919 ο Μητροπολίτης Ξάνθης και Καβάλλας, κ. Άνθιμος αποστέλλει στον αρχιερατικό επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως επιστολή, με την οποία του ζητά πληροφορίες για το σεπτό σκήνωμα του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως κ. Γερμανού, το οποίο είχε βρεθεί πρόσφατα, για τον τόπο όπου αυτό βρέθηκε και για την πάνδημη κηδεία του, της οποίας προέστη ο Μητροπολίτης Θεουπόλεως, ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Σ’ ένα έγγραφο της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως με ημερομηνία 14 Οκτωβρίου 1919 η εκκλησιαστική επιτροπή του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ελευθερουπόλεως, συνελθούσα σε συνεδρίαση μετά του αρχιερατικού επιτρόπου, αποφασίζει να καταθέσει στο υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος στην Καβάλα 8.000 δραχμές, για να υπάρχουν για τις ανάγκες του ναού. Το ενδιαφέρον του εγγράφου αυτού συνίσταται στο ότι το τη γνησιότητα των υπογραφών των μελών της επιτροπής, (Νικολάου Νικολάου, μετέπειτα Δημάρχου Πραβίου και Ιωσήφ Στεφάνου), καθώς και του αρχιερατικού επιτρόπου, επικυρώνει με την σφραγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλλας και με την υπογραφή του ο Μητροπολίτης της, κ. Άνθιμος.

Την 21η Οκτωβρίου του 1919 ο ίδιος πιο πάνω Μητροπολίτης Ξάνθης και Καβάλλας ζητά από τον παπα – Νικόλα να φροντίσει, ώστε η τοπική εκκλησία (εννοεί, προφανώς, την Ιερά Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως), να συνδράμει  με κάποιο χρηματικό ποσό στην αγορά θρανίων από την επιθεώρηση των σχολείων, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η έναρξη της λειτουργίας των σχολείων της περιφέρειας Ελευθερουπόλεως.

Ακολουθεί ένα σημαντικό έγγραφο, με αριθμό πρωτοκόλλου 2272 της 7ης Νοεμβρίου 1919 της Υποδιοικήσεως Πραβίου, με το οποίο η εν λόγω Υποδιοίκηση ζητά από τον αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο, να ζητήσει από τους καταγόμενους από τη Δυτική Θράκη ιερείς της Ιεράς Μητροπόλεως, να παλινοστήσουν στους τόπους καταγωγής τους, γιατί οι εκεί παλινοστήσαντες Έλληνες παραπονούνταν για την έλλειψη ιερέων. Οι συντάκτες του παρόντος έχουν τη γνώμη ότι εν προκειμένω η Υποδιοίκηση αναφερόταν, οπωσδήποτε και στους ιερείς εκείνους που είχαν έλθει στην Ελλάδα από την Ανατολική Θράκη (ή, ενδεχομένως μόνο σ’ εκείνους), οι οποίοι όφειλαν να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους, δεδομένου ότι μετά τη Συνθήκη των Σεβρών και την υπαγωγή ολόκληρης της Θράκης υπό ελληνική διοίκηση, πολλοί Έλληνες είχαν επιστρέψει στους τόπους όπου διαβίωναν πριν την αναγκαστική μετανάστευσή τους στην Ελλάδα κι είχαν ανάγκη ιερέων.

  Σ’ ένα έγγραφό της από την 29η Δεκεμβρίου του 1919 η εκκλησιαστική επιτροπή του ενοριακού ναού της Μουσθένης στέλνει στον αρχιερατικό επίτροπο το πρακτικό με το προϊόν του εράνου υπέρ των ορφανών των πολέμων, τον οποίο είχε διενεργήσει, κατόπιν εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εδώ μνημονεύεται κι η πληροφορία, ότι η επαρχία Πραβίου υπαγόταν τότε διοικητικά στο Νομό Δράμας.

Μ’ έγγραφο που αποστέλλει ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Προύσης, κ. Δωρόθεος, στις 30 Απριλίου του 1920, πληροφορεί τους ιερείς και τους πιστούς Χριστιανούς της Ιεράς Μητροπόλεως ότι η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου όρισε ως τοποτηρητή της χηρεύουσας, από του μαρτυρικού θανάτου του Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως κ. Γερμανού, Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, «τον Πανιερώτατον Μητροπολίτην Νευροκοπίου κ. Δαμασκηνόν», τον οποίο τους προτρέπει να δεχθούν ασμένως, να τον τιμούν και να τον αγαπούν και να μνημονεύουν το όνομά του κατά τις ιερές τελετές.

