Η ΣΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΔΩΣΕ Ο ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΛΥΜΠΕΡΗΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ, ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΙΤΣΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΣΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ.
(Η συνέντευξη δόθηκε την άνοιξη του 1996, στην κ. Κωνσταντίνα Κηροποιού και περιέχει και κάποια, ιστορικά στοιχεία για το Μυριόφυτο, το Καλαμίτσι κλπ.).
"Βρίσκομαι στο σπίτι του κ. Λεόντιου Λυμπέρη, Ανατολικοθρακιώτη πρόσφυγα, στην Καβάλα.
Κ. Λεόντιε, ας ξεκινήσουμε τη συνέντευξη με το ερώτημα από πού κατάγεσθε.
Κατάγομαι από τα Γανόχωρα της Ανατολικής Θράκης. Τα Γανόχωρα ήταν μια περιοχή καθαρώς ελληνική. Είχε ολίγους Τούρκους μόνον, δηλαδή στο Μυριόφυτο λίγους και περισσότερους στην Περίσταση και στο Μηλιό, εκεί υπήρχε λίγο τουρκικό στοιχείο. Τα άλλα χωριά ήταν αμιγή χριστιανικά, ελληνικά χωριά. Δε ξέρανε δε ούτε τουρκικά οι κάτοικοι, ξέραν μονάχα την ελληνική γλώσσα.
Εγώ γεννήθηκα στο Καλαμίτσι, ένα χωριό που απείχε απ’ το Μυριόφυτο ένα τέταρτο της ώρας με τα πόδια, δηλαδή ήτανε μια απόσταση από εδώ στα Ποταμούδια και πιο κοντά ίσως. Αλλά οι γονείς μου, ο μπαμπάς μου ήταν από τη Στέρνα, ένα μεγάλο χωριό, αμιγώς ελληνικό, με τρεις συνοικίες. Ήτανε η συνοικία του Αγίου Γεωργίου, η συνοικία των Μεγίστων Ταξιαρχών, που ήτανε και το κέντρο, και η συνοικία του Αγίου Δημητρίου, που ήταν η ανατολική συνοικία. Ήταν ένα χωριό γύρω στις 700 οικογένειες. Μεγάλο χωριό. Άμα βάλεις ότι κατά μέσο όρο ήταν 4 κάτοικοι κατά οικογένεια, 4Χ7=28, ήταν γύρω στους 3000 κατοίκους, γιατί υπήρχαν και οικογένειες, όπως του μπαμπά μου που είχε 7 παιδιά και άλλες πιο μεγάλες.
Εκείνο που εγώ θυμάμαι, γιατί γεννήθηκα το 1912, είναι ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και από το ΄15 και μετά θυμάμαι την πείνα που είχε, διότι, όπως αργότερα έμαθα, οι Εγγλέζοι κάμανε επίθεση στην Καλλίπολη, στα στενά του Ελλησπόντου τότε, από τον κόλπο της Σάρου και, για να σώσουν οι Γερμανοί τους Τούρκους που ήτανε σύμμαχοι τότε του Κάιζερ, ήλθαν οι Γερμανοί και πολεμούσαν εναντίον των Εγγλέζων. Αλλά οι Γερμανοί θέλανε να φάνε. Οι Τούρκοι δεν είχανε τρόφιμα πολλά για να τους ταϊζουν και κάμαν το εξής. Ερχότανε στα δικά μας χωριά, μας βγάζαν έξω από το χωριό με ανοιχτά τα σπίτια και ό,τι βρίσκανε μέσα στα σπίτια τα αρπάζαν όλα, κότες, σιτάρια, κριθάρια, βούτυρα, λάδια, ό,τι βρίσκανε, όλα τα παίρνανε, για να τροφοδοτούν καλά τους Γερμανούς. Εμείς δε δυστυχώς πεινούσαμε πολύ, διότι μας αφήνανε χωρίς τρόφιμα. Αυτός ήταν ένας τρόπος εξοντώσεως του ελληνικού στοιχείου. Άλλος σοβαρότερος τρόπος εξοντώσεως του ελληνικού στοιχείου ήτανε, για τους άνδρες κυρίως, τα λεγόμενα «αμελέ ταμπουρού». Αμελέ ταμπουρού θα πει εργατικά τάγματα. Παίρναν τους άνδρες από ηλικία 18 ετών μέχρι 45, τους επιστρατεύανε δήθεν, γιατί ήταν οθωμανοί υπήκοοι, και τους βάζανε στα εργατικά τάγματα. Τα εργατικά τάγματα είχανε δήθεν σκοπό να ανοίγουν δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές στην Τουρκία, αλλά ο κύριος σκοπός ήταν η εξόντωσις του ελληνικού στοιχείου, των χριστιανών, να το πούμε καθαρά. Θυμάμαι ότι απ’ τη πατρίδα μας είχανε πάρει γύρω στους χίλιους ανθρώπους.
Εννοείτε από τα Γανόχωρα;
Όχι απ’ όλα τα Γανόχωρα, από την περιοχή Μυριοφύτου - Στέρνα, Καλαμίτσι, Πλάτανος, Μυριόφυτον. Αυτά τα τέσσερα χωριά, γιατί τα Γανόχωρα ήτανε δύο μητροπόλεις, ήτανε η μητρόπολις Μυριοφύτου και Περιστάσεως η μία, και η άλλη μητρόπολις ήτανε Γάνου και Χώρας. Γι’ αυτό και λεγότανε Γανόχωρα, απ’ το Γάνος και Χώρα.
Σε ποια ευρύτερη διοικητική περιφέρεια ανήκαν αυτά;
Στο νομό Ραιδεστού. Οι Έλληνες όταν ήρθαν μετά το΄19 (η Ανατ. Θράκη διά της συνθήκης των Σεβρών εδόθη στην Ελλάδα) τότε έκαναν νομό Ραιδεστού εις τον οποίο υπαγόμεθα και εμείς, γενική διοίκηση Θράκης με πρωτεύουσα την Αδριανούπολη- εκεί έδρευε ο γενικός διοικητής Θράκης- και υπήρχε νομός, Σαράντα Εκκλησιών και νομός Καλλιπόλεως. Έτσι νομίζω.
Τα Γανόχωρα από την Αδριανούπολη πόσο απέχουν;
Απέχουν όχι πολύ, σίγουρα πάνω από 100 χιλιόμετρα, αλλά δεν υπήρχαν δρόμοι.
Άλλες πόλεις που βρίσκονταν κοντά στα Γανόχωρα;
Η Ραιδεστός. Ήτανε η Καλλίπολη. Η Καλλίπολη και η Ραιδεστός. Πιο μικρά ήταν, τα χουκεμάτια που τα λέγανε, δηλαδή περιοχές που είχανε τους ειρηνοδίκας, ας πούμε ήτανε το Μυριόφυτο που ήταν πρωτεύουσα της περιοχής μας και η Περίστασις.
Θα ήθελα να θυμηθείτε το χωριό σας και να προσπαθήσετε να κάνετε μια περιγραφή.
Το χωριό μας ήταν, όπως σας είπα, χριστιανικό χωριό πέρα για πέρα. Η περιοχή η δική μας, των Γανοχώρων, ήτανε περιοχή η οποία εξικνείτο εις το νότιον τμήμα του Ιερού Όρους. Το Ιερόν Όρος ήτανε ένα χαμηλό βουνό που οι Τούρκοι το λέγανε Τεκίρνταγκ και ξεκινούσε από την περιοχή των Μαλγάρων και έφτανε μέχρι τη Ραιδεστό. Σ΄αυτό το βουναλάκι οι νότιες περιοχές ήτανε περιοχές όχι με πέτρα, ήτανε χωματόβουνο και τα χωματόβουνα αυτά ομαλώς κατήρχοντο προς τη θάλασσα της Προποντίδος και σ΄αυτό το ομαλό τμήμα ήτανε η περιοχή των Γανοχώρων, η οποία παρήγε κυρίως σταφύλια. Ήτανε περιοχή που είχε αμπέλια και λιγότερο καρύδια, αμύγδαλα και μετάξι.
Όσον αφορά στις ασχολίες θα μιλήσουμε παρακάτω. Μια και αναφερθήκατε στη θέση της πατρίδας σας, θα ήθελα να πείτε για τα σπίτια. Πώς ήτανε τα σπίτια στο χωριό σας;
Το 1912, τη βραδιά του Αγίου Παντελεήμονος, έγινε ένας σεισμός μεγάλος και ο σεισμός αυτός κατέστρεψε τελείως τα σπίτια του Μυριοφύτου, γιατί επηκολούθησε και πυρκαγιά. Επειδή ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, όσοι σηκώθηκαν νύχτα, γιατί πηγαίναν νύχτα στην εκκλησία, άναβαν καντήλια ή άναβαν λάμπες και με το σεισμό έπεσαν οι λάμπες, άναψαν φωτιά και έγινε σεισμός και πυρκαγιά και κατέστρεψε το Μυριόφυτο σχεδόν τελείως, τα σπίτια του Μυριοφύτου, και σχεδόν τελείως το Καλαμίτσι και τη Χώρα. Τα άλλα χωριά δεν τα πείραξε πολύ π.χ. στη Στέρνα, το μεγάλο χωριό που γεννήθηκε ο μπαμπάς μου, δε γκρέμισε κανένα σπίτι κι ήταν τα σπίτια διώροφα. Όλα τα σπίτια ήταν διώροφα, οι δρόμοι καλντερίμι, με πολλά νερά, πολλές βρύσες.
Τα σπίτια ήταν κατασκευασμένα από ντόπιους τεχνίτες;
Δεν το ξέρω αν ήτανε ντόπιοι οι τεχνίτες αλλά είχανε το ίδιο στιλ, ας πούμε. Διώροφα με γιούκια, όπως τα λέγανε, δηλαδή ντουλάπια, στα οποία μέσα κρύβανε τα ρούχα, και κάμαρες(δωμάτια).Και υπήρχαν πλάι σ΄ αυτά τα σπίτια και τα λεγόμενα μαγαζιά, κρασομάγαζα.
Εκεί είχαν τα βαρέλια, μεγάλα βαρέλια, μπόμπες τα λέγανε, κάδους τα λέγανε, αυτά τα δύο ονόματα. Βαρέλια, κάτι μικρά λέγανε βαρέλια. Στα μεγάλα βάζανε το σταφύλι πατημένο ολόκληρο για να βγει το κρασί. Και είχανε πλάι μέσα στα ίδια μαγαζιά, ας τα πούμε, είχανε και άμβικες, όπου, αφού παίρνανε το κρασί καθαρό, ύστερα το τσίπουρο εκείνο το έβραζαν μέσα σε καζάνι και βγάζανε το ούζο το «τσίπουρο». Βάζανε μέσα και γλυκάνισο. Ανεσόν το λέγανε. Βάζανε τα τσίπουρα και ανεσόν και βγάζανε το ούζο, το τσίπουρο, το ούζο το καζανιασμένο.
Φαίνεται δηλαδή ότι η βασική παραγωγή.....
Ήτανε τα σταφύλια.
Κι αυτά τα κρασομάγαζα σε ποιους ανήκαν;
Ήταν ιδιωτικά. Στο Καλαμίτσι π.χ. ο παππούς μου είχε τέτοιο κρασομάγαζο και φέρνανε και άλλοι πολλοί τα σταφύλια τους, γιατί ήτανε μεγάλα αυτά τα κρασομάγαζα. Αυτοί που αγόραζαν τα σταφύλια από τους παραγωγούς, αυτοί είχανε το κρασομάγαζο το δικό τους, βγάζανε το κρασί, βγάζανε το ούζο. Το κρασί το παίρνανε Γάλλοι και τα χωριά αυτά ευημερούσαν, διότι στη Γαλλία, όπως επληροφορήθην, είχε πέσει μια ασθένεια στο Μπορντό, στα αμπέλια του Μπορντό, και οι Γάλλοι βρήκανε τα σταφύλια και το κρασί των Γανοχώρων παρόμοια με του Μπορντό και το πουλούσαν ως Μπορντό. Αλλά το πληρώνανε καλά, τόσο καλά ώστε τα χωριά την εποχή εκείνη που παίρναν το κρασί οι Γάλλοι ευημερούσαν πολύ, απέκτησαν χρήματα.
Αυτό το κρασί που βγάζαμε εμείς έβγαινε από ένα είδος αμπελιού, που το λέγανε «καρλαχανά», μαύρο, μεγάλη ρόγα μαύρη, η οποία δεν τρωγόταν. Σταφύλια πηγαίνανε και στην Κων/πολη, διότι απ’ την Κων/πολη ήμασταν κοντά.
Τα σταφύλια εκείνα ήταν βρώσιμα και ονομάζονταν «γιαπαλάκια».
Η Κων/πολη σε πόση απόσταση ήταν;
Τέσσερις ώρες με το πλοίο. Δεν υπήρχε καθόλου οδική συγκοινωνία. Περνούσε κάθε μέρα ένα πλοίο, «Κώστας» το λέγανε, ελληνικό, Έλληνες της Κων/πόλεως το είχανε. Περνούσε κάθε μέρα και έκανε τον κύκλο, πήγαινε μέχρι την Καλλίπολη και γυρνούσε πάλι. Έπιανε Σηλύβρια, Ραιδεστό, Μυριόφυτο, Περίσταση, Καλλίπολη και γυρνούσε πάλι, Περίσταση, Μυριόφυτο, Ραιδεστός, Σηλύβρια, Κων/πολη. Τέσσερις ώρες έκανε από το Μυριόφυτο να φτάσει στην Κων/πολη.
Όσον αφορά στις γειτονικές σας περιοχές, τα γειτονικά χωριά, η επικοινωνία πώς γινόταν;
Με τα μουλάρια, με τα ζώα. Η επικοινωνία στα χωριά μας, τα Γανόχωρα, μεταξύ τους, γινόταν με τα ζώα ή με τα πόδια. Το Μυριόφυτο απείχε ένα τέταρτο από το Καλαμίτσι, ένα τέταρτο από τον Πλάτανο. Είχε την αστυνομία, είχε τον κατή τον λεγόμενο τουρκικά, γιατί Τούρκοι ήταν αυτοί. Τα χωριά είχανε ελληνικά ονόματα όλα, δεν είχανε τουρκικά ονόματα. Ήτανε το Καλαμίτσι, η Στέρνα, ο Πλάτανος, η Κερασιά, η Χώρα, ο Γάνος, το Μηλιώ, το Ευδήμιον - Αυδήμι το λέγαμε, ελληνικό όνομα- η Ηρακλείτσα που την έχουμε κι εδώ. Το 1982 πήγα στην Αν. Θράκη. Πέρασα από την Ηρακλείτσα - Ερεκλί τη λένε οι Τούρκοι. Είναι όπως την αφήσαμε το 1922. Μονάχα που γκρέμισαν ορισμένα σπίτια. Τα ίδια τα σπίτια κατοικούν. ΄Ηταν και η Περίστασις, ήταν το Μηλιώ και η Λούπιδα. Αυτά όλα τα χωριά είχανε, βλέπετε, ελληνικά ονόματα και ήτανε ελληνικά χωριά, ήτανε χριστιανικά χωριά να τα πούμε, να μην τα πούμε ελληνικά, διότι εμείς τότε λεγόμασταν Ρωμιοί. Όταν μεγάλωσα λιγάκι, όταν ήρθαν οι ΄Ελληνες έμαθα τη λέξη Ελλάς. Ρωμιός ήξερα. «Τούρκος είσαι για Ρωμιός»; μας λέγανε. Από το Ρωμαίος έμεινε εκείνο το Ρωμιός και το ΄χαμε ως όνομα.
Τουρκικά χωριά ή με πλειοψηφία τουρκική σε τι απόσταση από εσάς βρίσκονταν;
Η Περίστασις είχε Τούρκους πολλούς. ΄Ητανε μισοί μισοί. Μισοί Έλληνες και μισοί Τούρκοι. Σήμερα οι ΄Ελληνες της Περιστάσεως είναι στην Κατερίνη και υπάρχει χωριό Περίστασις εκεί. Κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή είναι η Περίστασις, από πάνω είναι η Κατερίνη.
Υπήρχε χωριό τουρκικό, καθαρώς τουρκικό, Γκιολτζίκ το λέγανε. Πλάι ήτανε το χριστιανικό χωριό Λυμνίσκη, σχεδόν κολλητό με το Γκιολτζίκ. Και από τη Στέρνα από πάνω, πίσω από το Ιερόν Όρος, δηλαδή από την κορυφογραμμή του Ιερού ΄Ορους από πίσω, υπήρχε ένα χωριό που , δε θυμάμαι το τουρκικό όνομά του, αλλά εμείς το λέγαμε Τσαγκαραχώρι και οι Τούρκοι που κατοικούσαν σ΄ αυτό το χωριό κατεβάζανε σ΄ εμάς ξύλα και πουλούσανε.
Δηλαδή υπήρχε επαφή, επικοινωνία.
Μικρή. Τους βλέπαμε μια φορά το μήνα. Δεν είχαμε πολύ πάρε δώσε με τους Τούρκους.
Οι σχέσεις ήταν κυρίως οικονομικού χαρακτήρα;
Οικονομικού χαρακτήρα, όταν ερχότανε για να δουλέψουν σ΄ εμάς - άφησε που δεν ερχότανε πολύ - να πουλήσουν ξύλα. Κυρίως από το Τσαγκαραχώρι ξύλα ερχότανε να πουλήσουν.
Άλλες κουβέντες αλλάζατε εκτός από τη συναλλαγή; Σε τι κλίμα γινόταν αυτό το «αλισβερίσι»;
Δεν είχαμε αντιθέσεις μεταξύ μας αλλά οι Τούρκοι δεν κατεβαίνανε στα χωριά μας και εμείς, όταν πηγαίναν οι δικοί μας, πηγαίνανε για να πουλήσουν σταφύλια ή για να πουλήσουν ξύδι. Φόρτωνε ένας π.χ. απ΄ το χωριό του πατέρα μου, τη Στέρνα, που ήταν το πλησιέστερο προς τα τουρκοχώρια, τα οποία ήτανε στο βόρειο τμήμα του Ιερού Όρους, δηλαδή εμείς ήμασταν στο νότιο τμήμα, από πίσω απ΄ τα υψώματα ήτανε τα τουρκοχώρια, ένα δύο τρία τουρκοχώρια. Πηγαίναν να τους πουλήσουνε το ξύδι και παίρνανε σιτάρι, κυρίως σιτάρι παίρνανε. Αντάλλασσαν, γινόταν ανταλλαγή προϊόντων, αυτό ήταν.
Πώς ήταν το κλίμα στην περιοχή σας;
Στην περιοχή των ακτών του Βορείου Αιγαίου καλλιεργείται η ελαία. Η Ηρακλείτσα στην περιοχή μας εκεί, η παλιά Ηρακλείτσα, κυρίως παρήγε λάδι, γιατί είχε ελιά μονάχα. Η ελιά παραπάνω δε ζει, πιο βόρεια, γιατί εμείς είμαστε απάνω στο όριο που λέγεται «βόρειον όριον ελαίας».Το κλίμα το δικό μας με το κλίμα της Καβάλας ήταν ίδιο.
Οι χειμώνες σχετικά ήπιοι;
Ήπιοι. Μέσα στο Μυριόφυτο δε χιόνιζε ποτέ, όπως δε χιονίζει και στην Καβάλα. Τα χωριά βέβαια απάνω είχανε χιόνι, πιάνανε χιόνι. ΄Ητανε το κρύο τέτοιο, μηδέν βαθμούς, ένας βαθμός κάτω απ’ το μηδέν, ένας βαθμός πάνω απ’ το μηδέν. ΄Οταν έβρεχε, η βροχή ήτανε χιόνι και χιόνιζε αρκετά. Αλλά ήταν ήπιος ο καιρός.
Τα καλοκαίρια;
Τα καλοκαίρια δεν είχαμε πολύ ζέστη.
Ας αλλάξουμε θέμα τώρα κ. Λεόντιε. Να μιλήσουμε για τον πληθυσμό, να μιλήσουμε για τη γλώσσα και τα σχολεία.
Η γλώσσα, η ίδια που μιλάμε εδώ, η ίδια γλώσσα κυρίως επειδή τα μέρη τα δικά μας είχανε μεγάλη ναυτιλία, ιστιοφόρο ναυτιλία. Η εποχή η δικιά μου που γεννήθηκα ήταν η εποχή που περνούσαν απ΄ τα ιστιοφόρα στα βαπόρια, στην ατμοκίνητο ναυτιλία, ενώ πρώτα ήταν η ιστιοφόρος ναυτιλία. Την εποχή που έζησα ήταν μέσα στην Προποντίδα κυρίως η ιστιοφόρος ναυτιλία και όσο να φύγουμε από τα μέρη μας, δεν ήταν η ατμοκίνητος ναυτιλία. Γι΄αυτό μοιάζει η γλώσσα μας πολύ με τη γλώσσα που μιλάν όλα τα νησιά του Αιγαίου. Πολλή επικοινωνία είχαμε με τα νησιά Ίμβρο, Σαμοθράκη, Λέσβο, Θάσο.Ναυτική ορολογία, χορούς, τραγούδια, τα ίδια τραγούδια. Ακούω τα τραγούδια που τα λένε τώρα, τραγούδια τη Κω, της Σαντορίνης, της Μήλου και τα λοιπά, τα ίδια τραγούδια τραγουδούσαμε κι εμείς.
Εννοείτε τα ίδια θέματα, τους ίδιους ρυθμούς;
Και το τραγούδι το ίδιο. Τα τραγούδια τα δικά μας είναι τα ίδια τραγούδια και οι χοροί, ο συρτός, ο καλαματιανός και τα λοιπά τα ίδια με τα τραγούδια που τραγουδούν στο Αιγαίο. Διότι φαίνεται ότι η επικοινωνία με τα ιστιοφόρα πλοία ήτανε πυκνή και συχνή, διότι θυμάμαι μία αδελφή της γιαγιάς μου παντρεύτηκε Μυτιληνιό. Ερχόταν οι Μυτιληνιοί εκεί να πουλήσουν λάδι, την άρεσε και την παντρεύτηκε και φύγαν. Με τη Σαμοθράκη πολύ συχνά είχαμε πάρε δώσε. Άκουα τη μάνα μου Σαμαθράκη-Σαμαθράκη.
Και με την Ίμβρο και την Τένεδο;
Και με την Ίμβρο βέβαια. Την Τένεδο δεν την άκουσα αλλά την Ίμβρο και τη Σαμοθράκη- τη Σαμαθράκη- και τούτα δω τα μέρη, την Καβάλα. Εγώ το σπίτι που αγόρασα και καθόμουν, στον Αϊ-Γιάννη, όταν γκρέμισα το πίσω μέρος για να το ξανακτίσω και να κάνω λουτρό, καμπινέ και κουζίνα, εβρήκα τούβλα και κεραμίδια της περιοχής μας. Γιατί η περιοχή Μυριοφύτου, το Καλαμίτσι, το Μυριόφυτο μέχρι την Ηρακλείτσα ήτανε η παραλία γεμάτη κεραμιδαριά και βγάνανε περίφημα σταμνιά. Άσε το Μυριόφυτο φημιζότανε για τα σταμνιά, γι΄ αυτό λέγανε αν θέλεις να πάρεις γιαούρτι, να πάρεις Σηλυβριανό, αν θέλεις καρπούζι, Ραιδεστιανό, αν θέλεις χαλβά, Μαλγαρινό, αν θέλεις σταμνί, Μυριοφυτνό και κορίτσι του Γάνου. Έτσι λέγανε στην πατρίδα μου. Αυτά είναι περίφημα πράγματα.
Πείτε μου μερικά πράγματα για την εκπαίδευση, για τα σχολεία που υπήρχαν.
Πρώτα πρώτα να σας πω ότι η χριστιανοσύνη ήτανε πολύ ανεπτυγμένη στα μέρη μας. Να φανταστείτε είχε τρεις κύριες εκκλησιές η Στέρνα, το Καλαμίτσι είχε δύο εκκλησίες τον Αί-Γιάννη και τον Α΄-Γιώργη και η Ηρακλείτσα είχε δύο εκκλησίες, στη μια μάλιστα ήτανε κι η Παναγία που έχουνε τώρα εδώ και κάνουνε τα πανηγύρια. Επήγα και βρήκα την εκκλησία αυτήν. Είχανε μέσα δεμένα δυο τρία κατσίκια και βέβαια μόνο τα ντουβάρια υπήρχανε. Τίποτα δεν υπήρχε, όταν πήγα μπροστά από δυο χρόνια. Είχα εβδομήντα χρόνια ακριβώς να πάω στα μέρη μας από τότε πο΄φυγα.
Ποια χρονολογία φύγατε;
Το ΄22. Βάλε κι εβδομήντα χρόνια.
Πάμε στο ΄92.
Στο ΄92 πήγα. Εβδομήντα χρόνια ακριβώς. Αλλά τα μέρη μας τα θυμάμαι. Ακόμα και τα σπίτια, ένα ένα.
Για τους δασκάλους πείτε μου, για τα μαθήματα.
Είχαμε σχολεία πολύ καλά. Να φανταστείτε ότι ο πατέρας μου και του Λαλένη ο μπαμπάς που ήταν συμμαθητές, ο μεν πατέρας μου εδώ που έδωσε εξετάσεις εθεωρήθη ότι έβγαλε Γυμνάσιο, ενώ έβγαλε την Αστική Σχολή Στέρνας και ο μπαμπάς του Λαλένη έγινε δάσκαλος με την Αστική Σχολή Στέρνας η οποία ήτανε δυο τρεις τάξεις, πες του Γυμνασίου. Αλλά τέτοια γράμματα μαθαίναμε ώστε εθεωρήθησαν απόφοιτοι Γυμνασίου και οι δυο.
Για τα μαθήματα;
Εγώ πήγα στο σχολείο εκεί, και ήρθα εδώ, αφού ενεγράφην στην τετάρτη τάξη δημοτικού εκεί. Αρχίζαμε να πηγαίνουμε στο σχολείο από πέντε χρονώ αλλά πηγαίναμε αλφαβητάριο πρώτα πρώτα. Δεν πηγαίναμε κατ΄ευθείαν πρώτη δημοτικού. Πηγαίναμε αλφαβητάριο. Είχαμε κάτι αλφαβητάρια που είχαν το άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα, τα εικοσιτέσσερα γράμματα, κατόπι χωριστά τα φωνήεντα, χωριστά τα σύμφωνα, έτσι τα μαθαίναμε. Πρώτα τα μαθαίναμε καλά, μαθαίναμε ύστερα τους διφθόγγους και μετά μπαίναμε « Μητέρα αγαπώ πολύ το γάλα. Πατεράκι δος μου ένα ψαλιδάκι» και τα λοιπά.
Θυμάμαι ακόμη τις φράσεις που είχε το αλφαβητάριο.
Α, προηγουμένως προτού να φθάσουμε στο « Μητέρα αγαπώ πολύ το γάλα» μαθαίναμε β,α βα β,ε βε β,ι βι β,ο βο, όλες τις συλλαβές με ένα σύμφωνο και ένα φωνήεν. Αυτή η τάξη λεγότανε αλφαβητάριο. Μετά πηγαίναμε πρώτη καταρκτική, όπου μαθαίναμε περισσότερο να διαβάζουμε και πατριδογνωσία αλλά κυρίως μας ταράζανε με τα θρησκευτικά. Εκεί μάθαινες το Πάτερ Ημών, το Πιστεύω στην πρώτη καταρκτική, Βασιλεύ ουράνιε παράκλητε...(μέχρι τέλους).
Το θυμάστε από τότε;
Το θυμάμαι από τότε.
Χαράχτηκε στη μνήμη σας.
Α, έχω τεράστια μνήμη. Το «Πιστεύω» από τότε το ξέρω. Το «Πάτερ Ημών» από τότε το ξέρω. «Τους τρεις μεγίστους Φωστήρας...» και τα λοιπά. Από τότε τα ξέρω, γιατί μας μάθαιναν πολλά. Και μαθαίναμε ακόμη, από εκείνη την τάξη να πηγαίνουμε στην εκκλησία και να λέμε τον «Απόστολο». Μας έβαζαν ολίγες σειρές και τις μαθαίναμε απ’ έξω. Ακόμα θυμάμαι που είπα τον «Απόστολο» το Πάσχα
«Τον μεν πρώτον λόγον εποιησάμην...υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν πνεύματι αγίω ου μετά πολλάς ημέρας». Ξέρω τον «Απόστολο». Τον ξέρω απ’ έξω.
Άλλα μαθήματα που κάνατε στις μεγαλύτερες τάξεις;
Να σας πω τι κάναμε. Ήρθαν οι Έλληνες πλέον. Το 1920, ’20-’21 21-’22 ήταν Έλληνες εκεί και ’19-’20 οι Έλληνες. Αυτά τα χρόνια λοιπόν πλέον δεν παίρνανε τα βιβλία από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, μας ερχόταν απ’ την Αθήνα και βέβαια κάναμε Ιστορία.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα των σχολείων του ελληνικού κράτους;
Σύμφωνα με το πρόγραμμα των σχολείων του ελληνικού κράτους. Τα μαθήματα που κάναμε επί Τουρκοκρατίας δεν είχαν «Ιστορία ελληνική».
Όσον αφορά στους δασκάλους;
Υπήρχε εις την Φιλιππούπολη διδασκαλείο, τα «Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια» στα οποία βγάζανε χίλιους δασκάλους το χρόνο περίπου. Δε ξέρω πόσους δασκάλους βγάζανε αλλά θυμάμαι ότι και ο κ. Πιστοφίδης, ο λυκειάρχης, μου ’πε ότι στο χωριό τους είχανε δάσκαλο από τη Φιλιππούπολη. «Εσείς οι Θρακιώτες μας μάθατε γράμματα στον Πόντο». Είχαμε δασκάλους καλούς.
Από πού πληρώνονταν οι δάσκαλοι αυτοί;
Από την κοινότητα, δηλαδή κάθε χωριό είχε τους δημογέροντες. Η δημογεροντία του χωριού είχε και τον Πρόεδρο των δημογερόντων και αυτή από επιτοπίους πόρους μάζευε λεφτά και πλήρωνε τους δασκάλους.
Υπήρχε σχολική επιτροπή;
Όχι. Οι δημογέροντες οι ίδιοι. Η ίδια η κοινοτική διοίκηση είχε την εκκλησία και το σχολείο. Αυτοί κτίζανε σχολείο, αν δεν υπήρχε, αυτοί κτίζαν εκκλησίες, κτίζαν παρεκκλήσια και τα λοιπά. Ήτανε όμως τα χρήματα πάντοτε υπό την καθοδήγηση του δεσπότη. Το Μυριόφυτο είχε και δεσπότη, υπήρχε μητροπολίτης. Υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτου γινόταν αυτά και όχι μόνον αυτά, π.χ. μία υιοθεσία γινότανε από τη μητρόπολη.
Ας περάσουμε στους δασκάλους. Υπήρξαν περιπτώσεις που στάλθηκαν δάσκαλοι από το ελληνικό κράτος;
Ναι, υπήρχαν. Ο Κοκολιός που ήταν εδώ δάσκαλος. Τον έχεις ακουστά;
Ναι.
Ήτανε κι εδώ δάσκαλος ο Κοκολιός, στο τρίτο δημοτικό σχολείο. Τότε που πήγαινα εγώ στο σχολείο είχε τρία δημοτικά η Καβάλα.
Θέλω να πείτε για τότε που ήταν στο χωριό σας.
Είχε κάνει κι εκεί. Παντρεύτηκε στο Μυριόφυτο κι ήρθε εδώ. Επίσης, ένας δάσκαλος που ήτανε στο Καλαμίτσι και τον λέγανε Πετάγο ήρθε απ’ τη Κόρινθο.
Φαίνεται ότι το Πατριαρχείο έφερνε και δασκάλους απ’ την Ελλάδα.
Αλλά αυτοί, όπως καταλαβαίνω, ήταν οι λιγότεροι.
Πολύ λιγότεροι. Οι πολλοί δάσκαλοι ήτανε απ’ τα Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια της Φιλιππουπόλεως. Αλλά είχε κι η Κωνσταντινούπολις διδασκαλείο, έβγαζε κι η Κων/πολη δασκάλους. Εμείς ήμασταν κοντά στην Κων/πολη. Είχαμε καθημερινή επαφή. Δεν είχαμε επαφή με το εσωτερικό της Θράκης π,χ. με την Αδριανούπολη. Θυμάμαι μονάχα ένα δικαστήριο που είχε ο παππούς μου και το κέρδισε στο Εφετείο της Αδριανουπόλεως. Επαφή μεγάλη δεν είχαμε με την Αδριανούπολη αλλά καθημερινή επαφή είχαμε με την Κωνσταντινούπολη. Απ΄ το εσωτερικό της Αν. Θράκης ερχόταν στα Γανόχωρα καραβάνια με καμήλες φορτωμένες αλεύρι απ΄ τους μύλους του Εξηντάρη που ήταν στην Κεσάνη, νομίζω.
Αυτήν την επαφή που δεν ήταν τόσο συχνή πού την αποδίδετε; Στο γεγονός ότι δεν υπήρχε οδικό δίκτυο;
Ναι, βέβαια, δεν υπήρχε οδικό δίκτυο. Θυμάμαι που μ΄ έλεγε ο μπαμπάς μου πήγαμε μια φορά στην Αδριανούπολη και, ενώ κοιτάζαμε τους μιναρέδες και λέγαμε φτάσαμε, κάναμε τέσσερις ώρες να φτάσουμε. Με το γαϊδουράκι και με το άλογο για να φτάσουμε κοίταζαμ’ τους μιναρέδες από μακριά και λέγαμε να η Αδριανούπολη. Οι μιναρέδες της Αδριανούπολης φαίνονται κι απ΄ την Ορεστιάδα. Φαίνονται από μακριά αλλά με τα πόδια πηγαίναμε. Δεν είχε συγκοινωνία. Εμείς ήμασταν στην παραλία της Προποντίδος, η Αδριανούπολις ήταν επάνω στη συμβολή του Άρδα και του Μαρίτσα, δηλαδή του Έβρου.
Είπατε, πιο μπροστά, ότι βασική παραγωγή του τόπου ήτανε τα σταφύλια.
Τα σταφύλια. Είχαμε και κεράσια πολλά, είχαμε καρύδια πολλά, είχαμε μύγδαλα αρκετά, δηλαδή παραγωγή και πουλούσαμε, δεν τα τρώγαμε μονάχα οι ίδιοι, βγάζαμε πολλά.
Δηλαδή υπερκάλυπταν αυτά τις ανάγκες.
Ναι. Και αλιεία. Πολλή αλιεία και μεταξοσκώληκες.
Κτηνοτροφία;
Δεν είχαμε κτηνοτροφία. Να σας πω ότι εγώ βόδι εδώ είδα. Στην πατρίδα βόδια δεν είχαμε, Δεν υπήρχανε βόδια και αγελάδες και τέτοια πράγματα εκεί. Η κτηνοτροφία μας ήταν πολύ μικρή. Είχαμε κατσίκια και πρόβατα αλλά λίγα πράματα.
Όσον αφορά στην αλιεία, ξέρετε κάποια πράγματα να αναφέρετε, όσον αφορά στις μεθόδους;
Οι μέθοδοι ήταν πρωτόγονοι βέβαια για την αλιεία που γινότανε στην Προποντίδα. Αλλά ήτανε πολύ το ψάρι και θυμάμαι π.χ. όταν ήταν η εποχή του κολιού η παραλία του Μυριοφύτου, γιατί εμείς καθόμασταν στο Μυριόφυτο, δεν καθόμασταν στο Καλαμίτσι-στο Καλαμίτσι πηγαίναμε το καλοκαίρι για το μαγαζί που το γεμίζαμε σταφύλια κλπ-θυμάμαι την παραλία του να είναι γεμάτη κολιούς, στίβες κολιούς, γεμάτη παλαμίδες. Πήγαινε ένας κι έπαιρνε παλαμίδες για να φάει Μυριοφτινός και δεν τον λέγανε δώσε παράδες. Τζάμπα τις έπαιρνε. Πάρα πολλή παλαμίδα και κολιός και σκουμπρί. Και τα πάστωναν εκεί. Γινότανε πάστωμα και της παλαμίδας και του κολιού και του σκουμπριού.
Αυτή η παραγωγή εξαγόταν;
Βέβαια.
Πού κυρίως;
Εμείς τα στέλναμε στην Πόλη. Η Πόλη τα’στελνε ύστερα. Και τώρα η Καλλίπολις το ίδιο κάνει. Έχει την ίδια παραγωγή. Εμείς πήραμε από την Καλλίπολη τώρα, το ’92, λακέρδα. Κι εμείς όμως βγάζαμε λακέρδα εκεί, στο Μυριόφυτο. Είχαμε επίσης παραγωγή σε κεραμίδια και τούβλα. Στην παραλία μεταξύ Χώρας και Ηρακλείτσης είχε ένα σωρό κεραμιδαριά τα οποία βγάζανε τούβλο, τρυπητό τούβλο και κεραμίδια, τα οποία, σας είπα, ήρθανε μέχρις εδώ. Ένας μάλιστα πρώτος εξάδελφος της μάνας μου, Βογιατζής ονόματι, γιόμισε ένα καράβι με τούβλα και κεραμίδια, ήρθε στη Θάσο, στον Πρίνο, τα πούλησε, παντρεύτηκε στον Πρίνο κι έμεινε και δε γύρισε. Ούτε να φέρει στο μπαμπά του τα λεφτά, ούτε τίποτα. Εδώ τον βρήκαμε κι ο γιος του, Ζαφείρης Βογιατζής, έγινε και πρόεδρος στον Πρίνο.
Σχετικά με τα προϊόντα και επειδή προηγουμένως μου είπατε κάτι για γεωτρήσεις , θέλω να σας ρωτήσω αν υπήρχαν μεταλλεία στα μέρη σας.
Όχι μεταλλεία δεν υπήρχαν αλλά οι Γάλλοι κάνανε έρευνες για μεταλλεία, για μέταλλα.
Την περίοδο που εσείς ήσαστε εκεί;
Πιο μπροστά. Εγώ θυμάμαι που λέγανε ότι οι Γάλλοι κάμανε έρευνες και ιδίως στη Στέρνα ήρθανε Γάλλοι και κάμανε έρευνες για μέταλλα. Επίσης οι Γάλλοι κάμανε έρευνες για πετρέλαιο στο Γάνο, στην περιοχή του Γάνου. Αλλά μεταλλεία δεν υπήρχαν. Ήτανε σεισμογενής η περιοχή μας και γι΄ αυτό κι έγινε ο μεγάλος σεισμός του ’12 , ο οποίος τόσο πολύ εκεί είχε κάνει εντύπωση που λέγανε «πριν το σεισμό» και «μετά το σεισμό». ΄Ητανε μία χρονολογία σταθμός, που άρχιζαν να μετράν απ΄ αυτήν.
Θέλω να περάσω σε μια άλλη ερώτηση αλλά πρώτα πείτε μου το Μυριόφυτο πόσο κόσμο είχε και πόσο το Καλαμίτσι;
Το Μυριόφυτο είχε επτά χιλιάδες κατοίκους περίπου. Το Καλαμίτσι ήτανε χωριό όχι πολύ μεγάλο, είχε διακόσιες πενήντα οικογένειες.
Μιλάμε για χίλιους κατοίκους περίπου.
Ναι, χίλιοι κάτοικοι. Αλλά υπήρχε και κάτω Καλαμίτσι, το οποίο, βέβαια, έγινε μετά το σεισμό. Ορισμένοι κάτοικοι που δεν είχαν σπίτια κατεβήκανε στην παραλία κι έκτισαν το λεγόμενο Κάτω Καλαμίτσι και σήμερα υπάρχει και το ΄Ανω και το Κάτω.
Στο Άνω Καλαμίτσι, όπου είχαν γίνει οι καταστροφές, στη συνέχεια κτίστηκαν σπίτια;
Ήτανε το ’12. Το ’12 ήτανε πόλεμος, ο Βαλκανικός πόλεμος, και το ’13 ήρθαν οι Βούλγαροι. Εγώ έχω εμβόλιο, βατσίνες, που μου τις έκανε βούλγαρος γιατρός. Αμέσως μετά φύγανε οι Βούλγαροι και άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τους άνδρες, σας είπα, τους πήρανε και τους εξοντώσανε. Χίλιοι άνδρες φύγανε απ΄ τα χωριά μας στα εργατικά τάγματα ‘ αμελέ ταμπουρού ’ και είναι ζήτημα αν γυρίσανε καμιά ογδονταριά απ’ τους χίλιους. Οι άλλοι εξοντωθήκανε απ’ την πείνα κι απ’ το ξύλο.
Αυτήν την περίοδο που λέτε, δηλαδή αυτά τα δύσκολα χρόνια, έχουμε μετακινήσεις πληθυσμού;
Ναι, άρχισαν να μετακινούν πληθυσμούς. Όταν άρχισε ο πόλεμος στην Καλλίπολη τότε άρχισαν να μετακινούν χριστιανούς απ’ τα ελληνικά χωριά και να τους πηγαίνουν στην Αρτάκη και στα Μουδανιά, να τους περνάν δηλαδή στην ασιατική ακτή. Αλλά δεν πρόλαβαν να μετακινήσουν πολύ κόσμο, διότι ένα υποβρύχιο αγγλικό, όταν στεκότανε το καράβι έξω από την Ηρακλείτσα για να πάρει τους Ηρακλειτσιώτες να τους μεταφέρει απέναντι, το βούλιαξαν, το τορπίλισαν μ’ ένα υποβρύχιο οι Εγγλέζοι και σταμάτησαν αμέσως τις μετακινήσεις των πληθυσμών. Δεν είχαμε μεγάλες μετακινήσεις, εθελούσιες μετακινήσεις, όχι, δεν υπήρχαν στα μέρη μας. Στα μέρη μας οι Τούρκοι ερχότανε ή ως κλέφτες τη νύχτα και βασάνιζαν ορισμένους, στρατιώτες ήσαν κι αυτοί, ορισμένους που ήξεραν ότι έχουν λίρες ή οργανωμένοι για να βγάλουν τα χωριά έξω να βρούνε τίποτα φυγόστρατους, διότι φεύγανε από τα εργατικά τάγματα ορισμένοι, ‘ κατσάκηδες ’ τους λέγανε, κι ερχότανε εκεί, ή για να κυνηγήσουν αντάρτες. Διότι στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο απάνω στο βουνό το δικό μας το οποίο ήτανε χαμηλό αλλά ήτανε δασωμένο είχαμε αντάρτες, αντάρτες οργανωμένους οι οποίοι πολεμούσανε τους Τούρκους και σκότωσαν αρκετούς προδότες Έλληνας που πρόδιδαν στους Τούρκους. Είχαμε κι έναν, Σαμουήλ τον λέγανε, έναν Εβραίο γιατρό, ο οποίος μέσα στη Στέρνα επρόδιδε τους Έλληνας στους Τούρκους και τους πιάνανε οι Τούρκοι και τους δέρνανε, τους βάζαν φυλακή, τους σκοτώνανε. Αυτόν τον σκότωσαν οι αντάρτες. Είχαμε αντάρτες πάνω στο βουνό.
Αναφερθήκατε σε Εβραίο γιατρό. Υπήρχαν κι άλλοι Εβραίοι;
Στο Μυριόφυτο υπήρχαν.
Με τι ασχολούνταν αυτοί κυρίως;
Με το εμπόριο. Ήταν λίγοι. Τόσο λίγοι ώστε, εάν δε ξέρανε ελληνικά, δεν μπορούσαν να ζήσουν.
Όσον αφορά στις άλλες εθνότητες, Αρμένιους λόγου χάρη, είχατε καθόλου;
Όχι.
Ας περάσουμε, κ. Λεόντιε, τώρα σ’ ένα άλλο θέμα, στην παράδοση. Θυμηθείτε κάποιες γιορτές που κάνατε στα μέρη σας, τι γιορτάζατε περισσότερο, τραγούδια, χορούς, ό,τι σας έρχεται στο νου από αυτά.
Να λάβετε υπόψη σας ότι την εποχή που έζησα γω σ’ εκείνα τα μέρη ήτανε εποχή σκληρή, εποχή κυρίως κλάματος, όλο έκλαιγαν οι γυναίκες.
Μόνες τους οι γυναίκες, τους άνδρες τους πήραν οι Τούρκοι και δε γυρίσανε, διότι εξοντώθηκαν οι περισσότεροι. Γάμο δεν έχω δει τα χρόνια εκείνα, δηλ. απ’ το 1915 που καταλάβαινα τον κόσμο, διότι πιο μπροστά δε μπορούσα να θυμάμαι, ήμουνα μικρό παιδί δύο τρίο χρονώ, δε θυμάμαι. Αλλά απ’ το ’15 θυμάμαι καλά τα πράγματα. Μέχρι τότε που φύγαμε ένας γάμος έγινε, τότε που ήρθαν οι Έλληνες. Ένας γάμος μονάχα.
Από βαπτίσεις κι άλλες εκδηλώσεις;
Ούτε βαπτίσια ούτε τίποτα, μόνο θάνατοι. Θανάτους θυμάμαι πολλούς αλλά γάμους, βαπτίσια, γλέντια.....Α, απ’ το ’19 και μετά γλέντια θυμάμαι, τραγούδια θυμάμαι που τραγουδούσανε;
Θα φύγω, κόρη μου, στα ξένα
Θα μακρυνθώ δια παντός
Θα ζω πάντα δυστυχισμένα
γιατί θα είμαι μοναχός.
Θυμάστε ήθη, έθιμα της περιοχής εκείνης που είτε τα βρήκατε κι εδώ, είτε υπήρχαν εκεί μόνο;
Το Πάσχα, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα. Α, σ’ όλα τα χωριά, σε ορισμένες ημέρες το χρόνο, γινόταν τα πανηγύρια.
Εσείς είχατε στο χωριό σας κάποιο πανηγύρι;
Βέβαια, της Παχνιώτισσας λέγαμε, τα εισόδια της Θεοτόκου, 21 Νοεμβρίου. Δε ξέρω γιατί το λέγανε της Παχνιώτισσας.
Εννοείτε της Παναγιάς της Παχνιώτισσας;
Ναι, της Παναγιάς της Παχνιώτισσας. Ήτανε ένα παρεκκλήσι μακριά, απ’ το χωριό απ’ έξω. Αυτό το παρεκκλήσι λεγόταν η Παχνιώτισσα.
Κάνατε πανηγύρι εκείνη την ημέρα;
Πανηγύρι γινότανε, αλλά μέσα στο χωριό. Στην Ηρακλείτσα γινότανε το πανηγύρι τότε που γίνεται και εδώ.
Μετά το δεκαπενταύγουστο, στα εννιάμερα της Παναγίας ( η σύζυγος ).
Αυτό το πανηγύρι γινότανε κι εκεί στην Ηρακλείτσα. Χορός, τραγούδια.
Μουσικές εκδηλώσεις με λαϊκά όργανα;
Λαϊκά όργανα.
Τι θυμάστε σχετικά με τα λαϊκά όργανα;
Ακούστε, υπήρχε ένα βιολί, ένα λαούτο, ένα τύμπανο κι ένα κλαρίνο. Αυτά ήταν το ‘ τακίμι ’ που λέγαμε. Ερχότανε και παίζανε, μπαίνανε στη μέση αυτοί και ο χορός γύρω γύρω απ’ τα όργανα και τα όργανα στη μέση.
Στη Στέρνα γινότανε δυο τρία πανηγύρια. Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα γινότανε και παλαίστρα. Οι πεχλιβάνηδες αλειμμένοι με λάδι πάλευαν εκεί σ’ ένα μέρος. Γινότανε χορός, τραγούδι και παλαίστρα. Ήτανε επίσης του Αγίου Γεωργίου στη Στέρνα αλλά και των Μεγίστων Ταξιαρχών πάλι άλλο πανηγύρι και του Αγίου Δημητρίου. Γινόταν πολλά πανηγύρια. Στο Μυριόφυτο γινόταν του Αγίου Νικολάου.
Θυμάστε γιατροσόφια απ’ τα μέρη σας;
Υπήρχαν ορισμένες γυναίκες οι οποίες ήξεραν τέτοια γιατροσόφια κι όταν αρρώσταινε κανείς, επειδή δεν υπήρχαν και πολλοί γιατροί, ένας γιατρός υπήρχε στο Μυριόφυτο, ο Τσουμπάκης, κι ένας στην Περίσταση αλλά στα άλλα χωριά δεν υπήρχαν γιατροί. Κυρίως οι γυναίκες ήταν εκείνες που κάμαν τα γιατροσόφια. Θυμάμαι μια γυναίκα η οποία έπαιρνε τα ποντικάκια τα μικρά που γεννιότανε, τα έβαζε μέσα σε λάδι και έκαμε το ποντικέλαιο. Επίσης φύτευαν μήκωνα-παπαρούνες- αυτές τις μεγάλες παπαρούνες, αυτές που βγαίνουν τα ναρκωτικά, τις κόβανε, τις κρεμούσανε και ξεραίνονταν κι ύστερα όταν αρρωστούσε κανένας ή τον πονούσε η κοιλιά του και τα λοιπά έβαζαν στο μπρίκι απ’ αυτό, το έβραζαν και του έδιναν κι έπινε, για να περάσει ο πόνος της κοιλιάς, ο πόνος του κεφαλιού. Στο κεφάλι σου, άμα πονούσε, έβαζαν κρεμμύδια. Εγώ θυμάμαι κρεμμύδια γύρω-γύρω μια φορά με δέσαν, όταν πονούσε το κεφάλι. Α, επίσης εδώ στον αμφαλό, δεν ξέρω, όταν πονούσε, γυρνούσαν τον αφαλό, βάνανε μια σκούπα, το πίσω μέρος και γυρνούσαν τον αφαλό κάτι γυναίκες.
Ας περάσουμε και στα φαγητά τώρα. Οι μαγειρικές συνήθειες που υπήρχαν εκεί...
Σαν αυτές που έχουμε εδώ.
Μήπως κάτι ιδιαίτερο υπήρχε εκεί που εδώ δεν το βρήκατε;
Εκεί πέρα στον πόλεμο δεν είχαμε να φάμε. Εγώ θυμάμαι από τότε που εκατάλαβα τον κόσμο μέχρι το 1920 όλο πεινούσα, δεν εχόρτασα. Όλο πεινούσα κι έλεγα τη μάνα μου: δος μου ένα κομμάτι ψωμί, και δεν είχε ψωμί. Μ’ έβαζε λίγο γάλα απ΄ τις κατσίκες που είχαμε, δυο τρεις κατσίκες.
Μες στην οικογένεια εκτός από εσάς τα παιδιά και τους γονείς, υπήρχε παππούς, γιαγιά;
Υπήρχε γιαγιά η οποία πέθανε εδώ. Είχα παππού ο οποίος πέθανε εδώ, στην Καβάλα.
Τα κορίτσια στην πατρίδα πήγαιναν στο σχολείο; Ασχολούνταν μόνον με το σπίτι ή είχαν μια σχετική ελευθερία, συμμετείχαν σε δραστηριότητες;
Είχαν ελευθερία, όχι σχετική, πλήρη ελευθερία.
Στο σχολείο πήγαιναν;
Πώς. Και η μάνα μου ήξερε γράμματα και η γιαγιά μου ήξερε γράμματα.
Ποια ήταν η θέση της γιαγιάς μέσα στην οικογένεια, όσον αφορά δηλαδή την εξουσία.
Διηύθυνε τα πάντα. Τη γιαγιά μου τη θυμάμαι μια χαρά, Αθηνά τη λέγανε. Ήταν ελεύθερες οι γυναίκες.
Αλλά ακούστε να δείτε κάτι για τα φαγητά. Κυρίως μαγείρευαν την εποχή του πολέμου, φακές, κουκιά, ρεβύθια, φασόλια και κανένα κοτόπουλο και δε τα ’κόβαν τακτικά τα κοτόπουλα, γιατί πρώτα πρώτα δεν τα αφήνανε κι οι Τούρκοι, μας τα μαζεύανε.
Αυτά τα αγαθά τα λιγοστά έστω, ήταν απ’ το χωριό σας, απ’ τα μέρη σας;
Εντόπια. Δεν ήταν απ’ έξω. Κι επίσης τις μεγάλες γιορτές κανένα αρνί ή κανένα κατσίκι. Τα Χριστούγεννα όλοι κόβαμε χοιρινά. Ένα φαγητό παράξενο ήταν οι ματιές, η «ματιά» που λέγαμε.
Πώς ήταν αυτό;
Τα έντερα του γουρουνιού τα γεμίζανε. Δεν ξέρω γιατί, εγώ δεν έφαγα απ΄αυτό το φαγητό αλλά άκουγα που το λέγανε εκεί πάρα πολύ. Τα γεμίζανε και τα βράζανε, το κάνανε φαγητό.
Τα γεμίζαν, φαίνεται με κιμά, με ρύζι. ( η σύζυγος ).
Με ρύζι, με πληγούρι, δε ξέρω. Οι «ματιές» λέγανε. Α, έσπασ’ «η ματιά μας». «Πήγατε στην εκκλησιά», φώναζε ένας και «μ’ έσπασες τη ματιά».Γιατί, βέβαια, άμα βράζει το φαγητό μπορεί ν΄ ανοίξει.
Κι ας έρθουμε τώρα στην περίοδο που παίρνετε το δρόμο κι ερχόσαστε εδώ. Κάτω από ποιες συνθήκες σηκωθήκατε να φύγετε;
Η Θράκη ολόκληρη έφυγε ήσυχα. Δεν είχαμε να μας κυνηγάνε οι Τούρκοι και να θέλουμε να φύγουμε εσπευσμένα από εκεί. ΄Ολη η Θράκη έφυγε ήσυχα ήσυχα με τη διαφορά ότι το εσωτερικό της Θράκης, Σκεπαστό, Σαράντα Εκκλησιές, Σαμάκοβο, Βιζύη και τα λοιπά έφυγαν οδικώς και περάσανε τον Έβρο, όπως κι από την Κεσάνη, τα Μάλγαρα και τα λοιπά οδικώς ήρθαν στον Έβρο, περάσανε τον Έβρο, γι΄ αυτό και πολλοί Θρακιώτες έχουν εγκατασταθεί στον Έβρο, απάνω δε η Ορεστιάδα έχει μεγάλα χωριά που όπως περάσανε από εδώ ήταν από εκεί. Ήταν στα ανατολικό μέρος κι ήρθαν στο δυτικό και κτίσαν καινούρια χωριά, τη Νέα Βύσσα κι ένα σωρό άλλα.
Δε μας κυνηγούσαν. Εμείς φύγαμε με πλοία.
Θυμάστε πότε ακριβώς;
Τον Οκτώβριο του 1922.
Θυμάστε και ημερομηνία;
Ίσως 22 Οκτωβρίου. 20 με 22 Οκτωβρίου φύγαμε. Το κακό είναι ότι δεν μπορέσαμε να πάρουμε την παραγωγή μας.
Λίγα πράγματα πήρατε;
Την παραγωγή δεν μπορούσαμε να την κατεβάσουμε. Απ’ τη Στέρνα, το Καλαμίτσι απ’ τον Πλάτανο για να κατεβάσεις το κρασί και τα λοιπά κάτω, έπρεπε να τα κατεβάσεις με γαϊδουράκια και με άλογα. Αυτοί που’ χαν τα γαϊδούρια και τα άλογα και φύγαν οδικώς, φύγανε. Με τι να την κατεβάσεις την παραγωγή να την πάρεις μαζί σου; Αφήσαμε όλη την παραγωγή μας, εμείς δε που ο μπαμπάς μου αγόρασε το μισό χωριό το Καλαμίτσι τα σταφύλια και τα’καμε κρασιά και γιόμισε τους κάδους(κάδους που δεν έφτανες επάνω, τόσο ψηλοί ήτανε) τ΄ αφήσαμε έτσι γεμάτα και δώσαμε τα κλειδιά σ’ έναν Τούρκο, Ιμπραήμ εφέντη τον λέγανε, ξανθός, κατάξανθος ήταν. Του λέει «κράτα τα κλειδιά του μαγαζιού, άμα έρθω μου τα δίνεις, άμα δεν έρθω δικά σου είναι».
Τι συναισθήματα είχατε τότε, κυρίως οι μεγαλύτεροι; Με τι συναισθήματα φεύγατε από τον τόπο σας;
Ότι σε σαράντα μέρες θα είμαστε πίσω.
Από τότε που πληροφορηθήκατε ότι έπρεπε να φύγετε μέχρι που φύγατε πόσος χρόνος μεσολάβησε;
Σ’ εμάς ήρθανε πρώτα πρώτα πρόσφυγες από τη Μικρασία, από την περιοχή των Μουδανιών, της Αρτάκης και τα λοιπά περάσανε στο Μυριόφυτο και τη Χώρα, την Περίσταση και τα λοιπά, περάσανε με τα καΐκια τους κι ήρθαν από εδώ κι είχαμε πρόσφυγες εκεί. Αυτό έγινε, αφού συμμετέσχον στον τρύγο. Ο τρύγος ήτανε γύρω στο Σεπτέμβριο. Ήρθανε προ του τρύγου, ήρθανε δηλαδή κατά τον Αύγουστο.
Κι αυτοί μετά έφυγαν μαζί μ’ εσάς;
Μαζί μας βέβαια. Εμείς όχι πολύ καιρό πιο μπροστά μάθαμε ότι θα φύγουμε. Όταν ήρθαν τα πλοία να μας πάρουν.
Τι πλοία ήταν αυτά;
Φορτηγά πλοία ελληνικά.
Τα πλοία τα περιμένατε ή από τη στιγμή που ήρθαν επισπεύσατε την ετοιμασία σας;
Τα είδαμε. Είχανε κανονίσει πότε θα φύγει το ένα χωριό, πότε το άλλο, πότε το άλλο. Εμείς οι Μυριοφτινοί φύγαμε τελευταίοι. Έμεινε εκεί μόνο ο δεσπότης. Εκείνος δεν έφυγε. Ύστερα , δεν ξέρω πώς, ήρθε εδώ πέρα και έγινε δεσπότης Ναούσης κι ύστερα ήρθε στο Πράβι κι έγινε δεσπότης Πραβίου.
Πόσα άτομα μαζευτήκατε στο πλοίο;
Ο ένας απάν΄ στον άλλο. Όσοι χωρούσανε, τ΄ αμπάρια γεμάτα και το κατάστρωμα γεμάτο. Εγώ θυμάμαι ότι καθόμουν στο κατάστρωμα κι όταν περάσαμε την Προποντίδα, την Καλλίπολη τη θυμάμαι, τα Στενά πιο κει τα Δαρδανέλια που ήταν βουλιαγμένος ο τούρκικος στόλος τον θυμάμαι. Αυτά γίναν μέρα. Κοιμηθήκαμε ύστερα, το πρωί ήμασταν εδώ.
Δηλαδή πόσες ώρες κράτησε το ταξίδι αυτό;
Κράτησε γύρω στις δεκαοκτώ ώρες.
Όλοι από το Μυριόφυτο κατεβήκατε εδώ;
Όλοι εδώ. Το πλοίο ήρθε εδώ".
…………………………………..
Η συνέντευξη συνεχίστηκε με μια μακρά περιγραφή της εγκατάστασης των προσφύγων στην Καβάλα και την περιοχή της, τις δυσκολίες αυτής της εγκατάστασης κλπ., που όμως δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας ανάρτησής μου. Ενδιαφέρον, αντίθετα, παρουσιάζει η ακόλουθη συνέχειά της:
"Πείτε τώρα για τότε που πήγατε στην πατρίδα σας, που την επισκεφθήκατε. Πώς τη βρήκατε; Πότε έγινε αυτό;
Μετά από εβδομήντα χρόνια.
Το 1992.
’92 Ναι. Οι Τούρκοι που πήγαν εκεί- γιατί τα χωριά άδειασαν, δεν είχαν τίποτα.
Ήτανε από τα Κελάρια, την Πτολεμαΐδα δηλαδή.
Οι Τούρκοι κάνανε καπνά κι όταν πήγαν εκεί ξήλωσαν τ’ αμπέλια και βάλανε καπνά. Καπνά δε γινόταν. Δεν ήξεραν οι άνθρωποι και δυστυχούσανε πολύ. Γι’ αυτό στη Στέρνα, χωριό οκτακοσίων οικογενειών, τριών χιλιάδων κατοίκων, ζούνε σήμερα καμιά τριανταριά οικογένειες σε άθλια οικονομική κατάσταση. Άθλιοι, τρισάθλιοι είναι. Στο Καλαμίτσι με διακόσιες πενήντα οικογένειες ζούνε κι εκεί καμιά τριανταριά οικογένειες κι αυτοί σε άθλια οικονομική κατάσταση. Το Μυριόφυτο κάπως στέκεται. Ο Γάνος χάθηκε. Μεγάλο χωριό πιο μεγάλο κι απ’ τη Χώρα κι απ΄ το Μυριόφυτο μόνο πέντε δέκα σπίτια υπάρχουν. Πήγαμε στη Στέρνα. Τώρα βάλανε ξανά αμπέλια και βάζουνε και ελιές. Η παραλία όλη είναι γεμάτη ελιές, πάνε να βγάλουνε, φαίνεται, ελαιόλαδο αλλά η κατάσταση εκεί, η ζωή τους είναι ελεεινή και τρισάθλια. Στο Μυριόφυτο δε βρήκα το μέρος που καθόμασταν, το ’χανε γκρεμίσει, δεν υπάρχει τίποτα. Πήγα στο Καλαμίτσι για να βρω το κρασομάγαζο που είχαμε. Μόλις μπήκα στο χωριό, βλέπω κάτι χαμόσπιτα. Λέω στο σοφέρ ‘σταμάτα εδώ πέρα’. Σταματήσαμε. Είχα όμως τόσο πολλή εποπτεία του μέρους που ζούσα ώστε και σπιθαμή ακόμα ξέρω πού βρίσκεται. Σταμάτησε ο σοφέρ, βγαίνω έξω. Τούρκικα δε ξέρω, λίγες λέξεις στραβές κουτσές. Τούτο εδώ πρέπει να ήτανε το μαγαζί. Είχε ένα στενό. Μπαίνω μέσα απ’ το στενό, ήταν εκεί πέρα ένας Τούρκος, μου μίλησε, του μίλησα κι εγώ. Του λέω: ‘ εδώ, σ’ αυτό το σημείο πρέπει να έχει ένα πηγάδι’. Λέει ‘ βαρ’ . Από κει κατάλαβα, γιατί το πηγάδι ήτανε μέσα. Στο μαγαζί το ’χαμε το πηγάδι, γιατί χρειάζεται νερό. Το κρασί και ιδίως το τσίπουρο, όταν βράζεις, χρειάζεται νερό.
Το είχαν σε χρήση το πηγάδι ακόμη;
Αυτοί; Το ’χουνε σκεπασμένο. Αλλά μου λέει ‘ πώς βγάζατε νερό;’ Βαθύ του φάνηκε το πηγάδι. Ήτανε γύρω στα δεκατρία μέτρα βάθος. Είχαμε εμείς μια αλυσίδα, βάζαμε τον κουβά, τον τραβούσαμε και βγάζαμε νερό. Αυτοί όμως δεν έχουν τέτοια πράματα. Το ’χουνε σκεπάσει.
Όσον αφορά τα άλλα που αφήσατε;
Από τ’ άλλα δεν υπήρχε τίποτα. Κάμανε κάτι καμαρούλες αυτοί, χαμηλές χαμηλές εκεί και ζούσανε. Εγώ τώρα προσπαθούσα να υπολογίσω μέχρι πού έφτανε το μαγαζί και μετά το μαγαζί υπήρχε μπαξές. Υπήρχε κήπος, ο οποίος ήταν γεμάτος μουριές αλλά είχε και άλλα δέντρα αλλά κυρίως μουριές, γιατί βγάζαμε και μεταξοσκώληκες στο τέλος. Λοιπόν πάω ως ένα σημείο και τον λέω ‘εδώ είχε συκιά’. ‘Ναι’, λέει, ‘είχε συκιά’. Μου δείχνει ‘να’ λέει ‘οι ρίζες είναι εδώ’. Εγώ προσπαθούσα να δω μέχρι πού πηγαίνει το νότιο ντουβάρι του μαγαζιού. Αυτός νόμισε ότι εγώ πάγω να βρω λίρες. Του λέω καλά εκεί ήταν η συκιά, εδώ του δείχνω...
Εσείς τα σύνορα ψάχνατε.
Τα σύνορα. Του λέω εδώ υπήρχε μια βερικοκιά. Λέει ‘ ναι κι οι ρίζες πλάι’. Αυτός τώρα βλέπει συκιά, βερικοκιά α, λέει πάει να βρει τις λίρες που έχουν παραχωμένες. Κι αρχίζει να με λέει : ‘ μισές μισές θα τις πάρουμε’ . Έλεγε κι έλεγε. Τέλος πάντων εγώ ούτε καταλάβαινα στην αρχή τι έλεγε. Κατάλαβα μέχρι πού πήγαινε το μαγαζί. Είδα ότι πήρε κι ο δρόμος, γιατί κάμανε αμαξιτό δρόμο, χωματόδρομο κάμανε. Είδα παραπάνω και τη βρύση που είχαμε, η οποία ακόμη ήταν εκεί, όπως την αφήσαμε, βρε παιδάκι μου. Ούτε μια κανονική γούρνα να κάνουνε στη βρύση. Έτσι μ’ εκείνες τις πέτρες που υπήρχαν και χαλασμένες τώρα. Και ο σωλήνας έτσι.
Σ’ έβαλα κι έβγαλες και φωτογραφία ( προς τη σύζυγο ). Πήγα ήπια λίγο νερό. Λέω μετά εβδομήντα χρόνια ας ξαναπιώ νερό. Με το χέρι ήπια απ΄ τη βρύση και φοβήθηκα μήπως έχει και βδέλλες κι έβαλα το νερό στο χέρι κι έπινα.
Τέλος πάντων, αφού τα είδαμε αυτά, πήγαμε στο κέντρο του χωριού κι εκεί τους έδειξα: εδώ είχε βρύση, εκεί είχε αυτό. Υπάρχουν, γιατί εγώ το θυμόμουν το χωριό, ένα- ένα τα σπίτια.
Είναι μνήμες χαραγμένες βαθιά.
Ένα-ένα τα σπίτια του χωριού μπορούσα να τα βρω. Και το Μυριόφυτο τα ίδια. Πήγαμε ύστερα στη Στέρνα, του μπαμπά μου το χωριό, κι εκεί ήτανε καμένο το χωριό. Εκεί ζούνε σε μια κατάσταση πρωτόγονη. Ίσως να ζούσαν έτσι στην εποχή της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Τόσο πίσω είναι. Πήγαμε και στην Ηρακλείτσα. Βλέπω την Ηρακλείτσα όπως την αφήσαμε τότε. Μπαίνω μέσα στην Ηρακλείτσα λέω ας πάμε να δούμε την εκκλησιά τη μεγάλη που ήτανε η εικόνα της Ευαγγελίστριας. Οι άλλοι δεν τα ξέρανε αυτά. Λέω, εκεί πρέπει να’ ναι η εκκλησία. Πάω βρίσκω ερείπια, ένα ερείπιο. Φαινότανε όμως πού ήτανε το ιερό, γιατί το ιερό κάνει εκείνη την κλίση. Α, εδώ είναι το ιερό και μέσα υπήρχε μια κατσίκα δεμένη.
Εκείνο που έγινε καλύτερο είναι η Περίστασις, το Σάρκιοι, όπως το λένε αυτοί. Εκεί κάμανε και ξενοδοχεία και κάμανε λίγο και την παραλία και τη μεγάλωσαν, έγινε πιο μεγάλη σήμερα η Περίστασις απ’ ό,τι ήτανε τότε. Τα χωριά όμως, τα χριστιανικά χωριά που υπήρχαν, ευρίσκονται σε μια κατάσταση παρακμής. Χάλια.
Η Περίσταση πριν από το 1922 τι κόσμο είχε;
Μισοί μισοί, μισοί Έλληνες και μισοί Τούρκοι".
…………………………………….
Η συνέντευξη ολοκληρώθηκε, με πληροφορίες για την ίδρυση της θρακικής Εστίας Καβάλας.