Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

ΔΙΑΛΕΞΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ, ΜΕ ΤΙΤΛΟ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΣΤΙΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ.

 
Α) Η ΚΑΘΑΥΤΟ ΛΙΘΟΛΑΤΡΕΙΑ – ΤΑ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΑ ΣΠΗΛΑΙΑ
Κάθε φορά που βρίσκομαι το Παγγαίο, έρχονται στο νου μου όσα έγραφε πριν από 100  περίπου χρόνια ένας μεγάλος μελετητής και βαθύς γνώστης της ιστορίας, της θρησκείας και των θρύλων του, ο Γάλλος αρχαιολόγος και καθηγητής της αρχαιολογίας και της ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Νανσύ, στη Γαλλία, Paul Perdrizet, στην εισαγωγή του έργου του "Cultes et mythes du Pangee" (Λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου): "Αρκετές φορές, βλέποντας πάνω από τον Στρυμονικό κόλπο να διαγράφεται στα δύο άκρα του ορίζοντα, από τη μια η κωνική σιλουέττα του Αθωνα κι από την άλλη η κορυφή του Παγγαίου, αναρωτήθηκα, ποιό από τα δύο βουνά δικαιούται καλύτερα να πάρει στην παγκόσμια ιστορία το όνομα "Αγιον Ορος". Διότι, αν η πολιτεία των Αγιορειτών Μοναχών είναι ένα μοναδικό, παγκόσμιο φαινόμενο πνευματικού εξαγνισμού, το Παγγαίο περιλαμβάνεται ανάμεσα σε κείνες τις ιερές κορυφές, απ’ τις οποίες ξεχύθηκαν προς τον αρχαίο κόσμο μυστικιστικές λατρείες και θρησκευτικές ζύμες, που την επίδρασή τους, όσο κι αν αυτή δεν μπορεί εύκολα να μετρηθεί, δεν θα την αρνηθεί ποτέ κανείς".
Το Παγγαίο όρος υπήρξε σημαντικός τόπος εγκατάστασης και λατρείας, ακόμη και στις απώτερες περιόδους της ανθρώπινης προϊστορίας, (παλαιολιθική, νεολιθική εποχή, εποχή του μετάλλου). Πράγματι, αρκετά σπήλαια του όρους αυτού παρουσιάζουν σαφή ίχνη ανθρώπινης παρουσίας σ’ εκείνες τις περιόδους, είτε με τη μορφή μόνιμης εγκατάστασης, είτε μ’ αυτή της χρήσης τους για λατρευτικούς σκοπούς.
Η σπουδαιότητα του Παγγαίου για τις αρχαίες λατρείες της περιοχής συνδέεται με την κατοίκησή του, ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, από αρκετά φύλα του μεγάλου έθνους των Θρακών, ενός έθνους που ο Ηρόδοτος θεωρεί το μεγαλύτερο στον αρχαίο κόσμο, μετά από εκείνο των Ινδών. Πράγματι, μια σειρά από θρακικά φύλα, (Ηδωνοί, Σάτρες, Οδόμαντες, Ιχναίοι, Βισάλτες κλπ.), είναι εγκατεστημένα, από τη απώτερη αρχαιότητα, πάνω και γύρω από το Παγγαίο, όπου λατρεύουν τους θεούς τους και τους ήρωές τους, καλλιεργούν τους μύθους τους και μ' αυτό τον τρόπο κατορθώνουν να προσφέρουν στην ανθρωπότητα πολύ περισσότερα απ’ όλες τις τεράστιες ποσότητες χρυσού κι αργύρου που χάρισαν τα σπλάχνα της γης του ιερού όρους τους επί αιώνες.
Στην περιοχή του Παγγαίου συνυπάρχουν, επίσης, ήδη πολύ πριν την Ομηρική εποχή, μαζί με τα θρακικά φύλα, και υπολείμματα Φρυγών και Δαρδάνων, που ξέμειναν εδώ, όταν ο κύριος όγκος των φυλών τους υποχρεώθηκε, εξ αιτίας της καθόδου των πρώτων Μακεδονικών φύλων στην περιοχή της βόρειας και της δυτικής Μακεδονίας, να μετακινηθεί από τις αρχαίες κοιτίδες του, (που ήταν το Βέρμιο όρος και η βόρεια Μακεδονία – σημερινά Σκόπια, αντίστοιχα) και να καταλάβει την περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, (Μεγάλη Φρυγία, Δαρδανέλλια). Εδώ όλα αυτά τα φύλα λατρεύουν μια θεϊκή μορφή, φωτεινή σαν τον ήλιο και ταυτόχρονα σκοτεινή σαν τον Άδη, που κυριαρχεί ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους, το Διόνυσο – Σαβάζιο. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί πώς ένας από τους τρεις μεγάλους θεούς της Θράκης είναι ο Διόνυσος: «θεούς δε σέβονται μούνους τούσδε: Άρεα και Διόνυσον και Άρτεμιν». Το όνομα του θρακικού θεού, που ο Ηρόδοτος τον ταυτίζει με τον Διόνυσο, είναι Σαβάζιος: Ένα σχόλιο στον Αριστοφάνη πληροφορεί πώς «Σαβάζιον τον Διόνυσον οι Θράκες καλούσι» και σειρά από μαρ¬τυρίες σχολιαστών και λεξικογράφων επιμένουν στον ταυτισμό τους. Δυο ρεύματα, πάλι, πηγών αποδίδουν τον Σαβάζιο (με ποικιλία τύπων του ονόματος), το ένα από τη Θράκη και τ' άλλο από τη Φρυγία, όπου η επιβολή του θεού τούτου είναι υπερβολικά μεγάλη για να ταυτίζεται και με τον ίδιο τον Δία. Η ομογένεια των δυο πληθυσμών (Θρακών και Φρυγών), για την οποία έκανα λόγο πιο μπροστά, οδηγεί στη δημιουργία ενός θρακοφρυγικού θεού, πού προσπαθεί να μπει και στην κυρίως Ελλάδα από τον 5° και 4° αιώνα π.Χ., ύστερα, δηλαδή, από τη συγκρότηση του ελληνικού πανθέου, όπου γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός στα χαμηλότερα, κοινωνικά στρώματα, για να κυριαρχήσει σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα πολύ αργότερα, στη διάρκεια των ελληνιστικών αιώνων.
Τι ιδιότητες, όμως, απέδιδαν οι Θράκες σ’ αυτόν τον μεγάλο Θεό τους Θρακών; Οι τελετές των παιδικών χρόνων του θεού κι ο μύθος του βασιλιά των Ηδωνών Θρακών της περιοχής του Παγγαίου, του Λυκούργου, στον οποίο θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια, μας ωθούν στο να πιστέψουμε, (πράγμα που γίνεται πια σήμερα γενικά αποδεκτό), ότι ο Διόνυσος – Σαβάζιος του Παγγαίου ήταν αρχικά ένας θεός του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της ετήσιας αναγέννησης της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές. Η αρχαία λατρεία του ήταν πρωτόγονη κι οργιαστική, με τρομερές τελετουργίες, που λάμβαναν χώρα στα όρη και στην ύπαιθρο, από τους μυημένους οπαδούς του, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι  έφθαναν στην τέλεση πράξεων παραφροσύνης, ιερής μανίας και τρομερών τελετουργιών, όπως η ωμοφαγία. Αργότερα, όμως, στα κλασικά χρόνια, αυτή η πρωτόγονη λατρεία μπολιάστηκε με τις δοξασίες της ορφικής διδασκαλίας κι απέκτησε έναν βαθιά ανθρώπινο, ακόμη κι επαναστατικό, θα έλεγα, χαρακτήρα.
Ένας ορφικός ύμνος αποκαλεί τον Διόνυσο "αγνό", γιατί τα μυστήριά του είχαν πια σκοπό να εξασφαλίσουν την επιβίωση του μύστη (πιστού) και μετά θάνατον, του έδιναν δηλαδή τη δυνατότητα να ξαναγεννηθεί μετά τον θάνατό του σε κάποια άλλη ύπαρξη, αιώνια. Αυτά τα μυστήρια άρχιζαν με εξαγνιστικές τελετουργίες. Μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, (Παυσανίας, Βιργιλίου Γεωργικά κ.λ.π.), ο πιστός έμενε γυμνός. Ο ιερέας τον έπλενε με αγιασμένο νερό, μετά τον άλειβε με πίτυρα και στο πρόσωπο τον άλειβε με γύψο κι έβαζε πάνω του νεβρίδα, δηλαδή δέρμα νεαρού ελαφιού, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο Δημοσθένης στον Περί Στεφάνου λόγο του. Στη διάρκεια των δέκα ημερών που προηγούνταν της τελετουργίας αυτής, κατά τον Ρωμαίο Λίβιο, ο πιστός έπρεπε ν' απέχει από κάθε σεξουαλική σχέση κι έτσι αγνός και καθαρισμένος κι από τα προσωπικά του αμαρτήματα αλλά κι από το αρχικό αμάρτημα των Τιτάνων, (που το όνομά τους προήλθε από τη λέξη τιτανός, που σήμαινε γύψος, ασβέστης), προγόνων του ανθρωπίνου γένους, όταν αυτοί είχαν κομματιάσει τον Διόνυσο Ζαγρέα, να προσέλθει στις εξαγνιστικές τελετές και να συμμετάσχει στην ακατανόητη για τους αρχαίους Έλληνες ωμοφαγία του θυσιασμένου ζώου, στο οποίο πιστευόταν ότι ενσαρκώνεται ο Θεός, μέσα από την αυθυποβολή που προκαλούσε η ιερή μανία, (έξαψη).
Η πρόσληψη, έτσι, από τη Διονυσιακή λατρεία, στοιχείων της ορφικής διδασκαλίας, κατέστησε την πρώτη, λατρεία με δύο πρόσωπα, ένα πρωταρχικό, πρωτόγονο πρόσωπο κι ένα μεταγενέστερο, επαναστατικό. Από τη μια βλέπουμε μια θρησκεία παραφροσύνης, ιερής μανίας, τρέλας και τρομερών τελετουργιών, (ωμοφαγία), μια θρησκεία όπου η μείξη του ανθρώπου με το θεό, η μυστηριακή «θεομιξία», γίνεται, με διάφορους, συμβολικούς τύπους, όπως με τη χρήση ομοιωμάτων ανδρικών, γεννητικών οργάνων («φαλλών»). Από την άλλη όμως βλέπουμε να υπάρχει μέσα στον βακχικό ενθουσιασμό μια άμεση εμπειρία του θείου κι επίσης ένας κανόνας εξαγνισμού και ηθικής ανύψωσης. Με τη διονυσιακή έξαρση, λέγει ο Πλάτων στον Φαίδρο του, ο άνθρωπος φθάνει στη μύηση. Αυτή τον απαλλάσσει από την άθλια κατάστασή του, τον κάνει να συμμετέχει στα προνόμια που παρέχει η θεότητα. Ο μύστης δέχεται τον θεό μέσα του, γίνεται «κατεχόμενος του θεού» όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτων στον Ίωνα, ο ιστορικός Πορφύριος αλλά και μια επιγραφή από την Πριήνη της Μ. Ασίας. Ο Διόνυσος – Σαβάζιος γίνεται, έτσι, ένας Θεός πέραν του τάφου.
Οι πιστοί του Παγγαιικού Διονύσου, ιδιαίτερα στη ρωμαϊκή περίοδο, οργανωμένοι σε πολυάριθμους συλλόγους, τους θιάσους, θεωρούν τον μεγάλο θεό τους ως ένα θεό πέραν του τάφου. Οι άμοιροι νεκροί προσδοκούν απ' αυτόν την ανάσταση. Αυτός τους παρέχει τη διαβεβαίωση της επιβίωσης της απλής ψυχής τους πέραν του τάφου, στην οποία η ιδέα του ολοσχερούς θανάτου, της παντελούς εξαφάνισης φαίνεται ανυπόφορη. Η βεβαιότητά τους αυτή, για την πέραν του τάφου επιβίωση της ψυχής τους, αν σ’ αυτή τη ζωή είχαν ζήσει σύμφωνα με το θέλημα του θεού, φαίνεται στα πολυάριθμα ανάγλυφα που στολίζουν τους τάφους των νεκρών τους, στα οποία, ενώ ποτέ σχεδόν δεν απεικονίζεται η μορφή αυτών των νεκρών, εν τούτοις πάντοτε απεικονίζονται τελετουργίες, (όπως το ιερό συμπόσιο), ή μορφές, (όπως ο Ήρωας Ιππέας), που έχουν σχέση με τη μέλλουσα ζωή. Είναι, δηλαδή, όλα τα επιτύμβια ανάγλυφα του Παγγαίου, σύμβολα ελπίδας ότι η ζωή δεν σταματά στον τάφο, αλλ' ότι επεκτείνεται πέραν αυτού και, ίσως, αρχίζει μετά τον τάφο.
Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της διονυσιακής λατρείας στο Παγγαίο διαδραμάτισε η ίδρυση και λειτουργία, ήδη από τα πρώιμα, ιστορικά χρόνια, του μεγάλου μαντείου του Διονύσου Σαβαζίου, από την πολεμική φυλή των Σατρών, ένα θρακικό φύλο, συγγενικό με τους μαχαιροφόρους Βησσούς της Ροδόπης, το οποίο κατείχε το καλύτερο μέρος των μεταλλείων του όρους κι είχε στην επίβλεψη και φροντίδα της και το φημισμένο ιερό του Βάκχου, που βρισκόταν σε μια από τις υψηλότερες κορυφές του όρους. Αυτό, λοιπόν, το ιερό του Διονύσου, δεν ήταν, προφανώς, κάποιος ναός σαν τους ελληνικούς, αλλά, πιθανότατα ένα βαρβαρικό ιερό, χωρίς κτίσματα και χωρίς απεικονίσεις, ή καλύτερα κάποιο σπήλαιο, αφού, όπως προανέφερα, η λατρεία του θρακικού Διονύσου ήταν λατρεία που τελούνταν κυρίως νύχτα, στην ύπαιθρο και στα όρη. Στο ότι, εξ άλλου, το μαντείο του Βάκχου του Παγγαίου βρισκόταν μάλλον σε σπήλαιο, συνηγορεί και το γεγονός ότι αυτός ο  Βάκχος, (όπως κι ο Απόλλων των Δελφών), στο ιερό του στο Παγγαίο είχε μια γυναίκα ως "προμάντιδα", δηλαδή σαν Πυθία. Όπως στους Δελφούς έτσι κι εδώ ειδικευμένοι ιερείς, οι προφήται, έδιναν σχήμα και μετέφεραν στους πιστούς τους ακατανόητους χρησμούς που ο θεός ενέπνεε σ' αυτή τη γυναίκα, όταν αυτή, καθισμένη πάνω από χάσμα της γης, έπεφτε σ’ έκσταση, κάτω, πιθανόν, από την επήρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Όπως στους Δελφούς, αυτοί οι χρησμοί, ακόμη και μετά τη σύνταξή τους δεν ήταν απόλυτα σαφείς, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο ίδιος ο Ηρόδοτος, ο οποίος ανέβηκε σαν προσκυνητής στο μεγάλο και φημισμένο αυτό ιερό του Παγγαίου, με ταυτόχρονο σκοπό να συλλέξει και τις αναγκαίες για την ιστορία του πληροφορίες και να συγκρίνει το Μαντείο του Παγγαίου μ' εκείνο του Απόλλωνα στους Δελφούς. Άλλωστε, οι Βησσοί της Ροδόπης, τους οποίους οι Σάτρες του Παγγαίου είχαν καλέσει για να λειτουργούν το μαντείο του Παγγαίου ως ιερείς του, γιατί αυτοί οι τελευταίοι, από πολύ νωρίτερα, λειτουργούσαν και το «κεντρικό», ούτως ειπείν», μαντείο του Βάκχου στη Ροδόπη, είναι πολύ πιθανό να στέγαζαν και το δικό τους ιερό, στη Ροδόπη, σε σπήλαιο, όπως δείχνει η ανεύρεση ενός σημαντικού, τέτοιας, σπηλαιώδους μορφής ιερού, που ίσως και να ταυτίζεται με το προαναφερθέν μαντείο της Ροδόπης, στη βόρεια πλευρά  της τελευταίας, στη θέση όπου υπήρχε η βυζαντινή θέση «Περπερικόν», σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τη σημερινή, βουλγαρική πόλη Κάρτζαλι.
Άλλα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της άποψης που σας εξέθεσα, ότι οι Θράκες του Παγγαίου λάτρευαν τους θεούς τους σε σπήλαια, μας παρέχουν οι ακόλουθες επισημάνσεις, παρμένες μέσα από την αρχαία γραμματεία:
Με σπήλαιο του Παγγαίου συνδέεται ο μύθος του τραγικού, βασιλέα των Ηδωνών Θρακών του Παγγαίου, του Λυκούργου, τον οποίο περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, ο Λυκούργος, γιος του Δρύαντα, συγκρούστηκε με τους αθανάτους θεούς. Συγκεκριμένα, καταδίωξε τις τροφούς του μικρού Διονύσου μέσα στην ίδια την ιερή, μυθική χώρα, που γέννησε τον θεό, την ονομαζόμενη στην Ιλιάδα Νύσα. Οι τροφοί του Διονύσου του ξέφυγαν πετώντας τους θύρσους τους κι όλα τα τελετουργικά τους αντικείμενα, ενώ ο Λυκούργος τις χτυπούσε. Ο ίδιος ο μικρός Διόνυσος από τον φόβο του βούτηξε μέσα στη θάλασσα, όπου η Θέτιδα τον δέχθηκε τρεμάμενο στην αγκαλιά της. Τότε η οργή του Δία έπεσε πάνω στον Λυκούργο που τυφλώθηκε και δεν άργησε να πεθάνει, κλεισμένος σε σπήλαιο του Παγγαίου από τον ίδιο τον Διόνυσο. (Για τον εγκλεισμό αυτόν του Λυκούργου από τον ίδιο το Διόνυσο σε σπήλαιο του Παγγαίου μιλά κι ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη).
Με σπήλαιο του Παγγαίου, επίσης, συνδέεται και η λατρεία του άλλου, μυθικού βασιλιά των Θρακών του Παγγαίου, του Ρήσου, του πιο αρχαίου και πιο αγαπητού από τους ημίθεους των Θρακών του Παγγαίου, για τον οποίο μίλησε πρώτος ο Όμηρος, που τον θεωρούσε γιο του Ηιονέα και βασιλιά των Θρακών του Παγγαίου, ενώ οι κλασικοί Έλληνες τον θεώρησαν αργότερα γιο του ποταμού Στρυμόνα και τα μούσας Κλειούς, (βλ. Μαρσύα, ιστορικού από τους Φιλίππους, «Μακεδονικές ιστορίες», βλέπε και την τραγωδία του Ευρυπίδη «Ρήσος»). Ο Ρήσος λοιπόν, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, που διέσωσε ο Όμηρος στην  Ιλιάδα, προσέτρεξε σε βοήθεια των Τρώων, φέρνοντας μαζί του τα κάτασπρα σαν χιόνι άλογά του, το κατασκευασμένο από χρυσό κι ασήμι άρμα του και τα από τα ίδια υλικά φτιαγμένα υπέροχα όπλα του, την ίδια όμως νύχτα της άφιξής του τον σκότωσε ο ήρωας Διομήδης, ενώ ο Οδυσσέας άρπαξε τ' άλογά του. Οι Τρώες τον έθαψαν κάτω από ένα τύμβο που κατασκεύασαν με την φροντίδα του Έκτορα κι εκεί το σώμα του αναπαύθηκε επί αιώνες. Για τους ίδιους τους Θράκες, όμως, ο Ρήσος, στην πραγματικότητα, ήταν θεός, του οποίου η λατρεία δεν μας είναι γνωστή μόνο στην Αμφίπολη, αλλά και σ' άλλα μέρη της αρχαίας Θράκης, ενώ γνωρίζουμε πως ακόμη και μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Ρήσος λατρευόταν από το θρακικό φύλο των Βησσών της Ροδόπης σαν θεός, με πιο γνωστές ιδιότητες, αυτές του κυνηγού και του θεραπευτή, με τις οποίες θυμίζει έντονα έναν άλλο Θεό των Θρακών όλης της αρχαίας Θράκης, τον Κύριο Ήρωα ή Θράκα Ιππέα, επίσης θεό θεραπευτή και κυνηγό και γι' αυτό πολλοί συγγραφείς θεωρούν ότι κάτω από τα δύο ονόματα κρύβεται η ίδια μεγάλη θεότητα των θρακών, η ιδιαίτερα αγαπητή σ' αυτούς, αυτή του Διονύσου Σαβαζίου ή Βάκχου, τις σχέσεις του οποίου με τον Ρήσο τις επιβεβαιώνει ο επίλογος της τραγωδίας "Ρήσος" του Ευρυπίδη, σύμφωνα με τον οποίο, o Ρήσος, γενόμενος ανθρωποδαίμων της διονυσιακής πομπής, δηλαδή γενόμενος από άνθρωπος ημίθεος, θα είναι για πάντα προφήτης του Βάκχου, κρυμμένος στα σπήλαια του Παγγαίου που η γη του κρύβει ασήμι, όπου, όχι μόνο θα προλέγει τα μελλούμενα, αλλά θα στέλνει ο ίδιος τη θεία φώτιση στους προφήτες του, που ερμήνευαν τις ρήσεις της προμάντιδός του, στο ιερό του, στο Παγγαίο.
Είναι, λοιπόν, δεδομένη, ιστορικά αποδεδειγμένη και ιδιαίτερα σημαντική η σχέση των λατρειών των Θρακών του Παγγαίου με τα σπήλαια αυτού του τελευταίου. Και μπορεί μεν να μην έχει ακόμη ανακαλυφθεί το μαντείο του Παγγαιικού Βάκχου, που πιθανότατα είχε μορφή σπηλαίου, πλην όμως έχουμε σημαντικές ενδείξεις, που διασώζουν μέχρι σήμερα την ανάμνηση αρχαίων λατρειών μέσα στα σπήλαια του Ιερού Όρους των αρχαίων προγόνων μας. Προτού, όμως, αναφερθώ ειδικότερα σ’ αυτές τις σαφείς ενδείξεις, (που περιμένουν την αρχαιολογική μαρτυρία, προκειμένου να γίνουν αποδείξεις), οφείλω ν’ αναφερθώ γενικά στη έννοια της λιθολατρείας κατά την αρχαιότητα:
Η λιθολατρεία, η λατρεία, μ’ άλλα λόγια, των λίθων, που συναντάται σε φυλές και λαούς ολόκληρου σχεδόν του πλανήτη μας, ανάγει τις απαρχές της στην «εποχή του λίθου» και σχετίζεται με τη γονιμότητα των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών. Η λειτουργία της έχει την έννοια ότι η χρήση του λίθου, της πέτρας, μπορεί να κάνει τόσο τους ανθρώπους, όσο και τα δένδρα καρπερά, να κάνει τα φυτά να μεγαλώνουν, να φέρει τη βροχή κλπ., (δείτε Frazer, the golden bough, έκδοση 1912, I, 1, 140, 162 επ.). Ήδη από τα πανάρχαια χρόνια, η ελληνική μυθολογία αναφέρει ότι μετά τον κατακλυσμό, που κατέστρεψε τον κόσμο, η κιβωτός με τους δυο ανθρώπους που γλύτωσαν, τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, ήλθε και στάθηκε πάνω στο όρος Παρνασσός. Όταν βγήκαν από την κιβωτό οι δύο αυτοί πρωτάνθρωποι, δημιούργησαν το νέο κόσμο, τον λαό, πετώντας πίσω τους πέτρες, (που λέγονταν και «λάες», εξ ου κα η λέξη λαός). (Πινδάρου Ολυμπιόνικοι: 3,43 επ.: «Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσού καταβάντες | δόμον έθεντο πρώτον, άτερ δ’ ευνάς ομόδαμον, | κτισσάσθαν λίθινον γόνον. Λαοί δ’ ονόμασθεν …. Οι γαρ πεμπόμενοι εις τα όπισθεν λίθοι παρ’ αυτών άνθρωποι εγένοντο..»).
