Παρασκευή 22 Απριλίου 2022



Η ΙΕΡΗ ΧΩΡΑ «ΝΥΣΑ» ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΟΡΟΣ ΠΑΓΓΑΙΟ

(Διάφορες όψεις του ιστορικού αυτού όρους βλέπετε στις δεκαέξι (16) πρώτες φωτογραφίες, που αναρτώ).


Έχω επανειλημμένα αναρτήσει κείμενά μου, σχετικά με το ιστορικό Παγγαίο όρος της Ανατολικής Μακεδονίας. Πιστεύω ότι, σ’ όλες αυτές τις αναρτήσεις μου, η αγάπη μου, αγάπη ενός φιλίστορα, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη σκιά του σπουδαίου αυτού όρους, δεν με οδήγησε στο να το εξυμνήσω περισσότερο, από όση ήταν η σημασία του, για την αρχαία, Ελληνική, αλλά και για την παγκόσμια ιστορία. Άλλωστε, ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος να μιλήσει για το όρος αυτό, ο αείμνηστος Δημήτριος Λαζαρίδης, Έφορος Αρχαιοτήτων στην Καβάλα και πρώτος ανασκαφέας της Αμφιπόλεως, περιέγραψε ως εξής το μεγαλείο του, γράφοντας γι’ αυτό στα ΧΡΟΝΙΚΑ της Καβάλας, το 1979: «Από τα πιο όμορφα βουνά της Ελλάδος, το Παγγαίο, απ' όπου κι αν το δει κανείς, υψώνεται γεμάτο μεγαλείο προς τα ύψη, αιώνιο κι ακατάλυτο από τον χρόνο, με όγκους γεμάτους πλαστική έκφραση, με καμπύλες και τόνους που συνθέτουν αρμονία, με χρώματα όλο ευαισθησία και ποίηση. Κι οι κορυφές του καθώς προβάλλονται στη γαλάζια απεραντοσύνη του ουρανού, άλλοτε μενεξεδένιες, ρόδινες ή γεμάτες χρυσάφι, άλλοτε χιονισμένες ολόλευκες κι άλλοτε πάλι σκεπασμένες από βαριά σύννεφα, είναι γεμάτες μυστήριο κι ασκούν μιαν υποβλητική επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή. Κι από τις κορυφές αυτές ξεχύνονται δάση από οξυές, έλατα, καστανιές, πλατάνια και δρύς, που σκεπάζουν πλαγιές και ρεματιές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως εδώ ακριβώς στα πολύ παλιά χρόνια συγκροτήθηκαν οι πρώτοι διονυσιακοί θίασοι με τις έξαλλες μαινάδες και τους γεμάτους ζωώδη δύναμη σατύρους, που στο χορό και στην έκσταση ζήτησαν τη λύτρωση και την επικοινωνία με το θεό. Κι ακόμη, ότι στο βουνό αυτό πλάστηκαν οι πιο παλιές δοξασίες για την αθανασία της ψυχής. Πιο υπέροχο, πιο θείο φυσικό σκηνικό δεν θα μπορούσε να ζητήσει πουθενά αλλού ο μεγάλος θεός της Θράκης, ο Διόνυσος».

Στο Παγγαίο, πράγματι, που στις κορυφές του και στις πλαγιές του, ήδη από την περίοδο της προϊστορίας, κατοικούσαν διάφορα, θρακικά φύλα, (Σάτρες, Οδόμαντες, Ηδωνοί, Πίερες κλπ.), μια θεϊκή μορφή, φωτεινή σαν ήλιος και ταυτόχρονα σκοτεινή σαν Άδης, πότε συσπασμένη από βακχικό οίστρο, πότε ήρεμη, όπως τα φύλλα του ιερού του φυτού, του κισσού, κυριαρχούσε ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους. Ο Διόνυσος, που το Ελληνικό του επίθετο Βάκχος και το θρακικό του Σαβάζιος προέρχονται πιθανά από τελετουργικές κραυγές των πιστών του και ο οποίος είχε το μεγάλο μαντείο του στο Παγγαίο, ήταν αρχικά ένας θεός του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές, αργότερα, όμως, όταν η λατρεία του μπολιάστηκε από την Ορφική διδασκαλία, απέκτησε μια πολύ πιο σπουδαία ιδιότητα, αυτήν του μεγάλου θεού, που υποσχόταν να εξασφαλίσει κι εξασφάλιζε την επιβίωση του μύστη (πιστού) και μετά θάνατον, του έδινε, δηλαδή, τη δυνατότητα να ξαναγεννηθεί μετά τον θάνατό του, σε κάποια άλλη, αιώνια ύπαρξη.

Πάνω στο ίδιο αυτό όρος, με πρωταγωνιστή τον μεγάλο αυτόν θεό των Θρακών, διαδραματίστηκε κι ο τραγικός μύθος του Θράκα βασιλέα Λυκούργου, τον οποίο περιέγραψε πρώτος ο Όμηρος, στην έβδομη ραψωδία της Ιλιάδος, (στίχ. 130 επόμ.) και αργότερα κι ο Απολλόδωρος, στη Μυθολογική Βιβλιοθήκη του (3ο βιβλίο, στ. 34 επόμ.). Σύμφωνα μ' αυτό τον μύθο, ο φοβερός βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, ο Λυκούργος, γιος του Δρύαντα, συγκρούστηκε με τους αθανάτους θεούς. Συγκεκριμένα, κατεδίωξε τις τροφούς του μικρού Διονύσου, τις Βάκχες και τους Σατύρους μέσα στην ίδια την ιερή, μυθική χώρα που γέννησε τον θεό, την ονομαζόμενη στην Ιλιάδα Νύσα. Και τις μεν Βάκχες και τους Σατύρους τους συνέλαβε, όμως οι τροφοί του Διονύσου του ξέφυγαν, πετώντας τους θύρσους τους κι όλα τα τελετουργικά τους αντικείμενα, ενώ ο Λυκούργος τις χτυπούσε. Ο ίδιος ο μικρός Διόνυσος, από τον φόβο του βούτηξε μέσα στη θάλασσα, όπου η θεά Θέτιδα, τον δέχθηκε τρεμάμενο στην αγκαλιά της. Τότε η οργή του Δία έπεσε πάνω στον Λυκούργο, που τυφλώθηκε και δεν άργησε να πεθάνει, κλεισμένος σε σπήλαιο του Παγγαίου από τον ίδιο τον Διόνυσο. Σύμφωνα όμως με άλλη παραλλαγή του μύθου, που την διέσωσε και ο Απολλόδωρος, ο Διόνυσος τρέλανε με την ιερή μανία τον Λυκούργο, ο οποίος μ' ένα τσεκούρι σκότωσε τον γιο του Δρύαντα, νομίζοντας ότι αυτός ήταν κλήμα αμπελιού. Στη συνέχεια οι Ηδωνοί Θράκες, για να επαναφέρουν τη γονιμότητα της γης τους που είχε χαθεί, τον οδήγησαν σύμφωνα με ένα χρησμό του Παγγαιικού Διονύσου στο Παγγαίο, όπου τον έδεσαν κι εκεί, σύμφωνα με τη θέληση του Διονύσου, κομματιάστηκε από άγρια άλογα. (Το πρωτότυπο κείμενο του Απολλοδώρου έχει ως εξής: «Λυκούργος δε παις Δρύαντος, Ήδωνών βασιλεύων, οί Στρυμόνα ποταμόν παροικούσι, πρώτος υβρίσας, εξέβαλεν αυτόν. Και Διόνυσος μεν εις θάλασσαν προς Θέτιν την Νηρέως κατέφυγε, Βάκχαι δε εγένοντο αιχμάλωτοι και τό συνεπόμενον Σατύρων πλήθος αυτώ. Αύθις δε αι Βάκχαι έλύθησαν εξαίφνης, Λυκούργω δε μανίαν ενεποίησε Διόνυσος. O δε μεμηνώς, Δρύαντα τον παίδα, αμπέλου νομίζων κλήμα κόπτειν, πελέκει πλήξας απέκτεινε, και ακρωτηριάσας αυτόν εσωφρόνησε. Της δε γής ακάρπου μενούσης, έχρησεν ο θεός καρποφορήσειν αυτήν, αν θανατωθή Λυκούργος. Ηδωνοί δε ακούσαντες, εις το Παγγαίον αυτόν απαγαγόντες όρος έδησαν, κακεί κατά Διονύσου βούλησιν υπό ίππων διαφθαρείς απέθανε»).

Ας δούμε την ίδια αυτή αφήγηση, στην Ζ’ ραψωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, (στίχοι 130 – 137):

«Και ο τρομερός Λυκούργος, του Δρύαντος ο γόνος

εφιλονείκα με θεούς, αλλ’ έζησεν ολίγο,

που έναν καιρόν του μανικού Διονύσου ταις βυζάστραις

σκόρπισε στα πανάγια βουνά του Νυσηίου.

με βούκεντρ’ ο Λυκούργος ταις έπληττε ο φονέας,

ώστε τους κλάδους έρριξαν, και ο Διόνυσος στα βάθη

της θάλασσας εβύθισε, και η Θέτις στην αγκάλην

τον δέχθηκε που ετρόμαζεν, ακόμη απ' την βοήν του».

(Κάποιες παραλλαγές του ίδιου μύθου παραθέτουν ο Υγίνος και ο Διόδωρος Σικελιώτης).

Είπαμε, όμως, ήδη, ότι όλη αυτή η γοητευτική περιπέτεια έλαβε χώρα στη Νύσα, «κατ' ηγάθεον Νυσήϊον». Η λέξη ηγάθεον σήμαινε «αγιασμένο». Επρόκειτο για μια ιερή χώρα, που οι Έλληνες της κλασικής εποχής τοποθετούσαν κάπου στην Ανατολή, η Ομηρική όμως Νύσα πρέπει να βρισκόταν, ασφαλώς, στην περιοχή όπου βασίλευε ο Λυκούργος και, δεδομένου ότι αυτός ήταν βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, που κατοικούσαν στο βόρειο και δυτικό Παγγαίο, Νύσα δεν μπορούσε παρά να είναι αυτό το ίδιο το βουνό, μέσα στις κοιλάδες και τα σπήλαια του οποίου, όπως λέγει ο ομηρικός ύμνος στον Διόνυσο, το παιδί - θεός μεγάλωσε: «Νύσης εν γυάλοις». Άλλωστε, το όνομα Νύσα υπάρχει και μέσα στο ίδιο το όνομα του Διο - νύσου, του οποίου το όνομα έτσι σήμαινε για τους Θράκες: θεός της Νύσας, δηλαδή θεός του ιερού βουνού, πιθανότατα του Παγγαίου. Και πράγματι, κατά τη γνώμη πολλών επιστημόνων, (όπως ο σοφός αρχαιολόγος και καθηγητής P. Perdrizet, στο βιβλίο του με τίτλο Cultes et mythes du Pangee», που εξέδωσε το έτος 1910), το όνομα Νύσα δεν είναι άλλο, από το πανάρχαιο, μυστικιστικό όνομα του Παγγαίου, πράγμα που προκύπτει κύρια από την τραγωδία του Ευρυπίδη «Βάκχες».

Και οι Ρωμαίοι, όμως, την ιερή χώρα Νύσα τοποθετούσαν στην περιοχή του Παγγαίου, όπως προκύπτει από το παρακάτω κείμενο του Αππιανού, στο οποίο ο Ρωμαίος αυτός ιστορικός περιέγραψε την μάχη των Φιλίππων, το 42 π.Χ., (Appian., Bell. civ., IV, 105): «….ο Βρούτος και ο Κάσσιος, με μια εκπληκτική πράξη θράσους, προχώρησαν στους Φιλίππους, όπου αποβιβάστηκε και ο Τίλλιος και ολόκληρος ο στρατός ήταν συγκεντρωμένος εκεί. Οι Φίλιπποι είναι μια πόλη, που παλαιότερα ονομαζόταν Δάτον και πριν από αυτό Κρηνίδες, γιατί εκεί γύρω από έναν λόφο αναβλύζουν πολλές πηγές. Ο Φίλιππος την οχύρωσε, γιατί την θεωρούσε εξαιρετικό οχυρό κατά των Θρακών και την ονόμασε, από τον εαυτό του, «Φίλιπποι». Βρίσκεται σ’ έναν απόκρημνο λόφο……. Υπάρχουν δάση στα βόρεια, μέσα από τα οποία ο Ρασκούπορις (Βασιλιάς των Θρακών) οδήγησε τον στρατό του Βρούτου και του Κάσιου. Στα νότια υπάρχει ένα έλος, που εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα. Στα ανατολικά είναι τα φαράγγια των Σαπαίων και των Κορπιλαίων και στα δυτικά μια πολύ εύφορη και όμορφη πεδιάδα που εκτείνεται στις πόλεις Murcinus και Drabiscus και τον ποταμό Στρυμόνα, περίπου 350 στάδια. Εδώ λέγεται ότι παρέσυρε (ο θεός Άδης) την Περσεφόνη, ενώ μάζευε λουλούδια και εδώ είναι ο ποταμός Ζυγάκτης, στη διάβαση του οποίου λένε ότι έσπασε ο ζυγός του άρματος του θεού, από την οποία και πήρε το όνομά του το ποτάμι………….» (δείτε και το γειτονικό στον ποταμό Ζυγάκτη χωριό Ζυγός, που διατήρησε και στην διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης και διατηρεί μέχρι σήμερα το πανάρχαιο αυτό όνομά του)!

Ας δούμε, όμως, τώρα, ποιος είναι αυτός ο μύθος, στον οποίο αναφερόταν ο Αππιανός και για τον οποίο πίστευε (όπως πίστευαν και όλοι οι Ρωμαίοι) ότι έλαβε χώρα στην περιοχή του Παγγαίου και συγκεκριμένα κοντά στον Ζυγάκτη ποταμό, που μέχρι σήμερα κυλάει τα νερά του, δίπλα από τα λαμπρά ερείπια των αρχαίων Φιλίππων, (τον βλέπετε, στην 17η από τις φωτογραφίες που αναρτώ – πρόκειται για φωτογραφία της kefthimia, από την ιστοσελίδα Greece.gr - στην 18η φωτογραφία βλέπετε τα ερείπια των Φιλίππων και στις φωτογραφίες 19η έως και 21η βλέπετε το όρος Παγγαίο, όπως φαίνεται από την ακρόπολη των Φιλίππων): Ο μύθος περιλαμβάνεται στον Ομηρικό ύμνο προς την (θεά) Δήμητρα, ένα επικό ποίημα, που συντάχθηκε στα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου αιώνα προ Χριστού:


Τη Δήμητρα - θεά καλλίκομη, σεμνή - θα υμνήσω,

την ίδια και την κόρη της με τα λεπτά σφυρά·

ο Αϊδωνεύς την άρπαξε, ο Ζευς τού την εχάρισε,

βαρύχτυπος, βροντόφωνος· κι από τη Δήμητρα, οπού κρατεί

χρυσό σπαθί κι ωραίους καρπούς,

τη χώρισε, την ώρα που έπαιζε με τις βαθύκολπες Ωκεανίδες.

Μαζεύοντας λουλούδια, ρόδα και κρόκο,

όμορφους μενεξέδες σε μαλακό λιβάδι,

κρίνα, υάκινθο και νάρκισσο - η Γη τον έσπειρε τον νάρκισσο,

δόλο της Κόρης με το πρόσωπο ανθισμένο,

γιατί ο Δίας το θέλησε, κάνοντας χάρη στον Πολυδέκτη.

Έλαμπε ο νάρκισσος, θαύμα και θέαμα σε όλους όσοι τον είδαν,

αθάνατοι θεοί και άνθρωποι θνητοί·

από την ίδια ρίζα φύτρωναν μοσχομυρίζοντας άνθη εκατό -

γέλασε τότε ο ουρανός απέραντος από ψηλά,

η γη ολάκερη και τ' αλμυρό το κύμα της θαλάσσης.

Θαμπώθηκεν κι η Κόρη κι έσκυψε, απλώνοντας τα δυο της χέρια,

να πιάσει του κόσμου αυτό το χάρμα.

Ξάφνου ανοίγει η γη, στο Νύσιο πεδίο,

από βαθιά έγινε πλατιά, κι ανέβηκε ο βασιλιάς του κάτω κόσμου

με τα άλογά του αθάνατα, ο πολυώνυμος του Κρόνου γιος.

Βίαια την άρπαξε, την έσυρε επάνω στο χρυσό του άρμα, ολοφυρόμενη,

ενώ η φωνή της κατακόρυφη αντηχούσε,

καλώντας τον πατέρα της Κρονίδη, μέγα και πρώτον.

Κι όμως κανείς δεν βρέθηκε, αθάνατος ή και θνητός,

ν' ακούσει την κραυγή της,

μήτε λαμπρόκαρπες οι Ελιές».

ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:

«Δήμητρ’ ἠύκομον, σεμνὴν θεόν, ἄρχομ’ ἀείδειν,

αὐτὴν ἠδὲ θύγατρα τανύσφυρον, ἣν Ἀιδωνεὺς

ἥρπαξεν, δῶκεν δὲ βαρύκτυπος εὐρύοπα Ζεύς,

νόσφιν Δήμητρος χρυσαόρου, ἀγλαοκάρπου,

παίζουσαν κούρῃσι σὺν Ὠκεανοῦ βαθυκόλποις

ἄνθεά τ’ αἰνυμένην, ῥόδα καὶ κρόκον ἠδ’ ἴα καλὰ

λειμῶν’ ἂμ μαλακὸν καὶ ἀγαλλίδας ἠδ’ ὑάκινθον

νάρκισσόν θ’, ὃν φῦσε δόλον καλυκώπιδι κούρῃ

Γαῖα Διὸς βουλῇσι χαριζομένη Πολυδέκτῃ,

θαυμαστὸν γανόωντα: σέβας τό γε πᾶσιν ἰδέσθαι

ἀθανάτοις τε θεοῖς ἠδὲ θνητοῖς ἀνθρώποις:

τοῦ καὶ ἀπὸ ῥίζης ἑκατὸν κάρα ἐξεπεφύκει:

κὦζ’ ἥδιστ’ ὀδμή, πᾶς τ’ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν

γαῖά τε πᾶσ’ ἐγελάσσε καὶ ἁλμυρὸν οἶδμα θαλάσσης.

ἣ δ’ ἄρα θαμβήσασ’ ὠρέξατο χερσὶν ἅμ’ ἄμφω

καλὸν ἄθυρμα λαβεῖν: χάνε δὲ χθὼν εὐρυάγυια

Νύσιον ἂμ πεδίον, τῇ ὄρουσεν ἄναξ Πολυδέγμων

ἵπποις ἀθανάτοισι, Κρόνου πολυώνυμος υἱός.

ἁρπάξας δ’ ἀέκουσαν ἐπὶ χρυσέοισιν ὄχοισιν

ἦγ’ ὀλοφυρομένην: ἰάχησε δ’ ἄρ’ ὄρθια φωνῇ,

κεκλομένη πατέρα Κρονίδην ὕπατον καὶ ἄριστον.

οὐδέ τις ἀθανάτων οὐδὲ θνητῶν ἀνθρώπων

ἤκουσεν φωνῆς, οὐδ’ ἀγλαόκαρποι ἐλαῖαι…»

Υπήρχε, ως εκ τούτου, προφανής σχέση του όρους Παγγαίου με τον μυθικό τόπο «Νύσα», τον τόπο γέννησης του Διονύσου, οι αποδείξεις, όμως, για τη σχέση αυτήν, δεν σταματούν εδώ! Άλλη μια σημαντική απόδειξη αυτής της σχέσης αποτελεί η διατήρηση του ονόματος αυτού του μυθικού τόπου, της Νύσας, μέχρι τα νεώτερα χρόνια, ως ονόματος μιας πανάρχαιας, γηγενούς, Ελληνικής κώμης του Παγγαίου όρους, της σημερινής Νικήσιανης. Αφήνω, λοιπόν, για το θέμα αυτό, να μας μιλήσει ο Δ. Παπαδόπουλος Κεραμεύς, στην «Έκθεσιν παλαιογραφικών και φιλολογικών ερερυνών εν Θράκη και Μακεδονία, γενομένων κατά το έτος 1885 δια την Μαυρογορδάτειον Βιβλιοθήκην», η οποία δημοσιεύθηκε στο Παράρτημα του ΙΖ’ τόμου των πρακτικών του «εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού φιλολογικού Συλλόγου», που εκδόθηκε το έτος 1886 και, ειδικότερα, στο κεφάλαιο της Εκθέσεώς του, που έχει τίτλο «περί της επί του Παγγαίου όρους Μονής Κοσινίτζης». Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας παραθέτει ένα πατριαρχικό έγγραφο, που εκδόθηκε το έτος 1567, του οποίου εγώ μεταφέρω μόνο το τμήμα που ενδιαφέρει την παρούσα ανάρτηση, μαζί με τα σχόλια του συγγραφέα του:

«Μητροφάνης ελέω θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης και οικουμενικό πατριάρχης.

………. Οι οσιώτατοι μοναχοί, οι ενασκούμενοι εν τη σεβασμία και αγία πατριαρχική μονή, της εις το όνομα τιμωμένη της υπεράγνου δεσποίνης ημών θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας της επικεκλημένης Κοσινίσσης, ενεφάνισαν ημίν τιμίαν πατριαρχικήν γραφήν του αγιωτάτου και αοιδίμου πατριάρχου κυρ Ιερεμίου, διαλαμβάνουσαν και επιβεβαιούσαν και τα προ εκείνου αγιωτάτων πατριαρχών γράμματα κυρ Μαξίμου τε και κυρού Διονυσίου και εμπεριέχουσαν αυταίς λέξεσιν, ως ίνα είη αυτή τε και τα υπ’ αυτήν ευρισκόμενα πατριαρχικά σταυροπήγια, ήγουν, ο περί το Βρανόκαστρον μέγας Γεώργιος, η εις τας Σέρρας σεβασμία Μονή της Παναγίας μου, η λεγομένη της Ηλιοκάλλου και τα λοιπά σταυροπήγια, όσα υπό αυτήν τυγχάνουσι, προς τούτοις δε και τα χωρία αυτής, ήγουν το λεγόμενον των Ποσιανών, η Χωρεμίστα και η Νύσσα, ακαταπάτητος και ανεπειρέαστος από παντός πλησιοχώρου μητροπολίτου, καθώς και τα παλαιγενή έτερα πατριαρχικά διαλαμβάνουσι γράμματα…»

Αναφέρει, λοιπόν, στο πιο πάνω έγγραφό του, που εξέδωσε το έτος 1567, ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Μητροφάνης, ότι στην Ιερά Μονή της Εικοσιφοινίσσης του Παγγαίου υπάγονταν εκκλησιαστικά, και τότε και παλαιότερα, όχι μόνο σταυροπηγιακές Μονές, (όπως ήταν «ο μέγας Γεώργιος του Βρανοκάστρου», δηλαδή ο Άγιος Γεώργιος ο Διασωρείτης, κοντά στο σημερινό Παλαιοχώρι του Δήμου Παγγαίου), αλλά και ολόκληρα χωριά, γειτονικά προς την Μονή, τα ονόματα των οποίων σχολιάζει ο Δ. Παπαδόπουλος Κεραμεύς, σε υποσημειώσεις του, ως εξής:

Χωρίον Ποσιανών: Το χωρίον τούτο, αρπαγέν και καταστραφέν προ χρόνων ουκ ολίγων, είνε τανύν απλούν οθωμανικόν τσιφλίκιον.

Χωρεμίστα (η σημερινή Κορμίστα Σερρών): Χωρίον κείμενον εις απόστασιν μιας και ημισείας ώρας περίπου από της μονής…. Το αυτό χωρίον εν τοις σιγιλλίοις ονομάζεται Χωρεμίστα (1567 και 1703), Χωρομίστα (1661) και Κορομίστα (1628).

Νύσσα: Ούτω καλείται ενταύθα η νυν κώμη Νικήσιανη, περί ης γράφει τινά ο κ. Ν. Γ. Φιλιππίδης υπό τον τύπον Νικησιανή.. Υπό το όνομα Νύσσα αναφέρεται το χωρίον και εν τοις πατριαρχικοίς σιγιλλίοις των ετών 1628 και 1661. Νικησιγιανή γράφεται εν τω σιγιλλίω του Καλλινίκου Β’, Νικισιανή δε εν τω του Αθανασίου Ε’ (1709).

Το συμπέρασμα που μπορούμε, με ασφάλεια, να εξαγάγουμε, από το πιο πάνω πατριαρχικό σιγίλλιο, είναι ότι το όνομα της μυθικής χώρας Νύσσας (ή Νύσας) επιβίωσε, μέχρι το έτος 1661, στο όνομα της αρχαιότατης, γηγενούς, Μακεδονικής κώμης Νικήσιανης, η οποία βρίσκεται στην ανατολική αγκαλιά του όρους Παγγαίου και ακριβώς απέναντι από την αρχαία πόλη των Φιλίππων, (την βλέπετε στην 9η φωτογραφία)!

Άλλη μια, όμως, περίτρανη κατά τον γράφοντα, απόδειξη, της σχέσης της μυθικής χώρας Νύσας (ή Νύσσας) με το όρος Παγγαίο, μας αποκάλυψε, ολότελα πρόσφατα, (το έτος 2014), η αρχαιολογική σκαπάνη: Πρόκειται για το υπέροχο ψηφιδωτό της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, (το βλέπετε στην 22η φωτογραφία που αναρτώ, παρμένη από δημοσίευμα του youmagazine.gr), το οποίο κοσμεί έναν από τους θαλάμους του μοναδικού σε μέγεθος και μεγαλοπρέπεια, Μακεδονικού τύμβου, που βρέθηκε στις δυτικές παρυφές του Παγγαίου όρους, ανατολικά της αρχαίας Αμφιπόλεως! Ασφαλώς, αυτό το σπουδαίο εύρημα δίνει την οριστική και αδιαμφισβήτητη απάντηση, στο ερώτημα, που πλανιόταν για χιλιάδες χρόνια, σχετικά με τον τόπο όπου βρισκόταν η μυθική χώρα Νύσα, όπου γεννήθηκε κι ανδρώθηκε ο Θεός Διόνυσος και σε μια πεδιάδα του οποίου ο Θεός Άδης ή Πλούτων άρπαξε την Περσεφόνη! Ο τόπος αυτός ήταν το όρος Παγγαίο και η γύρω απ’ αυτό περιοχή!