Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021





ΑΜΦΙΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ

Του Paul Perdrizet

Μετάφραση Θόδωρου Δ. Λυμπεράκη



Ένας μεγάλος μελετητής και βαθύς γνώστης της ιστορίας, της θρησκείας και των θρύλων του Παγγαίου και της περιοχής του ήταν ο Γάλλος αρχαιολόγος και καθηγητής της αρχαιολογίας και της ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Νανσύ, στη Γαλλία, Paul Perdrizet, μέλος της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, η οποία ανασκάπτει, εδώ και εκατόν είκοσι και πλέον έτη, τους Φιλίππους και τη Θάσο, ο οποίος, στην εισαγωγή του έργου του "Cultes et mythes du Pangee" (Λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου), έγραψε τα εξής, ιδιαίτερα σημαντικά, για το Παγγαίο, το ιερό όρος των αρχαίων Θρακών και των αρχαίων Ελλήνων: "Αρκετές φορές, βλέποντας πάνω από τον Στρυμονικό κόλπο να διαγράφεται στα δύο άκρα του ορίζοντα, από τη μια η κωνική σιλουέττα του Αθωνα κι από την άλλη η κορυφή του Παγγαίου, αναρωτήθηκα ποιό από τα δύο βουνά δικαιούται καλύτερα να πάρει στην παγκόσμια ιστορία το όνομα "Αγιον Ορος". Διότι, αν η πολιτεία των Αγιορειτών Μοναχών είναι ένα μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο πνευματικού εξαγνισμού, το Παγγαίο περιλαμβάνεται ανάμεσα σε κείνες τις ιερές κορυφές απ’ τις οποίες ξεχύθηκαν προς τον αρχαίο κόσμο μυστικιστικές λατρείες και θρησκευτικές ζύμες, που την επίδραση τους, όσο κι αν αυτή δεν μπορεί εύκολα να μετρηθεί, δεν θα την αρνηθεί ποτέ κανείς".



Το έτος 1921, ο σοφός καθηγητής δημοσίευσε στο Στρασβούργο μια πολυσέλιδη εργασία του, με τίτλο «ΑΜΦΙΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ», στην οποία, μεταξύ άλλων αναφέρεται και σχολιάζει μια αρχαία επιγραφή, την οποία τοποθετεί χρονολογικά στον 4ο αιώνα π.Χ. Η επιγραφή ήταν η εξής:



Άγαθήι Τύχηι. Έπρίατο Θειοχάρης Νικέα παρά Θεοδώρου του Πολέμωνος την οικίαν ηι γείτων Μεννέας Άσάνδρου και Θεόδωοος αυτός και Νικάνωρ Έπικράτους, χρυσών τριακοσίων βεβαιωτής Δημόνικος Ριανού, μάρτυρες Στησίλεως Όργέως, Άριστογένης Άστίνου, επί ιερέως του Ασκληπιού Έρμαγόρα, επί επιστάτου Αισχύλου.



Αυτή η πράξη πώλησης δεν μας είναι γνωστή, παρά μόνο από ένα αντίγραφο, σε τρέχουσα (σημερινή) γραφή, το οποίο έγινε πριν από εξήντα χρόνια, ενώ το πρωτότυπο μοιάζει να έχει χαθεί. Μου φαίνεται προφανές ότι το πατρωνυμικό του μάρτυρα πρέπει να ήταν ΡΙΑΝΟΥ και όχι ΡΙΧΝΟΥ.



Η επιγραφή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το έτος 1862, (ΦΙΛΙΣΤΩΡ 3, 1862), από τον Πανταζίδη, που ήταν τότε καθηγητής στο Γυμνάσιο των Σερρών, με τις ακόλουθες πληροφορίες: «Επιγραφή ανέκδοτος εξ Αμφιπόλεως. Προ τριών μηνών ευρέθη εν τινι αγρώ των περί την Αμφίπολιν επιγραφή... Ο λίθος μετηνέχθη εις το χωρίον Λακκοβίκια και ευρίσκεται εις την κατοχήν του ευρόντος αυτόν χωρικού. Το δ’ αντίγραφον, το οποίον χρεωστώ εις την προθυμίαν του αγαθού διδασκάλου κ. Ν. Κουμπίδου, επειδή ευθύς φαίνεται πολύ πιστόν, έσπευσα να εκδώσω και χωρίς να ίδω την πλάκα. Η πλαξ είναι λίθου λευκού, έχουσα μήκος 0.40, πλάτος 0.26. Αν είναι δυνατόν να εικάσει τις εκ του σχήματος των γραμμάτων, ανήκει εις χρόνους ουχί νεωτέρους των Μακεδονικών».



Ήμουν το 1899 στα Λακοβίκια, ένα μεγάλο, ελληνικό χωριό στις βορειοδυτικές πλαγιές του Παγγαίου, μερικά χιλιόμετρα από τη θέση της Αμφίπολης. Εκεί μου έδειξαν, πράγματι, αρχαιότητες, πήλινα ειδώλια από την Αμφίπολη, του τύπου του Άττιος (σημ. μεταφρ.: αιγυπτιακού Θεού) και μερικά πολύχρωμα κομμάτια από μια νεκρική κλίνη από λευκό μάρμαρο, που προερχόταν από έναν θολωτό τάφο, του οποίου έχω ήδη δημοσιεύσει σχέδιο (BCH 1899, σελ. 335). Όμως, (δεν είδα) καμία επιγραφή: Είναι αλήθεια ότι αναρωτιέμαι για το κείμενο του οποίου ο δάσκαλος Κουμπίδης, πριν από σαράντα χρόνια, είχε στείλει το αντίγραφο στον Πανταζίδη. Στη μονογραφία του για τα Λακοβίκια («Η κατά το Παγγαίον χώρα Λακκοβικίων, τοπογραφία, ήθη, έθιμα και γλώσσα, υπό Αστερίου Λ. Γουσίου, διευθυντού της αστικής σχολής Λακκοβηκίων. Εν Λειψία, εκ του τυπογραφείου «Η Ένωσις», 1894), που εμφανίστηκε στις Σέρρες το 1894, ο δάσκαλος Γούσιος δεν έκανε λόγο για την επιγραφή που είχε αντιγράψει ο προκάτοχός του (ενν. στην αστική σχολή) και είμαι βέβαιος ότι δεν την γνώριζε.



Παρά την ανησυχία μου, δεν ήθελα να συμπεράνω ότι οι πληροφορίες που είχε δώσει ο Πανταζίδης ήταν εσφαλμένες. Η επιγραφή πρέπει, πράγματι, ν’ αντιγράφηκε στα Λακοβίκια. Από πού όμως προήλθε;



Αν παρατηρήσουμε ότι το σπάνιο όνομα Ριανός δεν το έχουμε συναντήσει μέχρι τώρα σ’ επιγραφές της Μακεδονίας, παρά μόνο στη Θάσο, ότι το ιωνικό όνομα Στησίλεως είναι τύπος συνήθης στην ονοματολογία της Θάσου - ότι το μυστικιστικό όνομα Οργεύς, που μαρτυρείται επίσης μόνο στη Θάσο, οφείλεται, σ’ αυτή την πόλη (δηλ. την Αμφίπολη), στα όργια που τελούνταν εκεί προς τιμή του Διονύσου και της Δήμητρας – ότι η πράξη πώλησης που δημοσιεύτηκε από τον Πανταζίδη είχε τεθεί υπό την προστασία του ιερέα του Ασκληπιού, πράγμα που προϋποθέτει μια σημαντική λατρεία αυτού του θεού - και τέτοια υπήρχε πιο πολύ στη Θάσο, παρά στην Αμφίπολη – για όλους αυτούς τους λόγους να πιστέψουμε, άραγε, κι εμείς ότι η επιγραφή που αντιγράφηκε στα Λακοβίκια είχε μεταφερθεί εκεί όχι από την Αμφίπολη, αλλά από τη Θάσο ή τη θασιακή Περαία;



Στην πραγματικότητα, κανένας από τους αναφερθέντες λόγους, που συνηγορούν υπέρ της προέλευσης της επιγραφής από τη Θάσο, δεν είναι αποφασιστικός (καταλυτικός). Το όνομα Οργεύς δεν μαρτυρείται, εκτός από την επιγραφή μας, παρά μόνο στη Θάσο, όμως δεν θάπρεπε να μας ξαφνιάζει η ύπαρξή του και σε μια πόλη όπου, όπως στην Αμφίπολη, τελούνταν οργιαστικές τελετές. Κι αν ακόμη υποτεθεί ότι επρόκειτο, αρχικά, για ένα θασίτικο όνομα, αυτό μπόρεσε να περάσει από την Θάσο στην Αμφίπολη, αφού οι δυο πόλεις ήταν γειτονικές και η τελευταία είχε δεχθεί από την πρώτη έναν αριθμό αποίκων. Όσο για το όνομα Ριανός, κι αν αυτό το όνομα μας είναι γνωστό από τη Θάσο, δεν είναι και αποκλειστικά θασίτικο, αφού μαρτυρείται κυρίως στην Κρήτη, ( ο Ριανός, συγγραφέας των Μεσσηνιακών, ήταν από την Βηνή, πόλη κοντά στην Γόρτυνα…) Συνεπώς, υπήρχε στην Αμφίπολη κρητικό στοιχείο: Ο Νέαρχος, ο ναύαρχος του Αλεξάνδρου, ήταν Κρητικός εγκατεστημένος στην Αμφίπολη.