Τον Απρίλιο του 1921 βρίσκεται σ’ εξέλιξη η μικρασιατική εκστρατεία του ελληνικού στρατού και πολλοί επίστρατοι από την επαρχία της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως βρίσκονται ήδη στο μέτωπο. Γι’ αυτό στις 26 Απριλίου του 1921 ο παπα – Νικόλας στέλνει στον τοποτηρητή Μητροπολίτη Νευροκοπίου κ. Δαμασκηνό μια επιστολή, με την οποία, αφού του αναφέρει ότι ο ίδιος είναι πρόεδρος της επιτροπής εράνου υπέρ των απόρων οικογενειών των επιστράτων, του ζητά όπως επιτραπεί στην επιτροπή να ψηφίσει ένα μηνιαίο βοήθημα υπέρ των οικογενειών των επιστράτων, από το εκκλησιαστικό ταμείο. Πάνω στο ίδιο έγγραφο ο τοποτηρητής Μητροπολίτης αναγράφει την εγκριτική του απόφαση και αφού την σφραγίζει με την σφραγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, την υπογράφει ως «τοποτηρητής Ελευθερουπόλεως Δαμασκηνός»

Στις 9 Αυγούστου του έτους 1921 ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Καισαρείας Νικόλαος, αποστέλλει έγγραφο στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Καβάλας, κ. Άνθιμο, με το οποίο τον ενημερώνει ότι λόγοι πολιτικοί και εθνικοί, των παρουσών μάλιστα περιστάσεων, επιβάλλουν όπως η πνευματική διακυβέρνηση της χηρευούσης Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως διεξάγεται υπό τον ίδιο, ως πλησιέστερο αρχιερέα και τον πληροφορεί ότι παύει η προσωρινή Τοποτηρητεία του Μητροπολίτη Νευροκοπίου.

Η Τοποτηρητεία της χηρεύουσας Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως από τον Μητροπολίτη Νευροκοπίου, κ. Δαμασκηνό, διήρκεσε από τις αρχές Μαΐου του 1920 μέχρι τον Οκτώβριο του 1921, αυτό δε το τελευταίο χρονικό σημείο προκύπτει, μεταξύ άλλων εγγράφων κι από το φέρον αριθμό πρωτοκόλλου 417 και εκδοθέν την 5η Φεβρουαρίου του 1922 έγγραφο του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου προς τον Μητροπολίτη Νευροκοπίου κ. Δαμασκηνό, στο οποίο αναφέρεται ότι «γνωρίζομεν τη Υμετ. Πανιερότητι, ότι από του μηνός Οκτωβρίου παρελθόντος έτους διωρίσθη Τοποτηρητής Ελευθερουπόλεως ο Πανιερ. Ξάνθης…».

Η Τοποτηρητεία του Μητροπολίτου Ξάνθης και Καβάλλας κ. Ανθίμου λήγει, με τη σειρά της, την Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 1922, οπότε εκλέγεται Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως ο τιτουλάριος επίσκοπος Λεύκης, κ. Κωνσταντίνος Μεγκρέλης, στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου.

Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε, έστω και ακροθιγώς, στα προσωπικά ημερολόγια του παπα Νικόλα, που με λεπτομέρειες περιγράφουν γεννήσεις, γάμους και θανάτους των κατοίκων της επαρχίας Παγγαίου και δείχνουν, (και μόνο λ.χ. μέσα από την αναλογία 10 περίπου θανάτων για κάθε γέννηση), την τραγικότητα και την σκληρότητα της τρομερής εκείνης, εχθρικής κατοχής.

Επιλέξαμε μόνο λίγα, χαρακτηριστικά έγγραφα της εκκλησιαστικής ιστορίας του τόπου μας, που αφορούν την χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται η παρούσα ανακοίνωση, από το πλούσιο αρχείο της οικογένειας Οικονόμου, τα οποία, μαζί και με κάποια ακόμη που παραλείψαμε, θ’ αναλύονται στο κείμενο που θα δημοσιευτεί στα πρακτικά του συνεδρίου, όπου θ’ αναφέρονται και οι αριθμοί καταχώρησής τους στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Πιστεύουμε ότι μέσα απ’ αυτά καταφάνηκε η πολυσχιδής, κοινωνικά σωτήρια κι εθνικά απαραίτητη προσφορά της ακέφαλης τότε Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως στην ιδιαίτερα δύσκολη εκείνη περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Βλέπουμε την Ιερά Μητρόπολη και όλη την τοπική εκκλησία, όσο μεν διαρκεί η βουλγαρική κατάκτηση, να δίνει το αίμα του Μητροπολίτη της και των ιερέων της για την πατρίδα και να υφίσταται τα πάνδεινα, γιατί στέκεται σαν ένα επικίνδυνο εμπόδιο στην προσπάθεια αφελληνισμού της Ανατολικής Μακεδονίας, την βλέπουμε όμως και μετά την απελευθέρωση, ν’ αγωνίζεται με κάθε τρόπο και μέσο για την ανακούφιση των πασχόντων, την περίθαλψη των ορφανών και των χηρών και για την αναδιοργάνωση των κοινωνικών και διοικητικών δομών της επαρχίας της. Θεωρώντας, λοιπόν, ότι αυτός ο ρόλος της τοπικής εκκλησίας έπρεπε να γίνει γνωστός, επιλέξαμε το θέμα της παρούσας ανακοίνωσης.