Μια μορφή λιθολατρείας ήταν, εξ άλλου, και το να πίνουν οι άνθρωποι τα ξέσματα από ιερούς λίθους, που θα τους μετέδιδαν τις ζωτικές ωφέλειές τους, (δείτε R. Briffault, The mothers. A study on the Origins of Sentiments and Institutions, London/New York 1927).
Πάμπολλα παραδείγματα πανάρχαιων λιθολατρειών γνωρίζουμε, όπως τον «ομφαλό, τον κωνικό λίθο στο Μαντείο των Δελφών, που ένωνε τον άνθρωπο με τον ουρανό και τη γη, θεωρούμενος, ο ίδιος αυτός λίθος, ως απεικόνιση της θεότητας της γης, τους δύο «manalis», δηλαδή τους δύο λίθους της ρωμαϊκής θρησκείας, από τους οποίους ο ένας στήριζε την πύλη του Άδη κι ο άλλος έφερνε τη βροχή, τις πανάρχαιες τελετουργίες στο Stonehenge της Αγγλίας, τις ιερές πέτρες huacas στο Περού, που ήταν οι απολιθωμένοι πρωτάνθρωποι και τους οποίους καλούσαν οι λάτρεις τους, άλλους για να φέρουν τη βροχή κι άλλους για να κάνουν γόνιμες τις γυναίκες, (δείτε Henze C., Mythes et Symboles Lunaires, Anvers 1932, 32 και επ.), αλλά και τον μαύρο μετεωρίτη που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του κτιρίου Ka’aba, το οποίο είναι το ιερότερο σημείο προσκυνήματος όλων των Μουσουλμάνων και βρίσκεται στη Μέκκα κ. ά.
Ειδικότερα, στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, οι Σημίτες κι οι λαοί της Μικράς Ασίας και του Αιγαίου πελάγους, με το συγγενικό μεταξύ τους, θρησκευτικό υπόβαθρο, (δείτε, έτσι, όμοιους μύθους για τον κατακλυσμό, ανάμεσα στους Σουμέριους, τους Εβραίους και τους Έλληνες), έχουν να επιδείξουν από τα πανάρχαια χρόνια σημεία λιθολατρειών, των οποίων το πιο πρωτόγονο χαρακτηριστικό ήταν οι λατρείες για τους ακατέργαστους λίθους (αργοί λίθοι), οι οποίοι ήταν ιεροί καθαυτοί και μόνο αργότερα συνδέθηκαν με κάποια θεότητα, για να μείνουν μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Ο περιηγητής Παυσανίας βεβαίωνε ότι οι Έλληνες λάτρευαν άλλοτε τους ακατέργαστους λίθους σαν μορφές των θεών τους, (με σημαντικότερη τη λατρεία ακατέργαστου λίθου στις Θεσπιές, (Παυσανία 9, 27,1 : «…θεών δε Θεσπιείς τιμώσιν Έρωτα μάλιστα εξ αρχής, και σφισιν άγαλμα παλαιότατόν εστιν, αργός λίθος»). Πέρα από τους ακατέργαστους λίθους λατρεύονταν από τους Έλληνες κι επεξεργασμένοι λίθοι, όπως οι κρητομηκυναϊκοί, λίθινοι κίονες, (δείτε Evans, the Mycenaean tree and Pillar Cult and its Mediterranean Relations: Μελέτη στο Journal of Hellenic Studies, έτους 1901 (τ. 21), σελ. 99 επ.) και αργότεροι οι λίθοι με ανθρώπινη μορφή, όπως οι ερμαϊκές στήλες.
Είναι ευνόητο, πως στοιχεία αρχαίων λιθολατρειών οφείλει κανείς ν’ αναζητήσει και πιο εύκολα μπορεί να βρει στις πιο πρωτόγονες λατρείες και θρησκείες του ελλαδικού Χώρου και μια τέτοια, η σημαντικότερη, ήταν η λατρεία του Διονύσου της Θράκης, ο οποίος, υπό την μορφή του ως «Σαβάζιος», λατρευόταν, από τα πιο αρχαία ακόμη χρόνια, απ’ όλους τους Θράκες, κύρια σε σπήλαια, ενώ υπάρχει και η ισχυρή άποψη ότι και αυτός ο ίδιος ο Διόνυσος των Ελλήνων (και μετέπειτα των ρωμαίων) δεν είναι παρά μια θεότητα που περιείχε ανάμειξη στοιχείων αρχαιότερων λατρειών, κρητομινωϊκής και θρακικής προέλευσης.
Η γονιμική ιδιότητα του μεγάλου Θεού των Θρακών, στην οποία πιο μπροστά αναφέρθηκα, είναι δεδομένη κι ανάγεται στην απώτερη αρχαιότητα. Ο θεός, και μετά την είσοδό του στην Ελλάδα, διατηρεί πολλά από τ’ αρχέγονα χαρακτηριστικά του, ανάμεσα στα οποία ένα σημαντικό ήταν η μέσω του συμβόλου του φαλλού κοινωνία του μύστη μαζί του, (δείτε εδώ και τους φαλλοφόρους συνοδούς του Διονύσου – Σαβαζίου, Σιληνούς/Σατύρους και Πάνες). Ειδικά στη λατρεία του θρακικού Σαβαζίου, ο φαλλός συμβολίζεται και μ’ ένα φίδι, το οποίο, ζωντανό ή χρυσό, το περνά ο μύστης από τον κόρφο του. Βασικό, επίσης, χαρακτηριστικό του λατρειακού τυπικού, τόσο του ελλαδικού Διονύσου, όσο και του θρακικού Σαβαζίου, είναι η χρήση φιδιών από τις μυημένες στη λατρεία του θεού γυναίκες, τις Μαινάδες ή Βάκχες, που τις περιγράφει ο Πλούταρχος, όταν αναφέρεται στη βασίλισσα της Μακεδονίας Ολυμπιάδα, η οποία «εξάγουσα βαρβαρικώτερον όφεις μεγάλους χειροήθεις εφείλκετο τοις θιάσοις, οί πολλάκις εκ του κιττού και των μυστικών λίκνων παραναδυόμενοι και περιελιττόμενοι τοις θύρσοις των γυναικών και τοις σταφάνοις, εξέπληττον τους άνδρας». Το φίδι, όμως, η ενσάρκωση του Σαβαζίου, είναι οικουμενικό σύμβολο του φαλλού και η συμβολική ένωση των μυημένων στη λατρεία του γυναικών με το φίδι ή με το ομοίωμα του ίδιου του φαλλού αποδεικνύει την αρχέγονη λειτουργία των φαλλόσχημων λίθων, που ήταν η τεκνογονία. Οι γυναίκες, σε πολλά σημεία του πλανήτη, σμίγουν συμβολικά με φαλλόσχημους, κατεργασμένους και (παλιότερα) ακατέργαστους λίθους, ή πίνουν ξέσματα από τέτοιους λίθους, για ν’ αποκτήσουν γονιμότητα (ή για να παράγουν άφθονο γάλα, για τη διατροφή των τέκνων τους). Τα παραδείγματα απ’ όλο τον πλανήτη είναι πάμπολλα: Ανάμεσα στους θεούς των Ινδιών, που τους αποδίδονται γυναικογονιμικές ιδιότητες, είναι ο Hanumann: Στη Βομβάη οι γυναίκες πηγαίνουν χαράματα στο ναό του, γυμνώνονται κι αγκαλιάζουν το άγαλμά του, (δείτε Hartland, Primitive Paternity 1, (L 1909) 124). Οι στέρφες γυναίκες στην Ινδία αγγίζουν ορισμένο μέρος του κορμιού τους στην κορυφή του ιερού φαλλού τους, του limgam, (δείτε I.A. Dulaure, Die Zeugnung in Glauben, Sitten und Brauchen der Volker, 47). Στη Ρώμη οι νύφες θυσιάζουν συμβολικά την παρθενία τους, καθήμενες σ’ ένα θεϊκό φαλλό, τον Mutunus Tutunus (Εγκυκλοπαίδια RE XVI 979και επ.). Είναι, επίσης, γνωστός ο λίθος, σε σχήμα φαλλού, που υπήρχε στην Αντίπολι, από τα πρώτα χρόνια του 5ου π.Χ αιώνα, ο οποίος φέρει επίγραμμα «τέρπων ειμί θεάς θεράπων σεμνής Αφροδίτης, τοις δε καταστήσασι Κύπρις χάριν ανταποδοίη», (η χάρη που αναμένεται από τη σεβάσμια, Κύπρια θεά, είναι αυτή η ίδια η αρχική λειτουργία των φαλλικών λίθων: Η τεκνογονία).
Εθνολογικά, εξ άλλου, ευρωπαϊκά παραδείγματα γυναικογονιμικών, ακατέργαστων λίθων ή μεγαλίθων έχουμε πολλά στη διεθνή βιβλιογραφία: Ο Sebillot, στο βιβλίο του με τίτλο «Παραδόσεις και προλήψεις της Άνω Βρετάνης», αναφέρει σημαντικές ιερουργίες, που τελούνταν νύχτα, τη μέρα της πανσελήνου, γύρω από μιαν από τις πέτρες του Carnac. Η Sibylle von Cles-Reden, στο έργο της «The Realm of the Great Godess», (αγγλική μετάφραση έτους 1961, σελίδα 260), λέγει τα εξής: «Είναι αρκετοί, σκόρπιοι στη Βρετάνη Μεγάλιθοι, που τους λένε «θερμόπετρες" και που σε κάποιες φάσεις της σελήνης οι νέες που θέλουν να παντρευτούν, δεν έχουν παρά να καθίσουν ή να γλυστρήσουν σ’ αυτές γυμνωμένες» και στη σελίδα 254: «Άλλοι λίθοι εδώ έχουν το χάρισμα να δίνουν γονιμότητα. Τον περασμένο αιώνα γυναίκες πήγαιναν κρυφά στον ένα ή τον άλλο από τους μονολίθους του S. Cado, κοντά στο Ploemel, για να τρίψουν το σώμα τους σ’ ένα μέρος των λίθων αυτών. Αυτό θεωρούσαν ότι σίγουρα θα τις επέτρεπε, σύντομα να μείνουν έγκυες». Ο Radermacher  στον Maas, (Reinisches Museum fur Philologie 28 (1929) 12), αναφέρεται σ’ ένα λίθο στην περιοχή της Ρηνανίας, στον οποίο κάθονταν γυναίκες στείρες, για να μπορέσουν ν’ αποκτήσουν τέκνα. Ένα ανάγλυφο από την τελευταία, μεγαλιθική περίοδο της Σαρδηνίας απεικονίζει τρεις γυναίκες να χορεύουν φρενιασμένα γύρω από έναν ιερό λίθο, (Sibylle von Cles-Reden, στο έργο της «The Realm of the Great Godess», όπ. παρ.)
Ας έλθουμε, όμως, πλέον και στο Παγγαίο, στο οποίο, σαν κέντρο της πρωτόγονης λατρείας του Διονύσου Σαβαζίου, (προτού αυτή προσλάβει τα σωτηριολογικά στοιχεία της ορφικής διδασκαλίας, πράγμα που έγινε πολύ αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους), είναι φυσικό να ήταν διαδεδομένη και η λιθολατρεία. Έτσι:
Ο λόγιος μοναχός της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης του Παγγαίου, αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Μοσχόπουλος, εξέδωσε το έτος 1896, στο τυπογραφείο των Κ. Ζιβίδου και Β. Βουλγαρόπουλου, στην Κωνσταντινούπολη, το σύγγραμμά του με τίτλο «Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΗΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΕΡΙ ΑΥΤΗΣ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΩΝ – ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ – ΕΚΔΟΣΙΣ ΠΡΩΤΗ». Στο σημαντικό αυτό για την ιστορία του Παγγαίου, πρώιμο έργο, ο λόγιος μοναχός αναφέρει ότι «εκ των επί του (Παγγαίου) όρους σπηλαίων και λαβυρινθωδών οπών, γνωστοτέρα είναι η ου πολύ μακράν του Πιλάφ-τεπέ (σημερινή κορυφή «Αυγό») κειμένη Ασκητότρυπα, φυσική και όλως ακατέργαστος, ήτις εξακολουθεί, ως βεβαιούσι, μέχρι των Λακκοβικίων. Ανάδοχος του υπομιμνήσκοντος τον μυθικόν του Μίνωος λαβυρίνθου τούτου είναι παράδοσίς της, καθ’ ην εν αυτώ έζησάν ποτε ασκηταί μοναχοί, δια τούτο δε χρησιμεύει τοις επισκέπταις της Εικοσιφοινίσσης ως προσκύνημα, κειμένη 3-4 ώρας ανατολικώς της Μονής. Ιδίως τας γυναίκας ελκύει ο εν αυτή γαλακτίτης λίθος, τον οποίον μεταχειρίζονται ως φάρμακον κατά της στειρώσεως και της επισχέσεως του γάλακτος». Στο σημείο αυτό της αφήγησής του, μάλιστα, ο συγγραφέας παραπέμπει στη Γεωγραφία του Μελετίου και στο σχετικό με την Πίνδο κεφάλαιο αυτής, στο οποίο μεταβαίνω αμέσως, για να σημειώσω τα εξής: Ο Μελέτιος ήταν Μητροπολίτης Αθηνών, γεννήθηκε το έτος 1661 στα Ιωάννινα  και συνέγραψε το έργο του με τίτλο «Μελετίου Γεωγραφία Παλαιά και Νέα: Συλλεχθείσα εκ διαφόρων συγγραφέων παλαιών τε και νέων και εκ διαφόρων επιγραφών των εν λίθοις και εις κοινήν διάλεκτον εκτεθείσα, χάριν των πολλών του ημετέρου Γένους», το οποίο εξέδωσε στη Βενετία, κατά το έτος 1807, ο Άνθιμος Γαζής. Στο σύγγραμμά του αυτό ο Μελέτιος και υπό τον τίτλο Ευρώπη, στο Β’ τόμο και μεταξύ άλλων κεφαλαίων περιλαμβάνει το κεφάλαιο με τίτλο «Ήπειρος», στο οποίο, στη σελίδα 258, γράφει τα εξής: «Ευρίσκεται εις ετούτον το όρος ο Γαλατίτης λίθος, ο οποίος τριφθείς εις νερόν το κάνει ωσάν γάλα και βασταζόμενος υπό των γυναικών ταις κατηβάζει γάλα».
Η επίσκεψή μου στην «Ασκητότρυπα» και η είσοδός μου στο βάθος αυτής επιβεβαίωσε όσα ο Μοσχόπουλος ανέφερε γι’ αυτήν. Πράγματι, μεγάλοι σταλαγμίτες, αρκετοί από τους οποίους ενώνονται με σταλακτίτες και δημιουργούν έτσι στήλες σαν αρχαίους κίονες, υπάρχουν πολλοί στο βάθος του σπηλαίου, ορισμένοι δε απ’ αυτούς παρουσιάζουν, επί πλέον, σαφέστατα ίχνη συστηματικής κι επί πάρα πολλά χρόνια λαβούσας χώρα απόξεσής τους, όπως δείχνει το γεγονός ότι αυτοί είναι ιδιαίτερα λεπτοί στα σημεία της απόξεσης αυτής.
Μέσα, όμως, και σ’ ένα άλλο, πολύ ευρύχωρο σπήλαιο, βόρεια από τον σημερινό Πλατανότοπο του Δήμου Παγγαίου, το νερό σχημάτισε μια μικρότερη οπή, μεγέθους όσο ένα πολύ μικρό, στενόμακρο δωμάτιο, το οποίο μπορούσε να κλειστεί μ’ ένα δέρμα ζώου και ν’ αποτελέσει, έτσι έναν χώρο, δυνάμενο εύκολα να θερμανθεί και, άρα, ιδανικό για κατοίκηση. Σ’ αυτόν ακριβώς το χώρο του σπηλαίου υπάρχουν ίχνη προϊστορικής κατοίκησης, που την αποδεικνύουν τα ευάριθμα όστρακα αβαφών αγγείων. Έξω ακριβώς από τον χώρο αυτό κατοίκησης, πάντοτε, όμως, μέσα στο μεγάλο σπήλαιο, οι χρήστες του σπηλαίου επεξεργάστηκαν ένα σταλαγμίτη λίθο, του προσέδωσαν το σχήμα του ανδρικού φαλλού και αφού έσκαψαν τον βράχο του σπηλαίου, που βρισκόταν πίσω από τον σταλαγμίτη, έκαναν ώστε αυτός να φαίνεται ότι βρίσκεται μέσα σε πλαίσιο (βιτρίνα). Κι αυτός ο σταλαγμίτης, με το σχήμα του φαλλού, παρουσιάζει ολοφάνερα ίχνη συστηματικής και για πάρα πολλά χρόνια απόξεσής του, κατά τρόπον ώστε να έχει λεπτύνει το κάτω μέρος του και ίσα – ίσα που συνδέεται με το πέτρινο υπόβαθρό του.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι και στις δυο περιπτώσεις που προανέφερα, έχουμε σαφή ίχνη επιβίωσης μιας πανάρχαιας λιθολατρείας, μιας, λατρείας, δηλαδή, συγκεκριμένων λίθων, η απόσπαση κομματιών από τους οποίους, προφανώς από γυναίκες ή για γυναίκες, είχε γι’ αυτές γονιμικές ιδιότητες, δηλαδή τις έκανε να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να γίνουν γόνιμες και να μπορέσουν να κυοφορήσουν, ή, έστω, ότι θα μπορούσαν να παράγουν άφθονο γάλα για τα βρέφη τους.
Με μια τόσο σημαντική προϊστορία, λοιπόν, είναι βέβαιο ότι το Παγγαίο διαθέτει, οπωσδήποτε, κι άλλα λατρευτικά σπήλαια, η εντός των οποίων λατρεία μπορεί ν’ ανάγεται, από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι το τέλος της ρωμαϊκής εποχής, τα οποία απλώς περιμένουν την αρχαιολογική επίσκεψη πρώτα και την αρχαιολογική σκαπάνη στη συνέχεια, προκειμένου να φανερώσουν τα μυστικά τους. Περίτρανη απόδειξη αυτής της άποψης που εξέθεσα, αποτελεί το πλήθος των ιχνών ανθρώπινης παρουσίας μέσα σε αρκετά σπήλαια του Παγγαίου, όπως είναι η Αρκουδότρυπα της Γαληψού, τα Δισάκκια της Παλιάς Μεσολακκιάς, το ίδιο το σπήλαιο του Πλατανοτόπου, για το οποίο μίλησα προηγούμενα και, σίγουρα και πολλά άλλα, άγνωστα σε μένα. Σε κάποια, μάλιστα από αυτά, η αρχαία λατρεία πιστοποιείται, από τη συνέχισή της και τη διάσωσή της μέχρι τις μέρες μας, μεταλλαγμένης, όμως, ή, μάλλον, κρυμμένης κάτω από την χριστιανική λατρεία. Δύο παραδείγματα που θα σας παρουσιάσω, νομίζω πως αρκούν για ν’ αποδείξουν του λόγου μου τα αληθές:
Το σπήλαιο «της Παναγιάς οι τρύπες» της Μουσθένης είναι ένα ευρύχωρο σπήλαιο, στα όρια του χωριού Μουσθένη και σε απόσταση αναπνοής από την ακρόπολη του θρακικού πολίσματος «Πέργαμον», (το οποίο αναφέρει ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας τη διέλευση του Ξέρξη από την Πιερία κοιλάδα), με μεγάλο χώρο μπροστά στις εισόδους του, όπου, προφανώς, τελούνταν κατά την αρχαιότητα λατρευτικές τελετουργίες. Στο εσωτερικό του σπηλαίου αυτού οι γηγενείς κάτοικοι του χωριού έχουν τοποθετημένα, άγνωστο επί πόσους αιώνες πριν, τα δείγματα της χριστιανικής τους πίστης, όπως εικόνες, κύρια της Παναγίας, αλλά και διαφόρων Αγίων, καμένα (άγνωστο γιατί) εκκλησιαστικά βιβλία, όλα τοποθετημένα ανάμεσα στις σχισμές των βράχων κλπ. Είναι προφανές ότι η ανάμνηση μιας αρχαίας λατρείας στο σπήλαιο αυτό, που την ασκούσαν οι Θράκες κάτοικοι του πολίσματος του γειτονικού Περγάμου, διασώθηκε από τους κατοίκους του πανάρχαιου, ελληνικού χωριού, οι οποίοι την αντικατέστησαν, όπως ήταν φυσικό, για λόγους θρησκευτικού συγκρητισμού και, ίσως, προκειμένου να καθαγιάσουν τον άλλοτε ειδωλολατρικό χώρο, με μια χριστιανική λατρεία, η οποία, όμως, λόγω του ασυνήθους, ακριβώς του χώρου στον οποίο αδιάλειπτα μέχρι τις ημέρες μας ασκείται, προδίδει την αρχαιότητα της καταγωγής της.
Ομοίως, και στο μεγάλο σπήλαιο Δισάκκια της Παλιάς Μεσολακκιάς (ή Πάνω Λακκοβικίων), με τα άφθονα στοιχεία προϊστορικής κατοίκησής του, η μαρτυρία του γηγενούς, γεννημένου και μεγαλωμένου στο σήμερα εγκαταλειμμένο χωριό, Περικλή Σδρούβου, ότι ανήμερα το Πάσχα όλοι νέοι του χωριού κατέρχονταν στο σπήλαιο (με την κάθετη είσοδο) και με αναμμένους δαυλούς, συμβολικά διέλυαν τα σκότη του Άδη, κηρύσσοντας την Ανάσταση του Κυρίου, προδίδει μια τελετουργία που είναι φανερό ότι ανάγει τις απαρχές της σε κάποια ανάλογη λατρεία, που ασκούνταν στο ίδιο σπήλαιο, από τους αρχαίους κατοίκους κι αυτού του πανάρχαιου, ελληνικού οικισμού.
 
 
 
 
 
 
Τέλος, χάριν συγκρίσεως, ανάμεσα σε πλείστα παραδείγματα που υπάρχουν σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, αναφέρω ότι στη βορειοδυτική Χίο υπάρχει ένα μεγάλο σπήλαιο, εκτεινόμενο σε τρία επίπεδα, (κατώτερο, μέσο και ανώτερο), με την ονομασία «του Αγίου Γάλακτος», δίπλα στο ομώνυμο χωριό, το οποίο, όπως οι αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν, περιέχει αποδείξεις της αρχαιότερης εγκατάστασης ανθρώπου στο νησί, ήδη από την παλαιολιθική εποχή. Είναι προφανές, ότι και στο σπήλαιο αυτό τελούνταν στους αρχαίους χρόνους λατρευτικές τελετουργίες, από τους ανθρώπους που για χιλιάδες χρόνια έζησαν στο εσωτερικό του. Αυτές οι αρχαίες λατρείες συνεχίστηκαν μέχρι τα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια, όπως αποδεικνύουν πολλά θραύσματα λυχνιών και πήλινων ανθρώπινων μορφών που βρέθηκαν σ’ αυτό. Οι αρχαιολόγοι, μάλιστα, πιθανολογούν ότι το σπήλαιο συνδεόταν με τη λατρεία της θεάς Ειλείθυιας, προστάτιδας των επίτοκων γυναικών. Τι το πιο φυσικό, λοιπόν, αυτή η λατρεία της αρχαίας θεάς προστάστιδας των επίτοκων γυναικών ν’ αντικατασταθεί στα βυζαντινά χρόνια, οπωσδήποτε δε πριν από τον 11ο αιώνα, από τη λατρεία της Παναγίας της Αγιογαλούσαινας, η οποία, επίσης, «εγαλούχησε τον Δεσπότην τυ κόσμου», ναός της οποίας κτίστηκε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, στο εσωτερικό του σπηλαίου, με το παρεκκλήσι της θεομήτορος Αγίας Άννας ναι έχει κτισθεί ολόκληρο στο εσωτερικό του. Δίπλα, εξ άλλου, στο ναό, πάντοτε μέσα στο σπήλαιο, υπάρχουν τοποθετημένες εικόνες αγίων, χώροι ανάμματος κεριών και άλλες ενδείξεις απόδοσης λατρείας στο θείο.  Εκείνο, όμως, που εξηγεί την πανάρχαια λατρευτική χρήση του σπηλαίου, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όπως εξηγεί και το ίδιο το όνομά του, είναι το νερό που τρέχει, υπό μορφή σταγονών, από τους μεγάλους, μαστοειδείς σταλακτίτες της οροφής του, το οποίο είναι τόσο παχύρρευστο και τόσο λευκό, λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς του σε ασβέστιο, που μοιάζει πολύ με το γάλα και γι’ αυτό, προφανώς, εντυπωσίαζε κι εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα τους κατοίκους και τους επισκέπτες του σπηλαίου εδώ, με αποτέλεσμα να του προσδώσουν θεραπευτικές ιδιότητες, αποκαλώντας το «άγιο γάλα» ή απλώς «αγίασμα» και να θεωρούν ότι η μετάληψή του μπορεί να θεραπεύει τις ασθένειές τους.
Β) ΤΑ ΒΡΑΧΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ (ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ – ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΣΕ ΒΡΑΧΟΥΣ)
Ι) ΤΑ ΚΑΘΑΥΤΟ ΒΡΑΧΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ, ΗΤΟΙ ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΕ ΒΡΑΧΟΥΣ
Έρχομαι σ’ ένα ακόμη σημαντικό, πλην όμως ιδιαίτερα σκοτεινό κεφάλαιο της ιστορίας του Παγγαίου, στ’ "ακιδογραφήματα" ή "βραχογραφήματά" του.
Τα βραχογραφήματα είναι σύνολα παραστάσεων ή συμβόλων και γραμμάτων, σχεδιασμένα, χαραγμένα ή λαξευμένα πάνω στον σκληρό γρανίτη ή στον σκληρό ασβεστόλιθο, συνηθέστατα στην ύπαιθρο, αλλά, σε ορισμένες, σπάνιες περιπτώσεις, και κάτω από βραχοσκεπές και μέσα σε σπήλαια.
Στο Παγγαίο (αλλά και στο Σύμβολο, που κατά την αρχαιότητα θεωρούνταν σαν κομμάτι του Παγγαίου), ο αριθμός των εντοπισμένων βράχων, που έχουν πάνω τους βραχογραφήματα, με περίπλοκες και συχνά αλληλοκαλυπτόμενες παραστάσεις, είναι πολύ μεγάλος, ενώ όσων δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί, πιστεύω ότι είναι πολύ μεγαλύτερος.
Για τα βραχογραφήματα, που πρωτοπαρατηρήθηκαν και μελετήθηκαν από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης κ. Νικόλαο Μουτσόπουλο, στο Νότιο και Νοτιοδυτικό Παγγαίο, από το 1966 και μετά, αποτέλεσαν δε αντικείμενο της μοναδικής μέχρι σήμερα, απ’ όσο τουλάχιστον εγώ γνωρίζω, διδακτορικής διατριβής, αυτής του συντοπίτη μας Λάζαρου Χατζηλαζαρίδη από το Κρυονέρι Καβάλας, δεν έχει γίνει η παραμικρή, επιστημονική έρευνα, ούτε καν η απλή καταγραφή τους, με αποτέλεσμα να ερμηνεύονται από τους θησαυροθήρες σαν "σημάδια" θησαυρών και να καταστρέφονται άδικα.
Τι είναι όμως τα βραχογραφήματα, (που δεν βρίσκονται μόνο στο Παγγαίο αλλά και στη Γραμμένη Πέτρα της Φωλιάς, στα βουνά της Λεκάνης - Κρυονέρι Καβάλας - και αλλού);. Πρόκειται για πανάρχαιες απεικονίσεις, κυρίως άγριων ζώων της περιοχής, αλλά και ανθρώπινων μορφών, κύρια ιππέων, αρότρων, τόξων και ακοντίων, αλλά και άγνωστης ερμηνείας συμβόλων. Το γεγονός ότι στο Παγγαίο όλα τα βραχογραφήματα, είτε βρίσκονται στο νότιο Παγγαίο, (όπως λ.χ. γύρω από το παλιό Χορτοκόπι) είτε στο Δυτικό Παγγαίο, παρουσιάζουν έναν ενιαίο τύπο, δείχνει ότι φτιάχτηκαν από έναν και τον αυτό λαό και μάλιστα με μια τεχνική (της γραμμικής χάραξης, δηλαδή της διάνοιξης οπών πάνω στον σκληρό βράχο, που στο τέλος ενώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν γραμμές) που μέχρι και σήμερα ακόμη χρησιμοποιούν οι ποιμένες του Παγγαίου, για να χαράζουν τα ονόματά τους, συχνά πάνω στους ίδιους βράχους με τις αρχαίες απεικονίσεις.
Η χρονολόγηση των βραχογραφημάτων είναι πολύ δύσκολη, αλλά πάντως γίνεται γενικά δεκτό, απ’ όσους τουλάχιστον ασχολήθηκαν με το αντικείμενο, (Μουτσόπουλος, Χρήστος Παπουτσάκης, Χατζηλαζαρίδης), ότι οι παλιότερες ανάγονται στην όψιμη εποχή του χαλκού, (γύρω δηλαδή στην 3η χιλιετία π.Χ.), ενώ οι νεώτερες φθάνουν μέχρι και τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους. Η δυσχέρεια της χρονολόγησης έγκειται στο ότι τα βραχογραφήματα βρίσκονται συνήθως στην επιφάνεια του εδάφους και όχι μέσα σε γεωλογικά στρώματα, ώστε να είναι εύκολη χρονολόγησή τους. Πάντως, οι ίδιες οι απεικονίσεις των βράχων παρέχουν στοιχεία ουσιαστικά και περιέχουν σημαντικές ενδείξεις για την ηλικία τους. Τα όπλα, τα ενδύματα, η πανίδα, είναι πληροφορίες που ορίζουν κάποια χρονικά όρια, αλλά και μαρτυρούν το στάδιο της πολιτιστικής εξέλιξης. Η συσχέτιση, εξ άλλου, στο ύφος και στη θεματογραφία, με ανάλογα, χρονολογημένα ευρήματα άλλων περιοχών της Ελλάδος ή άλλων χωρών, αποδεικνύεται συχνά πολύ διαφωτιστική.
 

Ο λαός που σχεδίασε τα αρχαία (προχριστιανικά) βραχογραφήματα του Παγγαίου, (τα οποία έχουν διαστάσεις, από μερικά εκατοστά του μέτρου μέχρι και ένα μέτρο), ήταν ένας λαός ποιμενικός, (ο κύριος όγκος των βραχογραφημάτων φαίνεται να προέρχεται από τα θρακικά φύλα που ήδη πριν από τη γεωμετρική εποχή κατοικούσαν στο Παγγαίο), ζούσε πάνω στο όρος σε κατάσταση αρκετά πρωτόγονη, ασκώντας το κυνήγι σαν ουσιαστικό μέσον πορισμού τροφής και γι' αυτό διατήρησε ιδέες και συνήθειες που είχαν πιο πρωτόγονο χαρακτήρα. Πράγματι, γνωρίζουμε από την αρχαία γραμματεία για την παρουσία θρακικών, κυρίως, φύλων, (αλλά και υπολειμμάτων Δαρδάνων και Φρυγών), στο Παγγαίο, καθώς και για το ότι αυτά έζησαν στο περιθώριο του υψηλού, ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο είχαν μεταφέρει κι αναπτύξει στα βόρεια παράλια του Αιγαίου οι Έλληνες άποικοι από την Ελλάδα, (λ.χ. οι Πάριοι άποικοι της Θάσου), διατηρώντας έναν σχεδόν παλαιολιθικό τρόπο ζωής, παράλληλα με στοιχεία γεωργικής οι¬κονομίας και διαβιώνοντας στην ορεινή χώρα, αφού τα παράλια κατέχονταν από τους αποίκους. Εκεί τα φύλα αυτά ζούσαν απομονωμένα, αλλ’ όμως και με πολιτιστική αυτοτέλεια. Ασκούσαν το κυνήγι, ως ουσιαστικό μέρος του προσπορισμού τροφής και μαζί μ' αυτό διατηρούσαν ιδεοληψίες και συνήθειες σχεδόν παλαιολιθικού χαρα¬κτήρα. Θα δέχονταν βέβαια επιρροές και τεχνολογία από τούς υψηλούς πολιτισμούς, διατήρησαν όμως τα βασικά, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Μ' αυτά τα δεδομένα, ήταν φυσικό, τα θρακικά φύλα του Παγγαίου να σχεδιάσουν πάνω στον σκληρό ασβεστόλιθο ότι τους εντυπωσίαζε ή ότι αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της ζωής τους. Έτσι σχεδίασαν, φυσικά, ζώα, πολλά ζώα, σαν αυτά που οι κυνηγοί τους κυνηγούσαν στο Παγγαίο, (ελάφια, ζαρκάδια, μικρά ζώα αλλά και λύκους που επιτίθενται σ’ ελάφια, αλεπούδες, τσακάλια, σκύλους), των οποίων πρόσεχαν πάντοτε να δείχνουν το φύλο και τα οποία πολύ συχνά είχαν πάνω τους καρφωμένα τα βέλη που οι ίδιοι οι κυνηγοί τους είχαν τοξεύσει εναντίον τους! Ζωγράφισαν επίσης τα όπλα του κυνηγιού, (κυρίως τόξα και δόρατα), φίδια και μερικές φορές, γιατί όχι; και τους ίδιους τους εαυτούς τους, συνήθως πάνω σε άλογα, να κρατούν τα δόρατά τους! Πάντως, δεν είναι εύκολο, πάντοτε, να προσδιοριστεί, τι παριστάνει η κάθε παράσταση, ούτε να προσδιοριστεί και να ενταχθεί σε συγκεκριμένο είδος το ζώο που απεικονίζεται. Αυτό συμβαίνει, πολύ περισσότερο, όταν η επιφάνεια έχει φθαρεί από τη διάβρωση της πολυκαιρίας. Άλλες φορές η απεικόνιση είναι ανεξήγητη, όπως των βραχογραφημάτων στη Γραμμένη Πέτρα της Φωλιάς, όπου απεικονίζονται κυρίως άγνωστης σημασίας σύμβολα και γεωμετρικά σχήματα ή σε βράχο κοντά στις Δύο Βρύσες Ακροβουνίου, όπου φαίνεται, λόγου χάριν, ένα σχεδίασμα, που μοιάζει χαρακτηριστικά με την ηλιακή λέμβο, με την οποία απεικόνιζαν στους τάφους τους οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τη κίνηση του μεγάλου θεού τους, του Ρα – Ήλιου στον ουρανό, στη διάρκεια της μέρας!
Άνθρωποι και ζώα σχεδιάζονται με υποτυπώδη τρόπο, με απλές και λιτές γραμμές, είναι όμως πολύ εκφραστικοί. Ιδιαίτερα εκείνα τα σχέδια που αποτελούνται από δύο απλές, παράλληλες γραμμές, (όπως είναι τα βραχογραφήματα του παλιού Χορτοκοπίου) και φαίνονται να είναι τα παλαιότερα, είναι συνάμα και τα ωραιότερα. Έτσι, σ’ ένα βράχο του Παλιού Χορτοκοπίου απεικονίζεται σε κάτοψη μόνο το κεφάλι ενός σαρκοφάγου ζώου, ν’ αρπάζει από την κοιλιά το ελάφι, του οποίου το σώμα, σε υπερέκταση, προδίδει την αγωνία του θανάτου! Το εκπληκτικό των πιο αρχαίων βραχογραφημάτων του Παγγαίου είναι η ρευστότητα των σχημάτων τους, η σιγουριά των γραμμών, η σαφήνεια της διαμόρφωσης, η επιβλητικότητα της έκφρασης και η ευχέρεια στη διάταξη της αναλογίας των μεγεθών.
Γιατί, όμως, οι πανάρχαιοι Θράκες καλλιτέχνες του Παγγαίου, (αλλά και όλοι όσοι ανά την υφήλιο έκαναν το ίδιο), σχεδίαζαν πάνω στην επιφάνεια των βράχων (από γρανίτη ή ασβεστόλιθο) και γιατί επέλεγαν αυτούς τους βράχους με κριτήριο την σκληρότητα και τη δυνατότητα διατήρησης των απεικονίσεών τους για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα;  Ο Λάζαρος Χατζηλαζαρίδης αναφέρει ότι, κατά την άποψη της επιστημονικής κοινότητας, η χρήση των βραχογραφημάτων από τους προϊστορικούς ανθρώπους ή και τους μεταγενέστερους ίσως συνδέεται με τη μαγεία ή με διάφορα θρησκευτικά συναισθήματα ή ακόμη με τις επιθυμίες τους και τις εντυπώσεις τους από εικόνες του φυσικού περιβάλλοντος. Σε μια σχετική με τα βραχογραφήματα εργασία του, ο καθηγητής Μ. Γκητάκος, το έτος 1968, γράφει: «Αι παραστάσεις διαφόρων ζώων και γενικώς αι σκηναί θήρας δεν πηγάζουν εξ απλής τινός διακοσμητικής τάσεως, αλλ’ έκ τινων θρησκευτικών δοξασιών και έκ τινων κοσμοθεωρητικών βιώσεων».
Στις παραπάνω απόψεις εγώ θα προσθέσω και τις δικές μου παρατηρήσεις:
Προτού ο άνθρωπος ανακαλύψει τη γραφή, ζωγράφιζε πάνω στο βράχο, πάνω στο λίθο, γενικά, αυτό που σκεπτόταν, αυτό που επιθυμούσε, αυτό που ζητούσε από τη θεότητα να του παράσχει. Σ’ αυτή την πανάρχαια και πανανθρώπινη ανάγκη έκφρασης οφείλονται και τα βραχογραφήματα του Παγγαίου, η δημιουργία των οποίων ικανοποιούσε πρωταρχικές ανάγκες των δημιουργών τους και συνιστούσε πρώιμο τρόπο έκφρασης αυτών των τελευταίων. Μπορούν, έτσι, σύμφωνα με τον Λάζαρο Χατζηλαζαρίδη, να θεωρηθούν ως τα σωζόμενα πρώτα εργαλεία σκέψης.
Επίσης, τα βραχογραφήματα του Παγγαίου είναι χαραγμένα πάνω σε σκληρούς βράχους, αρκετά μεγάλων διαστάσεων, οι οποίοι βρίσκονται, σχεδόν πάντοτε, πάνω από μεγάλες πεδιάδες ή κοιλάδες, πάνω από χαράδρες, από πηγές νερού, περάσματα ανθρώπων και ζώων ή σε σημεία με πολύ καλή, απέραντη θα έλεγα, θέα. Αυτή η επιλογή του τόπου χάραξης δεν νομίζω ότι είναι τυχαία, αλλά μαρτυρά κι επιβεβαιώνει τον χαρακτήρα των χαραγμάτων ως  συμβόλων με μαγική ή θρησκευτική σημασία, τα οποία ο καλλιτέχνης τους ίσως να ήθελε να μπορούν να γίνουν αντιληπτά από πολλούς ανθρώπους. Ίσως, πάλι, ο αρχαίος κυνηγός ν’ αποτύπωνε στον βράχο το ζώο (ελάφι) που ήθελε να κυνηγήσει και να θηρεύσει, είτε προκειμένου να εξευμενίσει το πνεύμα του, για να μη τον εκδικηθεί όταν θα το σκότωνε, είτε για να παρακαλέσει τη θεότητα να φέρει το θήραμα μπροστά του, είτε, τέλος και για να δείξει την χαρά και την ευγνωμοσύνη του προς τη θεότητα, για την επιτυχία του κυνηγιού του. Η μαγική και λατρευτική σημασία, συνεπώς, των βραχογραφημάτων πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη, κατά την άποψή μου, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι άλλες παραστάσεις, (όπως λ.χ. των αρότρων), δεν σχεδιάζονταν γι’ άλλους λόγους, όπως, π.χ, από καλλιτεχνική ανησυχία του αρχαίου, υπαίθριου καλλιτέχνη ή γιατί αυτός ήθελε ν΄ αφήσει μηνύματα για τις επόμενες γενιές, ότι υπήρξε, δημιούργησε και κατέθεσε τη δική του εμπειρία ως λαός ή πολιτισμός, προτού χαθεί το φύλο του στο διάβα της Ιστορίας. Αυτήν, άλλωστε, την καλλιτεχνική ανησυχία, ή ακόμη και την απλή ανάγκη του ανθρώπου, «ν’ αφήσει κάτι πίσω του», όταν ο ίδιος θα έχει εγκαταλείψει αυτή τη ζωή, προδίδει το γεγονός ότι οι ποιμένες του Παγγαίου χάραζαν και μέχρι τις μέρες μας χαράζουν ακόμη, πάνω στους σκληρούς βράχους, πολλές φορές σ’ αυτούς τους ίδιους που φιλοξενούν και τις αρχαίες παραστάσεις, τα ονόματά τους, τα όπλα τους ή ότι τους κάνει εντύπωση, στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς τους στη φύση.
ΙΙ) ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΧΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΣΕ ΒΡΑΧΟΥΣ
Στην εποχή της ρωμαϊκής κατοχής του Παγγαίου, οι μύθοι της πανάρχαιας μυθολογίας του δεν είχαν χάσει καθόλου από τον μυστηριακό τους χαρακτήρα κι από την έλξη που ασκούσαν στους αυτόχθονες. Έτσι, όταν οι Φίλιπποι έγιναν ρωμαϊκή αποικία και ρωμαίοι άποικοι κατέκλυσαν και τις πλαγιές του ιερού όρους κι ολόκληρη την Πιερία κοιλάδα, η ρωμαϊκή θρησκεία συνάντησε εδώ μύθους καθάριους και ζωντανούς, που τους ενσωμάτωσε στον βασικό κορμό της κι ο θρησκευτικός αυτός συγκρητισμός δημιούργησε μια βαθιά πνευματική θρησκεία, μ’ ενεργή προσήλωση και πίστη στη μέλλουσα ζωή, που έκανε τους μυημένους της έτοιμους να δεχθούν το πνευματικό μήνυμα της νέας Χριστιανικής θρησκείας, η οποία τότε είχε αρχίσει ν’ ανατέλλει. Κι έτσι, δεν είναι τυχαία, όπως εγώ τουλάχιστον πιστεύω, η επιλογή αυτού ακριβώς του τόπου, από τον Απόστολο των Εθνών, τον Παύλο, για την έναρξη της Χριστιανικής διδασκαλίας, για πρώτη φορά πάνω στο ευρωπαϊκό έδαφος.
 

Μια μαρτυρία της βαθιάς πνευματικότητας των κατοίκων του Παγγαίου κατά την ρωμαϊκή περίοδο μας παρέχει μια χαραγμένη σε βράχο επιγραφή, δυτικά από το ερειπωμένο σήμερα μουσουλμανικό χωριό Τσιφλίκ, το οποίο, μετά το έτος 1929 ονομάστηκε Τρίτα και βρίσκεται βορειοδυτικά του Πλατανοτόπου, εγκαταλειμμένο σήμερα.
Πάνω σ’ ένα μεγάλο, φυσικό βράχο, μαρμαρούχο σχιστόλιθο κι ανάμεσα σε εμφανή ίχνη ερειπίων του ιερού της λατρευόμενης θεότητας, βρίσκεται μέχρι σήμερα μια επιγραφή, που είναι, πλέον, τόσο άσχημα διατηρημένη, λόγω της επί αιώνες έκθεσής της στα κάθε είδους καιρικά φαινόμενα, ώστε με δυσκολία μπορεί να γίνει αντιληπτή, ακόμη κι από το προσεκτικό μάτι του ερευνητή. Η επιγραφή έχει χαραχθεί πάνω στην καμπύλη επιφάνεια του βράχου, χωρίς καμιά προηγούμενη επεξεργασία, καταλαμβάνει χώρο διαστάσεων 0,68 μέτρων ύψους και 0,86 μέτρων πλάτους και είναι γραμμένη σε δύο στήλες, σαφώς χωρισμένες η μια από την άλλη, σαν τις ανοιχτές σελίδες ενός βιβλίου.
Οι χαρακτήρες (τα γράμματα) είναι μεν σχεδιασμένοι χονδροειδώς, είναι όμως σκαλισμένοι αρκετά βαθιά στον βράχο κι έτσι είναι ορατοί ακόμη και σήμερα. Τέλος, τον βράχο χωρίζουν μεγάλες αυλακώσεις, οι οποίες, όμως, υπήρχαν και την εποχή που χαράχθηκε η επιγραφή η οποία, γι’ αυτό τον λόγο, γράφηκε σε δύο στήλες κι έλαβε υπόψη της τις αυλακώσεις αυτές.
Το κείμενο της επιγραφής ήταν το ακόλουθο (οι χαρακτήρες μέσα σε αγκύλες είναι υποθετικοί, διότι οι πραγματικοί έχουν σβηστεί):
ΘΕΑΣ                                             ΚΕ ΟΙ [Α]
ΑΛΜΩΠΙ                                       ΠΟΣΤΟ
ΑΣ ΑΜΠΕΛΟΣ                             ΛΟΙ ΣΕΡΩΗΝΙ
[Η]ΓΟΡΑΣΜΕΝΗ                         ΚΕ Η[Ρ]ΟΥΝΙ
ΠΑΣ Ο ΚΙΝΩΝ                             ΚΕ ΗΛΙ[ΟΔ]ΩΡΩ
[ΔΩΣΕΙ] *..........                            ΚΕ ΕΥΠΟΡΩ
                                                       ΚΕ ΚΑΛΠΡΙΩ
Ο ΙΕ[Ρ]Ε[Υ]Σ                                 ΚΕ ΕΥΠΟΥΛΩ
ΦΙΛΙ[ΠΠΩΝ]                                 Ρ[Μ]
                                                        Ο  [Θ]Υ[Σ]ΑΣ
                                                                ΡΜ ΖΙΠΑΣ ΖΙΠΟΔΟΥ
                                                                ΡΜ ΚΑΠΙΑΠΟΣ
                                                   ΖΗΝΟΝΟΣ
                                                   ..........Κ....
Η επιγραφή σημαδεύει τη θέση ενός αμπελιού αφιερωμένου σε κάποια θεά Αλμωπία και πιστοποιεί την απόκτηση αυτού του αμπελιού, για λογαριασμό της θεάς. Απειλεί με χρηματική ποινή, (της οποίας το ποσό έχει σβηστεί, αλλά είναι μάλλον 200 δηνάρια), όποιον τολμήσει να την μετακινήσει (καταστρέψει). Ο παραβάτης προειδοποιείται, δηλαδή, ότι ο περίκλειστος χώρος του αμπελιού της θεάς δεν προστατεύεται μόνο και μόνο επειδή είναι ιερός, αλλά (προστατεύεται) κι από συγκεκριμένες, νομικές διατάξεις, που τέθηκαν σε ισχύ με την επιγραφή αυτή. Είναι πολύ συνετή πράξη, συνεπώς, να χαραχθεί αυτή η αυστηρή προειδοποίηση, όχι πάνω σε μια στήλη που εύκολα θα μπορούσε να μετακινηθεί, αλλά πάνω σ’ ένα συμπαγή βράχο του βουνού. Έχουμε, έτσι, εν προκειμένω να κάνουμε μ’ ένα θρησκευτικό κείμενο, που αναφέρεται σε μια τοπική, Παγγαική λατρεία και που το σχήμα και ο τύπος, γενικά, των χαρακτήρων (γραμμάτων) του παραπέμπει και το χρονολογεί γύρω στον τρίτο (3ο) μετά Χριστόν αιώνα, (μια χρονολόγηση) που εξηγεί με τη σειρά της την χρήση της ελληνικής γλώσσας στο κείμενο της επιγραφής, η οποία μόλις τότε είχε αρχίσει να υποσκελίζει την επίσημη, λατινική γλώσσα και να παίρνει στην περιοχή αυτή, που εξακολουθούσε ν’ αποτελεί ρωμαϊκή αποικία, την μοναδική, κυρίαρχη θέση που κατείχε, αιώνες πριν.
Ο θρακικός, εξ άλλου, χαρακτήρας της επιγραφής επιβεβαιώνεται από τα θρακικά, κύρια ονόματα που περιέχει, μεταξύ των οποίων τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα ΖΙΠΑΣ - ΖΙΠΟΔΟΥ, που επανειλημμένα κοσμούν επιγραφές που έχουν βρεθεί στα όρια της αρχαίας Θράκης, αλλ’ ακόμη και στην περιοχή μας, όπως λ.χ. στη λατινική επιγραφή που βρίσκεται αριστερά της εισόδου του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου, στην Ελευθερούπολη, ΚΑΠΙΑΠΟΣ, όνομα που ανάγει την προέλευσή του σε κάποια τοποθεσία και σήμαινε, από φιλολογική άποψη, τον «ελικοειδή ποταμό» κλπ.
Κορυφαίο πρόσωπο στην επιγραφή είναι ο «ιερεύς των Φιλίππων», που ήλθε εδώ για να καθαγιάσει την αγοραπωλησία του αμπελιού. Το σημείο όπου βρίσκεται η επιγραφή ενέπιπτε, πράγματι, στη διάρκεια και του 3ου μ.Χ. αιώνα, στην ευρύτερη περιοχή που κατελάμβανε η ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων, της οποίας το απώτατο δυτικό όριο (FINES) αναγράφηκε σε κάποιον άλλο βράχο, βόρεια του Ποδοχωρίου, όπου ήταν εμφανές μέχρι πριν ελάχιστα χρόνια και, ευτυχώς, φωτογραφήθηκε, γιατί κάποιο δημοτικό έργο την έθαψε πλέον. (Πέραν αυτού του ορίου εκτεινόταν η αυτόνομη σ’ όλη τη ρωμαϊκή περίοδο πολιτεία της Αμφιπόλεως). Για τον ίδιο λόγο ήλθαν ως εδώ και οι απεσταλμένοι, («απόστολοι» καλούνται στην επιγραφή), άλλων κωμοπόλεων, των οποίων αρκετά ονόματα διαβάζουμε στη δεύτερη στήλη της επιγραφής, είτε με την μορφή εθνικού ονόματος με την κατάληξη –ην(ο)ί, που συνόδευε τη λέξη «απόστολοι», είτε με τη μορφή του κυρίου ονόματός τους, που τέθηκε σε γενική πτώση του ενικού αριθμού, με την κατάληξη -ω (ου): Έτσι, ΣΕΡΩΗΝ(Ο)Ι μοιάζουν να είναι οι κάτοικοι των Σερρών, το τοπωνύμιο των οποίων αναφέρθηκε ήδη πολλούς αιώνες ενωρίτερα από τον Ηρόδοτο με τον τύπο «ΣΙΡΙΣ», για να γίνει σύντομα «ΣΕΡΡΑΙ». Η λέξη ΕΥΠΟΡΟΣ μπορεί να υπονοεί την Ευπορία, ένα ρωμαϊκό σταθμό που βρισκόταν πάνω στον Στρυμόνα, πολύ κοντά στην Αμφίπολη και πάνω στις δύο ρωμαϊκές οδούς που οδηγούσαν, η μια περνώντας βόρεια και η άλλη νότια του Παγγαίου, από την Ηράκλεια τη Σιντική, (που βρισκόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το Ζερβοχώρι Σερρών), στους Φιλίππους. Κάτω από τη λέξη ΚΑΛΠΡΙΩ μπορεί να κρύβεται ένας αρχαίος οικισμός του οποίου οι κάτοικοι, οι «Καλπαπουρείται», μνημονεύονται σε μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε ανάμεσα στην Καβάλα και στους Φιλίππους.
Τέλος, το όνομα της θεότητας στην οποία αφιερώθηκε το αμπέλι από τους πιστούς της δεν αναφέρεται στην επιγραφή. Αυτή προσδιορίζεται μόνο από το τοπικό επίθετο Αλμωπία, το οποίο προσδιορίζει την προέλευσή της. Αλμώπιος, Αλμωπία αλλά και Άλμωψ είναι εθνικά επίθετα, που αναφέρονται και προέρχονται από τους Άλμωπες, φύλο της δυτικής Μακεδονίας, του οποίου η παρουσία στο Παγγαίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τους επιστήμονες που μελέτησαν την επιγραφή, η θεότητα αυτή, που λατρευόταν, ως θεά Αλμωπία, κατά τους πρώτους μετά Χριστό αιώνες, στο Παγγαίο, ήταν η μεγάλη μητέρα Θεά της Μικράς Ασίας με το όνομα «Μά», αρχαία θεότητα της γης, ταυτισμένη, τότε πλέον, με την Κυβέλη, της οποίας η λατρεία ήταν διαδεδομένη στην περιοχή της Έδεσσας, την γειτονική προς την Αλμωπία, κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, όπως μαρτυρούν οι πολλές, αναθηματικές επιγραφές, που έχουν βρεθεί στην πόλη αυτή και της οποίας τη λατρεία είχαν φέρει, αιώνες πριν, από τη Μικρά Ασία στη Δυτική και κεντρική Μακεδονία, οι στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτή ακριβώς η λατρεία έφθασε στο Παγγαίο κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ., όπου και βρήκε ιδιαίτερα ευνοϊκό έδαφος, αφού η ίδια είχε οργιαστικό κι αιματηρό χαρακτήρα, με τις έξαλλες συνοδείες της και τους εκούσιους κατατεμαχισμούς της, όπως περιγράφεται κυρίως απ’ ορισμένους λατίνους συγγραφείς. Πράγματι, όπως ήδη από το 1910 είχε επισημάνει ο σοφός καθηγητής P. Perdrizet, στο σύγγραμμά του «Cultes et mythes du Pangee” (Λατρείες και μύθοι του Παγγαίου), “η ενθουσιαστική θρησκεία του Βάκχου επέτρεψε, όπως φαίνεται, στους κατοίκους της Παγγαιικής χώρας, να υποδεχθούν μ’ ευχαρίστηση τις οργιαστικές λατρείες της Μικράς Ασίας».
Κι άλλες επιγραφές πάνω σε σταθερούς βράχους έχουμε στο Παγγαίο, όπως η επιγραφή με τα όρια της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, δυτικά από το Ποδοχώρι, στην οποία μόλις πιο μπροστά αναφέρθηκα, ή μια επιγραφή σε βράχο, βόρεια του Ποδοχωρίου, της οποίας η έννοια δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, (μάλλον οριοθετεί το κτήμα κάποιου γαιοκτήμονα) και η οποία είχε την ίδια τύχη με την προηγούμενη, καταστράφηκε, δηλαδή, πρόσφατα, από κάποιο έργο ύδρευσης.
Γ) ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΓΡΑΜΜΕΝΕΣ ΣΕ ΚΙΝΗΤΟΥΣ ΛΙΘΟΥΣ (ΕΠΙΤΥΜΒΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ ΚΛΠ.)
Ο τεμαχισμένος λίθος αποτέλεσε για αιώνες την πρώτη ύλη αποτύπωσης των σκέψεων, των ιδεών, των ευχών του ανθρώπου και εν γένει ολόκληρου του πολιτισμού του, μέχρι, πολύ αργότερα, να βρεθούν άλλα υλικά, πιο εύκολα στην επεξεργασία τους απ’ αυτόν. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν μου είναι δυνατό, στα πλαίσια αυτής της σύντομης εργασίας μου, ν’ αναφερθώ, έστω κι ελάχιστα, στον τεράστιο αριθμό επιγραφών, αναγλύφων, παραστάσεων και εν γένει χαράξεων πάνω σε κομμάτια λίθου κάθε είδους, (μάρμαρο, σχιστόλιθο κλπ.), που αποκαλύπτει καθημερινά η γη του Παγγαίου. Θα περιοριστώ, έτσι, ν’ αναφερθώ μόνο σε μια τοπική λατρεία, αυτή του Θράκα Ιππέα ή Κυρίου Ήρωος, που συνδεόταν άμεσα με την πανάρχαια λατρεία του Διονύσου Σαβαζίου του Παγγαίου.
Όπως πιο μπροστά ανέφερα, η αρχαία, οργιαστική και πρωτόγονη λατρεία του Παγγαιικού Διονύσου, διανθισμένη στα χρόνια της άνθισης του κλασικού, ελληνικού πολιτισμού με τα σωτηριολογικά στοιχεία της ορφικής κοσμοθεωρίας, έφερε, πολύ νωρίτερα από άλλες περιοχές της Ελλάδας, στους κατοίκους του Παγγαίου το μήνυμα της δυνατότητας διάσωσης της ψυχής του νεκρού και πέραν του τάφου. Μια μορφή του Διονύσου του Παγγαίου ή ίσως και του ημίθεου Θράκα βασιλιά, του Ρήσου, τόσο αγαπητή στους Θράκες κατοίκους του, ώστε να διατηρήσουν την λατρεία του για τέσσερις ολόκληρους αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού, ήταν ο Θράκας Ιππέας ή Κύριος Ήρωας, του οποίου η λατρεία άφησε τα πιο πολυάριθμα ίχνη, από τον Δούναβη μέχρι τον Στρυμόνα και το Αιγαίο, όπου δηλαδή κατοικούσαν Θράκες.
Για τους αρχαίους Θράκες και ιδίως για τους γεωργικούς πληθυσμούς ο Θράκας Ιππέας εθεωρείτο θεός θεραπευτής (γιατρός), όχι μόνο των ανθρώπων, αλλ' ακόμη και των ζώων. Ήταν δε τόσο γνωστός, ώστε δεν έκριναν απαραίτητο οι πιστοί να μνημονεύουν τ’ όνομά του πάνω στα χιλιάδες ανάγλυφα που τον παρίσταναν και τα οποία βγαίνουν συχνά στην επιφάνεια από τα σπλάχνα της θρακικής γης. Ίσως όμως η μη αναφορά του ονόματός του να οφειλόταν και σε θρησκευτικό φόβο ή σεβασμό, όπως συνέβαινε με τους Εβραίους της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι ούτε πρόφεραν ούτε κι έγραφαν ποτέ το όνομα του Θεού. Έτσι, τον ονόμαζαν στα μικρά αυτά ανάγλυφά τους μόνο με τον τίτλο "Κυρίω Ήρωι", πράγμα που έγινε κυρίως στην ύστερη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οπότε η λατρεία του γνώρισε ιδιαίτερα μεγάλη άνθιση στη Θράκη. Η λέξη Κύριος ήταν συνηθισμένη δίπλα στα ονόματα των μεγάλων και αγαπητών Θεών των θρακών. Έτσι συναντούμε στις επιγραφές Κυρίω Διί, Κυρία Ηρα, Κυρίω Απόλλωνι κ.λ.π. Το πιο χαρακτηριστικό μέρος του ονόματός του, συνεπώς, ήταν το Ήρως, δίπλα στο οποίο πολλές φορές έβαζαν ένα επίθετο ελληνικό (λ.χ. σωτήρ) ή αργότερα λατινικό ή, συνηθέστερα, ένα θρακικό επίθετο, συνήθως σχετιζόμενο με τον τόπο της λατρείας του, (όπως Ζυμινδρηνός, Γεριηνός, Αυδήκουλος, Αυλωνείτης κ.λ.π.) Το τελευταίο αυτό επίθετο (Αυλωνείτης) έφερε ο θεός σ' ένα μεγάλο και σημαντικό ιερό του, που πρόσφατα βρέθηκε κι ανασκάφηκε στην περιοχή των Κηπιών Καβάλας, λίγες εκατοντάδες μέτρα από την Εθνική Οδό Καβάλας -Θεσσαλονίκης.
