VOYAGES AND TRAVELS, IN THE YEARS
1809, 1810 AND 1811, CONTAINING STATISTICAL, COMMERCIAL AND
MISCELLANEOUS OBSERVATIIONS ON GIBRALTAR, SARDINIA, SICILY, MALTA, SERIGO AND
TURKEY. BY
JOHN
GALT.
LONDON,
1812.
ΤΟ ΟΡΦΑΝΟ
Φύγαμε
από την Θεσσαλονίκη με μεγαλύτερη στενοχώρια από εκείνη που αισθάνεται γενικά ο
περαστικός ξένος, που απλώς σταματά σ’ έναν τόπο. Στη διάρκεια της παραμονής
μας, γίναμε αποδέκτες μεγάλης ευγένειας και φιλοξενίας, και μείναμε εκεί μόνο
τόσο, όσο για να γευτούμε τις απολαύσεις της κοινωνίας (της πόλης), χωρίς να
αισθανθούμε (αντιληφθούμε) τους περιορισμούς και τις αντιζηλίες, που μειώνουν
(αυτές τις απολαύσεις) για τους κατοίκους.
Η
έφιππη μετάβασή μας μέχρι το Κλίσαλι έγινε δια μέσου της υπαίθρου. Η απόσταση, με το ταχυδρομείο, είναι επτά
ώρες, εμείς όμως την διανύσαμε σε τεσσεράμισι. Ο Τάταρος, τον οποίο είχαμε
βάλει να μας προμηθεύσει άλογα και να μας φυλάει, μέχρι να φθάσουμε στην
Κωνσταντινούπολη, ήταν ένας καλός και ακέραιος άνθρωπος. Είχε εξαιρετική φήμη,
μεταξύ όλων των προξένων κι εμείς διαπιστώσαμε ότι την άξιζε. Όντας πολύ θρήσκος,
τηρούσε με υποδειγματική αυστηρότητα τη
νηστεία του ραμαζανιού και δεν πέρασε ποτέ κάποιος ζητιάνος, χωρίς να
του δώσει τον οβολό του. Εμείς τον προσκαλέσαμε, μερικές φορές, να γευτεί το punch μας
ή το κρασί μας, αλλά εκείνος μας έλεγε ότι ήθελε, μετά τον θάνατό του, να πάει
στον παράδεισο και αρνιόταν σθεναρά. Δεν θυμάμαι να είδα ποτέ πιο ευπρεπή και
σοβαρό χαρακτήρα. Τον πληρώσαμε 800 πιάστρες και μας εφοδίασε με εννέα άλογα. Η
απόσταση υπολογίζεται σε 360 μίλια και το κέρδος του, αν αφαιρεθούν τα έξοδα
της επιστροφής του, θα ήταν, όπως μας πληροφόρησε ο πρόξενος, από 200 έως 250
πιάστρες – περίπου 15 λίρες στερλίνες. Γι’ αυτό το ποσό, εκείνος έπρεπε να
διανύσει συνολικά 720 μίλια και ο χρόνος που θα ξόδευε ήταν 16 ημέρες.
Το
χάνι στο Κλίσαλι (σημείωση δική μου: στο σημερινό χωριό Προφήτης, της Περιφ.
Ενότητας Θεσσαλονίκης), ήταν ένα από τα χειρότερα οικήματα, στα οποία μείναμε
ποτέ. Το ίδιο το χωριό δεν είναι παρά ένας φτωχός τόπος. Λίγες μέρες πριν την
άφιξή μας, (διότι η παραμονή μας στην Θεσσαλονίκη είχε παραταθεί εξαιτίας της
διέλευσης στρατευμάτων), ο Βιλχί Πασά επιθεώρησε εδώ τον στρατό που είχε
συγκεντρώσει, περίπου 20.000 άνδρες, κυρίως Αλβανούς. Μολονότι ι διέλευση μιας
τόσο μεγάλης, στρατιωτικής δύναμης, κυρίως ιππικού, δεν μπορούσε παρά να
εξαντλήσει τον τόπο (την ύπαιθρο), δεν ακούσαμε να έγιναν υπερβολές, πλην
μερικών στρατιωτών που έκλεψαν τις σέλλες και τα χαλινάρια των Ταχυδρομικών αλόγων.
Παρόλη
την καθόλου άνετη διαμονή μας, κοιμηθήκαμε βαριά. Δυο ώρες προτού ξημερώσει, ο
Τάταρος μας ξύπνησε και υπό το φως του φεγγαριού, συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Το
πρωινό ήταν φωτεινό, αλλά επειδή το έδαφος ήταν καλυμμένο με πάχνη, ο αέρας
ήταν πολύ κρύος. Το ξημέρωμα (όταν ο ήλιος ανέτειλε), ήμασταν στις όχθες μιας
μεγάλης λίμνης. Η νότια όχθη φαινόταν ότι καλλιεργούνταν και ήταν ωραία
καλλιεργημένη. Αλλά η βόρεια, κατά μήκος της οποίας εκτείνεται ο δρόμος μας,
αποτελούνταν από απόκρημνους λόφους, σκεπασμένους, μέχρι τις κορυφές τους, με
δένδρα και θάμνους. Αφήνοντας πίσω μας την λίμνη, μπήκαμε σ’ ένα ευρύχωρο,
ρομαντικό πέρασμα, ανάμεσα στα βουνά, μέσα από το οποίο κυλάει, ερχόμενος από
τη λίμνη, ένα υπέροχο ρυάκι. Στην είσοδό του, τα ερείπια μιας γραφικής
οχύρωσης, η οποία, παλαιότερα, αναμφίβολα ήταν φρούριο, στεφανώνει τους βράχους
και τους γκρεμούς, στα δεξιά μας. Αυτό το πέρασμα οδηγεί σε μια ανοιχτή
πεδιάδα, που ορίζεται (έχει σαν όριο) την θάλασσα, όπου η εμφάνιση του σκηνικού
αυτού μου θύμισε την γειτονιά (συνοικία) του Luss, στις όχθες του Lochlomond. Σταματήσαμε για λίγα
λεπτά κοντά σε μια πηγή, την οποία σκέπαζε μια γυρτή ιτιά. Κι ένα όμοιο είδος
δένδρου υπάρχει επίσης όχι μακριά από την ταβέρνα του Luss. Τέτοιες, γενικές αναμνήσεις
(αναπολήσεις) εντείνονται (έρχονται στην επιφάνεια), όταν βλέπεις κάποια
συγκεκριμένα αντικείμενα. Αυτές οι ευχάριστες ομοιότητες, που τις ανακαλύπτεις,
χωρίς να το περιμένεις, (απροσδόκητα), σε μακρινές χώρες, γεννούν μια
μελαγχολική ευχαρίστηση, την οποία μόνο
οι ταξιδευτές μπορούν να γνωρίσουν (αντιληφθούν) και να εκτιμήσουν. Τα τοπία,
στην διάρκεια της ιππασίας μας από αυτό το σημείο, διαφοροποιούνταν (ποίκιλλαν)
ευχάριστα και η χώρα (ο τόπος) έμοιαζε να παρουσιάζει βελτίωση. Διασχίσαμε το
Στρυμόνα με πορθμείο και κοντά του είδαμε τα τείχη ενός αρχαίου κάστρου. Στην
Θεσσαλονίκη, είχαμε πιστέψει ότι ο δρόμος μας περνά από τα ερείπια των
Φιλίππων, αλλά το λάθος μας είχε προέλθει από την πεποίθηση ότι αυτά τας τείχη
ανήκαν σ’ εκείνη την πόλη (δηλ. των Φιλίππων). Απογοητευθήκαμε, βέβαια, λίγο,
αλλά δεν ξέραμε ότι η θέα των Φιλίππων θα μας αποζημίωνε για την ενόχληση
(απογοήτευση) γι’ αυτό που βλέπαμε. Εμείς, ως εκ τούτου, συνεχίσαμε το ταξίδι μας, ανηφορίζοντας προς
τα βουνά, στους πρόποδες των οποίων βρίσκεται η αρχαία οχύρωση. Από τις κορυφές
των λόφων είχαμε μια ευχάριστη θέα της ωραίας κοιλάδας και της κωμόπολης του
Ορφανού, που βρισκόταν από κάτω και στο οποίο φθάσαμε λίγα λεπτά πριν το
ηλιοβασίλεμα. Μπαίνοντας έφιπποι μέσα στην κωμόπολη, είδαμε, στο κοιμητήριο,
έναν ηλικιωμένο Τούρκο, να είναι σωριασμένος, απαρηγόρητος, πάνω σε μια
καινούργια ταφόπλακα, κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά του. Αυτοί οι άνθρωποι,
παρά την υπεροψία και την αλαζονεία τους, αποδεικνύονται να έχουν ευγενικές και
τρυφερές καρδιές. Ήταν προφανές, όπως προέκυπτε από τις συγκεκριμένες
περιστάσεις, ότι αυτός ο προβληματισμένος άνθρωπος, ανάμεσα στους τάφους,
θρηνούσε για κάποια πρόσφατη απώλεια.
Μόλις
ξεκαβαλικέψαμε στο χάνι, ένας ηλικιωμένος Τούρκος μας κάλεσε στο δωμάτιό του,
μέχρι να ετοιμαστεί εκείνο που προοριζόταν για μας. Επειδή ήταν ραμαζάνι, δεν
είχε πάρει το παραμικρό ρόφημα, ολόκληρη την ημέρα, ο ήλιος όμως κόντευε να
δύσει κι εκείνος ήταν έτοιμος ν’ αρχίσει (να πίνει). Μια κατσαρόλα με τον καφέ
του έβραζε πάνω στην φωτιά, η πίπα του ήταν κιόλας έτοιμη ν’ αναφτεί και
κρατούσε μια χρυσή ταμπακέρα στο χέρι του, έτοιμος να την ανοίξει, μόλις θα
χανόταν ο ήλιος. Μας είπε ότι είχε διατελέσει κυβερνήτης της Λειβαδιάς επί
δώδεκα χρόνια, την οποία συχνά επισκέπτονταν Άγγλοι ταξιδευτές κι ότι ο ίδιος
πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη, για μια εμπιστευτική υπόθεση του μπέη της
Θεσσαλονίκης. Ήταν υπερβολικά περίεργος (διψούσε), όπως όλοι οι Τούρκοι, για
ειδήσεις και παρόλο που είχε ιδιόρρυθμο και αστείο χαρακτήρα, ήταν έξυπνος και
συνετός άνθρωπος. Όταν τυχαίνει να ταξιδεύουν οι Τούρκοι κατά την έναρξη του
ραμαζανιού, δεν θεωρούν ότι είναι υποχρεωμένοι να το τηρήσουν, αν όμως έχουν
αρχίσει τη νηστεία και ξεκινήσουν το ταξίδι, προτού τελειώσει αυτή (η νηστεία),
συνεχίζουν να την τηρούν (να νηστεύουν). Ο Τούρκος, μετά τον Bull, είναι ο πιο γνωστός νηστευτής.
Παραμένει εγκρατής, με νυσταλέα υπομονή, ολόκληρη τη μέρα, αλλά, τη νύχτα,
αποζημιώνει πλουσιοπάροχα το στομάχι του. Ο John, με σεβασμό εμπλουτίζει
(διακρίνει, διαμορφώνει) τις νηστείες του μ’ ένα πιάτο αλμυρού ψαριού, με
σάλτσα αυγού, πέρα από το καθιερωμένο βοδινό και την πουτίγκα.
ΤΟ ΠΡΕΒΟΣΤΟ (ΠΡΑΒΙΣΤΕ,
ΠΡΑΒΙ = ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ)
Σηκωθήκαμε
πολύ πρωί και μέχρι να φωτίσει η μέρα είχαμε ήδη πίσω μας δύο ώρες έφιππης
πορείας. Ο αέρας ήταν υπερβολικά ψυχρός, αλλά η θέα της κοιλάδας, μέσα από την
οποία περνάει ο δρόμος μας, καθώς ο ήλιος ανεβαίνει από τα βουνά, μας
αποζημίωσε για την ταλαιπωρία μας από την ψυχρή επιρροή (επίδραση) του πρωινού
φεγγαριού. Δεν έχω δει άλλον πιο όμορφο τόπο τέτοιου μήκους, αφότου
αναχώρησα από την Αγγλία. Κι ούτε υπάρχει οποιοδήποτε σημείο της ίδιας της
Αγγλίας, που να βρίσκεται σε υψηλότερο βαθμό καλλιέργειας (που να καλλιεργείται
περισσότερο, πιο συστηματικά). Οι αγροί ήταν σπαρμένοι με φυτά καπνού και
βαμβακιού και οι φράχτες τους ήταν καθαροί και καλοδιατηρημένοι.
Το
Πράβι, όπως άλλες κωμοπόλεις σ’ αυτή την περιοχή του (οθωμανικού) κράτους,
είναι περιτειχισμένη αλλά όχι οχυρωμένη, διότι τα τείχη είναι κτισμένα χωρίς
κονίαμα και όχι παχύτερα από μια συνηθισμένη περίφραξη κήπου. Βρίσκεται (κείται) στην είσοδο προς
μια ανοιχτή πεδιάδα, βαθειά σ’ ένα τραχύ, βραχώδες λαγκάδι. Έχει ένα μικρό εργοστάσιο,
που φτιάχνει βαμβακερά υφάσματα με τυπωμένα σχέδια και βαμμένες στόφες (είδος
υφάσματος) και αρκετά από τα καταστήματά του έχουν καλή εμφάνιση. Ένας μικρός
χείμαρρος κυλάει ζωηρά από τον κεντρικό δρόμο και, γενικά, για το μέγεθός της,
είναι μια ζωηρή κωμόπολη. Ο πληθυσμός της είναι περίπου τρεις χιλιάδες ψυχές.
Μολονότι
το ταχυδρομείο στο Πράβι διαθέτει περί τα εκατόν πενήντα άλογα, κανένα απ’ αυτά
δεν ήταν διαθέσιμο, όταν φθάσαμε, διότι ο Βιλχί Πασά τα είχε επιτάξει όλα.
Βρήκαμε στο χάνι, ανάμεσα σε άλλους, απογοητευμένους ταξιδιώτες, τον πρώην
κυβερνήτη της Λειβαδιάς, με τον οποίο ανανεώσαμε (φρεσκάραμε) την γνωριμία μας.
Είχε δει ένα μπουκάλι ρούμι στο δωμάτιό μας και το βράδυ έστειλε κάποιον για να
του δώσουμε ένα ποτήρι απ’ αυτό. Το δωμάτιό μας ήταν το χειρότερο που είχαμε
ποτέ. Η στέγη ήταν σπασμένη και οι ανεπίχριστοι (ασοβάντιστοι) τοίχοι του
φιλοξενούσαν (είχαν), αναμφίβολα, φωλιές και καταφύγια σκορπιών και ερπετών.
Εμείς, όμως, βρήκαμε τα υλικά για ν’ ανάψουμε μια ανεκτή (κοινωνική, επί λέξει,
αλλιώς ευχάριστη) φωτιά η οποία, με την βοήθεια κι ενός καλού δείπνου, μας
βοήθησε να κοιμηθούμε γι’ αρκετές ώρες ανέπαφοι
(ενν. από έντομα και ερπετά), παρόλο που ήμασταν ανυπεράσπιστοι. Ο
Τάρταρος μας ξύπνησε στις δύο η ώρα, τα άλογα είχαν έλθει ήδη. Αναζητώντας τον
κυβερνήτη (της Λειβαδιάς), διαπιστώσαμε ότι είχε φύγει ήδη από τα μεσάνυχτα......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου