Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

 Μια μακρόχρονη, επιστημονική συζήτηση, για τον τρόπο τέλεσης της λατινικής γιορτής των νεκρών «Rosalia», στην ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων και, ειδικότερα, στην περιοχή του Παγγαίου.

 Θεόδωρος Δημοσθένους Λυμπεράκης

 Ο Θεόφραστος, ιστορικός και φυσιοδίφης του 4ου π.Χ. αιώνα, στην πραγματεία του «περί των φυτών», μιλώντας για τα ρόδα, επισήμανε ότι πάνω στο Παγγαίο όρος φύονταν, σε μεγάλη αφθονία, εκατόφυλλα ρόδα, εξαιρετικής ωραιότητας, τα οποία έπαιρναν οι κάτοικοι της πόλης των Φιλίππων και τα καλλιεργούσαν. Τα ρόδα αυτά μνημονεύουν, εκτός από τον Θεόφραστο και ο Αθήναιος και ο Πλίνιος και μια ιδέα τους μας παρέχουν τα μικρά, άγρια ρόδα, που μέχρι σήμερα σκορπίζουν το άρωμά τους στις χαμηλές πλαγιές του.

Ο Paul Perdrizet, καθηγητής αρχαιολογίας και ιστορίας της τέχνης, μέλος της γαλλικής, αρχαιολογικής σχολής των Αθηνών, (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1), στην εργασία του, με τίτλο: «Inscriptions de Philippes: Les Rosalies», που δημοσιεύθηκε το έτος 1900, παρατηρεί ότι «το ρόδο, με το να χρησιμοποιείται για το στεφάνωμα των νεκρών και των τάφων, απέκτησε ταφική σημασία (συμβολισμό), διότι, εν τέλει, επειδή ζει όσο κρατάει ένα πρωινό, συμβολίζει τον θάνατο».

Την ώρα του θανάτου, τόσο κατά την «πρόθεση», όσο και κατά την «εκφορά», αλλά και στην ταφική λατρεία, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν αδιακρίτως όλα τα ωραία, εποχικά άνθη και όχι μόνο τα ρόδα. Όταν πέθαινε ένα μέλος μιας αδελφότητας ή ενός συλλόγου, οι σύντροφοί του ανελάμβαναν την δαπάνη κατασκευής ενός στεφανιού, οι ελληνικές επιγραφές δεν αναφέρουν, όμως, ποτέ ότι αυτό το στεφάνι έπρεπε να είναι κατασκευασμένο από ρόδα.

Το αντίθετο συνέβαινε στην Ιταλία, όπου το ρόδο διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στη νεκρική λατρεία: Γι’ αυτό τον λόγο οι Ιταλιώτες αποκαλούσαν Ροζάλια ή dies rosationis (ημέρες ροδισμού) τις νεκρικές γιορτές τους. Εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα, κάθε οικογένεια, κάθε νεκρικός σύλλογος επισκεπτόταν τους τάφους των νεκρών του, σ’ αυτούς ερχόταν, προκειμένου να αποθέσει (profundere) τις προσφορές του (profusiones), καθώς και άνθη, κυρίως ρόδα κι εκεί τελούσε ένα γεύμα (escae), στο οποίο οι συνδαιτυμόνες ήταν στεφανωμένοι με ρόδα. Έτσι, οι προσφορές που τοποθετούνταν πάνω στον τάφο καλούνταν escae και rosae ή escae rosales (= γεύματα με ρόδα).

Τα Ροζάλια δεν ήταν, βέβαια, εξ αρχής γιορτή των νεκρών. Αρχικά είχαν κοσμικό χαρακτήρα, τελούμενα με συμπόσια, (ευωχίες),  ήταν μια γιορτή για την χαρά της ζωής και γι’ αυτό γιορτάζονταν στην καρδιά της άνοιξης, τότε που το υπέροχο αυτό άνθος πρωτανθίζει. Από τον 1ο αιώνα μ.Χ. και μετά, όμως, η τέλεση των Ροζαλίων έπαψε να είναι αυστηρά οικογενειακή γιορτή και περιήλθε στους νεκρικούς συλλόγους, που την γιόρταζαν ταυτόχρονα με τα Παρεντάλια.

Ειδικά στην Θράκη, το έθιμο αυτό, το οποίο περιγράφουν πολλές επιγραφές, ήταν έθιμο που το ανέθεταν στους θιάσους του Βάκχου  κι αυτό γιατί η λατρεία του Βάκχου της Θράκης είχε χθόνιο χαρακτήρα και σχετιζόταν με τις ιδέες για την αθανασία της ψυχής.

Αφότου ιδρύθηκε στους Φιλίππους, από τον Οκταβιανό Αύγουστο, το 30 π.Χ., η ομώνυμη, ρωμαϊκή αποικία, (η αρχαιότερη, ίσως από τις αποικίες της μετέπειτα κοσμοκράτειρας Ρώμης), οι επιφανείς Ρωμαίοι και οι Ιταλιώτες άποικοι που την επάνδρωσαν, τελούσαν τις ετήσιες, ιταλικές γιορτές «Rosalia» και «Parentalia». Ενώ, όμως, σε όλες τις γωνιές της απέραντης αυτοκρατορίας τα Ροζάλια φαίνεται ότι τελούνταν, με τον τρόπο που περιγράψαμε ότι τελούνταν από παλιά στην ιταλική χερσόνησο, στην περιοχή της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων είναι ασυνήθιστα μεγάλος ο αριθμός των επιτύμβιων επιγραφών, οι οποίες περιέχουν την ιδιαίτερη και ασυνήθιστη στις υπόλοιπες περιοχές της αυτοκρατορίας φράση «παρακαύσουσίν μοι ρόδοις» ή την παρόμοια «παρακαύσουσίν μοι παρενταλίοις», καθώς και τις αντίστοιχές τους στην λατινική γλώσσα, (τέσσερις, μάλιστα, τουλάχιστον απ’ αυτές βρέθηκαν στο Ποδοχώρι και στην Ελευθερούπολη του Δήμου Παγγαίου), μια φράση που γέννησε μια μακρόχρονη, επιστημονική διαμάχη, σχετικά με την ερμηνεία της.

Στο σημείο αυτό μνημονεύω πρώτη μια επιγραφή του 3ου- 4ου αιώνα μ.Χ., που βρέθηκε στη θέση «Παλιόπραβο», (σημερινό Χορτοκόπι) του Δήμου Παγγαίου, είναι γραμμένη σε σχιστολιθική πλάκα, βρίσκεται στο Μουσείο της Καβάλας και προήλθε από τη συλλογή του Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Σωφρονίου Σταμούλη, που βρισκόταν στο παλιό Μητροπολιτικό Μέγαρο  (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 2). Η επιγραφή έχει το εξής περιεχόμενο, που δείχνει, ακριβώς, τον κλασικό, ρωμαϊκό τρόπο τέλεσης των Ροζαλίων: «Dagus Zipyronis filia reliquit vicanis Scevenis*CXX ut ex usuris eorum vescantur quot {quot} annis rosis adalant(ur) quot si non fecer(int) turn dab(itur) poena vicanis Antheritanis*CCXXX» (Η Dagus, κόρη του Ζιπύρωνος, άφησε στη διαθήκη της το ποσό των εκατόν είκοσι δηναρίων στους κατοίκους της κώμης (vicani) Sceveni (Σκευηνούς), με τον όρο να διαθέτουν τους τόκους αυτού του ποσού για το συμπόσιο των ετησίων ροζαλίων. Σε περίπτωση που δεν τηρηθεί ο όρος της διαθήκης, οριζόταν ως ποινή (poena) η μεταφορά του ποσού, διπλασιασμένου, στους κωμήτες Antheritani (Ανθεριτηνούς, πρόκειται προφανώς για το όνομα του ρωμαϊκού οικισμού της Ελευθερούπολης), οι οποίοι όφειλαν ν’ αναλάβουν εκείνοι την εκτέλεση της διαθήκης).

Η επιστημονική συζήτηση, που έμελλε να διαρκέσει πάνω από μισό αιώνα, ξεκίνησε, όταν ο Leon Heuzey, καθηγητής ιστορίας και αρχαιολογίας στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 3), στο έργο που εξέδωσε το έτος 1876, μαζί με τον H. Daumet, αρχιτέκτονα της γαλλικής κυβέρνησης, με τίτλο «αρχαιολογική αποστολή στην Μακεδονία», αναφερόμενος στις σημαντικές επιγραφές που βρήκε στο χωριό Ρευσίλοβα (σημ. Χαριτωμένη Δράμας), όπου λατρευόταν ο θρακικός Βάκχος, με το τοπικής προέλευσης προσωνύμιο Ταζιβαστηνός (Tasibastenus), διαπίστωσε ότι στα βουνά της Ζίχνας η θρησκεία του Θράκα Βάκχου διατηρούσε, μέχρι τα μέσα της ρωμαϊκής εποχής, την παλιά δημοτικότητά της, ανάμεσα δε στους κατοίκους δημιουργούνταν ακόμη ιεροί  θίασοι, που ήταν ειδικά αφιερωμένοι στην λατρεία του θεού και οι οποίοι δέχονταν κληροδοτήματα, προκειμένου να τελούν κάθε χρόνο τα νεκρικά γεύματα, την ημέρα των Ροζαλίων.

Υπάρχει λόγος, λέει ο Heuzey, να υποθέσουμε ότι η γιορτή των Ρόδων δεν ήταν ασύνδετη προς την τοπική θρησκεία. Οι κάτοικοι της πεδιάδας των Φιλίππων καλλιεργούσαν στους κήπους τους τα εκατόφυλλα ρόδα, τα οποία ήταν φημισμένα στην αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος, που έγραψε σε μια εποχή που η μακεδονική αποικία είχε ιδρυθεί, σχεδόν ανάμεσα στα θρακικά φύλα, μας περιέγραψε ότι οι κάτοικοι των Φιλίππων έπαιρναν αυτή την ποικιλία ρόδων από το όρος Παγγαίο, το ιερό όρος, το οποίο ήταν κάτι σαν τον Όλυμπο, όσον αφορούσε τον Θράκα Βάκχο.

Στηριγμένος σ’ αυτό το σκεπτικό, ο Heuzey  εκφράζει την πεποίθηση ότι τα ρόδα του Παγγαίου ήταν αφιερωμένα στον Θράκα Βάκχο και ότι αυτά θα καλλιεργήθηκαν, ασφαλώς, αρχικά στους ιερούς κήπους που θα υπήρχαν γύρω από το φημισμένο μαντείο των Βησσών, πάνω στο Παγγαίο όρος, πιθανολογώντας ότι σ’ αυτό το γεγονός οφειλόταν η παρουσία του ρόδου  πάνω στα νομίσματα της Τραγίλου, (μιας πόλης, την οποία ανέσκαψε η κ. Χάιδω Κουκούλη στο Αηδονοχώρι της Βισαλτίας – Σερρών). Η καλλιέργεια του διπλού (εκατόφυλλου) ρόδου πέρασε, έτσι, κατά τον Heuzey, όπως κι εκείνη της αμπέλου, από την Ασία στην Ευρώπη, μέσω της Θράκης και της Μακεδονίας και αυτή η μεταφορά είχε, επίσης όπως και της αμπέλου,  θρησκευτικό χαρακτήρα, ο οποίος συνέδεσε αυτό το υπέροχο άνθος με την λατρεία των τοπικών θεοτήτων.

Πρώτος, την άποψη του Heuzey αντέκρουσε, στα 1900, ο καθηγητής Paul Perdrizet, στο έργο που προανέφερα, σύμφωνα με τον οποίο το ιταλικό έθιμο των Ροζαλίων μεταφέρθηκε στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στην Φρυγία και τη Βιθυνία της Μικράς Ασίας από το πλήθος των Ρωμαίων και των Ιταλιωτών, (αποίκων, στρατιωτών, εμπόρων κλπ.), που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές, οι οποίοι ήταν τόσοι πολλοί, ώστε δεν είναι περίεργο που εντοπίζονται στις πιο πάνω περιοχές τα ίχνη εθίμων που είχαν εισαχθεί από τη Δύση. Πέρα, όμως, απ’ αυτές τις λίγες περιπτώσεις, που εξηγούνται από την διασπορά των Ιταλιωτών στη Μικρά Ασία, ο Perdrizet επισημαίνει ότι οι πιο πολυάριθμες επιγραφές, έξω από την ιταλική χερσόνησο, που αναφέρονται στα Ροζάλια, προέρχονται από την μεγάλη αποικία των Φιλίππων, αναφερόμενος δε σ’ αυτές κι ερμηνεύοντάς τες, ξεκινά από μια θαυμάσια, επιτύμβια στήλη από το Ποδοχώρι του Παγγαίου, την οποία παρέδωσε στο Μουσείο του Λούβρου ο τότε, (1900), υποπρόξενος της Γαλλίας στην Καβάλλα, ονόματι Βουλγαρίδης, (την βλέπετε στην ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 4), η οποία απεικονίζει τα πορτραίτα μιας θρακικής οικογένειας του Παγγαίου, φέρει χαραγμένο το επιτύμβιο σύμβολο των Θρακών, δηλ. τον Θράκα ιππέα, που κυνηγάει κάπρο και περιέχει το ακόλουθο κείμενο διαθήκης: Καταλινπάν[ω] δε [μύστ)αις [Διονύσου δηνάρια ρκ'. Παρακαύσουσιν μοι ρόδοις κα[τ' έτος | . .]

Εν συνεχεία περιγράφει μια ακόμη επιτύμβια στήλη, την οποία αντέγραψε ο ίδιος το 1899, στην οικία του M. Wix, προξενικού πράκτορα της Αυστρο-Ουγγαρίας στην Καβάλλα και η οποία περιέχει επίσης την εξής διαθήκη: Μάντα ιδίω τέκνω | Σουδίω Παιβίλα΄ έτών κς' μνήμης χάριν. | Καταλείπω δε κου[π]ίασιν Καλπαπου|ρείτα(ι)ς * ρν'. Παρα|καύσουσιν δε άπαξ | του έτους ρόδοις.

Ο σοφός καθηγητής παραθέτει κι άλλες επιτύμβιες στήλες, σε λατινική κι ελληνική γλώσσα, όπως μια που βρέθηκε στην Προσωτσάνη, αρκετές που βρέθηκαν στην Χαριτωμένη της Δράμας κι άλλες που βρέθηκαν στην Αλιστράτη, στη Σέλιανη, (σημερινό χωριό Φίλιπποι) κλπ., στις οποίες φαίνεται να συνδέεται η γιορτή των Ροζαλίων με το ρήμα παρακαίειν ή το λατινικό αντίστοιχό του και αμέσως μετά σχολιάζει ως εξής την άποψη του Heuzey: «Βλέπει κανείς, στη σειρά των επιγραφών που μόλις εξετάσαμε, πόσο πολυάριθμοι ήταν οι νεκρικοί σύλλογοι στην επικράτεια της αποικίας των Φιλίππων. Σ’ αυτήν υπήρχαν τέτοιοι σύλλογοι σε κάθε χωριό, οι οποίοι αυξήθηκαν στην αυτοκρατορική περίοδο, είναι δε ενδιαφέρον να διαπιστώνει κάποιος ότι αυτοί οι σύλλογοι ήταν εξαιρετικά πολυάριθμοι στην πρώτη, ευρωπαϊκή πόλη, στην οποία ρίζωσε η νέα πίστη, (δηλ. στους Φιλίππους). Αν στην επιγραφή της Αλιστράτης και σ’ αυτές της Ρευσίλοβα προσθέσει κανείς κι αυτήν του Ποδοχωρίου, την οποία παραθέσαμε στην αρχή, θα μπορέσει να πιστέψει ότι πολλοί από αυτούς τους νεκρικούς συλλόγους της αποικίας των Φιλίππων βρίσκονταν υπό την προστασία του μεγάλου, αυτόχθονος Θεού. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Θράκας Διόνυσος (ΣΑΒΑΖΙΟΣ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 5) ήταν ουσιαστικά ένας θεός του Κάτω κόσμου. Το (βασικό) δόγμα της θρησκείας του ήταν αυτό της ανάστασης. Ο βλαστός του κλήματος του αμπελιού, του οποίου το φύλλωμα πεθαίνει κάθε φθινόπωρο, για να πρασινίσει πάλι την άνοιξη, ήταν για τους μύστες ένα σύμβολο ελπίδας. Αυτές τις ιδέες ο Ορφισμός πρέπει να πήρε από την Θράκη και να τις ενστάλαξε στην Ελλάδα. Υπάρχει, όμως, κάποια σχέση που συνδέει, όπως θέλει ο Ηeuzey, την θρησκεία του Θράκα Βάκχου με τα ροζάλια; Εγώ πιστεύω ότι αν η τέλεση των Ροζαλίων υπήρχε στους Φιλίππους, η Θράκη καμία σχέση δεν έχει μ’ αυτή. Πιστεύω ότι αυτή η τελετουργία, όπως και σε άλλα μέρη, έχει ιταλική προέλευση. Προτού ο Αύγουστος εγκαταστήσει αποίκους στους Φιλίππους, τα Ροζάλια πρέπει να ήταν εδώ άγνωστα. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, που ν’ αποδεικνύει ότι οι Θράκες προσέφεραν ρόδα στον Βάκχο τους. Κανένα κείμενο δεν κάνει λόγο, ούτε για ροδώνες πάνω στο Παγγαίο, αφιερωμένους στον Βάκχο. Όσο για την θρακική πόλη Τράγιλο, της οποίας τα νομίσματα του 5ου αιώνα π.Χ. φέρουν στην πίσω όψη τους ένα ανοιχτό ρόδο και στην μπροστά την κεφαλή του Ερμή, αυτή βρισκόταν πολύ μακριά από τους Φιλίππους, στην Βισαλτία, στην δεξιά όχθη του Στρυμόνα, κοντά στο κάστρο του Αηδονοχωρίου. Οι άποικοι, τους οποίους ο Αύγουστος εγκατέστησε στους Φιλίππους, μετέφεραν εδώ, από την Ιταλία, λατρείες και τελετές, οι οποίες έγιναν τελικά (λατρείες και τελετές) ενός μικτού πληθυσμού, που ήταν το αποτέλεσμα της ανάμειξης αυτών των Ιταλιωτών με τους Έλληνες των Φιλίππων και της Νεαπόλεως και με τους Θράκες των γύρω χωριών. Οι επιγραφές μας από την αποικία χρονολογούνται σχεδόν όλες στον 2ο αιώνα της Αυτοκρατορίας, δηλαδή περίπου 200 χρόνια μετά την ίδρυση της Col. Aug. Jul. Philippi. Αυτό το χρονικό διάστημα ήταν αρκετό για τον εκρωμαϊσμό των χωριών των αυτοχθόνων. Αναμφίβολα, στα απόμακρα κάστρα των κοιλάδων του Παγγαίου, η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε ως τοπικό ιδίωμα. Όμως οι Θεοί ήταν ιταλικής προέλευσης, Το ίδιο συνέβη και με τα έθιμα. Είναι αλήθεια πως συνέχιζαν να μετρούν πιο πολύ σε πλέθρα παρά με ζυγούς (jugères), τον χρόνο όμως τον μετρούσαν όχι με βάση το μακεδονικό ημερολόγιο, αλλά με βάση αυτό του Ακτίου. Το θρακικό σύμβολο του Ήρωα Ιππέα εξακολουθούσε να διακοσμεί τους τάφους των χωρικών, αλλ’ όμως τιμούσαν τους νεκρούς τους όπως στην Ιταλία, κατά την άνοιξη, με τις escae rosales, (γεύματα των Ροζαλίων), όπως επίσης τιμούσαν και τις επετείους της γέννησης ή του θανάτου τους», (Parentalia, τελετή των προγόνων).

12. Στο σημείο αυτό, ο σοφός καθηγητής, μιλώντας για την τελετή των Παρενταλίων, επικαλείται μια επιγραφή, που βρέθηκε στο Πράβι, στο δάπεδο του ναού του Αγίου Νικολάου, κοντά στο βαπτιστήριο, με το εξής περιεχόμενο: «… τελευτήν μου παρακαύσωσί  μοι παρενταλίοις αιάν δε [μη] παρακαύσωσιν, τότε δώσωσιν τοίς Κερδώζισι προστίμου δηνάρια σ’» και αμέσως μετά, στο ερώτημα, γιατί στην αποικία των Φιλίππων να βρίσκουμε τόσο συχνές αναφορές στα Ροζάλια, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη περιοχή,  απαντά ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός πως οι άποικοι των Φιλίππων προήλθαν όλοι από την Ιταλία, χώρα καταγωγής των Ροζαλίων, ενώ δεν συνέβη το ίδιο προκειμένου για τους αποίκους που οι Αυτοκράτορες εγκατέστησαν, σε μεταγενέστερους χρόνους, σε άλλες αποικίες, όπως λ.χ. σ’ αυτές του Δούναβη, οι οποίοι ήταν κυρίως στρατιώτες (βετεράνοι). (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 6).

Η επιστημονική διαμάχη απέκτησε ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όταν σ’ αυτήν πήραν  μέρος ο Charles Picard, καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στην «Faculté des lettres de Paris» και μέλος της «Academie des inscriptions et belles letters» και δ) o Charles Avezou, αρχαιολόγος, μέλος της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, στα πλαίσια της ερμηνείας της διαθήκης μιας ιέρειας, που βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη, την οποία οι ίδιοι δημοσίευσαν το έτος 1914. Στην διαθήκη της η ιέρεια αυτή αναφέρει τα εξής, εξόχως σημαντικά:

«ΙΕΡΕΙΑ ΘΥΣΑ | ΕΥΕΙΑ ΠΡΙΝΟ |ΦΟΡΟΥ  ΚΑΤΑ|ΛΙΠΩ ΕΙΣ ΜΝΙ|ΑΣ ΧΑΡΙΝ ΑΙΩ|ΝΙΑΣ ΑΝΠΕΛΩΝ |ΠΛΕΘΡΑ ΔΥΩ | ΣΥΝ ΤΕΣ ΤΑΦΡΟΙΣ | ΟΠΩΣ ΑΠOKΕΗΤΑΙ ΜΟΙ |ΑΠΟ ΑΓΟ|ΡΑΣ ΜΗ ΕΛΑ|ΤΟΝ *Ε ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΣΤΕ | ΜΙΚΡΟΣ ΜΕ|ΓΑΣ ΕΚΑΣΤΟΣ | ΣΤΕΦΑΝΟΝ ΡΟ|ΔΙΝΟΝ Ο ΔΕ ΜΗ Ε|ΝΕΓΚΑΣ ΜΗ ΜΕΤΕ|ΧΕΤΩ ΜΟΥ ΤΗΣ | ΔΩΡΕΑΣ ΑΙΑΝ ΔΕ ΜΗ ΠΟΙΗΣΩ|ΣΙΝ, ΕΙΝΕ ΑΥΤΑ |ΤΟΥ ΔΡΟΙΟ|ΦΟΡΩΝ ΘΕΙΑΣΟΥ Ε|ΠΙ Τ|ΟΙΣ ΑΥΤΟΙΣ.

Σχολιάζοντας την διαθήκη, οι Picard (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 7) και Avezou αναφέρονται, κατ’ αρχάς, στις ήδη τότε γνωστές και δημοσιευμένες, επιτύμβιες επιγραφές του Ποδοχωρίου και της συλλογής του Wix, στις οποίες μνημονεύεται μια νεκρική τελετή, που ονομάζεται απόκαυσις, προσθέτοντας και μια όμοια, λατινική, επιτύμβια στήλη, που βρέθηκε επίσης στο Πράβι, το κείμενο της οποίας είναι το ακόλουθο: (BCH, XXIV, 1900, σελ. 310): «DEDU \ HER(EDIBUS) MEIS * LX UT [E]X USURIS EJUS ADAIANT ROSAL(IBUS) SUB CURAT(IONE) ZIPAE MESTI FIL(II)», (που σημαίνει: «Διαθέτω στους κληρονόμους μου 60 δηνάρια, προκειμένου από την πρόσοδό τους να παρακαίουν, στα Ροζάλια, υπό την εποπτεία του Ζίπα, γιού του Μέστου») και αμέσως αναρωτιούνται, γιατί μέχρι τότε, σε καμιά από τις δημοσιεύσεις, τις σχετικές με αυτές τις επιγραφές, όπως και σ’ εκείνη του κ. Perdrizet, δεν αναγνωρίστηκε, ούτε εξηγήθηκε η έννοια της παρακαύσεως.

Στη συνέχεια, επιχειρούν ν’ απαντήσουν στο ερώτημα, «τι έκαναν με τα ρόδα» στην ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων και, αφού επισημαίνουν ότι οι επιγραφές του Παγγαίου δεν λένε το παραμικρό γι’ αυτό το θέμα, κατευθύνουν την έρευνά τους στην Φρυγία, την Βιθυνία και την Γαλατία, όπου τελούνταν παρόμοιες, νεκρικές τελετές, σχολιάζοντας πλήθος διαθηκών, στις οποίες αναφέρεται ο «αποκαυσμός», δηλαδή η τελετουργική καύση σπόρων, φυτών, αλλά και ζώων. Συγκρίνοντας τις επιγραφές αυτές με τις μακεδονικές επιγραφές, βλέπουν ότι οι όροι «παρακαυσμός» της Μακεδονίας και «αποκαυσμός» της Φρυγίας είχαν το ίδιο νόημα. Οι κληρονόμοι, και στους δύο απόμακρους αυτούς τόπους, δεν εμποδίζονταν να στεφανώνουν τον τάφο, πλην όμως, ταυτόχρονα, πάνω ή στο πλάι του έκαιγαν, υπό μορφή θυσίας, ρόδα ή πολύτιμους σπόρους, φυτά ή ζώα, αντίστοιχα.

Συμπεραίνουν, έτσι, οι δυο σοφοί ότι οι επιγραφές της Μικράς Ασίας δείχνουν πως αυτού του είδους οι θυσίες, που γίνονταν προς τους θεούς και προς τους νεκρούς, με την καύση φυτών, αποτελούσαν τελετή κοινή στην Φρυγία και στην Μακεδονία, αποδεικνύουν ότι κοινή επίσης, και στις δύο αυτές περιοχές, ήταν η λατρεία που αποδιδόταν πάνω στους βωμούς και στους τάφους, επισημαίνουν τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις της θρησκείας του Θράκα Διονύσου, θεού του κάτω κόσμου, ο οποίος υποσχόταν στους πιστούς του την ανάσταση,  με την θρησκεία του φρυγικού θεού Άττη, ο οποίος, επίσης, υποσχόταν την αναγέννηση του μυημένου σε μια αιώνια ζωή, και καταλήγουν να θεωρούν πολύ πιθανό, ότι η Φρυγία και η θρησκεία του Άττη ήταν ο τόπος και η θρησκεία προέλευσης της τελετής των καιόμενων ρόδων, η οποία πρέπει να διείσδυσε νωρίς στην παγγαιική χώρα.

Στηριζόμενοι στα προαναφερθέντα, οι δυο σοφοί διακρίνουν σ’ αυτή την τελετή της αποκαύσεως ένα σύνολο ιδεών, ιδιαίτερα φρυγικών ιδεών, που κατάφεραν να προκαλέσουν την διάδοση της νεκρικής αποκαύσεως, τόσο στην Μ. Ασία, αρχικά, όσο και στην Μακεδονία, στη συνέχεια, γιατί η σημιτική Ασία ήταν, πράγματι, εκείνη που προσέδωσε πολύ σημαντικό ρόλο στην εξαγνιστική φωτιά, η οποία μπορούσε να μεταμορφώσει τον ήρωα σε θεό, να λυτρώσει τον θεό από κάθε γήινο δεσμό, όπως ήταν η Φρυγία, με τον Άττι, το πνεύμα της  βλάστησης, εκείνη που ανέπτυξε τις μαγικές τελετές, που προορίζονταν για να βοηθήσουν τα φυτά να ωριμάσουν, που προορίζονταν να τα προστατέψουν, μ’ εκείνες τις ιδιαίτερες θυσίες, των οποίων επιβίωση μοιάζουν να είναι ακόμη και σήμερα οι καύσεις των φυτών (βοτάνων) τη νύχτα του Αη Γιάννη (σημ. δική μου: οι σύγχρονοι Έλληνες, εκείνη τη νύχτα, καίμε τα στεφάνια της πρωτομαγιάς).

«Ήταν, τέλος, η θρησκεία του Άττη, εκείνη που, από τα έθιμα μιας θεϊκής λατρείας, οδηγήθηκε στην λατρεία των νεκρών: Οι άνθρωποι που αναπαριστούσαν τους ήρωες της λατρείας τους, για να μπορέσουν να τους μοιάσουν, οι άνθρωποι, των οποίων οι ήρωες υπέκυπταν στην φθορά και στον θάνατο, δεν είναι παράξενο που απέκτησαν την ιδέα ότι η φωτιά θα έκανε και στους ανθρώπους αυτό που έκανε στους θεούς, δηλ. θα τους απελευθέρωνε από την γήινη φθορά. Από αυτή την ιδέα προήλθαν οι τελετουργίες που υπέβαλαν τα άνθη, όπως και τους νεκρούς, όπως και τους θεούς, στην δοκιμασία των φλογών: Αυτές οι τελευταίες απελευθέρωναν, με τις καμένες στάχτες, την αιώνια ενέργεια. Αυτές (οι φλόγες),  με τα καμένα ρόδα, με τα νεκρά ρόδα, τα άνθη της αιωνιότητας, έκαναν τους συνδαιτημόνες άξιους να στολίσουν το μέτωπό τους στα ταφικά συμπόσια».

Μοιραία, ως εκ τούτου, αμφισβητούν έντονα την άποψη που είχε αναπτύξει ο Perdrizet, για την ιταλική προέλευση των Ροζαλίων του Παγγαίου και των Φιλίππων, γιατί πιστεύουν ότι ο τελευταίος όφειλε προηγούμενα να έχει εξετάσει την ειδική φύση των μακεδονικών τελετών και ιδιαίτερα την χρήση της φωτιάς, η οποία ήταν ολότελα άγνωστη στην λατινική τελετή των Ροζαλίων.

To έτος 1925, στην επιστημονική συζήτηση που μας απασχολεί πήρε μέρος ο Grégoire Henri, με άρθρο του, με τίτλο «La romanisation aux bouches du Danube», Danube, (Ο εκλατινισμός των εκβολών του Δούναβη), το οποίο δημοσιεύτηκε στο «Revue belge de philologie et d'histoire».

Ο Henri, αναφερόμενος στη μεγάλη εξάπλωση της γιορτής των Ροζαλίων, η οποία έλαβε χώρα, κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, όχι μόνο στην ύπαιθρο, αλλά ακόμη και στις ελληνικές πόλεις της περιοχής των εκβολών του ποταμού Δούναβη, περιγράφει λεπτομερώς την γιορτή και τη σχέση της με την Ιταλία, απορρίπτει την άποψη κάποιων ιστορικών, ότι, εφόσον και στους Φιλίππους και στην Δοβρουτσά της σημερινής Ρουμανίας κατοικούσαν Βησσοί Θράκες κι εφόσον η πίστη στην αθανασία της ψυχής ήταν διαδεδομένη ανάμεσά τους, τα Ροζάλια δεν ήταν παρά μια αρχαία, θρακική γιορτή, μεταμφιεσμένη σε ρωμαϊκή και πιστεύει το ακριβώς αντίθετο, ότι η γιορτή αυτή είναι, όπως και η πίστη στον θεό Σιλβανό, καθαρά ιταλική.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1931, στην επιστημονική διαμάχη μπήκε ο Paul Collart, Ελβετός Ελληνιστής, ειδικός στην μελέτη των παπύρων της πτολεμαϊκής Αιγύπτου και της ιστορίας των ελληνιστικών χρόνων, μέλος της «Academie des inscriptions et belles letters» και της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και ανασκαφέας των Φιλίππων από το 1930 έως το 1935.  Ο Collart,  σε άρθρο του υπό τον τίτλο «ΠΑΡΑΚΑΥΣΟΥΣΙΝ ΜΟΙ ΡΟΔΟΙΣ», το οποίο δημοσίευσε το έτος 1931, πιστεύει, κατ’ αρχάς, ότι ο εορτασμός των Ροζαλίων, αφιερωμένος στη λατρεία των νεκρών, συναντάται συχνότερα στην Ιταλία, από όπου αυτή η γιορτή έλκει την καταγωγή, εξηγεί δε την περιγραφή της, σε πολλά κείμενα της ρωμαϊκής επαρχίας, από την παρουσία μεγάλου αριθμού Ιταλιωτών σ’ αυτήν, όπως επίσης στους Ιταλούς αποίκους της αρχαίας, ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων αποδίδει τον μεγάλο αριθμό κειμένων, που βρέθηκαν σ’ αυτήν.

Στη συνέχεια, αφού κι αυτός μνημονεύει τις επιγραφές του Παγγαίου, που αναφέρονται στην τελετή της παρακαύσεως, καθώς και την διαθήκη της ιέρειας από τη Θεσσαλονίκη, αρνείται ότι η έκφραση «παρακαύσουσίν μοι ρόδοις» σημαίνει ότι εκτελούνταν στους τάφους μια θυσία με καύση ρόδων και θεωρεί ότι η τελετή, που περιγράφεται απ’ αυτό το ρήμα και η γιορτή των ρόδων είναι δύο ξεχωριστά (διακριτά) πράγματα, που δεν έχουν βρεθεί μαζί, παρά περιστασιακά.

Με το σκεπτικό αυτό, ο Collart (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 8) δικαιώνει, κατ’ αρχάς, την άποψη του Perdrizet, την οποία, όμως, αμέσως «συμφιλιώνει», με το πόρισμα της την έρευνας που έκαναν οι Picard και Avezou, σχετικά με την προέλευση της τελετής του νεκρικού «αποκαυσμού» στην Μακεδονία και πιο ειδικά στους Φιλίππους, αφού δέχεται ότι η τελετή αυτή, στην ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων ήταν ταυτόσημη μ’ εκείνη που εφαρμοζόταν στη Μικρά Ασία με τη λέξη «αποκαυσμός». Επρόκειτο για μια θυσία με τη χρήση φωτιάς πάνω στον τάφο, χωρίς να είναι βέβαιο, τι ακριβώς καιγόταν. Το γεγονός πως αυτή η ανατολίτικη τελετή, ενωμένη με την λατινική, νεκρική γιορτή των Ροζαλίων, συναντιέται σχεδόν αποκλειστικά στους Φιλίππους, το αποδίδει στο ότι οι Φίλιπποι, ως σταυροδρόμι χερσαίων και υδάτινων οδών, ήταν εξ αρχής μια πόλη ανοιχτή στις πιο διαφορετικές, θρησκευτικές επιρροές, στα πλαίσια των οποίων, από την Ιταλία, μεταξύ άλλων, ήλθαν εδώ τα Ροζάλια και τα Παρεντάλια κι από την Μικρά Ασία ήλθε η τέλεση θυσίας με φωτιά, πάνω ή δίπλα στον τάφο.

Λίγο αργότερα, ο Collart δημοσίευσε μια λατινική επιγραφή που βρήκε στην περιοχή Σέλιανης (Φιλίππων) – Μεσορέματος, (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 9), η οποία είχε το εξής περιεχόμενο: «ΑΛΙΟΥΠΑΙΒΕΣ ΖΕΙΠΑ ΑΛΙ (ΦΙΛΙΟΥΣ) ΟΥΞΟΡΙ ΤΕΡΤΙΑΕ ΣΟΥΕ ΦΕKΙΤ ΑΝ(ΝΟ) Χ Ο {ΒΙΤΑΕ). ΣΕΚΟΥΣ ΦΙΡΜΙ ΦΙΛΙΑ ΡΕΛΙΚΒΙΤ ΒΙΚΑΝΙ ΜΠΟΥΣ ΣΑΤΡΙΚΕΝΙΣ * 140 ΟΥΤ Μ(ΕΝΣΙΣ) Ι(ΟΥΝΙΙ) ΝΤΕΚΙΜΟ ΚΑΛΑΝΤΑΣ ΠΑΡΕΝΤΕΤΟΥΡ», που σημαίνει: «Ο Αλιουπέβες, ο γιος του Ζείπα, γιού του Άλιους, ανήγειρε (αυτό το μνημείο) προς τιμήν της τρίτης συζύγου του, η οποία απεβίωσε κατά τον δέκατο χρόνο (του γάμου τους). (Αυτός), ο Σέκους, γιος του Φίρμους, άφησε στους κατοίκους  του πύργου της Σαρτρίκα 140 δηνάρια, προκειμένου, (κάθε χρόνο), την δέκατη ημέρα πριν τις καλένδες του Ιουνίου, να τελούν μια νεκρική γιορτή» και με αφορμή την ερμηνεία της, παρενέβη και πάλι στην μακρόχρονη, επιστημονική συζήτηση, προσθέτοντας και τα εξής, ενδιαφέροντα: «Ούτε η συρροή Ιταλών αποίκων στους Φιλίππους, το 30 π.Χ., ούτε οι ελληνικές επιρροές, που ασκήθηκαν επί αιώνες σ’ αυτή την χώρα και προήλθαν από την Θάσο ή την Αμφίπολη και, από το 356 π.Χ., από την μεσολαβήσασα, μακεδονική κατάκτηση, δεν μπόρεσαν να εξαφανίσουν το αρχαίο, θρακικό υπόβαθρο του πληθυσμού. Η ανάμειξη αυτών των τριών στοιχείων, που είναι παντού φανερή στις επιγραφές της περιοχής και η προοδευτική αφομοίωση των Ρωμαίων αποίκων, οι οποίοι στην αρχή είχαν επιβάλει την γλώσσα τους, τα έθιμα και τους θεούς τους, έχουν προ πολλού επισημανθεί».

Τέλος, από τους νεώτερους, ειδικούς επιστήμονες,

ο μεν Χαράλαμπος Τσώχος, καθηγητής μινωικής και κλασικής αρχαιολογίας, σε άρθρο του με τίτλο «η θρησκευτική τοπογραφία των Φιλίππων κατά τον 2ο και 3ο αιώνα μ.χ.», αναφέρεται, με λίγα λόγια, στην τέλεση των Ροζαλίων στους Φιλίππους, παραπέμποντας, για περισσότερες πληροφορίες, στην σχετική βιβλιογραφία και χωρίς, (τουλάχιστον με βάση όσα κείμενά του είχα τη δυνατότητα να έχω πρόσβαση), να πάρει μέρος στην επιστημονική διαμάχη που μας απασχολεί),

ο δε καθηγητής κ. Αθανάσιος Ριζάκης, διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και επισκέπτης καθηγητής σε διάφορα, ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, είχε την ευγενή καλοσύνη να μου στείλει την δική του άποψη, σε σχέση με την επιστημονική συζήτηση που σας περιέγραψα, την οποία σας μεταφέρω αυτούσια:

«Το άρθρο του Collart,  που είναι και το τελευταίο πλήρες για το θέμα, δίνει κατά την γνώμη μου και την τελική, ορθή λύση, στην αινιγματική καταρχάς έκφραση, «παρακαύσουσίν μοι ῥόδοις». Ο Collart σημείωσε ότι δεν επρόκειτο για την καύση ρόδων πάνω στον τάφο, αλλά για την πραγματοποίηση μιας θυσίας (μικρών ζώων ή και καρπών), κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής γιορτής των Ρόδων. Ασχολήθηκα τελευταία διεξοδικά με το θέμα, σε μια ανακοίνωση που παρουσίασα σ ένα διεθνές Συνέδριο στην Ρώμη και θα δημοσιευθεί τον επόμενο χρόνο, με τον ακόλουθο τίτλο: «Fêtes  de commémoration et rituels funéraires à Philippes (Macédoine orientale): transferts et interactions culturels entre Rome, Macédoine et Asie Mineure, in Quinto seminario Ostiense, In Memoria di Mireille Cébeillac-Gervasoni, Rome 21-22 fevrier 2018».  Δεδομένου ότι η εορτή των Ροζαλίων, σχεδόν άγνωστη  στη Ρώμη, (ελάχιστα παραδείγματα), είναι ευρύτατα γνωστή στην ένθεν των Άλπεων Γαλατία, η υπόθεση ότι εισήχθη στους Φιλίππους από τους Ρωμαίους αποίκους είναι προβληματική. Η υπόθεση αυτή καθίσταται περισσότερο ελκυστική από την χρονολογία των σχετικών επιγραφών (2ος-3ος αιώνας μ.Χ.) Το τελετουργικό της θυσίας, με το ακολουθούμενο δείπνο, είναι ίσως, όπως το λέτε σωστά, η επιβίωση μιας ντόπιας παράδοσης, που συνδέεται με την λατρεία των νεκρών. Επομένως, αν η εορτή μεταφέρθηκε από Ρωμαίους αποίκους ή μετανάστες πρώτα στην Μικρά Ασία και εκείθεν στους Φιλίππους, το τελετουργικό της θυσίας και του δείπνου ακολουθεί την εντόπια παράδοση».

Ο γράφων δεν έχω απολύτως καμιά αρμοδιότητα ή επιστημονική κατάρτιση, για να μπορέσω να συμμετάσχω στην μακρόχρονη, επιστημονική συζήτηση που σας ανέπτυξα. Πιστεύω, όμως, ότι, μέσα από αυτήν προκύπτει με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι, μέσα στα πλαίσια που τέθηκαν με τον ρωμαϊκό αποικισμό των Φιλίππων, η παλιά, θρακική θρησκεία του Παγγαίου παρέμεινε ζωντανή και υποτάχθηκε μόνο από την άποψη του τυπικού της στην τυπολατρική λατρεία των νεοφερμένων, ενώ, παράλληλα, η αφοσίωση αυτών των τελευταίων στις λατρείες της πατρίδας τους δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στη γοητεία των ανατολικών λατρειών και των εσχατολογικών δογμάτων της Διονυσιακής και της Ορφικής θρησκείας, των οποίων η επιρροή ήταν τότε αυξημένη μέσα σ' ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Αυτή η αλληλεπίδραση προσέδωσε στη θρησκευτική ζωή της περιοχής, κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, και ιδιαίτερα των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων αυτής, ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

 ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΕΠΙΦΑΝΗ ΡΩΜΑΙΟ ΕΙΧΕ ΤΟΠΟΘΕΤΗΘΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ Η «ΟΡΘΟΠΕΤΡΑ» («ΝΤΙΚΙΛΙ-ΤΑΣ»), ΤΟ ΕΠΙΦΑΝΕΣΤΕΡΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥΣ;

 

Πολλές φορές πέρασα και αρκετές απ’ αυτές σταμάτησα και θαύμασα τον τεράστιο μονόλιθο, που μέχρι σήμερα στέκεται αγέρωχος, στην ανατολική έξοδο του χωριού Κρηνίδες (και, συνάμα, ανατολική έξοδο των αρχαίων Φιλίππων), πάνω στον δρόμο που οδηγεί στο χωριό Φίλιπποι. Πρόκειται για την περίφημη «Ορθόπετρα» ή, όπως λεγόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, «Ντικιλί – τας», (από αυτή την τελευταία ονομασία πήρε το όνομά του και ο γειτονικός, παγκόσμια γνωστός, προϊστορικός, αρχαιολογικός χώρος). Ήταν προφανές ότι επρόκειτο για επιτύμβιο μνημείο κάποιου σημαντικού, Ρωμαίου αξιωματούχου, ποιος, όμως, ήταν αυτός;

 Την απάντηση μας δίνει ο αγαπητός φίλος και εξαίρετος καθηγητής Πανεπιστημίου, ομότιμος διευθυντής ερευνών στο Τμήμα Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας , του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στην εξαιρετική εργασία του, με τίτλο  «La_carriere_equestre de_C._Vibius_Quartus» (δηλ., η ιππική καριέρα του C.Vibius_Quartus), ένα κείμενο γραμμένο στην γαλλική γλώσσα, το οποίο σας μεταφέρω αυτούσιο, μεταφρασμένο από μένα, με μόνες παραλείψεις όσων υποσημειώσεων ενδιαφέρουν μόνο τους ειδικούς επιστήμονες (ιστορικούς κι αρχαιολόγους) κι όχι όλους εσάς, προς τους οποίους απευθύνεται αυτή η ανάρτηση. Άλλωστε, το πλήρες κείμενο θα το αναρτήσω σύντομα στο blog μου: http://lymperakis-theodoros.blogspot.com.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΡΙΖΑΚΗΣ

Η ΙΠΠΙΚΗ ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ C.VIBIUS QUARTUS*

  Η θητεία του C. Vibius C.f. Corn. Quartus στο ιππικό ήταν εν μέρει γνωστή, χάρη στο περίφημο, ταφικό του μνημείο, το οποίο μας έγινε γνωστό από αρκετούς ταξιδιώτες, αρχής γενομένης από τον Κυριάκο της Αγκόνα. Αυτό το μνημείο - που απέχει περίπου δύο χιλιόμετρα από την αρχαία πόλη των Φιλίππων, στην ανατολική Μακεδονία - στη συνέχεια ενσωματώθηκε στη βορειοανατολική νεκρόπολή της. Το 1862, όταν επισκέφτηκε τους Φιλίππους ο Léon Heuzey, αυτός ο εντυπωσιακός ογκόλιθος ήταν ενσωματωμένος στα κτίσματα ενός πανδοχείου (χανιού), που βρισκόταν πάνω στην οδό Δράμας-Καβάλας, η οποία, λίγο - πολύ ακολουθούσε τη διαδρομή της αρχαίας Εγνατίας. Ο Léon Heuzey τότε είχε υποθέσει ότι αυτός ο σταθμός (της Εγνατίας οδού) πρέπει να ταυτιζόταν με τον σταθμό Fons, που αναφέρεται στον Πευτιγγεριανό Πίνακα ότι βρισκόταν στην έξοδο των Φιλίππων. Το μνημείο του Vibius, που ανεγέρθηκε σε μια εξαιρετική, τοποθεσία, κατά την ρωμαϊκή εποχή, χαρακτηρίζει έντονα, με τον επιβλητικό όγκο του, την περιοχή, που φέρει το όνομά του. (Οι Έλληνες αποκαλούν αυτή την περιοχή «μεγάλο λιθάρι», εξ ου και το τουρκικό τοπωνύμιο «Ντικιλί Τας»).

 Πρόκειται για έναν ογκώδη, μαρμάρινο μονόλιθο, σχεδόν τετράγωνο, του οποίου οι διακοσμητικές λεπτομέρειες είναι δύσκολο να διακριθούν σήμερα. Μπορούμε, ωστόσο να τις ανακατασκευάσουμε, χάρη στα ακριβή σχέδια των ταξιδιωτών του προηγούμενου αιώνα, που δείχνουν ότι το μνημείο του Quartus είχε τη μορφή ενός γιγάντιου, ταφικού βωμού, «καθισμένου» πάνω σ’ έναν, επίσης μονολιθικό πλίνθο, ο οποίος έχει δύο σκαλοπάτια και του οποίου το πάνω μέρος, διακοσμημένο με γείσο, είχε «δύο ειλητάρια (κυλίνδρους), σε σχήμα εδράνων, καλυμμένων με φύλλα δάφνης». Το ύψος του είναι 3,82 μ., το πλάτος του 2,68 μ. και το βάθος (μήκος) του 2,64 μ. Το μνημείο φέρει, πάνω σε δύο συνεχόμενες πλευρές του, δύο όμοια κείμενα, στα λατινικά, το ένα στη νότια όψη και το άλλο στη δυτική όψη. Αυτή η διάταξη δείχνει ότι το μνημείο ήταν τοποθετημένο στη συμβολή δύο δρόμων, στη γωνία που σχηματίζει το μονοπάτι, που ερχόταν να ενωθεί με την Εγνατία οδό.

 

Αυτά τα κείμενα είναι, δυστυχώς, υποβαθμισμένα, όχι μόνο από τις «κακουχίες των καιρών», όπως είπε ο M. E. M. Cousinéry, αλλά και από την δεισιδαιμονία· αυτός ο επιβλητικός ογκόλιθος, που ανεγέρθηκε πάνω στη δημόσια οδό, κοντά στα σημαντικά ερείπια της εγκαταλελειμμένης πόλης των Φιλίππων, ξεσήκωνε τη λαϊκή φαντασία, που απέδωσε την πατρότητά του, όπως συμβαίνει συχνά στη Μακεδονία, στον Μέγα Αλέξανδρο· έτσι, πιστεύοντας ότι επρόκειτο για το παχνί του Βουκεφάλα, του αλόγου του κατακτητή, οι χωρικοί έρχονταν και με τα μαχαίρια τους έξυναν την πέτρα, η οποία, στα μάτια τους, είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Η σκόνη αυτού του μαρμάρου θεωρούνταν ότι έκανε τις γυναίκες γόνιμες κι έδινε γάλα στις τροφούς. Αυτή η πρακτική, που είχε ήδη καταστρέψει περισσότερο από το ήμισυ της επιγραφής, συνεχιζόταν ακόμη, στην εποχή του P. Collart.

 Ανάμεσα στα αντίγραφα του κειμένου, που έγιναν τόσο τον 19ο όσο και τον 20ό αιώνα, καλύτερο είναι αυτό του Léon Heuzey, ο οποίος, με βάση τα σημάδια που υπήρχαν, ακόμη τότε, στην έκτη γραμμή, μπόρεσε ν’ αποκαταστήσει: [tribunus militum le]g(ionis) (secundae) Au[g]u[stae]. Στη συνέχεια, ο Th. Mommsen αναπαράγει το κείμενο των Φιλίππων - με κάποιες μικρές διορθώσεις - αλλά προτιμά να παραλείψει τις αποκαταστάσεις, στην τελευταία γραμμή (σειρά), που είχαν προταθεί από τον προκάτοχό του. Ο δισταγμός του μεγάλου επιγραφολόγου θα έχει προβλέψιμη συνέχεια και το κείμενό του θα λαμβάνεται στο εξής υπόψη από όλες τις μεμονωμένες εκδόσεις, επιγραφικές συλλογές και τις εξειδικευμένες σπουδές. Φυσικά, οι μελετητές δεν θα πάψουν ν’ αναρωτιούνται, δεδομένης της ασάφειας της ερμηνείας της 4ης σειράς (του κειμένου), αν πρόκειται για την έναρξη μιας ιππικής καριέρας ή απλά για την καριέρα ενός υπαξιωματικού. Η πρώτη λύση θα υιοθετηθεί από τον Domasewski, που δεχόταν την ανάγνωση της αφετηρίας της 4ης γραμμής, prae[f(ectus)]. Άλλοι ειδικοί, από την άλλη, όπως ο G. L. Cheesman και ο H. Devijver, θεωρούν ότι δεν επρόκειτο για ιππική καριέρα, εφόσον επέλεξαν τη λύση prae[p(ositus)]. Γι’ αυτό τον λόγο, ο άνθρωπός μας δεν εμφανίζεται στις προσωπογραφίες των ιππέων.

 Το 1979-1980 ο Fr. Mottas προσπαθεί ν’ αποκρυπτογραφήσει καλύτερα τα σημάδια, που ήταν ακόμη ορατά, στην έκτη γραμμή του μνημείου του Vibius, στους Φιλίππους. Η ανάγνωσή του, [t]rib(unus) [l]eg(ionis) II Au[g]u[s]ta[e], επιβεβαιώνει την ανάγνωση του Léon Heuzey και την ερμηνεία του· αλλά η καινοτομία της προσπάθειας του Fr. Motta έγκειται στην αναγνώριση, στην αρχή της έβδομης γραμμής, της λέξης [p[raef(ectus) +++[---]; αυτές οι αναγνώσεις, που επιβεβαιώθηκαν από τους R. Frei-Stolba και Cédric Brélaz το 1999, μου κοινοποιήθηκαν γενναιόδωρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε εδώ τις τρεις militiae  (ιδιότητες, θητείες, υπηρεσίες), που απαιτούνταν για έναν Ρωμαίο ιππέα, δηλαδή τη διοίκηση μιας κοόρτης (επρόκειτο για στρατιωτική ομάδα, τμήμα μιας λεγεώνας), τη διοίκηση μιας λεγεώνας και τη διοίκηση μιας πτέρυγας του ιππικού, (που αποτελούσε έναν πολύ μεγάλο, στρατιωτικό σχηματισμό).

 Μια πολύ ευτυχής σύμπτωση έφερε στο φως ένα νέο κείμενο, από τη Θεσσαλονίκη, που ισχυροποιεί απόλυτα αυτή την υπόθεση· ισχυροποιεί  επίσης την θεσσαλονικιώτικη καταγωγή του συγκεκριμένου προσώπου, πράγμα, άλλωστε, που είχε υποπτευθεί ο Léon Heuzey, λόγω της φυλής Corn(elia), που εμφανίζεται επίσης στο κείμενο των Φιλίππων. Πρόκειται για μια στήλη (0,70 Χ 0,34 μ.), που βρέθηκε το 1987, στην οδό Κασσάνδρου 14-16, σε δεύτερη χρήση, στον τοίχο ενός αποστακτηρίου, που ήταν μέρος εργαστηρίου οινοποίησης του 19ου αιώνα. Η επιγραφή παρουσιάστηκε, συνοπτικά, στο Αρχαιολ. Δελτίο, 1987 Χρον., σελ. 390. Βλ. BCH, 118, 1994, σελ. 750 και 752. Το κείμενο της στήλης αυτής είναι πληρέστερο και διαλύει πολλές αμφιβολίες, που είχαν γεννήσει οι δυσκολίες ανάγνωσης του κειμένου των Φιλίππων. Παρ' όλα αυτά, κάποια νέα προβλήματα μένουν να επιλυθούν, καθώς προχωράμε να εξετάσουμε λεπτομερώς ολόκληρη τη σταδιοδρομία του C. Vibius Quartus.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

1 C(aius) Vibius C(aii) f(ilius)

Corn(elia) Quartus

mil(es) leg(ionis) V Macedonic(ae)

4 decur(io) alae Scubulor(um)

prae[f(ectus)] coh(ortis) III

Cyrenei[c(ae)]

[t]ribu(unus) [l]eg(ionis) II

Au[g]u[s]ta[e]

[p]raef(ectus) [alae Gallor(um) — ]

8 [H(ic) s(itus) e(st)]

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

1 C(aio) Vibio C(aii) f(ilio) Corn(elia) Quarto

mil(iti) leg(ionis) V Macedonicae

decurioni alae [Scubulorum]

4[s]tratego strategia[e ]

[pr]aef(ecto)] coh(ortis) Cyreneicae

[trib(uno) leg(ionis) II]

[Aug]u[s]ta[e] praefecto) alae

Ga[llor(um) ]

8[------------------------------------------]

 

Ο C. Vibius είχε, χωρίς αμφιβολία, μια κάπως ιδιαίτερη καριέρα στο ιππικό. Ξεκινά τη στρατιωτική του καριέρα ως λεγεωνάριος της 5ης Μακεδονικής λεγεώνας και μετά γίνεται decurio μιας πτέρυγας, αυτής των Scubuli. Το αξίωμα του decurio μιας πτέρυγας εγγυάται κανονικά τη μελλοντική προαγωγή του υποψηφίου, αν αυτός, εν τω μεταξύ, δεν πέθαινε. Ωστόσο, η καριέρα του παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό. Πράγματι, μόνο στο κείμενο της Θεσσαλονίκης, εμφανίζεται ένα αξίωμα, που παρεμβάλλεται μεταξύ του τελευταίου του αξιώματος, του υπαξιωματικού και των tres militia (τριών θητειών, υπηρεσιών) του στο ιππικό: Είναι αυτό του στρατηγού μιας άγνωστης στρατηγίας. Μετά από αυτό το αξίωμα, ο Vibius αναλαμβάνει τις τρεις ιδιότητες (militiae) του ιππικού, αυτήν του διοικητή της κοόρτης III της Κυρηναϊκής, εκείνη του tribunus (διοικητή) της λεγεώνας II του Αυγούστου και, τέλος, εκείνη του διοικητή μιας Γαλλικής πτέρυγας, ή μάλλον της Φλαβιανής πτέρυγας των Γάλλων.

Το πρώτο στρατιωτικό σώμα, στο οποίο υπηρέτησε ο Quartus, ήταν η 5η Μακεδονική λεγεώνα, που πιθανότατα σχηματίστηκε το 43 ή 41/40 π.Χ., από τον Οκταβιανό, αλλά που δεν εμφανίζεται στα έγγραφα μέχρι το Άκτιον. Μετά από αυτή την τελευταία μάχη, αυτή η λεγεώνα έχει την έδρα της στη Μακεδονία, προτού μεταφερθεί στα σύνορα του Δούναβη, των οποίων θ’ αναλάβει την άμυνα, μαζί με την Σκυθική Λεγεώνα IIΙ (13). Από το έτος 10 μ.Χ., μέχρι τον Δακικό πόλεμο,  μ’ εξαίρεση την περίοδο μεταξύ των ετών 62-71 μ.Χ., που αυτή συμμετέχει στους Ανατολικούς πολέμους (Αρμενία, Ιουδαία, Αλεξάνδρεια), σταθμεύει στην Μοισία (Oescus), καθ’ ον χρόνο ο Vibius υπηρετεί σ’ αυτήν. Η προαγωγή του σε decurio (διοικητή) της πτέρυγας των Scubulorum γίνεται στην ίδια επαρχία (την Έσω Μοισία), όπου αυτή (η πτέρυγα) σταθμεύει, έχοντας έλθει προηγούμενα από κάποια δυτική επαρχία, ίσως, από αυτήν του Ιλλυρικού, στην αρχή της Αυτοκρατορίας, κατά την προ-Κλαυδιανή περίοδο, όπως μαθαίνουμε από μια μελέτη του Β. Gerov, σχετικά με τα όρια της Μοισίας. Το 46-49 μ.Χ. η μονάδα μεταφέρεται στην Παννονία και, ως εκ τούτου, η τελευταία υπηρεσία του Quartus σε αυτήν πρέπει να έλαβε χώρα πριν από τα έτη 46-49· πρέπει να πιστέψουμε ότι μάλλον κατά την τελευταία αυτή περίοδο, δηλαδή στα πρώτα χρόνια ύπαρξης της (ρωμαϊκής) επαρχίας Θράκης, ο Quartus ονομάζεται και στρατηγός μιας στρατηγίας, που ίσως συνορεύει με την επικράτεια των Φιλίππων.

Η μετάβαση, από τα miles legionis στο λειτούργημα του decurio (διοικμητή) μιας πτέρυγας (του ιππικού) δεν είναι εξαιρετική, αλλά η μετάβαση από το decurio σ’ ένα υψηλότερο καθήκον είναι αξιοσημείωτη. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η πρώιμη προαγωγή παραμένει εξαιρετική και υποδηλώνει ότι ο Quartus έτυχε ειδικής μεταχείρισης. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα, σχετικά με την μετάβαση (από τον βαθμό) του decurio σε κάποιο βαθμό στρατηγού, στον οποίο να μπορεί κανείς να εισέλθει, στο πλαίσιο της στρατιωτικής ιεραρχίας. Μια τέτοια λειτουργία είναι γνωστή μόνο μέσα από λίγα έγγραφα του 3ου αιώνα, όπου ο όρος αντιστοιχεί, κατά προσέγγιση, στον λατινικό όρο dux. Αυτό το αξίωμα εντάσσεται, κατά τον B. Dobson, είτε πριν από αυτό του εκατόνταρχου (διοικητή τάγματος) είτε μετά, αλλά όλοι αναγνωρίζουν ότι πληροφόρηση, γι’ αυτήν την τελευταία περίοδο, είναι δύσκολο να υπάρξει. Μου φαίνεται ότι το λειτούργημα του στρατηγού, που κατέχει ο Quartus, είναι περισσότερο πολιτικό, παρά στρατιωτικό και πρέπει να σχετίζεται με τη διοίκηση της Θράκης. Ξέρουμε ότι οι στρατηγοί αυτής της χώρας δεν ήταν τοπικοί αρχηγοί, αλλά ανώτεροι, δημόσιοι υπάλληλοι καριέρας, που πήγαιναν από πόστο σε πόστο. Η διαίρεση της Θράκης σε διοικητικές ενότητες, που ονομάζονταν stratégiae (στρατηγίαι) κι είχαν επικεφαλής έναν στρατηγό, είναι προγενέστερη της μετατροπής της σε ρωμαϊκή επαρχία, το 46 π.Χ., από τον Κλαύδιο. Αυτή η παγκόσμια, πολιτική αλλαγή δεν επηρεάζει τη διοικητική οργάνωση που είχε κάνει ο Κλαύδιος· Ο τελευταίος, και οι αυτοκράτορες που τον διαδέχονται, τουλάχιστον μέχρι τον Τραϊανό, διατηρούν το κυβερνητικό σύστημα, που είχε δημιουργηθεί από τους βασιλείς των Σαππαίων και στηρίζονται στην τοπική, θρακική αριστοκρατία, για τη διασφάλιση της λειτουργίας του. (Πράγματι, οι Ρωμαίοι δεν δίσταζαν να διορίζουν επικεφαλής των πτερύγων γηγενείς οπλαρχηγούς, που γνώριζαν καλύτερα τις συνήθειες των στρατευμάτων τους και τον τρόπο μάχης. Βεβαίως, το επώνυμο Quartus δεν προδίδει μια αυτόχθονα καταγωγή, αλλά γνωρίζουμε ότι οι peregrine (αλλοδαποί) μπορούσαν να υιοθετούν ρωμαϊκά επώνυμα).

Το πιο εκπληκτικό ντοκουμέντο, που επιβεβαιώνει την επιβίωση αυτού του θεσμού και τον εξέχοντα ρόλο των τοπικών, Θρακών αρχόντων, για την λειτουργία του, είναι ένας κατάλογος με τριάντα τρεις (33) στρατηγούς αντίστοιχων στρατηγιών, που βρέθηκε στην Τόπειρο, κωμόπολη που βρίσκεται αμέσως ανατολικά των Φιλίππων, βόρεια των εκβολών του ποταμού Νέστου, δηλαδή, όχι μακριά από το δυτικό όριο της επαρχίας Θράκης, (σημείωση δική μου: δίπλα στο σημερινό χωριό «Παράδεισος» του Δήμου Νέστου).

Ο ακριβής αριθμός των στρατηγιών της Θράκης δεν είναι γνωστός. Ο Πλίνιος (IV. 11, 40) αναφέρει ότι η Θράκη ήταν χωρισμένη σε πενήντα στρατηγίες, ενώ ο Πτολεμαίος (III, 11, 8) σε όχι περισσότερες από 14, των οποίων παραθέτει τα ονόματα. Η επιγραφή της Τοπείρου έχει (όμως) τριάντα τρεις (33). Επομένως, είναι βέβαιο ότι ο Πτολεμαίος κάνει λάθος. Με τον τρόπο που αναφέρθηκαν ορισμένα ονόματα στρατηγιών, σ’ επιγραφή από τη Nicopolis ad Nestum (σημερινό Ογκνιάνοβο της νότιας Βουλγαρίας), αυτά είναι άγνωστα σ’ αυτόν. Ο αριθμός του Πλίνιου φαίνεται πιο κοντά στην πραγματικότητα.

 Τα ονόματα των στρατηγών, που εμφανίζονται στον κατάλογο της Τοπείρου, ο οποίος μάλλον χρονολογείται στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Νέρωνα, δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των αξιωματούχων προερχόταν, όπως και πριν, από την τοπική αριστοκρατία. Όσοι βρίσκονται στη λίστα και φέρουν ελληνικά ονόματα θα μπορούσαν να προέρχονται από τις ελληνικές πόλεις αυτής της περιοχής. Ωστόσο, παρατηρούμε ότι οι τρεις ήταν Ρωμαίοι, αν λάβουμε υπόψη τα ονόματά τους. Γι’ αυτούς τους τελευταίους, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι είχαν εγκατασταθεί κι ενσωματωθεί και αποτελούσαν μέρος της τοπικής, άρχουσας τάξης. Να σημειωθεί ότι η θρακική αριστοκρατία έχει έντονα εκρωμαϊσθεί, γιατί περίπου δεκαπέντε από τους στρατηγούς φέρουν τα tria nomina – τρία ονόματα (το cognomen – επώνυμο είναι θρακικό και μερικές φορές ελληνικό): Είναι οι Caii Iulii και οι Ti. Claudii; οι πρώτοι οφείλουν την υπηκοότητά τους στον Καλιγούλα, οι τελευταίοι στον Κλαύδιο. Μόνο ένας φέρει το όνομα του διαχειριστή (procurator) Marcius Vettius Marcellus, προς τιμήν του οποίου οι στρατηγοί στήνουν αυτή την αναθηματική επιγραφή, στην Τόπειρο.

 Η διοικητική αρμοδιότητα του Vibius μπόρεσε να ενισχυθεί, ως αποτέλεσμα της εμπλοκής του στην ειρήνευση της Θράκης, όπου, αυτός, πιθανότατα, τράβηξε την προσοχή. Μπορεί να είναι ταυτόχρονη με τη στρατιωτική του υπηρεσία ως  decurio, αλλά μπορεί επίσης και να είναι μεταγενέστερη. Σε συνέχεια αυτού του αξιώματος, ο Quartus επανέρχεται στη στρατιωτική του υπηρεσία και αναλαμβάνει τις tres militiae equestris: Η πρώτη είναι αυτή του praef(ectus) (διοικητή) της κοόρτης III Κυρηναϊκής (ο αριθμός ΙΙΙ δεν εμφανίζεται στο κείμενο της Θεσσαλονίκης), την οποία ο Cihorius ταύτισε με την coh(ors) ΙΙI Augusta Cyreneica sagittariorum, αυτή, όμως, η ταύτιση φαίνεται απίθανη, δεδομένου ότι στον διαθέσιμο χώρο, και στα δύο κείμενα, είναι δύσκολο να προστεθεί αυτή η ιδιότητα (sagittariorum = τοξοτών), μετά το επίθετο Cyreneica. Εν πάση περιπτώσει, αν και γνωρίζουμε την ύπαρξη και της κοόρτης (cohortes) III Cyreneica και της κοόρτης Cyreneica sagittariorum, χάρη σε αρκετές επιγραφές, που αναφέρουν αξιωματούχους (αυτών), δεν μπορούμε να πούμε, αν πρόκειται πραγματικά για δύο χωριστά σώματα ή αν πρόκειται για ένα μόνο (σώμα), που είχε και τα δύο ονόματα. Αγνοούμε, επίσης, εντελώς, τον τόπο, στον οποίο αυτές είχαν τις έδρες τους, στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. Η δεύτερη, ιππική υπηρεσία (θητεία - militia), που ανέλαβε ο Quartus, ήταν αυτή του διοικητή της δεύτερης λεγεώνας του Αυγούστου, (legio Augusta) και τον βρίσκουμε ν’ αναλαμβάνει την διοίκησή της, στους κατακτητικούς πολέμους στην Βρετάνη, από το 43 μ.Χ. και μετά. Τέλος, η τρίτη υπηρεσία του είναι αυτή του διοικητή της πτέρυγας των Γάλλων (praefectus της ala Gallica ή Gallorum – διοικητής της Γαλλικής πτέρυγας ή της πτέρυγας των Γάλλων). Η μη διατήρηση (στο κείμενο) ολόκληρου του ονόματος αυτής της πτέρυγας μας δυσκολεύει και δεν μας επιτρέπει να πούμε, αν πρόκειται για την ala Gallica ή Gallorum, που στάθμευε στη Συρία και Αίγυπτο ή αν βρισκόμαστε μπροστά στην ala Gallorum Flaviana, η οποία, την εποχή του Τραϊανού, στάθμευε στην Κάτω Μοισία και, στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα, στην Άνω Μοισία, (σημείωση δική μου: που αποτελούσαν και οι δυο τμήματα της βαλκανικής χερσονήσου). Υπάρχει μια άλλη πιθανότητα, αυτή της ala Gaetulorum (ή της ala I Flauia Gaetulorum veterana), που δραστηριοποιήθηκε αρχικά στην Ιουδαία, (το 86 μ.Χ.), μετά, στην Κάτω Μοισία, (μεταξύ 99 και 114 μ.Χ.) και η οποία βρισκόταν τότε στην Κάτω Παννονία, μέχρι τελικά, να επιστρέψει στην Κάτω Μοισία, επί Αδριανού. Δεν είναι γνωστό αν ο C. Vibius τελειώνει την καριέρα του με κάποια επιτροπεία, αλλά καθώς το κείμενο των Φιλίππων δεν μπορεί να είχε περισσότερες από οκτώ γραμμές, αυτό φαίνεται μάλλον απίθανο.

 Ο C. Vibius Quartus άσκησε τις τρεις ιππικές του υπηρεσίες (θητείες), με την κλασική (συνηθισμένη) σειρά, (praefectus cohortis, tribunus legionis και praefectus alae), σειρά που ιδρύθηκε, μ’ αυτή την μορφή, μετά τη βασιλεία του Κλαύδιου, η οποία αποτελεί terminus post quem (= ανώτατο όριο), για τη χρονολόγηση του κειμένου μας. (Εάν αυτή η χρονολόγηση είναι σωστή, μπορούμε να υποθέσουμε, μαζί με τον P. Pilhofer, ότι ίσως ο Άγιος Παύλος να πέρασε μπροστά από το μνημείο του Vibius, κατά την επίσκεψή του στους Φιλίππους). Αν, μάλιστα, η πρώτη, ιππική θητεία είχε αναληφθεί (από τον Quartus) επί Κλαυδίου, είναι πολύ πιθανό οι άλλες δύο (θητείες) ν’ ανάγονται στα χρόνια της βασιλείας του Νέρωνα, αν πρέπει να πιστέψουμε τον Devijver, που σημειώνει ότι τα αξιώματα του διοικητή μιας κοόρτης, του διοικητή της λεγεώνας και του διοικητή μιας πτέρυγας μόνο σπάνια υποδεικνύουν τη μονάδα, στην οποία υπηρέτησαν οι ανωτέρω, κατά την Ιουλιο-Κλαυδιανή περίοδο· Από την άλλη, κατά την βασιλεία του Κλαύδιου, η σειρά αντιστρέφεται (praefectus alae πριν από το tribunus militum). Ο C. Vibius Quartus, επομένως, τελείωσε τις ιππικές υπηρεσίες (θητείες) του, το νωρίτερο στα χρόνια της βασιλείας του Νέρωνα.

 Ο C. Vibius Quartus κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη και μπορεί η οικογένειά του να έχει κάποια μακρινή σχέση με μια οικογένεια Ρωμαίων επιχειρηματιών, που είχαν εγκατασταθεί σ’ αυτή την πόλη, στο τέλος της περιόδου της Δημοκρατίας, (χωρίς ωστόσο, να μπορούμε ν’ αποκλείσουμε την υπόθεση της Φανούλας Παπάζογλου - La province  de Macédoine, στο ANRW, 7, 1, 1979, σελ. 341 αρ. 172 - ότι ο Quartus θα μπορούσε να είναι ένας από εκείνους που επιστρατεύτηκαν, κατά τη μεγάλη εξέγερση της Δαλματίας και ότι όφειλε το αξίωμά του στον C. Vibius Postumus, έναν από τους Ρωμαίους στρατηγούς, σ’ εκείνη την εκστρατεία). Οι Vibii είναι γνωστοί στην πόλη αυτή, όπου αναφέρονται σε πολλές, ελληνικές επιγραφές του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ., μαζί με τα (κύρια ονόματα) praenomina C(aius) και P(ublius), καθώς και στους Φιλίππους, όπου είναι ολιγάριθμοι και ανήκουν σε οικογένειες απελεύθερων. Το ανάθημα (αφιέρωμα), που ανεγέρθηκε στην πατρίδα του (ενν. τη Θεσσαλονίκη) δεν είναι παρά ένα κενοτάφιο, αφού ο τάφος του βρίσκεται στους Φιλίππους, όπου αυτός είχε μετακομίσει προηγούμενα, γι’ άγνωστους λόγους.

 Καμία από τις δύο επιγραφές, που αναφέρονται σ’ αυτόν, δεν μας διαφωτίζει, για τις συνθήκες του θανάτου του στους Φιλίππους (;) και για το είδος των σχέσεων, που αυτός θα μπορούσε να έχει μ’ αυτή την πόλη. Σε αυτόν τον τομέα, μπορούμε μόνο να κάνουμε υποθέσεις: Οι Φίλιπποι είναι κοντά στη Θράκη και η αποικία (που είναι εγκατεστημένη εδώ), κατά τις πρώτες γενιές της ύπαρξής της υπέφερε πολύ, από τις επιθέσεις των θρακικών φύλων, στις οποίες θα θέσει τέλος η ειρήνευση της περιοχής από τον Κλαύδιο και η ανακήρυξη της Θράκης σε ρωμαϊκή επαρχία. Θα έπρεπε να πιστέψουμε ότι ο Quartus διαδραμάτισε τόσο σημαντικό ρόλο, σ’ αυτή τη διαδικασία αποκατάστασης της τάξης και της ασφάλειας, ώστε να τον εκτιμούν ιδιαίτερα οι κάτοικοι των Φιλίππων; Το κολοσσιαίο μνημείο του, χτισμένο πάνω στην Εγνατία οδό, στραμμένο προς τις θρακικές χώρες, στις οποίες είχε επιβληθεί η ειρήνη, δεν ανεγέρθηκε, για να θυμίζει κάποιο, στρατιωτικό κατόρθωμα, αλλά έχει μάλλον συμβολικό χαρακτήρα. Έχοντας σχήμα προμαχώνα (τείχους), ο νεκρός φροντίζει για την ασφάλεια της αποικίας, ως προστάτης της· αυτή η «ηρωοποίηση» του Vibius συνέβαλε, νομίζω, στο να συγχέεται η προσωπικότητά του με αυτήν του Αλέξανδρου. Στη σύγχρονη εποχή, οι έγκυες γυναίκες της περιοχής, πίνοντας τη σκόνη του μάρμαρου, που αφαιρούσαν απ’ αυτό το μνημείο, πίστευαν ότι τα παιδιά τους θ’ αποκτούσαν τη δύναμή του. Στο λαϊκό ασυνείδητο, ένα παιδί τόσο δυνατό, όσο ο Αλέξανδρος, θα μπορούσε ν’ αναστρέψει την αναταραχή που δημιουργήθηκε από την ατελείωτη, τουρκική κατάληψη και κατοχή (της περιοχής). Το μνημείο του Vibius στους Φιλίππους αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιστορίας του λαϊκού ασυνείδητου, το οποίο  συνδέεται, κάποιες φορές με τρόπο ακατανόητο, με το πιο μακρινό παρελθόν.

Εδώ τελειώνει το κείμενο του καθηγητή κ. Ριζάκη, εγώ, όμως, δεν κλείνω, ακόμη, αυτή την ανάρτησή μου, γιατί, ενισχύοντας όσα στην τελευταία παράγραφο του κειμένου του ανέφερε ο κ. Ριζάκης, σας παραθέτω απόσπασμα από μια γλαφυρή περιγραφή των ερειπίων των Φιλίππων, με τίτλο «στα ερείπια των Φιλίππων», που έκανε ο Mauritz Wagenvoort και η οποία δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 16ης Μαρτίου 1903, της εφημερίδας της ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης «JOURNAL DE SALONIQUE»: «Οι ταξιδιώτες, που κινούνται από την Δράμα προς την Καβάλα ή αντίστροφα, μένουν έκθαμβοι, όταν βλέπουν, στο μέσον της διαδρομής, σαν συνέχεια της πύλης του πανδοχείου, που χρησιμεύει για την ανάπαυση των ταξιδιωτών, έναν πελώριο, τετράγωνο μονόλιθο, λίγο λεπτότερο στη βάση, σε σύγκριση με το επάνω άκρο του. Τι είναι αυτός ο μονόλιθος; Πιστεύεται ότι πρόκειται για ταφικό μνημείο, πλην όμως, οι ανασκαφές που διενεργήθηκαν επί τόπου, δεν έφεραν τίποτε στο φως. (Ίσως, βέβαια, αυτές οι ανασκαφές να μην έγιναν σε αρκετό βάθος). Άλλοι υποθέτουν πως ο μονόλιθος μπορεί να ήταν η βάση του αγάλματος ενός αλόγου. Η πρώτη υπόθεση φαίνεται πιο αξιόπιστη, όπως θα δούμε πιο κάτω. Οι επιγραφές που φέρει πάνω του ο μέγας αυτός λίθος έχουν σβηστεί κι ο λόγος είναι ο ακόλουθος: Ο μύθος ήθελε, η σκόνη από αυτό τον λίθο να κάνει καλό στις στείρες γυναίκες. Αυτές οι τελευταίες, μια συγκεκριμένη στιγμή του έτους, έρχονταν στους Φιλίππους,  έξυναν το μονόλιθο κι έπαιρναν απ’ αυτόν λίγη σκόνη. Οι στείρες γυναίκες,  που κατέφευγαν σ’ αυτό το τέχνασμα, πρέπει να ήταν πολυάριθμες, γιατί  η ποσότητα των κομματιών που έχουν αφαιρεθεί από τον λίθο είναι αρκετά σημαντική. Σήμερα (εννοεί: το 1903), εκείνος ο μύθος έδωσε την θέση του σ’ έναν άλλο: Η σκόνη του μονολίθου θεωρούνταν αποτελεσματική ενάντια στην ελονοσία. Αυτή η τελευταία ενδημούσε μόνιμα στην περιοχή και αντιλαμβάνεται κανείς, με πόση ένταση πρέπει να γίνονταν τα ξυσίματα του λίθου…… Το σημείο της ρωμαϊκής οδού, όπου βρίσκεται ο μονόλιθος, είναι μια οδός τάφων. Ο αρχαίος κόσμος ήθελε, οι  μεγάλες  οικογένειες να θάβουν τους νεκρούς τους στα άκρα μεγάλων οδών. Αυτό το έθιμο είχε δύο σκοπούς: Πρώτον, ο νεκρός δεν αφηνόταν μόνος. Δεύτερον, οι περαστικοί σταματούσαν στο δρόμο, μπροστά στους τάφους, οι οποίοι περιείχαν τα υπολείμματα του ανθρώπου, τον οποίο υποδείκνυε το σήμα (του τάφου), αναπαύονταν στη σκιά των σαρκοφάγων  και απέδιδαν τιμές στο νεκρό, προτού ξαναπάρουν το δρόμο τους. Ακόμη και σήμερα, διαβάζει κανείς πάνω στις αρχαίες, επιτύμβιες στήλες, αυτό το σύντομο επίγραμμα: «σταμάτα, ταξιδιώτη!», το οποίο επιβεβαιώνει το νόημα της αρχαίας παράδοσης. Το τμήμα της οδού,  που οδηγεί από τον λιμένα της Νεαπόλεως στην Καβάλλα, είναι, όπως είπαμε πιο  μπροστά, καλυμμένο με τάφους, πράγμα που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο μονόλιθος ήταν ένα νεκρικό μνημείο. Επιπλέον, μου επιβεβαίωσαν ότι κάποιος ανακάλυψε, όχι μακριά από το μονόλιθο, μια σαρκοφάγο, η οποία περιείχε τα υπολείμματα ενός πάνοπλου, ρωμαίου ιππέα….»

Στις φωτογραφίες που αναρτώ, βλέπετε το ταφικό μνημείο του C._Vibius_Quartus, στην διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων και μέχρι σήμερα, (εκτός από τις τρεις πρώτες, που είναι δικές μου, τις υπόλοιπες μου τις παραχώρησε ευχαρίστως ο αγαπητός φίλος Χαράλαμπος Τσουρουκίδης, τον οποίο ευχαριστώ).