Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

 
 
Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ   ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ  ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΣΗΛΥΒΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ.

 Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ



    Μέρες του Οκτώβρη ήταν, στα 1922, όταν οι Έλληνες κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης, χρησιμοποιώντας κάθε μεταφορικό μέσον, εγκατέλειπαν για πάντα, με δάκρυα στα μάτια, την πατρώα γη, αφήνοντας πίσω τους σπίτια κι εκκλησιές, κτήματα και περιουσίες και τάφους προγόνων, για να έλθουν, πάμφτωχοι πρόσφυγες, στην Ελλάδα. Μια από εκείνες τις αποφράδες για τον Ελληνισμό μέρες, σε μια από τις εκκλησιές του Μυριοφύτου, ο μακαριστός Σωφρόνιος Σταμούλης, τότε Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, τέλεσε την τελευταία λειτουργία, απαράλλαχτα όπως έκανε ο Πατριάρχης στις 28 Μαίου του 1453, λίγο πριν ο Μωάμεθ μπει στην αιώνια πόλη και καταλύσει την χιλιόχρονη, ελληνική αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Η εκκλησία του Μυριοφύτου ήταν γεμάτη από Θρακιώτες, που προέρχονταν όχι μόνο από το ποίμνιο του Μητροπολίτη, αλλά κι από τα γειτονικά χωριά Γάνο, Χώρα κλπ., που ανήκαν στην πνευματική δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Γάνου και Χώρας και που, φορτωμένοι με τα λιγοστά υπάρχοντα που είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν, περίμεναν να επιβιβαστούν στα ελληνικά ατμόπλοια, που αναμένονταν στο λιμάνι του Μυριοφύτου, για να τους μεταφέρουν για πάντα μακριά από την αγαπημένη πατρίδα.
Ένας απ’ αυτούς τους πρόσφυγες στην εκκλησιά του Μυριοφύτου ήταν κι ο παππούς μου, Θόδωρος Λυμπεράκης, από το γειτονικό Γάνο, που όταν ακόμη ήμουν παιδί, μου αφηγούνταν ότι την τραγική εκείνη στιγμή δεν υπήρχε μάτι που να μη δάκρυσε, μέσα σ’ εκείνη την ταπεινή εκκλησιά και μου ζητούσε να μη ξεχάσω την πατρίδα των προγόνων μου. Ένα τέτοιο χρέος προς την θρακική πατρίδα μου θέλοντας να ξεπληρώσω, έρχομαι σήμερα, μ’ αυτό το ταπεινό πόνημα, για να μιλήσω για τη ζωή και το έργο εκείνου του φλογερού πατριώτη, του μεγάλου Έλληνα, του αξέχαστου Θρακιώτη, του μακαριστού Σωφρόνιου Σταμούλη, που για οκτώ δεκαετίες, όση ήταν η ζωή του, πρόσφερε αγόγγυστα το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή του στην Πατρίδα και στην Ορθοδοξία, που τόσο και τις δυο αγάπησε.

Δυο περίπου χρόνια πριν από την αποφράδα εκείνη ημέρα, τα μεσάνυχτα της 14ης προς 15η Ιουλίου του 1920, οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, με ανείπωτη χαρά και αγαλλίαση πληροφορούνταν την παραχώρησή της στην Ελλάδα, την ένωσή της με τη μητέρα πατρίδα, με τη συνθήκη των Σεβρών. Οι καμπάνες των εκκλησιών τότε χτυπούσαν χαρμόσυνα και στις εκκλησιές εκφωνούνταν λόγοι γεμάτοι εθνική υπερηφάνεια, ενώ ο λαός ξεδίπλωνε αμέτρητες ελληνικές σημαίες και ξεχυνόταν στους δρόμους των χωριών και των πόλεων, για να υποδεχτεί τις ελληνικές, στρατιωτικές και πολιτικές αρχές, που εγκαθίσταντο στην ελευθερωμένη Θράκη.
Αναπόσπαστα δεμένη με τη Μικρασιατική καταστροφή υπήρξε, όμως, η μοίρα της Ανατολικής Θράκης. Η μοίρα αυτή είχε διαγραφεί ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1922, όταν αποφασίστηκε στο Παρίσι η απώλειά της για την Ελλάδα, για να τεθεί οριστικά η ταφόπλακα των εθνικών ονείρων, που για αιώνες έκαναν αναρίθμητα πλήθη Θρακών, να δουν κάποτε την πατρίδα τους ελεύθερη, με το πρωτόκολλο των Μουδανιών, που υπογράφηκε στην ομώνυμη κωμόπολη της μικρασιατικής παραλίας της Προποντίδας, στις 28 Σεπτεμβρίου (με το παλιό ημερολόγιο, 11 Οκτωβρίου με το νέο) του 1922 και πρόβλεψε την άμεση εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό πληθυσμό της. Περίπου 250.000 Θρακιώτες ήλθαν τότε στην Ελλάδα.
Τον Σεπτέμβριο του 1919 ζούσαν στην Ανατολική Θράκη 186.386 Έλληνες, άλλοι 187.292 πα­ρέμεναν ακόμη στο ελληνικό κράτος, 357 είχαν ξενιτευθεί στην Αίγυπτο και 14.911 βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στη Βουλγαρία. Άρα μπορούμε να μιλούμε με βεβαιότητα για ένα συνολικό αριθμό 380.000-390.000 διασπαρμένων Ανατολικοθρακών, εφόσον προσμετρηθούν και οι ευάριθμοι από­δημοι των Η.Π.Α. Μετά την ένωση της Ανατολικής Θράκης με την Ελλάδα παλλινόστησαν στον τόπο τους αρκετοί Ανατολικοθρακιώτες, με αποτέλεσμα να έχουμε το 1922 περί­που 240.000-250.000 Έλληνες στην Ανατολική Θράκη και άλλους 110.000 - 120.000 στην ελλαδική επικράτεια, που φαίνεται ότι παρέμειναν οριστικά εκεί. Κι αυτοί οι αριθμοί όμως είναι ελάχιστοι, σε σύγκριση με τον πολύ μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό που είχε η Ανατολική Θράκη πριν τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, (331.530 το 1912 κ.ο.κ.)
Τους αριθμούς αυτούς ανέφερα, απλά και μόνο για να δείξω ότι η Ανατολική Θράκη υπήρξε ανά τους αιώνες και μέχρι τέλους κοιτίδα του Ελληνισμού και του Ελληνικού πολιτισμού, που με φάρο την υπέροχη Πόλη της, την Κωνσταντινούπολη, τροφοδότησε, για πάμπολλους αιώνες, τον Ελληνισμό, την Ορθόδοξη πίστη και τον Ελληνικό Πολιτισμό με θεούς και ημίθεους κι αυτοκράτορες, κληρικούς, μοναχούς κι ασκητές, φιλοσόφους και καλλιτέχνες, επιστήμονες κι εμπόρους και πάμπολλους απλούς, ταπεινούς ανθρώπους των χωριών και των πόλεών της, που κράτησαν ζωντανή την εθνική τους συνείδηση κι ολόρθο το φρόνημά τους, ακόμη και στους πιο χαλεπούς καιρούς (και τέτοιοι ήταν εκείνοι από το 1914 και μετέπειτα).
Η Σηλύβρια της Ανατολικής Θράκης ήταν ένα από τα στολίδια της. Κτισμένη αμφιθεατρικά πάνω στην Προποντίδα, λιγότερο από 100 χιλιόμετρα από την Πόλη, είχε από αιώνες ένα ζωντανό, ελληνικό πληθυσμό που άκμαζε κι ευημερούσε. Σ’ αυτή τη πόλη της θάλασσας του Μαρμαρά είχε γεννηθεί στις 21 Νοεμβρίου του 1843 και ζούσε, με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του, (τον Σωτήριο, τον Μιλτιάδη και τον Αντώνιο, την Ελπινίκη και την Αναστασία), ο Αναστάσιος Σταμούλης, δραστήριος έμπορος, με αλευρόμυλους στη Σηλύβρια και την Αρκαδιούπολη (Λουλέ Μπουργκάζ) και γραφεία στην Κωνσταντινούπολη.
Όπως όλοι οι Έλληνες της Θράκης, ο Αναστάσιος Σταμούλης εμφύσησε στα παιδιά του την φλογερή αγάπη για την πατρίδα και την ελπίδα της ανάστασής της, της απελευθέρωσής της από τον μακραίωνο ζυγό της δουλείας. Αυτή η αγάπη, σε συνδυασμό με την θερμή πίστη τους στο Θεό, χαρακτηρίζουν, έτσι, τα μέλη της οικογένειας Σταμούλη από τα τρυφερά χρόνια της νιότης τους κι εξηγούν πολλά στοιχεία που συνέθεσαν και τον χαρακτήρα του μεγάλου Θρακιώτη, για τον οποίο έχω σήμερα την τιμή να γράφω. Αφήνω, μάλιστα, στο σημείο αυτό να μιλήσει για τη φιλοπατρία που ο άρχοντας Αναστάσιος είχε εμφυσήσει στα παιδιά του, η θυγατέρα του κι αδελφή του Σωφρόνιου, η μεγάλη λαογράφος της Θράκης, Ελπινίκη Σταμούλη - Σαραντή, στο δίτομο έργο της για τη νεώτερη ιστορία και τη λαογραφία της Ανατολικής Θράκης και ιδιαίτερα της Σηλύβριας και της περιοχής της, που εκδόθηκε το 1958: «Με την δημοσίευση του Β' Μέρους· «Ή Ανατολική Θράκη, η Σηλυβριά με τα γύρω της χωριά», συμπληρούνται, χάρις είς τον άδελφόν μου Μιλτιάδην Σταμούλην, αι μελαγχολικές μου αναμνήσεις από την σκλαβωμένην Πατρίδα. Πέρασα ώρες και ώρες, σκυμμένη με περισυλλογή, πάνω στα ήθη και έθιμα, στις παραδόσεις και θρύλους, στις δοξασίες και τα τραγούδια της Θράκης, οπού κατοπτρίζεται η αγνή ψυχή του Θρακικού λαού, και όταν φύγαμε, νοερά βρισκόμουν πάντοτε εκεί, στη σκλαβω­μένη Γη, στους κάμπους της, στ' ακρογιάλια της, στη γαλανή της θάλασσα, την πότε ήσυχη και πότε τρικυμισμένη, στους σιωπη­λούς της δρόμους, στο σπίτι που γεννήθηκα, μέσα στην ήρεμη ζωή και αναπολώ με συγκίνηση τό ιερό της όραμα. Και τώρα, σκυμμένη ευλαβικά με δέος και θρησκευτική συστολή, προσκυνώ τα ευλογημένα και αγιασμένα εκείνα χώματα, πού μολύνονται από Τούρκων πόδια και παρακαλώ ολόψυχα τον Ύψιστον Θεόν, όπως μην αργήση να λάμψη εκεί στην Θράκη, όπως και στην Κύπρο μας, η τρισπόθητη ελευθερία. Οί Θράκες με την πίστιν αυτήν ζούμε».
Στις 21 Ιανουαρίου του έτους 1875 η γυναίκα του άρχοντα της Σηλύβριας Αναστάσιου Σταμούλη έφερε στον κόσμο ένα γιο, που τούδωσαν το όνομα Σωτήριος.
Ο Σωτήριος φοίτησε στην Αστική Σχολή της Σηλύβριας, (που ήταν οκτατάξιο δημοτικό σχολείο ή αλλιώς ημιγυμνάσιο) και ήδη αφότου ήταν δέκα ετών διακρίθηκε για την επίδοσή του στα γράμματα. Όταν, μάλιστα, βρισκόταν στην τελευταία (όγδοη) τάξη της Αστικής Σχολής, το έτος 1889, πήρε μέρος στον Ζωγράφειο λαογραφικό διαγωνισμό, με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο «Σ. Δημοσθενόπουλος», στον οποίο αρίστευσε και βραβεύτηκε.
Tον ίδιο χρόνο, παίρνοντας το απολυτήριό του από την Αστική Σχολή, πήρε μέρος στις εισιτήριες εξετάσεις για την εισαγωγή του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Οι εξετάσεις αυτές διεξάγονταν μπροστά σ’ Επιτροπή, της οποίας προήδρευε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κι αυτές ο νεαρός μαθητής τις πέρασε μ’ επιτυχία και εισήλθε στην Σχολή, από την οποία αποφοίτησε το έτος 1893, με βαθμό «λιαν επιτυχώς», καθ’ ον χρόνο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Νεόφυτος ο Η’, που είχε διατελέσει παλιότερα επίσκοπος Ελευθερουπόλεως!
Την ίδια εκείνη χρονιά του 1893 ο Σωτήριος, υπακούοντας στη σφοδρή επιθυμία του πατέρα του, πήγε στην Αθήνα, εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου, (στην οδό Σίνα) κι άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα Δικαίου, που δίδασκαν μεγάλοι καθηγητές, όπως ο συνταγματολόγος Ν. Σαρίπολος (πατέρας), Ν. Κωστής στο ποινικό Δίκαιο, οι Ρωμαϊστές Παπαρρηγόπουλος, Κρασσάς, Πολυγένης, και άλλοι.
Κηρύχθηκε όμως ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 κι ο Σωτήριος, φοιτητής τότε της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με το μυαλό στραμμένο στην πατρίδα του την Σηλύβρια και στους γονείς του και τ' αδέλφια του, που ζούσαν κάτω απ' τον τουρκικό ζυγό, έχοντας γαλουχηθεί από τους γονείς του με τρόπο που να έχει πάντα στη ψυχή του την Ελλάδα κι όντας ήδη από καιρό μέλος του Συλλόγου "Εθνική Εταιρία", ο οποίος είχε για σκοπό του την απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού, ενώ πολύ συχνά παρακολουθούσε τις διαλέξεις που δίνονταν στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» και αλλού από διαπρεπείς Έλληνες, αισθάνθηκε έντονη την υποχρέωση, να βοηθήσει την πατρίδα στον αγώνα της. Έσπευσε, λοιπόν, να καταταγεί εθελοντής στον στρατό, μαζί μ’ έναν φίλο και συμφοιτητή του που καταγόταν επίσης απ' τα "αλύτρωτα μέρη" και παίρνοντας τον βαθμό του δεκανέα των ευζώνων πήγε στο Μέτωπο εκείνου τους ατυχούς Πολέμου, (που, όπως γνωρίζουμε, τέλειωσε σύντομα, σε βάρος της πατρίδας μας), για να πολεμήσει τους Τούρκους, που τόσα δεινά είχαν σωρεύσει στην πατρίδα.
Μετά το σύντομο τέλος του πολέμου ο Σωτήριος επέστρεψε στα πανεπιστημιακά βιβλία του κι αποφοίτησε μ’ επιτυχία από τη Νομική Σχολή, της οποίας ανακηρύχθηκε διδάκτορας το έτος 1898.
Όπως προανέφερα, η φοίτηση του Σωτηρίου στη Νομική Σχολή ικανοποίησε την μεγάλη επιθυμία του πατέρα του, τη δική του όμως ψυχή φλόγιζε η αγάπη για την επιστήμη της Θεολογίας και η Ορθόδοξη πίστη του. Γι’ αυτό ο Σωτήριος, αφού επέδειξε στον πατέρα του το διδακτορικό δίπλωμα της Νομικής Σχολής, πράγμα που έκανε τον τελευταίο να πιστεύει ότι ο γιος του θ’ ακολουθούσε μια καριέρα δικηγόρου στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή του ίδιου Πανεπιστημίου, στην οποία όμως παρακολούθησε λίγα μαθήματα, οπότε ζήτησε από τον πατέρα του κι εκείνος τον έστειλε στη Γερμανία, όπου σπούδασε Θεολογία, Φιλοσοφία και Παιδα­γωγική, στα Πανεπιστήμια του Γκέτιγκεν, του Βερολίνου και της Ιένας. Αυτό το τελευταίο Πανεπιστήμιο τον αναγόρευσε διδά­κτορα της Φιλοσοφίας το έτος 1904, κάνοντας δεκτή τη διδακτορική διατριβή του, που είχε θέμα: «Δεν υπάρχει φυσικόν δίκαιον».
Στο Πανεπιστήμιο της Ιένας τότε δίδασκε παιδαγωγικά και φιλοσοφία ο περιώνυμος Γουλιέλμος Ράϊαν, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία και συνεργαζόταν τακτικά στην εγκυκλοπαίδεια και το «Περιοδικόν της Φιλοσοφίας και της Παιδαγωγικής», που ο πιο πάνω καθηγητής εξέδιδε. Επίσης, ο Σταμούλης έγραφε τακτικά, ως συνεργάτης των ευρωπαϊκών περιοδικών «ΜΙΝΕΡΒΑ» της Οστάνδης και «ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ».
Στη Γερμανία ο Σωτήριος Σταμούλης παρέμεινε πέντε χρόνια, γνωρίστηκε με κορυφαίους φιλοσόφους, θεολόγους και καθηγητές πανεπιστημίων, ενώ τον επισκεπτόταν και η αδελφή του Ελπινίκη Σταμούλη, αργότερα Σαραντή.Μόλις επέστρεψε από τη Γερμα­νία ήλθε στη Βέροια, στην καρδιά του Μακεδονικού Αγώνα (και πιστεύω, όπως και πολλοί άλλοι, ότι η επιλογή της Βέροιας ακριβώς αυτό τον σκοπό υπηρετούσε, να βρεθεί κοντά στην αγωνιζόμενη Μακεδονία). Άλλωστε, από τη Βέροια καταγόταν κι ο ένας από τους παππούδες του. Εκεί, λοιπόν, στη Βέροια, στις 12 Νοεμβρίου 1906 έγινε πραγματικότητα ο πόθος του, αφού ο Μητροπολίτης Βεροίας Απόστολος Χριστοδούλου, (πρώην σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης), τον χειροτόνησε διάκονο και τον Μάρ­τιο του 1907 πρεσβύτερο και αρχιμανδρίτη και τον διόρισε αρχιε­ρατικό επίτροπο στη Νάουσα, ιεροκήρυκα και καθηγητή των θρησκευτικών στις εκεί κοινοτικές σχολές. Κατά τη χειροτονία του πήρε το εκκλησιαστικό όνομα Σωφρόνιος.
Στη Μητρόπολη Βέροιας ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος παρέμεινε μέχρι το έτος 1908, επειδή όμως είχε γίνει γνωστή η ανάμειξή του στον Μακεδονικό Αγώνα, ήλθε στη Δράμα, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον Μητρο­πολίτη Χρυσόστομο Καλαφάτη, τον μετέπειτα Εθνομάρτυρα Σμύρνης, κοντά στον οποίο, όμως, παρέμεινε για λίγους μήνες, αφού μέσα στο ίδιο έτος διορίσθηκε αρχιε­ρατικός επίτροπος Καβάλας (η οποία υπαγόταν τότε στη μητρόπολη Ξάνθης), όπου υπηρέτησε από το 1908 έως το 1909, δηλαδή για μια διετία περίπου. Εξ αιτίας όμως και πάλι της εθνικής δράσης του και κυρίως επειδή φιλοξένησε και συνόδευσε τιμητικά τον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο, κατά τη διέλευσή του από την Καβάλα, όταν αυτός είχε απομακρυνθεί από την έδρα του, το Πατριαρχείο, κατ' απαίτηση των Τούρκων, τον ανακάλεσε στην Κωνσταντινού­πολη, όπου όμως έγινε γρήγορα αντιληπτή η ευρυμάθειά του και διορίσθηκε πατριαρχικός επόπτης των ορθοδόξων σχολείων της αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως (16 Οκτωβρίου 1909 - 27 Φεβρουαρίου 1917). Μία από τις φωτογραφίες που θα δείτε σήμερα, είναι από την περίοδο εκείνη, ενώ ανάμεσα στα εκτιθέμενα έγγραφα διακρίνεται η βεβαίωση εγγραφής του, ως τακτικού μέλους στην «εν Κωνσταντινουπόλει Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα «ο Αρχιγένης».
Η μελέτη του για τα ελληνικά σχολεία της Πόλης κυκλοφόρησε και στην τουρκική καθώς και στη γερμανική γλώσσα. Υπήρξε τακτικός συνεργάτης του περιοδικού οργάνου του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Έγραφε επίσης τακτικότατα στα περιοδικά «Ευαγγελισμός», «Θρακική Επετηρίς» και σε διάφορες εκδόσεις. Υπήρξε, πράγματι, πολυγραφότατος και δίκαια η εν Κωνσταντινουπόλει Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Ο ΑΡΧΙΓΕΝΗΣ, σ’ επιστολή που του απηύθυνε, στις 16-2-1912, τον προσφωνούσε ως «μετά ζήλου υπέρ των εθνικών συμφερόντων εργασθέντα Θράκα λόγιον».
Στις 28 Φεβρουαρίου 1917 ο Σωφρόνιος εκλέχτηκε Μητροπολί­της Μυριοφύτου και Περιστάσεως, αφού εκδήμησε προς Κύριον ο Μητροπολίτης Φιλόθεος.· Η χειροτονία του σ’ επίσκοπο έγινε στις 5 Μαρτίου 1917. Πριν όμως ακόμη μεταβεί στην έδρα του, στην Περίσταση, άρχισε ο «ανεπίσημος, ανθελληνικός διωγμός στη Θράκη» και ο Σωφρόνιος στάλθηκε από το Πατριαρχείο, μαζί με αρχιερείς και άλλους κληρικούς, στις δοκιμαζόμενες επαρχίες Ραιδεστού, Ηράκλειας, Βιζύης, Τυρολόης, Αδριανουπόλεως και Αίνου, για να συμπαρασταθεί και να ενισχύ­σει τον τοπικό, χριστιανικό πληθυσμό.
Επιστρέφοντας στην Κων­σταντινούπολη στάλθηκε με παρόμοια αποστολή στα Δαρδανέλλια και την Τρωάδα. Στην έδρα του εγκαταστάθηκε ύστερα από έναν περίπου χρόνο και με πολλές δυσκολίες (στις 17/30 Μαΐου 1918). Ευτύχησε να δει την επαρχία του και την πατρίδα του απελευθερωμένη από τους Τούρκους (στις 14 προς 15 Ιουλίου 1920), κάτι όμως, που, δυστυχώς, διάρκεσε για πολύ λίγο χρόνο.
Στο Μυριόφυτο παρέμεινε μέχρι την εκκένωση της Θράκης, οπότε αποχώρησε τελευταίος, στις 2 Νοεμβρίου του 1922, αφού με ανείπωτο πόνο είδε προηγούμενα όλους τους συμπατριώτες του να εγκαταλείπουν για πάντα την πατρώα γη. Κατέφυγε στο Άγιο Όρος κι από εκεί στην Αθήνα κι όχι στο Πατραρχείο το οποίο, γι’ αυτό το λόγο, τον έθεσε σε διαθεσιμότητα κι εξέλεξε διάδοχό του τον μη­τροπολίτη Κρήνης Καλλίνικο (22 Μαΐου 1923). Στις 15 Απριλί­ου 1924 ό Καλλίνικος επανήλθε στη μητρόπολη Κρήνης και ο πρώην Μυριοφύτου Σωφρόνιος αποκαταστάθηκε στην επαρχία του. Τελικά στις 7 Όκτωβρίου του 1924 του ανακοινώθηκε ή μετάθεσή του στη μητρόπολη Βεροίας, αφού ο εκεί μητροπολίτης μετατέθηκε στην μόλις τότε συσταθείσα Μητρόπολη Καβάλας.
Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Αιμιλιανού, ο Σωφρόνιος μετατέθηκε σ' αυτή την χηρεύουσα μητρόπολη, στις 19 Νοεμβρί­ου 1927. Ή εκλογή του έγινε στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωρ­γίου της Κωνσταντινούπολης.
Γι’ αυτή τη μετάθεση ειπώθηκαν πολλά, όπως, λ.χ. ότι δήθεν, οφειλόταν στο ότι στη Βέροια είχε εκδώσει άδεια γάμου για δύο, συγγενικά μεταξύ τους, πρόσωπα ή ότι αφορμή της μετάθεσής του υπήρξαν οι ενέργειες Ποντίων, βενιζελικών βουλευτών, (μια κι ο Σωφρόνιος υπήρξε σφόδρα αντιβενιζελικός, παρά το ότι ο αδελφός του, Μιλτιάδης Σταμούλης, ήταν γερουσιαστής των Φιλελευθέρων), εγώ προσωπικά όμως πιστεύω πως, οπωσδήποτε όχι η μετάθεσή του, τουλάχιστον όμως η επιλογή της μικρής μεν, πλην πανάρχαιας Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, δεν ήταν ανεξάρτητη από τη βούλησή του, αφού στην Ελευθερούπολη και στην επαρχία της είχε ήδη εγκατασταθεί ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων που ήλθαν από την παλαιά έδρα του, δηλαδή από την επαρχία Μυριοφύτου και Περιστάσεως, (λ.χ. από τη Ν. Ηρακλείτσα), αλλά κι από τη γειτονική, Γάνου και Χώρας.
Όταν οι Ιταλοί κήρυξαν τον Πόλεμο στην Ελλάδα, ο Σωφρόνιος ήταν συνοδικός. Παγιδεύτηκε στην Αθήνα και δεν κατόρθωσε να επιστρέψει κοντά στο χειμαζόμενο ποίμνιό του, παρά μόνο όταν αποχώρησαν οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους Βούλγαροι από την επαρχία του. Τότε, παρά τους κινδύνους που εγκυμονούσαν για τους μετακινούμενους οι πρώτες εμφυλιακές συγκρούσεις, έσπευσε στο ποίμνιό του, το οποίο τον υποδέχθηκε μ’ ενθουσιασμό και κοντά στο οποίο παρέμεινε μέχρι το θάνατό του.
Όντας γερμανοσπουδαγμένος, στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν μπορούσε να παραδεχθεί το άδικο του Πολέμου που είχαν ξεκινήσει οι Γερμανοί, όταν όμως, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1941, πληροφορήθηκε στην Αθήνα για την ομαδική εκτέλεση, (την πρώτη στην Ελλάδα), των κατοίκων των Κερδυλλίων, ο κλονισμός του ήταν τόσο ισχυρός, που αυτός ο δίκαιος άνθρωπος άρχισε πλέον ν’ αποκαλεί τους Γερμανούς, τον πολιτισμό των οποίων τόσο θαύμαζε, βαρβάρους και ποτέ μέχρι τον θάνατό του δεν ξαναμίλησε και δεν ξανάγραψε στη γλώσσα, στην οποία είχε εκπονήσει την λαμπρή, διδακτορική διατριβή του.
Θ’ αφήσω όμως για το τέλος την εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων της περιπετειώδους ζωής του σεπτού ιεράρχη, για ν’ αναφερθώ προηγούμενα στον άνθρωπο Σωφρόνιο, τον οποίο δεν είχα βέβαια την τύχη να γνωρίσω προσωπικά, είχα όμως την τύχη να βρω, μαζί με τον φίλο και συμπολίτη μου, Θόδωρο Βακαλόπουλο, στο καμπαναριό του Αγίου Ελευθερίου, σε άθλια κατάσταση, λόγω της υγρασίας και να παραδώσουμε, παρόλα αυτά, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, αφενός μεν ένα μεγάλο τμήμα από το τεράστιο, προσωπικό αρχείο και την αλληλογραφία του, αφετέρου δ’ ένα μεγάλο τμήμα από το αρχείο εγγράφων, (κύρια των εισερχομένων, γιατί από τα εξερχόμενα έγγραφα ελάχιστα διασώθηκαν), της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως και ειδικότερα εκείνο το τμήμα, που αφορούσε την περίοδο που ο ίδιος ήταν Μητροπολίτης και το οποίο, φυσικά, ο ίδιος διέσωσε. Η στοιχειώδης μελέτη όλου αυτού του ιστορικού θησαυρού, που φωτίζει όχι μόνο την προσωπική ζωή και την προσωπικότητα του μεγάλου Θρακιώτη, αλλά, συνάμα κι ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της πόλης μας και του έθνους μας στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η επίσης στοιχειώδης εντρύφηση στους πολυπληθείς τόμους της εξαιρετικής βιβλιοθήκης, που ο μακαριστός μητροπολίτης άφησε στον ιδρυτή του Κωνσταντείου Γηροκομείου της Καβάλας και η οποία βρίσκεται σήμερα στο ομώνυμο ίδρυμα, (μιας βιβλιοθήκης με πλήθος νομικών, θεολογικών και φιλοσοφικών συγγραμμάτων), σε συνδυασμό με τα έργα των συμπολιτών μου, κ.κ. Ανδρέα Παπανδρέου και Χαραλάμπου Τουφεξή, που τον γνώρισαν κι έγραψαν γι’ αυτόν, μου επέτρεψαν να σχηματίσω μια εικόνα γι’ αυτή την σημαντική προσωπικότητα, την οποία περιέγραφαν όλοι όσοι είχαν τη τύχη να τον γνωρίσουν, μια προσωπικότητα με βαθιά και πολύπλευρη μόρφωση, που μέσα της συμπυκνωνόταν όλο το μεγαλείο και συνάμα όλο το δράμα του ξερριζωμού του θρακιώτικου Ελληνισμού, γεμάτη φλογερή φιλοπατρία και πίστη στην αιώνια ελπίδα του γένους μας, πως «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι», το περιεχόμενο της οποίας εξηγεί όλα όσα το ποίμνιό του δεν μπόρεσε να κατανοήσει από τη συμπεριφορά του και, πολλές φορές, μάλιστα, τα περιγέλασε.
Τα κριτήρια, όπως ήδη ανέφερα, της συμπεριφοράς και της στάσης ζωής του Σωφρονίου ήταν δυο, η μεγάλη φιλοπατρία του και η φλογερή και άδολη πίστη του στο Θεό. Η φιλοπατρία του ήταν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που διέκρινε όλα τα μέλη της οικογένειάς του, η προσφορά της οποίας (και όχι μόνο του ιδίου του Σωφρονίου) στην πατρίδα υπήρξε, πράγματι, εντυπωσιακή και γι’ αυτό τιμήθηκε ιδιαίτερα από την Πολιτεία. Αντί όμως να προχωρήσω εγώ στην εξιστόρηση των ευεργεσιών της οικογένειας Σταμούλη προς το έθνος και την πατρίδα, προτιμώ ν’ αναφερθώ στα έγγραφα που αποδεικνύουν τον τρόπο, με τον οποίο η Ελληνική Πολιτεία αναγνώρισε αυτή την προσφορά:
Στις 4 Απριλίου του 1957 η Ακαδημία Αθηνών απένειμε αργυρούν μετάλλιο στον πατριάρχη της οικογένειας, Αναστάσιο Σταμούλη, «ενθυμουμένη όσα προφρόνως υπέρ πατρίδος της Ελληνίδος, επιστήμης και παραδόσεως ο αλήστου μνήμης ανήρ ειργάσατο και όσα των αυτώ διαπεπραγμένων υπομνήματα βέλτιστα τοις της Ακαδημίας αρχείοις και τοις Ελληνικοίς μουσείοις κατέλιπεν». Εξηγώντας τους λόγους της απονομής αυτής της ύψιστης τιμής στον Αναστάσιο Σταμούλη, τον οποίο χαρακτήρισε «φιλογενή και εξαίρετο άνδρα», η Ακαδημία ανέφερε τα εξής: «Ό Αναστάσιος Σταμούλης, ορμώμενος εκ Θράκης, φιλόμουσος και φι­λίστωρ ανήρ, ζων είχε καταρτίσει σπουδαιοτάτην συλλογήν παντοίου πνευ­ματικού υλικού, αρχαιολογικού, ιστορικού, γεωγραφικού, εκκλησιαστικού, λαογραφικού και λοιπού, αναφερομένου ιδίως εις την ιδιαιτέραν πατρίδα του Θράκην και εις τους Θράκας. Ή συλλογή αυτή αποτελείται εξ 90.000 φύλ­λων, καταρτισθείσα μετ' αξιοθαυμάστου ζήλου, πολλού μόχθου και δαπά­νης ουχί μικράς. Την συλλογήν ταύτην τα φιλογενή τέκνα αυτού, ο κ. Μιλτιάδης Σταμούλης, ο Σεβασμιώυατος Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως κ. Σωφρόνιος και αι ερίτιμοι κυρίαι Αναστασία Θ. Κοκόλη και Ελπινίκη Μ. Σαραντή, εδωρήσαντο ευγενώς είς την Ακαδημίαν. Αποτελεί δε η συλλογή αύτη πολυτιμότατον απόκτημα δι’ αυτήν, διότι είναι ή πλουσιωτέρα ίσως συναγωγή υλικού περί ελληνικής χώρας και σπουδαιότατον, επιστημονικόν βοήθημα, το οποίον μέλλει να προσφέρη ανεκτιμήτους υπηρεσίας εις το Μεσαιωνικόν Αρχείον της Ακαδημίας, αλλά και εις πάντα μελετητήν του ιστορικού παρελθόντος της Θράκης. Πλην όμως της συλλογής ταύτης ο αοίδιμος ανήρ, είχε καταρτίσει και ετέραν, σπουδαιοτάτην επίσης συλλογήν, περιέχουσαν 6.508 βυζαντινά επίθετα, έκαστον εις ίδιον δελτίον, αναγράφον και τας πηγάς του ονόματος, τεταγμένα δε αλφαβητικώς και ηριθμημένα. Και την συλλογήν ταύ­την τα φιλογενή τέκνα του Αναστασίου Σταμοΰλη εδωρήσαντο ευγενώς εις την Ακαδημίαν. Αλλά εκτός των προς την Ακαδημίαν δωρεών, ο αείμνηστος ανήρ, ζών είχε δωρήσει εις το Εθνικόν Νομισματικόν Μουσείον, την υπ' αυτού καταρτισθείσαν συλλογήν βυζαντινών μολυβδοβούλων και νομισμάτων, κατάλογος της οποίας συνταχθείς υπό του αειμνήστου Γεωργίου Π. Οικονόμου και της κ. Ειρήνης Βαρούχα — Χριστοδουλοπούλου, εξεδόθη εν Αθήναις τω 1955. Εις δε το Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον είχε δωρήσει ωραιοτάτην χαλκήν κεφαλήν, πιθανώς της Βερενίκης. Δια των σπουδαίων τούτων συλλογών και δωρεών ό Αναστάσιος Σταμούλης προσήνεγκε μεγάλας υπηρεσίας προς το Έθνος και την επιστημονικήν έρευναν, εφ' αίς εγένετο άξιος όπως τύχη της πρεπούσης τιμητικής διακρίσεως της Ακαδημίας, δια της απονομής εις αυτόν του αργυρού μεταλλίου της, συμφώνως προς τον Εσωτερικόν Κανονισμόν της Ακαδημίας».
Μια επιστολή που στάλθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1957, από τον Πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, Παν. Πουλίτσα, στον αδελφό του Σωφρονίου, Μιλτιάδη Σταμούλη, αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά: «Αξιότιμε και περισπούδαστε μοι φίλε, Μετά βαθείας συγκινήσεως και βαθυτέρας ευγνωμοσύνης έλαβον γνώσιν των δια της από 14ης λήγοντος μηνός υμετέρας επιστολής ανακοινουμένων νέων πολυτιμότατων δωρεών υμών και των αξιοτίμων αδελφών σας, του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Έλευθερουπόλεως κυρίου Σωφρονίου και των ευγενεστάτων κυριών Αναστασίας Π. Κοκόλη και Ελπινίκης Μ. Σαραντή, ως κληρονόμων του αειμνήστου πατρός υμών Αναστασίου Σταμούλη, προς την Ακαδημίαν Αθηνών, δωρουμένων αυτή την πολύτιμον πατρικήν βιβλιοθήκην και την ιδίαν υμετέραν. Μετά της αυτής συγκινήσεως ήκουσαν την σχετικήν ανακοίνωσίν μου προς αυτάς η Σύγκλητος της Ακαδημίας και η Ολομέλεια αυτής, κατά την χθεσινήν συνεδρίαν ταύτης, αποδεξάμεναι αμφότεραι λίαν ευγνωμόνως τας πολυτιμοτάτας δωρεάς και την διατυπουμένην εύλογον παράκλησιν της αποθέσεως και διατηρήσεως των δωρουμένων βιβλίων εν ιδιαιτέρα βιβλιοθήκη. Συνάμα δε απεφάσισαν την έκφρασιν προς υμάς, τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην και τας αξιότιμους άδελφάς, της βαθυτάτης ευγνωμοσύνης της Ακαδημίας, ως και της εξαίρετου υπολήψεως και εκτιμήσεως αυτής, δια την συνεχιζομένην έμπρακτον εκδήλωσιν των ευγενών και φιλογενών αισθη­μάτων της οικογενείας υμών, προς το Έθνος, την Εκκλησίαν και τα πνευ­ματικά ιδρύματα της πατρίδος υμών».
Στις 7 Νοεμβρίου του 1957, τέλος, η Σύγκλητος της Ακαδημίας Αθηνών πήρε την ακόλουθη απόφαση: «Ο Πρόεδρος υπομιμνήσκων τας επανειλημμένας δωρεάς προς την Ακαδημίαν βιβλίων και επιστημονικών συλλογών των τέκνων και κληρονό­μων του φιλομουσοτάτου και φιλογενεστάτου αειμνήστου πατρός των Αναστασίου Σταμούλη του εκ Θράκης, του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως κ. Σωφρονίου, του κ. Μιλτιάδου Αναστ. Σταμούλη και των αξιοτίμων αδελφών των, κυριών Αναστασίας Θ. Κοκόλη και Ελπινίκης Μ. Σαραντή, δωρησαμένων τη Ακαδημία παλαιότερον μεν το υπό του πα­τρός των καταρτισθέν πολύτιμον ευρετήριον κυρίων ονομάτων βυζαντινών, κατά δε τον παρελθόντα Φεβρουάριον παντοίον πνευματικόν υλικόν περί Θράκης και των Θρακών, αρχαιολογικόν, ιστορικόν, εκκλησιαστικόν, λαογραφικόν κλπ., κατατεταγμένον εις 172 φακέλλους ή βιβλιογράφους και κατά τον παρελθόντα μήνα Οκτώβριον την πολύτιμον βιβλιοθήκην του πατρός των, περιέχουσαν 750 και πλέον εσταχωμένους τόμους ιστορικού και αρχαιολογικού κυρίως περιεχομένου ως και εκδόσεως αρχαίων και Βυζαντι­νών συγγραφέων, του δε Μιλτιάδου Αναστ. Σταμούλη δωρησαμένου και την ιδιαιτέραν αυτού βιβλιοθήκην εκ 270 και πλέον τόμων, εσταχωμένων και τούτων, δι' ων δωρεών ούτοι σπουδαίως συνετέλεσαν εις επιτυχίαν του σκοπού και προαγωγήν του έργου της Ακαδημίας, προτείνει την ανακήρυξιν αυτών ως «δωρητών» της Ακαδημίας, εις ένδειξιν της οφειλομένης αυτοίς τιμής και ευγνωμοσύνης..»
Η φιλοπατρία του σεβάσμιου ιεράρχη προκύπτει, όμως, ανάγλυφα και μέσα από το τμήμα του προσωπικού του αρχείου, το οποίο διασώθηκε. Είναι, έτσι, χαρακτηριστικά, το κάλεσμα που ο ίδιος απηύθυνε στις 23 Δεκεμβρίου του 1940 προς τις Ελληνίδες της επαρχίας του, να μιμηθούν τις γυναίκες εκείνες που μέρα και νύχτα έπλεκαν «μάλλινα περιπόδια» (κάλτσες) για τους Έλληνες στρατιώτες που βρίσκονταν στο Αλβανικό μέτωπο, οι θαυμάσιες, πράγματι, ευχές που έγραψε και απηύθυνε προς τον Θεό κατά της ιταλικής και αργότερα της Γερμανικής επιδρομής στην πατρίδα μας, το μνημόσυνο υπέρ των θυμάτων της βουλγαρικής θηριωδίας κατά τα έτη 1941-1944, το οποίο τέλεσε κατά το 1945 ή τα πατριωτικά ψηφίσματα υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα, την έκδοση των οποίων ο ίδιος προκάλεσε και το συλλαλητήριο, το οποίο ο ίδιος διοργάνωσε, κατά το έτος 1950, ζητώντας επίσης την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και πολλά άλλα, παρόμοιου πνεύματος έγγραφα, ορισμένα μόνο από τα οποία σήμερα σας παραθέτουμε.
Αντιλαμβάνεται κανείς, μετά από τα προαναφερθέντα, ότι ο Σωφρόνιος Σταμούλης, μεγαλωμένος σε μια τέτοια οικογένεια, απόλυτης και άδολης προς την πατρίδα προσφοράς, έζησε και λειτούργησε με βασικό κριτήριο την φιλοπατρία, η οποία, σε συνδυασμό με το μίσος του για τους Τούρκους και τη βαθιά του μόρφωση, έκανε να φαντάζουν γραφικά κάποια σημεία της συμπεριφοράς του, σ’ όσους απλούς ανθρώπους της επαρχίας του δεν γνώριζαν την προσωπικότητα και τις οικογενειακές καταβολές του και δεν μπορούσαν ν’ αντιληφθούν το μέγεθος της μόρφωσής του και της ευαισθησίας του. Ένα πρώτο παράδειγμα, εν προκειμένω, αποτελεί το γεγονός ότι, όπως όλοι οι μορφωμένοι πρόσφυγες από τη Θράκη, ο Σωφρόνιος, παρόλο που γνώριζε καλά την Τουρκική γλώσσα, (κι είχα κι εγώ ο ίδιος ανάλογη εμπειρία, αφού ποτέ δεν άκουσα τον παππού μου να χρησιμοποιήσει έστω και μια τουρκική λέξη, παρόλο που ήλθε από την Ανατολική Θράκη σε ηλικία 38 χρόνων και γνώριζε την τουρκική γλώσσα άπταιστα), όχι απλά δεν την μιλούσε ποτέ, αλλά δεν ανεχόταν ούτε το άκουσμα έστω και κάποιων μεμονωμένων λέξεών της, κύρια δε των τουρκογενών επωνύμων πολλών μικρασιατών προσφύγων, τα οποία τους υποδείκνυε να μεταβάλλουν σ’ ελληνικά, προσφωνώντας τους ο ίδιος με την ελληνική μετάφρασή τους, (όπως λ.χ. όταν, απευθυνόμενος στον προ του Β’ παγκοσμίου πολέμου Έφορο Αρχαιοτήτων Καβάλας κ. Μπακαλάκη, βλέπουμε στις επιστολές του αρχείου του να τον προσφωνεί ως «κ. Παντοπωλίσκον» ή όταν αποκαλεί το Πράβι «Πράσιον», θεωρώντας τη λέξη κακόηχη, ως έχουσα, κατά την άποψή του, σλαβική προέλευση), ενώ, όταν άκουγε Έλληνες να χρησιμοποιούν, στις καθημερινές σχέσεις τους, την τουρκική γλώσσα, (και τέτοιοι ήταν αρκετοί Μικρασιάτες πρόσφυγες, της πρώτης κύρια γενιάς), τους επιτιμούσε, υποδεικνύοντάς τους «να μη βαρβαρίζουν». Είναι, έτσι, αυτονόητο, ότι αυτή η συμπεριφορά του προκαλούσε δυσφορία σ’ όσους αισθάνονταν να θίγονται.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η έντονη και διαρκής πίστη του Σωφρονίου στη Μεγάλη Ιδέα της ανάστασης του γένους μας, η οποία διαπότιζε την ύπαρξή του και η οποία τον έκανε να θεωρεί τους Έλληνες Βασιλείς συνέχεια των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Αυτός ήταν ο λόγος που, παρότι η οικογένειά του ήταν στο πλευρό του Βενιζέλου και ο αδελφός του Μιλτιάδης διετέλεσε γερουσιαστής του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Σωφρόνιος ήταν, ολοφάνερα, ανοιχτά και για όλη τη διάρκεια της ζωής του φιλομοναρχικός, πράγμα που σαφώς προκύπτει από την διασωθείσα αλληλογραφία του, μεγάλο μέρος της οποίας περιλαμβάνει η ανταλλαγή επιστολών, προσκλήσεων, ευχετηρίων καρτών και φιλοφρονήσεων με όλα τα μέλη της ελληνικής, βασιλικής οικογένειας, στο μέγιστο διάστημα του 20ού αιώνα. Αυτές οι πεποιθήσεις του αποτέλεσαν ένα ακόμη αντικείμενο δυσμενούς, εν πολλοίς, σχολιασμού της προσωπικότητάς, του, ενός σχολιασμού που εξηγείται μεν από το γεγονός ότι ο φιλομοναρχικός προσανατολισμός του αποτελούσε όχι στεγνή, πολιτική πεποίθηση, αλλά το ιδεατό μέσον για την πραγματοποίηση του ονείρου του, να δει την πατρίδα του να ελευθερώνεται και να μεγαλουργεί, χωρίς όμως αυτή η εξήγηση να μπορεί, με τη σειρά της, να εξηγήσει, λ.χ. την άρνησή του να τελεσθεί μνημόσυνο, κατά το έτος 1936, για τον εκλιπόντα Ελευθέριο Βενιζέλο, γεγονός που φαίνεται να προκάλεσε την οργή των Βενιζελικών κατοίκων της Ελευθερούπολης.
Ανάλογη δυσκολία κατανόησης αντιμετώπιζε ο μακαριστός Σωφρόνιος από τους εκκλησιαστικούς άνδρες αλλά κι από τους απλούς ανθρώπους της εποχής του και όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο επηρέαζε την ύπαρξή του, τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά του το δεύτερο, ίσης αξίας, κριτήριο που χαρακτήριζε την προσωπικότητά του, δηλαδή η άδολη Χριστιανική πίστη του.
Πιστεύοντας, κατ’ αρχάς, στην ανάγκη της πνευματικής ανύψωσης της Εκκλησίας, δεν ήταν λίγες οι φορές που ήλθε σε σύγκρουση μ’ εκπροσώπους της, με αποκορύφωμα την τιμωρία που του επιφύλαξαν, όταν ήταν πια γέρων, ασθενής και ανήμπορος, οι συλλειτουργοί του Μητροπολίτες του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, που τον καταδίκασαν στην ατίμωση και στην απέραντη θλίψη.
Με το ίδιο αυτό κριτήριο, της άδολης πίστης και της αυστηρής προσήλωσής του στους ιερούς κανόνες, (που ήταν αυτές που τον ώθησαν να εγκαταλείψει πλούτη, μια λαμπρή καριέρα δικηγόρου και όλες τις ανέσεις της ζωής), μπορούν να εξηγηθούν κάποιες, εκ πρώτης όψεως περίεργες συμπεριφορές του, όπως λ.χ το ότι αρκετές φορές, όντας συνοδικός, δεν μετέβαινε στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου, με αποτέλεσμα να του ζητούνται εξηγήσεις, το ότι θεωρούσε ιδιαίτερα μεγάλη ευθύνη για τον επίσκοπο τη χειροτονία κάποιου ως κληρικού και γι’ αυτό πίστευε ότι ήταν λίγοι οι χειροτονούμενοι εκείνοι που ήταν άξιοι για το μεγάλο έργο που αναλάμβαναν, το ότι έδινε ιδιαίτερη σημασία στο μεγάλο μυστήριο του γάμου και στα κωλύματα γάμου που επέβαλλαν οι ιεροί κανόνες και γι’ αυτό με ιδιαίτερη προσοχή χορηγούσε τις άδειες γάμου, προκαλώντας πολλές φορές τη δυσφορία των μελλονύμφων, γιατί ήθελε να νουθετεί τους τελευταίους και να τους θέτει προ των ευθυνών τους για το ιερό μυστήριο στο οποίο σε λίγο θα συμμετείχαν, αλλά και να ελέγχει τους τόπους προέλευσής τους, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για πρόσφυγες, γνωρίζοντας πολύ καλά, πόσες οικογένειες είχαν διαλυθεί στη μεγάλη καταστροφή και πόσο εύκολο ήταν, εκείνη την εποχή, να συναντηθούν και να γνωριστούν, με σκοπό τον γάμο, νέοι που πιθανά να είχαν μεταξύ τους συγγένεια.
Συνεχίζοντας την αναφορά μου στην χριστιανική πίστη του σεπτού ιεράρχη, επισημαίνω αυτό που όλοι ανεξαίρετα όσοι τον γνώρισαν, ακόμη κι όσοι δυασαρεστήθηκαν απ’ αυτόν, ανέφεραν κι εξακολουθούν ν’ αναφέρουν, ότι ο Σωφρόνιος υπήρξε υπόδειγμα ευσέβειας κι εγκράτειας. Αυτός, ο γεννημένος στα πλουσιόσπιτα μιας από τις πιο εύπορες οικογένειες της Θράκης, αποδείχθηκε ασκητικός, «λιτοδίαιτος και ιδιαίτερα αφιλοχρήματος, μακριά από κάθε είδους επίδειξη και πολυτέλεια, υπόδειγμα καλογερικής σεμνότητας, αυστηρά απέριττος, θυμίζοντας τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους», (κι εδώ μου επιτρέπει ο συμπολίτης μας ιστορικός κ. Χαράλαμπος Τουφεξής να δανειστώ αυτούς τους χαρακτηρισμούς από το σύγγραμμά του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «ψήγματα ιστορίας από έναν φιλίστορα»), προσηλωμένος στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, που δεν δίστασε, λ.χ., να σπεύσει, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και να διδάξει αφιλοκερδώς κι όχι μόνο για ένα έτος, στους μαθητές που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο Ελευθερουπόλεως, το μάθημα των Θρησκευτικών, που σαν μνημόσυνο για την ψυχή του αδελφού του Αντωνίου Σταμούλη διέθεσε το έτος 1943 ποσό 100.000 δρχ. στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, υπέρ του γραφείου αιχμαλώτων κλπ.
Ο θρακιώτης ιεράρχης Σωφρόνιος Σταμούλης υπήρξε, λοιπόν, στην εποχή του μια ιδιαίτερα σημαντική προσωπικότητα, ένας άνθρωπος των γραμμάτων, πολύ γνωστός και αγαπητός, τιμώμενος όχι μόνο από τους απλούς ανθρώπους, αλλά και από τις κάθε είδους πολιτειακές, πολιτικές, στρατιωτικές, δημοτικές και άλλες Αρχές, πράγμα που αποδεικνύεται από το ότι ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού αρχείου του καταλαμβάνουν προσκλήσεις κι επιστολές που του απηύθυναν Βασιλείς και πρίγκιπες, Υπουργοί και Υφυπουργοί, βουλευτές και γερουσιαστές, Δήμαρχοι και δημοτικοί άρχοντες, εταιρίες, οργανισμοί και ιδρύματα όπως η Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, η Ακαδημία Αθηνών κλπ. Αυτός όμως ο λόγιος άνδρας, που είχε λάβει δύο σημαντικά, διδακτορικά διπλώματα, από ελληνικά και γερμανικά Πανεπιστήμια, που αρθρογραφούσε ή συνεργαζόταν με διεθνούς κύρους επιστημονικά περιοδικά, στην Ευρώπη, την Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη, αυτός που χειριζόταν την ελληνική γλώσσα με τρόπο υπέροχο, έμελλε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του και των ασθενειών που καταπονούσαν το σώμα του και ίσως και το μυαλό του, να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις προς κάποιες συμπεριφορές του, τις οποίες πολλοί από τους ανθρώπους της εποχής εκείνη, ακόμη και συλλειτουργοί του, δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν. Αυτό γίνεται σαφές από το τμήμα εκείνο του προσωπικού αρχείου του, που αναφέρεται στο μετά το έτος 1951 χρονικό διάστημα, από το οποίο προκύπτουν οι διαμαρτυρίες που προκάλεσαν διάφορες ενέργειές του, η πιο σημαντική από τις οποίες, που υπήρξε και η αρχή όλων των μετέπειτα δεινών του, ήταν η ακόλουθη: Μετά τον Πόλεμο, όταν η Επιτροπή διανομής βοηθημάτων έδινε συνδρομές, προκειμένου ν’ ανεγερθούν οι κατεστραμμένες εκκλησίες της υπαίθρου, ο Μητροπολίτης Σωφρόνιος, του οποίου οι εκκλησίες, κατά θεία οικονομία, δεν είχαν πάθει σοβαρές ζημιές από τους κατακτητές, θεωρώντας ότι θ’ αδικούσε άλλα, ερημωμένα χωριά, με κατεστραμμένες εκκλησίες, αν δεχόταν οικονομική βοήθεια για τις εκκλησίες της επαρχίας του, αρνήθηκε να δεχθεί τα προσφερθέντα, πράγμα το οποίο δυσαρέστησε τιςς κοινοτικές αρχές της περιφέρειάς του και προκάλεσε την οργή και τη διαμαρτυρία πολλών απ’ αυτούς προς την Ιερά Σύνοδο, η οποία έστειλε, στις 24 Νοεμβρίου του 1952, ως έξαρχο, τον Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Ιάκωβο. Ο τελευταίος φέρθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα προς τον γέροντα πια μητροπολίτη Σωφρόνιο, υποστηρίζοντας άκριτα τις σε βάρος του κατηγορίες και μη λαμβάνοντας υπόψη του καμιά κατάθεση, εφόσον ήταν ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο πρεσβύτη. Όταν, για παράδειγμα, ο μεγάλος ευεργέτης της πόλης μας, Φρίξος Παπαχριστίδης, προσήλθε αυτόβουλα στην εκκλησιαστική ανάκριση και κατέθεσε ότι ο Μητροπολίτης Έλευθερουπόλεως είναι ιεράρχης ανώτερος χρημάτων, ζη­λωτής καλών έργων, ειλικρινής, τίμιος, ασκητικός τον βίο, ότι ήταν ο εμπνευστής του έργου του και ότι εάν δεν υπήρχε ό Σωφρόνιος, ο ίδιος δεν θα είχε προσφέρει ούτε το ένα δέκατο όσων είχε προσφέρει στην γενέτειρά του (κι αυτό είναι αλήθεια, όπως θα δείτε στις τέσσερις από τις πολλές επιστολές που του είχε απευυθύνει ο Φρίξος Παπαχρηστίδης, τις οποίες σήμερα σας παραθέτουμε) κι ότι απέκρουε με αγανάκτηση όλες τις εναντίον του Σωφρονίου κατηγορίες, ο έξαρχος Μη­τροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης αμφέβαλε για τις αρετές που απέδιδαν στον Μητροπολίτη Σωφρόνιο οι συμπολίτες του και στηριζόμενος σε κάποιες σε βάρος του καταθέσεις, έστειλε στην Ιερά Σύνοδο την καταδικαστική του έκθεση. Το κατηγορητήριο, που περιλάμβανε 16 μεγάλες σελίδες, στάλθηκε από τη Σιάτιστα στις 26 Φεβρουαρίου 1953 και με βάση αυτό και χωρίς ν' ακουστεί ο κατη­γορούμενος, που ήταν ασθενής, χωρίς, μ’ άλλα λόγια, να του δοθεί το δικαίωμα σε απολογία, που δίνεται ακόμη και στους σκληρότερους των εγκληματιών, οι δώδεκα Μητροπολίτες - μέλη του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παμψηφεί καθαίρεσαν τον μεγάλο Θρακιώτη, ως ένοχο των κατηγοριών που του είχαν αποδώσει, για πλημμελή εκτέλεση των ποιμαντορικών του καθηκόντων και για σκανδαλισμό της συνείδησης των πιστών!!
Σημειώνω στο σημείο αυτό, ότι στον ασθενούντα ιεράρχη δεν επιτράπηκε ούτε η άσκηση εφέσεως ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, (αν και ο έγκριτος συμπολίτης μας, δικηγόρος και ιστορικός Ανδρέας Παπανδρέου, στο δικό του πόνημα με τίτλο «ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος Σταμούλης, όπως τον γνώρισα», ανέφερε ότι είχε ακούσει πως ο μακαριστός Σωφρόνιος προσέφυγε στο Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, αλλά δεν παρέστη για ν’ απολογηθεί ενώπιόν του και η πρωτόδικη απόφαση έγινε τελεσίδικη ερήμην του», μια φήμη που εγώ δεν κατόρθωσα να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω). Πάντως, το τι συνέβη σε βάρος του σεβάσιμου εκείνου γέροντα, αφήνω να το εκθέσουν με σαφήνεια και παρρησία τα εκκλησιαστικά έντυπα της εποχής, τα οποία ανέφεραν τα εξής:
Το εκκλησιαστικό περιοδικό «η Ενορία», στο τεύχος του της 1ης Ιουνίου 1957, στη σελίδα 123 έγραφε: «Το να καταδικάση η Ιερά Σύνοδος τον αγνόν και ασκητικόν αυτόν Ιεράρχην εις την ποινήν της εκπτώσεως, καθ' ον χρόνον θα έ­πρεπε προηγουμένως να καταδικασθούν, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνας, εις την ποινήν της καθαιρέσεως αρκετοί Μητροπολίται, δι' άλλα, βαρύτερα παραπτώματα, είναι άδικον και απαράδεκτον. Διότι έτσι καθιερώνεται επι­σήμως να τιμωρούνται και τα ελάχιστα εναπομείναντα σεμνώματα της Ιεραρ­χίας μας, δια τα οποία όχι μόνον δεν εντρεπόμεθα, αλλά και σεμνυνόμεθα. Υπήρχε και υπάρχει εύσχημος τρόπος ν' απομακρυνθή εκ της ενεργού υπη­ρεσίας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως. Αλλά καθ' ον άτιμωτικόν τρόπον ήθέλησαν και θέλουν να απαλλαγούν τούτου οι αρμόδιοι, ας προσέξουν δια να μη λυπήσουν το Πνεύμα το Άγιον και τραυματίσουν δια μίαν ακόμη φοράν την έννοιαν της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης».
Με το ίδιο πνεύμα έγραψαν και οι «Τρεις Ίεράρχαι», στο τεύχος τους, του Απριλίου 1957, αρ. 1124: «Ο Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος. Απεφύγομεν να σχολιάσωμεν την απόφασιν του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου, δι' ης κατεδικάσθη εις έκπτωσιν ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος, διότι ηλπίζομεν ότι κατά την εκδίκασιν της ανακοπής ή, μετά ταύτην, της εφέσεως, θα επεκράτουν νηφαλιώτεραι σκέψεις. Ήδη όμως ακούεται ότι τινές εκ των Αρχιερέων πιέζουσι την Κυβέρνησιν προς έκδοσιν του απαιτουμένου δια την εκτέλεσιν της αποφάσεως Β. Διατάγματος, μη δεχόμενοι την υπό του καταδικασθέντος άσκησιν των απομενόντων ενδίκων μέσων, δια τυπικούς τινας λόγους. Είναι αλγεινή αύτη η κατάστασις. Ο Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος είναι μία προσωπικότης, ην ουδέ μακρόθεν δύνανται ν' ατενίσωσι τινές εκ των δικασάντων... Υπήρξε πάντοτε ακέραιος εις το καθήκον, ασυμβίβαστος προς την αθλιότητα των ποικίλων εκκλησιαστικών μαγειρείων, αφωσιωμένος εις το θεοφιλές αυτού έργον, μακράν υποχωρήσεων και καιροσκοπισμών. Ασκητικός, απόκοσμος, λιτός και απέριττος την εμφάνισιν, ως ο έσχατος των μοναχών, αδιάβλητος το ήθος, εν μια λέξει εξηγιασμένος, δεν ήτο άξιος τοι­αύτης μεταχειρίσεως. Ίσως ό άνθρωπος να έχη γεροντικάς τινας αδυναμί­ας και ανθρώπινά τινα ελαττώματα, αλλά ταύτα, μόνον αν Άγγελοι και Αρ­χάγγελοι προΐσταντο των λοιπών Μητροπόλεων, θα ηδύναντο να οδηγήσωσιν εις έκπτωσιν... Ό ασκητής της Ελευθερουπόλεως δεν πρέπει επ' ουδενί λόγω να καταδικασθή εις τοιαύτην μάλιστα τερατώδη ποινήν. (Μόνον ή καθαίρεσις υπολείπεται). Πρέπει να μείνη είς την έπαλξιν αυτού όσον ο Θεός θελήση. Ουαί εις την Εκκλησίαν αν αποκεφαλίζωνται τοιαύτα αναστήματα προς κένωσιν Μητροπόλεων καΐ «τακτοποίησιν» του α' ή του β' «ημετέρου» …… Διότι πάντες γνωρίζουσι ότι όλη η εκστρατεία εκεί τελικώς αποβλέπει. Πιστεύομεν όμως ότι η φιλικώς προς τον Γέροντα Σωφρόνιον διακειμένη ο­μάς των αγίων Συνοδικών, θα πολεμήση γενναίως υπέρ αυτού, ή μάλλον υ­πέρ της σωτηρίας της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης. Το απειλούμενον έγ­κλημα πρέπει ν' αποτραπή».
Δυστυχώς, καμία ομάδα συνοδικών ιεραρχών δεν υπερασπίστηκε τον σεβάσμιο γέροντα, ο οποίος έφερε από τότε βαρέως την ταπείνωση που είχε υποστεί, αλλά είχε την συνείδησή του ήσυχη, ότι τέλεσε το χρέος του προς τον Θεό και την Πατρίδα, τα δύο που λάτρεψε, με το βάρος όμως και την πίκρα αυτής της ατίμωσης, την 19η Αυγούστου του 1960 πέθανε στην Αθήνα, στη οικία της αγαπημένης του αδελφής, Αναστασίας Κοκόλη, η οποία με μεγάλη στοργή τον περιέθαλπε.
Ή κηδεία του μακαριστού Σωφρονίου έγινε με δημόσια δαπάνη και προέστη αυτής ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δωρόθεος, ο οποίος, μετά θάνατο, θυμήθηκε τις αρετές του και ανέφερε: «"Οτε κα­τά την Κατοχήν το 1940 οι Γερμανοί κατεδυνάστευον τον πληθυσμόν, ιδίως της υπαίθρου, οπού ετουφέκιζαν άνευ λόγου και εσκόρπιζαν παντού τον θά­νατον και την καταστροφήν, τους παραμείναντας εδώ Συνοδικούς κατέλαβεν ο πανικός, ο Σεπτός νεκρός, όλος σθένος, τους ενεθάρρυνεν και προτείνας ό­πως μεταβώμεν εις τάς αρχάς της Κατοχής, διαμαρτυρηθώμεν δια την απάνθρωπον συμπεριφοράν των προς τον γηγενή πληθυσμόν, όπερ και εγένετο. Αυτό συνέτεινεν όπως βελτιωθή και ανακουφισθή η διαβίωσις των Χριστι­ανών».
Πρέπει, επίσης, στο σημείο αυτό να σημειώσω και το ότι ο διαδεχθείς τον σεπτό Ιεράρχη, Μητροπολίτης Αμβρόσιος, πολλές φορές και με πολλούς τρόπους έδειξε τον σεβασμό και την εκτίμησή του προς τον ασκητικό γέροντα. Την ημέρα της κηδείας διέταξε να κτυπούν πένθιμα οι καμπάνες των Εκκλησιών της Επαρχίας και το απόγευμα, στην Εκκλησία του αγίου Ελευθερίου, εψάλη κατανυκτική η νεκρική ακολουθία, μπροστά στο κενοτάφιο, καθ’ ον χρόνο ο ναός ήταν ασφυκτικά γεμάτος, ήταν παρούσες όλες οι αρχές της πόλης, ο στρατός που έδρευε στην πόλη, με τους αξιωμα­τικούς του, απέδιδε τιμές κι η στρατιωτική μπάντα ανέκρουε πένθιμα εμβατήρια.
Αντί για μνημόσυνο, ολοκληρώνοντας τη σύντομη περιγραφή της ζωής του μακαριστού Μητροπολίτη Σωφρονίου, σας αναφέρω όσα είχε γράψει το περιοδικό ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ, στο τεύχος του, του Οκτωβρίου 1960, επ’ ευκαιρία του θανάτου του σεβάσμιου γέροντα: «Δια της προς Κύριον εκδημίας του γηραιού Ιεράρχου πρώην Ελευθε­ρουπόλεως Σωφρονίου, η Εκκλησία της Ελλάδος απώλεσε ένα από τους ελαχίστους πεπαιδευμένους ιεράρχας της. Δεν διεκρίνετο δια τα διοικητικά του προσόντα ο μεταστάς. Μία δε ιδιορρυθμία του χαρακτήρος του τον απεμόνωνε και τον ηχρήστευε δια την διοίκησιν της Εκκλησίας. Διέθετεν όμως του αδαμαντίνου ήθους, της βαθείας ευσεβείας και της λιπαράς μορφώ­σεως, το τόσον σπάνιον εις τάς ημέρας μας προσόν. Γόνος της επιφανούς οικογενείας Σταμούλη, εισήλθε, παρά την έμμονον άρνησιν της οικογενείας του, εξ έρωτος θείου, εις τας τάξεις του Κλήρου, τας οποίας και ετίμησεν. Διέπρεψεν εις τας σπουδάς του εις την Νομικήν Σχολήν των Αθηνών και εις τας φιλοσοφικάς και θεολογικάς τοιαύτας εν Γοτίγγη, Βερολίνω και Ιένη, ένθα ανεδείχθη «μετ' επαίνων» CUM LAUDE, διδάκτωρ της Φιλοσοφίας. Μορφή όντως οσία και εξιδανικευμένη, δια της εξόδου της εκ του κό­σμου τούτου, αραιώνει έτι μάλλον τας ήδη αραιάς θέσεις των επί παιδεία άμα και αρετή διακρινομένων επισκόπων εν τη Εκκλησία της Ελλάδος».
Αυτή ήταν η τύχη που επιφύλαξε στον λόγιο ιεράρχη και πνευματικό άνδρα της Θράκης η Ελληνική Εκκλησία, την ίδια εκείνη εποχή που το κορυφαίο πνευματικό ίδρυμα της Ελληνικής Πολιτείας τιμούσε τον ίδιο και την οικογένειά του, για τις προς την πατρίδα πολλές, πράγματι, ευεργεσίες τους. Ανεξάρτητα, ως εκ τούτου, από τους λόγους της περίεργης, μερικές φορές, συμπεριφοράς του μοναχικού και ασκητικού γέροντα κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, θεωρώ ολότελα άδικο, υπερβολικό κι εξουθενωτικό το φορτίο που επέβαλαν στους ώμους του οι συλλειτουργοί του, μέλη του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, που τον καταδίκασαν. Θεωρώ ότι χάριν της τεράστιας προσφοράς του προς την πατρίδα και την Εκκλησία, για τις οποίες ο μακαριστός Σωφρόνιος απαρνήθηκε τα πλούτη και τα μεγαλεία, η ελληνική Εκκλησία έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει όσα του καταμαρτύρησαν στα τελευταία χρόνια της ζωής του με αδελφική αγάπη, με κατανόηση κι επιείκεια και να μη του προσφέρει το πικρό ποτήρι της καταδίκης και της ατίμωσης, το οποίο του πρόσφερε, χωρίς μάλιστα να λάβει ποτέ την απολογία του, τις εξηγήσεις του και τις ερμηνείες του, για όσα περιλάμβανε το κατηγορητήριο που είχε εκδοθεί σε βάρος του. Αυτή την αδελφική αγάπη, αυτή την κατανόηση, την σύμφωνη προς το ευαγγελικό ρητό «ο αναμάρτητος τον λίθον βαλλέτω», νομίζω ότι δεν είναι αργά, έστω και σήμερα, έστω και πενήντα χρόνια μετά την εκδημία του, να επιδείξει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποκαθιστώντας τη μνήμη του σεβάσμιου ιεράρχη, που τόσο αγάπησε τον Χριστό, όπως και την πατρίδα, ώστε ν’ απαρνηθεί για χάρη τους τα πλούτη και τις τιμές που του προσφέρθηκαν και να προτιμήσει την πενία και την ασκητική ζωή. Παρόμοια κι η Πολιτεία, που στην Ελευθερούπολη εκπροσωπείται από την εκάστοτε δημοτική αρχή, θα έπρεπε να έχει ήδη δώσει το όνομά του σε μια οδό ή πλατεία της αναπτυσσόμενης πόλης, που για 31 ολόκληρα χρόνια αφιλοκερδώς υπηρέτησε!
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

ΑΧΛΑΔΙΝΗ ΝΕΣΤΟΥ. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ – Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΥΣΙΑ.

Στην καρδιά των ορέων της Λεκάνης (πρώην «Τσάλ – νταγ») και σε υψόμετρο 440 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας βρισκόταν μέχρι το 1922 ένα μουσουλμανικό χωριό με το όνομα Αλχανλί (Alhanli), το οποίο το έτος 1913 είχε 319 κατοίκους, όλους μουσουλμάνους, (Μιχαήλ Χουλιαράκης, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, του έτους 1975).
Στους στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού, κατ’ εθνικότητας, των Νομών Δράμας, Σερρών και Καβάλας, που εκδόθηκαν το 1919 από την Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, αναφέρεται ότι στο χωριό Αλχανλί κατοικούσαν μέχρι το 1912, 300 μουσουλμάνοι, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1915 ανέρχονταν σε 319.
Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού, στην απογραφή του έτους 1920, είχαν περιορισθεί στους 173.
Ο οικισμός, στις 20-11-1919 προσαρτήθηκε στην κοινότητα Όλατζακ (μετέπειτα Πλαταμώνας), (ΦΕΚ 251 Α/20-11-1919).
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, που έγινε σ’ εκτέλεση των συμφωνηθέντων  με τη Συνθήκη της Λωζάνης, όλοι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του χωριού έφυγαν για την Τουρκία και στο χωριό εγκαταστάθηκαν 27 οικογένειες (ή 120 εν συνόλω) Έλληνες πόντιοι, που κατάγονταν από την περιοχή της Νικόπολης του Πόντου, (Μητρόπολη Κολωνίας). (Κατάλογος των προσφυγικών συνοικισμών της Μακεδονίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων).
Στην απογραφή του έτους 1928 το χωριό είχε πλέον 131 Έλληνες πρόσφυγες, οι οποίοι, στην απογραφή του 1940, είχαν γίνει 194.
Στις 14-05-1928 ο οικισμός μετονομάσθηκε σε Αχλαδινή, (ΦΕΚ 81 Α/14-05-1928).
Οι πρόσφυγες κάτοικοι του οικισμού, που εγκαταστάθηκαν εκεί το έτος 1922, στα σπίτια των μουσουλμάνων κατοίκων που είχαν αναχωρήσει για την Τουρκία, επισκεύασαν τα σπίτια, κατασκεύασαν εκκλησία, άρχισαν να καλλιεργούν τα λιγοστά χωράφια, κύρια με καπνό και η ζωή τους κύλησε δύσκολα και φτωχικά, την αρμονική ζωή τους, όμως, όπως και τη ζωή όλων των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας, ανέκοψε η βουλγαρική κατοχή, που άρχισε το καλοκαίρι του 1941 και τελείωσε το καλοκαίρι του 1944, στη διάρκεια της οποίας και η Αχλαδινή βρέθηκε υπό βουλγαρική κατοχή, έχοντας Βούλγαρο πρόεδρο και Βούλγαρο χωροφύλακα, (που όμως δεν ήταν εγκατεστημένοι μόνιμα στην Αχλαδινή – ο πρώτος διέμενε στο Μακρυχώρι).
Αμέσως μόλις άρχισε η βουλγαρική κατοχή, στα βουνά της Λεκάνης, όπως και σ’ όλα τα βουνά της πατρίδας μας, άρχισε το μεγαλειώδες έπος της Εθνικής Αντίστασης. Η πυκνή βλάστηση και ή διαμόρφωση του εδάφους γύρω από την Αχλαδινή και το Ορέν ντερέ (ή Ερέν – ντερέ), (με γκρεμούς και βαθιές χαράδρες), ήταν ιδανικά για την ανάπτυξη ανταρτικών ομάδων, τα οποία εγκατέστησαν σ’ αυτά τα λημέρια τους. Ήδη από τις αρχές του 1943, το μαχητικό συγκρότημα «Ρήγας Φεραίος» του ΕΛΑΣ, που είχε αρχηγό τον Καβαλιώτη Νικόλαο Ρόμτσιο, με το ψευδώνυμο «Νταβέλης», είχε εγκατασταθεί . σε μια μεγάλη χαράδρα, κατάφυτη από λογής – λογής δένδρα, καρποφόρα και άγρια, κοντά στο Ορέν-Ντερέ (ή Ερέν-ντερέ), ενώ πολύ κοντά στην Αχλαδινή, νότια από τη Λυκιά, υπήρχε κι άλλο αντάρτικο λημέρι, δίπλα σε μια «μάνα του νερού». Το δεύτερο αυτό λημέρι βρισκόταν σε άμεση, οπτική επαφή με το χωριό. Κάπου εκεί, τέλος, βρισκόταν και το αναρρωτήριο του ΕΛΑΣ, υπό τον παθολόγο – γυναικολόγο γιατρό Πετρίδη, από το Ζυγό της Καβάλας.
Τα τρία γειτονικά χωριά, Πυργίσκος (Κούλετζικ), Ελαφοχώρι (Καρατζόβα) και Αχλαδινή, σ’ όλη τη διάρκεια των αγώνων των αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ κατά των Βουλγάρων κατακτητών, βοηθούσαν με κάθε δυνατό τρόπο τον ΕΛΑΣ, παρέχοντάς του άνδρες και τρόφιμα. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι πολύ συχνά τις νύχτες, οι φούρνοι της Αχλαδινής έκαιγαν ασταμάτητα, για να ετοιμάζουν ψωμιά για τους αντάρτες, ενώ το πρωί όλα φαίνονταν ήρεμα και τίποτε δεν θύμιζε τη νυχτερινή, έντονη δραστηριότητα του χωριού!
Οι Βούλγαροι, όμως, πληροφορήθηκαν, φυσικά, τη στενή σχέση του αντάρτικου χωριού με τα σώματα του ΕΛΑΣ κι έτσι, στις 2 Ιουνίου του 1944, τακτικός βουλγαρικός στρατός, βοηθούμενος από Έλληνες «Εφιάλτες», έφθασε στην Αχλαδινήκατά τις πρωινές ώρες κι ενώ οι άνδρες και οι γυναίκες του χωριού καλλιεργούσαν ήδη τα καπνοχώραφά τους. Αφήνω, όμως, να συνεχίσει την τραγική αφήγηση ο ένας από τους τέσσερις καπετάνιους του ΕΛΑΣ στα βουνά της Λεκάνης, ο καπετάν Μαύρος, (Νικόλαος Β. Χατζηνικολάου, από τους Δελλιώνες της Ανατολικής Θράκης), στο βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα, βασιμένο σε προσωπικές σημειώσεις του, με τίτλο «Ταραγμένα χρόνια στο Νέστο»: «Συνέχισα την πορεία μου και έφτασα στο χωριό Αχλαδινή. Ήξερα πως κάπου εκεί κοντά ήταν το αναρρωτήριο με το γιατρό Πετρίδη. Κρύφτηκα μέσα στις φτέρες κοντά στο μονοπάτι με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα περνούσε κάποιος χωρικός. Δεν έπεσα έξω, στο μονοπάτι φάνηκε ένας γνωστός μου, ο μπάρμπα Κώστας. Τον φώναξα στο όνομα. Με ανέβασε στο μουλάρι του. Μην φοβάσαι, μου έλεγε, μό­λις σουρουπώσει θα σε πάμε στο αναρρωτήριο. Λίγο παρακάτω ακούστηκαν πυρο­βολισμοί. Ο μπάρμπα Κώστας με κατέβασε από το μουλάρι και με έκρυψε στο δάσος κοντά στο μονοπάτι. Περίμενε και παρακολουθούσε, ήθελε να εξακριβώσει ποιος πυροβολούσε. Στο μονοπάτι εμφανίστηκε μια βουλγάρικη καβαλαρία, ο μπάρμπα Κώστας έπρεπε να την ακολουθήσει. Πάλι έμεινα μόνος μου. Τότε τράβηξα κατά τα καπνοχώραφα. Εκεί βρήκα χωρικούς από την Αχλαδινή που σκάλιζαν τα χωράφια τους. Τούτο απαγορευόταν. Με την εμφάνιση των Βουλ­γάρων θα έπρεπε να εξαφανιστούν και να κρυφτούν. Ο ένας από τους χωρικούς ήταν ο υπεύθυνος του χωριού, κοντά του και η οικογένειά του. Είδαν ότι είμαι τραυματισμένος και σε άσχημη κατάσταση. Μου έλυσαν την πληγή, την έπλυναν και την έδεσαν με τη μαντίλα που φορούσε η μια κόρη. Με πήγαν στην άκρη του δάσους και με έκρυψαν. Με διαβεβαίωσαν ότι μόλις θα έπεφτε η νύχτα, θα με πήγαιναν στο αναρρωτήριο. Κάποιος φώναζε δυνατά ότι οι Βούλγαροι θα έβαζαν φωτιά στο χω­ριό. Γι' αυτό έπρεπε να αδειάσουν τα σπίτια. Ο υπεύθυνος έπρεπε να φύγει για να προλάβει το βιός του πριν του το κάψουν. Μου άφησε μισό ψωμί καλαμποκίσιο, μια στάμνα νερό και ένα δοχείο με γιαούρτι ως πέντε οκάδες. Μου υποσχέθηκε ότι θα ξανάρθει για να με βοηθήσει. Τα πράγματα από τα σπίτια δεν τα έβγαλε κανείς, οι Βούλγαροι μάζεψαν τον κόσμο και σαν κοπάδι τους οδήγησαν στο Μακρυχώρι, 4 ώρες μακριά. Μετά λήστεψαν το χωριό και του έβαλαν φωτιά. Από τότε δεν υπάρ­χει Αχλαδινή».
Μετά την Αχλαδινή οι Βούλγαροι έκαψαν και τα γειτονικά ανταρτοχώρια, Πυργίσκο κι Ελαφοχώρι. Η Αχλαδινή, όμως, έμελλε να πληρώσει κι έναν φοβερό φόρο αίματος στο βωμό της πατρίδας. Εδώ αφήνω ν’ αφηγηθεί την μεγάλη καταστροφή ο Διοικητής του Συντάγματος του ΕΛΑΣ, (που έδρευε βορειοανατολικά από τον Πλαταμώνα), καπετάν Κώστας Κωνσταντάρας, από την Ελευθερούπολη, στο βιβλίο του με τίτλο «ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΩΓΜΟΙ»: «Οι Βούλγαροι, μ’ επικεφα­λής Έλληνες προδότες, κύκλωναν νύχτα τα χωριά, συλλάβαιναν πολίτες, τους έσερναν στις φυλακές και τη νύχτα τούς δολοφονούσαν. Τους έριχναν στους δρόμους. Τούς έκοβαν τα κεφάλια. Τα κάρφωναν στους πασσάλους. Έσερναν γυναίκες στα μπουντρούμια για να τρομοκρατήσουν την περιοχή. Αυτή ή τύχη περίμενε τούς 22 άμοιρους Αλχανλιώτες, τούς 5 απ' τη Χρυσούπολη, τους 4 απ' το Όργαντζι (Οργάν-τσιλάρ – Χρυσοχώρι), τούς 7 απ' το Κουρί (Αγίασμα), τούς 3 απ' το Καρατζάκιοϊ (Ελαφοχώρι) κλπ.»
Η εκτέλεση των προαναφερθέντων πατριωτών από την Αχλαδινή και τα άλλα χωριά έλαβε χώρα κοντά στο Ορέν-ντερέ, όπου οι Βούλγαροι τους μετέφεραν, αφού προηγούμενα τους κρατούσαν έγκλειστους στη Χρυσούπολη. Κι εδώ ο καπετάν Κωνσταντάρας αφηγείται: « Αλλά δυστυχώς (οι Βούλγαροι) πέρασαν από κει την μεθεπομένη και πήγαν στο Ερέν ντερέ, όπου και σκότωσαν άνανδρα τούς Αλχανλιώτες, που έπιασαν προδότες των ανταρτών και τους είχαν κρατουμένους στη Χρυσούπολη».
Μεταφέρω, επίσης, στο σημείο αυτό όσα μου αφηγήθηκε στις 16-06-2011 η Σοφία χήρα Αντώνη Καραβέλη, το γένος Τιμοσίδη, που ζούσε τότε, με τους γονείς της στο Ιμπραϊμλί, (χωριό ερειπωμένο σήμερα, που βρισκόταν πολύ κοντά στο σημερινό Πολύνερο): Όλους τους άνδρες από διάφορα χωριά, που είχαν συλλάβει οι Βούλγαροι τον Ιούνιο του 1944, τους είχαν μεταφέρει και τους κρατούσαν στη Χρυσούπολη και διέδιδαν ότι θα τους απελευθέρωναν, πλην όμως τους μετέφεραν κρυφά κοντά στο χωριό Κιόσελες, (που σήμερα είναι ερειπωμένο και βρισκόταν πολύ κοντά στο Ορέν–ντερέ), όπου τους εκτέλεσαν με πολυβόλα και τους άφησαν άταφους για πολύ καιρό. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήταν κι ο αδελφός της μητέρας της, Μιλτιάδης, από το Ιμπραϊμλί. Η μητέρα της, όταν, αρκετές μέρες μετά την εκτέλεση, πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί και πού βρίσκονταν άταφοι οι εκτελεσμένοι, πήρε τον μεγάλο γιο της, Αντώνη Καραβέλη και πήγε μαζί του να βρει τον αδελφό της. Βρήκαν τους άταφους νεκρούς, που είχαν γίνει μια σωρός και ο γιος της, ο Αντώνης, είδε, ανάμεσα στα πτώματα, το σακάκι του θείου του, όταν, όμως, η μητέρα του το τράβηξε, το χέρι του αδελφού της ξεχώρισε από το υπόλοιπο σώμα, λόγω της προχωρημένης αποσύνθεσης!
Αμέσως μετά την καταστροφή, στην Αχλαδινή έσπευσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ, όμως δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε για τους ηρωικούς κατοίκους του, που είχαν χάσει τα πάντα στον αγώνα για την ελευθερία. Αφήνω, όμως και πάλι τον καπετάν Κωνσταντάρα να μας μεταφέρει όσα ο ίδιος έζησε στο χωριό της θυσίας: «Όταν έφθασα το πρωί της 25ης Ιουλίου (ενν. του 1944) στο Αλχανλί, με υποδέ­χθηκαν όλοι οι κάτοικοι του ηρωικού χωριού μαζί με τούς αντάρτες. Μόνο μια μαυροφορεμένη γρηούλα δεν κατέβηκε στην υποδοχή μας. Καθισμένη σ' ένα κήπο, με το κεφάλι και τα χέρια πάνω στα γόνατα, συνέ­χιζε το ατελείωτο κλάμα της για το μοναχογυιό της, που είχαν σκοτώσει τον περασμένο μήνα οι Βούλγαροι στο Ερέντερε. Καθώς ήταν σκελετωμένη, έμοιαζε με σκιάχτρο και με τούς μαυρισμέ­νους τοίχους του καμένου χωριού ολοκλήρωνε την εικόνα της συμφοράς, πού είχαν φέρει οι Βούλγαροι στα πολύπαθα μέρη κι επαλήθευε το λαϊκό ρητό: «Μαύρη είναι ή σκλαβιά».
Από τον εμπρησμό των Βουλγάρων το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς και λίγο αργότερα εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του. Τα καμένα σπίτια του ορθώνουν μέχρι σήμερα εφιαλτικά τους τοίχους τους, για να θυμίζουν στις γενιές των Ελλήνων πως η ελευθερία δεν ήταν ποτέ κάτι το αυτονόητο στον πολύπαθο τόπο μας, και μόνο ένα μικρό, μουσουλμανικό μνημείο, («τουρμπές» – μνημείο κάποιου άγνωστου, μουσουλμάνου αγίου) στέκεται ακόμη ακέραιο στο μέσον του χωριού.
Ήδη από το 1950 οι κάτοικοι της μαρτυρικής Αχλαδινής εγκαταστάθηκαν στο προάστιο «Αχλαδινή» της Χρυσούπολης, μετά από ενέργειες κυρίως του βουλευτή Καβάλας, Σταύρου Νικολαίδη, ο οποίος ήταν συμπατριώτης τους, αφού καταγόταν κι αυτός από χωριό της περιοχής Νικοπόλεως του Πόντου και στην πλατεία του νέου τόπου εγκατάστασής τους ορθώνεται σήμερα ένα σεμνό μνημείο, με 18 ονόματα εκτελεσθέντων, για να μαρτυρά τη μεγάλη θυσία του Ιουνίου του 1944. Μνημείο, όμως, έχει ανεγερθεί και στο εγκαταλειμμένο χωριό, στο οποίο είναι γραμμένα τα ίδια 18 ονόματα, τα οποία αναφέρω στη συνέχεια, (χωρίς να γνωρίζω, όμως, γιατί ο καπετάν Κωνσταντάρας μιλάει για 22 νεκρούς Αλχανλιώτες), ως δικό μου, ελάχιστο φόρο τιμής, για τη μεγάλη θυσία τους στον βωμό της ελευθερίας της πατρίδας μας:

Βασιλειάδης Δημοσθένης του Παύλου,

Βασιλειάδης Αλέξανδρος του Δημοσθένη,

Βασιλειάδης Παύλος του Δημοσθένη,

Βασιλειάδης Μιλτιάδης του Ιωακείμ,

Βεργίδης Κωνσταντίνος του Δημητρίου,

Γεωργιάδης Γεώργιος του Κωνσταντίνου,

Γιαμουρίδης Πρόδρομος του Αντωνίου,

Γιαμουρίδης Ηρακλής του Προδρόμου,

Γιαμουρίδης Αντώνιος του Προδρόμου,

Καζαντζίδης Λάζαρος του Ελευθερίου,

Καλεάδης Κοσμάς του Κωνσταντίνου,

Κεσκεσιάδης Αντώνιος του Σάββα,

Μελίδης Δαμιανός του Ευθυμίου,

Νικηφορίδης Λάζαρος του Ιωάννη,

Νικηφορίδης Ιορδάνης του Λαζάρου,

Νικηφορίδης Δημήτριος του Ιωάννη,

Σταμποτός Γεώργιος του Εμμανουήλ,

Σταθερόπουλος Πρόδρομος του Γεωργίου.



ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

 


ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΜΩΝΥΜΟΥ, ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ, ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΛΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ - ΚΑΒΑΛΑΣ

 
Η περιοχή όπου εκτείνεται το σημερινό προσφυγικό χωριό του Αγίου Ανδρέα Καβάλας και τα κτήματά του, στη διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης και πριν το έτος 1869 ήταν ολόκληρη ενταγμένη σ’ ένα τσιφλίκι, με τ’ όνομα «τσιφλίκι του Νουζλά», που ανήκε κάποτε σε κάποιον Τζαφέρ μπέη.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και αμέσως μετά τη λήξη του Ρωσο-τουρκικού πολέμου και την σύναψη της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, με την οποία επιχειρήθηκε η ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας, οι Ρώσοι, «αδελφοί των Βουλγάρων», δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό ν’ αγωνίζονται για μια ελεύθερη πρόσβαση της χώρας τους (και της «αδελφής βουλγαρικής» χώρας) στο Αιγαίο Πέλαγος και, εν γένει, στη Μεσόγειο Θάλασσα. Στα πλαίσια αυτών των προσπαθειών εντασσόταν, λοιπόν, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, η ρωσική πολιτική στο Άγιο Όρος, το οποίο τότε βρισκόταν ακόμη μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι έμπειροι διπλωμάτες του τσαρικού υπουργείου των εξωτερικών έγκαιρα αντιλήφθηκαν ότι ο έλεγχος, μεταξύ άλλων, αυτού του παγκόσμιας ακτινοβολίας Ορθόδοξου μοναστικού Κέντρου, θα τους επέτρεπε μια άνετη διείσδυση στην Βαλκανική, προς εξυπηρέτηση των τότε ιδιαίτερα διαδιδόμενων πανσλαβιστικών ιδεών. Ως μέσο για την επίτευξη των σκοπών τους επέλεξαν τη διείσδυσή τους στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και στη σκήτη του Αγίου Ανδρέα (αλλιώς «Σαράϊ»), του Αγίου Όρους, ίσως γιατί στην πρώτη, ήδη από τη βυζαντινή εποχή, μόναζαν και Ρώσοι μοναχοί, γι’ αυτό και στα βυζαντινά κείμενα η εν λόγω Μονή, μεταξύ άλλων αναφέρεται και ως Μονή «των Ρώσων». Έτσι, ήδη το έτος 1830 δύο Ρώσοι μοναχοί αγόρασαν το τότε ακόμη ασήμαντο Βατοπεδινό κελί του Αγίου Ανδρέα (ή «Σαράϊ»), στα όρια των Καρυών, ενώ Ρώσοι επίσης μοναχοί, από το 1834 αρχίζουν να εγκαθίστανται στη Μονή Αγίου Παντελεήμονος, η οποία, στις αρχές του 20ού αιώνα έφθασε να έχει περί τους 1.900 μοναχούς και άλλους 2.100 βοηθητικούς, (εργάτες, δόκιμους μοναχούς κλπ.), ενώ η πρώην ασήμαντη Σκήτη είχε, την ίδια εποχή, περί τους 600 μοναχούς και 500 εργάτες.

Ευθύς εξ αρχής, άρχισαν να συρρέουν στα δύο θρησκευτικά ιδρύματα άφθονα χρήματα από τη Ρωσία και να κατασκευάζονται και στα δύο εντυπωσιακά, ακόμη και στα μάτια του σημερινού επισκέπτη, κτίρια κελιών, εργαστηρίων, βοηθητικών χώρων και υπέροχα καθολικά εκκλησιών και παρεκκλησιών. Ενδεικτικό του ρωσικού ενδιαφέροντος για το Άγιο Όρος αποτελεί το γεγονός ότι τα δύο προαναφερθέντα ρωσικά θρησκευτικά ιδρύματα επισκέφθηκαν κατά καιρούς ανώτεροι και ανώτατοι άρχοντες της Ρωσίας, (Μεγάλοι Δούκες, Πρίγκιπες, στρατηγοί, πρόξενοι κλπ.), ενώ στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, εγκαθίσταντο εκεί, καλυμμένοι υπό το μοναχικό ράσο, ακόμη και αξιωματικοί του ρωσικού στρατού!

Στα πλαίσια της πιο πάνω «διεθνούς» ρωσικής πολιτικής, η δυναμωμένη, πια, Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, στο Άγιο Όρος, αγόρασε, κατά το έτος 1869, από τον Οθωμανό μπέη του Νουζλά, Ελιάς μπέη, ο οποίος διέμενε στη Δράμα, το «τσιφλίκι του Νουζλά» ή «τσιφλίκι του Τζαφέρ μπέη», (από το όνομα κάποιου παλιότερου κτήτορά του), αντί τιμήματος 3.000 χρυσών τουρκικών λιρών. Η έκταση του τσιφλικιού ήταν, προφανώς, πολύ μεγάλη, αν κρίνει κανείς από το υπέρογκο ύψος του τιμήματος, καταλάμβανε δε ολόκληρη την περιοχή του σημερινού Αγίου Ανδρέα και των κτημάτων του κι έφθανε μέχρι τη σημερινή Νέα Ηρακλείτσα, όπου είχε τον «αρσανά» του, κατά το πρότυπο όλων των Μονών του Αγίου Όρους, ενώ συνάμα είχε και εκτάσεις, με μια σκάλα ελλιμενισμού στην περιοχή της σημερινής Νέας Περάμου. (Εδώ σημειώνουμε και το ότι ο μεγάλος Γάλλος αρχαιολόγος και ανασκαφέας των Φιλίππων, Paul Collart,  στο έργο του “Philippes, ville de la Macedoine, des ses origins jusqua la fin de l’ époque romain”, που εξέδωσε στη δεκαετία του 1930,  αναφερόμενος στο κάστρο της Ανακτορούπολης, στην αρχή του ακρωτηρίου «Βρασίδας» του λιμένος των Ελευθερών, το αναφέρει ως «Καλέ τσιφλίκ» ή «Καλέ Μετόχι», αποδίδοντας έτσι, έμμεσα, τη σπουδαιότητα του Μετοχίου για την περιοχή και τον ίδιο τον λιμένα των Ελευθερών).

Αμέσως μόλις αγοράστηκε το τσιφλίκι του Νουζλά, από την Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό περίπου 30 Ρώσοι μοναχοί, που το κατέστησαν κανονική Μονή, με το Καθολικό της, κατασκευασμένο κατά το πρότυπο των ρωσικών Καθολικών του Αγίου Όρους και τιμώμενο στη μνήμη του Αγίου Ανδρέα, (Σφέτι – Αντρέα - από το όνομα της Σκήτης που το αγόρασε) και διακοσμημένο με εικόνες της εικονογραφικής σχολής του Νοβγκορόντ .

Για την αγορά του μετοχίου και την εγκατάσταση των πρώτων μοναχών σ’ αυτό είναι χαρακτηριστικά όσα έγραφε ο τότε Έλληνας πρόξενος στην (οθωμανική) Θεσσαλονίκη, Γ. Δοκός, στην υπ’ αρ. πρωτ. 767/8-11-1886 αναφορά του προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών: «Κατά τας αρχάς του έτους 1869 οι Ρώσοι της εν Άθω Σκήτης του Σεραϊου, οικουμένης υπό 500 περίπου μοναχών, υπαγομένης δε δικαίω μόνον εις την μονήν Βατοπεδίου, ηγόρασαν αντί 3.000 λιρών οθωμανικών παρά του εν Δράμα Ελιάς Βέη… κτήμα μέχρι του λιμένος των Ελευθερών …. Διέμενον συνήθως 18-23 μοναχοί, ων προϊστάμενος ήτο μέχρι του παρελθόντος έτους πολυμήχανός τις και ραδιούργος Ρώσος, Βαρνάβας καλούμενος, όστις είναι ήδη Δικαίος της Σκήτης Σαραϊου..»   

Σε μεταγενέστερη αναφορά του, με αριθμό πρωτ. 1051/24-8-1887, ο ίδιος πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, εξέφρασε την αγωνία του για τον «ρωσικό αποικισμό» της περιοχής των Ελευθερών, (εννοώντας το Μετόχι του Αγίου Ανδρέα και τα δύο λιμάνια που αυτό διέθετε) και πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση, να φροντίσει, ώστε οι ελληνικές Ιερές Μονές του Αγίου Όρους ν’ αγοράσουν κτήματα στην ίδια περιοχή, για να μην αλλοιωθεί ο ελληνικός χαρακτήρας της.

Αλλά και οι εκθέσεις που έστειλε το 1878, στον Κ. Βατικιώτη και τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, ο τότε υποπρόξενος της Ελλάδος στην Καβάλα, είναι διαφωτιστικές για τους σκοπούς της ίδρυσης του Μετοχίου, αφού, μεταξύ άλλων, αυτές αναφέρονται στο γεγονός της έλευσης, στην περιοχή, του πρώην προξενικού πράκτορα της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, Έλληνα από την Τήνο, Μάρκου Φώσκολου, ο οποίος, με τον γιο του και τον αναφερθέντα Ρώσο ηγούμενο του Μετοχίου, μοναχό Βαρνάβα, περιέτρεχαν την Καβάλα και την Ελευθερούπολη, για να τονίσουν το φρόνημα των Βουλγάρων εργατών και να τους καλέσουν σε θεία λειτουργία που θα γινόταν στη βουλγαρική γλώσσα, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, σε Ναό της Καβάλας, πλην όμως τα σχέδιά τους απέτυχαν, από την ενεργό κινητοποίηση, από τον Έλληνα πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, όλου του ελληνικού πληθυσμού, 1500 ένοπλα μέλη του οποίου προσήλθαν στο Ναό και δεν επέτρεψαν την υλοποίηση των σχεδίων.

Χαρακτηριστική, για το είδος των εγκαταστάσεων των Ρώσων μοναχών στο Μετόχι του Αγίου Ανδρέα, είναι και η υπ’ αρ. πρωτ. 1473/14-11-1884 απόρρητη αναφορά του Έλληνα προξένου στη Θεσσαλονίκη, Λογοθέτη, προς το Υπουργείο Εξωτερικών, σύμφωνα με την οποία, πλησίον του λιμένα των Ελευθερών, που έχει μεγάλη στρατιωτική σπουδαιότητα, οι Ρώσοι μοναχοί του εκεί υφισταμένου Μετοχίου είχαν ανεγείρει ισχυρές οικοδομές, οι οποίες έμοιαζαν μάλλον με προμαχώνες, παρά με αποθήκες, γεγονός που προκάλεσε το ενδιαφέρον του ίδιου του σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος κι έστειλε στην περιοχή μηχανικό των ανακτόρων, για να ελέγξει τ’ ανωτέρω, ενώ σκόπευε να ιδρύσει, .σ’ επίκαιρες θέσεις του λιμένα Ελευθερών, στρατιωτικούς πύργους, για ν’ αντιμετωπίσει τον κίνδυνο από την πολιτική της Ρωσίας στην περιοχή.

Αμέσως, λοιπόν μετά την ίδρυσή του, το Μετόχι του Αγίου Ανδρέα ενισχύθηκε από ισχυρά οικοδομήματα, έκτασης άνω των 20.000 τετρ. πήχεων, όπως άλλη αναφορά (του έτους 1880) του Έλληνα προξένου στη Θεσσαλονίκη ανέφερε, ενώ ένα τέτοιο οικοδόμημα ήταν και ο πύργος του (αρσανάς) στην παραλία της Νέας Ηρακλείτσας, του οποίου ο στρατηγικός σκοπός ήταν προφανής.

Η επικοινωνία του Μετοχίου με τη Ρωσία και ο εφοδιασμός του γινόταν μέσω του αρσανά του, στην παραλία της Νέας Ηρακλείτσας, από ατμόπλοια που έρχονταν απευθείας από την Οδησσό και μετέφεραν εφόδια και στα Ρωσικά Μοναστήρια του Αγίου Όρους.

Ήδη πριν το έτος 1877 πέρασε από την περιοχή του Νουζλά ο Νικόλαος Φιλιπίδης ο οποίος, σε άρθρο του στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, α’ τόμος, του έτους 1877, υπό τον τίτλο «Περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως», αναφέρεται στο Μετόχι ως εξής: «Νοζηλά και Νοσηλά (η). Το χωρίον τούτο προς μεσημβρίαν του Παγγαίου, και παρά την θάλασσαν κείμενον ηγοράσθη παρά τινος Βέη Οθωμανού εκ Δράμας, αντί αδροτάτης τιμής, υπό των υπό τον γηραιόν Άθω καταλυσάντων και δια πολλών μηχανορραφιών κατακτησάντων τας οποίας ήδη κατέχουσιν εν τη αγιωνύμω και Ελληνικωτάτη εκείνη χώρα θέσεις, Ρώσων ρασοφόρων, επί σκοπώ, ον πάνυ ευμαρώς δύναταί τις να μαντεύση. Επί του παρόντος διαμένουσι αυτόθι πεντήκοντα περίπου Ρώσοι μοναχοί! Η Νοζηλά κείται επί χλοερού και τερπνού λεκανοπεδίου, έχουσα άφθονα ύδατα και απέχει μίαν και ημίσειαν ώραν του Πραβίου».

Λίγο πριν το 1886 πέρασε επίσης από την περιοχή ο Έλληνας ταγματάρχης του Μηχανικού, Νικόλαος Θ. Σχινάς, ο οποίος το 1886 εξέδωσε στην Αθήνα την αναφορά του, με τίτλο «Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας», συνταχθείσα, όπως στο εξώφυλλό του ρητά ανέφερε, «τη εντολή του επί των στρατιωτικών Υπουργού». Αυτός, αναφερόμενος στο Μετόχι, αναφέρει τα εξής: «Από της προς βορράν ακτής του λιμένος Ελευθερουπόλεως (ενν. της Νέας Ηρακλείτσας), παρά τη οποία υπάρχει φρέαρ μετ’ αντλίας, καλή οδός, διερχομένη δια δάσους και αγρών, μετά ¾ ώρας φέρει εις ρωσικόν μετόχιον, εκ τούτου δε φέρουσιν, αμαξιτή οδός εις την εντός του αυτού λιμένος αποβάθρα (αρσανάν) και ημιονική εις Καβάλλαν. Επί των σκοπώ διαδόσεως πανσλαβιστικών ιδεών ηγόρασαν αδρώς οι Ρώσσοι, παρά του εν Δράμα οθωμανού Ηλιάζ βέη, το κατά την θέσιν ταύτην τσιφλίκιόν του, Νουσλά καλούμενον. Επ’ αυτού αλλ’ ουχί εις οχυράν θέσιν, διότι προσβάλλεται ου μόνον από θαλάσσης αλλά και υπό των υπερκειμένων αυτού υψωμάτων του όρους, εις τους πρόποδας του οποίου κείται, ανήγειραν μετόχιον, έχον καλόν και πολυτελή ναόν, μετά πολλών στερεών οικοδομών και ενεκατέστησαν συνάμα και σιδηρουργείον, ξυλουργείον, αμαξοπηγείον, δύο ιππομύλους, δύο κλιβάνους, αποθήκας εισοδημάτων και νομής και σταύλους 500 κτηνών. Διαμένουσιν εν τω μετοχίω τούτω 80 μοναχοί Ρώσοι και 100 χριστιανοί καλλιεργηταί, έχοντες ου μόνον άπαντα τ’ αναγκαιούντα αυτοίς, άτινα δια ρωσσικού του μετοχίου πλοίου μεταφέρονται κατ’ έτος εξ Οδησσού, αλλά και καλόν οπλισμόν και πολεμοφόδια, 40 κτήνη και 6 αμάξας, ων μία επιβατών, συρομένας δι’ ίππων».

Από την ενδιαφέρουσα αυτή περιγραφή, εκείνο που μένει σαν πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι στην υπηρεσία του Μετοχίου υπήρχαν περί τους 100 χριστιανούς καλλιεργητές, που συνέχισαν, ούτως ειπείν, την υπό καθεστώς δουλοπαροικίας εκμετάλλευση του τσιφλικιού από τους προγενέστερους κτήτορές του, Οθωμανούς μπέηδες ή ανεξάρτητους Κονιάρους καλλιεργητές.

Τέλος, σχετικά επίσης με την ρωσική πολιτική στην περιοχή μας και στο Άγιο Όρος, περί το τέλος του 19ου αιώνα, ενδιαφέροντα είναι και όσα στην ανακοίνωσή του, στα πλαίσια του Β’ τοπικού συμποσίου «Η ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ», περιέλαβε ο θεολόγος καθηγητής κ. Σωκράτης Ν. Καπλανέρης, αντληθέντα από τα έγγραφα του προξένου της Αυστρίας στην Καβάλα στα έτη 1872-1885, τα οποία βρίσκονται σήμερα στα Αυστριακά Αρχεία, στα οποία απλώς αναφερόμαστε.

Στα έτη 1898-1900 η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα του Αγίου Όρους διεξήγαγε σοβαρούς δικαστικούς αγώνες με την Οθωμανική Κυβέρνηση, η οποία ήθελε να καταλάβει το Μετόχι με τα κτήματά του, χαρακτηρίζοντάς το σαν «μαχλούλι», δηλαδή αδέσποτο κτήμα. Τα Δικαστήρια δικαίωσαν την Σκήτη, αλλά το έτος 1901 οι περίοικοι του Μετοχίου Οθωμανοί Κονιάρηδες κατέλαβαν αυθαίρετα ένα σημαντικό τμήμα των κτημάτων του Μετοχίου.

Γύρω στα 1900 το Μετόχι είχε περί τους 100 μοναχούς, εκείνο όμως που πρέπει να ομολογήσουμε είναι, αφενός μεν ότι οι σχέσεις του με τους γύρω απ’ αυτό κατοικούντες υπόδουλους Έλληνες ήταν καλές, αφετέρου δε ότι ήταν παροιμιώδης, όπως αφηγούνταν οι γέροντες της Ελευθερούπολης και των Ελευθερών, η φιλοξενία των Ρώσων μοναχών, ακόμη και στη διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής της περιοχής, (1913 και 1916, αντίστοιχα).

Περί το έτος 1905 περιόδευσε στην περιοχή ο Γεώργιος Χατζηκυριάκου, ο οποίος, στο έργο του «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)», περιέγραψε ως εξής την πορεία του προς τις Ελευθερές: «Πριν ή καταλήξωμεν εις ταύτην (ενν. τις Ελευθερές) διερχόμεθα εκ τερπνής παραλιακής κοιλάδος, εν η ίδρυται μετόχιον της εν Άθω Ρωσσικής μονής, περιλαμβάνον ουχί σμικράς εκτάσεως γαίας και δάση. Ημίωρος αμαξητός δρόμος άγει εξ αυτού εις μικρόν και ασφαλή λιμένα, (ενν. αυτόν της Νέας Ηρακλείτσας), ον ως επίνειον αυτού ανέδειξαν οι Ρώσσοι μοναχοί  Εν γένει το μετόχιον τούτο, η διακρίνουσα τους Ρώσσους μοναχούς ήρεμος πρόνοια κατέστησε τερπνόν ενδιαίτημα και ασφαλές ορμητήριον. Μετά ώρας εκ του μετοχίου τούτου πορείαν φθάνομεν εις Ελευθεράς..»

Το 1913 ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής του Γυμνασίου Βόλου, στο έργο που εξέδωσε στην Αθήνα κατά το έτος εκείνο, με τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων Ελληνικών χωρών: Ηοείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών», αναφέρει τα εξής: «Εκ Πραβίου ο περιηγητής έρχεται ή εις Καβάλλαν δια της παρά το τέναγος των Φιλίππων αμαξιτής οδού εντός 2 ½ ωρών ή λαμβάνει την δια της κοιλάδος Συμβόλου και Παγγαίου, ην βρέχει ο χείμαρρος Λιβάδι εις τον κόλπον του Στρυμόνος άγουσαν ή την παραλιακήν δια Νουζλά – Ελευθερουπόλεως, (εδώ ως Ελευθερούπολη ο συγγραφέας εννοεί τις Ελευθερές, όπου βρισκόταν η βυζαντινή Ελευθερούπολις)… Προχωρών τις ΜΔ δια της παρά την θάλασσαν οδού δια Νουζλά φθάνει εις Ελευθερούπολιν (Ελευθεραί), αλλά πριν ή φθάσωμεν εις αυτήν διερχόμεθα δια του πλουσίου Μετοχίου της εν Αγίω Όρει ρωσσικής Μονής του Αγίου Παντελεήμονος (δύναταί τις να διανυκτερεύση). Το Μετόχιον τούτο περιλαμβάνει πολλά συνεχόμενα οικοδομήματα, ευπρεπώς ωκοδομημένα, μετά γαιών και δασών απεράντων. Εκ τούτου οδός δενδρόφυτος κατάγει εις τον λιμένα παρά το χωρίον Νουζλά, (εννοεί το λιμάνι της Νέας Ηρακλείτσας), τας νησίδας ων η μεν καλείται Κιζήλ αδά (ερυθρά νήσος), κατασκευασθέντα υπό των Μοναχών του Μετοχίου, προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων αυτών».

Το 1913, επίσης, ο Μελέτιος Μεταξάκης, στη σελίδα 132 του έργου του για το Άγιον Όρος έγραφε ότι «το εις τον μυχόν του κόλπου των Ελευθερών παρά την Καβάλλαν Μετόχιον της Σκήτης του Αγίου Ανδρέου είναι έν των μεγαλυτέρων τσιφλικίων της περιφερείας του Παγγαίου, με πλουσίας παντοειδείς εγκαταστάσεις, επί του παρόντος μόνο γεωργικάς».

Στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων η περιοχή του Αγίου Ανδρέα και των Ελευθερών έγινε θέατρο σκληρών επιχειρήσεων μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων, για τις οποίες δεν είναι εδώ  ο κατάλληλος χώρος παράθεσης, αλλά των οποίων μια ιδέα παρέχει το μνημείο των πεσόντων, που έχει ανεγερθεί πάνω στην οδό Ελευθερούπολης – Ελευθερών, λίγο πριν τις Ελευθερές, προς τιμή των πεσόντων στη μάχη της Βαζόπετρας, η οποία έλαβε χώρα στις 26 Απριλίου του 1913.

Όταν στα 1916 διατάχθηκε το 63ο Σύνταγμα Πρεβέζης του Ελληνικού στρατού ν’ αποχωρήσει αμέσως από την έδρα του, στην περιοχή της Μεσωρόπης του Παγγαίου και να επιβιβαστεί στα πλοία, στον λιμένα των Ελευθερών, για να μη συλληφθεί αιχμάλωτο, ο Ηγούμενος του Μετοχίου, που λεγόταν κι αυτός Βαρνάβας, παρέθεσε στους αξιωματικούς γεύμα, με συναγρίδες που είχαν ψαρέψει οι ίδιοι οι μοναχοί, στη διάρκεια του οποίου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους Έλληνες αξιωματικούς η γνώση του Ηγουμένου σε στρατιωτικά θέματα.

Στο Μετόχι αυτό, όταν μετά την Μικρασιατική καταστροφή αναδιοργανώθηκε ο ελληνικός στρατός, από τον Πάγκαλο, είχε την έδρα του επιτελείου του ο Στρατηγός Κονδύλης, περιμένοντας να επιβιβασθεί στα πλοία και να επιτεθεί.

Στα κτήματα του Μετοχίου, επειδή ο Βενιζέλος, θέλοντας  να συνυπογράψει με την Τουρκία τη συνθήκη της Λωζάνης, διέταξε να πάψει κάθε πολεμική προετοιμασία εναντίον της Τουρκίας, ο ίδιος ο προαναφερθείς στρατηγός Κονδύλης σύναξε τους στρατιώτες του και τους μίλησε, αποκαλώντας τον Βενιζέλο «Ιούδα», για να εισπράξει τις έντονες διαμαρτυρίες των Κρητών στρατιωτών του, ενώ από την σκάλα ελλιμενισμού του Μετοχίου, στην παραλία της Νέας Περάμου, ο ίδιος επιβιβάστηκε σε πλοίο κι αναχώρησε για τον Πειραιά, προκειμένου να σπεύσει να υποβάλει την παραίτησή του, όπως όλα αυτά τ’ αφηγήθηκε ο άλλοτε Δήμαρχος Ελευθερούπολης, Δήμιος Δημάδης, που ήταν αυτήκοος μάρτυράς τους, στον δικηγόρο και ιστορικό της Ελευθερούπολης, Ανδρέα Κ. Παπανδρέου.

Η παρακμή των ρωσικών ιδρυμάτων του Αγίου Όρους και, συνακόλουθα και του Μετοχίου τους στην περιοχή μας φάνηκε αμέσως μετά την πτώση της Τσαρικής Ρωσίας. Τα ρωσικά ατμόπλοια δεν ξαναφάνηκαν στον κόλπο της Νέας Ηρακλείτσας, οι μοναχοί περιορίστηκαν σε όσα παρήγαν τα κτήματά τους και η θάλασσα κι έτσι το Μετόχι παρήκμασε και το 1919 εγκαταλείφθηκε, όταν οι μοναχοί του εκδιώχτηκαν, κακήν κακώς, από τους «κρατούντες» της εποχής εκείνης, εξορισθέντες στην Βουλγαρία, (σύμφωνα με την άποψη του Αιμιλίου Μαυρουδή, στο πρόσφατα εκδοθέν έργο του «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ»), αφού προηγούμενα τους μετέφεραν σιδηροδέσμιους, ως κακούργους, στην Καβάλα. Εδώ, πράγματι, αξίζει να παραθέσουμε όσα αναφέρει ο Γεώργιος Κουκλιάτης, στην Ανακοίνωση που περιέλαβε στον 6ο, τιμητικό τόμο Αποστόλου Ε. Βακαλόπουλου της περιοδικής έκδοσης της Θασιακής Ένωσης Καβάλας «ΘΑΣΙΑΚΑ» (σελ. 95): «Σε γράμμα του μακαριστού γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτου, ο οποίος, πριν γίνει ηγούμενος της Μονής Διονυσίου (του Αγίου Όρους) παρέμεινε στο μετόχι αυτής «Άγιο Ιωάννη» στο Ορφάνι Καβάλας για 13 χρόνια, γράφει σχετικά: «Καβάλα, 16-6-1919. Προς τον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου…. Οι σήμερον όμως ιθύνοντες τα πράγματα, εμφορούμενοι υπό αντιθρησκευτικών ιδεών προσπαθούσι παντί σθέσει εις την διάλυσιν κάθε ευαγούς ιδρύματος, ως έπραξαν και χθες, εκδιώξαντες βία τους εν τω εν Ελευθεραίς Ρωσικώ Μετοχίω μοναχούς και τους οποίους έφερον ενταύθα ως τινάς κακούργους υπό συνοδείαν..».

Το 1923, μετά την Συνθήκη της Λωζάνης του 1922, Έλληνες πρόσφυγες, κυρίως ποντιακής καταγωγής, ήλθαν κι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή όπου βρισκόταν το άλλοτε ακμαίο ρωσικό Μετόχι, ενώ στη γειτονική Νέα Ηρακλείτσα εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Το Κράτος έπρεπε να βρει τρόπους αποκατάστασης όλων αυτών των πονεμένων Ελλήνων κι έτσι το 1924 απαλλοτρίωσε τα κτήματα του Μετοχίου, για να τα διανείμει στη συνέχεια στους πρόσφυγες των δύο νεοϊδρυθέντων γειτονικών χωριών, απέμεινε δε μόνο το Καθολικό (ο Ναός) του Μετοχίου, τιμώμενο στη μνήμη του Αγίου Ανδρέα, από το οποίο πήρε το όνομα το νέο προσφυγικό χωριό, το οποίο αποτελούσε την μοναδική εκκλησία του σημερινού χωριού του Αγίου Ανδρέα μέχρι το 1960 κι από το οποίο σήμερα δεν σώζονται παρά λίγα ερείπια, παρόλο που θα ήταν φόρος τιμής στην μακραίωνη ιστορία του τόπου αυτού η αναστήλωσή του. Τέλος, την εξαφάνιση των ιχνών του Μετοχίου συντόμευσε η ανάγκη των προσφύγων για οικοδομικό υλικό, το οποίο αυτοί έλαβαν, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γερόντων, από τα μεγάλα κτίρια αυτού.

Όσον αφορά τους κατοίκους της περιοχής του σημερινού Αγίου Ανδρέα, αφού υπενθυμίσουμε και πάλι όσα αναφέραμε σχετικά με τους χριστιανούς κολήγους που εργάζονταν παλιότερα στα κτήματα των Οθωμανών τσιφλικάδων και στη συνέχεια στην υπηρεσία του ρωσικού Μετοχίου και τους οθωμανούς Κονιάρους (από την περιοχή του Ικονίου της Ανατολικής Μικράς Ασίας καταγομένους), σημειώνουμε ότι  το 1920 ήδη κατοικούσαν εδώ 120 κάτοικοι, (προφανώς Οθωμανοί), μετά όμως την έλευση των προσφύγων ο πληθυσμός αυξήθηκε κι έτσι το 1940 κατοικούσαν εδώ 335 κάτοικοι, το 1951 389, το 1961, 353 και στην απογραφή της 17ης-3-1991, 282 κάτοικοι.

Το 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ο οικισμός του Νουζλά, (ουσιαστικά οι μοναχοί του Μετοχίου, οι εργαζόμενοι σ’ αυτό και οι απομείναντες Οθωμανοί), μαζί με τους οικισμούς Ελευθερών, Δρέζνας, Τσιούστης, Κοτσκάρι, Καλιά – τσιφλίκ Ελευθερών υπήχθη στην κοινότητα Ελευθερών, το 1928 μετονομάσθηκε επίσημα, από Νουζλά σε Άγιο Ανδρέα και το 1934, με Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ – τεύχος 3 του 1935, αναγνωρίσθηκε ως ξεχωριστή κοινότητα.

ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ   

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α) ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Γιαννικόπουλου Ι. Δ., ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ, έκδοση της Δημοτικής Επιχείρησης Τουρισμού.

Ευαγγελίδου Τρύφωνος, «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων Ελληνικών χωρών: Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών», Αθήνα, 1913.

Κουκλιάτη Γεωργίου, Τα μετόχια του Αγίου Όρους στην Καβάλα και την Θάσο, Ανακοίνωση στον έκτο, τιμητικό τόμο Αποστόλου Α’ Βακαλόπουλου, της περιοδικής έκδοσης της Θασιακής Ένωσης Καβάλας «ΘΑΣΙΑΚΑ»

Μαυρουδή Αιμιλίου, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ»,

Παπανδρέου Κ. Ανδρέα, Το ρωσικό μετόχι στο Νουζλά Παγγαίου, άρθρο στο Μακεδονικό Ημερολόγιο του 1972.

Πετρόχειλου Ιωακείμ, Ρωσική πολιτική στο Άγιον όρος τον 19ον αιώνα, ανακοίνωση στο Α΄ τοπικό συμπόσιο με θέμα Η ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ, σελίδες 405 επόμ.

Σμυρνάκη Γεράσιμου, Το Άγιον Όρος, Φωτοτυπική ανατύπωση από την έκδοση του έτους 1903, εκδόσεις ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, Καρυές Αγίου Όρους, 1988.

Σχινά Θ. Νικολάου, «Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας», Αθήνα, 1886.

Τουφεξή Χαραλάμπου, Ο Άγιος Ανδρέας Παγγαίου, άρθρο στην εφημερίδα της Καβάλας ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ της 12ης-12-1983.

Φιλιππίδη Νικολάου, άρθρο στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, α’ τόμος, έτους 1877.

Χατζηκυριάκου Γεωργίου, «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)»,

Χουλιαράκη Μιχαήλ, Γεωργική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971, τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, 1975.

Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων – τόμος 20 Νομός Καβάλας, Αθήναι, 1962.

Β) ΞΕΝΗ

Actes de Kutlumus, Paris 1946, αρ. 46, 14, 15 

Collart Paul,  Philippes, ville de la Macedoine, des ses origins jusqua la fin de l’ époque romain”.

Paysages de Macedoine, leurs caracteres a travers les documents et les recits des voyageurs, σύγγραμμα του Κέντρου Έρευνας της Ιστορίας και του Πολιτισμού του Βυζαντίου, (Centre de recherches, dhistoire et civilization de Byzance), που ανήκει στο College de France, (έκδοση De Boccard, Paris, 1986).