Κυριακή 8 Μαρτίου 2015



Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΣ   ΑΛΜΩΠΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ

Μέσα στα όρια της Ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή που εκτείνεται ανατολικά του κάτω ρου του ποταμού Στρυμόνα, δεσπόζει ο όγκος του Παγγαίου όρους, που υψώνεται απότομα μέχρι τα 1956 μέτρα, (κορυφή «Μάτι») και καλύπτει τμήματα των Νομών Σερρών και Καβάλας.

Απομονωμένο απ’ όλες τις πλευρές του από τη θάλασσα κι από τις πεδιάδες των Φιλίππων και των Σερρών, με τις απόκρημνες πλαγιές του, τις βαθιές χαράδρες του τις γεμάτες με δάση οξιάς και βελανιδιάς, με τις υψηλές κορυφές του, που πολλούς μήνες του χρόνου παραμένουν σκεπασμένες από χιόνια, το Παγγαίο όρος ασκούσε από τ’ αρχαία χρόνια μιαν ακατανίκητη έλξη στην ανθρώπινη ψυχή. Όχι τυχαία, λοιπόν, πάνω σ’ αυτό οι Πίερες, οι Οδόμαντες και κύρια οι ορεσίβιοι Σάτρες, οι αδάμαστοι κι ανυπόταχτοι, διατήρησαν επί μακρόν, σε πείσμα των διαδοχικών καταλήψεων του βουνού από διάφορους κατακτητές, τους καθάριους χαρακτήρες τους και τις μυστηριακές λατρείες τους. Ακόμη και στη διάρκεια των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων, το αρχαίο μαντείο του Διονύσου, για το οποίο μίλησε, αιώνες πριν ο Ηρόδοτος, συνέχισε να εμπνέει τους Διονυσιακούς θιάσους που είχαν δημιουργηθεί πολυάριθμοι στις πλαγιές του.
Οι μύθοι της πανάρχαιας μυθολογίας του βουνού δεν είχαν χάσει καθόλου από τον μυστηριακό τους χαρακτήρα κι από την έλξη που ασκούσαν στους αυτόχθονες. Έτσι, όταν οι Φίλιπποι έγιναν ρωμαϊκή αποικία και ρωμαίοι άποικοι κατέκλυσαν και τις πλαγιές του ιερού όρους κι ολόκληρη την Πιερία κοιλάδα, η ρωμαϊκή θρησκεία συνάντησε εδώ μύθους καθάριους και ζωντανούς, που τους ενσωμάτωσε στον βασικό κορμό της κι ο θρησκευτικός αυτός συγκρητισμός δημιούργησε μια βαθιά πνευματική θρησκεία, με ενεργή προσήλωση και πίστη στη μέλλουσα ζωή, που έκανε τους μυημένους της έτοιμους να δεχθούν το πνευματικό μήνυμα της νέας Χριστιανικής θρησκείας, η οποία τότε είχε αρχίσει ν’ ανατέλλει. Κι έτσι, δεν είναι τυχαία, όπως πιστεύει ο υπογράφων, η επιλογή αυτού ακριβώς του τόπου από τον Απόστολο των Εθνών, τον Παύλο, για την έναρξη της Χριστιανικής διδασκαλίας, για πρώτη φορά πάνω στο Ευρωπαϊκό έδαφος.

Παράλληλα, εξ άλλου, ποιος ιστορικός, αρχαίος ή σύγχρονος δεν θα φέρει αμέσως στο νου του, με μόνο το άκουσμα του ονόματος του ιερού αυτού βουνού, ότι εδώ ακριβώς βρισκόταν ο τόπος όπου ο Θουκυδίδης έγραψε την Ιστορία του, ο Φίλιππος της Μακεδονίας είχε τις πρώτες κατακτήσεις του, όπου αποφασίστηκε το μέλλον της Ρώμης, όπου η ρωμαϊκή δημοκρατία έδωσε τη θέση της στην αυτοκρατορική διακυβέρνηση, μετά την μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ.; 

Οι νότιες πλαγιές του όρους καταλήγουν στην Πιερία κοιλάδα, μια κοιλάδα που το χωρίζει από το γειτονικό (και πολύ πιο χαμηλό) όρος Σύμβολο, το οποίο κι αυτό οι αρχαίοι μας πρόγονοι το θεωρούσαν σαν ανώνυμη κορυφή του Παγγαίου.

Ο παλιός αμαξιτός δρόμος από την Καβάλα προς την Θεσσαλονίκη ακολουθεί τους πρόποδες του βουνού, διασχίζοντας τα κατάφυτα, γραφικά χωριουδάκια που από αιώνες είναι χτισμένα στη σκιά του. Ένα από αυτά τα χωριά, ο γραφικός Πλατανότοπος, που τ’ όνομά του και μόνο αρκεί για να δροσίσει την σκέψη του ταξιδευτή, πόσο μάλλον τα γάργαρα νερά του, στεφανώνεται από δυο παλιούς (σήμερα ερειπωμένους) οικισμούς, αναγόμενους στην εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, το Αχατλάρ (που μετά το 1929 μετονομάστηκε σε Μικροχώρι) και το Τζιφλίκ, που μετονομάστηκε σε Τρίτα, οι οποίοι ήταν κτισμένοι, αντίστοιχα, στα βόρεια και βορειοανατολικά του, (το δεύτερο, βορείως του 42ου χιλιομέτρου της υπό κρίση εθνικής οδού).

Τον Σεπτέμβριο του 1936 το χωριό Τρίτα είχε ακόμη λιγοστούς κατοίκους όταν δέχθηκε την επίσκεψη ενός εκλεκτού φιλέλληνα επιστήμονα, του Γάλλου αρχαιολόγου και ερευνητή, ανασκαφέα των Φιλίππων, του Paul Collart. Ο μεγάλος εκείνος επιστήμονας ήλθε ως εδώ, ακολουθώντας τα βήματα ενός επίσης σπουδαίου Έλληνα αρχαιολόγου και ακούραστου ερευνητή της ιστορίας του τόπου μας, του τότε Επιμελητή Αρχαιοτήτων στην Καβάλα, Γεωργίου Μπακαλάκη, που πρώτος είχε φθάσει στην Τρίτα, μετά από υπόδειξη του αειμνήστου φιλίστορος Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως κ. Σωφρονίου και κατοίκων του χωριού κι είχε εντοπίσει την επιγραφή με την οποία ασχολείται το παρόν άρθρο, για την οποία, μάλιστα, συνέγραψε και σχετικό άρθρο, με τίτλο «περί Αλμώπων και Αλμωπίας θεάς», το οποίο ανακοινώθηκε από τον Α. Κεραμόπουλο και περιλήφθηκε στα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, (ΧΙΙ, 1937, σελ. 484-488). Ήλθε, έτσι στην Τρίτα κι ο μεγάλος Γάλλος ερευνητής, για να συμπληρώσει την έρευνα που είχε ήδη διενεργήσει ο Μπακαλάκης και πάνω στον μεγάλο φυσικό βράχο, τον μαρμαρούχο σχιστόλιθο ο οποίος δέσποζε τότε του χωριού, καθώς υψωνόταν στα δυτικά του, βρήκε και μελέτησε μια επιγραφή που ήταν πλέον, (ακόμη και τότε), τόσο άσχημα διατηρημένη, λόγω της επί αιώνες έκθεσής της στα κάθε είδους καιρικά φαινόμενα, ώστε με δυσκολία μπορούσε, ακόμη και τότε να διακριθεί, ακόμη κι από το προσεκτικό μάτι του ερευνητή.

Η επιγραφή έχει χαραχθεί πάνω στην καμπύλη επιφάνεια του βράχου, χωρίς καμιά προηγούμενη επεξεργασία, καταλαμβάνει χώρο διαστάσεων 0,68 μέτρων ύψους και 0,86 μέτρων πλάτους και είναι γραμμένη σε δύο στήλες, σαφώς χωρισμένες η μια από την άλλη, από τις οποίες η πρώτη (αριστερή γι’ αυτόν που τις κοιτάζει) έχει οκτώ σειρές γραμμάτων και η δεύτερη (δεξιά) δεκατρείς σειρές. 

Οι δύο τελευταίες από τις σειρές της δεξιάς στήλης δεν διατηρούν την κάθετη ευθυγράμμιση των υπολοίπων ένδεκα.

Το μέσο ύψος των γραμμάτων είναι γύρω στα τρία εκατοστά του μέτρου, εκτός από εκείνων της πρώτης σειράς της πρώτης στήλης, που αναφέρουν το όνομα της θεότητας και έχουν ύψος περίπου πέντε εκατοστών.

Οι χαρακτήρες (τα γράμματα) είναι μεν σχεδιασμένοι χονδροειδώς, είναι όμως σκαλισμένοι αρκετά βαθιά στον βράχο κι έτσι είναι ορατοί ακόμη και σήμερα, που έχουν περάσει άλλα εξήντα και πλέον χρόνια από την μελέτη τους από τον Γάλλο σοφό. Εν τούτοις, η συνεχής διέλευση του νερού της βροχής πάνω από τον κεκλιμένο βράχο έφθειρε πολύ την επιφάνεια αυτού κι εξαφάνισε ορισμένους από τους χαρακτήρες.

Τέλος, τον βράχο χωρίζουν μεγάλες αυλακώσεις, οι οποίες όμως υπήρχαν και την εποχή που χαράχθηκε η επιγραφή η οποία, γι’ αυτό τον λόγο, γράφηκε σε δύο στήλες κι έλαβε υπόψη της τις αυλακώσεις αυτές.

Το κείμενο της επιγραφής ήταν το ακόλουθο (οι χαρακτήρες μέσα σε αγκύλες είναι υποθετικοί, διότι οι πραγματικοί έχουν σβηστεί):








   

ΘΕΑΣ                                             ΚΕ ΟΙ [Α]

ΑΛΜΩΠΙ                                       ΠΟΣΤΟ

ΑΣ ΑΜΠΕΛΟΣ                             ΛΟΙ ΣΕΡΩΗΝΙ

[Η]ΓΟΡΑΣΜΕΝΗ                         ΚΕ Η[Ρ]ΟΥΝΙ

ΠΑΣ Ο ΚΙΝΩΝ                             ΚΕ ΗΛΙ[ΟΔ]ΩΡΩ

[ΔΩΣΕΙ] *..........                            ΚΕ ΕΥΠΟΡΩ

                                                       ΚΕ ΚΑΛΠΡΙΩ

Ο ΙΕ[Ρ]Ε[Υ]Σ                                 ΚΕ ΕΥΠΟΥΛΩ

ΦΙΛΙ[ΠΠΩΝ]                                 Ρ[Μ] Ο [Θ]Υ[Σ]ΑΣ

                                                                ΡΜ ΖΙΠΑΣ ΖΙΠΟΔΟΥ

                                                                ΡΜ ΚΑΠΙΑΠΟΣ

                                                   ΖΗΝΟΝΟΣ

                                                   ..........Κ....

Δεν θα προχωρήσω σε σχολιασμό των συμβόλων της επιγραφής, η οποία, παρά την μακραίωνη ηλικία της και την επί τόσους αιώνες έκθεσή της στη φύση, έχει ένα σαφές νόημα, που το παραθέτω στη συνέχεια. Περιορίζομαι, συνεπώς εδώ να σημειώσω ότι το μεν σύμβολο * της έκτης σειράς της πρώτης στήλης είναι αυτό που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για τα δηνάρια, το νόμισμα της αυτοκρατορίας τους, η δε ανάγνωση των γραμμάτων ΡΜ στην αρχή των σειρών 9-11 της δεύτερης στήλης υπονοεί τον αριθμό 140 και, συνεπώς, την αξία της αμπέλου, για την οποία η επιγραφή κάνει λόγο.

Ας δούμε, λοιπόν, μετά από όλα αυτά, το νόημα της επιγραφής, ακολουθώντας την σκέψη του μεγάλου Γάλλου σοφού:

Η επιγραφή σημαδεύει τη θέση ενός αμπελιού αφιερωμένου σε κάποια θεά Αλμωπία και πιστοποιεί την απόκτηση αυτού του αμπελιού για λογαριασμό της θεάς. Απειλεί με χρηματική ποινή, (της οποίας το ποσό έχει σβηστεί), όποιον τολμήσει να την μετακινήσει (καταστρέψει). Απαριθμεί τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην ανάθεση της προσφοράς του αμπελιού στη θεά, τον ιερέα και τις αντιπροσωπείες (αποστόλους - απεσταλμένους) ορισμένων γειτονικών οικισμών ή πόλεων. Αναφέρει, τέλος, σύμφωνα με τον Γάλλο επιστήμονα, το ποσό (ΡΜ = 140 δηνάρια), αντί του οποίου οι πιστοί, που τα ονόματά τους αναγράφονται σε δοτική πτώση, αγόρασαν το αμπέλι για την θεά τους.

Έχουμε, συνεπώς, εν προκειμένω να κάνουμε μ’ ένα θρησκευτικό κείμενο, που αναφέρεται σε μια τοπική, Παγγαική λατρεία και που το σχήμα και ο τύπος, γενικά, των χαρακτήρων (γραμμάτων) του το παραπέμπει και το χρονολογεί γύρω στον τρίτο (3ο) μετά Χριστόν αιώνα, (μια χρονολόγηση) που εξηγεί με τη σειρά της την χρήση της Ελληνικής γλώσσας στο κείμενο της επιγραφής, η οποία μόλις τότε είχε αρχίσει να υποσκελίζει την επίσημη λατινική γλώσσα και να παίρνει στην περιοχή αυτή, που εξακολουθούσε ν’ αποτελεί ρωμαϊκή αποικία, την μοναδική, κυρίαρχη θέση που κατείχε, αιώνες πριν. Αποκαλυπτικές, εξ άλλου, για την ασφαλή χρονολόγηση της επιγραφής είναι και οι ορθογραφικές ιδιαιτερότητές της, όπως η χρήση του ΚΕ αντί του ΚΑΙ, του Ι αντί του ΟΙ, που δείχνουν πώς προφερόταν οι αντίστοιχοι γραμματικοί τύποι εκείνη την εποχή.

Πάντως κι αυτή η χρονολόγηση της επιγραφής γίνεται από τον Γάλλο σοφό με επιφύλαξη, γιατί δεν στηρίζεται σε ακλόνητα τεκμήρια. Έτσι ο συνετός επιστήμονας συμπληρώνει, ότι οι χαρακτήρες της επιγραφής, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον δείχνουν την αρχαιότητά της.

Ο θρακικός, εξ άλλου, χαρακτήρας της επιγραφής επιβεβαιώνεται από τα θρακικά κύρια ονόματα που περιέχει, μεταξύ των οποίων τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα ΖΙΠΑΣ - ΖΙΠΟΔΟΥ, που επανειλημμένα κοσμούν επιγραφές που έχουν βρεθεί στα όρια της αρχαίας Θράκης, αλλ’ ακόμη και στην περιοχή μας, όπως λ.χ. στη λατινική επιγραφή που βρίσκεται αριστερά της εισόδου του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου, στην Ελευθερούπολη.

Ας ακολουθήσουμε, όμως, τις σειρές των χαρακτήρων της επιγραφής, για να συνεχίσουμε με την παράθεση των ιστορικών στοιχείων στα οποία αυτή μας παραπέμπει και να κλείσουμε με την παράθεση του τρόπου της «εκ νέου ανεύρεσης» της επιγραφής από τον υπογράφοντα, που απετέλεσε την αφορμή για να γραφεί αυτό το άρθρο.

Κορυφαίο πρόσωπο στην επιγραφή μας είναι ο «ιερεύς των Φιλίππων», που ήλθε εδώ για να καθαγιάσει την αγοραπωλησία του αμπελιού. Το σημείο όπου βρίσκεται η επιγραφή ενέπιπτε, πράγματι, στη διάρκεια και του 3ου μ.Χ. αιώνα, στην ευρύτερη περιοχή που κατελάμβανε η ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων, της οποίας το απώτατο δυτικό όριο (FINES) αναγράφηκε σε κάποιο βράχο, βόρεια του Ποδοχωρίου, όπου είναι εμφανές μέχρι σήμερα. (Πέραν αυτού του ορίου εκτεινόταν η αυτόνομη σ’ όλη τη ρωμαϊκή περίοδο πολιτεία της Αμφιπόλεως). Για τον ίδιο λόγο ήλθαν ως εδώ και οι απεσταλμένοι, («απόστολοι» καλούνται στην επιγραφή), άλλων κωμοπόλεων, των οποίων αρκετά ονόματα αναγνώρισε ο Paul Collart στη δεύτερη στήλη της επιγραφής, είτε με την μορφή εθνικού ονόματος με την κατάληξη –ην(ο)ί, που συνόδευε τη λέξη «απόστολοι», είτε με τη μορφή του κυρίου ονόματός τους, που τέθηκε σε γενική πτώση του ενικού αριθμού, με την κατάληξη -ω (ου): Έτσι, ΣΕΡΩΗΝ(Ο)Ι μοιάζουν να είναι οι κάτοικοι των Σερρών, το τοπωνύμιο των οποίων αναφέρθηκε ήδη πολλούς αιώνες ενωρίτερα από τον Ηρόδοτο με τον τύπο «ΣΙΡΙΣ», για να γίνει σύντομα «ΣΕΡΡΑΙ». Η λέξη ΕΥΠΟΡΟΣ μπορεί να υπονοεί την Ευπορία, ένα ρωμαϊκό σταθμό που βρισκόταν πάνω στον Στρυμόνα, πολύ κοντά στην Αμφίπολη και πάνω στις δύο ρωμαϊκές οδούς που οδηγούσαν, η μια περνώντας βόρεια και η άλλη νότια του Παγγαίου, από την Ηράκλεια τη Σιντική, (που βρισκόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το Ζερβοχώρι Σερρών), στους Φιλίππους. Κάτω από τη λέξη ΚΑΛΠΡΙΩ μπορεί να κρύβεται ένας αρχαίος οικισμός του οποίου οι κάτοικοι, οι «Καλπαπουρείται», μνημονεύονται σε μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε ανάμεσα στην Καβάλα και στους Φιλίππους.

Οι πράξεις των θρησκευτικών αδελφοτήτων (συλλόγων) της εποχής εκείνης περιλάμβαναν μερικές φορές, μετά την απαρίθμηση των ονομάτων των πιστών, και μια κατάσταση με τις δωρεές τους. Και στην επιγραφή μας αυτή, λοιπόν, στις τελευταίες σειρές της δεύτερης (αριστερής) στήλης του κειμένου της ο Paul Collart διέκρινε τα ποσά που δαπανήθηκαν για την αγορά, στ’ όνομα της θεάς, του συγκεκριμένου αμπελιού. Άλλωστε, η αγορά αυτή αναγγέλλεται ήδη από την αρχή της επιγραφής, στη δεξιά στήλη της οποίας γίνεται λόγος για «άμπελο ηγορασμένη». Στις τρεις τελευταίες σειρές, (17–19) αναφέρεται το ψηφίο ΡΜ, που στην αρχαία ελληνική γλώσσα ισοδυναμούσε με τον αριθμό 140. Το τίμημα της πώλησης της αμπέλου, συνεπώς, φαίνεται ότι ήταν 140 (ρωμαϊκά) δηνάρια, ένα ποσό μεγάλο, που δείχνει, ταυτόχρονα και το ανάλογο μέγεθος του αμπελιού, το οποίο οι αναγραφόμενοι πιστοί αγόρασαν για χάρη της θεάς τους.

ΖΙΠΑΣ ή ΖΕΙΠΑΣ είναι ένα όνομα πολύ συνηθισμένο στην αρχαία Θράκη και ειδικά στην περιοχή του Παγγαίου, (η λατινική επιγραφή που είναι εντοιχισμένη στ’ αριστερά της εισόδου του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου της Ελευθερούπολης φέρει, για παράδειγμα, το όνομα αυτό). ΚΑΠΙΑΠΟΣ είναι επίσης ένα θρακικό όνομα, που ανάγει την προέλευσή του σε κάποια τοποθεσία και σήμαινε, από φιλολογική άποψη, τον ελικοειδή ποταμό». Αυτά τα θρακικά ονόματα συμπληρώνουν τις πολυάριθμες ενδείξεις που έχουμε για τη συνεχιζόμενη ζωντάνια του θρακικού στοιχείου, τρεις και πλέον αιώνες μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής αποίκισης της περιοχής, ιδιαίτερα στις αγροτικές και τις ορεινές περιοχές, των οποίων οι Φίλιπποι ήταν η πρωτεύουσα. Οι Θράκες συνέχιζαν, πράγματι, μετά από τόσους αιώνες ρωμαϊκής κυριαρχίας, ν’ ασκούν αξιόλογη επιρροή στους διονυσιακούς θιάσους (συλλόγους), που ήταν πολυάριθμοι στην περιοχή γύρω από το Παγγαίο, είχαν μυστικιστικό χαρακτήρα και τους ξέρουμε από τις επιγραφές που βρέθηκαν πάνω και γύρω από το ιερό αυτό όρος.

Η πράξη την οποία οι προαναφερθείσες προσωπικότητες και οι επίσημες αντιπροσωπείες των γειτονικών πόλεων ήλθαν για να επισημοποιήσουν εδώ, στην Τρίτα, λίγο έξω από τον σημερινό Πλατανότοπο, ήταν η αγορά και ο καθαγιασμός του αμπελιού, που είχε αγοραστεί με τα δηνάριά τους. Και η επιγραφή έδειχνε ακριβώς το σημείο όπου βρισκόταν το αμπέλι που αγοράσθηκε, καθαγιάσθηκε κι αφιερώθηκε στη θεά Αλμωπία. Μάλιστα, είχαν παρθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης της ιδιοκτησίας της θεάς, όπως δείχνει η φράση «ΠΑΣ Ο ΚΙΝΩΝ» που φαίνεται στην τέταρτη γραμμή της πρώτης (αριστερής) στήλης της επιγραφής. Με την φράση αυτή απειλούνταν με πρόστιμο, το ποσό του οποίου δεν διακρίνεται, σχεδόν καθόλου, (ίσως όμως να ήταν «Σ» δηλαδή 200 δηνάρια), καθένας που θα τολμούσε να μετακινήσει την επιγραφή και να παραβιάσει, έτσι τα όρια του αμπελιού της θεάς. Ο παραβάτης προειδοποιούνταν ότι ο περίκλειστος χώρος του αμπελιού της θεάς δεν προστατευόταν μόνο και μόνο επειδή ήταν ιερός, αλλά (προστατευόταν) κι από συγκεκριμένες νομικές διατάξεις, που τέθηκαν σε ισχύ με την επιγραφή αυτή. Ήταν πολύ συνετή πράξη, συνεπώς, να χαραχθεί αυτή η αυστηρή προειδοποίηση, όχι πάνω σε μια στήλη που εύκολα θα μπορούσε να μετακινηθεί, αλλά πάνω σ’ ένα συμπαγή βράχο του βουνού.

Ποια ήταν, όμως η θεότητα στην οποία αφιερώθηκε το αμπέλι από τους πιστούς της; Το όνομά της δεν αναφέρεται στην επιγραφή. Αυτή προσδιορίζεται μόνο από το τοπικό επίθετο Αλμωπία, το οποίο προσδιορίζει την προέλευσή της. Αλμώπιος, Αλμωπία αλλά και Άλμωψ είναι εθνικά επίθετα, που αναφέρονται και προέρχονται από τους Άλμωπες, φύλο της δυτικής Μακεδονίας που αναφέρεται από τον Πλίνιο και τον Πτολεμαίο, οι οποίοι, κατά τη μυθολογία, ανήγαν την καταγωγή τους στον γίγαντα που είχε το όνομα Άλμωψ κι ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Έλλης, κόρης του Αθάμαντα. Τον λαό αυτόν μνημονεύει, επίσης κι ο Θουκυδίδης, μεταξύ εκείνων των φύλων που υποτάχθηκαν ή εκδιώχθηκαν από τους Τημενίδες, στη διάρκεια των κατακτήσεων που προσπόρισαν στους τελευταίους το Μακεδονικό Βασίλειο, (Θουκυδίδη ΙΙ,99 : «ανέστησαν δε….. και εξ Αλμωπίας Άλμωπας»).

Κατανοεί, συνεπώς ο καθένας, πόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει, να ξαναβρίσκεται το όνομα αυτού του λαού πάνω στις νότιες πλαγιές του Παγγαίου όρους, δηλαδή ακριβώς σ’ εκείνη την περιοχή όπου έφτιαξαν τη νέα τους πατρίδα οι Πίερες, που επίσης είχαν εκδιωχθεί από τους Μακεδόνες από την παλιά τους πατρίδα, την Πιερία του Ολύμπου, (Θουκυδίδη ΙΙ,99, 3: «… αναστήσαντες μάχη εκ μεν Πιερίας Πίερας, οί ύστερον υπό το Πάγγαιον πέραν Στρυμόνος ώκησαν Φάγρητα και άλλα χωρία (και έτι νυν Πιερικός κόλπος καλείται η υπό τω Παγγαίω προς θάλασσαν γη»).

Ο σοφός Γάλλος αρχαιολόγος Collart, που πρώτος περιέγραψε την επιγραφή, θεωρεί έτσι πολύ πιθανό, οι Άλμωπες, κατά τη φυγή τους από τη Δυτική Μακεδονία, να πήραν τον ίδιο δρόμο με τα γειτονικά τους φύλα, τους Βοττιαίους, τους Εορδούς, τους Ηδωνούς (ή Ηδώνες) και τους Πίερες, από τους οποίους άλλοι σταμάτησαν στα όρια της Χαλκιδικής, ενώ άλλοι κατευθύνθηκαν πέρα από τον ποταμό Στρυμόνα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, πιστεύει ο Collart, ο Γεώργιος Μπακαλάκης πίστεψε ότι είδε στην επιγραφή αυτή την πλήρη και τυπική επιβεβαίωση της πιο πάνω υπόθεσης και τοποθέτησε έτσι γύρω από τον βράχο της Τρίτας, πάνω στον οποίο είχε σκαλιστεί η επιγραφή προς τη Θεά Αλμωπία, το καταφύγιο του φύλου των Αλμώπων, για το οποίο απλά είχε, κατά τη γνώμη του, παραλείψει να κάνει λόγο ο Θουκυδίδης. Εν τούτοις, ο σοφός Collart πιστεύει ότι πρέπει να τοποθετηθεί μέσα στα σωστά της όρια η αξία αυτού του ντοκουμέντου που μας προσέφερε η γη της αρχαίας Θράκης, (στην οποία ανήκε η περιοχή της Τρίτας, την εποχή που χαράχθηκε η επιγραφή).  Αν, λέει ο καθηγητής, αυτή η επιβεβαιωμένη κι εντοπισμένη στον χώρο από την επιγραφή μας λατρεία είναι πράγματι πολύ παλιά και πράγματι μεταφέρθηκε στο Παγγαίο από τους Άλμωπες, ήδη από την εποχή της μετανάστευσής τους, η σχετική άποψη δεν χάνει τίποτε από τη σημασία της. Αν, αντίθετα, αυτή η λατρεία είχε εισαχθεί πρόσφατα, (δηλαδή λίγο πριν από τη λάξευση της επιγραφής), η τελευταία δείχνει απλά ότι είχαν δημιουργηθεί στενές σχέσεις ανάμεσα στη Μακεδονική κοιτίδα, (δηλαδή τη Δυτική Μακεδονία) των εκδιωχθέντων πληθυσμών και στις θρακο – μακεδονικές περιοχές, όπου αυτοί οι πληθυσμοί κατόρθωσαν να εγκατασταθούν.

Μετά από όλες αυτές τις σκέψεις, μένει να διαλευκανθεί, ποια ήταν αυτή η Θεά Αλμωπία, που λατρευόταν κατά τους πρώτους μετά Χριστό αιώνες στο Παγγαίο. Στο ερώτημα αυτό ο σοφός Γάλλος καθηγητής δίνει μια ικανοποιητική, όπως πιστεύει ο γράφων, απάντηση.

Περί τα 80 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, η αρχαία Αλμωπία κατελάμβανε τη φυσική λεκάνη που σχημάτιζαν οι πηγές του ποταμού Λουδία. Αυτή η λεκάνη ήταν κλεισμένη από τα βόρεια κι από τα δυτικά από το υψηλό όρος Βόρας (Καϊμακτσαλάν), που κορυφωνόταν στα 2.525 μέτρα κι από τ’ ανατολικά την χώριζε από την κοιλάδα του Αξιού ένας ορεινός όγκος λίγο πιο χαμηλός. Έτσι, αυτή η απομονωμένη λεκάνη δεν είχε πρόσβαση, παρά μόνο από τα νότια, όπου ο ποταμός σχηματίζει ένα πέρασμα ανάμεσα στους λόφους που περιβάλλουν την Έδεσσα. Από την Αριδαία, που ήταν η καρδιά της Αλμωπίας, η Έδεσσα, (που ο σοφός καθηγητής εσφαλμένα θεωρούσε ότι ήταν οι Αιγές, η αρχαία πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου), δεν απείχε παρά 17 χιλιόμετρα κι έτσι ακουμπούσε κυριολεκτικά την Αλμωπία, πράγμα που είχε υπογραμμίσει, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, ένας έξοχος γνώστης της αρχαίας γεωγραφίας της Μακεδονίας, ο άγγλος ταξιδευτής W. M. LEAKE.  Τα δύο ονόματα εξ άλλου γειτόνευαν και στα κείμενα του Ιεροκλή. Τέλος, ακόμη και σήμερα, οι επαρχίες της Έδεσσας και της Αλμωπίας είναι γεωγραφικά ενωμένες σε μια ενιαία περιοχή, την οποία οριοθετεί στα νότια της Έδεσσας το όρος Βέρμιο.

Αυτή ακριβώς η περιοχή της Έδεσσας, η ενωμένη με την Αλμωπία, λάτρευε κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα μια γυναικεία θεότητα, καλούμενη «Μα», την λατρεία της οποίας επιβεβαιώνουν πολλές αναθηματικές επιγραφές, που έχουν βρεθεί στην πόλη αυτή. Η «Μα» ήταν αρχαία θεότητα της γης, συγγενική προς τις Μεγάλες Μητέρες της Ανατολής, είχε τα πρώτα της ιερά στα Κόμανα της Καππαδοκίας και στα Κόμανα του Πόντου, στα οποία ιερά της συνωθούνταν κατά χιλιάδες οι ιερόδουλοι και οι ιερόδουλες που υπάκουαν στους ιερείς της. Αλλά κι αργότερα αυτή η θεότητα είχε πιστούς, αφενός μεν στη Ρώμη, αφετέρου δε στη λεκάνη του Αιγαίου πελάγους και της Προποντίδας, όπως στην Πέργαμο, στο Γαλατά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Έδεσσα, στην οποία η λατρεία της μεταφέρθηκε από τις ρωμαϊκές λεγεώνες που είχαν πάει στη Μικρά Ασία για να πολεμήσουν κατά του Μιθριδάτη, καθώς κι από Καππαδόκες σκλάβους.

Οι επιγραφές της Έδεσσας, που είναι σχεδόν όλες χρονολογημένες, κυμαίνονται από το 211 μέχρι το 265 μ.Χ. Τότε, λοιπόν φαίνεται αυτή η Μακεδονική πόλη να γίνεται η νέα εστία της λατρείας της Μα. Πιστεύει, έτσι, ο Γάλλος καθηγητής, που ερμήνευσε την επιγραφή κατά τον τρόπο που ο υπογράφων απλώς σας τον παρουσιάζει, ότι η θεά Αλωπία της Τρίτας, του δικού μας, δηλαδή Πλατανοτόπου, που ήταν πασίγνωστη στους πιστούς της μ’ αυτό ακριβώς το επίθετο που πρόδινε τον τόπο καταγωγής της, δεν μπορεί να ήταν άλλη από τη μεγάλη θεά της Έδεσσας, την «ΘΕΑ ΜΑ ΑΝΕΙΚΗΤΟ».Και δεν πρέπει, σύμφωνα με τον καθηγητή Collart, να μας εκπλήσσει αυτή η ακαθόριστη επίκληση της θεάς. Για μαγικούς λόγους οι Θράκες του Παγγαίου απέφευγαν με μεγάλη ευσυνειδησία ν’ αποκαλούν τους θεούς τους με τα ονόματά τους, (κατά τον ίδιο τρόπο, όπως σημειώνει ο γράφων, που και οι αρχαίοι Ισραηλίτες απέφευγαν την επίκληση του ονόματος του Θεού).

Ενώ, λοιπόν, η θεότητα αυτή (ΜΑ, Μα) αναφέρεται συχνά στις επιγραφές, οι αρχαίοι συγγραφείς που μας μιλούν γι’ αυτήν τηρούν κι αυτοί μια παρόμοια επιφύλαξη. Πράγματι, η Μα προσδιορίζεται και κρύβεται στα φιλολογικά κείμενα, είτε κάτω από το όνομα κάποιας θεότητας με την οποία μοιάζει, ή με ακόμη πιο ανώνυμο τρόπο, ως «η θεός», όπως, για παράδειγμα, στον Στράβωνα (Γεωγραφία, ΧΙΙ, 3, 32, παράγρ. 557 - ΧΙΙ, 3, 36, παράγρ. 559 - ΧΙΙ 8, 9, παράγρ. 575 «η θεός», ΧΙΙ 2, 3, παράγρ. 335: «το της Ενυούς ιερόν»), στον Αππιανό (Μιθρ, 114: «της εν Κομάνοις Θεάς»), στον Πλούταρχο (Συλλογαί, 9, 7, παράγρ. 457: «θεόν, ήν τιμώσι Ρωμαίοι παρά Καππαδόκων μαθόντες, είτε δη Σεμέλην ούσαν είτ’ Αθηνάν είτ’ Ενυώ») και σε διάφορους ρωμαίους συγγραφείς (Bellona). Ίσως, όμως, σύμφωνα με τον Collart, θα πρέπει να διακρίνουμε μια νέα ένδειξη, βοηθητική στην προσπάθειά μας να εξακριβώσουμε την ταυτότητα της θεότητας που κρύβεται στην επιγραφή μας, στο γεγονός ότι η ιερή προσφορά που έχουμε εδώ προς τη θεά Αλμωπία είναι ένα αμπέλι. Πράγματι, η μια από τις επιγραφές της Έδεσσας περιείχε, παρόμοια, μια προσφορά αμπελιού προς τη θεά Μα. Ο Α. Cameron αποκατέστησε πριν από αρκετές δεκαετίες εκείνη την επιγραφή, δίνοντας την αληθή έννοια στο σύνολο των ντοκουμέντων που προήλθαν από το ιερό της θεάς στην Έδεσσα. Η επιγραφή αυτή, για την οποία κάνουμε λόγο, σύμφωνα με τον W. Baege, διαβάζεται ως εξής: «Έτους αqτ’ μηνός / Δίου. Στρα(τ)τώ δούλη / θεάς ανικήτου Μας / καταγράφω αμπέλων / [π]λέθρα δύο πλείον ή ε[φ όσ]ον τότ[ε] μακρώ [..σα..]». Η ημερομηνία της επιγραφής, που έχει σαν αφετηρία το Μακεδονικό ημερολόγιο, διαβάζεται: αqτ’ = τ’qα = 391 – 148 = 243 πρό Χριστού. Βέβαια, θα μπορούσαμε να έχουμε εδώ μια απλή σύμπτωση. Αυτή η ταύτιση των ιερών αφιερώσεων  στις δύο επιγραφές, από μόνη της δεν θα μπορούσε ν’ αποδείξει ότι επρόκειτο και στις δύο περιπτώσεις για την ίδια θεότητα. Η καλλιέργεια της αμπέλου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Μακεδονία. Στη Θεσσαλονίκη, όπως και στο σημερινό οικισμό των Φιλίππων, (δίπλα στους αρχαίους Φιλίππους – παλιά «Σέλιανη») βλέπουμε ν’ αναφέρονται συχνά, μέσα στα κείμενα τελευταίας βούλησης (διαθήκες), αρκετά στρέμματα αμπελιών, τα εισοδήματα από τα οποία προορίζονταν να σιγουρέψουν την εκτέλεση των τελευταίων βουλήσεων του διαθέτη. Στη Χαλκιδική, το ακραίο σημείο της Σιθωνίας έφερε το χαρακτηριστικό όνομα «Ακρωτήριον Άμπελος». Και οι πλαγιές της Βιβλίας ή Βιβλίνης χώρας, δηλαδή οι παραλιακές πλαγιές του σημερινού Συμβόλου όρους, που δεν απείχαν και πολύ από το Παγγαίο, ανάμεσα στις πόλεις Νεάπολι (σημερινή Καβάλα) και Οισύμη (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Νέα Πέραμος), παρήγαν ένα φημισμένο στην αρχαιότητα κρασί, τον «βίβλινο οίνο». Αυτή η σύμπτωση είναι, εν τούτοις, χρήσιμο να επισημανθεί. Διότι δεν είναι απαραίτητο να υποθέσουμε ότι η προσφορά ενός αμπελιού ανταποκρινόταν και στη μια και στην άλλη περίπτωση σε κάποια ιδιαίτερη λατρευτική ανάγκη. Αντίθετα, και στις δυο περιπτώσεις αυτή η προσφορά αμπελιού είχε σαν σκοπό να εξασφαλίσει ένα εισόδημα στη θεότητα. Έτσι, μέχρι και τις μέρες μας, σε αρκετές περιοχές του Αιγαίου, (όπως, π.χ. στην Κάλυμνο), ελαιώνες αφιερώνονται στην Παναγία, στην οποία διατίθεται η συγκομιδή, με πρόθεση, ολοφάνερα πανομοιότυπη μ’ εκείνη των αρχαίων πιστών.

Η λατρεία, λοιπόν της Μα, της θεάς Αλμωπίας, δεν κατόρθωσε, σύμφωνα με τον σοφό Collart, να φθάσει στο Παγγαίο παρά στη ρωμαϊκή εποχή και συγκεκριμένα κατά τον τρίτο μετά Χριστό αιώνα. Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, με κανένα τρόπο, κάποια αρχαία αυτόχθονη λατρεία της Δυτικής Μακεδονίας να ήλθε στο Παγγαίο οκτώ αιώνες ενωρίτερα, τότε που μετανάστευσαν οι Άλμωπες από τις αρχαίες κοιτίδες τους.. Η συγκεκριμένη λατρεία, στην οποία αναφέρεται η επιγραφή μας, που είχε οργιαστικό κι αιματηρό χαρακτήρα, με τις έξαλλες συνοδείες της και τους εκούσιους κατατεμαχισμούς της, όπως περιγράφεται κυρίως από ορισμένους λατίνους συγγραφείς, πρέπει να βρήκε απλώς εδώ, στο Παγγαίο, ιδιαίτερα ευνοϊκό έδαφος. Πράγματι, όπως ήδη από το 1910 είχε επισημάνει ο σοφός καθηγητής P. Perdrizet, στο σύγγραμμά του «Cultes et mythes du Pangee” (Λατρείες και μύθοι του Παγγαίου), “η ενθουσιαστική θρησκεία του Βάκχου επέτρεψε, όπως φαίνεται, στους κατοίκους της Παγγαιικής χώρας, να υποδεχθούν μ’ ευχαρίστηση τις οργιαστικές λατρείες της Μικράς Ασίας». Οι διονυσιακοί θίασοι, που ήταν πολυάριθμοι σ’ αυτές τις περιοχές, τις απομακρυσμένες από την περιοχή της αποικίας των Φιλίππων, αναζητούσαν κι αυτοί, όπως γινόταν και στη Μικρά Ασία με τις λατρείες που αναφέραμε, μέσα από την έκσταση και τις νεκρικές τελετές, την επικοινωνία με το θεό. Άλλωστε, εξ αιτίας ακριβώς αυτής της οργιαστικής πλευράς της λατρείας της, η θεά Μα μερικές φορές ταυτιζόταν και με τη Σεμέλη, ή συγκαταλεγόταν στις τροφούς του βρέφους Διονύσου, (δείτε Στέφανο Βυζάντιο στη λέξη Μάσταυρα: «Μα δε τη Ρέα είπετο, ην παρέδωκε Ζευς Διόνυσον τρέφειν...»).

Στην ύστερη εποχή, κατά την οποία σκαλίστηκε η επιγραφή μας, η λατρεία της Μα κατέληξε να ταυτισθεί μ’ αυτήν της Κυβέλης, της Μεγάλης ανατολικής Μητέρας, από την οποία σε παλιότερες εποχές διακρινόταν καθαρά, οπότε και ξαναβρήκε τον αρχικό χαρακτήρα της, ο οποίος απεικονίζεται πλέον στο όνομά της, «Μα», που σημαίνει «Μητέρα».Η Κυβέλη, όμως, είχε πιστούς σ’ αυτό το κομμάτι της Ανατολικής Μακεδονίας: Σημάδια της λατρείας της έχουν βρεθεί στη Μυγδονία, τη Βισαλτία, στην Άκανθο, στη Θάσο και, όσον αφορά την περιοχή του Παγγαίου, στην Αμφίπολη και στους Φιλίππους. Για τον ίδιο αυτόν λόγο, σε μια από τις αναθηματικές επιγραφές της Έδεσσας, η θεά ονομάζεται όχι πλέον «Μα», αλλά «Μήτηρ θεών».

Γνωρίζουμε όλοι καλά πόσο σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν στη διάδοση των θρησκευτικών ιδεών και λατρειών οι μεγάλες οδοί επικοινωνίας. Μέσω της Εγνατίας Οδού, η οποία διέσχιζε την Βαλκανική χερσόνησο από το Δυρράχιο μέχρι τον Ελλήσποντο και μέσω της θαλάσσιας οδού που οδηγούσε από τη Νεάπολη στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδος, η Μακεδονία συνδεόταν με τη Μικρά Ασία με δεσμούς και σχέσεις άμεσες και συχνές. Αυτές, λοιπόν τις οδούς χρησιμοποίησαν οι οπαδοί των ανατολικών λατρειών, για τις οποίες κάναμε λόγο, για να τις φέρουν μέχρι την Έδεσσα. Απ’ αυτήν, ακριβώς, την Εγνατία Οδό, που διέσχιζε τους Φιλίππους, ήλθαν ως εδώ και οι λατρείες των θεών της Αιγύπτου, οι οποίοι είχαν ιερό σ’ αυτή την πόλη. Απ’ αυτή τη μεγάλη, διεθνή τότε, οδική αρτηρία έφθασε, περίπου στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., κι ο Απόστολος Παύλος, για να ιδρύσει στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια τις πρώτες Χριστιανικές εκκλήσίες της Ευρώπης. Έτσι, το έντονο ρεύμα αυτών των θρησκευτικών και πολιτιστικών ανταλλαγών που ακολουθούσε τα ίχνη της Εγνατίας Οδού, ανάμεσα στο Αιγαίο Πέλαγος και την Αδριατική, ήταν εκείνο που, υπό την αντίστροφή του έννοια, επέτρεψε, κατά τον 3ο μετά Χριστόν αιώνα, και τη μεταφύτευση, από την Έδεσσα στο Παγγαίο, της λατρείας της Μα, της θεάς Αλμωπίας, αναβιώνοντας ίσως την ανάμνηση των αρχαίων δεσμών που ένωναν, χαμένοι βαθιά μέσα στην ιστορία, τις δύο αυτές περιοχές της Μακεδονίας. 

Μέχρι σήμερα, λίγα μέτρα μακριά από την επιγραφή και στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου εκτεινόταν το αμπέλι της θεάς Αλμωπίας, οι κάτοικοι του Πλατανοτόπου εξακολουθούν να καλλιεργούν τ’ αμπέλια τους. Δεν γνωρίζουν τίποτε για την επιγραφή, ούτε έχουν ακούσει ποτέ για τη θεά Αλμωπία. Εξακολουθούν, όμως κι αυτοί, όπως έκαναν οι πρόγονοί τους, να προσφέρουν τάματα και καρπούς της γης και της φύσης στον ένα και μοναδικό, αληθινό Θεό, στους Αγίους και τους μάρτυρές της χριστιανικής Θρησκείας, συνεχίζοντας, έτσι την μακραίωνη παράδοση αυτού του λαού στο σεβασμό και τον φόβο προς τα άγια και τα όσιά του κι αποδεικνύοντας, δεκαεπτά αιώνες μετά, ότι κι αυτοί κι εκείνοι ανήκουν σ’ αυτό το πεισματάρικο, περήφανο, έθνος, που το χαρακτηρίζει «το όμαιμον και το ομόγλωσσον και τα κοινά των προγόνων έθη».

ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ


 

 


 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου