Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023



ΜΕΣΟΡΟΠΗ. ΜΙΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Οι αναρτώμενες δεκατρείς – 13 - πρώτες φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο της φίλης Μαρίας Γαϊτατζή, την οποία θερμά ευχαριστώ. Απ’ αυτές, στις πέντε πρώτες βλέπετε όψεις της Μεσορόπης, στην 7η, τον Ιερό ναό Αγίου Γεωργίου (νέου ημερολογίου), στην 8η τον Ιερό ναό Τιμίου Προδρόμου (παλαιού ημερολογίου), στις φωτογραφίες 10η έως και 12η το μεγάλο ρέμα, που κατεβαίνει από το Παγγαίο και στην 13η το σημείο, μέσα στο ίδιο ρέμα, όπου τελείται κάθε χρόνο η γιορτή του αγιασμού των υδάτων. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες αναφέρονται ειδικότερα, στο κείμενο που ακολουθεί.

Τα πρώτα, σαφή ίχνη κατοίκησης, στην πεδινή θέση «Ελούδες» της Μεσορόπης, ανάγονται στη νεολιθική περίοδο (μετά το 7.000 π.Χ.) και εκτείνονται μέχρι και την ύστερη εποχή του χαλκού. Ο νεολιθικός αυτός οικισμός περιλαμβάνεται ανάμεσα στους 31 γνωστούς οικισμούς της Ανατολικής Μακεδονίας, (στους οποίους περιλαμβάνονται και κατοικημένα σπήλαια), αν δε ληφθεί υπόψη ότι, στην περίοδο εκείνη, η πυκνότητα του πληθυσμού στην Ανατολική Μακεδονία υπολογίζεται σε 1,5 κάτοικο ανά τετρ. χιλιόμετρο, (δηλαδή, υπήρχαν περίπου 15.000 κάτοικοι σ' όλη την Ανατολική Μακεδονία), αυτό σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος οικισμός ήταν σημαντική, ανθρώπινη κοιτίδα, για όλη την ευρύτερη περιοχή.

Στην εποχή του Ομήρου, οι Θράκες έφθαναν ακόμη μέχρι τον Όλυμπο και την Χαλκιδική. Συνεπώς, αυτοί κατείχαν κι ολόκληρη την μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα περιοχή και κατά συνέπεια και το Παγγαίο, που μέχρι την εποχή του βασιλέως των Μακεδόνων Φιλίππου του Β' εθεωρείτο Θράκη.

Γύρω στο 750 π.Χ. τα δύο σπουδαιότερα, θρακικά φύλα, που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στα δρώμενα του Παγγαίου, στους ιστορικούς χρόνους, οι Ηδώνες ή Ηδωνοί και οι Πίερες, κατοικούσαν ακόμη στις προγονικές εστίες τους, οι πρώτοι στην πέραν του Στρυμόνος Μυγδονία και οι δεύτεροι στους πρόποδες του Ολύμπου, την μέχρι και σήμερα καλούμενη Πιερία. Ήδη όμως από τον 7ο αιώνα π.Χ. και μετά αυτοί εκδιώχθηκαν, από τους πρώτους Μακεδόνες βασιλείς, οι μεν Πίερες από τον Περδίκα τον 1ο, οι δε Ηδώνες ή Ηδωνοί από τον Αλέξανδρο τον 1ο κι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην εδώθε του Στρυμόνος περιοχή και να εγκατασταθούν, οι μεν Πίερες στην νότια του Παγγαίου εκτεινόμενη Πιερία Κοιλάδα, ανατολικά μέχρι την σημερινή Ελευθερούπολη και νότια μέχρι και την θάλασσα, που πήρε έκτοτε το όνομά τους και ονομάστηκε Πιερικός Κόλπος, (δείτε Θουκυδίδη ΙΙ, 99, 3: "Την δε παρά θάλασσαν νυν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ο Περδίκκου πατήρ και οι πρόγονοι αυτού Τημενίδαι, το αρχαίον όντες εξ Άργους, πρώτοι εκτήσαντο και εβασίλευσαν, ­αναστήσαντες μάχη, εκ μεν Πιερίας Πίερας, οί ύστερον υπό το Παγγαίον, πέραν του Στρυμόνος, ώκησαν Φάγρητα και άλλα χωρία (και έτι νυν Πιερικός Κόλπος καλείται η υπό τω Παγγαίω προς θάλασσαν γη­"), οι δε Ηδώνες στην κάτω κοιλάδα του Στρυμόνα και στο βορειοδυτικό Παγγαίο.

Όταν ο Ξέρξης επιχείρησε την εκστρατεία του στην Ελλάδα, το 480 π.Χ., περνώντας, με τ' αναρίθμητα στρατεύματά του, από την περιοχή μας, ανάγκαζε όλα τα θρακικά φύλα και όλους τους κατοίκους των πόλεων, από τις οποίες περνούσε, ν' ακολουθούν το στράτευμά του, υποταγμένοι στον ίδιο. Διέσχισε, έτσι και την Πιερία Κοιλάδα και πέρασε έξω από τα τείχη των Πιέρων Θρακών, το Πέργαμον και τον Φάγρητα, (τα οποία βίσκοντανεκεί όπου βρίσκονται σήμερα αντίστοιχα η Μουσθένη και το Ορφάνι), όπως για όλα αυτά μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ενίσχυσε τις περσικές φρουρές στις πόλεις, δεν κατόρθωσε όμως να υποτάξει όλους τους Θράκες του Παγγαίου και ιδιαίτερα τους ορεσίβιους Σάτρες των κορυφών του, οι οποίοι, όπως λέει ο Ηρόδοτος "ουδενός ανθρώπου υπήκοοι εγένοντο".

Πλην, βέβαια, των δύο πόλεων, που ρητά κατονόμασε ο Ηρόδοτος, και η Μεσορόπη δεν υπολείπεται σε αρχαιότητα και σε αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Απόδειξη τούτου αποτελούν, πλην άλλων, ο αρχαιολογικός χώρος στην πεδινή θέση «Ελούδες» και οι διάσπαρτες στην περιοχή της επιγραφές, αναγόμενες στην αρχαιο-ελληνική, την ελληνιστική και την ρωμαϊκή περίοδο, ορισμένες από τις οποίες είναι οι εξής, όπως τις κατέγραψε η αρχαιολόγος Hereward Daphne, στο κείμενο με τίτλο «Inscriptions from Amorgos, Hagios Efstratios and Thrace», που δημοσίευσε στο περιοδικό Paleologia 14 (1968), σελ. 144-149, (την σελίδα 146 βλέπετε στην 18η φωτογραφία).

Η επιγραφή της 17ης φωτογραφίας, που βρέθηκε στην μόλις προηγούμενα αναφερθείσα θέση «Ελούδες».

Ανατολικά του χωριού υπάρχει λόφος ονομαζόμενος «Ηλικόπι» ή «Λυκώπη», στην κορυφή του οποίου υπάρχει μέγας βράχος, με τρία λατινικά γράμματα, τα εξής:

R.G.S.

Στη θέση «Χωραφούδια», δυτικά του χωριού, υπάρχουν τα εξής, τρία λατινικά γράμματα:

R.C.S.

Στη θέση «Πεζούλια», ψηλά πάνω στο Παγγαίο, κοντά στην «Διαβολόσκαλα» αναφέρεται, επίσης, από παλιότερα χρόνια, η ύπαρξη επιγραφών σε βράχο, που όμως δεν έχουν καταγραφεί.

Στους πρόποδες του Συμβόλου όρους, στη θέση «Κάτω Κρικλή», στις όχθες του Mαρμαρά, αναφέρεται μια επιγραφή με τρία λατινικά γράμματα, που πιθανό να είναι ένα ακόμη ρωμαϊκό οροθέσιο.

Η επιγραφή της 14ης φωτογραφίας, από τη θέση Τσισμένδα.

Η επιγραφή της 16ης φωτογραφίας, στη θέση «Ουζούν ντερέ - Σουσάμταρλά», στο Σύμβολο όρος, απέναντι από τη Μεσορόπη, σκαλισμένη σε βράχο.

Η επιγραφή της 15ης φωτογραφίας, που είχε εντοπισθεί στο Παγγαίο και αναφερόταν, πιθανόν, σε λατρεία του Απόλλωνα Καρνείου ή της Κόρης (Περσεφόνης), (σύμφωνα με την Hereward, ίσως αυτή η επιγραφή να είναι η ίδια ή παρόμοια με την προηγούμενη, σύμφωνα με την αναφερθείσα αρχαιολόγο, που την κατέγραψε):

Ο Stanley Casson, στο έργο του «Macedonia, Thrace and Illyria. Their relations to Greece, from the earliest times down to the time of Philip, son of Amyntas», (Oxford 1926), τοποθετούσε στην τοποθεσία «Ασημότρυπες» της Μεσορόπης και όχι στις «Ασημότρυπες» της Νικήσιανης τη θέση των αρχαίων μεταλλείων χρυσού της «Σκαπτής Ύλης», από τα οποία χρηματοδοτήθηκαν οι εκστρατείες του Φιλίππου του Β’ και του γιου του, Αλεξάνδρου του Μεγάλου κι όπου βρίσκονταν τα κτήματα του Θουκυδίδη, στα οποία ο μεγάλος ιστορικός συνέγραψε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, πλην όμως, η άποψη αυτή δεν γίνεται σήμερα δεκτή, από την πλειοψηφία των ιστορικών και αρχαιολόγων.

Μεγάλη σημασία, για την διαχρονική ιστορία του αρχαίου οικισμού της Μεσορόπης, είχε και η «αρχαία» ή «κάτω» οδός, που, από την αρχαιότητα, διέσχιζε την Πιερία κοιλάδα, σ’ όλο το μήκος της, από την Ελευθερούπολη μέχρι τη διάβαση του Στρυμόνα. Η ονομασία «κάτω» οδός δόθηκε σε αντιδιαστολή με την «άνω» οδό, που διερχόταν βόρεια του Παγγαίου και με την οποία, στη ρωμαϊκή εποχή, ταυτίστηκε η Εγνατία οδός. Γι’ αυτήν, λοιπόν, την κάτω ή αρχαία οδό έκανε λόγο, χωρίς να την κατονομάσει, πρώτος ο Ηρόδοτος, όταν περιέγραφε την δι’ αυτής διέλευση του Ξέρξη και των στρατευμάτων του, κατά την εκστρατεία του κατά της Ελλάδος, το 480 π.Χ. Και πριν όμως από τον Ξέρξη, αυτήν την είχαν χρησιμοποιήσει οι Παίονες και οι Βισάλτες, δι’ αυτής είχε διέλθει ο Ρήσος, βασιλεύς των Ηδωνών Θρακών του Παγγαίου, πηγαίνοντας προς την Τροία με τ’ ολόχρυσο άρμα του, για να πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων, αλλ’ ίσως και ο Μεγάβαζος, στρατηγός των Περσών, όταν εκστράτευσε για να υποτάξει τους Σιρροπαίονες. Ο δρόμος αυτός χρησιμοποιήθηκε και μετά τη διέλευση του Ξέρξη κι αυτόν εννοούσε ο Θουκυδίδης, όταν ανέφερε ότι ο κυριότερος και πιο πολυσύχναστος δρόμος ήταν αυτός που ερχόταν από το Βυζάντιον της Θράκης και, αφού διέσχιζε την Πιερία κοιλάδα και περνούσε από τον κάτω ρου του Στρυμόνα, οδηγούσε στη Θέρμη, (δίπλα στη σημερινή Θεσσαλονίκη).

Στη ρωμαϊκή περίοδο και συγκεκριμένα μέχρι το 188 π.Χ. η οδός αυτή, αφού ήδη είχε εγκαταλειφθεί στην τύχη της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, βρισκόταν σε άθλια κατάσταση κι ο ρωμαίος Μάνλιος αναφέρει ότι τη διέσχισε με δυσκολία. Επισκευάσθηκε, όμως, στη συνέχεια και χωρίς ποτέ ν’ αποκτήσει την σπουδαιότητα και την αίγλη της Εγνατίας οδού, η οποία, όπως είπαμε, περιτριγύριζε το Παγγαίο από τη βόρεια πλευρά του, εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ευρέως, όπως αποδεικνύει, αφενός μεν ένα οδοιπορικό (χάρτης πορείας) της εποχής των Αντωνίνων, με την ονομασία Πευτιγγεριανός Πίνακας, που απεικονίζει την πορεία αυτής της οδού και τους δύο σταθμούς αυτής, Trinlo ή Trillon, απέχοντα 10 ρωμαϊκά μίλια από τους Φιλίππους, (ήτοι ευρισκόμενο εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Ελευθερούπολη) και Graero, απέχοντα 17 ρωμαϊκά μίλια από τον προηγούμενο σταθμό, (ήτοι ευρισκόμενο εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Ορφάνι), για να συνεχίσει από εκεί, για άλλα 8 μίλια μέχρι τη διάβαση του Στρυμόνα, όπου βρισκόταν ο σταθμός Ευπορία, μια θέση αναμφίβολα γειτονική προς την Αμφίπολη και μετά από άλλα 17 μίλια πέραν του ποταμού, να φθάσει, δια μέσου της Βισαλτίας, στην Ηράκλεια την Σιντική, (σημερινό Ζερβοχώρι Σερρών).

Ένα άλλο στοιχείο, επίσης, αποδεικτικό της διέλευσης της οδού δια της Πιερίας κοιλάδος, αποτελούν τα ίχνη μιας ρωμαϊκής γέφυρας, την οποία είχε εντοπίσει ο αρχαιολόγος και ανασκαφέας των Φιλίππων P. Collart, πριν από 90 περίπου χρόνια, πολύ κοντά στη Μουσθένη, (Philippes, …. Σελ. 508, πίνακας ΧΙ).

Σημαντική απόδειξη της ύπαρξης της Μεσορόπης στην βυζαντινή περίοδο αποτελεί μια επιγραφή, που βρίσκεται στο παρεκκλήσι της Αγίας Κυριακής, (την βλέπετε στην 6η φωτογραφία).

Για την επιγραφή αυτή, πρώτη, σημαντική μαρτυρία αποτέλεσε αυτή του Αστερίου Γουσίου, ο οποίος, όντας Διευθυντής της Αστικής Σχολής Λακκοβικίων, (ενός μεγάλου, αμιγώς Ελληνικού χωριού του δυτικού Παγγαίου), εξέδωσε, το έτος 1894, στην Λειψία της Γερμανίας, το σύγγραμμα με τίτλο «η κατά το Πάγγαιον χώρα Λακκοβικίων». Στο σύγγραμμά του αυτό, που επανεκδόθηκε το 1999, από τις εκδόσεις «Καπάνι» της Θεσσαλονίκης, αναφέρει για την τα εξής: (σελ. 7,8, 18-21): «13. Μεσορόπη. ( Έν μέσω όρέων οπή). Ή κωμόπολις αύτη, κειμένη το πάλαι ολίγον κατωτέρω τής νύν θέσεως, ένθα καί νύν έτι σώζονται αρχαία ερείπια με το όνομα «Ελούδες», κείται νύν εν τινι φάραγγι τής υψηλότατης κορυφής τού ΙΙαγγαίου έν τω μέσω πολλών καρποφόρων καί μή δένδρων. Έ­χει άποψιν ώραίαν καί περί τάς 300 οικίας, έξ εκάστης τών όποιων ένεκα τής αφθονίας τών ύδάτων δεν λείπει καί μικρός κήπος, με 1500 περίπου Ελληνας κατοίκους, διατηρούντας, ίδίαις δαπάναις, εν καλή καταστάσει αστικήν σχολήν καί νηπιαγωγείον. Έχει έν τω μέσω μίαν εκκλησίαν εις τιμήν του Α­γίου Γεωργίου καί δύο παρεκκλήσια, τό μεν εις τιμήν του Ά­γίου ’Αθανασίου, τό δέ εις τιμήν τής 'Αγίας Κυριακής. Εν­τός του τελευταίου παρεκκλησίου υπήρχε καί επιγραφή, έξ ής μανθάνομεν, ότι ο ναΐσκος ούτος ωκοδομήθη προ 1075 ετών επί τής βασιλείας τών Βυζαντινών Αυτοκρατόρων Λέοντος καί Μιχαήλ. Του παρεκκλησίου τούτου άνοικοδομηθέντος έκ βάθρων πρό τεσσάρων περίπου ετών, ή επιγραφή ετέθη εκτός τού ναού έπί τής δυτικής πλευράς καί άνωθεν τής θύρας αύτού, καί έχει ώς εξής:

ΑΝΩιΚΟΔΟΜΉΘΗ ΚΑΙ ΑΝΙΣΊΌΡΗΘΗ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΕΝΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΠΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΝΕΥΣΕΒΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΛΕΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΜΙΧΑΗΛ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΣΕΒΑΣΤΟΥ ΠΑΝΣΕΒΑΣΤΟΥ ΚΥΡΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΙΑΣ ΣΕΒΑΣΤΗΣ ΠΑΝΣΕΒΑΣΤΉΣ ΜΑΡ1ΑΣ ΚΑΙ ΟΣΟΙ ΤΟΥΤΩΝ ΤΥΓΧΑΝΟΝΤΕΣ .... ΔΙ.. ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΟΠΩΣ ΑΝΑΠΑΥΣΗι ΑΥΤΟΥΣ Ο ΘΕΟΣ ΕΝ ΤΗι ΗΜΕΡΑι ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ ΕΝΕΤΕΙ ΩΙΘ….

Στα βυζαντινά χρόνια, επίσης, σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσορόπης υπήρχαν μοναστήρια, τα οποία όμως δεν σώζονται.

Όσον αφορά, τώρα, την Οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή του Παγγαίου, είναι γνωστό στους κατοίκους του Δήμου Παγγαίου και όλης γένει της Ανατολικής Μακεδονίας, ότι στη Μεσορόπη κατοικούσαν πάντοτε μόνο γηγενείς Έλληνες, Μακεδόνες, ότι δεν υπήρξε ποτέ σ’ αυτήν Μουσουλμανικός πληθυσμός, ούτε Μουσουλμανικό τέμενος, ούτε μετατράπηκε ποτέ, οποιοσδήποτε ναός της Μεσορόπης σε Μουσουλμανικό τέμενος και γι’ αυτό αυτή δεν έλαβε ποτέ Τουρκική ονομασία, όπως, αντίθετα έφεραν τέτοια, μέχρι το έτος 1927, όλα σχεδόν τα γειτονικά χωριά, με πληθυσμό είτε αμιγώς Μουσουλμανικό, είτε μικτό – Χριστιανών Ελλήνων και Μουσουλμάνων - κι ότι, ως εκ τούτου, ουδέποτε εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν πρόσφυγες, διότι δεν υπήρχαν εδώ ανταλλάξιμα ακίνητα, αφού δεν αποχώρησαν από την Μεσορόπη Οθωμανοί, στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών, μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας, σ’ εκτέλεση της Συνθήκης της Λωζάνης, ώστε οι περιουσίες τους να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο, ως ανταλλάξιμες. Πλήρη απόδειξη όσων προανέφερα περιέχουν τα παρακάτω στοιχεία:

Άμεση σχέση, κατ’ αρχάς, με την εκκλησιαστική κατάσταση των Ελλήνων, ορθοδόξων Χριστιανών της περιοχής του Παγγαίου, κατά την οθωμανική περίοδο, είχε η «Εξαρχία Ορφανίου και Καβάλας», που υπαγόταν, από το 1675 (ή 1676 κατά τον Πέτρο Γεωργαντζή, όπου παρακάτω) στον Μητροπολίτη Φιλίππων και από το 1721 στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου, ενώ από το έτος 1729 δόθηκε στον Δικαιοφύλακα του Οικουμενικού Θρόνου (Πέτρου Γεωργαντζή, στα ΘΑΣΙΑΚΑ, τόμος 7ος, σελ. 210, όπου και άλλη βιβλιογραφία – Το γράμμα του πατριάρχη Κων/λεως Ιερεμία, με τίτλο Εξαρχία Καβάλλας, που εκδόθηκε το έτος 1721 και με το οποίο ενώθηκε η Εξαρχία Καβάλλας με την Μητρόπολη Ξάνθης και Περιθεωρίου. Είναι δημοσιευμένο στην ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, έτους 1906 (ή τόμο 30), σελ. 143 και σχολιασμός του γράμματος αυτού στην σελίδα 168 του ίδιου τόμο). Στα δύο αυτά, ιστορικά κείμενα αναφέρεται ότι η Εξαρχία Καβάλλας περιελάμβανε "την Καβάλα, το Πολύστυλον, το Δουκάλον, το Κουρί, το Βοσορόπι (Μεσορόπη), την Ποδογόργιανη, (Ποδοχώρι), την Πόμπλιανη, (Ακροπόταμο), την Κέργιανη, (Κάρυανη), το Ορφάνι, το Μοκοσύλον, το Πισιλιντού, το Τζάνον, το Βασιλάκη, το Σφαμένος..."

Ο Βασίλειος Νέστ. Φυνδάνης, στο σύγγραμμά του µε τίτλο «Το χρυσοφόρο Παγγαίο στην παγκόσµια ιστορία», αναφέρει ότι, κατά το έτος 1775, ο Άγιος Κοσµάς ο Αιτωλός, ερχόµενος από το Άγιο Όρος επισκέφθηκε και τη Μεσορόπη, όπου σταµάτησε στο «Μεσοχώρι» του χωριού, (το οποίο βλέπετε στην 9η φωτογραφία), και κήρυξε από το πεζούλι του κ. Αλεξούδη, ενώ το βράδυ του ερχομού του φιλοξενήθηκε στο σπίτι του κ. Λιουλιούδη. Η λαϊκή παράδοση του χωριού, μάλιστα, διέσωσε και την πέτρα, πάνω στην οποία ο Άγιος ανέβηκε και κήρυξε, καθώς και τα ίχνη που άφησαν πάνω σ’ αυτήν, το πόδι και το µπαστούνι του.

Ο Νικόλαος Φιλιππίδης, στον 1ο τόμο του έργου, με τίτλο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ – ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ ΤΩΝ ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΔΡΑΜΑΣ, ΖΙΧΝΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ», που δημοσιεύθηκε στο φιλολογικό περιοδικό των Αθηνών «Παρνασσός» του έτους 1877, (Ι, σελ. 123-134 και 286-302), αφιερώνει την εξής, γλαφυρή παράγραφο, στην Μεσορόπη: «Μεσορρόπη (ή) [μέσον—ροπή]. Προς μεσημβρίαν του Παγγαίου έπί χλοεράς καί τερπνής θέσεως κειμένη καί δύο περίπου ώρας τής θαλάσσης άπέχουσα ή κωμόπολις αυτή κατοικείται υπό 300 περίπου Χριστιανικών οίκογενειών διατηρουσών εν μόνον δημοτικόν σχολείον, έχον καί μίαν τάξιν Έλληνικών. Η κωμόπολις αύτη, ης οί πλείστοι τών κατοίκων είσί τεχνίται, μετερχόμενοι τήν υφαντικήν, πολιτικώς μέν υπάγεται υπό τόν μουδήρην Πραβίου, έκκλησιαστικώς δέ υπό τόν Μητροπολίτην Ξάνθης, καίτοι έν τή περιφερεία τού Έπισκόπου Ελευθερουπόλεως κειμένη ώς και τό Ποδογόριανι».

Ο ταγματάρχης του μηχανικού Νικόλαος Θ. Σχινάς, στο σύγγραμμά του, με τίτλο «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΗΠΕΙΡΟΥ, ΝΕΑΣ ΟΡΟΘΕΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ, ΣΥΝΤΑΧΘΕΙΣΑΙ ΤΗ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΥΠΟΥΡΓΟΥ», το οποίο εκδόθηκε στην Αθήνα το 1886, στις σελίδες 481 και επόμενες παραθέτει πίνακες, «των επαρχιών Δράμας, Ελευθερούπολεως…..εν οις δείκνυται ο αριθμός των εκάστη τούτων ανηκόντων χωρίων ως και ο πληθυσμός εκάστου τούτων και το θρήσκευμα εις ο ανήκει». Στον πίνακα της επαρχίας Ελευθερουπόλεως και στον αύξοντα αριθμό 18 η Μεσορόπη αναφέρεται ως έχουσα 2.155 Έλληνες κατοίκους ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΝ ΑΛΛΟΔΟΞΟ Ή ΑΛΛΟΓΕΝΗ (στη στήλη υπό τον τίτλο «Οθωμανοί» υπάρχει μια παύλα), ενώ, αντίθετα, αναφερόμενος στη Μουσθένη, λέγει ότι έχει 730 Χριστιανούς και 1450 μουσουλμάνους κατοίκους, αναφερόμενος δε στο Ποδοχώρι (Βοδογόριαν), ότι έχει 800 Χριστιανούς και 700 μουσουλμάνους κατοίκους.

Όπως ήδη ανέφερα, το έτος 1894 δημοσιεύεται στη Λειψία της Γερμανίας ένα σημαντικό σύγγραμμα του Αστερίου Δ. Γουσίου, διευθυντού της τότε Αστικής Σχολής Λακκοβικίων, με τίτλο «Η κατά το Πάγγαιον χώρα των Λακκοβικίων – Τοπογραφία, ήθη, έθιμα και γλώσσα». Σ’ αυτό ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας γλαφυρή γλώσσα, λέει για την Μεσορόπη και τα εξής, (πέραν όσων ήδη παρέθεσα ότι ανέφερε, σχετικά με το βυζαντινό παρελθόν της ιστορικής κωμόπολης):

«Ανατολικώς τής κωμοπόλεως ταύτης υψούται λόφος, ονομαζόμενος « Ηλικόπι ή Λυκόπη», επί τής κορυφής του οποίου υπάρχει μέγας βράχος καί επ’ αυτού τά εξής τρία Λατινικά γράμματα:

R G S

Οί κάτοικοι ασχολούμενοι ώς επί τό πλείστον εις την σακκοποιίαν καί υφαντικήν διακρίνονται έπί φιλομουσία καί φιλοξενία.

Και συνεχίζει ο συγγραφέας, σε άλλο σημείο:

Ζ’ Πληθυσμός, διοίκησις, έκπαίδευσις.

'Ως καί ανωτέρω έρρήθη, τά κατά τό Πάγγαιον χωρία εισί 39, ών ό πληθυσμός ανέρχεται εις 27.490 καί επέκεινα κατοίκων Ελλήνων καί Τούρκων, έξ ών 16.600 περίπου Έλληνες καί 10.890 περίπου Τούρκοι.

Τά χωρία ταύτα πολιτικώς υπάγονται εις δυο διοικήσεις, τήν τού Πραβίου (σημ. υπογράφοντος: σημερινής Ελευθερούπολης) καί εις την τής Ζίχνης.

1) Εις την διοίκησιν Πραβίου υπάγονται τά εξής χωρία: 1)…. 2) .,…. 13. Μεσορόπη ….

2) Εις δε τήν διοίκησιν Ζίχνης υπάγονται τά κατά τήν βο­ρειοδυτικήν πλευράν, ήτοι: ………….

Έκκλησιαστικώς τά χωρία ταύτα υπάγονται εις τρεις Μητροπόλεις, εις τήν τής Έλευθερουπόλεως, Δράμας καί Ξάνθης.

1) Εις τήν Μητρόπολιν τής Έλευθερουπόλεως υπάγονται τά εξής χωρία: …..

2) Εις τήν τής Δράμας Μητρόπολιν υπάγονται τά εξής χωρία : ….

3) Εις τήν Μητρόπολιν Ξάνθης υπάγονται τά εξής χωρία : 1 Μεσορόπη καί 2 ΙΙοδοχώριον.

Από δωδεκαετίας περίπου, άφ’ ότου δηλ. έν Σέρραις έπί το συστηματικώτερον ήρξαντο λειτουργούντα τά ανώτερα εκπαιδευ­τήρια, καί κατά τήν χώραν του Παγγαίου, εκτός μικρών τινων κωμών, ήρξατο υποκινούμενος ο προς τά γράμματα ζήλος καί άμιλλά τις αναπτυσσομένη, διό καί τά μέχρι τής έποχής έκείνης μικρά άλληλοδακτικά σχολεία καί γραμματοδιδασκαλεία μετεβλήθησαν εις δημοτικάς καί άστικάς σχολάς συμφώνως πρός καλλίτερον καί τελεσφορώτερον όμολογουμένως παιδαγωγικόν σύστημα.

Τά σχολεία τών κατά το Πάγγαιον χωρίων εισί τό όλον 25, ήτοι 16 άρρεναγωγεία καί 9 νηπιοπαρθεναγωγεία.

Τά άρρεναγωγεία δυνάμεθα νά διαιρέσωμεν είς τρεις τάξεις, εις άστικάς σχολάς μεθ’ ενός διδασκάλου καί εις μικρά γραμματοδιδασκαλεία. ’Αστικάς σχολάς μετά τριών διδασκάλων έχουσι τά Λακκοβήκια καί ή Μεσορόπη. Άστικάς μετά δύο διδασκάλων έχουσι τό Πράβιον, τό Ροδολείβος, το Κιούπ-κιοϊ. ή Νικησιάνη καί ή Μουσθένη. Δημοτικάς σχολάς έχουσι τό Ποδοχώριον, ή ΙΙροβίστα, τό Σέμαλτον και ή Κρομμύστα μεθ’ ενός διδασκάλου.

Γραμματοδιδασκαλεία έχουσιν ή Αυλή, τό Γενί-κιοϊ. Η Τσερέπλιανη, ή Είκοσιφοίνισσα καί τό Παληοχώρι. Νηπιαγωγεία εχουσι τό Πράβιον, ή Μουσθένη, ή Μεσορόπη, τα Λακκοβήκια, ή Προβίστα, τό Σέμαλτον, τό Ροδολείβος, το Κιούπ-κιοϊ καί ή Νικησιάνη.

Εις άπάσας τάς ανωτέρω σχολάς φοιτώσι μαθηταί και μαθήτριαι υπέρ τους 1774, ιδιαιτέρως δε εις έκάστην σχολήν. ώς έξής: ….. Εις την σχολήν Μεσορόπης μαθηταί 145, μαθήτριαι 65…

Σημειωτέον ότι ουδέν των άνω χωρίων υπάρχει άνευ εκκλησίας καί σχολής, όπερ άλάνθαστον τεκμήριον των Έλλήνων, οίτινες την άνίδρυσιν εκκλησίας καί σχολής έθεώρουν ώς πρώτιστον αυτών μέλημα. ’Αλλά καί οί είρηνικώς συμβιούντες ήμίν ’Οθωμανοί ούκ ολίγον αξιέπαινοί είσι, καθ’ ότι εξ ουδενός αυτών χωρίου λείπει τέμενος καί σχολείον πού μέν μεθ’ ενός πού δέ μετά δύο διδασκάλων».

Στο σύγγραμμα του, με τίτλο «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)», ο Γεώργιος Χατζηκυριακού αφιερώνει σχεδόν μια ολόκληρη σελίδα (112-113), στην ιστορική Μεσορόπη, την οποία περιγράφει γλαφυρότατα, ως εξής: «Έντεύθεν έκ Ποδογόριανης έξελαύνω επί τών κλιτύων τού όρους καί μετά ώρας οδόν ανακαλύπτω όπισθεν κυρτώματος αυτού καί εις την αρχήν ρήγματος, κειμένην άνωφερώς, τήν Ελληνορθόδοξον κώμην Μεσορόπην.

Αύτη αποτελεί εξ όλοκλήρου άμιγή_Έλληνορθόδοξον_κοινότητα έκ_τών σημαντικωτέρων τής νοτίου τού Παγγαίου πλευράς, συγκεντρούσα περί τάς 350 οικογένειας, τρεφούσας υγιές καί άκμαίον τό έθνικόν φρόνημα.

Η Μεσορόπη, μετά_τών προηγουμένων, Κάριανης, Μπόμπλιανης καί Ποδογόριανης, υπάγονται, κατά παράδοξον όλως τρόπον εκκλησιαστικής διαιρέσεως, εις τήν εκκλησιαστικήν έπαρχίαν Ξάνθης, ήτις ούτω εισχωρεί καί ένσφηνούται μεταξύ τών κωμών τής έπαρχίας «Ελευθερουπόλεως, σφετεριζομένη, ούτως ειπείν, τά δικαιώματα αυτής.

Τοιαύται ενσφηνώσεις καί ανώμαλοι άφορισμοί εκκλησιαστικών επαρ­χιών καί αλλαχού τής χώρας καί πολλαχού έν γένει τού κλίματος τού Οικου­μενικού Πατριαρχείου άπαντώσι, χρήζοντες «ομαλωτέρας καί σκοπιμωτέρας διαρρυθμίσεως.

Καί ή σημαίνουσα αύτη κοινότης τής Μεσορόπης, χωρούσα στερρώ τώ ποδί εν τή διά των Ελληνικών γραμμάτων προόδω, σεμνύνεται έπιδεικνύουσα τά σχολεία αυτής, έν οις εκπαιδεύεται ή μέλλουσα γενεά.

Ούχ ήττον συναισθανομένη την ανεπάρκειαν των σχολικών αυτής κτι­ρίων φιλοτίμους καταβάλλει προσπαθείας, όπως εύρύνη καί ανακαίνιση αυτά, ίνα εύχυμοτέρους δρέπη τούς καρπούς. Προς τούτο δέ έπηξεν αδελφότητα, ήτις διά συνδρομής τών μελών αυτής συνέλεξεν χρηματικόν ποσόν, όπερ θά χρησιμεύση ώς πυρήν προς έπιτέλεσιν του θεαρέστου τούτου σκοπού, όστις ούτω λίαν προσεχώς θά συντελεσθή εάν μή ήδη είναι συντετελεσμένος.

Ή εύελπις αύτη κοινότης ύπέστη άτυχώς οικονομικόν κλονισμόν έκλιπούσης βιοτεχνίας, εξ ής ου σμικράν οικονομικήν δύναμιν ήρύετο. Κατεσκευάζοντο έν αυτή, έν πάσαις σχεδόν ταίς οίκίαις, έξ αίγείου τριχός υφά­σματα χρησιμεύοντα ώς περικαλύμματα τών δεμάτων τού καπνού, ών τό μέγα τής Καβάλας καπνεμπορικόν κέντρον εις εύρείαν κλίμακα ποιείται χρήσιν. Αλλ’ ήδη είσαγόμενα ταύτα εύωνότερα έξ Ευρώπης άφήρεσαν έκ τών χειρών τών κατοίκων της Μεσορόπης την βιομηχανίαν ταύτην καί περιήγαγον αυτούς είς οικονομικήν αμηχανίαν.

Καταλείπω τήν Μεσορόπην μετά διήμερον έν αυτή διαμονήν, πεπληρωμένος τήν καρδίαν χαράς ότι είδον οι οφθαλμοί μου τοσούτους ομογενείς πληθυσμούς άνά τό τμήμα εκείνο τής χώρας, άποτελούντας άπροσμάχητον τής Ελληνικής Όρθοδοξίας δύναμιν, ούχ ήττον καί βαρυθυμών έν ταύτώ έπί τή σκέψει ότι οι πληθυσμοί εκείνοι ήδύναντο νά διατελώσιν έν πολύ ανώτερα βαθμίδι υλικής καί πνευματικής άναπτύξεως, έάν οι ταγοί τού Γένους έδείκνυον πατρικωτέραν καί φερεπονωτέραν τήν περί αυτών μέριμναν, άλλ΄ έγκαταλείφθέντες είς τάς ίδιας αυτών δυνάμεις, όμοιάζουσι προς τά φυτά έκείνα του αγρού, άτινα ουδέποτε έδοκίμασαν τήν ευεργετικήν τού καλλιεργητού δίκελλαν.

Περιπατών έπί λοφοσειράς έπί έλαττον τής ώρας καί ύπερβαίνων έτέραν πτυχήν τού όρους έμβαίνω είς έτέραν κώμην μεγαλυτέραν μέν τής Μεσορόπης, άλλ’ υπό Ελλήνων καί Όθωμανών κατά πλεονασμόν οικουμένην, τήν Μουσθένην...»

Ο ιατρός Ανδρέας Αρβανίτης, το έτος 1909 εξέδωσε στην Αθήνα ένα σύγγραμμα, με τίτλο «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ». Στη σελίδα 124 αυτού του συγγράμματος, ο συγγραφέας αναφέρει: «Μεσορόπη. Κωμόπολις, επί των Μεσημβρινών κλιτύων του Παγγαίου όρους κειμένη, μετά 2000 Ελληνομακεδόνων. Η Ελληνική κοινότης συντηρεί Αρρεναγωγείον και Παρθεναγωγείον».

Το 1913 εκδίδεται στην Αθήνα, από τον Τρύφωνα Ευαγγελίδη, καθηγητή του Γυμνασίου Βόλου, το έργο του υπό τον τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων Ελληνικών χωρών: Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών». Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας στη σελίδα 138 αναφέρει τα εξής: «Εντεύθεν προχωρών επί των κλιτύων μετά ώρας πορείαν ευρίσκει ο εκδρομεύς όπισθεν κυρτώματος του όρους και εις την αρχήν ρεύματος την κώμην Μεσορόπην, ούσαν εκ των σημαντικωτέρων Ελληνικών κωμών της Μεσημβρινής πλευράς του Παγγαίου, έχουσαν περί τας 2000 Ελλήνων. Η Μεσορόπη μετά των προηγουμένων, Καριάνης, Μπόμπλιανης και Ποδογόριανης υπάγονται, αγεωγραφήτως λίαν και κατά παράδοξον τρόπον, εις την εκκλησιαστικήν περιφέρειαν της Μητροπόλεως Ξάνθης και ήτις ούτω εισχωρούσα, ενσφηνούται μεταξύ της εκκλησιαστικής διοικήσεως Ελευθερουπόλεως…

Ο Σωτήριος Σκληρός, το έτος 1913 εξέδωσε, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το σύγγραμμά του, με τίτλο «Η ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ΗΤΟΙ πλήρης περιγραφή των υπό του Ελληνικού Στρατού και Στόλου ελευθερωθέντων χρυσογαίων και υδατορρύτων επαρχιών της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, της ευάνδρου ΗΠΕΙΡΟΥ και των γραφικωτάτων ΝΗΣΩΝ του Αιγαίου». Στη σελίδα 251 του συγγράμματος αυτού, αναφέρονται τα εξής: «Μεσορόπη. Κωμόπολις απέχουσα μίαν ώραν της Ποδογόριανης με 1.100 αμιγείς Έλληνας. Εις την κωμόπολιν ταύτην ήκμαζεν η βιομηχανία των εξ αιγείου τριχός υφασμάτων, άτινα εχρησιμοποιούντο ως περικαλύμματα των δεμάτων του καπνού. Η προμήθεια όμως τοιούτων υφασμάτων υπό των καπνεμπόρων της Καβάλλας εξ Ευρώπης, εμάρανεν την βιομηχανίαν της Μεσορόπης.

Ο Π. Ν. Παπαγεωργίου, στα έργα του «Αι Σέρραι και τα προάστεια… ΒΖ, 3, 1894, σελ. 225-239 και «Εκδρομή εις την βασιλικήν και πατριαρχικήν μονήν της Αγίας Αναστασίας», ΒΖ, 7, 1898, σελ. 57-82, ανέφερε ότι το 1894 η Μεσορόπη είχε 2.500 Έλληνες κατοίκους.

Η απελευθέρωση του Παγγαίου από τον Οθωμανικό ζυγό, υπό τον οποίο το Ποδοχώρι, η Μεσορόπη και η Μουσθένη στέναξαν επί 529 χρόνια, (δηλαδή από το 1391, που τα κατέλαβαν οι Τούρκοι), έγινε στις 17 Οκτωβρίου του 1912 (με το τότε ισχύον παλιό ημερολόγιο), από τον καπετάν Ζέρβα Δούκα, οπλαρχηγό από τις Σέρρες. Πλην όμως, αμέσως μετά την απομάκρυνση τω Τούρκων και συγκεκριμένα από τις 31-10-1912 ήλθαν στην περιοχή οι τότε «σύμμαχοί μας», Βούλγαροι οι οποίοι, ευθύς αμέσως, προέβησαν σε πολυάριθμες και πολύνεκρες, στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Ελληνικού Στρατού, κατέλαβαν κι έχασαν επανειλημμένα από τον Ελληνικό Στρατό την Πιερία κοιλάδα (όπως και το υπόλοιπο Παγγαίο) και η ουσιαστική απελευθέρωση των τριών οικισμών αλλά και ολόκληρης της περιοχής κι από τους «συμμάχους μας» εκείνους δεν έλαβε χώρα παρά το καλοκαίρι του 1913, μετά από τις περιφανείς νίκες του Ελληνικού Στρατού κατά των Βουλγάρων στο Κιλκίς – Λαχανά και σ’ όλα τα βόρεια σύνορά μας, στα πλαίσια του νικηφόρου Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου.

Νεώτερα στοιχεία, τώρα, της ιστορίας της Μεσορόπης αποτελούν τα κάτωθι:

Σ’ έναν πίνακα, με τίτλο «ΠΙΝΑΞ ΓΕΝΙΚΟΣ ΤΩΝ ΕΝ ΤΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΤΟΥΡΚΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ», που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 1902, αναφέρεται ότι στην Μεσορόπη υπήρχε ένα σχολείο, με ένα δάσκαλο και 50 μαθητές (αρρεναγωγείο).

Το 1913, στην διάρκεια του Β’ βαλκανικού πολέμου, σε τεύχος του περιοδικού «ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ» υπάρχει άρθρο κάποιου που υπογράφει με το ψευδώνυμο Τρίφιλος, στις τελευταίες παραγράφους του οποίου γράφονται τα εξής, εξόχως ενδιαφέροντα: «Τα Λακοβήκια, η Ποδογόριανη, η Μεσορόπη, το Σέμαλτον, το Ροδολείβος, η Νικήσιανη, το Παληοχώρι, όλα τα ελληνικώτατα εις γλώσσαν και φρόνημα χωρία γράφουν εις την ιστορίαν του σημερινού Ελληνισμού του Παγγαίου τα ωραιοτέρας των σελίδων. Ποία θα είναι η τύχη των; Μέγα ερωτηματικόν…»

Στους «ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΟΥΣ ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΤ’ ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΣΕΡΡΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΜΑΣ», που εξέδωσε, το έτος 1919, η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΠΡΑΒΙΟΥ» και στον αύξοντα αριθμό τρία (3) αναφέρεται η Μεσορόπη και στη μεν στήλη, υπό τον τίτλο «Ελληνόφωνοι» αναφέρονται 1.517 Ελληνόφωνοι το έτος 1912 και 1.521 το έτος 1915, ενώ στις στήλες υπό τους τίτλους «Βούλγαροι…» και «Μωαμεθανοί» του έτους 1912 υπάρχουν παύλες, δηλαδή στην Μεσορόπη, πέραν των 1.517 Ελληνοφώνων κατοίκων, δεν κατοικούσε απολύτως κανείς άλλος, στις δε αντίστοιχες στήλες του έτους 1915 αναφέρονται μόνο τέσσερις (4) σλαβόφωνοι και κανείς Μωαμεθανός!

Στα εκδοθέντα από την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων, στην Αθήνα, το 1962, «Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και κοινοτήτων» και στο κεφάλαιο «20 – ΝΟΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ» υπάρχουν επίσης ενδιαφέροντα στοιχεία για τη Μεσορόπη:

Η «Κοινότης Μεσωρόπης» αναγνωρίστηκε με το Βασ. Διάταγμα της 13-11-1919, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Α 251/1919. Στην Κοινότητα υπάγονταν, πλην της «Μεσωρόπης» το Αχατλάρ (αργότερα Μικροχώρι), το Ισερλή (αργότερα Πλατανότοπος) και το Τσιφλίκ (αργότερα Τρίτα). Το 1924, οι τρεις αυτοί οικισμοί αποτέλεσαν ξεχωριστή κοινότητα, αυτή του Ισερλή (Πλατανοτόπου).

Ο πληθυσμός της Μεσορόπης, στην απογραφή του 1920 ήταν 866 άτομα, σ’ αυτήν του 1928, 1197 άτομα, στην του 1940, 1.400 άτομα, στην απογραφή του 1951, 1309 άτομα και σ’ αυτήν του 1961, 1207 άτομα.

Στο σύγγραμμα του Στεφάνου Παπαδόπουλου, με τίτλο «ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ», που εκδόθηκε το έτος 1970, στη σελίδα 24 αναφέρεται ότι « καλό δημοτικό σχολείο με μια τάξη «ελληνικού» υπήρχε επίσης και στη Μεσορώπη, οι κάτοικοι της οποίας (300 οικογένειες ασχολούμενες κυρίως με την υφαντική) πριν από το 1906 είχαν ιδρύσει φιλεκπαιδευτική αδελφότητα, που συγκέντρωνε χρήματα για την ανακαίνιση και διεύρυνση των σχολικών κτιρίων». Στον πίνακα της σελίδας 220, για την ίδια, χρονική περίοδο, αναφέρεται ότι στη Μεσορόπη υπήρχε ένα (1) «ελληνικό» σχολείο κι ένα (1) παρθεναγωγείο, στα οποία εργάζονταν τέσσερις (4) εκπαιδευτικοί και τα οποία είχαν εκατό (100) μαθητές και μαθήτριες. Τέλος, στη σελίδα 226 αναφέρει ότι στη Μεσορόπη υπήρχε ένας φιλεκπαιδευτικός σύλλογος.

Στον Β’ τόμο του έργου του Μιχαήλ Χουλιαράκη υπό τον τίτλο «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971», το οποίο εκδόθηκε από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, στην Αθήνα, το 1975, αναφέρεται ότι κατά το έτος 1913 η Μεσορόπη αριθμούσε 1.478 (Έλληνες, πλέον, διότι είχε απελευθερωθεί η Μακεδονία) κατοίκους, η Μουσθένη 1.733 και το Ποδοχώρι 1.035 Έλληνες κατοίκους. Στο ίδιο έργο αναφέρεται ότι το έτος εκείνο (1913) ο οικισμός Μουσθένη αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα, στην οποία ενώθηκε ο οικισμός Αυλή, η Μεσορόπη αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα, στην οποία συνενώθηκαν οι οικισμοί Αχατλάρ, Ισιρλή και Τσιφλίκι, ενώ ο οικισμός Ποδογόριανη αποτέλεσε ομώνυμη κοινότητα, στην οποία προσαρτήθηκε ο οικισμός Σαρλή.

Στο θαυμάσιο έργο του Κέντρου Έρευνας της ιστορίας και του πολιτισμού του Βυζαντίου, (Centre de recherche d’ histoire et civilization de Byzance – College de France), που εκδόθηκε από το βιβλιοπωλείο De Boccard, στο Παρίσι, το έτος 1986, με τίτλο «Paysages de Macedoine, leurs caracteres, leur evolution a travers les documents et les recits des voyageurs», αναφέρονται, μεταξύ των άλλων διαχρονικών στοιχείων, των σχετικών με τη Μεσορόπη, ότι το 1913 η Μεσορόπη είχε 1.478 κατοίκους, ενώ το 1920 είχε 866 κατοίκους.

Από την προσεκτική ανάγνωση του καταλόγου του ιστορικού ερευνητή Δημήτρη Λιθοξόου, με τίτλο «Κατάλογος των προσφυγικών συνοικισμών της Μακεδονίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) – 1928», προκύπτει ότι η Μεσορόπη δεν περιλαμβάνεται ανάμεσα στους πολυάριθμους οικισμούς της Μακεδονίας, στους οποίους εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρχαν στη Μεσορόπη Μουσουλάνοι, οι οποίοι ν’ ανταλλάχθηκαν, στα πλαίσια της Συνθήκης της Λωζάνης», μ’ Έλληνες πρόσφυγες από Ανατολική Θράκη μια Μικρά Ασία, μια και οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν μόνο σε οικισμούς που είχαν Μουσουλμάνους, στις ανταλλάξιμες περιουσίες των οποίων και τοποθετήθηκαν, από την ως άνω Επιτροπή.

Ο Αιμίλιος Μαυρουδής, τέλος, σε πολλά σημεία της μονογραφίας του, με τίτλο: «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ», που εκδόθηκε το έτος 2006 στην Θεσσαλονίκη, αναφέρεται και περιγράφει την εκπαιδευτική κατάσταση των Ελλήνων κατοίκων της Μεσορόπης, στην διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, (σελ. 99), τα σχετικά με την υπαγωγή της στην Εξαρχία Ορφανίου, κατά την ίδια, χρονική περίοδο, (σελ. 150 και επόμ.), στις δε σελίδες 210 έως 216 την εκκλησιαστική κατάστασή της και το βαθύ, θρησκευτικό φρόνημα των κατοίκων της, που αποδεικνύουν τα αναρίθμητα, εκκλησιαστικά ιδρύματα (ναοί κλπ.), μερικά από τα οποία ανεγέρθηκαν κατά την παλαιοχριστιανική και την μέση, βυζαντινή περίοδο και σώζονται μέχρι σήμερα, κανένα δε απ’ αυτά δεν μετατράπηκε ποτέ σε μουσουλμανικό τέμενος, γιατί δεν υπήρχαν ποτέ Μουσουλμάνοι στην Ελληνικότατη αυτή κωμόπολη του όρους Παγγαίου, οι ρίζες των κατοίκων της οποίας ανάγονται βαθιά στην απώτερη (νεολιθική) αρχαιότητα.

Και όσο μεν αφορά την ιστορία της κωμόπολης της Μεσορόπης, όσα στοιχεία ήδη παρέθεσα αποδεικνύουν ότι, στον τόπο, όπου αυτή είναι κτισμένη, παρατηρείται μια συνεχής εγκατάσταση του ανθρώπου, μια εγκατάσταση που ξεκίνησε από τη νεολιθική περίοδο, συνεχίστηκε στην κλασσική κι ελληνιστική αρχαιότητα και σ’ όλη τη διάρκεια της ρωμαϊκής, της βυζαντινής και της οθωμανικής περιόδου, συνεχίζεται δε και μέχρι τις μέρες μας.

Όσον αφορά, τώρα, τη νεώτερη ιστορία της Μεσορόπης και τη σημερινή κατάστασή της, έχουν ήδη γραφεί και θα γραφούν και στο μέλλον, από άξιους ερευνητές, (πρβλ. Φυνδάνης κλπ.), πιο εμπεριστατωμένα από το παρόν, κείμενα και συγγράμματα. Εγώ, με το παρόν, πρόχειρο πόνημά μου, ελπίζω ότι τούτο θ’ αποτελέσει έναυσμα για την ενασχόληση, με την ιστορία αυτού του ιστορικού τόπου, και άλλων νέων ανθρώπων, ούτως ώστε να συμπληρωθούν τα πλείστα, υφιστάμενα κενά της και ν’ αποκαλυφθεί σ’ όλο της το μεγαλείο, η αδιάσπαστη ενότητα και συνέχεια του ελληνικού χαρακτήρα του Παγγαίου και της περιοχής του, ανά τους αιώνες.






















Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

 

ΜΙΑ ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Ο Πωλ Εμίλ Λεμέρλ (Paul Émile Lemerle, 11 Απριλίου 1903 - 17 Ιουλίου 1989), ήταν ένας από τους διαπρεπέστερους βυζαντινολόγους. Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1903. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι διορίστηκε μέλος και αργότερα γραμματέας της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών για την περίοδο 1931-1941. Την περίοδο αυτή συμμετείχε σε ανασκαφές, με κυριότερη αυτή στους Φιλίππους. Διετέλεσε διευθυντής σπουδών στην École Pratique des Hautes Études (1947-1967), καθηγητής στη Σορβόννη (1958-1967) και στο Κολέγιο της Γαλλίας (1967-1973), διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας και του Πολιτισμού του Βυζαντίου, πρόεδρος (1961-1971) της Διεθνούς Ενώσεως Βυζαντινών Σπουδών. Επίσης υπήρξε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της Ακαδημίας της Βιέννης και επίτιμος διδάκτωρ πολλών πανεπιστημίων, μεταξύ αυτών των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Πέθανε το 1989.Ανάμεσα στις πολυάριθμες δημοσιεύσεις του, πολλές από τις οποίες αναφέρονται στους βυζαντινούς Φιλίππους, είναι και αυτή που μετέφρασα κι αναρτώ σήμερα. Έχει τίτλο «Le château de Philippes au temps de Nicéphore Phocas», (το κάστρο των Φιλίππων, στα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά) και δημοσιεύθηκε στο Bulletin de correspondance hellénique. Τόμο 61 (1937), σελίδες 103-108.


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΦΩΚΑ

Το ενδιαφέρον του κειμένου, που δημοσιεύεται εδώ, είναι, πρώτα απ’ όλα, ότι πρόκειται για την μοναδική, βυζαντινή επιγραφή, που βρέθηκε μέχρι τώρα (εννοεί το έτος 1937) στους Φιλίππους, εκτός από την πρωτοβουλγαρική επιγραφή του Direkler (σήμερα, Βασιλική Β’). Το γεγονός θα φανεί μοναδικό: οι Φίλιπποι ήταν σίγουρα στον Μεσαίωνα ένα σημαντικό μέρος, όπως μαρτυρούν οι εκκλησιαστικές notitiae, οι χρονικογράφοι, τα ίδια τα αποτελέσματα των ανασκαφών. Αλλά τα ερείπια είναι βουβά, όπως εκείνα τόσων άλλων, βυζαντινών πόλεων.

Η επιγραφή δεν βρέθηκε στην ανασκαφή, ούτε καν στο εσωτερικό των τειχών, αλλά στο σύγχρονο χωριό Raktcha (Κρηνίδες), στους πρόποδες της ακρόπολης, στην βορειοανατολική πλευρά: Το μάρμαρό της είχε χρησιμεύσει ως ακρογωνιαίος λίθος, στον κατασκευαστή ενός σύγχρονου σπιτιού. Αλλά είναι προφανές, μολονότι το ίδιο το κείμενο δεν το έδειχνε από την πρώτη γραμμή, ότι προέρχεται από το κάστρο, δηλαδή από τις οχυρώσεις, που στεφανώνουν την ακρόπολη και σχηματίζουν, στην κορυφή, μια τελευταία οχύρωση. Αυτό το «κάστρο» των Φιλίππων ερευνήθηκε και μελετήθηκε από τον M. Ducoux……. Θα περιοριστώ εδώ, στο να κάνω γνωστό το μοναδικό κείμενο, που δίνει λίγη ζωή σ’ αυτά τα ερείπια, ενώ, παράλληλα, παρέχει μια ακριβή χρονολόγησή τους.

Φαίνεται αμέσως ότι το κενό στα αριστερά είναι περίπου ίσο με το κείμενο που διασώθηκε: Η επιγραφή είτε ήταν χαραγμένη πάνω σ’ ένα μόνο λίθο (μπλοκ), ο οποίος έσπασε στη μέση, είτε ήταν χαραγμένη πάνω σε δύο πέτρες με ίδιες διαστάσεις, από τις οποίες έχουμε μόνο την δεξιά. Η πέτρα ή οι πέτρες πρέπει να ήταν ενσωματωμένες σε τοίχο ή πάνω από μια πύλη των οικοδομημάτων, των οποίων το κείμενο μνημονεύει την ολοκλήρωση. Στην πρώτη γραμμή, μάλιστα, πρέπει ν’ αποκαταστήσουμε ένα τύπο, που να υποδεικνύει τη φύση της εργασίας που εκτελέστηκε. Αυτό θα μπορούσε να είναι εύκολο, αν δεχτούμε ότι οι εργασίες είχαν εκτελεστεί στο συγκρότημα των κατασκευών που συγκροτούν το κάστρο, [εγένετο (ετελειώθη κλπ.) το έργον του κάσ]τρου Φιλήπο (αντί Φιλίππων), ή κάποιον ανάλογο τύπο (φόρμουλα). Αν επρόκειτο, αντίθετα, για μια καθορισμένη κατασκευή, θα μπορούσαμε να έχουμε, για παράδειγμα [εκτίσθη (ανεκαινίσθη, ανηγέρθη, ανωκοδομήθη κλπ.) ο πύργος (ή πύλη, τα τείχη κλπ.) του κάσ]τρου, με ή χωρίς κάποιον από τους συνήθεις τύπους «εκ βάθρων», «εκ θεμελίων». Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τις εικασίες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σκοπός της επιγραφής ήταν η υπενθύμιση των σημαντικών, αναμφίβολα, εργασιών, που έγιναν στις οχυρώσεις που στεφανώνουν την ακρόπολη των Φιλίππων.

Με (την λέξη) «επί» αρχίζει ο τύπος που παρείχε τα ονόματα των αυτοκρατόρων που βασίλευαν (τότε). Αυτός ο τύπος κατέλαβε τουλάχιστον ολόκληρη τη δεύτερη γραμμή και η αποκατάσταση, σχεδόν σίγουρη, δίνει τόσο το μήκος του κενού, όσο και την ημερομηνία:

…επί

[των φιλοχρίστων δεσποτών Νικηφ]όρου Βασιλ(είου) κ(αι) Κων(σταντίνου).

Πρόκειται για το Νικηφόρο Φωκά, που είχε ως συμβασιλείς, κατά τα έξι χρόνια της βασιλείας του, δύο παιδιά, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο, γιους του Ρωμανού Β’ και της Θεοφανούς, τους μελλοντικούς αυτοκράτορες Βασίλειο Β' και Κωνσταντίνο Η'. Ο τύπος είναι λοιπόν σωστός και ενδιαφέρων, λόγω των λίγων παραδειγμάτων αυτού του είδους, που έχουμε: δεν γνωρίζω άλλη επιγραφή ή επίσημο έγγραφο, που ν’ αναφέρει τους τρεις αυτοκράτορες, κατά σειρά προτεραιότητας, και τα νομίσματα, που μερικές φορές φέρουν τα ονόματα του Νικηφόρου και του Βασιλείου, δεν μας παρέδωσαν ποτέ, μέχρι τώρα,  γι’ αυτή την περίοδο, το όνομα του Κωνσταντίνου. Η επιγραφή χαράχθηκε μεταξύ 16 Αυγούστου 963, ημερομηνία έλευσης του Νικηφόρου και 10 Δεκεμβρίου 969, ημερομηνία κατά την οποία αυτός δολοφονήθηκε, από τον Ιωάννη Τζιμισκή.

Το κείμενο ονοματίζει, στις γραμμές 3 και 4, τις προσωπικότητες, με τις διαταγές και τις φροντίδες των οποίων είχαν εκτελεστεί οι εργασίες. Δεν μπορούμε να κάνουμε συγκεκριμένες συμπληρώσεις, (η χρήση συντομογραφιών και συνδέσμων  καθιστά επίσης αδύνατη την ακριβή εκτίμηση), αλλά είναι σαφές ότι στην τρίτη γραμμή κατονομαζόταν ο στρατηγός του θέματος και ότι το όνομά του ήταν Ρωμανός: [σ]τρατιγεύοντ(ος) 'Ρωμα[νού]. Έπρεπε επίσης να καταδειχθεί η θέση του στην στρατιωτική ιεραρχία: Ήταν αναμφίβολα αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος ή ίσως μόνο σπαθάριος, που συνήθως γραφόταν, εν συντομία, ως Β'ΑΣΠΑΘ. Σημειώνουμε τη χρήση, αντί του συνήθους όρου «στρατηγός», του σπάνιου ρήματος στρατηγεύω, το οποίο, άλλωστε, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος χρησιμοποιεί ακριβώς με την έννοια του «ασκώ το λειτούργημα του στρατηγού» (μιλώντας για έναν στρατηγό του Θέματος της Χαλδίας, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει: To πρώτον αυτού στρατηγεύοντος εν Χαλδία ( De adm. imp., εκδόσεις Βόννης, σελ. 200). Τίποτα δεν μας επιτρέπει ν’ αποκαταστήσουμε στην επιγραφή το όνομα του Θέματος, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ήταν το θέμα του Στρυμόνος, ενός από εκείνα τα Θέματα, των οποίων η ιστορία είναι ελάχιστα γνωστή.

Αυτό (το Θέμα Στρυμόνος) ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία Θεμάτων περιορισμένης εμβέλειας, που δημιουργήθηκε για ειδικούς, πολιτικούς ή στρατιωτικούς λόγους — εδώ, την ανάγκη συγκράτησης της σλαβικής επέκτασης — και τα οποία, πριν συγκροτηθούν σε κανονικά Θέματα, ήταν, για κάποιο χρονικό διάστημα, μόνο συνοριακές περιοχές, «αρχοντίαι» ή «κλεισούραι», που είχαν αποκοπεί από κάποια γειτονική περιφέρεια και είχαν τεθεί υπό την εξουσία ενός συγκεκριμένου, στρατιωτικού ηγέτη. Ο F. Dvornik διαπίστωσε ότι μεταξύ 831 και 838 ο Καίσαρας Αλέξης Μοσελέ, γαμπρός του αυτοκράτορα Θεόφιλου, διοικούσε την Χριστόπολη και του είχε ανατεθεί, στην περιοχή αυτή, κάποια ειδική, στρατιωτική αποστολή, σε σχέση, αναμφίβολα, με την εξέγερση των σλαβικών φυλών κοντά στη Θεσσαλονίκη (F. Dvornik, La vie de saint Grégoire le Décapolite et les Slaves Macédoniens du ixe siècle, Travaux publiés par l'Institut d' Études Slaves, V, Paris, 1926, σελ. 36 επ. δείτε το κείμενο του Βίου, § 18-19).Αυτή είναι ίσως η προέλευση του θέματος Στρυμόνα, το οποίο, το «τακτικόν Uspenskij», που συντάχθηκε στο δεύτερο τέταρτο του ένατου αιώνα, δεν γνωρίζει ακόμη, αλλά το οποίο εμφανίζεται στο «Κλητορολόγιον Φιλοθέου», που γράφτηκε το 899. Την εποχή, στην οποία ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει την πραγματεία του για τις επαρχίες, το θέμα του Στρυμόνα υφίσταται και αυτό επιβεβαιώνεται από επιγραφή από τη Χριστόπολη, χρονολογούμενη στο 926, που αναφέρει τον στρατηγό Βασίλειο Κλάδονα (S. Reinach, La reconstruction des murs de Cavalla au xe siècle, BCH, VI, 1882, σελ. 267-275. Αυτή η ενδιαφέρουσα επιγραφή φαίνεται ότι παραμένει άγνωστη στους ιστορικούς). Αλλά είναι, φαίνεται, αρκετά πρόσφατο: ακόμα θυμόμαστε την εποχή που αυτό δεν ήταν παρά μια κλεισούρα, αποτελούμενη από περιοχές, που ίσως αποσπάστηκαν από το γειτονικό Θέμα της Μακεδονίας. Τουλάχιστον έτσι πρέπει να ερμηνευτεί, κατά τη γνώμη μου, η φράση του «de thematibus»: «το δε θέμα του Στρυμόνος τή Μακεδονία συντέτακται, και ουδαμού τούτου λόγος εστί περί θέματος αλλ' εις κλεισούρας τάξιν λελόγισται», (De thematibus, éd. Bonn, p. 50). Τέλος, η επιγραφή των Φιλίππων πιστοποιεί ότι, στην εποχή του Νικηφόρου Φωκά, το θέμα, απόλυτα οργανωμένο, διέθετε στρατηγό και τουρμάρχη. Δυστυχώς, τα όρια του θέματος δεν είναι πουθενά καθορισμένα κι έχει γίνει πολλή συζήτηση για την έκτασή του. Ο Tafel θεωρούσε ότι αυτό εκτεινόταν από τον Στρυμόνα έως την Μαρίτσα (Έβρο) (Constantin Porphyrogénète, De provinciis regni byzantini,Tubingen, 1847, εισαγωγή.). Ο Rambaud, αντίθετα, (The Greek Empire in the Xth Century, Παρίσι, 1870, σελ. 266-267), το περιόριζε στην ορεινή χώρα κοντά στον Στρυμόνα, χωρίς καν να δέχεται ότι έφτανε μέχρι τη θάλασσα, με τις παράκτιες περιοχές ν’ αποτελούν μέρος μάλλον του Θέματος Θεσσαλονίκης. Η γνώμη αυτή, την οποία καθόλου δεν υποστηρίζει το κείμενο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, το οποίο (ο προαναφερθείς) επικαλείται συχνά, ακολουθείται από τον G. Schlumberger  (Sigillography, σελ. 108. Δείτε επίσης:  Ένας βυζαντινός αυτοκράτορας τον δέκατο αιώνα. Νικηφόρος Φωκάς, σελ. 326-327_ και από τον A. Vogt, (Βασίλειος Α' Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Παρίσι, 1908, σελ. 186-187). Ωστόσο, ήδη από το 1882, ο S. Reinach είχε δημοσιεύσει την επιγραφή του 926, που αναφέρθηκε παραπάνω, η οποία αναφέρει την ανακατασκευή των τειχών της Χριστοπόλεως, από τον στρατηγό του Στρυμόνα: Εκείνη την εποχή, λοιπόν, το Θέμα του Στρυμόνα ήδη εκτεινόταν μέχρι την θάλασσα. Οι Φίλιπποι είναι στην ενδοχώρα, μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα από τη Χριστόπολη (Cavalla) και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ρωμαίος στρατηγός της επιγραφής των Φιλίππων είναι ένας από τους διαδόχους του στρατηγού Βασιλείου Κλάδωνος, της επιγραφής της Χριστοπόλεως. Η σχετική αναφορά είναι ακόμη πιο πολύτιμη, διότι οι γνωστοί από τα έγγραφα αξιωματούχοι αυτού του Θέματος είναι ακόμη ολιγάριθμοι. Μερικοί δικαστές είναι γνωστοί από τις σφραγίδες τους (G. Schlumberger, Sigillography, p. 108-109. Mélanges d'Archéologie, σελ. 216-217 (repris par Konstantopoulos, Catalogue, n° 11),  ή από τα αρχεία που σώζονται στις μονές του Άθωνος, τα οποία είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, λόγω των αναφορών που κάνουν στις περιοχές τις καλούμενες Στρυμόνος ή Βολερού και Στρυμόνος ή, τέλος, Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης. Στην πραγματικότητα, από στρατηγούς δεν γνωρίζαμε, πιστεύω, εκτός από τον Βασίλειο Κλάδωνα, παρά μόνο κάποιον Λύκαστο, του οποίου η σφραγίδα δημοσιεύτηκε πρόσφατα από τον V. Laurent (Βyz. Zeit., XXXIII, 1933, σελ. 350-351).

Η τέταρτη σειρά μας έχει διασώσει τη μνεία του τουρμάρχη, ο οποίος είχε επιβλέψει, πραγματικά, τις εργασίες: έπιστα(τούντος) Λέωντ(ος) τουρμάρχ(ου). Αυτή είναι η πρώτη μνεία ενός τουρμάρχη για το Θέμα (αυτό) και η παρουσία αυτού του σημαντικού αξιωματούχου, που ήταν (στην ιεραρχία αμέσως) μετά τον στρατηγό, δείχνει ξεκάθαρα ότι το Θέμα είχε μια κανονική οργάνωση. Η επιγραφή θα μπορούσε να τελειώσει στην πέμπτη γραμμή, (που είναι), δυστυχώς, πολύ ακρωτηριασμένη και για την οποία φαίνεται ότι ο χαράκτης δεν είχε αφήσει κενό χώρο: Διαβάζουμε μόνο «TOY», που ακολουθείται από τα υπολείμματα δύο αβέβαιων γραμμάτων και βλέπουμε ότι η γραμμή ξεκινούσε από εκεί και ότι δεν υπήρχε τίποτα στ’ αριστερά του «TOY». Θα περίμενε κανείς, σε αυτό το σημείο, είτε την ένδειξη του βαθμού του τουρμάρχου, που έπρεπε να είναι σπαθαροκανδιδάτος και όχι σπαθάριος, το επώνυμό του, ή, έστω, το όνομα του στρατιωτικού σώματος ή της περιοχής που διοικούσε. Ωστόσο, εγώ θα πίστευα πιο πρόθυμα ότι ο χαράκτης, πολύ απλά είχε εδώ συμπληρώσει την λέξη «επιστατούντος», την οποία είχε χαράξει μόνο ατελώς (ελλιπώς) στην προηγούμενη γραμμή και χωρίς να υποδείξει, με μία από τις συνήθεις μεθόδους, την ισχυρή συντομογραφία, με την οποία το απέδωσε.

Θα σημειώσει κανείς ότι δεν βρήκαμε σ’ αυτό το κείμενο την ημερομηνία από κτήσεως κόσμου. Αυτή θα μπορούσε να λείπει, αλλά θα παραδεχθούμε επίσης ότι αυτή κατελάμβανε, με ή χωρίς την ένδειξη, την αρχή της τρίτης γραμμής. Οδηγούμαστε, έτσι, στο να προτείνουμε, για το σύνολο της επιγραφής, την αποκατάσταση που ακολουθεί, η οποία δίνεται μόνο ως δοκιμαστική και δεν αποκλείει πολλές άλλες, εξίσου εύλογες εικασίες (υποθέσεις):

Έτελειώθη το έργον τού κάστρου Φιλήπο επί

των φιλοχρίστων δεσποτών Νικηφόρου Βασιλείου και Κωνσταντίνου

έτους κτίσεως κόσμου ,SYO' στρατιγεύοντος 'Ρωμα-

νού του βασιλικού πρωτοσπαθαρίου επιστατούντος Αέωντος τουρμάρχου.

Από ιστορικής σκοπιάς, πρέπει να θυμηθούμε την ειρήνη που, το 927, ο Ρωμανός Λεκαπηνός είχε συνάψει με τους Βουλγάρους. Αυτή έβαλε τέλος σε μια πολύ μακρά σειρά καταστροφικών πολέμων, για την περιοχή που μας ενδιαφέρει, σε (μια σειρά από) ατελείωτες εισβολές. Εγκαινίασε μια ειρήνη διάρκειας σχεδόν σαράντα ετών, χάρη στην οποία η Μακεδονία κατάφερε ν’ ανακτήσει την ευημερία της. Το Βυζάντιο αγόρασε ακριβά αυτή την ειρήνη, δεσμεύτηκε ιδιαίτερα να πληρώνει, κάθε χρόνο, στον Βούλγαρο Τσάρο, ένα βαρύ φόρο προστασίας, (τιμής). Ωστόσο, αυτές οι συνθήκες παρέμειναν, μέχρι την ημέρα που ο Νικηφόρος Φωκάς, νικητής των Αράβων, πίστεψε ότι μπορούσε ν’ ξαναρχίσει τον αγώνα κατά των Βουλγάρων. Από το τέλος του έτους 965, οι πρεσβευτές του Τσάρου Πέτρου, που είχαν έρθει να ζητήσουν τον ετήσιο φόρο, προσβλήθηκαν και βάναυσα διώχθηκαν από τον αυτοκράτορα και το 966 ο Νικηφόρος Φωκάς εισέβαλε στη νότια Βουλγαρία και κατέλαβε τα συνοριακά κάστρα. Για διάφορους λόγους, δεν επρόκειτο να συνεχίσει ο ίδιος τον αγώνα, αφήνοντας στους διαδόχους του, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασίλειο Β', τη δόξα της οριστικής κατατρόπωσης της βουλγαρικής δύναμης: Είναι, πάντως, αυτός που σκόπιμα κατέλυσε την ειρήνη και ξεκίνησε τις εχθροπραξίες. Είναι απαραίτητο, αναμφίβολα, να συνδυάσουμε τις εργασίες που έγιναν στο κάστρο των Φιλίππων, που βρισκόταν πολύ κοντά στα βουλγαρικά σύνορα, με αυτή τη νέα πολιτική και με την εκστρατεία του 966.