«Ου γαρ ες ταυτόν ποτε, έτ’ εισιν ουδέ μητρός όψεται δέμας, κρυπτός δ’
εν άντροις της υπαργύρου χθονός, ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος, Βάκχου
προφήτης ώστε Παγγαίου πέτραν ώκησε σεμνός τοίσιν ειδόσιν θεός». (Ευρυπίδη
ΡΗΣΟΣ, στίχοι 967 επόμ.)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αφορμή για την αναδρομή μου αυτή στους αρχαίους μύθους και τους θρύλους
του Παγγαίου αποτέλεσε το γεγονός ότι κι εγώ, σαν Έλληνας και σαν
Παγγαιορείτης, παρακολουθώ καθημερινά με
μεγάλο ενδιαφέρον την ανασκαφή στον μεγάλο τύμβο του λόφου Καστά, στην περιοχή
της Αμφίπολης. Πιο πολύ μ’ εντυπωσίασε το γεγονός πως το μνημείο που καθημερινά
αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει την γνωστή μέχρι σήμερα μορφή των
μακεδονικών τάφων, αλλά φαίνεται σαν ν’ αντιγράφει κάποιο λατρευτικό σπήλαιο
του Παγγαίου, σαν εκείνο στο οποίο ο Ευρυπίδης τοποθέτησε τον μυθικό βασιλιά
των θρακών του Παγγαίου, τον Ρήσο, στην ομώνυμη τραγωδία του, στους στίχους
που, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, έβαλα ως προμετωπίδα του πονήματός μου αυτού. Ο
προβληματισμός μου, λοιπόν, μήπως κάτω από τον μεγάλο τύμβο της Αμφίπολης, με
τις σφίγγες που προλέγουν τα μελλούμενα, εκτός από τον τάφο κάποιου
επιφανέστατου άνδρα, κρύβεται και κάποια αρχαιότερη, σπηλαιική λατρεία, με ωθεί στο να εντρυφήσω στους αρχαίους αυτούς μύθους
και θρύλους του Παγγαίου, τους γεμάτους από θεούς και βασιλιάδες, ημίθεους και
προφήτες, που οι Θράκες λάτρευαν συνήθως σε σπήλαια του ιερού όρους τους ή στις
ψηλότερες κορφές του, όπου είχαν το μαντείο του Διονύσου – Σαβαζίου, στο οποίο,
μάλιστα, γυναίκα ήταν εκείνη που προέβλεπε τα μελλούμενα, («πρόμαντις», σύμφωνα
με τον Ηρόδοτο0.
Οι αρχαίοι μύθοι συνδέονταν πάντοτε άρρηκτα με το φυσικό περιβάλλον, μέσα
στο οποίο γεννήθηκαν. Έτσι, ήταν ολότελα φυσικό, το Παγγαίο όρος και ο ποταμός
Στρυμών, οι δύο πηγές ασύγκριτου πλούτου για όλους όσοι κατοικούσαν γύρω τους,
να βρίσκονται στον πυρήνα πάμπολλων μύθων, τους οποίους θα προσπαθήσω να σας
περιγράψω, παραθέτοντας όσο γίνεται λιγότερα ιστορικά στοιχεία και, οπωσδήποτε,
χωρίς να μετατρέψω αυτό το μικρό πόνημα σε κείμενο ιστορίας ή θρησκειολογίας.
Πολύ πριν από την άφιξη των Ελλήνων στην Ελλαδική χερσόνησο και
συνακόλουθα και στην περιοχή του Παγγαίου, κατοικούσαν εδώ οι προέλληνες,
λεγόμενοι αλλιώς και Πελασγοί, για την ύπαρξη των οποίων και στην περιοχή μας
μίλησε ο Αισχύλος σ' ένα θαυμάσιο χορικό της τραγωδίας του ΙΚΕΤΙΔΕΣ, (στίχ. 249
επ.), ως εξής:
Του γηγενούς γαρ είμ’ εγώ παλαίχθονος
ίνις Πελασγός, τήσδε γης αρχηγέτης,
εμού δ’ άνακτος ευλόγως επώνυμον
γένος Πελασγών τήνδε καρπούται χθόνα,
και πάσαν αίαν, ης δι’ αγνός έρχεται Στρυμών…»
(Και σε νεοελληνική απόδοση: Εγώ είμαι ο Πελασγός, γιος του ντόπιου,
αρχαίου κατοίκου αυτής της χώρας και ηγέτης της. Σωστά από μένα τον βασιλιά του
πήρε τ' όνομά του το γένος των Πελασγών, που καρπώνεται αυτήν εδώ τη χώρα. Και
διαφεντεύω ολάκερη τη χώρα που εκτείνεται προς τα δυτικά, μέσα από την οποία
κυλάει τα νερά του ο αγνός Στρυμόνας).
Ήταν όμως το μέγα έθνος των Θρακών εκείνο που κατείχε ακόμη κι από τα
προϊστορικά χρόνια, πέρα από άλλες περιοχές κι ολόκληρη την μεταξύ του Νέστου
και του Στρυμόνα περιοχή και, κατά συνέπεια και το Παγγαίο, που μέχρι την εποχή
του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου του Β' εθεωρείτο Θράκη.
Στα πρώτα ιστορικά χρόνια (7ο και 6ο αι. π.Χ.) το θρακικό αυτό έθνος
κυριαρχεί στην γύρω από το Παγγαίο περιοχή των σημερινών Νομών Σερρών και
Καβάλας, αναμεμειγμένο με υπολείμματα των παλαιών φύλων των Φρυγών και των
Παιόνων, ενώ την ίδια εποχή, στα παράλια αρχίζουν ήδη να ιδρύονται οι πρώτες
Ελληνικές αποικίες, η Νεάπολις των Θασίων και οι παράλιες πόλεις της Θασιακής
Περαίας ή Ηπείρου.
Στα πρώτα, έτσι, ιστορικά χρόνια, ένα φυλετικό και γλωσσικό μωσαϊκό, με
κυρίαρχα τα θρακικά φύλα συνωστίζεται γύρω από το Ιερό Όρος της αρχαιότητας κι
ο λόγος που γίνεται αυτό είναι ότι, πέρα από το μεγάλο πλεονέκτημα που της
παρείχε η θαυμάσια από γεωγραφική άποψη θέση της, αυτή η προνομιούχα περιοχή
είχε κατά τους αρχαίους χρόνους εξαιρετικά πλούτη. Τα προϊόντα όμως που παρήγε
η εύφορη γη της και τ' απέραντα δάση της, δεν ήταν τίποτε συγκρινόμενα με τους
θησαυρούς των ορυχείων της. Για αιώνες τα πλούσια μεταλλεία του Παγγαίου
παρείχαν σε μεγάλη αφθονία τον χρυσό και τον άργυρο, για να κάνουν τον μεν
Στράβωνα να πει ότι «πλείστα μέταλλά εστι χρυσού εν ταις Κρηνίσιν, όπου νυν Φίλιπποι
πόλις ίδρυται, πλησίον του Παγγαίου όρους. Και αυτό δε το Παγγαίον χρυσεία και
αργυρεία έχει μέταλλα, και η πέραν και η εντός του Στρυμόνος ποταμού μέχρι
Παιονίας. Φασί δε και τους την Παιονίαν γην αρούντας ευρίσκειν χρυσού τινα
μόρια», τον δε Ευρυπίδη, στην τραγωδία του "ΡΗΣΟΣ" να ονομάσει το
Παγγαίο, «όρος με τους όγκους χρυσού, του οποίου η γη κρύβει άργυρο».
Προτού, όμως, αρχίσω την περιήγησή μου στη γοητευτική μυθολογία της
πλούσιας χώρας γύρω από το Παγγαίο και τον ποταμό Στρυμόνα, θα σας μεταφέρω όσα
έγραφε στο έτος 1910 ένας μεγάλος μελετητής και βαθύς γνώστης της ιστορίας, της
θρησκείας και των θρύλων του, ο Γάλλος αρχαιολόγος και καθηγητής της
αρχαιολογίας και της ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Νανσύ, στη
Γαλλία, Paul Perdrizet, στην εισαγωγή του συγγράμματός του με τίτλο "Cultes
et mythes du Pangee" (Λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου), το οποίο εξέδωσε
στη Γαλλία: «Αρκετές φορές, βλέποντας πάνω από τον Στρυμονικό κόλπο να
διαγράφεται στα δύο άκρα του ορίζοντα, από τη μια η κωνική σιλουέτα του Αθωνα
κι από την άλλη η κορυφή του Παγγαίου, αναρωτήθηκα ποιό από τα δύο βουνά
δικαιούται καλύτερα να πάρει στην παγκόσμια ιστορία το όνομα «Άγιον Όρος».
Διότι, αν η πολιτεία των Αγιορειτών Μοναχών είναι ένα μοναδικό παγκόσμιο
φαινόμενο πνευματικού εξαγνισμού, το Παγγαίο περιλαμβάνεται ανάμεσα σε κείνες
τις ιερές κορυφές απ’ τις οποίες ξεχύθηκαν προς τον αρχαίο κόσμο μυστικιστικές
λατρείες και θρησκευτικές ζύμες, που την επίδραση τους, όσο κι αν αυτή δεν
μπορεί εύκολα να μετρηθεί, δεν θα την αρνηθεί ποτέ κανείς’.
Δεν μπορώ επίσης να μη σας κάνω κοινωνούς της μεγάλης αγάπης που είχε για
το Παγγαίο ο αείμνηστος Δημήτριος Λαζαρίδης, Έφορος Αρχαιοτήτων στην Καβάλα και
πρώτος ανασκαφέας της Αμφιπόλεως, την οποία αγάπη εξέφρασε ποιητικότατα,
γράφοντας γι’ αυτό το όρος στα ΧΡΟΝΙΚΑ της Καβάλας το 1979: «Από τα πιο όμορφα βουνά της Ελλάδος, το
Παγγαίο, απ' όπου κι αν το δει κανείς, υψώνεται γεμάτο μεγαλείο προς τα ύψη,
αιώνιο κι ακατάλυτο από τον χρόνο, με όγκους γεμάτους πλαστική έκφραση, με
καμπύλες και τόνους που συνθέτουν αρμονία, με χρώματα όλο ευαισθησία και
ποίηση. Κι οι κορυφές του καθώς προβάλλονται στη γαλάζια απεραντοσύνη του
ουρανού, άλλοτε μενεξεδένιες, ρόδινες ή γεμάτες χρυσάφι, άλλοτε χιονισμένες
ολόλευκες κι άλλοτε πάλι σκεπασμένες από βαριά σύννεφα, είναι γεμάτες μυστήριο
κι ασκούν μιαν υποβλητική επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή. Κι από τις κορυφές
αυτές ξεχύνονται δάση από οξυές, έλατα, καστανιές, πλατάνια και δρύς, που
σκεπάζουν πλαγιές και ρεματιές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως εδώ ακριβώς στα
πολύ παλιά χρόνια συγκροτήθηκαν οι πρώτοι διονυσιακοί θίασοι με τις έξαλλες
μαινάδες και τους γεμάτους ζωώδη δύναμη σατύρους, που στο χορό και στην έκσταση
ζήτησαν τη λύτρωση και την επικοινωνία με το θεό. Κι ακόμη, ότι στο βουνό αυτό
πλάστηκαν οι πιο παλιές δοξασίες για την αθανασία της ψυχής. Πιο υπέροχο, πιο
θείο φυσικό σκηνικό δεν θα μπορούσε να ζητήσει πουθενά αλλού ο μεγάλος θεός της
Θράκης, ο Διόνυσος».
Στην ελληνική μυθολογία το Παγγαίο όρος αρχικά ονομαζόταν Καρμάνιον, για
να ονομαστεί «Παγγαίον» από τον Παγγαίο, γιο του θεού Άρη και της Κριτοβούλης,
ο οποίος, μη μπορώντας ν' αντέξει τις τύψεις της συνειδήσεώς του, για την
αιμομιξία που άθελά του διέπραξε με την θυγατέρα του, αυτοκτόνησε πάνω στο όρος
αυτό, όπως για όλα αυτά μας ενημερώνει η Γεωγραφία περί Θράκης του Μελετίου,
αλλά πριν απ’ αυτήν ο (ψευδο)πλούταρχος, στο έργο του «De fluviis» (δηλ., περί
ποταμών), όπου γράφει επί λέξει: «Όρος δ’ αυτώ παράκειται Παγγαίον, την
προσηγορίαν έχον την αιτίαν τοιαύτην. Ο Παγγαίος, Άρεως και Κριτοβούλης παις,
τη θυγατρί κατ’ άγνοιαν συγγενόμενος, αθυμία συσχεθείς, έδραμεν ες Καρμάνιον
όρος και δια λύπης υπερβολήν, σπασάμενος το ξίφος, εαυτόν ανείλε. Κατά δε
πρόνοιαν θεών, ο τόπος μετωνομάσθη Παγγαίος».
Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ερμηνεία του ονόματος του Παγγαίου, τέλος,
δίνει ο Πλίνιος (VII,
57), όταν αναφέρει ότι ο Φοίνικας Κάδμος, που πρώτος ανακάλυψε τα πολύτιμα
μέταλλα του Παγγαίου, έδωσε το όνομα αυτό από τη φοινικική λέξη paga, που θα πει συνάντηση ή
συνένωση (λαών, μεταλλουργών;)
ΟΙ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΘΕΟΙ ΚΑΙ
ΗΜΙΘΕΟΙ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Πάνω στο Παγγαίο, μια θεϊκή
μορφή, φωτεινή σαν ήλιος και ταυτόχρονα σκοτεινή σαν Αδης, πότε συσπασμένη
από βακχικό οίστρο, πότε ήρεμη, όπως τα
φύλλα του ιερού του φυτού, του κισσού, κυριαρχούσε ανάμεσα σε θνητούς και
αθανάτους. Ο Διόνυσος, που το Ελληνικό του επίθετο Βάκχος και το θρακικό του
Σαβάζιος προέρχονται πιθανά από τελετουργικές κραυγές των πιστών του. Ένας
ορφικός ύμνος αποκαλεί τον θεό «αγνό», γιατί τα μυστήριά του είχαν για σκοπό να
εξασφαλίσουν την επιβίωση του μύστη (πιστού) και μετά θάνατον, του έδιναν
δηλαδή τη δυνατότητα να ξαναγεννηθεί μετά τον θάνατό του σε κάποια άλλη ύπαρξη,
αιώνια. Αυτά τα μυστήρια άρχιζαν με εξαγνιστικές τελετουργίες. Μέσα στα
σκοτάδια της νύχτας, (Παυσανίας, Βιργιλίου Γεωργικά κ.λ.π.), ο πιστός έμενε
γυμνός. Ο ιερέας τον έπλενε με αγιασμένο νερό, μετά τον άλειβε με πίτυρα και
στο πρόσωπο τον άλειβε με γύψο κι έβαζε πάνω του νεβρίδα, δηλαδή δέρμα νεαρού
ελαφιού, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο Δημοσθένης στον Περί Στεφάνου λόγο του.
Στη διάρκεια των δέκα ημερών που προηγούνταν της τελετουργίας αυτής, κατά τον
Ρωμαίο Λίβιο, ο πιστός έπρεπε ν' απέχει από κάθε σεξουαλική σχέση κι έτσι αγνός
και καθαρισμένος κι από τα προσωπικά του αμαρτήματα αλλά κι από το αρχικό
αμάρτημα των Τιτάνων, (που το όνομά τους προήλθε από τη λέξη τιτανός, που
σήμαινε γύψος, ασβέστης), προγόνων του ανθρωπίνου γένους, όταν αυτοί είχαν
κομματιάσει τον Διόνυσο Ζαγρέα, να προσέλθει στις εξαγνιστικές τελετές και να
συμμετάσχει στην ακατανόητη για τους αρχαίους Έλληνες ωμοφαγία του θυσιασμένου
ζώου, στο οποίο πιστευόταν ότι ενσαρκώνεται ο Θεός, μέσα από την αυθυποβολή που
προκαλούσε η ιερή μανία, (έξαψη).
Τι ακριβώς όμως ήταν αυτός
ο Διόνυσος - Σαβάζιος των Θρακών, που είχε το μεγάλο μαντείο του στο Παγγαίο;
Οι τελετές των παιδικών χρόνων του Βάκχου και ο μύθος του Λυκούργου μας ωθούν
στο να πιστέψουμε, (πράγμα που γίνεται πια σήμερα γενικά αποδεκτό), ότι ο
Διόνυσος του Παγγαίου ήταν αρχικά ένας θεός του κυνηγιού και της αγροτικής
ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές. Δεν
ήταν όμως ο Διόνυσος θεός του κρασιού και της κραιπάλης. Ούτε στην Ιλιάδα, ούτε
στους παλιότερους ποιητές και συγγραφείς φαίνεται ο Διόνυσος να έχει τέτοια
ιδιότητα. Την ιδιότητά του αυτή την προσέδωσαν οι Έλληνες και αργότερα οι
Ρωμαίοι, αιώνες μετά την αρχική του και καθαρή λατρεία από τους Θράκες, αλλά,
δυστυχώς, με το πέρασμα των χρόνων αυτή επισκίασε τις υπόλοιπες, λιγότερο
ευχάριστες, αλλά πολύ περισσότερο σημαντικές ιδιότητες του μεγάλου θεού του Παγγαίου.
Ήταν, λοιπόν, η διονυσιακή
λατρεία μια λατρεία με δύο πρόσωπα, ένα πρωταρχικό, πρωτόγονο πρόσωπο κι ένα
μεταγενέστερο, επαναστατικό. Από τη μια βλέπουμε μια θρησκεία παραφροσύνης,
ιερής μανίας, τρέλας και τρομερών τελετουργιών, (ωμοφαγία). Από την άλλη, όμως,
βλέπουμε να υπάρχει μέσα στον βακχικό ενθουσιασμό μια άμεση εμπειρία του θείου
κι επίσης ένας κανόνας εξαγνισμού και ηθικής ανύψωσης. Με τη διονυσιακή έξαρση,
λέγει ο Πλάτων στον Φαίδρο του, ο άνθρωπος φθάνει στη μύηση. Αυτή τον
απαλλάσσει από την άθλια κατάστασή του, τον κάνει να συμμετέχει στα προνόμια
που παρέχει η θεότητα. Ο μύστης δέχεται τον θεό μέσα του, γίνεται
"κατεχόμενος του θεού" όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτων στον Ιωνα, ο
ιστορικός Πορφύριος αλλά και μια επιγραφή από την Πριήνη της Μ. Ασίας.
Η μεγάλη κι εκτεταμένη, σ'
όλα τα θρακικά φύλα του Παγγαίου αλλά και στους Έλληνες που ήρθαν αργότερα,
λατρεία του Διονύσου - Σαβαζίου οδήγησε στη δημιουργία Διονυσιακών συλλόγων, οι
οποίοι, ιδιαίτερα στην περιοχή του Παγγαίου και των Φιλίππων ήταν πολυάριθμοι και
είχαν νεκρική μορφή, η οποία οφειλόταν στο ότι ο ίδιος ο Βάκχος θεωρούνταν και
ήταν κυρίως ένας Θεός πέραν του τάφου. Οι άμοιροι νεκροί προσδοκούσαν απ' αυτόν
την ανάσταση. Αυτός τους παρείχε τη διαβεβαίωση μιας επιβίωσης της απλής ψυχής
τους, στην οποία η ιδέα του ολοσχερούς θανάτου, της παντελούς εξαφάνισης
φαινόταν ανυπόφορη. Κι αυτό το αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ένα επιτύμβιο
μικρού παιδιού της ρωμαϊκής εποχής, που βρέθηκε στο Δοξάτο στα μέσα του 19ου
αιώνα κι αντιγράφηκε από τον Γάλλο αρχαιολόγο LEON HEUZEY μέσα στην εκκλησία, (σήμερα
έχει πλέον χαθεί), το οποίο περιέχει τον σπαρακτικό θρήνο του πατέρα, ο οποίος
απευθυνόμενος στο νεκρό παιδί του λέει σ' ελεύθερη μετάφραση: “Παιδί μου πράο,
ενώ εμείς ταλαιπωρούμαστε από τις λύπες της ζωής, εσύ, όπως ακριβώς ζούσες έτσι
θα ζεις και μέσα στα Ηλύσια Πεδία (εννοεί τον Παράδεισο των Αρχαίων). Τώρα,
είτε ή στιγματισμένες χάριν του Βρωμίου (Βάκχου) νύμφες θα σε κρατούν κοντά
τους μέσα σ' ανθισμένα λιβάδια, μαζί με τους σατύρους, είτε νεράϊδες με καλάθια
στο κεφάλι θα σε ζητούν να πας κοντά τους, για να σέρνεις πρώτος την
γιορταστική πορεία του Διονύσου με τις τελετουργικές δάδες. Γιατί έτσι αρέσει
στους θεούς, να ζει με αιώνια μορφή εκείνος που αξιώνεται να λάβει την ανώτερη
θεϊκή βούληση. Κι αυτή η θεϊκή βούληση δόθηκε σε σένα, που ακολούθησες τον
σωστό δρόμο στη ζωή σου. Διότι δεν είναι εύκολο να ζήσει κανείς απλά στην ζωή
του, όπως θα το ήθελε ο Θεός».
Απηχεί λοιπόν αυτή η
επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων του Δοξάτου το βαθύ ηθικό περιεχόμενο της Διονυσιακής
Θρησκείας του Παγγαίου και της περιοχής του μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια και κατ'
επέκταση απηχεί τις αντιλήψεις των θρακικών φύλων, τα οποία, μολονότι «βάρβαρα»
για τους Έλληνες, φαίνονται να ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο από τους
τελευταίους για τη μέλλουσα ζωή και να είναι βέβαια για την ύπαρξή της, μια
βεβαιότητα που φαίνεται από τ' ανάγλυφα που στόλιζαν τους τάφους των νεκρών
τους, στα οποία, ενώ ποτέ σχεδόν δεν απεικονίζεται η μορφή αυτών των νεκρών, εν
τούτοις πάντοτε απεικονίζονται τελετουργίες, (όπως το ιερό συμπόσιο) ή μορφές,
(όπως ο Ήρωας Ιππέας), που έχουν σχέση με τη μέλλουσα ζωή. Είναι, δηλαδή, όλα
τα επιτύμβια ανάγλυφα του Παγγαίου σύμβολα ελπίδας, ότι η ζωή δεν σταματά στον
τάφο αλλ' ότι επεκτείνεται πέραν αυτού και, ίσως, αρχίζει μετά τον τάφο.
Αυτό το πνευματικό
περιεχόμενο, που τόσο θυμίζει βασικές αρχές του Χριστιανισμού, αναμφίβολα δεν
πρέπει να υπήρχε στην αρχαία, διονυσιακή θρησκεία αλλά μόνο στη μεταγενέστερη,
εξελιγμένη μορφή της. Στην αρχή αυτή η θρησκεία δεν είχε άλλο σκοπό, καθώς κι
όλες οι αγροτικές θρησκείες, παρά να εξασφαλίσει την ανάσταση της νεκρής κατά
τον χειμώνα φυτικής και ζωϊκής ζωής. Πότε αυτή άρχισε να φροντίζει και για την
ανάσταση των πιστών της; Δεν γνωρίζουμε. Όμως δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η
διονυσιακή θρησκεία περίμενε ως την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας για να
μεριμνήσει για την ανάσταση των πιστών της. Αυτή πρέπει πολύ νωρίτερα ν'
ακολούθησε το παράδειγμα του Ορφισμού. Η ορφική αίρεση, γεννημένη και βγαλμένη
μέσα από τους κόλπους της διονυσιακής θρησκείας άσκησε με τη σειρά της τη δική
της επίδραση σ' αυτή την τελευταία και της αποτύπωσε τις δικές της
εσχατολογικές ανησυχίες.
ΡΗΣΟΣ
Ο πιο αρχαίος και πιο
αγαπητός από τους ημίθεους των Θρακών του Παγγαίου ήταν ο βασιλιάς τους, ο
Ρήσος, για τον οποίο μίλησε πρώτος ο Όμηρος, που τον θεωρούσε γιο του Ηιονέα
και βασιλιά των Θρακών που έτρεξαν σε βοήθεια των Τρώων στον τρωικό Πόλεμο. Και
ναι μεν, ο Όμηρος δεν μας λέει σε ποιο μέρος της Θράκης βασίλευε ο Ρήσος, όμως
αν σκεφθούμε ότι το όνομα του πατέρα του, του Ηιονέα, έχει σχέση με το όνομα
της αρχαίας πόλεως Ηιόνος, που βρισκόταν στις εκβολές του Στρυμόνα,
καταλαβαίνουμε εύκολα ότι αυτός θεωρούνταν από τους Έλληνες ότι βασίλευε στο
Παγγαίο και την γύρω περιοχή.
Ας δούμε, όμως, τον ίδιο
τον Όμηρο, στην δέκατη ραψωδία της Ιλιάδος, (στίχ. 434 επόμ.), πώς περιγράφει
την άφιξη του Ρήσου με τους Θράκες του στην Τροία: «Θρήϊκες οίδ’ απάνευθε
νεήλυδες, έσχατοι άλλων, εν δε σφιν Ρήσος βασιλεύς, πάϊς Ηιονήος. Του δη
καλλίστους ίππους ίδον ηδέ μεγίστους. Λευκότεροι χιόνος, θείειν δ’ ανέμοισιν
ομοίοι. Άρμα δε οι χρυσώ και αργύρω εύ ήσκηται. Τεύχεα δε χρύσεια πελώρια,
θαύμα ιδέσθαι, ήλυθ’ έχων. Τα μεν ου τι καταθνητοίσιν έοικεν άνδρεσσιν φορέειν,
αλλ’ αθανάτοισι θεοίσιν», (δηλαδή, νάτοι κι οι Θράκες απόμερα,
καινουργιοφερμένοι, τελευταίοι από τους άλλους κι ανάμεσά τους ο βασιλιάς ο
Ρήσος, ο γιός του Ηιονέα, που τ’ άλογά του είναι τα πιο όμορφα και τα πιο
μεγάλα από όσα είδα, πιο άσπρα από το χιόνι και στο τρέξιμο όμοια με τους
ανέμους. Το άρμα του είναι ωραία δουλεμένο με χρυσάφι κι ασήμι κι έχει έρθει
έχοντας όπλα χρυσά, πελώρια, θαύμα να τα βλέπει κανείς. Αυτά δεν ταιριάζει να
τα φορούν θνητοί άνθρωποι, μόνο θεοί αθάνατοι).
Αργότερα οι παραδόσεις των
Ελλήνων της κλασσικής περιόδου, που τις διέσωσε ο καταγόμενος από τους Φιλίππους
ιστορικός Μαρσύας, στις «Μακεδονικές Ιστορίες του», έκαναν τον Ρήσο γιο του
ποταμού Στρυμόνα και της Κλειούς, μιας από τις εννέα μούσες. (Ο Απολλόδωρος, όμως,
στη Μυθολογική Βιβλιοθήκη του, (1ο βιβλίο, στίχ. 18), αναφέρει ότι
κάποιοι τον θεωρούσαν γιο της μούσας Ευτέρπης και άλλοι της μούσας Καλλιόπης). Γι’
αυτή την μυθολογική εκδοχή, αξεπέραστο είναι το κομμάτι εκείνο της τραγωδίας
του Ευρυπίδη «ΡΗΣΟΣ», στο οποίο ο χορός, (στους στίχους 347 κι επόμενους),
αναφερόμενος στον ερχομό του Ρήσου στην Τροία, μαζί με τους Θράκες του
Παγγαίου, για να βοηθήσει τους Τρώες στον τρωικό πόλεμο, απευθύνει στον μυθικό
βασιλιά του Παγγαίου τον λόγο, λέγοντάς του τα εξής:
Ήκεις, ω ποταμού παι,
ήκεις, επλάθης Φρυγίαν προς αυλάν
άσπαστος, επεί σε χρόνω
Πιερίς μάτηρ ό τε καλλιγέφυ-
ρος ποταμός πορεύει
Στρυμών, ός ποτε τας μελωδού
Μούσας δι’ ακηράτων
δινηθείς υδροειδής
κόλπων, σαν εφύτευσεν ήβαν».
(Και σ’ ελεύθερη μετάφραση: Ήρθες
του ποταμού εσύ γιε, στη φρυγική σκηνή μας τώρα, καλόδεχτος, και σ' οδηγούν εδώ
η μάνα σου η Πιερίδα κι ο ποταμός με τα όμορφα γεφύρια, ο Στρυμόνας, που κυλάει
τα νερά του μέχρι τον κόρφο της πανώριας Μούσας που τραγουδάει και που έφερε
στον κόσμο εσένα).
Αλλά και σ’ άλλο σημείο της
τραγωδίας, η Εκάβη, η βασίλισσα της Τροίας, απευθυνόμενη στον Ρήσο, τον
προσφωνεί «παι της μελωδού μητέρος μουσών μιας, Θρηκός τε ποταμού Στρυμόνος»,
(δηλαδή παιδί μιας μελωδού μητέρας Μούσας και του θρακιώτη ποταμού Στρυμόνα).
Ο Ρήσος λοιπόν, σύμφωνα με
την ελληνική παράδοση, κατά το τελευταίο έτος του τρωικού πολέμου προσέτρεξε σε
βοήθεια των Τρώων, φέρνοντας μαζί του τα κάτασπρα σαν χιόνι άλογά του, το
κατασκευασμένο από χρυσό κι ασήμι άρμα του και τα από τα ίδια υλικά φτιαγμένα
υπέροχα όπλα του. Υπήρχε, μάλιστα, χρησμός, πως αν τα άλογα του Ρήσου έτρωγαν
χόρτο τρωικό κι έπιναν νερό από τον Ξάνθο ποταμό, η Τροία θα σωζόταν, όμως ο
χρησμός δεν πρόλαβε να εκπληρωθεί, αφού την ίδια νύχτα της άφιξης του Ρήσου, τον
σκότωσε ο ήρωας Διομήδης, ενώ ο Οδυσσέας άρπαξε τ' άλογά του, όπως για όλα αυτά
μας πληροφορεί ο Όμηρος στην δέκατη ραψωδία της Ιλιάδος. Οι Τρώες τον έθαψαν
κάτω από ένα τύμβο, που κατασκεύασαν με την φροντίδα του Έκτορα κι εκεί το σώμα
του αναπαύθηκε επί αιώνες. (Εδώ αξίζει ν’ αναφέρω ότι το όνομα του Ρήσου το
έφερε κι ένας ποταμός της Τρωάδος, που κατά την κοσμογονία του Ησιόδου ήταν κι
αυτός γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, πηγάζει από το όρος Ίδη και χύνεται
δίπλα από τη δεξιά όχθη του Γρανικού ποταμού, σήμερα δε ονομάζεται «Καρατζή –
τσάϊ»).
Όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να
βάλουν το πόδι τους στην πλούσια μεταλλοφόρο περιοχή του Παγγαίου κι αποφάσισαν,
το 437 π.Χ., να στείλουν μια ομάδα αποίκων στην πόλη των Εννέα Οδών του
Στρυμόνα, με οικιστή τον Αγνωνα, έπρεπε να νομιμοποιήσουν την εκεί παρουσία
τους. Έτσι, εφαρμόζοντας ένα χρησμό που τους έδωσαν οι έμπειροι διπλωμάτες
ιερείς του Μαντείου των Δελφών, έστειλαν ανθρώπους στην Τροία, οι οποίοι
άνοιξαν νύχτα τον τύμβο, όπου βρισκόταν το φημισμένο στους Τρώες κι άγιο για
τους Θράκες λείψανο του Ρήσου, και αφού το τοποθέτησαν σε "χλαμύδα
πορφυράν", το μετέφεραν κρυφά στην Αθήνα, από όπου το παρέλαβαν οι άποικοι
και το μετέφεραν στην χώρα, στην οποία ο ήρωας είχε βασιλέψει όπου, στη θέση
της Θρακικής πόλης των Εννέα Οδών ίδρυσαν την Αμφίπολη και στην κορυφή ενός λόφου
της, που τον έβρεχε ο Στρυμόνας, έθαψαν τα λείψανα του γιου του Στρυμόνα, του
Ρήσου, ενώ ακριβώς απέναντι από το μνημείο που ανήγειραν για τον ήρωα, έφτιαξαν
έναν βωμό, που τον αφιέρωσαν στην μητέρα του, την Μούσα Κλειώ, (Μαρσύας ο
νεώτερος ή ο εκ Φιλίππων της Μακεδονίας, στο έργο του «Μακεδονικά»).
Μ' αυτή λοιπόν την
ευφυέστατη και, θα έλεγα, διεθνή, διπλωματική τακτική, που τους υπέδειξε το
Μαντείο των Δελφών, οι Αθηναίοι «νομιμοποίησαν» τις επεκτατικές βλέψεις τους
στην περιοχή.
Και για μεν τους Έλληνες,
ανέφερα ήδη ότι ο Ρήσος ήταν βασιλιάς των Θρακών του Παγγαίου. Για τους
τελευταίους, όμως, στην πραγματικότητα αυτός ήταν ένας θεός, του οποίου η
λατρεία δεν μας είναι γνωστή μόνο στην Αμφίπολη, αλλά και σ' άλλα μέρη της
αρχαίας Θράκης. Εν πάση όμως περιπτώσει, γνωρίζουμε ότι ακόμη και μέχρι τον 3ο
αιώνα μ.Χ. ο Ρήσος λατρευόταν από το θρακικό φύλο των Βησσών της Ροδόπης σαν
θεός, με πιο γνωστές ιδιότητες αυτές του κυνηγού και του θεραπευτή, με τις
οποίες θυμίζει έντονα έναν άλλο θεό των Θρακών όλης της αρχαίας Θράκης, τον
Κύριο Ήρωα ή Θράκα Ιππέα, επίσης θεό θεραπευτή και κυνηγό και γι' αυτό πολλοί
συγγραφείς θεωρούν ότι κάτω από τα δύο ονόματα κρύβεται η ίδια μεγάλη θεότητα
των Θρακών, η ιδιαίτερα αγαπητή σ' αυτούς, αυτή του Διονύσου Σαβαζίου ή Βάκχου,
τις σχέσεις του οποίου με τον ήρωά μας τις επιβεβαιώνει ο επίλογος της
τραγωδίας «ΡΗΣΟΣ» του Ευρυπίδη, σύμφωνα με τον οποίο, o Ρήσος, γενόμενος ανθρωποδαίμων της διονυσιακής πομπής, δηλαδή
γενόμενος από άνθρωπος ημίθεος, θα είναι για πάντα προφήτης του Βάκχου,
κρυμμένος στα σπήλαια του Παγγαίου που η γη του κρύβει ασήμι, όπου, όχι μόνο θα
προλέγει τα μελλούμενα, αλλά θα στέλνει ο ίδιος τη θεία φώτιση στους προφήτες
του, για τους οποίους θα είναι σεβαστός θεός. (Στίχοι 967 επόμ. «..ου γαρ
ες ταυτόν ποτε, έτ’ εισιν ουδέ μητρός όψεται δέμας, κρυπτός δ’ εν άντροις της
υπαργύρου χθονός, ανθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος, Βάκχου προφήτης ώστε
Παγγαίου πέτραν ώκησε σεμνός τοίσιν ειδόσιν θεός»).
Ας δούμε, όμως, ποιοι ήταν
αυτοί οι προφήτες του Ρήσου στο Παγγαίο όρος. Είναι γνωστό ότι πάνω στο Παγγαίο
κατοικούσε η πολεμική φυλή των Σατρών, ένα θρακικό φύλο, συγγενικό με τους
μαχαιροφόρους Βησσούς της Ροδόπης. Η πολεμική αυτή φυλή, που κατείχε το
καλύτερο μέρος των μεταλλείων του όρους, είχε επίσης στην επίβλεψη και φροντίδα
της και το φημισμένο ιερό του Διονύσου Σαβαζίου, που βρισκόταν σε μια από τις
υψηλότερες κορυφές του όρους. Ασφαλισμένοι στα βουνά τους οι Σάτρες, όταν ο
Ηρόδοτος επισκέφθηκε τους ίδιους και το ιερό του Βάκχου, όπως ο ίδιος μας λέει,
καυχιόνταν ότι δεν είχαν δώσει γη και ύδωρ ούτε στον Δαρείο, ούτε στον Ξέρξη
και ότι δεν έγιναν ποτέ υπήκοοι οποιουδήποτε ανθρώπου πάνω στη γη. Βέβαια το
ιερό τους δεν ήταν κάποιος ναός σαν τους ελληνικούς, αλλά, πιθανότατα ένα
βαρβαρικό ιερό, χωρίς κτίσματα και χωρίς απεικονίσεις, ή καλύτερα κάποιο
σπήλαιο, σαν εκείνο στο οποίο ο Σοφοκλής, στην Αντιγόνη του, έλεγε ότι είχε
κλείσει ο Διόνυσος τον βασιλιά των Ηδωνών Θρακών Λυκούργο.
Ο Βάκχος των Σατρών, όπως
κι ο Απόλλων των Δελφών, στο ιερό του στο Παγγαίο είχε μια γυναίκα ως «προμάντιδα»,
δηλαδή σαν Πυθία. Όπως στους Δελφούς έτσι κι εδώ ειδικευμένοι ιερείς, οι «προφήται»,
έδιναν σχήμα και μετέφεραν στους πιστούς τους ακατανόητους χρησμούς που ο θεός
ενέπνεε σ' αυτή τη γυναίκα, όταν αυτή έπεφτε σ’ έκσταση. Όπως στους Δελφούς,
αυτοί οι χρησμοί, ακόμη και μετά τη σύνταξή τους δεν ήταν απόλυτα σαφείς, όπως
για όλα αυτά μας λέγει ο ίδιος ο Ηρόδοτος, ο οποίος ανέβηκε σαν προσκυνητής στο
μεγάλο και φημισμένο αυτό ιερό του Παγγαίου, με ταυτόχρονο σκοπό να συλλέξει
και τις αναγκαίες για την ιστορία του πληροφορίες και να συγκρίνει το Μαντείο
του Παγγαίου μ' εκείνο του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο
είναι το γεγονός ότι αυτοί οι ιερείς, οι προφήτες που έδιναν σχήμα στις
άναρθρες κραυγές της προμάντιδος, δεν ήταν Σάτρες. Ο Ηρόδοτος επισήμανε με
ιδιαίτερη προσοχή αυτό το σημαντικό γεγονός. Ήταν Βησσοί, δηλαδή ανήκαν στη
μεγάλη, θρακική φυλή που ζούσε στο κέντρο της Θράκης, από τις κορυφές της
Ροδόπης μέχρι τις όχθες του Έβρου, οι οποίοι θεωρούνταν, ανάμεσα σ' όλους τους
Θράκες, σαν οι πιο έμπειροι στη γνώση των διονυσιακών τελετουργιών, μια και, εξ
αιτίας της γεωγραφικής τους θέσης, ήταν φύλακες και ιερείς του κεντρικού, του «εθνικού»
ιερού του Διονύσου, που βρισκόταν βέβαια στη Ροδόπη, δηλαδή στην καρδιά της
Θράκης, όπως οι Δελφοί στην καρδιά της Ελλάδος, κι ήταν, ασφαλώς, πιο σημαντικό
και πιο παλιό απ' αυτό του Παγγαίου, το οποίο, μολονότι κατά τον Ηρόδοτο και
κατά την τραγωδία του Ευρυπίδη «ΡΗΣΟΣ», ήταν πολύ σημαντικό κατά τον 5ο αι.
π.Χ., εν τούτοις πρέπει να ήταν κάτι σαν παράρτημα του Ιερού της Ροδόπης. Έτσι εξηγείται
το γεγονός ότι οι Σάτρες κάλεσαν Βησσούς ιερείς από το κεντρικό ιερό του
Διονύσου στη Ροδόπη, για να εκτελέσουν καθήκοντα προφητών στο δικό τους ιερό,
στο Παγγαίο.
Θα ολοκληρώσω την
γοητευτική ιστορία του μυθικού βασιλιά του Παγγαίου, εκφράζοντας τον
προβληματισμό που ξεκίνησα στον πρόλογο αυτού του μικρού, ερασιτεχνικού
πονήματος. Σύμφωνα με τον ιστορικό Μαρσύα από τους Φιλίππους, «έστιν ιερόν της
Κλειούς εν Αμφιπόλει, ιδρυθέν απέναντι του Ρήσου μνημείου, επί λόφου τινός». Μήπως
αυτό το ιερό του Ρήσου, που βρισκόταν «απέναντι» από το ιερό της μούσας
Κλειούς, (το οποίο ο αείμνηστος Δημ. Λαζαρίδης εντόπισε σε μικρό λόφο, νότια
του σημερινού χωριού «Αμφίπολη» ή «Νεοχώρι»), ήταν εκεί όπου αργότερα
κατασκευάστηκε ο μεγάλος τύμβος του λόφου Καστά; Η αρχαιολογική σκαπάνη θ’
απαντήσει σύντομα σ’ αυτόν τον προβληματισμό μου!
ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΤΡΥΜΩΝ
Ο Στρυμών, σύμφωνα με τη Θεογονία
του Ησιόδου, (στίχ. 337 – 3339), ήταν γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, (η οποία
ήταν μια από τις Τιτανίδες, κόρη του Ουρανού και της Γαίας), όπου ο Ωκεανός
αποτελούσε την αρσενική και η Τηθύς τη θηλυκή προσωποποίηση του υγρού
στοιχείου. («…. Τηθύς δ’ Ωκεανώ Ποταμούς τέκε δινήεντας, Νείλον τα’ Αλφειόν τε
και Ηριδανόν βαθυδίνην, Στρυμόνα, Μαίανδρόν τε…»).
Κατά την μεταγενέστερη, ελληνική μυθογραφία, ο Στρυμών ήταν ο αρχαιότατος
βασιλιάς των Θρακών του Παγγαίου κι είχε τρεις γιους, τον Βράγγα, τον Ρήσο και
τον Όλυνθο, (Μυθογράφοι Έλληνες, Κόνωνος διηγήσεις, σελ. 126. Έκδ. Westermann Brunsvigue 1848).
Μια άλλη παράδοση έλεγε ότι ο
μυθικός βασιλιάς των Θρακών Παλαιστίνος, γιος του Ποσειδώνα και πατέρας του
Αλιάκμονα, όταν έμαθε ότι ο γιος του σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, έπεσε στον
ποταμό Κόνοζο και πνίγηκε. Έκτοτε ο ποταμός μετονομάστηκε σε Παλαιστίνο κι όταν
αργότερα ο Στρυμών, γιος του Άρη και της Ηλίκης, έμαθε για το θάνατο του δικού
του γιου, του Ρήσου, (που τον είχε γεννήσει η μούσα Κλειώ), στον τρωικό πόλεμο,
έπεσε κι ο ίδιος στον ποταμό, που από Παλαιστίνος μετονομάστηκε σε Στρυμόνα,
όπως για όλα αυτά μας πληροφορεί ο (Ψευδο)πλούταρχος, (περί ποταμών ΧΙ):
«Στρυμών ποταμός εστι της Θράκης, κατά πόλιν Ηδωνίδα. Προσηγορεύετο δε πρότερον
Παλαιστίνος, από Παλαιστίνου του Ποσειδώνος. Ούτος γαρ προς τους αστυγείτονας
έχων πόλεμον, και εις ασθένειαν εμπεσών, τον υιόν Αλιάκμονα στρατηγόν έπεμψεν.
Ο δε προπετέστερον μαχόμενος ανηρέθη, περί δε των συμβεβηκότων ακούσας
Παλαιστίνος και λαθών τους δορυφόρους, δια λύπης υπερβολήν εαυτόν έρριψεν εις
ποταμόν Κόνοζον, ότι απ’ αυτού Παλαιστίνος ωνομάσθη. Στρυμών δε, Άρεως παις και
Ηλίκης, ακούσας περί Ρήσου τελευτής και αθυμία συσχεθείς, εαυτόν έρριψεν εις
ποταμόν Παλαιστίνον, ος απ’ αυτού Στρυμών μετωνομάσθη».
Ο Στρυμών, ο οποίος ασκούσε μεγάλη
επιρροή στην οικονομική ζωή ολόκληρης της περιοχής του, καλείται από τους
αρχαίους συγγραφείς «αγνός», όπως ήδη είδαμε στο χορικό των «ΙΚΕΤΙΔΩΝ» του
Αισχύλου, αλλά και στους «ΠΕΡΣΕΣ» του ίδιου μεγάλου ποιητή, στο σημείο όπου ο
Πέρσης αγγελιοφόρος μεταφέρει στην περσική πρωτεύουσα τα νέα για την καταστροφή
του στρατού και του στόλου των Περσών και την επιστροφή των υπολειμμάτων τους
στη χώρα τους, δια μέσου της Μακεδονίας και της Θράκης: «γαίαν ηδέ Μακεδόνων χώραν αφικόμεσθ' επ' Αξιού πόρον,
Βόλβης δ’ έλειον δόνακα, Πάγγαιόν τ' όρος, Ήδωνίδ’ αίαν. Νυκτί δ' εν ταύτη θεός
χειμών άωρον ώρσε, πήγνυσιν δέ παν ρέεθρον αγνού Στρυμόνος. Θεούς δε τις πριν
νομίζων ουδαμού, τότ’ ηύχαιτο λιταίσι, γαίαν ουρανόν τε προσκυνών..» (που σημαίνει: Και στη
γη των Μακεδόνων φθάσαμε και στου Άξιού το ρεύμα και στον ελώδη της Βόλβης
νεροκαλαμώνα και στο βουνό το Παγγαίο, στην Ηδωνίδα γη. Και τη νύχτ' αυτή
σήκωσ' ο θεός πρώιμο χειμώνα και παγώνει του Στρυμόνος το αγνό το ρεύμα. Και
(τότε) ακόμη κι όποιος πριν στους θεούς δεν πίστευε καθόλου, τότε με προσευχές
παρακαλούσε (να σωθεί), προσκυνώντας γη κι
ουρανό).
Οι Θράκες και αργότερα οι Έλληνες
που ζούσαν γύρω του τιμούσαν τον ποτάμιο θεό με πολλές εκδηλώσεις λατρείας και
σεβασμού. Ο Ηρόδοτος (βιβλίο VIII, 113), αναφέρει ότι θυσίαζαν προς τιμή του λευκούς ίππους («ες τον
Στρυμόνα οι Μάγοι εκαλλιερέοντο, σφάζοντες ίππους λευκούς»). Σε πολλά παιδιά έδιναν
το όνομά του: Στρυμόδωρος, Στρυμόνις, Στρυμόνιος. Από μια επιγραφή που βρέθηκε
στην Αμφίπολη γνωρίζουμε ότι ο Στρυμών λατρευόταν μαζί με τον Απόλλωνα σαν
επιχώριος (πολιούχος) θεός, του οποίου την λατρεία δέχθηκαν κι οι Αθηναίοι
άποικοι. Πράγματι, από την επιγραφή αυτή, που αναφέρεται στη δήμευση της
περιουσίας του Φίλωνος και του Στρατοκλέους και στην απόδοση του ενός δεκάτου
αυτής στο ιερό του Απόλλωνος και του Στρυμόνος, («επιδέκατον ιερόν του
Απόλλωνος και του Στρυμόνος»), βγαίνει το συμπέρασμα ότι στην Αμφίπολη υπήρχε
τότε (ιερόν) επίσημης λατρείας του ποτάμιου θεού, βωμός ή ναός. Άλλωστε,
υπήρχαν και αγάλματα του θεού Στρυμόνα, όπως ένα που απεικονίζεται σε ανάγλυφο
του μουσείου Σερρών. Στα νομίσματα, επίσης, της Αμφιπόλεως εικονίζεται η κεφαλή
του θεού Στρυμόνα, ως νέου με κέρατα και στεφάνι από καλαμιές. Πρόκειται για
νομισματικό τύπο που εμφανίστηκε επί των Μακεδόνων βασιλέων Φιλίππου Ε’ και
Περσέα (187 – 168 π.Χ.) και συνεχίστηκε και στη ρωμαϊκή περίοδο. Σε νομίσματα,
επίσης, των αυτοκρατορικών (ρωμαϊκών) χρόνων, ο ποταμός παριστάνεται ως νέος,
γυμνός, σκυμμένος σε βράχο, κρατώντας καλάμι στο χέρι του, με τη επιγραφή
ΣΤΡΥΜΩΝ δίπλα, ενώ στην άλλη όψη απεικονίζεται η πολιούχος ΑΡΤΕΜΙΣ με την
επιγραφή ΑΜΦΙΠΟ(ΛΕΙΤΩΝ).
Για τον ποταμό υπήρχε και μια ακόμη
ωραία παράδοση, πολύ χαρακτηριστική στην ελληνική μυθολογία, σύμφωνα με την
οποία ο Ηρακλής, οργισθείς εναντίον του, διότι ο Στρυμόνας του έβαζε
προσκόμματα κατά την εκτέλεση ενός άθλου του, γέμισε το ρείθρο (την κοίτη του)
με πέτρες και το έκανε μη πλεύσιμο, ενώ προηγούμενα ήταν πλωτό (Απολλοδώρου,
Μυθολογική Βιβλιοθήκη, ΙΙ, 12: «Στρυμόνα μεμψάμενος τον ποταμόν πάλαι το
ρείθρον αυτού πλωτόν ον, εμπλήσας πέτραις, άπλωτον εποίησε»).
ΒΕΝΔΙΣ – ΤΑΥΡΟΠΟΛΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ
Η Βενδίς ήταν μια πανάρχαια,
γυναικεία, σεληνιακή θεότητα των Θρακών, που όταν αργότερα η λατρεία της μπήκε
και στην Ελλάδα, ταυτίστηκε με την Εκάτη, την Αρτέμιδα ή και την Περσεφόνη. Στη
Θράκη οι γιορτές που τελούνταν προς τιμή της είχαν οργιαστικό χαρακτήρα κι
έμοιαζαν μ’ εκείνες που τελούνταν στη Φρυγία της Μικράς Ασίας προς τιμή του
Σαβαζίου, ο οποίος λατρεύτηκε αρχικά στη Θράκη και αργότερα ταυτίστηκε από τους
Έλληνες με τον Διόνυσο. Γι’ αυτό και η μυθολογία ήθελε την Βενδίδα θυγατέρα του
Σαβαζίου, επειδή κι αυτός ήταν θεός του κάτω κόσμου κι είχε ταυτιστεί με τον
Πλούτωνα κι έτσι ήταν εύκολο να ταυτιστεί από τους Έλληνες η Βενδίς των Φρυγών
και των Θρακών με την Περσεφόνη. Η λατρεία της Βενδίδος ήταν γενική σε όλη τη
Θράκη, έμοιαζε με τη λατρεία της Εκάτης και λάβαινε χώρα σε βαθιά σπήλαια, (Κρατ.
Θρασσ. απόσπ. 12). Ειδικά στην Αμφίπολη, η Βενδίς, συνδεόμενη με τον Διόνυσο –
Σαβάζιο, που είχε μορφή ταύρου, έλαβε την μορφή της ταυροπόλου Αρτέμιδος κι
έγινε πολιούχος της, στη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης. Στα νομίσματα της
πόλης εκείνης της περιόδου η Βενδίς εμφανίζεται καθισμένη πάνω σε ταύρο, όπως η
Ευρώπη, με το πέπλο της ν’ ανεμίζει στον άνεμο. Σε άλλα νομίσματα παριστάνεται
στεφανωμένη με μισοφέγγαρο κι έχοντας στους ώμους της την επιγραφή ΤΑΥΡΟΠΟΛΟΣ,
στην άλλη δε όψη του νομίσματος στέκεται όρθια, κρατώντας στο ένα χέρι της τη
δάδα της Εκάτης και στο άλλο ένα δόρυ.
ΘΡΑΚΑΣ ΙΠΠΕΑΣ
Από τους υπόλοιπους θεούς
που λάτρευαν οι Θράκες ο πιο αγαπητός, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, όπου η λατρεία
του άφησε τα πιο πολυάριθμα ίχνη, από τον Δούναβη μέχρι τον Στρυμόνα και το
Αιγαίο, ήταν ο Ήρωας Ιππέας ή αλλιώς Κύριος Ήρωας, που όπως ήδη αναφέραμε
μιλώντας για τον Διόνυσο, ίσως να μην ήταν τίποτε περισσότερο από μια μορφή του
ίδιου αυτού του μέγιστου Θεού των θρακών ή μια παραλλαγή της αρχικής λατρείας
του αρχαίου θράκα ήρωα Ρήσου, τον οποίο ήδη μνημονεύσαμε σαν θεό θεραπευτή.
Για τους αρχαίους Θράκες
και ιδίως για τους γεωργικούς πληθυσμούς ο Θράκας Ιππέας εθεωρείτο θεός
θεραπευτής (γιατρός), όχι μόνο των ανθρώπων αλλ' ακόμη και των ζώων. Ήταν δε
τόσο γνωστός, ώστε δεν έκριναν απαραίτητο οι πιστοί να μνημονεύουν το όνομά του
πάνω στα χιλιάδες ανάγλυφα που τον παρίσταναν και τα οποία βγαίνουν συχνά στην
επιφάνεια από τα σπλάχνα της θρακικής γης. Ίσως όμως η μη αναφορά του ονόματός
του να οφείλεται σε θρησκευτικό φόβο ή σεβασμό, όπως συνέβαινε με τους Εβραίους
της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι ούτε πρόφεραν ούτε κι έγραφαν ποτέ το όνομα του
Θεού.
Έτσι τον ονόμαζαν στα μικρά
αυτά ανάγλυφά τους μόνο με τον τίτλο «Κυρίω Ηρωι», πράγμα που έγινε κυρίως στην
ύστερη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οπότε η λατρεία του γνώρισε ιδιαίτερα μεγάλη άνθιση
στη Θράκη, όπου και ταυτίστηκε με τοπικούς θρακικούς θεούς αλλά και με τον
Απόλλωνα, τον Ασκληπιό κ.λ.π. και ιδιαίτερα με τον Ηρακλή, από τον οποίο πήρε
την κυνηγετική ιδιότητα και εμφανιζόταν πλέον και σαν θεός - κυνηγός και
προστάτης των κυνηγών.
Η λέξη Κύριος ήταν
συνηθισμένη δίπλα στα ονόματα των μεγάλων και αγαπητών Θεών των θρακών. Έτσι
συναντούμε στις επιγραφές Κυρίω Διί, Κυρία Ηρα, Κυρίω Απόλλωνι κ.λ.π. Το πιο
χαρακτηριστικό μέρος του ονόματός του συνεπώς ήταν το Ήρως, δίπλα στο οποίο
πολλές φορές έβαζαν ένα επίθετο ελληνικό (λ.χ. σωτήρ) ή αργότερα λατινικό ή,
συνηθέστερα, ένα θρακικό επίθετο, συνήθως σχετιζόμενο με τον τόπο της λατρείας
του, (όπως Ζυμινδρηνός, Γεριηνός, Αυδήκουλος, Αυλωνείτης κ.λ.π.) Το
τελευταίο αυτό επίθετο (Αυλωνείτης) έφερε ο θεός σ' ένα μεγάλο και σημαντικό
ιερό του, που πρόσφατα βρέθηκε κι ανασκάφηκε στην περιοχή των Κηπιών Καβάλας,
λίγες εκατοντάδες μέτρα από την Εθνική Οδό Καβάλας -Θεσσαλονίκης.
ΟΙ ΜΥΘΙΚΟΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ
ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ
Πάνω στο Παγγαίο και με
πρωταγωνιστή πάντοτε τον μεγάλο θεό των Θρακών, τον Διόνυσο Σαβάζιο,
διαδραματίστηκε και ο τραγικός μύθος του Θράκα βασιλέα Λυκούργου, τον οποίο
περιγράφει ο Όμηρος στην έβδομη ραψωδία της Ιλιάδος, (στίχ. 129 επόμ.) και
αργότερα κι ο Απολλόδωρος στη Μυθολογική Βιβλιοθήκη του (3ο βιβλίο,
στ. 34 επόμ.). Σύμφωνα μ' αυτό τον μύθο, ο φοβερός βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών,
ο Λυκούργος, γιος του Δρύαντα, συγκρούστηκε με τους αθανάτους θεούς.
Συγκεκριμένα, κατεδίωξε τις τροφούς του μικρού Διονύσου, τις Βάκχες και τους
Σατύρους μέσα στην ίδια την ιερή, μυθική χώρα που γέννησε τον θεό, την
ονομαζόμενη στην Ιλιάδα Νύσα. Και τις μεν Βάκχες και τους Σατύρους τους
συνέλαβε, όμως οι τροφοί του Διονύσου του ξέφυγαν, πετώντας τους θύρσους τους
κι όλα τα τελετουργικά τους αντικείμενα, ενώ ο Λυκούργος τις χτυπούσε. Ο ίδιος
ο μικρός Διόνυσος, από τον φόβο του βούτηξε μέσα στη θάλασσα, όπου η θεά
Θέτιδα, τον δέχθηκε τρεμάμενο στην αγκαλιά της. Τότε η οργή του Δία έπεσε πάνω
στον Λυκούργο που τυφλώθηκε και δεν άργησε να πεθάνει, κλεισμένος σε σπήλαιο
του Παγγαίου από τον ίδιο τον Διόνυσο. Σύμφωνα όμως με άλλη παραλλαγή του
μύθου, που την διέσωσε και ο Απολλόδωρος, ο Διόνυσος τρέλανε με την ιερή μανία
τον Λυκούργο, ο οποίος μ' ένα τσεκούρι σκότωσε τον γιο του Δρύαντα, νομίζοντας
ότι αυτός ήταν κλήμα αμπελιού. Στη συνέχεια οι Ηδωνοί Θράκες, για να
επαναφέρουν τη γονιμότητα της γης τους που είχε χαθεί, τον οδήγησαν σύμφωνα με
ένα χρησμό του Παγγαιικού Διονύσου στο Παγγαίο, όπου τον έδεσαν κι εκεί,
σύμφωνα με τη θέληση του Διονύσου, κομματιάστηκε από άγρια άλογα. (Το πρωτότυπο
κείμενο του Απολλοδώρου έχει ως εξής: «Λυκούργος
δε παις Δρύαντος, Ήδωνών βασιλεύων, οί Στρυμόνα ποταμόν παροικούσι, πρώτος υβρίσας,
εξέβαλεν αυτόν. Και Διόνυσος μεν εις θάλασσαν προς Θέτιν την Νηρέως κατέφυγε,
Βάκχαι δε εγένοντο αιχμάλωτοι και τό
συνεπόμενον Σατύρων πλήθος αυτώ.
Αύθις δε αι Βάκχαι έλύθησαν εξαίφνης, Λυκούργω δε μανίαν ενεποίησε Διόνυσος. O δε
μεμηνώς, Δρύαντα τον παίδα, αμπέλου νομίζων κλήμα κόπτειν, πελέκει πλήξας
απέκτεινε, και ακρωτηριάσας αυτόν εσωφρόνησε. Της δε γής ακάρπου μενούσης,
έχρησεν ο θεός καρποφορήσειν αυτήν, αν θανατωθή Λυκούργος. Ηδωνοί δε
ακούσαντες, εις το Παγγαίον αυτόν απαγαγόντες όρος έδησαν, κακεί κατά Διονύσου
βούλησιν υπό ίππων διαφθαρείς απέθανε»).
Ας δούμε την ίδια αφήγηση
στην Ζ’ ραψωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, (στίχοι 130 – 137):
«Και ο τρομερός Λυκούργος,
του Δρύαντος ο γόνος
εφιλονείκα
με θεούς, αλλ’ έζησεν ολίγο,
που
έναν καιρόν του μανικού Διονύσου ταις βυζάστραις
σκόρπισε
‘ς τα πανάγια βουνά του Νυσηίου.
με
βούκεντρ’ ο Λυκούργος ταις έπληττε ο φονέας,
ώστε
τους κλάδους έρριξαν, και ο Διόνυσος ΄ς τα
βάθη
της
θάλασσας εβύθισε, και η Θέτις 'ς την αγκάλην
τον
δέχθηκε που ετρόμαζεν, ακόμη απ' την βοήν
του».
Άλλες, τέλος, παραλλαγές
του ίδιου μύθου παραθέτουν ο Υγίνος και ο Διόδωρος Σικελιώτης.
Είπαμε, όμως, ήδη, ότι όλη
αυτή η γοητευτική περιπέτεια έλαβε χώρα στη Νύσα, «κατ' ηγάθεον Νυσήϊον». Η
λέξη ηγάθεον σήμαινε «αγιασμένο». Επρόκειτο για μια ιερή χώρα, που οι Έλληνες
της κλασσικής εποχής τοποθετούσαν κάπου στην Ανατολή. Η Ομηρική όμως Νύσα
πρέπει να βρισκόταν, ασφαλώς, στην περιοχή όπου βασίλευε ο Λυκούργος και,
δεδομένου ότι αυτός ήταν βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, που κατοικούσαν στο βόρειο
και δυτικό Παγγαίο, Νύσα δεν μπορούσε
παρά να είναι αυτό το ίδιο το βουνό, μέσα στις κοιλάδες και τα σπήλαια του
οποίου, όπως λέγει ο ομηρικός ύμνος στον Διόνυσο, το παιδί - θεός μεγάλωσε: «Νύσης
εν γυάλοις». Άλλωστε και ο Αππιανός (De bello civile IV, 105) τοποθετεί κοντά στο Παγγαίο το
«Νύσιον Πεδίον». Προσθέτει, μάλιστα, ότι «Φιλίππων μεν ουν έστιν έτερος λόφος ου μακράν, ον Διονύσου λέγουσιν,
εν ω και τα χρυσεία έστι τα Άσυλα καλούμενα». Το όνομα Νύσα υπάρχει και μέσα
στο ίδιο το όνομα του Διο - νύσου, του οποίου το όνομα έτσι σήμαινε για τους
Θράκες: θεός της Νύσας, δηλαδή θεός του ιερού βουνού, πιθανότατα του Παγγαίου.
Και πράγματι, κατά τη γνώμη πολλών επιστημόνων, (όπως ο σοφός αρχαιολόγος και
καθηγητής P. Perdrizet), το όνομα Νύσα δεν είναι άλλο, από το πανάρχαιο,
μυστικιστικό όνομα του Παγγαίου, πράγμα που προκύπτει κύρια από την τραγωδία
του Ευρυπίδη «Βάκχες».
ΚΑΣΤΙΑΝΕΙΡΑ - ΓΟΡΓΥΘΙΩΝ
Για
να μιλήσω για την άγνωστη βασίλισσα του Παγγαίου και τον γιο της, τον ετεροθαλή
αδελφό του Έκτορα, είμαι υποχρεωμένος να κάνω μια μικρή, ιστορική αναδρομή στα
βάθη της ιστορίας της Μακεδονίας. Ήδη πριν τον τρωικό πόλεμο, το φύλο των
Βριγών ή Βρυγών, που κατοικούσε στην περιοχή του Βερμίου όρους και κυβερνιόταν
από βασιλιάδες που έφεραν συνήθως τα ονόματα Μίδας και Γόρδιος, μετανάστευσε
στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, όπου άλλαξε το όνομά του σε «Φρύγες», έκανε
πρωτεύουσά του το Γόρδιο κι έγινε τόσο ισχυρό, ώστε να δώσει μια πριγκίπισσά
του, την Εκάβη, ως πρώτη σύζυγο στον Πρίαμο, τον πανίσχυρο βασιλιά της Τροίας.
Κι οι Τρώες, εξ άλλου, ανήκαν στο συγγενικό προς τους Βρύγες φύλο των Δαρδάνων,
(εξ ου και τα παρά την Τροία στενά του Ελλησπόντου λέγονται Δαρδανέλλια), που,
στα πριν τον τρωικό πόλεμο χρόνια, κατοικούσε κι αυτό στη βόρεια Μακεδονία,
(περιοχή σημερινών Σκοπίων). Ένα μικρό μέρος, όμως, των Βρυγών του Βερμίου
παρέμεινε μέχρι τους ιστορικούς χρόνους στην γύρω από το Παγγαίο όρος περιοχή
και, λόγω της συγγενικής τους σχέσης με τους Τρώες και με τους Φρύγες της
Μικράς Ασίας, έδωσαν στον Πρίαμο τη δεύτερη επίσημη σύζυγό του, την ωραία
Καστιάνειρα. Ας αφήσω, όμως, τον Όμηρο να πει τα υπόλοιπα (Ιλιάδα, Θ’ ραψωδία,
στίχοι 300 επόμ.):
Η
ρα, και άλλον οϊστόν από νευρήφιν ίαλλεν
Έκτορος
αντικρύ, βαλέειν δε ε ίετο θυμός.
Και
του μεν ρ’ αφάμαρθ., ο δ’ αμύμονα Γοργυθίωνα
υιόν
εϋν Πριάμοιο κατά στήθος βάλεν ιώ,
τον
ρ’ εξ Αισύμηθεν οπυιομένη τέκε μήτηρ
καλή
Καστιάνειρα δέμας εϊκυία θεήσι.
μήκων
δ’ ως ετέρωσε κάρη βάλεν, ή τα’ ενί κήπω
καρπώ
βριθομένη νοτίησί τε ειαρινήσιν,
ως
ετέρωσ’ ήμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν.
(Είπε, κι' έριξε άλλη μια σαϊτα από τη νευρά του αντίκρυ στον Έκτορα, και η καρδιά του λαχταρούσε να τον πετύχει. Εκείνον δεν
τον πέτυχε, χτύπησε όμως με το βέλος του τον αψεγάδιαστο Γοργυθύωνα, το δυνατό
γιο του Πρίαμου, κατάστηθα. Αυτόν τον γέννησε μάνα πού είχε έρθει νύφη από την Αισύμη,
η όμορφη Καστιάνειρα, στο κορμί όμοια με τις θεές- κι έγειρε το
κεφάλι του από τη μια μεριά, σαν παπαρούνα μέσα σε κήπο, πού έχει βαρύνει από
το σπόρο της και από τις ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες. Έτσι από τη μια μεριά
έγειρε το κεφάλι του, καθώς το βάραινε ή περικεφαλαία).
Πού βρισκόταν, όμως, η Αισύμη; Μα στον
κόλπο των Ελευθερών, δίπλα στη βυζαντινή Ανακτορούπολη! Αυτή η άγνωστη ακόμη
και στους Παγγαιορείτες πόλη, έδωσε στον τρωικό πόλεμο στους Τρώες τη δεύτερη
βασίλισσά τους, της οποίας ο γιος κι ετεροθαλής αδελφός του Έκτορα, ο
Γοργυθίων, πολεμούσε μαζί του, πάνω στο ίδιο άρμα!
ΘΑΜΥΡΙΣ
Ο
Θάμυρις, γιος του Φιλάμμωνα και της νύμφης Αγριόπης, (Απολλοδ. Βιβλ. Ι, 16), βασιλιάς
των Θρακών της Ακτής, (έτσι λεγόταν στην αρχαιότητα η ανατολική ακτή της
Χαλκιδικής, από τον Σταυρό μέχρι το άκρο του Αγίου Όρους), ήταν ωραιότατος νέος
και άριστος κιθαριστής και τραγουδιστής, μαθητής της περίφημης σχολής του Λίνου
στη Θράκη. Θέλησε, όμως, να συναγωνισθεί στη μουσική τις εννέα μούσες και
συμφώνησε μαζί τους, αν μεν αναδειχθεί ανώτερός τους, να συνευρεθεί με όλες, αν
όμως νικηθεί, να στερηθεί ότι θα θελήσουν εκείνες. Οι μούσες ήλθαν στην περιοχή
του Στρυμόνα (και τότε ήταν που η Κλειώ συνευρέθηκε με τον ποτάμιο θεό και
συνέλαβε τον Ρήσο) κι έλαβαν μέρος στον μουσικό διαγωνισμό, στον οποίο νίκησαν κι αφαίρεσαν από τον δύστυχο Θάμυρι τα μάτια του,
αλλά και τη μουσική ικανότητά του, («τις χορδές της λύρας του»), όπως επίσης
όλα αυτά μας τα περιγράφει ο Απολλόδωρος, στη Μυθολογική Βιβλιοθήκη του, (1ο
βιβλίο, στίχ. 21).
Ο ΟΡΦΕΑΣ
Από μια τέτοια εντρύφηση,
όμως, στους μύθους του Παγγαίου δεν θα μπορούσε να λείπει ο Ορφέας, το αγαπημένο
παιδί των Θρακών, ιδιαίτερα δε των Πιέρων και των Κικόνων.
Οι Πίερες Θράκες της Πιερίας
κοιλάδας του Παγγαίου και οι συγγενείς τους Κίκονες, πολύ πριν από τον 5ο π.Χ.
αιώνα ζούσαν στους πρόποδες του Ολύμπου. Αυτοί πρώτοι λάτρεψαν εκεί και
ιδιαίτερα στην πόλη Δίον τις εννέα μούσες, κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, οι
οποίες, από το όνομα των Πιέρων θρακών δεν έπαψαν ποτέ, μέχρι το τέλος της
αρχαιότητος, ν' αποκαλούνται Πιερίδες.
Αυτή η λατρεία των μουσών
ήταν άμεσα συνδεδεμένη από τους Πίερες του Ολύμπου με την λατρεία και την
φιλολογία γύρω από τον Ορφέα.
Ο Ορφέας, που σύμφωνα με
όλες τις αρχαίες πηγές ήταν θρακικής καταγωγής, (από το φύλο των Κικόνων), ήταν κατά τη μυθολογία γιός του
Οιάγρου, βασιλέα της Θράκης, ενώ, σύμφωνα με κάποιους μυθογράφους, ήταν γιος
του Άρη ή του Πίερου ή του Χάροπα. Μητέρα του ήταν η Καλλιόπη, η πιο γνωστή από
τις εννέα μούσες, αλλά κι εδώ υπήρχαν μυθογράφοι που θεωρούσαν ως μητέρα του
είτε τη μούσα Πολύμνια, είτε τη Μενίππη, τη θυγατέρα του βασιλιά της Ακτής
Θάμυρι. Ο Ορφέας ζούσε στην Πίμπλεια, πόλη της Πιερίας του Ολύμπου. Ήταν
μεγάλος τραγουδιστής, μουσικός και ποιητής. Όπως μας λέγει ο Απολλόδωρος στη
Μυθολογική Βιβλιοθήκη του, (στίχ. 13), «Καλλιόπη και Οιάγρου … και Ορφεύς ο
ασκήσας κιθαρωδίαν, ος άδων εκίνει λίθους τε και δένδρα», (δηλαδή γιος της
μούσας Καλλιόπης και του Οιάγρου ήταν και ο Ορφέας, που έπαιζε κιθάρα κι όταν
τραγουδούσε, κινούσε και τις πέτρες και τα δένδρα).
Για το θάνατο του Ορφέα
υπήρχαν διάφοροι μύθοι, με κυρίαρχο αυτόν που εκθέτει ο Πλάτων στο Συμπόσιό
του: Ο Ορφέας, σαν μουσικός και ποιητής ήταν λάτρης του θεού της μουσικής, του
Απόλλωνα. Όταν λοιπόν ο Απόλλων ήλθε κάποτε πάνω στο Παγγαίο, το Ιερό όρος του
Διονύσου, ο Ορφέας έκανε σύγκριση ανάμεσα στους δυο θεούς, η οποία ταπείνωνε
και υποβίβαζε τον μεγάλο Θράκα θεό. Μια τέτοια σύγκριση, γενόμενη από θνητό,
ήταν μεγάλη ασέβεια προς τους θεούς, τους οποίους εξόργισε και την οποία έπρεπε
η Νέμεσις να τιμωρήσει σκληρά. Έτσι ο Διόνυσος, με την βοήθειά της, έστειλε τις
Βασσαρίδες, Θράκισσες γυναίκες, που ήταν μυημένες στα μυστήριά του και τελούσαν
την οργιαστική λατρεία του, οι οποίες κομμάτιασαν τον Ορφέα πάνω στο Παγγαίο.
Οι εννέα μούσες μετέφεραν αυτά τα κομμάτια πολύ μακριά, στο βασίλειό τους στα
Λείβηθρα, (που βρισκόταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Λιτόχωρο) όπου και τα
έθαψαν, μέχρι δε την εποχή του περιηγητή Παυσανία, (1ος αι. π.Χ.) οι κάτοικοι
των Λειβήθρων έδειχναν τον τάφο του.
Σε σχέση, εξ άλλου, με τον
τραγικό θάνατο του Ορφέα, δύο μύθοι έχουν ιδιαίτερη αξία για το Παγγαίο:
Ο Ερατοσθένης, πρώτα, δίνει την αιτία για το μένος του Διονύσου εναντίον
του Ορφέα, λέγοντας ότι ο Ορφέας τον μεν Διόνυσο δεν τον τιμούσε καθόλου, τον
δε Ήλιο θεωρούσε ως τον μέγιστο θεό, τον οποίο αποκαλούσε Απόλλωνα, ξυπνώντας
δε κάθε πρωί πριν φέξει, ανέβαινε στο Παγγαίο και παρακολουθούσε την ανατολή
του ήλιου, για να τον λατρέψει, πρώτος αυτός, απ’ όλους τους θνητούς. («Ορφεύς
τον μεν Διόνυσον ουκ ετίμα, τον δ’ Ήλιον μέγιστον των θεών ενόμιζεν είναι, ον
και Απόλλωνα προσηγόρευσεν, επεγειρόμενός τε της νυκτός κατά την εωθινήν, επί
το όρος το καλούμενον Παγγαίον (ανιών), προσέμενε τας ανατολάς ίνα ίδη τον
Ήλιον πρώτος»).
Ο (ψευδο)Πλούταρχος, στη
συνέχεια, στο έργο του «de fluviis» (περί ποταμών), αναφέρει τα εξής: «Γεννάται δε και εν τω Παγγαίω
όρει βοτάνη, Κιθάρα καλουμένη, δια ταύτην την αιτίαν. Διασπαράξασαι τον Ορφέα
(ενν. οι Βασσαρίδες), τα μέλη του προειρημένου εις ποταμόν έβαλον Έβρον. Και η
μεν κεφαλή του θνητού, κατά πρόνοιαν θεών, εις δράκοντα μετέβαλε την μορφήν του
σώματος, η δε λύρα κατεστηρίχθη, κατά προαίρεσιν Απόλλωνος, εκ δε του ρεύσαντος
αίματος ενεφάνη βοτάνη, Κιθάρα καλουμένη. Των δε Διονυσίων τελουμένων, αύτη
κιθάρας αναδίδωσιν ήχον. Οι δ’ εγχώριοι, νεβρίδας περιβεβλημένοι και θύρσους
κρα;τούντες, ύμνον άδουσιν», (δηλαδή: Και στο Παγγαίο όρος φυτρώνει ένα βότανο,
που λέγεται κιθάρα, για τον εξής λόγο. Όταν οι Βασσαρίδες κατασπάραξαν τον
Ορφέα, έριξαν τα μέλη του σώματός του στον ποταμό Έβρο. Και η μεν κεφαλή αυτού
του θνητού, με τη βοήθεια των θεών άλλαξε και τη μορφή του σώματος σε σώμα
δράκοντα, η λύρα του έμεινε εκεί όπου έπεσε, όπως ήθελε ο Απόλλων, από το αίμα
του δε, που έτρεξε, φύτρωσε ένα βότανο, που ονομάζεται κιθάρα. Κι όταν
τελούνται τα Διονύσια, αυτό το βοτάνι βγάζει ήχο κιθάρας και οι ντόπιοι
κάτοικοι, φορώντας δέρματα νεαρών ζαρκαδιών και κρατώντας θύρσους, ψέλνουν
ύμνο). Βασισμένοι σ’ αυτόν το μύθο οι κάτοικοι της Λέσβου έλεγαν ότι, όταν τα
νερά του ποταμού Έβρου έφεραν το κεφάλι και τη λύρα του Ορφέα στη θάλασσα, αυτά
έφθασαν στη Λέσβο, όπου τα περισυνέλεξαν οι κάτοικοι κι έστησαν, στο σημείο που
τα βρήκαν, ένα επιβλητικό επιτύμβιο μνημείο προς τιμή του ποιητή, έλεγαν δε,
πως από το μνημείο του αναδυόταν κάποτε ο ήχος της λύρας του. Γι’ ατό το λόγο η
Λέσβος θεωρούνταν ως η κατ’ εξοχήν χώρα της λυρικής ποίησης, (δείτε Σαπφώ,
Αλκαίο κλπ.)
Είναι βέβαιο ότι οι Πίερες,
εκδιωχθέντες από την Πιερία του Ολύμπου κι εγκατασταθέντες στην περιοχή της
Πιερίας κοιλάδος του Παγγαίου, όπου, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο «ώκησαν Φάγρητα και
άλλα χωρία», μετέφεραν, ασφαλώς, μαζί τους, στις νέες τους εστίες, τη λατρεία
των μουσών και του μεγάλου τους ποιητή και μύστη, του Ορφέα. Δεν υπάρχει όμως
καμία απόδειξη βγαλμένη μέσα από κείμενα αρχαίων Ελλήνων ή Ρωμαίων συγγραφέων ή
μέσα από αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής που να βεβαιώνει ότι είτε υπήρχε
κάποιο ιερό του Ορφέα στο Παγγαίο, είτε ότι η λατρεία του είχε συνδεθεί εκεί με
αυτήν του Θράκα Διονύσου. Πάντως υπάρχουν αρκετοί, παλαιοί και νεώτεροι
ιστορικοί που έχουν αντίθετη γνώμη.
Ποιο
τέλος ήταν το περιεχόμενο της ορφικής θρησκείας;
Η
ορφική θρησκεία έχει συνειδητοποιήσει ότι οι θεότητες που υπάρχουν και
λατρεύονται στα διάφορα μέρη δεν είναι τίποτε άλλο από τις ποικίλες εκδηλώσεις
μιας και μοναδικής θεότητας, που κάθε φορά, ανάλογα με τις συνθήκες και τις
ανθρώπινες ανάγκες, βαφτίζεται κι εκδηλώνεται ανάλογα. Θέλησε έτσι αυτή τη
συνείδηση να την μεταδώσει και στους ανθρώπους με τρόπο απλό και κατανοητό. Και
το πέτυχε αυτό με τα μυστήρια. Ο νέος πιστός, ο μυούμενος στην Ορφική
διδασκαλία, για να μπορέσει να κατανοήσει την αλήθεια για τη θεότητα, περνούσε
από διάφορα μυητικά στάδια, ενώ παράλληλα ζούσε μια ζωή πλήρη εγκράτειας από
υλικές απολαύσεις. Έτσι σιγά - σιγά ωρίμαζε το πνεύμα του, άνοιγε η συνείδησή
του και γινόταν Μύστης, δηλαδή μυημένος πιστός.
Είναι
λοιπόν προφανές ότι υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα σ' αυτές τις δύο μεγάλες
πνευματικές διδασκαλίες που οι πρωτόγονοι εντός εισαγωγικών Θράκες του Παγγαίου
και της ευρύτερης Θράκης πρόσφεραν στην ανθρωπότητα, μια σχέση που αποτύπωσε
ιδιαίτερα παραστατικά ο σοφός P. Perdrizet, στο βιβλίο του, Λατρείες και Μύθοι
του Παγγαίου:«Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε την μιαν από την άλλη, τις δύο
θρησκείες που πήρε η κυρίως Ελλάδα από την Θράκη, εφόσον θεωρηθεί (και είναι
δεδομένη) η επίδραση που άσκησε ο Ορφισμός πάνω στη διονυσιακή θρησκεία. Οι
μυστηριακές τελετουργίες τους και η μυστική ερμηνεία που αυτές έδιναν στους
μυουμένους, φαίνεται ότι έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Υπήρχε και στη μια και στην
άλλη μια βίαιη έξαρση προς το θείο, μια σφοδρή επιθυμία να γίνει ο μυούμενος
όμοιος με τον θεό. Υπήρχαν, για την επίτευξη αυτού του "καθ'
ομοίωση", θυσίες κοινωνίας, οι οποίες, μέσα στη διονυσιακή λατρεία
διατηρούσαν τον αρχαίο άγριο χαρακτήρα τους, (ωμοφαγία), ενώ στην εκλεπτυσμένη
ορφική θρησκεία είχαν περισσότερο πνευματικό χαρακτήρα. Και στις δυο και στον
ορφισμό δηλ. όπως και στην πιο τραχειά λατρεία του θράκα Διονύσου, το σώμα του
θεού τεμαχιζόταν, για να χρησιμεύσει για τροφή στο κοινό συμπόσιο των πιστών.
Τί ήθελαν να πετύχουν οι Ορφικοί και οι Διονυσιασταί, προσπαθώντας να μοιάσουν
τον θεό τους; Ήθελαν, όπως κι εκείνος, να ξαναγεννηθούν σε μιαν άλλη ζωή. Με το
πάθος του, με τον θάνατό του ο Διόνυσος είχε εξαγοράσει μια καινούργια ζωή.
Καθώς το πάθος και η παλιγγενεσία του αρχαίου θεού της αιώνια αναγεννώμενης
βλάστησης ανανεωνόταν περιοδικά, ο θεός αποδεικνυόταν πράγματι αθάνατος. Ο
πιστός συμμορφωνόταν και μιμούνταν τον θεό, για να φτάσει κι αυτός σε μιαν
αιώνια ζωή.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Σήμερα, που τα μάτια όλων μας είναι στραμμένα στον μεγαλόπρεπο τύμβο
της Αμφίπολης κι όλοι μας ανασκαλεύουμε καθημερινά την ιστορία της, κάνοντας,
μάλιστα και (πιθανές κι απίθανες) υποθέσεις για το περιεχόμενό του, θεώρησα
καθήκον μου να φωτίσω κι εγώ, με τις ελάχιστες, τις ερασιτεχνικές γνώσεις μου,
το παρελθόν αυτού του τόπου για τον οποίο θα μιλάει για χρόνια, όπως φαίνεται,
όλη η διεθνής, επιστημονική κοινότητα κι όλοι οι λαοί της γης, αυτού του τόπου
ο οποίος έδωσε στο λαό μας μια μικρή ικμάδα από την χαμένη του αξιοπρέπεια.
ΘΟΔΩΡΟΣ
ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΚΑΒΑΛΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου