Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ THΣ ΠΕΡΙ ΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

Η περί το Παγγαίο όρος χώρα, με τις απέραντες πεδιάδες των Σερρών και των Φιλίππων, που αρδεύονται αντίστοιχα από τους ποταμούς Στρυμόνα και Αγγίτη, ήταν κατά την αρχαιότητα πολύ εύφορη, ενώ συνάμα το υπέδαφός της έκρυβε άφθονα πολύτιμα μέταλλα. Ήταν έτσι φυσικό, όλη η πορεία της περιοχής αυτής μέσα στην ιστορία, ήδη από τα πρώϊμα ιστορικά χρόνια, νάναι στενά δεμένη με τον υλικό της πλούτο, που τραβούσε σαν μαγνήτης πόλεις, λαούς και κατακτητές.
Ξεκινώντας από την χλωρίδα της χώρας αυτής κι από τ' αγροτικά προϊόντα που παρήγε η γή της, είμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε πρώτα και ν' αφιερώσουμε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του άρθρου μας αυτού σ' ένα προϊόν που μέχρι και σήμερα δίνει στην περιοχή την
πιο χαρακτηριστική της ταυτότητα. Πρόκεται για τ' αμπέλια και το κρασί του Παγγαίου και ιδιαίτερα του σημερινού Συμβόλου όρους, (το οποίο οι αρχαίοι Ελληνες δεν το ξεχώριζαν συνήθως από το Παγγαίο), που την άφθονη και μακρόχρονη παρουσία τους μαρτυρούν, εκτός από τις ιστορικές πηγές, τα πολυάριθμα όστρακα κρατήρων και οινοχοών που βρίσκονται στα ερείπια των αρχαίων οικισμών της περιοχής.
Ήδη από την Ομηρική εποχή η περιοχή του Παγγαίου και ιδιαίτερα του σημερινού όρους Συμβόλου, η οποία απλώνεται στα νότια του τελευταίου και από τον Στρυμόνα μέχρι την σημερινή Καβάλα ήταν φημισμένη για τ' αμπέλια της, που μέχρι σήμερα καλλιεργούνται
ασταμάτητα επί σειρά αιώνων. Ήταν επίσης φημισμένη για το από τ' αμπέλια της εκείνα παραγόμενο κρασί, τον περίφημο "βύβλινο οίνο" των αρχαίων Ελλήνων.
Οι Φοίνικες, που πριν στην περιοχή μας εμφανιστούν οι Έλληνες της νότιας Ελλάδας είχαν αποικίσει την Θάσο, έφεραν στην απέναντι από την Θάσο ακτή από την οποία σήμερα διέρχεται η Νέα παραλιακή εθνική οδός Καβάλας - Θεσσαλονίκης ένα είδος αμπέλου από την πόλη Βύβλο της Φοινίκης.
Για την προέλευση αυτού του κρασιού από τη Φοινίκη ο Αθήναιος, (Έλληνας που έζησε κατά την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου ή των διαδόχων αυτού, Σεπτιμίου και Αλεξάνδρου Σεβήρου), στο έργο του "ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ" (β 29) λέει σχετικά:
 "Και το κρασί το Βύβλινο επαινώ της ιερής Φοινίκης,
μα να το βάλω δεν μπορώ με το κρασί της Λέσβου.
Για πρώτη σου αν το πιείς φορά, προτού το συνηθίσεις,
θα σου φανεί πιο εύοσμο απ' το κρασί της Λέσβου,
γιατί το άρωμά του με τον καιρό, σαν πάλιωσε, το πήρε
αλλά σαν πίνεται συχνά, θα σου φανεί χειρότερο.
Μα από της Λέσβου το κρασί δεν έχει άλλο πιο ακριβό,
και μόνο η αμβροσία. Κι αν μερικοί σαχλοί με κοροϊδεύουν
και λεν πως το καλύτερο κρασί 'ναι της Φοινίκης,
γι' αυτούς δεν δίνω δυάρα.
Από τη φοινικική λοιπόν εκείνη άμπελο πήραν τ' όνομά τους και τα Βύβλινα (ή Βίβλινα) όρη, δηλαδή το σημερινό Σύμβολο Όρος και το κρασί της περιοχής, το οποίο πρώτος μνημονεύει ο Ησίοδος στο διδακτικό του έπος "Εργα και ημέραι" ως εξής:
Αχ! και να μπορούσα νάμαι
στην παχιά  σκιά κάποιου βράχου και νάχω και ­βίβλινο κρασί­
και πίττα φτιαγμένη από γάλα κατσικιών πόχουν κόψει το βύζαγμα
και κρέας δαμαλίτσας που δεν έχει ακόμη γεννήσει
κι έχει μόλις χορτάσει τρώγοντας στο λειβάδι
καθώς και νεογέννητων εριφίων.
Κι εκεί από κάτω καθισμένος στη σκιά,
να μπορούσα να πίνω το κρασί με το χρώμα της φωτιάς
και να ευχαριστιέται η καρδιά μου από την ευωχία,
με το πρόσωπό μου στραμμένο απέναντι στο ζωηρό φύσημα του
Ζέφυρου.
Κι αντλώντας τρεχούμενο νερό από μιαν αστείρευτη κρήνη που τίποτε
δεν την θολώνει,
ν' αναδεύω τρία μέρη νερού κι ένα μέρος κρασιού.
Για το ίδιο αυτό περίφημο κρασί της περιοχής μας εξ άλλου, ο Επίχαρμος, ποιητής κωμωδιών του Ε' π.Χ. αιώνα λέγει ότι παραγόταν στα Βίβλινα όρη της Θράκης, τα οποία με την σειρά του ο Αρμενίδας τα τοποθετεί στην περιοχή της Αντισάρης και της Οισύμης, (της πρώτης τα ερείπια εντοπίστηκαν στην περιοχή της σημερινής Καλαμίτσας Καβάλας και της δεύτερης στον λόφο και στις ακτές των αμμολόφων της σημερινής Νέας Περάμου): Αρμενίδας δε της Θράκης φησίν είναι χώραν την Βιβλίαν, ήν αύθις Τισάρην και Οισύμην προσαγορευθήναι).
Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του "ΙΩΝ", (στίχοι 1194-1995) λέγει ότι σ' ένα συμπόσιο που γινόταν στους Δελφούς, αναμιγνυόταν βίβλινο κρασί με νερό μέσα σε χρυσούς κρατήρες: ("Κι απλώθηκε σιωπή. Και τότε ξανά γεμίσαμε τους ιερούς κρατήρες, με νερό και με Βύβλινο πιοτό")
Γι' αυτό το ίδιο κρασί μιλάει και ο Φιλλύλιος, κωμικός ποιητής της αρχαίας αττικής κωμωδίας, όπως κι ο Ρωμαίος Αχίλλειος Τάτιος, ενώ ο Θεόκριτος στα "Ειδύλλιά" του (ΧIV,4) λέγει ότι ο ήρωάς του Αισχίνης, σε μια γιορτή στην εξοχή, έλεγε: "άνοιξα για τους φίλους μου Βίβλινο κρασί, ευωδιαστό, τεσσάρων ετών, που ήταν σα ναάχε μόλις βγεί από το πατητήρι")
Ο Ησύχιος επίσης λέγει ότι ο βίβλινος είναι είδος οίνου και ποικιλία αμπέλου στη Θράκη, ο δε Στέφανος ο Βυζάντιος: "Βιβλίνη. Χώρα της Θράκης. από ταύτης ο βίβλινος οίνος".
Τέλος δεν μπορώ να μην αναφέρω κι αυτό που λέει ο ίδιος πιο πάνω Αθήναιος, στο έργο του "ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ", ότι "Ο Ιππυς ο Ρηγίνος (ιστορικός της εποχής των Περσικών πολέμων) ανέφερε ότι η άμπελος η λεγομένη "ειλεός", ονομάζεται συνάμα και "βιβλία".
Αυτήν ο Πόλλις ο Αργείος, που βασίλευσε στους Συρακουσίους, πρώτος την έφερε στις Συρακούσες από την Ιταλία. Θάναι λοιπόν βίβλινος οίνος, ο γλυκός οίνος που από τους Σικελιώτες λέγεται "Πόλλιος".
Δεν καλλιεργούνταν όμως αμπέλια μόνο στη νότια του Συμβόλου όρους εκτεινόμενη γή. Και η πλούσια πεδιάδα του κάτω ρού του Στρυμόνα, η εκτεινόμενη βόρεια και δυτικά της Αμφιπόλεως ήταν φημισμένη για την ευφορία της κατά τους αρχαίους χρόνους. Πάντως, δεν φαίνεται πιθανό να καλλιεργούνταν σ' αυτή η περιοχή, τουλάχιστον πριν τον 4ο π.Χ. αιώνα, κάποια επώνυμη ποικιλία αμπέλου, σαν εκείνη λ.χ. που παρήγε τον βίβλινο οίνο ή τον οίνο της Μένδης (αρχαίας πόλεως της Χαλκιδικής) κ.λ.π. Και η σπανιότητα των μαρτυριών σχετικά με την καλλιέργεια αμπέλου στην εν λόγω περιοχή συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής.
Για την καλλιέργεια αμπέλου στην περιοχή του κάτω ρού του Στρυμόνα και ειδικώτερα στη Βισαλτία και την Αμφίπολη μιλούσε κατ' αρχάς ο Θεόπομπος, στο 54ο βιβλίο των Ιστοριών του, όπως το σχετικό απόσπασμα διέσωσε ο πολύτιμος Αθήναιος, στο προαναφερθέν έργο του "ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ", (το κείμενο του Θεόπομπου θα το δούμε στη συνέχεια αυτού του άρθρου).
Ο Δημ. Λαζαρίδης, άλλοτε Εφορος Αρχαιοτήτων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, δημοσίευσε όταν ζούσε μερικά πωλητήρια συμβόλαια που προήλθαν από την περιοχή της Αμφιπόλεως. Δύο απ' αυτά αναφέρονται στην πώληση αμπελιών:
α) Το ένα συμβόλαιο, (επιγραφή του 3ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκε στη Μεσολακκιά Σερρών, (BCH 85 (1961), σελ. 431), είχε το εξής περιεχόμενο: "Για χάρη της καλής τύχης. Ο Νικόλαος, ο γιός του Μελαντάδη, αγόρασε από τον Ασανδρο ένα αμπέλι (εκτάσεως) έξι πλέθρων (περίπου 5.200 σημερινών τετρ. μέτρων), αντί (τιμήματος) τριακοσίων είκοσι δραχμών".
β) Το δεύτερο συμβόλαιο, (επιγραφή του 4ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκε στα Νέα Κερδύλλια, (BCH 85 (1961) ήταν στην ουσία ένα "σύμφωνο εξωνήσεως" κι είχε το εξής περιεχόμενο: "Όταν ο Κάλιππος ήταν επιστάτης, ο Τίμων απέκτησε (αγόρασε) από τον Eξήκεστο τον αγρό του Απολλωνίου και την αποθήκη με τα πιθάρια, (αντί τιμήματος) πέντε χιλιάδων δραχμών (το μεγάλο ποσό του τιμήματος εξωνήσεως δείχνει ότι η πώληση αφορούσε κάποια πολύ μεγάλη έκταση, η δε ύπαρξη της αποθήκης με τα πιθάρια μαρτυρά ότι ένα μέρος τουλάχιστον της εκτάσεως ήταν αμπέλι).
Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε και το ψήφισμα της Γαζώρου (Απρίλιος του 167 π.Χ.), πόλεως της κοιλάδας του Στρυμόνα, βόρεια της Αμφιπόλεως, το κείμενο του οποίου αναφέρεται στη φύτευση αμπελιών και δένδρων σε δημόσια κτήματα, από ιδιώτες εθελοντές, στους οποίους παρέχονται προνόμια για την εκ μέρους τους εκμετάλλευση των αγρών.
Η περιοχή του Παγγαίου όμως δεν διακρινόταν κατά την αρχαιότητα μόνο για τ' αμπέλια της. Ηταν γενικά κι από κάθε άποψη πολύ εύφορη. Το ίδιο το Παγγαίο ήταν φημισμένο για τα μεγάλα δάση του, τα οποία παρείχαν την περίφημη ναυπηγική ξυλεία που την αξία της πρώτος διαπιστώνει ο Πέρσης στρατηγός Μεγάβαζος, του οποίου τα λόγια προς τον Πέρση Βασιλέα διέσωσε ο Ηρόδοτος (Ε, 23): Ω βασιλεύ, τί έκανες, που έδωσες το δικαίωμα σ' έναν ικανώτατο και σοφό Ελληνα, (εννοεί τον τύραννο της Μιλήτου Iστιαίο), να κτίσει την Μύρκινο, όπου υπάρχει άφθονη ναυπηγήσιμη ξυλεία, ξύλα για κουπιά κι ασήμι!.." Την ίδια αυτή ναυπηγική ξυλεία επαινεί κι ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του, θεωρώντας την ιδανική για την κατασκευή των ξύλινων πλοίων της εποχής εκείνης, χάρις στην οποία o Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας, το 424 π.Χ., μετά την κατάληψη της Αμφιπόλεως, εγκατέστησε στον Στρυμόνα, στην περιοχή της Αμφιπόλεως ναυπηγεία, για τη ναυπήγηση τριήρων, (Θουκυδίδου Ιστορία Πελοπον. Πολέμου 4.108). Αλλά κι ο Φίλιππος και ο Μέγας Αλέξανδρος, από την ξυλεία αυτή του Παγγαίου κατασκεύασαν τον στόλο τους. Μάλιστα ο Αρριανός μας λέγει ότι ο στόλος του Αλεξάνδρου βρισκόταν στην Κερκινίτιδα λίμνη, μέσω της οποίας και του πλωτού τότε ποταμού Στρυμόνα που χυνόταν σ' αυτήν και συνέχιζε δι' αυτής την πορεία του, έφθανε στη θάλασσα. Τέλος ο Στράβων (Γεωγραφία, βιβλίο 7ο, 331) κάνει λόγο για τα ναυπηγεία του Δάτου, για τα οποία ο Γάλλος αρχαιολόγος P. Collart, στο έργο του: "Philippes, ville de la Macedoine, depuis ses origines jusqu' a la fin de l' epoque romaine, Paris 1935" (κεφάλαιο 1ο, σελ. 47, υποσημείωση 3) λέει ότι βρισκόταν αναμφίβολα στα δύο εμπορικά λιμάνια της Νεαπόλεως και της Αντισάρας, (σημερινής Καλαμίτσας), όπου η ξυλεία μεταφερόταν απ' ευθείας από το Παγγαίο μέσω του αυχένα του Συμβόλου όρους (ο συγγραφέας εννοεί προφανώς τη σημερινή διάβαση του Αγίου Σύλλα).
Το Παγγαίο φημιζόταν εξ άλλου από αρχαιοτάτους χρόνους για τα περίφημα εκατόφυλλα τριαντάφυλλά του, τα οποία μνημονεύουν ο Θεόφραστος, ο Αθήναιος και ο Πλίνιος και των οποίων μια ιδέα μας δίνουν τα μικρά άγρια τριαντάφυλλα που μέχρι σήμερα σκορπίζουν το άρωμά τους στις χαμηλές πλαγιές του. Σαν μακρινή ανάμνηση των ρόδων του Παγγαίου θεωρεί ο μεγάλος Γάλλος αρχαιολόγος και περιηγητής L. Heuzey που πέρασε από την περιοχή μας πριν από ένα και πλέον αιώνα το ίδιο το όνομα της γνωστής και με μεγάλη ιστορία πόλης του Παγγαίου, του Ροδολείβους, που περιέχει τη ρίζα "ρόδο = τριαντάφυλλο". Αυτά τα τριαντάφυλλα του Παγγαίου στη ρωμαϊκή εποχή χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα στην τελετή της λατρείας των νεκρών (rosalia), η οποία συνίστατο ακριβώς στην καύση τους πάνω από τους τάφους των νεκρών, ενώ δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που θεωρούν ότι σε παλαιότερες εποχές διαδραμάτιζαν σοβαρό ρόλο και σ' αυτή την ίδια τη λατρεία του Διονύσου, που το μαντείο του βρισκόταν στο Παγγαίο.
Και το φυτό "λίνον" (Λινάρι) καλλιεργούνταν όμως στις όχθες του Στρυμόνα ποταμού, που οι γυναίκες το ύφαιναν, κατασκευάζοντας λινά υφάσματα για τις ανάγκες της οικιακής οικονομίας, (Ηροδότου Ιστορίαι, ΙΙ, 105).
Οι Θεόπομπος, Λίβιος, Στράβων και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν επίσης ιδιαίτερα, όπως ήδη με αφορμή τα σχετικά με τ' αμπέλια της περιοχής αναφέραμε, για την ευφορία της γης της Βισαλτίας και της Αμφιπόλεως, η οποία εκτεινόταν δυτικά και βόρεια της τελευταίας, ιδιαίτερα σε αμπέλια, δημητριακά, σύκα κι ελιές. Ψηφίσματα της πόλεως Γαζώρου, όπως επίσης είδαμε, κάνουν λόγο για καλλιέργεια σιταριού και κριθαριού, οπωροφόρων δένδρων, συκεώνων, ελαιώνων και αμπελώνων, ενώ  ο στάχυς που κοσμούσε τα νομίσματα των πόλεων της Βισαλτίας και οι πολυάριθμες μυλόπετρες που βρίσκονται στα ερείπια των πόλεών της αποτελούν επιπλέον εύγλωττες μαρτυρίες για την αφθονία των δημητριακών.
Ο Στράβων με τη σειρά του, μιλώντας για την γη της περιοχής του αρχαίου Δάτου, δηλαδή των μετέπειτα Φιλίππων, κάνει λόγο για "αρίστη και εύκαρπο χώρα", ενώ ο γνωστός μας Αθήναιος, στο έργο του "Δειπνοσοφισταί" αναφέρει πως ο Θεόπομπος, στο 54ο βιβλίο των Ιστοριών του έλεγε χαρακτηριστικά πως "στην εποχή του καλότυχου Φιλίππου, βασιλιά της Μακεδονίας, στην περιοχή της Βισαλτίας, της Αμφιπόλεως και της Γραστωνίας της Μακεδονίας, στην καρδιά της άνοιξης οι συκιές έκαναν σύκα και τ' αμπέλια έκαναν σταφύλια, ενώ τα ελαιόδενδρα έδιναν ελιές, σε μιαν εποχή που οπουδήποτε αλλού ακόμη τότε έβγαζαν βλαστάρια"!
Για την από αρχαιοτάτων ήδη χρόνων μεγάλη καλλιέργεια των δημητριακών σημαντικό στοιχείο θα πρέπει τέλος να θεωρηθεί και ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, τον θεό του Κάτω Κόσμου, μια γοητευτική περιπέτεια που οι αρχαίοι πίστευαν ότι έλαβε χώρα στη Νύσα, "κατ' ηγάθεον Νυσήιον", μια αγιασμένη χώρα που σύμφωνα με αρκετούς αρχαίους και σύγχρονους ιστορικούς (όπως ο Ρωμαίος Αππιανός και ο σοφός Γάλλος αρχαιολόγος και καθηγητής των αρχών του αιώνα μας P. Perdrizet) πρέπει να βρισκόταν στην περιοχή όπου βασίλευε ο Λυκούργος, εφόσον δε ο τελευταίος ήταν βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, οι οποίοι κατοικούσαν στο βόρειο και δυτικό Παγγαίο, Νύσα δεν μπορούσε παρά να είναι το πανάρχαιο μυστικιστικό όνομα αυτού του ίδιου του βουνού, στου οποίου, όπως λέγει ο ομηρικός ύμνος στον Διόνυσο, το παιδί – θεός μεγάλωσε μέσα στις κοιλάδες και τα σπήλαια ("Νύσης εν γυάλοις") και στου οποίου το όνομα βλέπει κανείς σαν πρώτο μεν συνθετικό τη λέξη "Διός", (που είναι πρώτο συνθετικό και πολλών θρακικών φύλων, όπως οι Δίοι, οι Διοβησσοί κ.λ.π. ενώ βέβαια έχει κοινή ρίζα με αυτή του Διός, του μεγάλου Θεού των Ελλήνων), σαν δεύτερο δε συνθετικό το όνομα του όρους "Νύσα". Ο Διόνυσος ήταν συνεπώς για τους Θράκες ο θεός της Νύσας, δηλαδή ο θεός του ιερού βουνού του, του Παγγαίου.
Το Παγγαίο ήταν όμως φημισμένο και για την πλούσια πανίδα του, που εκτός από τα γνωστά από τις βραχογραφίες του ζώα, (ελάφια, ζαρκάδια, αγριόχοιρους κ.λ.π.) διέθετε, τόσο το ίδιο το όρος όσο και η γύρω περιοχή, σύμφωνα με όσα μας λέει ο μεγάλος ιστορικός του 4ου π.Χ. αιώνα Ξενοφών, "λέοντες και παρδάλεις, λύγκες, πάνθηρες, άρκτους". Όταν μάλιστα πέρασε ο Ξέρξης με τον στρατό του για να κατακτήσει την Ελλάδα, τα λιοντάρια της περιοχής των Βισαλτών, (σημερινού Ν. Σερρών) αναφέρεται ότι κατέτρωγαν ιδιαίτερα τις καμήλες του στρατεύματός του, ενώ κατά τον Ηρόδοτο λιοντάρια κι άγρια βόδια με μεγάλα κέρατα υπήρχαν και στην περιοχή των εκβολών του ποταμού Νέστου, όπου, δίπλα σε μια πόλη ονομαζόμενη Πίστυρο, (όπου το σημερινό Ποντολείβαδο), υπήρχε και μια λίμνη με αλμυρό νερό που ήταν μάλιστα γεμάτη ψάρια και την οποία, όπως πάντα λέει ο Ηρόδοτος, αποξήραναν τα υποζύγια που ο Ξέρξης έφερε μαζί του στην εκστρατεία του κατά της Ελλάδος. Αν σ' αυτά προσθέσουμε και τα ζώα που παριστάνουν οι φυλές της περιοχής στα νομίσματά τους, (ταύρους, αγριόχοιρους, αετούς, αίγαγρους, λαγούς, άλογα, τράγους, αγριόπαπιες, χήνες, φίδια, σαύρες, διάφορα πουλιά κ.λ.π.), τα οποία, σύμφωνα με τη γνώμη του Άγγλου αρχαιολόγου ST. CASSON δεν είναι απλά σύμβολα αλλ' εικονίζουν προϊόντα της περιοχής, τότε έχουμε μια πλήρη εικόνα από την πανίδα της περιοχής. Ειδικά μάλιστα για τ' άλογα αναφερόμαστε και πάλι στην Ιστορία του Θουκυδίδη και μάλιστα στην αναφορά του (5.6 και 10) τη σχετική με τη συγκέντρωση πολλών αλόγων μέσα στα τείχη της Αμφιπόλεως, ενώ αντίθετα για την οπωσδήποτε μεγάλη κτηνοτροφία της περιοχής δεν έχουν διασωθεί ειδήσεις από την αρχαιότητα.
Tα ψάρια επίσης και τα χέλια των ποταμών της περιοχής του Παγγαίου και κυρίως της λίμνης Κερκινίτιδος και του Στρυμόνα, (μάλιστα τα χέλια τα ψάρευαν θολώνοντας τα νερά), μας είναι γνωστά από τον Αριστοτέλη (Ιστορία των ζώων, ΙΧ,45) και τον Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί 1.76.13), ενώ μια ακόμη ιδέα γι' αυτά μας δίνει και μια επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή των Φιλίππων, από την οποία προκύπτει ότι ένας ρωμαίος κάτοικος των Φιλίππων, ο Όππιος Φρόντων, είχε ιδρύσει στην περιοχή των Φιλίππων ιχθυοτροφείο (cella natatoria)! Δεν έχουμε όμως αρχαίες πηγές που να μιλούν για τον θαλάσσιο πλούτο της περιοχής, εκτός ίσως από τα νομίσματα της Θάσου που έφεραν πάνω τους πολύ συχνά δελφίνια, καθώς κι από διάφορα όστρακα που σε μεγάλο πλήθος βρίσκονται στα ερείπια των παράλιων προϊστορικών οικισμών και των παράλιων θασιακών εμπορίων κι ελληνίδων πόλεων που κάλυπταν την μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου περιοχή.
Tέλος σημειώνουμε εδώ ότι ο Φίλιππος, διαβλέψας ευθύς εξ αρχής την μεγάλη σπουδαιότητα της σημερινής πεδιάδος (των Τεναγών) των Φιλίππων, αποξηραίνει και παραδίνει στην καλλιέργεια μεγάλα τμήματα του απέραντου τότε έλους των Φιλίππων. Για το σπουδαίο αυτό έργο ο Θεόφραστος, στην "Περί φυτών αιτίας" εργασία του, μιλώντας για την περιοχή (που είναι πολύ πιθανό πως την γνώριζε πολύ καλά), λέγει γι' αυτή την αποξήρανση, που χρειάστηκε να περάσουν άλλα 2.300 χρόνια για να ολοκληρωθεί στη δεκαετία του 1930 από το Ελληνικό κράτος: " Στους Φιλίππους παλαιότερα είχε περισσότερους παγετούς, τώρα δε, επειδή αποστραγγίστηκαν τα νερά και το έδαφος καλλιεργείται, έχει πολύ λιγώτερους. Κι ο αέρας είναι πιο αραιός (ξηρός) και γιατί αποστραγγίστηκαν τα νερά και γιατί το έδαφος υπόκειται σε κατεργασία. Διότι εκείνη η περιοχή η οποία παραμένει χέρσα, και πιο ψυχρή είναι και πιο πυκνό (υγρό) αέρα έχει γιατί είναι δασωμένη κι ούτε οι ακτίνες του ηλίου φθάνουν εύκολα προς αυτήν, ούτε οι άνεμοι πνέουν, ενώ συνάμα αυτή (η περιοχή) έχει και πολλά νερά, τρεχούμενα ή στάσιμα. Τούτο συνέβαινε και γύρω από τις Κρηνίδες όταν τις κατοικούσαν οι Θράκες, γιατί όλη η πεδιάδα ήταν γεμάτη με δένδρα και νερά.."
Για την ίδια αποξήρανση μιλάει κι ο Ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος (Φυσική Ιστορία, 17,30) ως εξής: circa Philippos cultura siccata regio mutavit caeli habitum", ενώ τέλος και μια επιγραφή της εποχής του Μ. Αλεξάνδρου, που βρέθηκε στους Φιλίππους και την μνημονεύει ο Δ. Λαζαρίδης στο έργο του "ΦΙΛΙΠΠΟΙ" αναφέρεται στο ίδιο εκείνο έργο.
Τα προϊόντα όμως που παρήγε η εύφορη γη της γύρω από το Παγγαίο περιοχής και τ' απέραντα δάση της, για τα οποία ήδη κάναμε λόγο, δεν ήταν τίποτε συγκρινόμενα με τους θησαυρούς των ορυχείων της. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του Παγγαίου παρείχαν σε μεγάλη αφθονία τον χρυσό και τον άργυρο, για να κάνουν τον μεν Ηρόδοτο να λέει (VII, 112), "το Πάγγαιον ούρος, εόν μέγα τε και υψηλόν, εν τώ χρύσεά τε και αργύρεα ένι μέταλλα, τά νέμονται, Πίερές τε και Οδόμαντοι και μάλιστα Σάτραι", τον Στράβωνα "ότι πλείστα μέταλλά εστι χρυσού εν ταις Κρηνίσιν, όπου νυν Φίλιπποι πόλις ίδρυται, πλησίον του Παγγαίου όρους. Και αυτό δε το Παγγαίον χρυσεία και αργυρεία έχει μέταλλα, και η πέραν και η εντός του Στρυμόνος ποταμού μέχρι Παιονίας. Φασί δε και τους την Παιονίαν γην αρούντας ευρίσκειν χρυσού τινα μόρια", τον δε Ευρυπίδη, στην τραγωδία του "Ρήσος" να ονομάσει το Παγγαίο "όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο". Η αναζήτηση του χρυσού λοιπόν αποτελούσε το πιο σπουδαίο ζήτημα για την περιοχή στη διάρκεια των αιώνων και είναι το μυστικό όλης της ιστορίας του. Το θέλγητρο του γρήγορου κέρδους, διατηρώντας ανάμεσα στους ντόπιους μια πυρετώδη ενεργητικότητα, δεν έπαψε να ερεθίζει στους γύρω λαούς τον πόθο και την απληστία και συνάμα να προκαλεί το επιχειρηματικό πνεύμα όλων των Ελλήνων. (Στο σημείο αυτό αναφέρομαι στη μεγάλη συμπάθεια που απέκτησε ανάμεσα στον Αθηναϊκό λαό ο Κίμων, ο γιός του νικητή των Περσών στο Μαραθώνα Μιλτιάδη, όταν πρώτος αυτός κατέλαβε το επίνειο των Εννέα Οδών, (της μετέπειτα Αμφιπόλεως), την Ηιόνα, το 475 π.Χ. Λέει χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος (Κίμ., 7): "Γιατί λοιπόν (οι Αθηναίοι) εκτίμησαν ιδιαίτερα το έργο του Κίμωνα; Γιατί παρέδωσε σ' αυτούς μια χώρα πάρα πολύ καρπερή κι ωραία". Οι Αθηναίοι μ' άλλα λόγια, πίσω από τα τείχη της κατακτημένης Ηιόνας έβλεπαν να τους προσφέρονται ήδη τα πλούτη μιας μυθικής χώρας, οι δε ποιητές τους άρχισαν να παίρνουν πλέον για θέματα τους μύθους των Ηδωνών και να περιγράφουν τις περιοχές που άρδευε ο θεός Στρυμών.
Ο πλούτος των φυσικών αγαθών της περιοχής, που είχε ήδη από τα ομηρικά χρόνια τραβήξει την προσοχή των Φοινίκων, που από την αποικία τους την Θάσο είναι βέβαιο ότι επεκτάθηκαν και στις απέναντι ακτές, (πράγμα άλλωστε που επιβεβαιώνει ο μύθος του Φοίνικα Κάδμου, που μυθολογείται ότι πρώτος ανεκάλυψε τα πολύτιμα μέταλλα του Παγγαίου κι ο ίδιος, από τη φοινικική λέξη paga, που σήμαινε συνάντηση έδωσε τ' όνομά του στο Παγγαίο), τράβηξε κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., στη διάρκεια των μεγάλων Ελληνικών αποικισμών την προσοχή των Παρίων, κατοίκων της νήσου Πάρου του Αιγαίου, άποικοι από την οποία, μ' επικεφαλής τον Τελεσικλή, πατέρα του πρώτου Ευρωπαίου λυρικού ποιητή Αρχιλόχου εγκαταστάθηκαν πρώτα στη Θάσο όπου και ίδρυσαν αποικία κι άρχισαν να εκμεταλλεύονται τον πλούτο του νησιού σε μεταλλεύματα, μάρμαρα και ναυπηγική ξυλεία, έρχονται και την αποικίζουν κι εγκαθίστανται σ' αυτήν.
Το Δάτον, που είναι το πιο αρχαίο όνομα των Κρηνίδων, των μετέπειτα Φιλίππων, έγινε ονομαστό σ' όλη την αρχαιότητα για τον τεράστιο πλούτο των μεταλλείων χρυσού. Έτσι η έκφραση "Δάτον αγαθών" ήταν μια παροιμιώδης έκφραση πολύ αγαπητή στους αρχαίους Έλληνες και σήμαινε την πιο μεγάλη αφθονία και τον πιο μεγάλο πλούτο που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ένα μόνο μεταλλείο αυτής της πλούσιας χώρας, αυτό της Σκαπτής Ύλης, που η παράδοση αλλά και οι περισσότεροι επιστήμονες (όπως ο P. Perdrizet) την τοποθετούν στο Παγγαίο, μολονότι ήδη κάποιοι νεώτεροι ερευνητές, (όπως η Γενική Εφορος Αρχαιοτήτων της ΙΗ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων κ. Χάϊδω Κουκούλη - Χρυσανθάκη) με πειστικά επιχειρήματα τείνουν ν' αποδείξουν ότι αυτή, (η οποία, ειρήσθω εν παρόδω ότι έγινε ονομαστή από τον Θουκυδίδη, που είχε κτήματα σ' αυτήν κι εκεί συνέγραψε τον πελοποννησιακό πόλεμο), βρισκόταν στα βουνά της Λεκάνης μάλλον παρά στο Παγγαίο, απέδιδε στους Θασίους, οι οποίοι ήδη στα πρώτα χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ. εκμεταλλευόταν όλη την ακτή μεταξύ του Στρυμόνα και του Νέστου, την λεγόμενη Θασίων Ηπειρο ή Περαία, 80 τάλαντα, δηλαδή πολύ περισσότερα από όλες μαζί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους νησιού τους. Τέλος, όταν ο Φίλιππος ο Β' κατέλαβε αργότερα τα μεταλλεία της περιοχής των Φιλίππων και του Παγγαίου και οργάνωσε καλύτερα τις εργασίες και τις μεθόδους εξόρυξής του, έβγαζε από τα καινούργια κοιτάσματα περισσότερα από 1.000 τάλαντα το χρόνο, (ένα μυθικό ποσό, αν αναλογιστεί κανείς ότι μ’ ένα τάλαντο αγόραζε κανείς ότι αγόραζε μ’ έξι εκατομμύρια δραχμές κατά το έτος 1915!). Απ' αυτά λοιπόν τα μεταλλεία προήλθαν τα χρυσά νομίσματα της Αμφιπόλεως, γύρω στο 400 π.Χ., της συνομοσπονδίας των Χαλκιδέων της Χαλκιδικής γύρω στα 392 - 358 π.Χ., των Θασίων της ενδοχώρας (ΘΑΣΙΩΝ ΗΠΕΙΡΟ) γύρω στα 361 π.Χ. και κυρίως ο μεγάλος αριθμός των χρυσών στατήρων του Φιλίππου και του γιού του, Αλεξάνδρου του Μεγάλου, με τους οποίους κατακτήθηκε όλος ο τότε γνωστός κόσμος κι έγινε ένας ενιαίος χώρος ανάπτυξης και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού.
Και κλείνω αυτό το σύντομο άρθρο το αφιερωμένο στην Οικονομική Γεωγραφία της περιοχής του Παγγαίου κατά την αρχαιότητα, με την αναφορά μου και σε κάποια άλλα ορυκτά, που την ύπαρξή τους και την εξόρυξή τους στην περιοχή μαρτυρούν τα ίχνη αρχαίων μεταλλευτικών εργασιών που μέχρι σήμερα συναντά κανείς. Αυτά ήταν ο χαλκός (Παγγαίο, Δύσωρο, Σύμβολο), ο σίδηρος (Σύμβολο), ο μόλυβδος κ.λ.π., το μάρμαρο της Θάσου και ίσως και του Παγγαίου, ενώ τέλος τ' όνομα της πόλεως Αργίλου, αποικίας των κατοίκων του κυκλαδίτικου νησιού Ανδρος, της οποίας η ανασκαφή είναι ήδη ορατή πάνω στην Εθνική οδό Καβάλας - Θεσσαλονίκης, μετά τα Κερδύλλια, μαρτυρά την ύπαρξη κι εκμετάλλευση του ομώνυμου ορυκτού, χρήσιμου για την κατασκευή των κάθε είδους πήλινων αντικειμένων καθημερινής αλλά και τελετουργικής χρήσεως.
­ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. CASSON Stanley, M.A: "Macedonia, Thrace and Illyria, their relations to Greece from the earliest times down to the time of Philip son of Amyntas, Oxford University press, 1926".
2. COLLART P.: Philippes, ville de la Macedoine depuis ses origines jusqu' a la fin de l' epoque romaine, έκδοση 1935.
3. ΔΗΜΙΤΣΑ Μαργαρίτη: Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας, φωτοτυπική επανέκδοση του έτους 1988, της αρχικής εκδόσεως.
4. HEUZEY L. - DAUMET H: Mission archeologique de Macedoine, έκδοση 1876.
5. ΛΑΖΑΡΙΔΗ Δημητρίου: ΟΙ ΦΙΛΙΠΠΟΙ, έκδοση 1956.
6. ΛΑΖΑΡΙΔΗ Δημητρίου: ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ ΚΑΙ ΑΡΓΙΛΟΣ, έκδοση
7. PERDRIZET Paul: CULTES ET MYTHES DU PANGEE, έκδοση 1910.
8. SALVIAT F. Vignes et vins anciens de Maronee a Mendee: Άρθρο από το έργο: ΜΝΗΜΗ Δ. ΛΑΖΑΡΙΔΗ: Πόλις και χώρα στην αρχαία Μακεδονία και θράκη, Πρακτικά αρχαιολογικού Συνεδρίου, Καβάλα 9-11/5/1986.
9. ΣΑΜΣΑΡΗ Δημητρίου, Ιστορική Γεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη 1976.


ΘΕΟΙ, ΗΜΙΘΕΟΙ ΚΑΙ ΜΥΘΙΚΟΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ, ΣΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙ ΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΟΡΟΣ ΧΩΡΑΣ

«Ου γαρ ες ταυτόν ποτε, έτ’ εισιν ουδέ μητρός όψεται δέμας, κρυπτός δ’ εν άντροις της υπαργύρου χθονός, ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος, Βάκχου προφήτης ώστε Παγγαίου πέτραν ώκησε σεμνός τοίσιν ειδόσιν θεός». (Ευρυπίδη ΡΗΣΟΣ, στίχοι 967 επόμ.)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αφορμή για την αναδρομή μου αυτή στους αρχαίους μύθους και τους θρύλους του Παγγαίου αποτέλεσε το γεγονός ότι κι εγώ, σαν Έλληνας και σαν Παγγαιορείτης,  παρακολουθώ καθημερινά με μεγάλο ενδιαφέρον την ανασκαφή στον μεγάλο τύμβο του λόφου Καστά, στην περιοχή της Αμφίπολης. Πιο πολύ μ’ εντυπωσίασε το γεγονός πως το μνημείο που καθημερινά αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει την γνωστή μέχρι σήμερα μορφή των μακεδονικών τάφων, αλλά φαίνεται σαν ν’ αντιγράφει κάποιο λατρευτικό σπήλαιο του Παγγαίου, σαν εκείνο στο οποίο ο Ευρυπίδης τοποθέτησε τον μυθικό βασιλιά των θρακών του Παγγαίου, τον Ρήσο, στην ομώνυμη τραγωδία του, στους στίχους που, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, έβαλα ως προμετωπίδα του πονήματός μου αυτού. Ο προβληματισμός μου, λοιπόν, μήπως κάτω από τον μεγάλο τύμβο της Αμφίπολης, με τις σφίγγες που προλέγουν τα μελλούμενα, εκτός από τον τάφο κάποιου επιφανέστατου άνδρα, κρύβεται και κάποια αρχαιότερη, σπηλαιική  λατρεία, με ωθεί  στο να εντρυφήσω στους αρχαίους αυτούς μύθους και θρύλους του Παγγαίου, τους γεμάτους από θεούς και βασιλιάδες, ημίθεους και προφήτες, που οι Θράκες λάτρευαν συνήθως σε σπήλαια του ιερού όρους τους ή στις ψηλότερες κορφές του, όπου είχαν το μαντείο του Διονύσου – Σαβαζίου, στο οποίο, μάλιστα, γυναίκα ήταν εκείνη που προέβλεπε τα μελλούμενα, («πρόμαντις», σύμφωνα με τον Ηρόδοτο0.
Οι αρχαίοι μύθοι συνδέονταν πάντοτε άρρηκτα με το φυσικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο γεννήθηκαν. Έτσι, ήταν ολότελα φυσικό, το Παγγαίο όρος και ο ποταμός Στρυμών, οι δύο πηγές ασύγκριτου πλούτου για όλους όσοι κατοικούσαν γύρω τους, να βρίσκονται στον πυρήνα πάμπολλων μύθων, τους οποίους θα προσπαθήσω να σας περιγράψω, παραθέτοντας όσο γίνεται λιγότερα ιστορικά στοιχεία και, οπωσδήποτε, χωρίς να μετατρέψω αυτό το μικρό πόνημα σε κείμενο ιστορίας ή θρησκειολογίας.
Πολύ πριν από την άφιξη των Ελλήνων στην Ελλαδική χερσόνησο και συνακόλουθα και στην περιοχή του Παγγαίου, κατοικούσαν εδώ οι προέλληνες, λεγόμενοι αλλιώς και Πελασγοί, για την ύπαρξη των οποίων και στην περιοχή μας μίλησε ο Αισχύλος σ' ένα θαυμάσιο χορικό της τραγωδίας του ΙΚΕΤΙΔΕΣ, (στίχ. 249 επ.), ως εξής:
Του γηγενούς γαρ είμ’ εγώ παλαίχθονος
ίνις Πελασγός, τήσδε γης αρχηγέτης,
εμού δ’ άνακτος ευλόγως επώνυμον
γένος Πελασγών τήνδε καρπούται χθόνα,
και πάσαν αίαν, ης δι’ αγνός έρχεται Στρυμών…»
(Και σε νεοελληνική απόδοση: Εγώ είμαι ο Πελασγός, γιος του ντόπιου, αρχαίου κατοίκου αυτής της χώρας και ηγέτης της. Σωστά από μένα τον βασιλιά του πήρε τ' όνομά του το γένος των Πελασγών, που καρπώνεται αυτήν εδώ τη χώρα. Και διαφεντεύω ολάκερη τη χώρα που εκτείνεται προς τα δυτικά, μέσα από την οποία κυλάει τα νερά του ο αγνός Στρυμόνας).
Ήταν όμως το μέγα έθνος των Θρακών εκείνο που κατείχε ακόμη κι από τα προϊστορικά χρόνια, πέρα από άλλες περιοχές κι ολόκληρη την μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα περιοχή και, κατά συνέπεια και το Παγγαίο, που μέχρι την εποχή του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου του Β' εθεωρείτο Θράκη.
Στα πρώτα ιστορικά χρόνια (7ο και 6ο αι. π.Χ.) το θρακικό αυτό έθνος κυριαρχεί στην γύρω από το Παγγαίο περιοχή των σημερινών Νομών Σερρών και Καβάλας, αναμεμειγμένο με υπολείμματα των παλαιών φύλων των Φρυγών και των Παιόνων, ενώ την ίδια εποχή, στα παράλια αρχίζουν ήδη να ιδρύονται οι πρώτες Ελληνικές αποικίες, η Νεάπολις των Θασίων και οι παράλιες πόλεις της Θασιακής Περαίας ή Ηπείρου.
Στα πρώτα, έτσι, ιστορικά χρόνια, ένα φυλετικό και γλωσσικό μωσαϊκό, με κυρίαρχα τα θρακικά φύλα συνωστίζεται γύρω από το Ιερό Όρος της αρχαιότητας κι ο λόγος που γίνεται αυτό είναι ότι, πέρα από το μεγάλο πλεονέκτημα που της παρείχε η θαυμάσια από γεωγραφική άποψη θέση της, αυτή η προνομιούχα περιοχή είχε κατά τους αρχαίους χρόνους εξαιρετικά πλούτη. Τα προϊόντα όμως που παρήγε η εύφορη γη της και τ' απέραντα δάση της, δεν ήταν τίποτε συγκρινόμενα με τους θησαυρούς των ορυχείων της. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του Παγγαίου παρείχαν σε μεγάλη αφθονία τον χρυσό και τον άργυρο, για να κάνουν τον μεν Στράβωνα να πει ότι «πλείστα μέταλλά εστι χρυσού εν ταις Κρηνίσιν, όπου νυν Φίλιπποι πόλις ίδρυται, πλησίον του Παγγαίου όρους. Και αυτό δε το Παγγαίον χρυσεία και αργυρεία έχει μέταλλα, και η πέραν και η εντός του Στρυμόνος ποταμού μέχρι Παιονίας. Φασί δε και τους την Παιονίαν γην αρούντας ευρίσκειν χρυσού τινα μόρια», τον δε Ευρυπίδη, στην τραγωδία του "ΡΗΣΟΣ" να ονομάσει το Παγγαίο, «όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο».
Προτού, όμως, αρχίσω την περιήγησή μου στη γοητευτική μυθολογία της πλούσιας χώρας γύρω από το Παγγαίο και τον ποταμό Στρυμόνα, θα σας μεταφέρω όσα έγραφε στο έτος 1910 ένας μεγάλος μελετητής και βαθύς γνώστης της ιστορίας, της θρησκείας και των θρύλων του, ο Γάλλος αρχαιολόγος και καθηγητής της αρχαιολογίας και της ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Νανσύ, στη Γαλλία, Paul Perdrizet, στην εισαγωγή του συγγράμματός του με τίτλο "Cultes et mythes du Pangee" (Λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου), το οποίο εξέδωσε στη Γαλλία: «Αρκετές φορές, βλέποντας πάνω από τον Στρυμονικό κόλπο να διαγράφεται στα δύο άκρα του ορίζοντα, από τη μια η κωνική σιλουέτα του Αθωνα κι από την άλλη η κορυφή του Παγγαίου, αναρωτήθηκα ποιό από τα δύο βουνά δικαιούται καλύτερα να πάρει στην παγκόσμια ιστορία το όνομα «Άγιον Όρος». Διότι, αν η πολιτεία των Αγιορειτών Μοναχών είναι ένα μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο πνευματικού εξαγνισμού, το Παγγαίο περιλαμβάνεται ανάμεσα σε κείνες τις ιερές κορυφές απ’ τις οποίες ξεχύθηκαν προς τον αρχαίο κόσμο μυστικιστικές λατρείες και θρησκευτικές ζύμες, που την επίδραση τους, όσο κι αν αυτή δεν μπορεί εύκολα να μετρηθεί, δεν θα την αρνηθεί ποτέ κανείς’.
Δεν μπορώ επίσης να μη σας κάνω κοινωνούς της μεγάλης αγάπης που είχε για το Παγγαίο ο αείμνηστος Δημήτριος Λαζαρίδης, Έφορος Αρχαιοτήτων στην Καβάλα και πρώτος ανασκαφέας της Αμφιπόλεως, την οποία αγάπη εξέφρασε ποιητικότατα, γράφοντας γι’ αυτό το όρος στα ΧΡΟΝΙΚΑ της Καβάλας το 1979:  «Από τα πιο όμορφα βουνά της Ελλάδος, το Παγγαίο, απ' όπου κι αν το δει κανείς, υψώνεται γεμάτο μεγαλείο προς τα ύψη, αιώνιο κι ακατάλυτο από τον χρόνο, με όγκους γεμάτους πλαστική έκφραση, με καμπύλες και τόνους που συνθέτουν αρμονία, με χρώματα όλο ευαισθησία και ποίηση. Κι οι κορυφές του καθώς προβάλλονται στη γαλάζια απεραντοσύνη του ουρανού, άλλοτε μενεξεδένιες, ρόδινες ή γεμάτες χρυσάφι, άλλοτε χιονισμένες ολόλευκες κι άλλοτε πάλι σκεπασμένες από βαριά σύννεφα, είναι γεμάτες μυστήριο κι ασκούν μιαν υποβλητική επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή. Κι από τις κορυφές αυτές ξεχύνονται δάση από οξυές, έλατα, καστανιές, πλατάνια και δρύς, που σκεπάζουν πλαγιές και ρεματιές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως εδώ ακριβώς στα πολύ παλιά χρόνια συγκροτήθηκαν οι πρώτοι διονυσιακοί θίασοι με τις έξαλλες μαινάδες και τους γεμάτους ζωώδη δύναμη σατύρους, που στο χορό και στην έκσταση ζήτησαν τη λύτρωση και την επικοινωνία με το θεό. Κι ακόμη, ότι στο βουνό αυτό πλάστηκαν οι πιο παλιές δοξασίες για την αθανασία της ψυχής. Πιο υπέροχο, πιο θείο φυσικό σκηνικό δεν θα μπορούσε να ζητήσει πουθενά αλλού ο μεγάλος θεός της Θράκης, ο Διόνυσος».
Στην ελληνική μυθολογία το Παγγαίο όρος αρχικά ονομαζόταν Καρμάνιον, για να ονομαστεί «Παγγαίον» από τον Παγγαίο, γιο του θεού Άρη και της Κριτοβούλης, ο οποίος, μη μπορώντας ν' αντέξει τις τύψεις της συνειδήσεώς του, για την αιμομιξία που άθελά του διέπραξε με την θυγατέρα του, αυτοκτόνησε πάνω στο όρος αυτό, όπως για όλα αυτά μας ενημερώνει η Γεωγραφία περί Θράκης του Μελετίου, αλλά πριν απ’ αυτήν ο (ψευδο)πλούταρχος, στο έργο του «De fluviis» (δηλ., περί ποταμών), όπου γράφει επί λέξει: «Όρος δ’ αυτώ παράκειται Παγγαίον, την προσηγορίαν έχον την αιτίαν τοιαύτην. Ο Παγγαίος, Άρεως και Κριτοβούλης παις, τη θυγατρί κατ’ άγνοιαν συγγενόμενος, αθυμία συσχεθείς, έδραμεν ες Καρμάνιον όρος και δια λύπης υπερβολήν, σπασάμενος το ξίφος, εαυτόν ανείλε. Κατά δε πρόνοιαν θεών, ο τόπος μετωνομάσθη Παγγαίος».
Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ερμηνεία του ονόματος του Παγγαίου, τέλος, δίνει ο Πλίνιος (VII, 57), όταν αναφέρει ότι ο Φοίνικας Κάδμος, που πρώτος ανακάλυψε τα πολύτιμα μέταλλα του Παγγαίου, έδωσε το όνομα αυτό από τη φοινικική λέξη paga, που θα πει συνάντηση ή συνένωση (λαών, μεταλλουργών;)

ΟΙ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΗΜΙΘΕΟΙ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ
ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πάνω στο Παγγαίο, μια θεϊκή μορφή, φωτεινή σαν ήλιος και ταυτόχρονα σκοτεινή σαν Αδης, πότε συσπασμένη από  βακχικό οίστρο, πότε ήρεμη, όπως τα φύλλα του ιερού του φυτού, του κισσού, κυριαρχούσε ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους. Ο Διόνυσος, που το Ελληνικό του επίθετο Βάκχος και το θρακικό του Σαβάζιος προέρχονται πιθανά από τελετουργικές κραυγές των πιστών του. Ένας ορφικός ύμνος αποκαλεί τον θεό «αγνό», γιατί τα μυστήριά του είχαν για σκοπό να εξασφαλίσουν την επιβίωση του μύστη (πιστού) και μετά θάνατον, του έδιναν δηλαδή τη δυνατότητα να ξαναγεννηθεί μετά τον θάνατό του σε κάποια άλλη ύπαρξη, αιώνια. Αυτά τα μυστήρια άρχιζαν με εξαγνιστικές τελετουργίες. Μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, (Παυσανίας, Βιργιλίου Γεωργικά κ.λ.π.), ο πιστός έμενε γυμνός. Ο ιερέας τον έπλενε με αγιασμένο νερό, μετά τον άλειβε με πίτυρα και στο πρόσωπο τον άλειβε με γύψο κι έβαζε πάνω του νεβρίδα, δηλαδή δέρμα νεαρού ελαφιού, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο Δημοσθένης στον Περί Στεφάνου λόγο του. Στη διάρκεια των δέκα ημερών που προηγούνταν της τελετουργίας αυτής, κατά τον Ρωμαίο Λίβιο, ο πιστός έπρεπε ν' απέχει από κάθε σεξουαλική σχέση κι έτσι αγνός και καθαρισμένος κι από τα προσωπικά του αμαρτήματα αλλά κι από το αρχικό αμάρτημα των Τιτάνων, (που το όνομά τους προήλθε από τη λέξη τιτανός, που σήμαινε γύψος, ασβέστης), προγόνων του ανθρωπίνου γένους, όταν αυτοί είχαν κομματιάσει τον Διόνυσο Ζαγρέα, να προσέλθει στις εξαγνιστικές τελετές και να συμμετάσχει στην ακατανόητη για τους αρχαίους Έλληνες ωμοφαγία του θυσιασμένου ζώου, στο οποίο πιστευόταν ότι ενσαρκώνεται ο Θεός, μέσα από την αυθυποβολή που προκαλούσε η ιερή μανία, (έξαψη).
Τι ακριβώς όμως ήταν αυτός ο Διόνυσος - Σαβάζιος των Θρακών, που είχε το μεγάλο μαντείο του στο Παγγαίο; Οι τελετές των παιδικών χρόνων του Βάκχου και ο μύθος του Λυκούργου μας ωθούν στο να πιστέψουμε, (πράγμα που γίνεται πια σήμερα γενικά αποδεκτό), ότι ο Διόνυσος του Παγγαίου ήταν αρχικά ένας θεός του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές. Δεν ήταν όμως ο Διόνυσος θεός του κρασιού και της κραιπάλης. Ούτε στην Ιλιάδα, ούτε στους παλιότερους ποιητές και συγγραφείς φαίνεται ο Διόνυσος να έχει τέτοια ιδιότητα. Την ιδιότητά του αυτή την προσέδωσαν οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, αιώνες μετά την αρχική του και καθαρή λατρεία από τους Θράκες, αλλά, δυστυχώς, με το πέρασμα των χρόνων αυτή επισκίασε τις υπόλοιπες, λιγότερο ευχάριστες, αλλά πολύ περισσότερο σημαντικές ιδιότητες του μεγάλου θεού του Παγγαίου.
Ήταν, λοιπόν, η διονυσιακή λατρεία μια λατρεία με δύο πρόσωπα, ένα πρωταρχικό, πρωτόγονο πρόσωπο κι ένα μεταγενέστερο, επαναστατικό. Από τη μια βλέπουμε μια θρησκεία παραφροσύνης, ιερής μανίας, τρέλας και τρομερών τελετουργιών, (ωμοφαγία). Από την άλλη, όμως, βλέπουμε να υπάρχει μέσα στον βακχικό ενθουσιασμό μια άμεση εμπειρία του θείου κι επίσης ένας κανόνας εξαγνισμού και ηθικής ανύψωσης. Με τη διονυσιακή έξαρση, λέγει ο Πλάτων στον Φαίδρο του, ο άνθρωπος φθάνει στη μύηση. Αυτή τον απαλλάσσει από την άθλια κατάστασή του, τον κάνει να συμμετέχει στα προνόμια που παρέχει η θεότητα. Ο μύστης δέχεται τον θεό μέσα του, γίνεται "κατεχόμενος του θεού" όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτων στον Ιωνα, ο ιστορικός Πορφύριος αλλά και μια επιγραφή από την Πριήνη της Μ. Ασίας.
Η μεγάλη κι εκτεταμένη, σ' όλα τα θρακικά φύλα του Παγγαίου αλλά και στους Έλληνες που ήρθαν αργότερα, λατρεία του Διονύσου - Σαβαζίου οδήγησε στη δημιουργία Διονυσιακών συλλόγων, οι οποίοι, ιδιαίτερα στην περιοχή του Παγγαίου και των Φιλίππων ήταν πολυάριθμοι και είχαν νεκρική μορφή, η οποία οφειλόταν στο ότι ο ίδιος ο Βάκχος θεωρούνταν και ήταν κυρίως ένας Θεός πέραν του τάφου. Οι άμοιροι νεκροί προσδοκούσαν απ' αυτόν την ανάσταση. Αυτός τους παρείχε τη διαβεβαίωση μιας επιβίωσης της απλής ψυχής τους, στην οποία η ιδέα του ολοσχερούς θανάτου, της παντελούς εξαφάνισης φαινόταν ανυπόφορη. Κι αυτό το αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ένα επιτύμβιο μικρού παιδιού της ρωμαϊκής εποχής, που βρέθηκε στο Δοξάτο στα μέσα του 19ου αιώνα κι αντιγράφηκε από τον Γάλλο αρχαιολόγο LEON HEUZEY μέσα στην εκκλησία, (σήμερα έχει πλέον χαθεί), το οποίο περιέχει τον σπαρακτικό θρήνο του πατέρα, ο οποίος απευθυνόμενος στο νεκρό παιδί του λέει σ' ελεύθερη μετάφραση: “Παιδί μου πράο, ενώ εμείς ταλαιπωρούμαστε από τις λύπες της ζωής, εσύ, όπως ακριβώς ζούσες έτσι θα ζεις και μέσα στα Ηλύσια Πεδία (εννοεί τον Παράδεισο των Αρχαίων). Τώρα, είτε ή στιγματισμένες χάριν του Βρωμίου (Βάκχου) νύμφες θα σε κρατούν κοντά τους μέσα σ' ανθισμένα λιβάδια, μαζί με τους σατύρους, είτε νεράϊδες με καλάθια στο κεφάλι θα σε ζητούν να πας κοντά τους, για να σέρνεις πρώτος την γιορταστική πορεία του Διονύσου με τις τελετουργικές δάδες. Γιατί έτσι αρέσει στους θεούς, να ζει με αιώνια μορφή εκείνος που αξιώνεται να λάβει την ανώτερη θεϊκή βούληση. Κι αυτή η θεϊκή βούληση δόθηκε σε σένα, που ακολούθησες τον σωστό δρόμο στη ζωή σου. Διότι δεν είναι εύκολο να ζήσει κανείς απλά στην ζωή του, όπως θα το ήθελε ο Θεός».
Απηχεί λοιπόν αυτή η επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων του Δοξάτου το βαθύ ηθικό περιεχόμενο της Διονυσιακής Θρησκείας του Παγγαίου και της περιοχής του μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια και κατ' επέκταση απηχεί τις αντιλήψεις των θρακικών φύλων, τα οποία, μολονότι «βάρβαρα» για τους Έλληνες, φαίνονται να ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο από τους τελευταίους για τη μέλλουσα ζωή και να είναι βέβαια για την ύπαρξή της, μια βεβαιότητα που φαίνεται από τ' ανάγλυφα που στόλιζαν τους τάφους των νεκρών τους, στα οποία, ενώ ποτέ σχεδόν δεν απεικονίζεται η μορφή αυτών των νεκρών, εν τούτοις πάντοτε απεικονίζονται τελετουργίες, (όπως το ιερό συμπόσιο) ή μορφές, (όπως ο Ήρωας Ιππέας), που έχουν σχέση με τη μέλλουσα ζωή. Είναι, δηλαδή, όλα τα επιτύμβια ανάγλυφα του Παγγαίου σύμβολα ελπίδας, ότι η ζωή δεν σταματά στον τάφο αλλ' ότι επεκτείνεται πέραν αυτού και, ίσως, αρχίζει μετά τον τάφο.
Αυτό το πνευματικό περιεχόμενο, που τόσο θυμίζει βασικές αρχές του Χριστιανισμού, αναμφίβολα δεν πρέπει να υπήρχε στην αρχαία, διονυσιακή θρησκεία αλλά μόνο στη μεταγενέστερη, εξελιγμένη μορφή της. Στην αρχή αυτή η θρησκεία δεν είχε άλλο σκοπό, καθώς κι όλες οι αγροτικές θρησκείες, παρά να εξασφαλίσει την ανάσταση της νεκρής κατά τον χειμώνα φυτικής και ζωϊκής ζωής. Πότε αυτή άρχισε να φροντίζει και για την ανάσταση των πιστών της; Δεν γνωρίζουμε. Όμως δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η διονυσιακή θρησκεία περίμενε ως την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας για να μεριμνήσει για την ανάσταση των πιστών της. Αυτή πρέπει πολύ νωρίτερα ν' ακολούθησε το παράδειγμα του Ορφισμού. Η ορφική αίρεση, γεννημένη και βγαλμένη μέσα από τους κόλπους της διονυσιακής θρησκείας άσκησε με τη σειρά της τη δική της επίδραση σ' αυτή την τελευταία και της αποτύπωσε τις δικές της εσχατολογικές ανησυχίες.

ΡΗΣΟΣ

Ο πιο αρχαίος και πιο αγαπητός από τους ημίθεους των Θρακών του Παγγαίου ήταν ο βασιλιάς τους, ο Ρήσος, για τον οποίο μίλησε πρώτος ο Όμηρος, που τον θεωρούσε γιο του Ηιονέα και βασιλιά των Θρακών που έτρεξαν σε βοήθεια των Τρώων στον τρωικό Πόλεμο. Και ναι μεν, ο Όμηρος δεν μας λέει σε ποιο μέρος της Θράκης βασίλευε ο Ρήσος, όμως αν σκεφθούμε ότι το όνομα του πατέρα του, του Ηιονέα, έχει σχέση με το όνομα της αρχαίας πόλεως Ηιόνος, που βρισκόταν στις εκβολές του Στρυμόνα, καταλαβαίνουμε εύκολα ότι αυτός θεωρούνταν από τους Έλληνες ότι βασίλευε στο Παγγαίο και την γύρω περιοχή.
Ας δούμε, όμως, τον ίδιο τον Όμηρο, στην δέκατη ραψωδία της Ιλιάδος, (στίχ. 434 επόμ.), πώς περιγράφει την άφιξη του Ρήσου με τους Θράκες του στην Τροία: «Θρήϊκες οίδ’ απάνευθε νεήλυδες, έσχατοι άλλων, εν δε σφιν Ρήσος βασιλεύς, πάϊς Ηιονήος. Του δη καλλίστους ίππους ίδον ηδέ μεγίστους. Λευκότεροι χιόνος, θείειν δ’ ανέμοισιν ομοίοι. Άρμα δε οι χρυσώ και αργύρω εύ ήσκηται. Τεύχεα δε χρύσεια πελώρια, θαύμα ιδέσθαι, ήλυθ’ έχων. Τα μεν ου τι καταθνητοίσιν έοικεν άνδρεσσιν φορέειν, αλλ’ αθανάτοισι θεοίσιν», (δηλαδή, νάτοι κι οι Θράκες απόμερα, καινουργιοφερμένοι, τελευταίοι από τους άλλους κι ανάμεσά τους ο βασιλιάς ο Ρήσος, ο γιός του Ηιονέα, που τ’ άλογά του είναι τα πιο όμορφα και τα πιο μεγάλα από όσα είδα, πιο άσπρα από το χιόνι και στο τρέξιμο όμοια με τους ανέμους. Το άρμα του είναι ωραία δουλεμένο με χρυσάφι κι ασήμι κι έχει έρθει έχοντας όπλα χρυσά, πελώρια, θαύμα να τα βλέπει κανείς. Αυτά δεν ταιριάζει να τα φορούν θνητοί άνθρωποι, μόνο θεοί αθάνατοι).
Αργότερα οι παραδόσεις των Ελλήνων της κλασσικής περιόδου, που τις διέσωσε ο καταγόμενος από τους Φιλίππους ιστορικός Μαρσύας, στις «Μακεδονικές Ιστορίες του», έκαναν τον Ρήσο γιο του ποταμού Στρυμόνα και της Κλειούς, μιας από τις εννέα μούσες. (Ο Απολλόδωρος, όμως, στη Μυθολογική Βιβλιοθήκη του, (1ο βιβλίο, στίχ. 18), αναφέρει ότι κάποιοι τον θεωρούσαν γιο της μούσας Ευτέρπης και άλλοι της μούσας Καλλιόπης). Γι’ αυτή την μυθολογική εκδοχή, αξεπέραστο είναι το κομμάτι εκείνο της τραγωδίας του Ευρυπίδη «ΡΗΣΟΣ», στο οποίο ο χορός, (στους στίχους 347 κι επόμενους), αναφερόμενος στον ερχομό του Ρήσου στην Τροία, μαζί με τους Θράκες του Παγγαίου, για να βοηθήσει τους Τρώες στον τρωικό πόλεμο, απευθύνει στον μυθικό βασιλιά του Παγγαίου τον λόγο, λέγοντάς του τα εξής:
Ήκεις, ω ποταμού παι,
ήκεις, επλάθης Φρυγίαν προς αυλάν
άσπαστος, επεί σε χρόνω
Πιερίς μάτηρ ό τε καλλιγέφυ-
ρος ποταμός πορεύει
Στρυμών, ός ποτε τας μελωδού
Μούσας δι’ ακηράτων
δινηθείς υδροειδής
κόλπων, σαν εφύτευσεν ήβαν».
(Και σ’ ελεύθερη μετάφραση: Ήρθες του ποταμού εσύ γιε, στη φρυγική σκηνή μας τώρα, καλόδεχτος, και σ' οδηγούν εδώ η μάνα σου η Πιερίδα κι ο ποταμός με τα όμορφα γεφύρια, ο Στρυμόνας, που κυλάει τα νερά του μέχρι τον κόρφο της πανώριας Μούσας που τραγουδάει και που έφερε στον κόσμο εσένα).
Αλλά και σ’ άλλο σημείο της τραγωδίας, η Εκάβη, η βασίλισσα της Τροίας, απευθυνόμενη στον Ρήσο, τον προσφωνεί «παι της μελωδού μητέρος μουσών μιας, Θρηκός τε ποταμού Στρυμόνος», (δηλαδή παιδί μιας μελωδού μητέρας Μούσας και του θρακιώτη ποταμού Στρυμόνα).
Ο Ρήσος λοιπόν, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, κατά το τελευταίο έτος του τρωικού πολέμου προσέτρεξε σε βοήθεια των Τρώων, φέρνοντας μαζί του τα κάτασπρα σαν χιόνι άλογά του, το κατασκευασμένο από χρυσό κι ασήμι άρμα του και τα από τα ίδια υλικά φτιαγμένα υπέροχα όπλα του. Υπήρχε, μάλιστα, χρησμός, πως αν τα άλογα του Ρήσου έτρωγαν χόρτο τρωικό κι έπιναν νερό από τον Ξάνθο ποταμό, η Τροία θα σωζόταν, όμως ο χρησμός δεν πρόλαβε να εκπληρωθεί, αφού την ίδια νύχτα της άφιξης του Ρήσου, τον σκότωσε ο ήρωας Διομήδης, ενώ ο Οδυσσέας άρπαξε τ' άλογά του, όπως για όλα αυτά μας πληροφορεί ο Όμηρος στην δέκατη ραψωδία της Ιλιάδος. Οι Τρώες τον έθαψαν κάτω από ένα τύμβο, που κατασκεύασαν με την φροντίδα του Έκτορα κι εκεί το σώμα του αναπαύθηκε επί αιώνες. (Εδώ αξίζει ν’ αναφέρω ότι το όνομα του Ρήσου το έφερε κι ένας ποταμός της Τρωάδος, που κατά την κοσμογονία του Ησιόδου ήταν κι αυτός γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, πηγάζει από το όρος Ίδη και χύνεται δίπλα από τη δεξιά όχθη του Γρανικού ποταμού, σήμερα δε ονομάζεται «Καρατζή – τσάϊ»).
Όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να βάλουν το πόδι τους στην πλούσια μεταλλοφόρο περιοχή του Παγγαίου κι αποφάσισαν, το 437 π.Χ., να στείλουν μια ομάδα αποίκων στην πόλη των Εννέα Οδών του Στρυμόνα, με οικιστή τον Αγνωνα, έπρεπε να νομιμοποιήσουν την εκεί παρουσία τους. Έτσι, εφαρμόζοντας ένα χρησμό που τους έδωσαν οι έμπειροι διπλωμάτες ιερείς του Μαντείου των Δελφών, έστειλαν ανθρώπους στην Τροία, οι οποίοι άνοιξαν νύχτα τον τύμβο, όπου βρισκόταν το φημισμένο στους Τρώες κι άγιο για τους Θράκες λείψανο του Ρήσου, και αφού το τοποθέτησαν σε "χλαμύδα πορφυράν", το μετέφεραν κρυφά στην Αθήνα, από όπου το παρέλαβαν οι άποικοι και το μετέφεραν στην χώρα, στην οποία ο ήρωας είχε βασιλέψει όπου, στη θέση της Θρακικής πόλης των Εννέα Οδών ίδρυσαν την Αμφίπολη και στην κορυφή ενός λόφου της, που τον έβρεχε ο Στρυμόνας, έθαψαν τα λείψανα του γιου του Στρυμόνα, του Ρήσου, ενώ ακριβώς απέναντι από το μνημείο που ανήγειραν για τον ήρωα, έφτιαξαν έναν βωμό, που τον αφιέρωσαν στην μητέρα του, την Μούσα Κλειώ, (Μαρσύας ο νεώτερος ή ο εκ Φιλίππων της Μακεδονίας, στο έργο του «Μακεδονικά»).
Μ' αυτή λοιπόν την ευφυέστατη και, θα έλεγα, διεθνή, διπλωματική τακτική, που τους υπέδειξε το Μαντείο των Δελφών, οι Αθηναίοι «νομιμοποίησαν» τις επεκτατικές βλέψεις τους στην περιοχή.
Και για μεν τους Έλληνες, ανέφερα ήδη ότι ο Ρήσος ήταν βασιλιάς των Θρακών του Παγγαίου. Για τους τελευταίους, όμως, στην πραγματικότητα αυτός ήταν ένας θεός, του οποίου η λατρεία δεν μας είναι γνωστή μόνο στην Αμφίπολη, αλλά και σ' άλλα μέρη της αρχαίας Θράκης. Εν πάση όμως περιπτώσει, γνωρίζουμε ότι ακόμη και μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Ρήσος λατρευόταν από το θρακικό φύλο των Βησσών της Ροδόπης σαν θεός, με πιο γνωστές ιδιότητες αυτές του κυνηγού και του θεραπευτή, με τις οποίες θυμίζει έντονα έναν άλλο θεό των Θρακών όλης της αρχαίας Θράκης, τον Κύριο Ήρωα ή Θράκα Ιππέα, επίσης θεό θεραπευτή και κυνηγό και γι' αυτό πολλοί συγγραφείς θεωρούν ότι κάτω από τα δύο ονόματα κρύβεται η ίδια μεγάλη θεότητα των Θρακών, η ιδιαίτερα αγαπητή σ' αυτούς, αυτή του Διονύσου Σαβαζίου ή Βάκχου, τις σχέσεις του οποίου με τον ήρωά μας τις επιβεβαιώνει ο επίλογος της τραγωδίας «ΡΗΣΟΣ» του Ευρυπίδη, σύμφωνα με τον οποίο, o Ρήσος, γενόμενος ανθρωποδαίμων της διονυσιακής πομπής, δηλαδή γενόμενος από άνθρωπος ημίθεος, θα είναι για πάντα προφήτης του Βάκχου, κρυμμένος στα σπήλαια του Παγγαίου που η γη του κρύβει ασήμι, όπου, όχι μόνο θα προλέγει τα μελλούμενα, αλλά θα στέλνει ο ίδιος τη θεία φώτιση στους προφήτες του, για τους οποίους θα είναι σεβαστός θεός. (Στίχοι 967 επόμ. «..ου γαρ ες ταυτόν ποτε, έτ’ εισιν ουδέ μητρός όψεται δέμας, κρυπτός δ’ εν άντροις της υπαργύρου χθονός, ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος, Βάκχου προφήτης ώστε Παγγαίου πέτραν ώκησε σεμνός τοίσιν ειδόσιν θεός»).
Ας δούμε, όμως, ποιοι ήταν αυτοί οι προφήτες του Ρήσου στο Παγγαίο όρος. Είναι γνωστό ότι πάνω στο Παγγαίο κατοικούσε η πολεμική φυλή των Σατρών, ένα θρακικό φύλο, συγγενικό με τους μαχαιροφόρους Βησσούς της Ροδόπης. Η πολεμική αυτή φυλή, που κατείχε το καλύτερο μέρος των μεταλλείων του όρους, είχε επίσης στην επίβλεψη και φροντίδα της και το φημισμένο ιερό του Διονύσου Σαβαζίου, που βρισκόταν σε μια από τις υψηλότερες κορυφές του όρους. Ασφαλισμένοι στα βουνά τους οι Σάτρες, όταν ο Ηρόδοτος επισκέφθηκε τους ίδιους και το ιερό του Βάκχου, όπως ο ίδιος μας λέει, καυχιόνταν ότι δεν είχαν δώσει γη και ύδωρ ούτε στον Δαρείο, ούτε στον Ξέρξη και ότι δεν έγιναν ποτέ υπήκοοι οποιουδήποτε ανθρώπου πάνω στη γη. Βέβαια το ιερό τους δεν ήταν κάποιος ναός σαν τους ελληνικούς, αλλά, πιθανότατα ένα βαρβαρικό ιερό, χωρίς κτίσματα και χωρίς απεικονίσεις, ή καλύτερα κάποιο σπήλαιο, σαν εκείνο στο οποίο ο Σοφοκλής, στην Αντιγόνη του, έλεγε ότι είχε κλείσει ο Διόνυσος τον βασιλιά των Ηδωνών Θρακών Λυκούργο.
Ο Βάκχος των Σατρών, όπως κι ο Απόλλων των Δελφών, στο ιερό του στο Παγγαίο είχε μια γυναίκα ως «προμάντιδα», δηλαδή σαν Πυθία. Όπως στους Δελφούς έτσι κι εδώ ειδικευμένοι ιερείς, οι «προφήται», έδιναν σχήμα και μετέφεραν στους πιστούς τους ακατανόητους χρησμούς που ο θεός ενέπνεε σ' αυτή τη γυναίκα, όταν αυτή έπεφτε σ’ έκσταση. Όπως στους Δελφούς, αυτοί οι χρησμοί, ακόμη και μετά τη σύνταξή τους δεν ήταν απόλυτα σαφείς, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο ίδιος ο Ηρόδοτος, ο οποίος ανέβηκε σαν προσκυνητής στο μεγάλο και φημισμένο αυτό ιερό του Παγγαίου, με ταυτόχρονο σκοπό να συλλέξει και τις αναγκαίες για την ιστορία του πληροφορίες και να συγκρίνει το Μαντείο του Παγγαίου μ' εκείνο του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αυτοί οι ιερείς, οι προφήτες που έδιναν σχήμα στις άναρθρες κραυγές της προμάντιδος, δεν ήταν Σάτρες. Ο Ηρόδοτος επισήμανε με ιδιαίτερη προσοχή αυτό το σημαντικό γεγονός. Ήταν Βησσοί, δηλαδή ανήκαν στη μεγάλη, θρακική φυλή που ζούσε στο κέντρο της Θράκης, από τις κορυφές της Ροδόπης μέχρι τις όχθες του Έβρου, οι οποίοι θεωρούνταν, ανάμεσα σ' όλους τους Θράκες, σαν οι πιο έμπειροι στη γνώση των διονυσιακών τελετουργιών, μια και, εξ αιτίας της γεωγραφικής τους θέσης, ήταν φύλακες και ιερείς του κεντρικού, του «εθνικού» ιερού του Διονύσου, που βρισκόταν βέβαια στη Ροδόπη, δηλαδή στην καρδιά της Θράκης, όπως οι Δελφοί στην καρδιά της Ελλάδος, κι ήταν, ασφαλώς, πιο σημαντικό και πιο παλιό απ' αυτό του Παγγαίου, το οποίο, μολονότι κατά τον Ηρόδοτο και κατά την τραγωδία του Ευρυπίδη «ΡΗΣΟΣ», ήταν πολύ σημαντικό κατά τον 5ο αι. π.Χ., εν τούτοις πρέπει να ήταν κάτι σαν παράρτημα του Ιερού της Ροδόπης. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι Σάτρες κάλεσαν Βησσούς ιερείς από το κεντρικό ιερό του Διονύσου στη Ροδόπη, για να εκτελέσουν καθήκοντα προφητών στο δικό τους ιερό, στο Παγγαίο.
Θα ολοκληρώσω την γοητευτική ιστορία του μυθικού βασιλιά του Παγγαίου, εκφράζοντας τον προβληματισμό που ξεκίνησα στον πρόλογο αυτού του μικρού, ερασιτεχνικού πονήματος. Σύμφωνα με τον ιστορικό Μαρσύα από τους Φιλίππους, «έστιν ιερόν της Κλειούς εν Αμφιπόλει, ιδρυθέν απέναντι του Ρήσου μνημείου, επί λόφου τινός». Μήπως αυτό το ιερό του Ρήσου, που βρισκόταν «απέναντι» από το ιερό της μούσας Κλειούς, (το οποίο ο αείμνηστος Δημ. Λαζαρίδης εντόπισε σε μικρό λόφο, νότια του σημερινού χωριού «Αμφίπολη» ή «Νεοχώρι»), ήταν εκεί όπου αργότερα κατασκευάστηκε ο μεγάλος τύμβος του λόφου Καστά; Η αρχαιολογική σκαπάνη θ’ απαντήσει σύντομα σ’ αυτόν τον προβληματισμό μου!