Εγώ, από την πλευρά μου, πιστεύω ότι δεν υπάρχει λόγος ν’ αμφισβητήσουμε τις πληροφορίες του Πανταζίδη: Η επιγραφή του πράγματι βρέθηκε κοντά στα Λακοβίκια και αποτελεί ντοκουμέντο της Αμφίπολης.



Ας δούμε, κατ’ αρχάς, το όνομα του αγοραστή, Θειοχάρης: Μοιάζει με το όνομα ενός Αμφιπολίτη της ίδιας εποχής, Κλεοχάρης Πυθέου, που τιμήθηκε με ψήφισμα στην Ερέτρια. (Το όνομα αυτού του Αμφιπολίτη, όμοιο με αυτό του συμπατριώτη του «Κλεότιμος», για τον οποίο κάνει λόγο ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, σελ. 1306 α’, μας θυμίζει ότι η Μούσα Κλιώ ή Κλειώ ή Κλεώ λατρευόταν στην Αμφίπολη: έστιν ιερόν της Κλειούς εν Αμφιπόλει, ιδρυθέν απέναντι του μνημείου του Ρήσου (Μαρσύας από τους Φιλίππους, στα Σχόλια στον Ρήσο, 346).



Ένας πιο αποφασιστικός λόγος, για να πιστέψουμε ότι η επιγραφή του Πανταζίδη προερχόταν από την Αμφίπολη, μου φαίνεται ότι είναι η ομοιότητά της μ’ ένα κείμενο που δημοσίευσε ο Μ. Wilhelm:



ΘΕΟΣΤΥΧΑΓ

ΑΝΤΙΔΟΤΟΣΜ

ΡΑΙΠΠΑΡΧΟΥ

THNOIKIHNTI

ΝΤΗΣΖΩΙΛΟΥ

ΟΝΟΣΤΙΜΗΗ

ΗΚΟΝΤΑΜΑΡ

ΛΟΣΘΕΟΓΕΙΤΟΝ

ΙΛΘΕΟΣΣ



Η προέλευση αυτού του θραύσματος φέρεται να είναι η Χαλκιδική, αλλά δεν υπάρχει τίποτε πιο αβέβαιο: Ο M. Wilhelm δημοσίευσε αυτό το απόσπασμα, με βάση ένα αντίγραφο που ο Μ. Σβορώνος του είχε κοινοποιήσει το 1901. Ο Μ. Σβορώνος δεν είχε δει καν την πέτρα, δεν την γνώριζε παρά από μια εκτύπωση, που τον είχαν διαβεβαιώσει ότι είχε προέλθει από την Χαλκιδική. Μια πληροφορία αυτού του είδους, προελθούσα από έναν Έλληνα της Θεσσαλονίκης, δεν μπορεί να γίνει σοβαρά δεκτή, υπό αυστηρή έννοια. Στα 1874, όταν ο αββάς Duschesne βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, τον ενημέρωσαν ότι είχαν βρεθεί στην Χαλκιδική αντίγραφα επιγραφών, από τα οποία τουλάχιστον το ένα θεωρείται σήμερα ως Αμφιλοπολίτικο. Πιστεύω πως και το θραύσμα του Wilhelm, καθώς και η πράξη που δημοσίευσε ο Πανταζίδης, είναι και οι δυο από την Αμφίπολη.



Προσέξτε, τώρα, στο θραύσμα του Wilhelm, τα ονόματα -ντης Ζωίλου. Αναμφίβολα, ο Ζωίλος δεν είναι καθόλου σπάνιο όνομα στην ελληνιστική εποχή, στη δε Αμφίπολη αυτό φαίνεται ότι ήταν συνηθισμένο: Δείτε BCH, 1898, σελ. 350 Ζωίλου του Κασσάνδρου – ΙG ΙΙ, αρ. 2783 Ζωίς Ζωίλου Αμφιπολείτις – και τον περίφημο Ζωίλο με το προσωνύμιο «ονειρομάστιξ», ο οποίος ήταν Αμφιπολίτης.



Το όνομα με την κατάληξη –ντης θα μας δώσει μια άλλη ένδειξη. Ο Wilhelm το αποκαθιστά ως Ορό]ντης, που δεν είναι καθόλου αληθοφανές. Εγώ προτείνω Μά]ντης, ιωνικός τύπος του Μάντας, θρακικό όνομα του κάτω Στρυμόνα: Το βρίσκουμε, στον Ηρόδοτο (βιβλίο 5ο, 12), με τον τύπο Μαντύης, να ανήκει σ’ έναν Παίονα από αυτή την περιοχή – στο Παγγαίο, με την γραφή Μάντις, (κατ’ αναλογία, υποθέτω, προς το ελληνικό ουσιαστικό μάντις) να το φέρει κάποιος Αμφιπολίτης. Ένας Αμφιπολίτης μύστης στη Σαμοθράκη, ονομάζεται Διονύσιος Μάντα. Τα θηλυκά Μάντα Μάντω, Μάνταδα, Μανταρούς, Μαντάνη, Μαντούνη είναι εξ ίσου χαρακτηριστικά της περιοχής της Αμφίπολης όσο τα αρσενικά Μάντης ή Μάντας.



Αφού, όμως, έφθασα να μιλώ για το όνομα Μάντης και για τα άλλα ονόματα της ίδιας οικογένειας, ας μου επιτραπεί μια σύντομη παρέκβαση.



Το 475 π.Χ. η Ηιών, στις εκβολές του Στρυμόνα και το 437 π.Χ. η τοποθεσία που λεγόταν Εννέα Οδοί, όπου ο Άγνων ίδρυσε την Αμφίπολη, είχαν κατακτηθεί από τους Αθηναίους, η μεν Ηιών από Τα χέρια των Περσών και οι Εννέα Οδοί από τα χέρια των Ηδωνών. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν ένα θρακικό φύλο που κατείχε την αριστερή όχθη του κάτω Στρυμόνα, η κυριότερη κώμη τους ήταν η Μύρκινος, στην όχθη της λίμνης, βόρεια από τις Εννέα Οδούς. (Βλ. «Μύρκινον, Ηδωνικόν πολισμάτιον: Αππιανός, Εμφύλιοι Πόλεμοι, IV, 103). Οι Ηδώνες ή Ηδωνοί είχαν γείτονες, στα βόρεια, το φύλο των Οδομάντων, (Οδόμαντοι ή Οδόμαντες), οι οποίοι, αν κρίνει κανείς από το όνομά τους, ήταν ένας κλάδος των Ηδωνών: Πράγματι, οι Ηδώνες, (Ηδωνοί, Ηδώνες, Ηδώναι) αποκαλούνται μερικές φορές Ώδωνες και η πατρίδα τους Ωδονίη, η δε Θάσος Ωδονίς. Όθεν, η θρακική ονομαστική περιλαμβάνει ένα πλήθος σύνθετων τετρασύλλαβων, καθώς και το όνομα των Οδομάντων, που αποτελείται από δύο απλά, δισύλλαβα στοιχεία: Στην περίπτωσή μας, το πρώτο στοιχείο ήταν το όνομα της μητρικής φυλής – αυτής των Οδωνών ή Ηδωνών και το δεύτερο ήταν ίσως ανάλογο, και από την άποψη της ρίζας κι από την άποψη της σημασίας του, με το ελληνικό μάντις: Φέρνει κανείς στο νου του το μαντείο του Διονύσου στο Παγγαίο: Και το γεγονός ότι ένας μύστης από την Αμφίπολη, σ’ ένα κατάλογο από την Σαμοθράκη, ονομάζεται Διονύσιος Μάντα, δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Ειρήσθω εν παρόδω ότι το όνομα των Οδωνών ή των Ηδωνών μοιάζει να βρίσκεται όχι μόνο μέσα σ’ αυτό των Οδομάντων, αλλ’ επίσης και στην περίεργη ονομασία Εννέα Οδοί – περίεργη για έναν τοπογράφο, διότι είναι αδύνατο να πιστέψουμε, εξετάζοντας τον χάρτη της περιοχής, ότι εννέα δρόμοι διασταυρώνονταν σ’ εκείνο το σημείο. Εγώ πιστεύω πως οι Έλληνες, «πιστοί στη μέθοδό τους τα πάντα να τα ανάγουν στους εαυτούς τους», εξελλήνισαν μια ντόπια ονομασία στην οποία υπήρχε το όνομα των Οδονών και ότι η ονομασία Εννέα Οδοί δεν είναι ελληνική παρά μόνο φαινομενικά.



Οι Ηδώνες και οι Οδόμαντες, αν και ήταν όχι μόνο γείτονες αλλά και αδελφοί λαοί, δεν μοιάζει να είχαν πάντοτε αρμονικές σχέσεις. Το 423 π.Χ., κατά την ατυχή εκστρατεία του Κλέωνα κατά του Βρασίδα, ο Πόλλης, βασιλιάς των Οδομάντων, ήταν σύμμαχος των Αθηναίων, ενώ οι Ηδώνες στήριζαν τον Βρασίδα, (Θουκιδίδης V, 6). Οι Ηδωνοί ήταν ορκισμένοι εχθροί των Αθηναίων, οι οποίοι από πολύ καιρό εποφθαλμιούσαν την περιοχή τους και είχαν κάνει τόσο επίμονες και τόσο μεγάλες προσπάθειες για να εγκατασταθούν σ’ αυτήν. Αντίθετα, οι Οδόμαντες, από τους οποίους οι Αθηναίοι δεν είχαν πάρει τίποτε, είχαν απέναντι σ’ αυτούς τους τελευταίους ολότελα διαφορετική διάθεση: Το δέλεαρ του υψηλού μισθού που πλήρωνε η Αθήνα στους ξένους μισθοφόρους της, η προσδοκία ενός διαμελισμού της Ηδωνίδος, τους είχαν κατατάξει (φέρει) στο πλευρό των Αθηναίων, απέναντι από τους αδελφούς και γείτονές τους, τους Ηδωνούς: Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς, όταν διαβάζει στους Αχαρνείς (του Φεβρουαρίου του 425) την αστεία σκηνή, στην οποία εμφανίζεται, οδηγούμενος από τον Αθηναίο πρέσβη στη Θράκη, «ο στρατός των Οδομάντων, του πιο πολεμικού φύλου των Θρακών», που είχε σταλεί σ’ ενίσχυση των Αθηναίων από τον Βασιλιά Σιτάλκη, αντί της σημαντικής αμοιβής των δύο δραχμών για κάθε άνδρα και για κάθε ημέρα (Αχαρνείς, 153: Οι οπλίτες, στην πολιορκία της Ποτίδαιας, έπαιρναν ένα δίδραχμο τη μέρα, αλλά με την υποχρέωση να συντηρούν οι ίδιοι τον «υπηρέτη» τους. (Θουκυδίδη ΙΙΙ, 17). Ο συνηθισμένος μισθός του Θράκα μισθοφόρου φαίνεται ότι ήταν μια δραχμή (Θουκυδίδη VII, 27).

ΙΙΙ.

Αν η αποκατάσταση Μά]ντης είναι σωστή, πρόκειται για έναν ιωνισμό στην επιγραφή του Wilhelm. Αυτή περιέχει βέβαια κι άλλον ένα (ιωνισμό), στην 4η σειρά «την οικίην», η οποία μας υποχρεώνει ν’ αποκαταστήσουμε κι έναν τρίτο, αμέσως μετά, «την οικίην τ[ην», με αυτή τη δεύτερη (λέξη) «την» ν’ αποτελεί ιωνική αναφορική αντωνυμία. Συνεπώς, η επιγραφή του Wilhelm έρχεται από μια εποχή στην οποία οι επιχωριασμοί δεν είχαν ακόμη εξαφανισθεί ολοσχερώς. Πιστεύω ότι τα δύο κείμενα, αυτό που δημοσίευσε ο Πανταζίδης κι εκείνο που δημοσίευσε ο Μ. Wilhelm, είναι μεταγενέστερα της προσαρτήσεως της Αμφιπόλεως στο Μακεδονικό Βασίλειο, διαφορετικά δεν θα μπορούσα να εξηγήσω, το γεγονός ότι το κείμενο του Πανταζίδη δεν είναι χρονολογημένο με το όνομα κάποιου επώνυμου άρχοντα. Το κείμενο του Πανταζίδη φαίνεται, άλλωστε, νεώτερο από εκείνο του θραύσματος του Wilhelm, διότι δεν βρίσκει κανείς σ’ αυτό άλλες διαλεκτικές φόρμες (τύπους) παρά μόνο τα κύρια ονόματα «Στησίλεως Οργέως».



Και συνεχίζει ο σοφός καθηγητής το κείμενό του, παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για την Αμφίπολη και για την Άργιλο, την αποικία των κατοίκων της Άνδρου, η οποία ανασκάπτεται εδώ αρκετά χρόνια, από την Καναδική, αρχαιολογική Σχολή, πάνω στην παλιά, εθνική οδό Καβάλας – Θεσσαλονίκης, αμέσως μετά τα Νέα Κερδύλλια. Όσα λέει, όμως, κυρίως γι’ αυτή την μικρή, άγνωστη πόλη της Αργίλου, θα σας τα μεταφέρω με άλλη ανάρτησή μου.



















 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου