Η ΧΗΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
ΕΛΕΥΘ/ΛΕΩΣ, ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΓΕΡΜΑΝΟΥ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΥΣΧΙΔΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
ΣΤΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΕΚΕΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ .
Τον Μάρτιο του 1917 οι Βούλγαροι, μη μπορώντας να συγχωρήσουν στον
εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Γερμανό Σακελλαρίδη το γεγονός της
ενεργού συμμετοχής του, αρχικά στην τελευταία φάση του Μακεδονικού αγώνα και
στη συνέχεια στους εναντίον τους αγώνες, μόλις κατέλαβαν εκ νέου την Ανατολική
Μακεδονία, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο Πράβι, όπου, αφού τον βασάνισαν
και τον εξευτέλισαν επί πολλούς μήνες, τελικά, τη βροχερή νύχτα της 5ης
προς 6η Ιουλίου του 1917 τον έσυραν έξω από τη φυλακή του, με ισχυρή
συνοδεία στρατιωτών, δήθεν για να τον οδηγήσουν στη Δράμα ή στη Βουλγαρία, στην
πραγματικότητα όμως για να τον οδηγήσουν στο μαρτύριο, που έλαβε χώρα με την
κατακρεούργησή του δίπλα σ’ ένα πηγάδι, κοντά στο χωριό Δάτο του σημερινού
Δήμου Φιλίππων, από τις λόγχες των Βούλγαρων στρατιωτών, οι οποίοι στη συνέχεια
τον απαγχόνισαν, ανάβοντας μάλιστα φωτιά κάτω από το μαρτυρικό σώμα του, μέχρις
ότου εξέπνευσε.
Από το πρωί, λοιπόν, της 6ης Ιουλίου του 1917 τύποις, από το
Μάρτιο όμως του ίδιου έτους στην ουσία, ο μητροπολιτικός θρόνος Ελευθερουπόλεως
έμεινε κενός. Το βάρος της ουσιαστικής διοικήσεως της Ιεράς Μητροπόλεως και της
πνευματικής καθοδηγήσεως του ποιμνίου της, σ’ εκείνες τις χαλεπές εποχές,
ανέλαβε μια άλλη, ηρωική μορφή, ο στενός φίλος και συνεργάτης του εθνομάρτυρα
Μητροπολίτη Γερμανού στον Μακεδονικό αγώνα και στην κατά των Βουλγάρων
αντίσταση, ο Αρχιερατικός Επίτροπος παπα – Νικόλας Οικονόμος ή Βλάχος, του
οποίου το πολύτιμο αρχείο, αποτελούμενο από εκατοντάδες έγγραφα αλλά και
φωτογραφίες, με τη δική του επιμέλεια, με τη μετέπειτα φροντίδα του γιου του,
αγαπητού Πραβινού ιερέα παπα - Δημήτρη Οικονόμου, κυρίως όμως χάρη στην
ευαισθησία των τριών εγγονών του από το γιο του Παπα- Δημήτρη, του Νίκου, του
Σπύρου και του Σταύρου Οικονόμου, παραδόθηκε, με τη μεσολάβηση του ομιλούντος,
στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Παράρτημα Καβάλας, επιτρέποντας, έτσι, να
διασωθεί ένα ιδιαίτερα πολύτιμο κομμάτι της εκκλησιαστικής (και όχι μόνο)
ιστορίας του τόπου μας και της περιοχής στην οποία εκτεινόταν η Ιερά Μητρόπολη
Ελευθερουπόλεως.
Με μια ενδεικτική, λοιπόν κι όχι, ασφαλώς, αποκλειστική σειρά εγγράφων,
στα οποία θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια περιληπτικά και τα οποία προέρχονται από
το πολύτιμο αρχείο που προαναφέραμε, θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε εκείνη την
περίοδο της εκκλησιαστικής ιστορίας του τόπου μας, προσπαθώντας συνάμα να
δείξουμε τον αγώνα και τη συμβολή της τοπικής εκκλησίας στους κόπους και το
μόχθο του χειμαζόμενου λαού μας.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1918, μόλις είχαν φύγει οι Βούλγαροι κατακτητές,
αφήνοντας ρημαγμένη και λεηλατημένη την Ανατολική Μακεδονία και τους κατοίκους
της, όσους είχαν επιζήσει, απόρους, ο υποδιοικητής Πραβίου στέλνει στον
αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο, ένα έγγραφο, με το οποίο του
δηλώνει ότι συνιστά μια τετραμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τον ίδιο τον ιερέα,
τον Δήμαρχο Πραβίου και τις δεσποινίδες Γλυκερία Υφαντοπούλου και Μαρία
Κυριακού, την οποία επιφορτίζει με το καθήκον να διανείμει δωρεάν, στους πιο
άπορους Πραβινούς, 90 υποκάμισα και 25 δεκάδες καλτσών!
Στη συνέχεια έρχεται ένα σημαντικό έγγραφο, που φέρει ημερομηνία 19
Οκτωβρίου 1918, υπογράφεται από τον «αρχιερατικό επίτροπο Οικονόμου Νικόλαο»
και περιέχει μια κατάσταση που περιγράφει τα ιερά άμφια, τα κειμήλια και τα
βιβλία που άρπαξαν οι Βούλγαροι κατακτητές από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου του
Πραβίου, (σήμερα Ελευθερούπολης), στις 24 Ιουνίου του 1917, η συνολική αξία των
οποίων, όπως στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται, ανερχόταν σε 19.555 δραχμές εκείνης
της εποχής!
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1918 ο «Μητροπολίτης Ξάνθης και Καβάλλας Άνθιμος»,
όπως υπέγραφε, απέστειλε στον «Αιδεσ. παπά Νικόλα» μια επιστολή, με την οποία
τον πληροφορούσε ότι του ανατέθηκε, από το Εκκλησιαστικό, Αρχιερατικό Συμβούλιο
της Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλας, η εποπτεία της επαρχίας Ελευθερουπόλεως και
γι’ αυτό τον καλούσε στην Καβάλα «δια τα περαιτέρω», προφανώς, δηλαδή, για να
του αναθέσει καθήκοντα κι αρμοδιότητες.
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1918 ο πρόεδρος της κοινότητας Μουσθένης απηύθυνε
προς τον αρχιερατικό επίτροπο παπα – Νικόλα μια επιστολή, με την οποία, αφού
τον πληροφορούσε ότι κι οι δυο ψάλτες της κοινότητάς του είχαν πεθάνει όμηροι
στη Βουλγαρία, του ζητούσε να μεσολαβήσει, ώστε ο κ. Στέργιος Σιμιτσής, άλλοτε
δάσκαλος στο χωριό Κάρυανη, να διοριστεί δάσκαλος στη Μουσθένη, γιατί συνάμα
αυτός είχε τη δυνατότητα «να μετέρχεται και την ψαλτικήν». Μέσα απ’ αυτό το
έγγραφο φαίνεται γυμνή η αλήθεια της πλήρους και ολοσχερούς αποδιοργάνωσης της
ελληνικής διοίκησης στην επαρχία της Ιεράς Μητροπόλεως, που έλαβε χώρα στη
διάρκεια της τρομερής, βουλγαρικής κατοχής 1915-1917, καθώς και του ολέθρου που
έσπειραν οι κατακτητές, αφαιρώντας χιλιάδες ζωές σ’ εκτελέσεις κι ομηρίες κι
αφήνοντας ακόμη και τις εκκλησιές έρημες, χωρίς ιερείς και ψάλτες.
Στις 4 Φεβρουαρίου του 1919 ο αρχιερατικός επίτροπος της Ιεράς
Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλας, στην εποπτεία της οποίας εξακολουθούσε να
υπάγεται η επαρχία Ελευθερουπόλεως, απέστειλε στον παπα – Νικόλα μια επιστολή,
με την οποία του ζητούσε να πληροφορήσει την εποπτεύουσα Ιερά Μητρόπολη για την
τύχη των αρχιερατικών και λοιπών περιουσιακών στοιχείων του εθνομάρτυρα
Μητροπολίτη Γερμανού, ποια ήταν τα ονοματεπώνυμα των ιερέων της επαρχίας
Ελευθερουπόλεως, οι οποίοι είχαν απαχθεί στη Βουλγαρία κι αν κάποιοι απ’ αυτούς
εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη Βουλγαρία, τον πληροφορούσε ότι οι καταστάσεις
με τις ζημίες που είχαν υποστεί τα χωριά της επαρχίας Ελευθερουπόλεως από τους
κατακτητές δεν είχαν φτάσει ακόμη στα χέρια της εποπτεύουσας Ιεράς Μητροπόλεως
Ξάνθης και Καβάλας και του ζητούσε να στείλει τα χρήματα από τις εκδοθείσες
άδειες γάμου, γιατί η Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Καβάλας «είχε απόλυτον ανάγκην
χρημάτων».
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1919 ο υποδιοικητής Πραβίου στέλνει στον Δήμαρχο
Πραβίου, στον αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο και στις δεσποινίδες
Μαρίκα Κυριάκου και Ελένη Αθανασίου Νικολάου ένα έγγραφό του, με το οποίο τους
ενημερώνει ότι συνιστά μια νέα, τετραμελή επιτροπή διανομής ιματισμού, την
οποία επιφορτίζει με το καθήκον, να συντάξει ονομαστικό κατάλογο των εντελώς
απόρων της περιφερείας Πραβίου, των εχόντων ανάγκη ιματισμού, επισημαίνοντάς
τους ότι έπρεπε να προτιμηθούν οι χήρες και τα ορφανά των φονευθέντων, στην
Ελλάδα ή στη Βουλγαρία, των αποθανόντων από κακουχίες και στερήσεις, καθώς και
οι οικογένειες των ομήρων και των προσφύγων.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1919 ο Δήμαρχος Πραβίου, κ. Κωνσταντίνος
Εμμανουηλίδης, αποστέλλει προς τον αρχιερατικό επίτροπο, «Αιδεσ. Ιερέα
Νικόλαον», δύο έγγραφα: Με το πρώτο απ’ αυτά του κοινοποιεί την εγκύκλιο του
Υπουργείου των Στρατιωτικών, «περί προσκλήσεως προς κατάταξη των στρατευσίμων
της απογραφής του 1919 και τον παρακαλεί να φροντίσει, ώστε αυτή ν’ αναγνωστεί
στους Ιερούς Ναούς της επαρχίας της Ιεράς Μητροπόλεως, ενώ με το δεύτερο του
κοινοποιεί έγγραφο του Υποδιοικητή Πραβίου, «περί περιθάλψεως των θυμάτων του
πολέμου», αξιωματικών ή οπλιτών, που είχαν περιέλθει σε κατάσταση απορίας.
Την επομένη, 27η Φεβρουαρίου του 1919, η Εκκλησιαστική
Επιτροπή, οι κοινοτικές αρχές κι όλοι οι κάτοικοι του χωριού Κορμίστα (που
σήμερα ανήκει στο Νομό Σερρών), απευθύνουν προς τον αρχιερατικό επίτροπο, παπά
– Νικόλα Οικονόμο, επιστολή, με την οποία τον παρακαλούν να διορίσει τον πατέρα
Στέργιο Παπαθανασίου ως ιερέα του χωριού, με τον οποίο η κοινότητα Κορμίστης
είχε προβεί σε σχετική συμφωνία. Στην επιστολή αυτή βλέπουμε την Κορμίστα,
(Χορομίτσα των υστεροβυζαντινών εγγράφων του Αγίου Όρους), να υπάγεται, ακόμη
τότε, στην εκκλησιαστική και ποιμαντική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως
Ελευθερουπόλεως.
Στις 20 Μαρτίου του 1919 ο αρχιερατικός επίτροπος, παπα – Νικόλας
Οικονόμος, απαντώντας σε σχετικό αίτημα του Γενικού Διοικητή Ανατολικής
Μακεδονίας, αποστέλλει προς αυτόν μια πολύ ενδιαφέρουσα, όσο και τραγική
επιστολή: Πρόκειται για την ονομαστική κατάσταση των ιερέων της επαρχίας
Ελευθερουπόλεως, που είχαν αποσταλεί όμηροι στα στρατόπεδα καταναγκαστικής
εργασίας της Βουλγαρίας επί δεκαπεντάμηνο και άλλοι μεν εξ αυτών επέστρεψαν,
άλλοι όμως άφησαν τη τελευταία τους πνοή στα τρομερά εκείνα στρατόπεδα ή στο
δρόμο της επιστροφής. Τα ονόματα των ιερέων εκείνων και ο τόπος όπου αυτοί
λειτουργούσαν, αντί για μνημόσυνο, θα δημοσιευτούν στα Πρακτικά του παρόντος
συνεδρίου.
Μετά το παραπάνω τραγικό έγγραφο παραθέτουμε ένα ακόμη, τραγικότερο, το
οποίο συνέταξε ο παπα – Νικόλας Οικονόμος ως «Αρχιερατικός επίτροπος του αγίου
Ελευθερουπόλεως». Το έγγραφο αυτό δεν φέρει χρονολογία, πλην όμως από το
περιεχόμενό του προκύπτει ότι συντάχθηκε αμέσως μόλις ο συντάκτης του επέστρεψε
από την ομηρία στα βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το έγγραφο απευθύνεται
«προς την Αυτού Σεβασμιότητα τον Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος» και
αποφεύγοντας, λόγω της τραγικότητάς του, να το σχολιάσουμε, παραθέτουμε
αυτούσιο το πιο σημαντικό κομμάτι του: «……. Άμα τη κατά το χιλιοστόν
εννεακοσιοστόν δέκατον έκτον έτος αφίξει των προαιωνίων εχθρών του έθνους και
της εκκλησίας ημών, των απαισίων Βουλγάρων, οίτινες με εξοντωτικόν πρόγραμμα
ήλθον, (στρεφόμενοι;) μεταξύ των άλλων κυρίως (κατά;) επιστημόνων, εκ των
οποίων άλλοι μεν εξορίσθησαν, άλλοι εφυλακίσθησαν και άλλοι εδολοφονήθησαν, δεν
ηδυνήθη να υπεκφύγει και ο ημέτερος Μητροπολίτης Άγιος Ελευθερουπόλεως, παρά
(των) τα μένεα πνεόντων κατ’ αυτού από το δεκατρία (εννοεί τον Β’ Βαλκανικό
Πόλεμο του 1913), δεν ήργησαν να προσάψωσιν κατ’ αυτού κατηγορίαν ως κατασκόπου
και την 6ην Φεβρουαρίου το 917 συλληφθείς ερρίφθη εις τα φυλακάς
όπου εκρατήθη μέχρι της απαγωγής του εις εξορίαν γεννησομένης τη 23 Ιουνίου του
ιδίου έτους και την 28 του ιδίου μηνός και έτους απήχθη νύκτωρ εκ Πραβίου, κατ’
αφήγησιν των ενταύθα εναπομεινάντων…» (και περιγράφεται ακολούθως το γνωστό μαρτύριο
του εθνομάρτυρα).
Από τις 23 Μαρτίου του 1919 έρχεται ένα έγγραφο του Δημάρχου Πραβίου,
Κωνσταντίνου Εμμανουηλίδη προς τον αρχιερατικό επίτροπο, με το οποίο
παρακαλείται ο τελευταίος να μεριμνήσει για την τελετή της επίσημης δοξολογίας
της εορτής της 25ης Μαρτίου, η οποία εορτή δεν είχε τελεστεί ποτέ στα
προηγούμενα χρόνια, λόγω των εχθρικών κατακτήσεων.
Στις 20 Απριλίου του 1919 ο Υποδιοικητής Πραβίου ζητά από τον αρχιερατικό
επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο, να τον ενημερώσει για τα επιδόματα που θα
εισέπρατταν οι παλλινοστήσαντες από την τρομερή, δεκαπεντάμηνη εξορία ιερείς
της Ιεράς Μητροπόλεως.
Από τις 6 Μαίου του 1919 έχουμε τρία (3) έγγραφα της Ιεράς Μητροπόλεως
Ξάνθης και Καβάλλας, τα οποία υπογράφει ο Μητροπολίτης Άνθιμος, με τα οποία η
ως άνω Ιερά Μητρόπολη ζητά από τον αρχιερατικό Επίτροπο της χηρεύουσας ακόμη
Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως:
Με το υπ’ αρ. πρωτ. 187 έγγραφο, να συγκεντρώσει από τους εφημερίους και
τις εκκλησιαστικές επιτροπές των ιερών ναών της επαρχίας Ελευθερουπόλεως λεπτομερείς
δηλώσεις «περί των ζημιών των προελθουσών εκ του πολέμου εις τας περιουσίας των
ιερών ναών, (τόσον του Πραβίου, όσον και των λοιπών κοινοτήτων), τις οποίες να
υποβάλει στην Υποδιοίκηση Πραβίου.
Με το υπ’ αρ. πρωτ. 188 έγγραφο, να ειδοποιήσει τις εκκλησιαστικές
επιτροπές των ιερών ναών της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, ν’ αποστείλουν
στην εποπτεύουσα Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Καβάλας πληροφορίες σχετικές με τον
αριθμό των ενοριακών ναών και εξωκκλησίων, καθώς και των ιδιωτικών εκκλησιδίων
που υπήρχαν σε κάθε χωριό, στη μνήμη τίνος αγίου τιμάται κάθε ναός, τα πλήρη
στοιχεία όλων των εφημερίων των ναών αυτών, τις γραμματικές τους γνώσεις κλπ.
Με το υπ’ αρ. πρωτ. 189 έγγραφο, να ειδοποιήσει τις εκκλησιαστικές
επιτροπές των ιερών ναών της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, σε συνεργασία
με λογίους που υπήρχαν σε κάθε χωριό, (αρχαιολόγους, δασκάλους κλπ.), ν’
αποστείλουν στην εποπτεύουσα Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Καβάλας πληροφορίες
σχετικές με τ’ αντικείμενα και ιερά σκεύη των ναών, εξωκκλησίων, νεκροταφείων
κλπ. που είχαν αρχαιολογική αξία, καθώς και με τις παλαιές εικόνες αυτών.
Στις 24 Μαίου του 1919 ο Μητροπολίτης Ξάνθης και Καβάλλας, κ. Άνθιμος
αποστέλλει στον αρχιερατικό επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως
επιστολή, με την οποία του ζητά πληροφορίες για το σεπτό σκήνωμα του
εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως κ. Γερμανού, το οποίο είχε βρεθεί
πρόσφατα, για τον τόπο όπου αυτό βρέθηκε και για την πάνδημη κηδεία του, της
οποίας προέστη ο Μητροπολίτης Θεουπόλεως, ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού
Πατριάρχη.
Σ’ ένα έγγραφο της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως με ημερομηνία 14
Οκτωβρίου 1919 η εκκλησιαστική επιτροπή του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου
Ελευθερουπόλεως, συνελθούσα σε συνεδρίαση μετά του αρχιερατικού επιτρόπου,
αποφασίζει να καταθέσει στο υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος στην
Καβάλα 8.000 δραχμές, για να υπάρχουν για τις ανάγκες του ναού. Το ενδιαφέρον
του εγγράφου αυτού συνίσταται στο ότι το τη γνησιότητα των υπογραφών των μελών
της επιτροπής, (Νικολάου Νικολάου, μετέπειτα Δημάρχου Πραβίου και Ιωσήφ
Στεφάνου), καθώς και του αρχιερατικού επιτρόπου, επικυρώνει με την σφραγίδα της
Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλλας και με την υπογραφή του ο Μητροπολίτης
της, κ. Άνθιμος.
Την 21η Οκτωβρίου του 1919 ο ίδιος πιο πάνω Μητροπολίτης
Ξάνθης και Καβάλλας ζητά από τον παπα – Νικόλα να φροντίσει, ώστε η τοπική
εκκλησία (εννοεί, προφανώς, την Ιερά Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως), να
συνδράμει με κάποιο χρηματικό ποσό στην
αγορά θρανίων από την επιθεώρηση των σχολείων, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η
έναρξη της λειτουργίας των σχολείων της περιφέρειας Ελευθερουπόλεως.
Ακολουθεί ένα σημαντικό έγγραφο, με αριθμό πρωτοκόλλου 2272 της 7ης
Νοεμβρίου 1919 της Υποδιοικήσεως Πραβίου, με το οποίο η εν λόγω Υποδιοίκηση
ζητά από τον αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο, να ζητήσει από τους
καταγόμενους από τη Δυτική Θράκη ιερείς της Ιεράς Μητροπόλεως, να παλινοστήσουν
στους τόπους καταγωγής τους, γιατί οι εκεί παλινοστήσαντες Έλληνες
παραπονούνταν για την έλλειψη ιερέων. Οι συντάκτες του παρόντος έχουν τη γνώμη
ότι εν προκειμένω η Υποδιοίκηση αναφερόταν, οπωσδήποτε και στους ιερείς
εκείνους που είχαν έλθει στην Ελλάδα από την Ανατολική Θράκη (ή, ενδεχομένως
μόνο σ’ εκείνους), οι οποίοι όφειλαν να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής
τους, δεδομένου ότι μετά τη Συνθήκη των Σεβρών και την υπαγωγή ολόκληρης της
Θράκης υπό ελληνική διοίκηση, πολλοί Έλληνες είχαν επιστρέψει στους τόπους όπου
διαβίωναν πριν την αναγκαστική μετανάστευσή τους στην Ελλάδα κι είχαν ανάγκη
ιερέων.
Σ’ ένα έγγραφό της από την 29η
Δεκεμβρίου του 1919 η εκκλησιαστική επιτροπή του ενοριακού ναού της Μουσθένης
στέλνει στον αρχιερατικό επίτροπο το πρακτικό με το προϊόν του εράνου υπέρ των
ορφανών των πολέμων, τον οποίο είχε διενεργήσει, κατόπιν εγκυκλίου της Ιεράς
Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εδώ μνημονεύεται κι η πληροφορία, ότι η
επαρχία Πραβίου υπαγόταν τότε διοικητικά στο Νομό Δράμας.
Μ’ έγγραφο που αποστέλλει ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου,
Μητροπολίτης Προύσης, κ. Δωρόθεος, στις 30 Απριλίου του 1920, πληροφορεί τους
ιερείς και τους πιστούς Χριστιανούς της Ιεράς Μητροπόλεως ότι η Ιερά Σύνοδος
του Πατριαρχείου όρισε ως τοποτηρητή της χηρεύουσας, από του μαρτυρικού θανάτου
του Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως κ. Γερμανού, Ιεράς Μητροπόλεως
Ελευθερουπόλεως, «τον Πανιερώτατον Μητροπολίτην Νευροκοπίου κ. Δαμασκηνόν», τον
οποίο τους προτρέπει να δεχθούν ασμένως, να τον τιμούν και να τον αγαπούν και
να μνημονεύουν το όνομά του κατά τις ιερές τελετές.
Τον Απρίλιο του 1921 βρίσκεται σ’ εξέλιξη η μικρασιατική εκστρατεία του
ελληνικού στρατού και πολλοί επίστρατοι από την επαρχία της Ιεράς Μητροπόλεως
Ελευθερουπόλεως βρίσκονται ήδη στο μέτωπο. Γι’ αυτό στις 26 Απριλίου του 1921 ο
παπα – Νικόλας στέλνει στον τοποτηρητή Μητροπολίτη Νευροκοπίου κ. Δαμασκηνό μια
επιστολή, με την οποία, αφού του αναφέρει ότι ο ίδιος είναι πρόεδρος της
επιτροπής εράνου υπέρ των απόρων οικογενειών των επιστράτων, του ζητά όπως
επιτραπεί στην επιτροπή να ψηφίσει ένα μηνιαίο βοήθημα υπέρ των οικογενειών των
επιστράτων, από το εκκλησιαστικό ταμείο. Πάνω στο ίδιο έγγραφο ο τοποτηρητής
Μητροπολίτης αναγράφει την εγκριτική του απόφαση και αφού την σφραγίζει με την
σφραγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, την υπογράφει ως «τοποτηρητής
Ελευθερουπόλεως Δαμασκηνός»
Στις 9 Αυγούστου του έτους 1921 ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου,
Μητροπολίτης Καισαρείας Νικόλαος, αποστέλλει έγγραφο στον Μητροπολίτη Ξάνθης
και Καβάλας, κ. Άνθιμο, με το οποίο τον ενημερώνει ότι λόγοι πολιτικοί και
εθνικοί, των παρουσών μάλιστα περιστάσεων, επιβάλλουν όπως η πνευματική διακυβέρνηση
της χηρευούσης Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως διεξάγεται υπό τον ίδιο, ως πλησιέστερο
αρχιερέα και τον πληροφορεί ότι παύει η προσωρινή Τοποτηρητεία του Μητροπολίτη
Νευροκοπίου.
Η Τοποτηρητεία της χηρεύουσας Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως από τον Μητροπολίτη
Νευροκοπίου, κ. Δαμασκηνό, διήρκεσε από τις αρχές Μαΐου του 1920 μέχρι τον
Οκτώβριο του 1921, αυτό δε το τελευταίο χρονικό σημείο προκύπτει, μεταξύ άλλων
εγγράφων κι από το φέρον αριθμό πρωτοκόλλου 417 και εκδοθέν την 5η
Φεβρουαρίου του 1922 έγγραφο του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου προς τον
Μητροπολίτη Νευροκοπίου κ. Δαμασκηνό, στο οποίο αναφέρεται ότι «γνωρίζομεν τη
Υμετ. Πανιερότητι, ότι από του μηνός Οκτωβρίου παρελθόντος έτους διωρίσθη
Τοποτηρητής Ελευθερουπόλεως ο Πανιερ. Ξάνθης…».
Η Τοποτηρητεία του Μητροπολίτου Ξάνθης και Καβάλλας κ. Ανθίμου λήγει, με
τη σειρά της, την Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 1922, οπότε εκλέγεται Μητροπολίτης
Ελευθερουπόλεως ο τιτουλάριος επίσκοπος Λεύκης, κ. Κωνσταντίνος Μεγκρέλης, στον
πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου.
Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε, έστω και ακροθιγώς, στα προσωπικά
ημερολόγια του παπα Νικόλα, που με λεπτομέρειες περιγράφουν γεννήσεις, γάμους
και θανάτους των κατοίκων της επαρχίας Παγγαίου και δείχνουν, (και μόνο λ.χ. μέσα
από την αναλογία 10 περίπου θανάτων για κάθε γέννηση), την τραγικότητα και την
σκληρότητα της τρομερής εκείνης, εχθρικής κατοχής.
Επιλέξαμε μόνο λίγα, χαρακτηριστικά έγγραφα της εκκλησιαστικής ιστορίας
του τόπου μας, που αφορούν την χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται η παρούσα
ανακοίνωση, από το πλούσιο αρχείο της οικογένειας Οικονόμου, τα οποία, μαζί και
με κάποια ακόμη που παραλείψαμε, θ’ αναλύονται στο κείμενο που θα δημοσιευτεί
στα πρακτικά του συνεδρίου, όπου θ’ αναφέρονται και οι αριθμοί καταχώρησής τους
στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Πιστεύουμε ότι μέσα απ’ αυτά καταφάνηκε η
πολυσχιδής, κοινωνικά σωτήρια κι εθνικά απαραίτητη προσφορά της ακέφαλης τότε Ιεράς
Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως στην ιδιαίτερα δύσκολη εκείνη περίοδο της ελληνικής
ιστορίας. Βλέπουμε την Ιερά Μητρόπολη και όλη την τοπική εκκλησία, όσο μεν
διαρκεί η βουλγαρική κατάκτηση, να δίνει το αίμα του Μητροπολίτη της και των
ιερέων της για την πατρίδα και να υφίσταται τα πάνδεινα, γιατί στέκεται σαν ένα
επικίνδυνο εμπόδιο στην προσπάθεια αφελληνισμού της Ανατολικής Μακεδονίας, την
βλέπουμε όμως και μετά την απελευθέρωση, ν’ αγωνίζεται με κάθε τρόπο και μέσο
για την ανακούφιση των πασχόντων, την περίθαλψη των ορφανών και των χηρών και
για την αναδιοργάνωση των κοινωνικών και διοικητικών δομών της επαρχίας της.
Θεωρώντας, λοιπόν, ότι αυτός ο ρόλος της τοπικής εκκλησίας έπρεπε να γίνει
γνωστός, επιλέξαμε το θέμα της παρούσας ανακοίνωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου