Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
(Διάλεξη του Θεοδώρου Δημ. Λυμπεράκη, που δόθηκε στις 7-12-2009, επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 250 χρόνων από την ανέγερση του Ιερού Ναού).
Το Πράβι (η σημερινή Ελευθερούπολη) είναι μια από τις αρχαιότερες κωμοπόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας.
Είναι κτισμένη στους πρόποδες των βουνών Παγγαίου και Συμβόλου, από τα οποία το πρώτο υπήρξε σπουδαιότατο, θρησκευτικό κέντρο της αρχαιότητας, αλλά και αξιόλογη πηγή πλούτου, με τα μεγάλα δάση του και τα περίφημα μεταλλεία χρυσού και αργύρου.
Στην κορυφή του υπήρχε, ήδη πριν την εποχή του Ηροδότου, το μαντείο του Διονύσου, που το κατείχε και το εκμεταλλευόταν το πολεμικό, θρακικό φύλο των Σατρών.
Ή ύπαρξη αρχαίων ευρημάτων στην περιοχή του Πραβίου είχε επισημανθεί ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ο Γάλλος περιηγητής E. Cousinery, γενικός πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, περνώντας στα 1786 από το Πράβι, ανέφερε την ύπαρξη «ορισμένων αρχαιοτήτων», χωρίς ωστόσο να τις περιγράψει.
Πολύ αργότερα ο Γάλλος αρχαιολόγος L. Heuzey, που πέρασε από το Πράβι μαζί με τον επίσης Γάλλο αρχιτέκτονα Daumet, δημοσίευσε δύο επιγραφές από το Πράβι, που τις είδε εντοιχισμένες στον τότε «επισκοπικό» ναό της επισκοπής Ελευθερουπόλεως, δηλαδή στον Άγιο Νικόλαο. Απ’ αυτές η μία ήταν μια επιτύμβια επιγραφή των παλαιοχριστιανικών χρόνων, που βρισκόταν εντοιχισμένη στον τοίχο του εξωτερικού περιβόλου του Ναού. Μια τρίτη επιγραφή, την οποία δημοσίευσε ο Salac, ήταν αυτή για την οποία ο Ρ. Perdrizet είχε επισημάνει ότι χρησίμευε ως κατώφλι του ναού. Δυστυχώς και οι τρεις παραπάνω επιγραφές είναι σήμερα χαμένες. Πάντως, ακόμη και σήμερα, στο νότιο περιστύλιο, αριστερά της εισόδου του ναού και δίπλα στο εικονοστάσι, σώζεται μια λατινική επιτύμβια επιγραφή, αφιερωμένη σ’ ένα μικρό, πεντάχρονο θράκα.
Οι μαρτυρίες για την ύπαρξη ρωμαϊκής κώμης στην Ελευθερούπολη, που υπήρχαν μέχρι τότε, αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών αναστήλωσης και ανάπλασης του ναού του Αγίου Νικολάου, που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1971, όταν, μετά την καταστροφή του ναού από πυρκαγιά και την απομάκρυνση των εξωτερικών επιχρισμάτων του, αποκαλύφθηκε ένα πλήθος θραυσμάτων αρχιτεκτονικών μελών παλαιοχριστιανικών χρόνων, καθώς και θραύσματα επιγραφών ρωμαϊκών χρόνων, εντοιχισμένα σε διάφορα σημεία του ναού και στην αψίδα του ιερού, όπου και η κτητορική επιγραφή του 1759.
Ωστόσο, οι ανασκαφές που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια της αναστήλωσης του ναού, έφεραν στο φως κι άλλα ευρήματα, τα οποία βεβαίωσαν και προγενέστερες φάσεις της ιστορίας αυτού του ρωμαϊκού οικισμού της Ελευθερούπολης, του οποίου γνωρίζουμε με μεγάλη πιθανότητα δύο ονόματα, αυτό του 2ου αιώνα μ.Χ. (Trillon ή Trinlo) και αυτό του 3ου αιώνα μ.Χ. (κώμη των Ανθεριτηνών). Η αποκάλυψη μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, κάτω από τον μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου, απέδειξε τη συνέχεια τής ζωής του ρωμαϊκού οικισμού στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, η οποία είχε ήδη τεκμηριωθεί με τα εντοιχισμένα στο μεταβυζαντινό ναό αρχιτεκτονικά μέλη, καθώς και τη χαμένη σήμερα επιτύμβια επιγραφή των παλαιοχριστιανικών χρόνων, ενώ η ανεύρεση ενός ελληνιστικού τάφου του 2ου π. Χ. αιώνα με πλούσια κτερίσματα και της διάσπαρτης κεραμικής του 4ου και 5ου π. Χ. αιώνα βεβαίωσε την ύπαρξη του οικισμού στους ελληνιστικούς και κλασικούς χρόνους.
Η θέση του αρχαίου αυτού οικισμού, στον οποίο ανήκουν τα ευρήματα του νεκροταφείου των ρωμαϊκών, ελληνιστικών και κλασσικών χρόνων κάτω από τον Άγιο Νικόλαο, εντοπίσθηκε το 1979 στο λόφο πού υψώνεται ανάμεσα στις βορειοανατολικές παρυφές της πόλης και στο σύγχρονο νεκροταφείο, στην περιοχή «Παλιάμπελα».
Ο οικισμός αυτός, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα από την επιφανειακή, κυρίως, έρευνά του, κατοικήθηκε αδιάκοπα ήδη από την ύστερη νεολιθική εποχή, (4.000 π.Χ. περίπου), μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου.
Ο λόγος της διαχρονικής ανάπτυξης του οικισμού, αρχικά στο λόφο πάνω από τα σημερινά νεκροταφεία και στη συνέχεια, ήδη από την πρώιμη, βυζαντινή περίοδο, στο σημείο όπου είναι κτισμένη η σημερινή Ελευθερούπολη, ήταν η θέση του οικισμού. Πράγματι, από την πόλη μας περνούσε, ήδη από τη πρώιμη αρχαιότητα, η αρχαία (ή Κάτω) Οδός, που ήταν αυτή την οποία είχε ακολουθήσει ο Ξέρξης, κατά την εκστρατεία του στην Ελλάδα. Η Κάτω Οδός εγκαταλείφθηκε γύρω στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα, για να ξαναχρησιμοποιηθεί από τους Ρωμαίους, οι οποίοι πάνω στα παλιά της ίχνη χάραξαν τη (δευτερεύουσα) οδό που συνέδεε τους Φιλίππους με την Αμφίπολη. Μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες, οπότε άλλαξαν οι συγκοινωνιακές συνθήκες της ευρύτερης περιοχής, το Πράβι εξακολουθούσε να είναι ένας σημαντικός, οδικός κόμβος και σ’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητά του όφειλε την ευημερία του.
Πάνω σ’ αυτό τον σημαντικό, οδικό άξονα, που για πολλούς αιώνες χρησίμευσε για τη μετακίνηση ανθρώπων, εμπορευμάτων και ιδεών, ήταν επόμενο ν ανεγερθεί πολύ πρώιμα, ήδη στην παλαιοχριστιανική περίοδο, (6ο αιώνα μ.Χ.), ένας περίλαμπρος ναός, του οποίου τη λαμπρότητα αποδεικνύουν τ’ αρχιτεκτονικά μέλη του, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα, εντοιχισμένα στον πολύ αργότερα ανεγερθέντα, Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου.
Δεν γνωρίζουμε, βέβαια, πότε ακριβώς εκείνος ο περίλαμπρος ναός είχε καταστραφεί, αλλ’ από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια και μέχρι το έτος 1759 δεν φαίνεται να υπήρξε άλλος ναός πάνω στα θεμέλιά του. Επειδή όμως ήταν επί αιώνες ορατά κάποια ίχνη του παλαιοχριστιανικού ναού, ενώ παράλληλα διατηρούνταν προφανώς κι η ανάμνησή του, όπως ίσως να διατηρούνταν στην προφορική παράδοση και το ότι αυτός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Μηνά, γι’ αυτό μέχρι σήμερα ο ναός γιορτάζει δυο φορές το χρόνο, μια στη γιορτή του Αγίου Μηνά και μία σ’ αυτή του Αγίου Νικολάου. Το γεγονός, άλλωστε, ότι σώζεται προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία, στη διάρκεια των απελευθερωτικών πολέμων των αρχών του 20ού αιώνα, οι κάτοικοι του Πραβίου έβλεπαν τον προστάτη Άγιό τους με το άλογό του πάνω από την πόλη, καθώς και το γεγονός ότι το τελούμενο προς τιμή του Αγίου Μηνά «κουρμπάνι» προδίδει μια λατρεία του Αγίου, προφανώς παλαιότερη αυτής του Αγίου Νικολάου, αποτελούν ισχυρά τεκμήρια, ότι ίσως ο παλαιοχριστιανικός ναός που βρίσκεται κάτω από τον Άγιο Νικόλαο ετιμάτο στη μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος Μηνά, παρόλο που τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια δεν βεβαιώνουν κάτι τέτοιο..
Πάνω στα θεμέλια του παλαιού εκείνου ναού άρχισε, λοιπόν, ν' ανεγείρεται το έτος 1759 ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, γεγονός για το οποίο μας πληροφορεί μια επιγραφή, χαραγμένη στο πάνω μέρος σπασμένου αμφικιονίσκου, τοποθετημένου ανεστραμμένα. Ό αμφικιονίσκος, που στη σημερινή του θέση, στην εξωτερική επιφάνεια της κόγχης του ιερού, τοποθετήθηκε σε δεύτερη χρήση, ως οικοδομικό υλικό, φέρει πρόχειρα χαραγμένο, εκτός από το έτος που αναφέρθηκε, κι ένα μικρό σταυρό και είναι πολύ πιθανό να προέρχεται από παράθυρο της παλαιοχριστιανικής βασιλικής.
Για την ανέγερση του νέου ναού χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό, πέραν του κυρίου υλικού του, που το αποτελούσαν οι σχιστολιθικές πέτρες και οι σχιστολιθικές πλάκες της στέγης του, καθώς και τα ξύλα των ξύλινων μερών του, πολλά αρχιτεκτονικά μέλη (κίονες, αμφικίονες, κιονόκρανα κλ.π.) της παλαιοχριστιανικής βασιλικής που βρισκόταν κάτω από τα θεμέλιά του, η Αγία Τράπεζα της βασιλικής, που αποτελεί και τη σημερινή Αγία Τράπεζα του Ναού, ορισμένες, ρωμαϊκές επιγραφές και πλάκες, άγνωστης προέλευσης και μια ρωμαϊκή πεσόσχημη βάση, πού χρησιμοποιήθηκε και στην παλαιοχριστιανική εκκλησία, πιθανόν ως φιάλη, γιατί έχει ανάγλυφους σταυρούς στις τρεις πλευρές και σήμερα βρίσκεται τοποθετημένη στην ανατολική άκρη της νότιας πλευράς του περίστωου κλπ.
Θα πρέπει, όμως, προτού αρχίσουμε ν’ αναφερόμαστε στην ιστορία του ναού του Αγίου Νικολάου, από την ανέγερσή του και μετά, να κάνουμε κι ορισμένες σκέψεις για τη θρησκευτική κατάσταση των Χριστιανών Πραβινών, στα χρόνια πριν την ανέγερση του ναού: Ήδη από το έτος 1212, σ' ένα γράμμα του, ο τότε Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ', απευθυνόμενος στον τότε καθολικό (λόγω της λατινικής κατάκτησης) Μητροπολίτη Φιλίππων Γουλιέλμο, ανέφερε ανάμεσα στις περιοχές της δικαιοδοσίας του τελευταίου και την "Pravicaresta" που πιθανώτατα είναι το Πράβι. Από πατριαρχικά έγγραφα, εν συνεχεία, αναφερόμενα στη δικαιοδοσία των Μητροπολιτών της Μητροπόλεως Φιλίππων, γνωρίζουμε ότι από παλαιών χρόνων, («έκπαλαι»), το Πράβι ανήκε, ως ενοριακό, στη μητρόπολη εκείνη. Είναι, επίσης, αναμφίβολο ότι και στη διάρκεια όλης της μακραίωνης δουλείας του, το Πράβι είχε και Χριστιανούς κατοίκους. Αυτό το τελευταίο επιβεβαιώνεται από ένα. Σιγίλιο, που εξέδωσε στη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του ο Νεόφυτος ο Β', ο από Αθηνών, το έτος 1608, με το οποίο ξαναπροσαρτήθηκαν στη Μητρόπολη Φιλίππων, από την οποία είχαν παλιότερα (άγνωστο όμως πότε) αποσπασθεί και προσαρτηθεί στη Μητρόπολη Δράμας, τα χωριά Πράβι και Αικισίανη (σημερινή Νικήσιανη), «προκειμένου ν’ αποκατασταθεί η αρχαία τάξη».
Στα χρόνια πριν την ανέγερση του Αγίου Νικολάου οπωσδήποτε υπήρξε μια σημαντική αναζωογόνηση του χριστιανικού πληθυσμού του Πραβίου, που δεν ήταν, βέβαια, άσχετη με την έναρξη της οικονομικής ανάπτυξής του, η οποία, με τη σειρά της, οφειλόταν στην εξαιρετική θέση του και στη μεγάλη, εμπορική κίνησή του. Πράγματι, περιηγητές που πέρασαν από το Πράβι στις αρχές του 18ου αι., (όπως ο Πώλ Λούκας κ.λ.π.), μας πληροφορούν ότι αυτό είχε πολλά χάνια, είχε εργοστάσιο κατασκευής βλημάτων ("τοπούζια") για πυροβόλα όπλα, (στη σημερινή στοά Νάτσιου), τα οποία μεταφέρονταν από τα λιμάνια της Καβάλας και του Τσάγεζι (Ορφανίου) στο ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, ενώ την ίδια περίοδο, λόγω των πολλών νερών της περιοχής, άκμαζε ήδη η βυρσοδεψία και η κατασκευή των περίφημων γεμενιών, ελαφρών υποδημάτων που τα λέγανε "τουλούμπες" - γιατί τα χρησιμοποιούσαν οι πυροσβέστες ή τουλουμπατζήδες - και τα οποία κατέκλυζαν τις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Φιλιππούπολης, (ανάμνηση αυτής της απασχόλησης αποτελεί ίσως η ονομασία της σημερινής συνοικίας "Τουλούμπα»). Εξ άλλου, περίτρανη απόδειξη της αναζωογόνησης της δράσης του χριστιανικού στοιχείου που διέθετε το Πράβι αποτελεί το γεγονός ότι από εδώ πέρασε κι ο Κοσμάς ο Αιτωλός για να διδάξει, το πέρασμά του, όμως, τοποθετείται οπωσδήποτε μετά το έτος 1760, οπότε ο πατριάρχης Σεραφείμ Β' του έδωσε την άδεια να περιοδεύσει και να διδάξει στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία, πράγμα που σημαίνει ότι η ανέγερση του ναού δεν συνδέεται με την προηγούμενη διέλευση του Αγίου, αφού ο ναός του Αγίου Νικολάου είχε ήδη ανεγερθεί, όταν πέρασε ο Άγιος, αλλά η διέλευση του Αγίου οφειλόταν στην αναζωογόνηση του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής.
Αυτή η οικονομική αναζωογόνηση των χριστιανών κατοίκων του Πραβίου δεν ήταν, όμως, η μόνη αιτία για την ανέγερση του ναού στα 1759. Μια δεύτερη, σημαντική αιτία συνδέεται άμεσα με την αρχαία επισκοπή Ελευθερουπόλεως.
Η βυζαντινή Ελευθερούπολη τοποθετείται από τους ιστορικούς, τους αρχαιολόγους και τους ερευνητές στα ερείπια του βυζαντινού κάστρου της Ανακτορούπολης, (τη Νέα Πέραμο) Πράβι και αργότερα στις σημερινές Ελευθερές. Εκεί, συνεπώς, έδρευε όλους τους αιώνες που υφίστατο (και γνωρίζουμε ότι η επισκοπή Ελευθερουπόλεως, ή Αλεκτρυοπόλεως ή Ανακτοροπόλεως υπήρχε τουλάχιστον από το 879 μ.χ., οπότε στην υπό τον Φώτιο σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως μνημονεύεται ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Θεόδωρος), η υπαγόμενη στην Αποστολική Μητρόπολη των Φιλίππων, επισκοπή Ελευθερουπόλεως, η οποία, στο β' μισό του 15ου αιώνα, (περίοδο Τουρκικής κατάκτησης), ήταν η μόνη ζώσα επισκοπή της Μητροπόλεως Φιλίππων, σ’ αυτήν υπαγόταν ακόμη και η άλλοτε επισκοπή Χριστουπόλεως (Καβάλας) και στο εξής ο τίτλος "επίσκοπος Ελευθερουπόλεως" ήταν ο μοναδικός σε χρήση.
Από τους "επισκοπικούς καταλόγους της Εκκλησίας της Ελλάδος απ' αρχής μέχρι σήμερον" που δημοσίευσε ο Β.Γ. Ατέσης στην Αθήνα το έτος 1975, (σελ. 61), προκύπτει ότι οι τελευταίοι επίσκοποι της επισκοπής Ανακτοροπόλεως ή Ελευθερουπόλεως στην παλαιά της έδρα ήταν ο Δαμιανός, εκλεγείς το 1615 και ο Παρθένιος, εκλεγείς το 1624. Μετά τον τελευταίο μεσολάβησε ένα μεγάλο χρονικό κενό 142 (ή κατ' άλλους 159) χρόνων, μέσα στο οποίο δεν αναφέρεται κανένα όνομα επισκόπου της επισκοπής. Τούτο αποδίδεται από τους μελετητές στο ότι η έδρα της επισκοπής είχε παρακμάσει ή ίσως και να είχε καταστραφεί ολότελα, ο δε τίτλος της επισκοπής είχε παραμείνει ενδεχόμενα σε κάποιον αρχιερέα, υπαγόμενο στη Μητρόπολη Δράμας και Φιλίππων.
Το έτος 1766, όμως, επανιδρύθηκε από τον Πατριάρχη Σαμουήλ Α' τον Χαντζερή, μετά από αίτηση του επισκόπου Φιλίππων και Δράμας Καλλινίκου, η επισκοπή Ελευθερουπόλεως, οπότε εξελέγη επίσκοπος Ελευθερουπόλεως ο Γεράσιμος, που αργότερα διετέλεσε Μητροπολίτης Φιλίππων και Δράμας. Ήδη όμως η επανίδρυση της επισκοπής συνδέθηκε με τη νέα έδρα της, που δεν ήταν πλέον η αρχαία έδρα που είχε επί σειρά αιώνων, είτε στην περιοχή της σημερινής Νέας Περάμου, είτε στην περιοχή των Ελευθερών, αλλά το Πράβι. Υπάρχουν, ως εκ τούτου, δύο πιθανότητες: Είτε ότι το σπουδαίο γεγονός, της μεταφοράς της έδρας της επισκοπής, από τις Ελευθερές στο Πράβι, αποτέλεσε την αιτία της προηγούμενης ανέγερσης του ναού του Αγίου Νικολάου, προκειμένου ο ναός αυτός ν’ αποτελέσει τον επισκοπικό ναό της αρχαίας επισκοπής στη νέα έδρα της, είτε ότι η μεταφορά της έδρας στο Πράβι έγινε ακριβώς επειδή στο τελευταίο, το οποίο ήδη αποτελούσε ένα είδος επαρχιακού, ημιαστικού κέντρου, με μεγάλη εμπορική κίνηση, υπήρχε ιδιαίτερα ευσεβές, χριστιανικό στοιχείο, το οποίο πρόσφατα είχε κτίσει ένα ωραίο ναό, που άξιζε ν’ αποτελέσει τον επισκοπικό ναό της αρχαίας επισκοπής.
Γύρω από το ναό του Αγίου Νικολάου, πάντως, που ευθύς μετά την μεταφορά της έδρας της επισκοπής Ελευθερουπόλεως στο Πράβι έγινε επισκοπικός, (ίσως μάλιστα και η αφιέρωσή του στ' όνομα του "θαλασσινού" Αγίου Νικολάου να οφείλεται ή και να προέρχεται ακριβώς από την παλαιά έδρα της επισκοπής, που βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, όπως ήδη αναφέραμε), υπήρχε και συνέχισε να υπάρχει (ακόμη και μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους, ασχέτως του ότι ήδη πλέον δεν χρησιμοποιούνταν παρά μόνο για έκτακτα περιστατικά, ήτοι ταφές αβάπτιστων νεογνών ή ταφές τιμωμένων προσώπων), το νεκροταφείο των Χριστιανών της πόλης, ενώ τον χώρο περιέβαλλε υψηλός τοίχος ύψους 3,5 μέτρων, (που σωζόταν μέχρι το 1960), με 4 εισόδους, εντός και μέχρι του ύψους του οποίου υπήρχε το παλαιό, λιθόκτιστο καμπαναριό του ναού, που το έτος 1915 επεκτάθηκε καθ’ ύψος γύρω στα 11 μέτρα από Καλλιπολίτες μάστορες, με δωρεά του ντόπιου κατοίκου Α. Χατζηνάσιου, αγωγιάτη το επάγγελμα. Μέσα στον περίβολο επίσης υπήρχαν και οι τάφοι του νεκροταφείου καθώς και 2 πηγάδια, δύο λιθόκτιστα δωμάτια, ένας υπόστεγος, ημιυπαίθριος χώρος και, τέλος, ένα παλαιότατο παρεκκλήσι ταφής, (πίσω από το ιερό), με ωραιότατες τοιχογραφίες και με τα οστά των παλιών Πραβινών.
Εδώ, συγκεκριμένα, ήταν θαμμένοι προύχοντες του τόπου, όπως λ.χ., ο Μητροπολίτης Ιωσήφ, μέλη της οικογένειας Διαμαντή, η Ασπασία Αλ. Παπουτσοπούλου, το γένος Π. Κολοβού, που γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 14-7-1869 και πέθανε στις 15-1-1901 κι ήταν συγγενής του Μάνθου Κολοβού, γραμματέα του Αλή πασά, ο Βασίλειος Παπαχρηστίδης, (που πέθανε στην Αθήνα το 1941) κ.α.
Μόλις κατά το έτος 1930 έπαψε η ταφή των Πραβινών στον χώρο του Αγίου Νικολάου, αφού ήδη από το 1923 είχε ανεγερθεί ο μικρός ναός των Αγίων Θεοδώρων, από τους πρόσφυγες που μετά την Μικρασιατική καταστροφή κατέκλυσαν την πόλη μας, ο οποίος έγινε ο Ιερός Ναός του κοιμητηρίου της.
Στο σημείο αυτό θ’ αναφερθούμε και σ’ ένα άλλο, ιστορικό πρόβλημα, που συνδέεται με το ναό μας. Γνωρίζουμε ότι η ελληνική συνοικία της ανέκαθεν μεικτής, (αποτελούμενης από Τούρκους, Έλληνες και Αθίγγανους), κοινωνίας του Πραβίου εκτεινόταν νότια της σημερινής λεωφόρου Φρίξου Παπαχρηστίδη (ή αλλιώς Εθνικής Οδού Καβάλας - Θεσσαλονίκης) και ταυτίζεται με τον διατηρητέο σήμερα οικισμό της παλιάς πόλης. Μέσα στα όρια όμως της ελληνικής συνοικίας δεν υπάρχει οποιοδήποτε ιστορικό στοιχείο, που να πιστοποιεί την ύπαρξη τυχόν Ιερού Ναού, ικανού να εξυπηρετήσει τις εκκλησιαστικές ανάγκες του χριστιανικού στοιχείου. Η σκέψη όμως ότι το επισκοπείο της επισκοπής Ελευθερουπόλεως, ανεγερθέν αμέσως μετά την μεταφορά της έδρας της τελευταίας στο Πράβι και λίγο μετά την ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου (και κατεδαφισθέν το έτος 1967) βρισκόταν στην καρδιά της ελληνικής συνοικίας και δίπλα στο σημερινό Β' Δημοτικό Σχολείο, δημιούργησε στους ερευνητές την υποψία, ότι ίσως εκεί δίπλα υπήρχε κάποιος ναός, για την ύπαρξη του οποίου όμως δεν έχουμε καμία πληροφορία. Την υποψία αυτή επιτείνει το γεγονός της επιλογής της προ του επισκοπείου εκείνου πλατείας, ως χώρου κατάλληλου για την ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Ελευθερίου το έτος 1929, σε συνδυασμό και με την πληροφορία ότι μέχρι την ανέγερση του τελευταίου, στην ίδια θέση υπήρχε κάποιο "στασίδι", (μικρό, προσκυνηματικό εκκλησάκι), που είχε, επίσης κατά πληροφορίες, ανεγερθεί εκεί στις αρχές του 20ού αιώνα και το οποίο κατεδαφίστηκε το 1929.