Κυριακή 4 Ιουλίου 2021




ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΣΙΩΝ ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ
                            
                        Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΙΩΣΗΦ ΖΑΜΠΕΛΗΣ

                                       (8 Ιανουαρίου 1814 – Αύγουστος 1826)

                                                Η ζωή και το έργο του



Ο Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Ιωσήφ, γιος του Αντωνίου Ζαμπέλη, γεννήθηκε στη νήσο Σίκινο, γύρω στα 1774. Πέραν αυτού, δεν γνωρίζουμε, πότε και που σπούδασε, από ποιον χειροθετήθηκε μοναχός και από ποιον, αργότερα, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος.

Το 1814 έτος ο Ιωσήφ ανήλθε στον θρόνο της Επισκοπής Ελευθερουπόλεως, την οποία και ποίμανε, κατά τα δύσκολα χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Για την παραμονή και την ποιμαντορία του στην Επισκοπή Ελευθερουπόλεως δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία, πλην όμως είναι γνωστό ότι αυτή προκάλεσε την οργή της Οθωμανικής κυβέρνησης, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Τον Αύγουστο τού 1826, ο Ιωσήφ προήχθη στη Μητρόπολη Βιζύης. Σύμφωνα με το υπόμνημα της εκλογής του «της αγιωτάτης Μητροπόλεως Βιζύης απροστάτευτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος κυρ Ιωάσαφ δια κανονικών ψήφων μετατεθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης Μητροπόλεως Νύσσης, ημείς οι ενδημούντες Αρχιερείς, προτροπή και αδεία του Παναγιωτάτου και Σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και Δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Χρύσανθου, συνελθόντες εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου του αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν της αγιωτάτης αυτής Μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον Θεοφιλέστατον επίσκοπον άγιον Ελευθερουπόλεως κυρ Ιωσήφ, δεύτερον τον Παΐσιον και τρίτον τον Δωρόθεον, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω Ιερώ Κώδικι της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εις ένδειξιν διηνεκή και παράστασιν μόνιμον. αωκστ' (1826) κατά μήνα Αύγουστον Επινεμήσεως ιδ' - Ο Ηρακλείας Ιγνάτιος έχων την γνώμην του Γέροντος Εφέσου - Ο Κυζίκου Ματθαίος έχων την γνώμην του Σεβασμιωτάτου αγίου Δέρκων κυρίου Νικηφόρου - Ο Αμασείας Διονύσιος έχων και την γνώμην του αγίου Προύσης - Ο Ιωαννίνων Βενέδικτος - Ο Αγγύρας Αγαθάγγελος - Ο Νέων Πατρών Δοσίθεος - Ο Σόφιας Ιωακείμ - Ο Σαμακοβίου Ιγνάτιος»

Δεν έμελλε, όμως, να παραμείνει για πολύ χρόνο στην αρχαία Μητρόπολη Βιζύης ο Ιωσήφ, διότι, το Σεπτέμβριο τού ίδιου έτους, αποστέλλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την ακόλουθη παραίτηση, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, αλλά είναι πολύ πιθανό να έχουν σχέση με την μέχρι τότε εθνική δράση του, η οποία, ασφαλώς, αποτελούσε πρόκληση για τους Οθωμανούς, που δεν μπορούσαν να δεχθούν την παρουσία του σε μια μητροπολιτική έδρα, τόσο κοντινή προς την πρωτεύουσά τους: «Η ταπεινότης η εμή δια της παρούσης οικειοθελούς και αβιάστου αυτής παραιτήσεως, δηλοποιεί, οτι αυθεραίτω γνώμη παραιτούμαι της Επαρχίας Βιζύης, ου μην δε και της Αρχιερωσύνης μου, ίνα η αγία του Χριστού Εκκλησία, φροντίσασα περί αυτής, αποφασίση παν ει τι εγκρίνοι αναγκαίον και κατάλληλον, μηδεμίαν σχέσιν και αναφοράν εχούσης της εμής ταπεινότητος επ' αυτή. Δι’ ο και εις ένδειξιν δέδωκα και την παρούσαν μου οικειοθελή και αβίαστον παραίτησιν. αωκστ' 1826 Σεπτεμβρίου κη (28)Τ.Σ. Ο Πρώην Βιζύης Ιωσήφ».

Ένα μήνα περίπου μετά την παραίτηση του Ιωσήφ, στον Επισκοπικό θρόνο της χηρεύουσας Επαρχίας Βιζύης αποκαθίσταται ο πρώην Βιζύης Ιωάσαφ, σύμφωνα με το ακόλουθο Υπόμνημα εκλογής του Ιωσήφ, ως Μητροπολίτου Νύσσης: «Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Νύσσης απροστάτευτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύσαντος από μικρού, κυρ Ιωάσαφ, αποκατασταθέντος αύθις και διαμείναντος εν τη πρότερα αυτού Επαρχία Βιζύης, κατά κοινήν Συνοδικήν απόφασιν, ημείς οι ενδημούντες Αρχιερείς, προτροπή και αδεία του Παναγιωτάτου και Σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και Δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Αγαθαγγέλου, συνελθόντες εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ ναώ του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την Αρχιερατικήν προστασίαν και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής Μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον Ιερώτατον Μητροπολίτην πρώην Βιζύης κύρ Ιωσήφ, δεύτερον δε τον Ζαχαρίαν, και τρίτον τον Νεκτάριον, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω Ιερώ Κώδικι της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εις ένδειξιν διηνεκή και παράστασιν μόνιμον. Έν έτει αωκστ/(1826) κατά μήνα Οκτώβριον, Επινεμήσεως ιε - Ο Εφέσου Μακάριος - Ο Ηρακλείας Ιγνάτιος - Ο Χαλκηδόνος Ζαχαρίας - Ο Δέρκων Νικηφόρος, έχων και την γνώμην του σεβαστού Γέροντος αγίου Αδριανουπόλεως κυρ Γερασίμου – Ο Προύσης Νικόδημος – Ο Σόφιας Ιωακείμ».

Όπως προανέφερα, η αρχιερατεία του Ιωσήφ, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν πράγματι μαρτυρική, λόγω του περιορισμού, που του είχε επιβληθεί από το Οθωμανικό καθεστώς και, μάλιστα, κατά τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πιο συγκεκριμένα, στον Κώδικα Αλληλογραφίας του Ηρακλείας Ιγνατίου, (55β 19 Φεβρ. 1828) αναφέρονται τα εξής για τον Ιωσήφ: «Έχομεν πληροφορηθή τον περιορισμόν του, εις ον και δεν πρέπει να ταραχθή, καθότι δεν είναι μερικός αλλά γενικός...»

Όλ' αυτά, λοιπόν, μαζί με τις ασθένειες που προστέθηκαν, ανάγκασαν τον Ιωσήφ να συντάξει και πάλι την παραίτησή του και από το αξίωμα του Μητροπολίτου Νύσσης: «Δια του παρόντος μου ιδιοχείρου γράμματος, δηλοποιώ ο υπογεγραμμένος ότι δια το γήρας μου και τας σωματικός ασθενείας μου μη δυνάμενος εξοικονωμήσαι εις το εξής την Επαρχίαν μου Νύσσαν παραιτούμαι αυτήν οικειοθελώς και απαραβιάστως, όπως η του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία αποκαταστήση άξιον κανονικόν ποιμένα και αρεστόν των Χριστιανών αυτής, εις το ποιμάναι αυτούς θεοφιλώς και θεαρέστως, εις νομάς σωτηρίους της Ευαγγελικής χάριτος. Δια τούτο δέδωκα και το παρόν μου βεβαιωτικόν και εσφράγιστον εις ένδειξιν αληθείας, αωλγ' (1833) Σεπτεμβρίου ια ' - Τ.Σ. Ο Πρώην Νύσσης Ιωσήφ αποφαινόμενος βεβαιοί». (Κυκλικά στην σφραγίδα ήταν γραμμένη η φράση: «Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΙΩΣΗΦ, αωκστ'».

Μετά και από την παραίτησή του από την Επισκοπή Νύσσης, ο Ιωσήφ, προφανώς επειδή η παραμονή του στην Οθωμανική επικράτεια εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους, την 31η Ιουλίου του 1834, μέσω Θεσσαλονίκης, εισήλθε στην ελεύθερη Ελλάδα και μετέβη στη νήσο Σκόπελο, (τότε, ή επικοινωνία της Σκοπέλου με τον έξω κόσμο γινόταν κυρίως από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης), όπου και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης, που αποτελούσε μετόχι της Ιεράς Μονής Διονυσίου του Αγίου ‘Όρους.

Είναι γνωστό από τις πηγές, πως τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως ή και αργότερα, ήλθαν στη Σκόπελο, ως πάροικοι, κάποιοι Αρχιερείς, για λόγους ασφαλείας ή και για περισσότερη ησυχία. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Σκόπελος δεν ήταν ένα απομονωμένο νησί, αλλά μία «ναυτική νήσος», με τακτική επικοινωνία με τον κόσμο της στεριάς, αλλά και με μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Μάλιστα, στη Σκόπελο υπήρχε και Ενετικό Υποπροξενείο, παράρτημα του Προξενείου της Μακεδονικής πρωτεύουσας. Ως εκ τούτου, είχε αναπτύξει ικανή, οικονομική και κοινωνική ζωή, η οποία και φαίνεται στα τεκμήρια που έχουν μέχρι σήμερα απομείνει: αρχοντικά σπίτια και αγροικίες, βαρύτιμα έπιπλα και ρουχισμός, η νυφική στολή του νησιού, που αποδεικνύουν το υψηλό, βιοτικό επίπεδο της Χώρας του νησιού.


Στη Σκόπελο ο Ιωσήφ ήλθε με τον αδελφό του Αθανάσιο Ζαμπέλη, ο οποίος, στις 17 Αυγούστου του 1834, έδωσε κι αυτός το νόμιμο όρκο στη Δημογεροντία της Σκοπέλου, σύμφωνα με σχετική εγγραφή, που υπάρχει στο Αρχείο της Δημογεροντίας Σκοπέλου.

Ο Ιωσήφ ήταν ήδη, εξήντα χρονών, ηλικιωμένος, δηλαδή, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Ποιος, όμως, ήταν ο λόγος που επέλεξε να μεταβεί και να εγκατασταθεί στη Σκόπελο; Ίσως να παρακινήθηκε από τον αδελφό του, Αθανάσιο Ζαμπέλη, ο οποίος ήταν ένας από τους ικανότερους εμπόρους στα νησιά Σκιάθο και Σκόπελο.

Με την άφιξη του Ιωσήφ στη Σκόπελο, ο τότε Νομάρχης Ευβοίας, ύστερα από αναφορά της Εκκλησιαστικής και Πολιτικής Αρχής του νησιού, έστειλε, προς την τότε Βασιλική Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών, την ακόλουθη αναφορά: «αρ. 3102 / τη 24 Αυγούστου 1834 - Εκ Χαλκίδος - Προς την επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Βασιλικήν Γραμματείαν της Επικρατείας - Περί της εις την Ελλάδα αφίξεως του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου πρ. Νύσσης. Ο Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Νισης (sic) κ. Ιωσήφ έφθασεν εκ Θεσσαλονίκης εις Σκόπελον την 31 Ιουλίου. Αι αρχαί της Επαρχίας, η Εκκλησιαστική δηλαδή και πολιτική, εξετέλεσαν τα δια της υπ' αρ. 3432 από 4 Μαίου τ. ε. οριζόμενα ως προς τους έξωθεν ερχόμενους κληρικούς. Η δε Σεβασμιότης του ωμολόγησεν ότι ανίκανος προς ιερουργίαν εκ της ηλικίας του και θέλων να ησυχάση κατά τα έσχατα της ζωής του ήλθεν ενταύθα επί σκοπώ να εκλέξη τόπον κατοικίας. Είναι εξηκοντούτης και έχων κατά τας πληροφορίας του Επάρχου ικανήν χρηματικήν κατάστασιν. Η Νομαρχία θεωρήσασα ότι επληρώθησαν τα εις ομοίαν περίστασιν αναγκαία και ότι δους τον προς την Α. Μ. όρκον πίστεως και επολιτογραφήθη εις Σκόπελον. Διέταξα τον Έπαρχον των Βορείων Σποράδων να Τω συγχωρήση την περεταίρω και εις τα άλλα μέρη του Κράτους μετάβασίν του ελευθέραν, αναγγέλει δια τούτο και εις την Β. ταύτην Γραμματείαν. - Ευπειθέστατος - Ο Νομάρχης Ευβοίας - Γ. Ψύλλας - Ο Γραμματεύς Α. Τζερτίδης - Εν Ναυπλίω 29 Αύγουστου 1834 - Διευθύνεται προς την Ι. Σύνοδον …..»

Εν συνεχεία, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στέλνοντας στην επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Αρχή την υπ’ αρ. 1635. 1646/832 του 1834 αναφορά της, σημείωσε τα εξής: «Επί της υπ' αρ. 1758 διευθύνσεως περί του προσφυγόντος εις την Ελλάδα πρώην Επισκόπου Νύσσης. - Κατά συνέπειαν της υπ' αρ. 1758 διευθύνσεως της Βασιλικής ταύτης Γραμματείας, η Σύνοδος έλαβεν υπ’ όψιν την αναφοράν του Επισκόπου Σκοπέλου, επισυναπτομένην εις την αναφοράν του Νομάρχου Ευβοίας, περί του προσφυγόντος εις την Ελλάδα πρώην Επισκόπου Νύσσης. Αλλ' επειδή περί τούτου έλαβε και ή Σύνοδος απ' ευθείας αναφορά του Επισκόπου Σκοπέλου, διέταξε τον ίδιον τον Επίσκοπον Σκοπέλου εις την ενέργειαν αυτών, επιστρέφει τα προς αυτήν παρά της Βασιλικής ταύτης Γραμματείας διευθυνθέντα έγγραφα. Τ.Σ. Τα μέλη ….»

Στις 6 Οκτωβρίου του 1842, κατά την κοίμηση του τελευταίου Επισκόπου Σκιάθου και Σκοπέλου Ευγενίου, στην κηδεία πρέπει να ήταν παρών και ο πρώην Επίσκοπος Νύσσης Ιωσήφ, ο οποίος διορίστηκε, από τον Αρχιεπίσκοπο Ευβοίας Νεόφυτο, Επισκοπικός Επίτροπος, (ο πρώτος, από της υπαγωγής των νήσων των Βορείων Σποράδων στην Επισκοπή Ευβοίας).

Το 1846 ο Ιωσήφ, κατόπιν, ασφαλώς, εντολής της Ι. Συνόδου και του Επισκόπου Ευβοίας Νεοφύτου, τέλεσε τα εγκαίνια του νέου Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών της Σκιάθου.

Όταν διορίστηκε, από την Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους, επίτροπος στο μετόχι της Παναγίας Φανερωμένης ο αδελφός του Ιωσήφ, Αθανάσιος Ζαμπέλης και έγινε η ανακαίνιση του καθολικού, συνέδραμε και ο Ιωσήφ.

Όπως προκύπτει από ανέκδοτες καταστάσεις, που βρίσκονται στο Αρχείο της Ι. Μονής Διονυσίου, ο Ιωσήφ Ζαμπέλης προσέφερε ικανές υπηρεσίες, για την ανακαίνιση του μετοχίου της Παναγίας Φανερωμένης στη Σκόπελο. Έτσι, λ.χ., σε ανέκδοτη επιγραφή, που μέχρι σήμερα υπάρχει στην ενοριακή εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης της Χώρας της Σκοπέλου και η οποία βρίσκεται πάνω από την κτητορική, στην κύρια είσοδο του ναού, αναφέρονται τα εξής: «ΕΠΕΣΚΕΥΑΣΘΗ ΔΙ ΕΞΟΛΩΝ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ TE ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ ΙΩΣΗΦ ΝΥΣΣΗΣ ΔΙ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΥ ΑΥΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΖΑΜΠΕΛΗ. 1850».

Στις 22 Ιανουαρίου του 1850 ο Ιωσήφ εκοιμήθη, σε ηλικία περίπου 76 ετών. Ή επιτύμβια πλάκα σώζεται μέχρι σήμερα, στο Ιερό Βήμα της Φανερωμένης, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, φέροντας την εξής επιγραφή: «Ενθάδε κείται Ιωσήφ πρώην Νύσσης - ήλθε παροικών εν τη νήσω της Σκοπέλου - νυν δε κάτοικος γέγονεν αιωνίως – η δε πατρίς του εκ της νήσου της Σικίνου - ζήσας επί γης.... - εν μηνί Ιανουαρίω 1850».

Τέλος, στη Βιβλιοθήκη της Ι. Μονής Φανερωμένης σώζεται μια σειρά Μηναίων, στα οποία υπάρχει η ακόλουθη σημείωση: «Αφιερούνται τα δώδεκα Μηναία εις τον ναόν της Φανερωμένης – παρά του Μακαρία τη λήξει πρόην (sic) Νύσσης Ιωσήφ - εις μνημόσυνον αυτού. - και εκοιμήθη εν αυτώ την 22 Ιανουαρίου 1850».

Επιστρέφω, όμως, «εις τα καθ’ ημάς»:

Στο δυτικό υπόστεγο («βόλτα», «χαγιάτι») του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου, στην Ελευθερούπολη του Δήμου Παγγαίου, υπάρχει ένα κενοτάφιο, καλυμμένο με λευκό μάρμαρο, το οποίο φέρει την επιγραφή: "ΕΝΤΑΥΘΑ ΕΚΕΙΤΟ Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΟΥ 1821 ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΙΩΣΗΦ" και το οποίο βλέπετε στις τρεις πρώτες φωτογραφίες.

Σύμφωνα με πληροφορίες του μέχρι πρότινος εφημερίου του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ελευθερουπόλεως, π. Κοσμά Θασίτη, τις οποίες, προφανώς, αυτός είχε από παλαιότερους εφημερίους του Ναού, μέσα στο κενοτάφιο υπήρχε άλλοτε η μικρή λειψανοθήκη από βελούδο, με κέντημα από μετάξι, (την βλέπετε στις τρεις τελευταίες φωτογραφίες), που κατασκευάστηκε από σπαράγματα άλλου, μεγαλύτερου έργου, την βλέπετε στην φωτογραφία και η οποία περιείχε λίγα οστά του Επισκόπου Ιωσήφ, στην διάρκεια, όμως, της φοβερής, βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας, κατά τα έτη 1916-1918, οι Βούλγαροι κατακτητές πήραν τα οστά του επισκόπου από τη μικρή λειψανοθήκη και τα εξαφάνισαν, αφήνοντας κενή την ταπεινή λειψανοθήκη, μέσα στο ταφικό μνημείο, προφανώς γιατί ήταν άνευ αξίας, η οποία, μέχρι σήμερα, βρίσκεται στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου. Αμέσως, όμως, γεννιέται το ερώτημα: Εφόσον, αποδεδειγμένα, ο μακαριστός επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Ιωσήφ κοιμήθηκε και θάφτηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης της Σκοπέλου, ποιος μετέφερε τα λιγοστά οστά του στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου της Ελευθερούπολης και τα τοποθέτησε στο ταφικό μνημείο που, προφανώς, κατασκεύασε για το σκοπό αυτόν και το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα; Πιθανολογώ ότι η απάντηση είναι η εξής: Από την 17η Ιουλίου του 1875 έως την 2α Σεπτεμβρίου του 1885, την Επισκοπή Ελευθερουπόλεως ποίμανε ο Επίσκοπος Διονύσιος Α’ ο από Ερυθρών. Αυτός καταγόταν από τη Σκόπελο, όπου, δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν την τοποθέτησή του στην ιστορική μας Επισκοπή Ελευθερουπόλεως, είχε κοιμηθεί και ταφεί ο Επίσκοπος Ιωσήφ. Είναι, πράγματι, πολύ πιθανό, ο Διονύσιος ο Α’ να ήταν αυτός που κατασκεύασε το σεπτό μνημείο, στο δυτικό υπόστεγο του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ελευθερουπόλεως, στο οποίο μετέφερε και τοποθέτησε, για ευλογία, λίγα οστά του κοιμηθέντος προκατόχου του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Το ιστορικό υλικό, που περιέλαβα στο μικρό αυτό πόνημά μου, το έλαβα κυρίως από το έργο του πατρός Κωνσταντίνου Καλλιανού «Συμβολή στην ιστορία των Μητροπόλεων Εφέσου και Νύσσης κατά τον 19ο αιώνα, 2011), καθώς και από το έργο του Αιμιλίου Μαυρουδή «Η Ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως».

Ελευθερούπολη, 4 Ιουνίου 2021