Αυτός, λοιπόν, ο αγαπητός θεός όλων των Θρακών και, συνεπώς, και αυτών που κατοικούσαν στο Παγγαίο, είτε Διόνυσο ή Βάκχο τον αποκαλέσουμε, είτε Θράκα Ήρωα, ενσάρκωνε τη βεβαιότητα των πιστών του, για την ύπαρξη μέλλουσας ζωής και για την αθανασία της ψυχής. Οι άμοιροι νεκροί προσδοκούν απ' αυτόν την ανάσταση. Αυτός τους παρέχει τη διαβεβαίωση της επιβίωσης της απλής ψυχής τους, στην οποία η ιδέα του ολοσχερούς θανάτου, της παντελούς εξαφάνισης, φαινόταν ανυπόφορη. Μ’ αυτή την έννοια, ο Διόνυσος και στη συνέχεια ο Θράκας Ήρωας σχετίζονται με την (ηθική) γέννηση του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που ιδιαίτερα στη ρωμαϊκή εποχή, οι Ρωμαίοι και οι Θράκες που πεθαίνουν στα όρια της αποικίας των Φιλίππων, αφήνουν με διαθήκη (γραμμένη στο λίθο) κάποια περιουσιακά στοιχεία ή χρηματικά ποσά στους θρησκευτικούς συλλόγους τους, (θιάσους), ή στους κατοίκους κάποιου οικισμού, οι οποίοι (θίασοι ή κάτοικοι οικισμών, vicani), έτσι, υποχρεώνονται να τελούν κάθε χρόνο, πάνω στους τάφους των νεκρών, νεκρικές τελετές, (τέτοιες ακριβώς επιτύμβιες στήλες – διαθήκες βρέθηκαν στο Παλιό Ακροβούνι, στο Ποδοχώρι και αλλού). Αυτός, ακριβώς είναι κι ο λόγος που οι Θράκες τοποθετούν πάνω στους τάφους τους επιτύμβια ανάγλυφα με παραστάσεις του Θράκα Ήρωα, τα οποία είναι πολυάριθμα, έρχονται στο φως σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της αρχαίας Θράκης και μάλιστα, λόγω της ομοιότητάς τους με τους καβαλάρηδες αγίους της Χριστιανικής πίστης, συνέχισαν, σ' ολόκληρη τη χριστιανική Θράκη, να δέχονται λατρευτικές τιμές από τους Χριστιανούς μέχρι και τους τελευταίους αιώνες και συνέχισαν να μπαίνουν και να τοποθετούνται μέσα στις εκκλησίες, όπου η ειδωλολατρική τους αφιέρωση εκμηδενιζόταν, με την χάραξη ενός σταυρού πάνω τους. (Εδώ, επίσης, ίσως θα έπρεπε ν' αναρωτηθούμε, γιατί μέχρι και στις μέρες μας, στα Κηπιά του Παγγαίου λατρεύεται ως τοπικός Άγιος ο Άγιος Γεώργιος, στην Ελευθερούπολη ο Άγιος Μηνάς, στο Κοκκινόχωμα ο Άγιος Δημήτριος, στη Φτέρη ο Άγιος Γεώργιος, στο Παλαιοχώρι ο Άγιος Γεώργιος ο Διασωρείτης ή Διοσιερίτης, - του καθολικού της Μονής του οποίου βλέπετε στις φωτογραφίες - και εν γένει οι καβαλάρηδες άγιοι της πίστης μας).
Δ) Κυρίες και Κύριοι, δεν έχω τις γνώσεις ενός ειδικού, ώστε να στοιχειοθετήσω, μ’ επιστημονική εμβρίθεια, τις απόψεις μου, ούτε τα πλαίσια μιας διάλεξης μου επιτρέπουν ν’ αναπτύξω παραπέρα το θέμα το οποίο ανέλαβα να σας παρουσιάσω. Εκείνο που ήθελα να πετύχω κι εύχομαι να το πέτυχα, ήταν να σας αποκαλύψω κάποια σημαντικά, αλλ’ ολότελα άγνωστα κομμάτια της ιστορίας του τόπου μας, μιας ιστορίας η οποία, αν διδασκόταν στα σχολεία μας, η γνώση της θα μας επέτρεπε να είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτόν τον τόπο, τον τόσο σημαντικό για την προσφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό, θα μας επέτρεπε να τον αγαπήσουμε με άδολη κι ανυπόκριτη αγάπη, με άδολο και αγνό πατριωτισμό, να προστατεύουμε τον ίδιο και τον πολιτισμό που κρύβει πάνω του και μέσα στα σπλάχνα του και να μην τον καταστρέφουμε, στο βωμό της πρόσκαιρης ευμάρειας κα του εύκολου κέρδους.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
 

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016




ΤΑ ΤΡΑΓΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΟΡΟΣ, ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΑΤΥΧΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ 1897 - Η ΜΕΓΑΛΗ ΘΥΣΙΑ - ΔΗΜΑΡΑΣ - ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ 

Στη δεκαετία του 1870 ο ελληνικός αλυτρωτισμός συνάντησε κι αναμετρήθηκε, για πρώτη φορά στην Μακεδονία, με τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό. Αυτός ο τελευταίος γεννήθηκε με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, ανδρώθηκε με την Ανατολική Κρίση του 1875 και θέριεψε με την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, το 1878, με την οποία δημιουργήθηκε «στα χαρτιά», (γιατί γρήγορα αναιρέθηκε, με τη Συνθήκη του Βερολίνου, που υπογράφηκε μερικούς μήνες αργότερα από την προηγούμενη), η «Μεγάλη Βουλγαρία», στην οποία περιλήφθηκε κι ένα μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας. Άμεση συνέπεια του βουλγαρικού αλυτρωτισμού υπήρξε η τεράστια προσπάθεια στην οποία αποδύθηκαν οι Βούλγαροι, με κύριο μέσον την τρομοκρατία των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας, ν’ αφελληνίσουν αυτούς τους πληθυσμούς και να επεκτείνουν την κυριαρχία τους μέχρι το Αιγαίο (Μπέλο Μόρε), γεγονός που αποτελούσε βασικό σκοπό της ύπαρξης του έθνους τους, ήδη από την εμφάνισή του στην Βαλκανική κι εξακολουθεί ν’ αποτελεί βασικό σκοπό ακόμη και σήμερα, γεγονός για το οποίο έχουμε πλείστα όσα, ακόμη και σύγχρονα παραδείγματα, τα οποία, όμως, δεν είναι του παρόντος να παραθέσουμε.
Η έντονη αντίδραση των Ελλήνων της Μακεδονίας, εκδηλωθείσα με αμέτρητα διαβήματα, επιστολές και διαμαρτυρίες προς την ελληνική Κυβέρνηση και τα ελληνικά προξενεία της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου, προκάλεσε τη γέννηση αισθημάτων θερμού πατριωτισμού σε πλήθος Ελλήνων, της ελλαδικής χερσονήσου αλλά και της διασποράς, τα οποία αισθήματα, συνδεόμενα με όμοια αισθήματα για την τύχη και των άλλων, αλύτρωτων Ελλήνων, όπως αυτών της μεγαλονήσου Κρήτης, γέννησαν στην Αθήνα, το Νοέμβριο του 1894, την Εθνική Εταιρία, μια πατριωτική οργάνωση, κάτι σαν νεώτερη Φιλική Εταιρία, αποτελούμενη από νεαρούς αξιωματικούς κι από επιφανείς προσωπικότητες της αθηναϊκής κοινωνίας, η οποία σύντομα επεκτάθηκε κι εκτός Αθηνών κι έφθασε ν’ αριθμεί περί τα 4.000 μέλη και μέσα στην επόμενη από την ίδρυσή της τριετία απέκτησε τόσο μεγάλη ισχύ, ώστε να διαμορφώνει την κοινή γνώμη και να επηρεάζει ακόμη και την εξωτερική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης.
Τον Δεκέμβριο του 1896 και τον Ιανουάριο του 1897 οι αδάμαστοι Κρήτες ξεσηκώθηκαν, για πολλοστή φορά, επιδιώκοντας την ένωσή τους με την Ελλάδα. Η Εθνική Εταιρία υπέβαλε έντονο υπό­μνημα στο Βασιλέα και έμμεσα απείλησε και την κυ­βέρνηση, η οποία αναγκάστηκε να στείλει αμέσως ναυτικό και στρατό στην Κρήτη, παρόλο που αυτή βρισκόταν υπό τον έλεγχο των στόλων των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι, το Κρητικό ζήτημα έγινε η κύρια αφορμή για την έκρηξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο οποίος βρήκε μια Ελλάδα που μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα είχε πτωχεύσει και οι οικονομικές δυνατότητες της οποίας, να διεξαγάγει έναν πόλεμο απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία, ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Ήταν επόμενο, κατόπιν τούτου, αυτός ο Πόλεμος να οδηγηθεί στην αποτυχία και να οδηγήσει στην πλήρη καταστροφή της πατρίδας μας.
Στα πλαίσια και στη διάρκεια αυτού του ατυχούς πολέμου, το μέτωπο του οποίου βρισκόταν στη Θεσσαλία, συστάθηκαν πολλές ομάδες εθελοντών, όπως το σώμα από 3.000 άνδρες της Εθνικής Εταιρίας, η ηπειρωτική φάλαγγα με 2.000 εθελοντές Ηπειρώτες και άλλες, μεγάλο μέρος του έμψυχου δυναμικού των οποίων αποτελούσαν Έλληνες της διασποράς. Είναι ευνόητο πως οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες είχαν σαν στόχο την απελευθέρωση της Μακεδονίας και γι’ αυτό κατευθύνονταν προς αυτήν. Άλλωστε, πολύ σύντομα θ’ άρχιζε η μεγάλη εποποιία του έθνους μας, ο Μακεδονικός Αγώνας.
Όταν ο ελληνοτουρκικός πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτο ότι θα ξεσπούσε, ένας φιλόπατρις ομογενής, αφού εκποί­ησε την σημαντική περιου­σία που είχε αποκτήσει στην περιοχή του Καυκάσου, όπου δραστηριοποιούνταν, ήλθε στην Αθήνα, γεμάτος πατριωτική φλόγα κι εθνικό ενθουσιασμό, για να πολεμήσει τον προαιώνιο εχθρό του γένους, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το όνομά του ήταν ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΑΡΑΣ.
Στο έργο του Ηλία Οικονομόπουλου με τίτλο «Ιστορία του ελληνοτουρκικού πολέμου», που εκδόθηκε το έτος 1897 στην Αθήνα, περιλαμβάνεται η επίσημη έκθεση των πεπραγμένων του ανταρτικού σώματος του Δημαρά, την οποία είχε παραδώσει στον συγγραφέα ο Βολιώτης δημοσιογράφος Γ. Σακκελαρίδης, Απ’ αυτή την έκθεση, καθώς κι από τα Πρακτικά της Βουλής, της 19ης Μαρτίου 1902, δημοσιευμένα στην Εφημερίδα της Βουλής, πληροφορούμαστε, με τον πιο επίσημο τρόπο, την ανταρτική επιχείρηση του Παναγιώτη Δημαρά στην περιοχή του Παγγαίου όρους, κατά το Πάσχα του 1897.
Όταν ο Παναγιώτης Δημαράς έφθασε στην Αθήνα, έχοντας, μάλιστα, στη διάθεσή του και τετρακόσιους περίπου άνδρες, πρόθυμους να πο­λεμήσουν μαζί του, κατά μιαν άποψη, αρκετά ισχυρή, δεχθείς την επιρροή της Εθνικής Εταιρίας, θέλησε να θέσει το σώμα του στη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης και να εκστρατεύσει μ’ αυτό στην αγαπημένη του Μακεδονία, συνάντησε, όμως, «ώτα μη ακουόντων», γεγονός που έθιξε το φιλό­τιμό του και τον οδήγησε στη συγγραφή μιας επιστολής προς τον τότε πρωθυπουργό, Θ. Δεληγιάννη, στην οποία εξέφραζε την θιγμένη ευαισθησία του.
Μπροστά στην επιμονή του Δημαρά, ο πρωθυπουργός υποχώρησε και τον κάλεσε στο σπίτι του, στις 14 Μαρτίου 1897, όπου και του ανέθεσε ως αποστολή, να μεταβεί με τους άνδρες του στην Ανατολική Μακεδονία, προκειμένου ν’ ανατινάξουν τις γέφυρες και την σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπολη και να προκαλέσουν δυσχέρειες στον εφοδιασμό του οθωμανικού στρατού, που θα πολεμούσε στη Θεσσαλία. Εν συνεχεία, τον παρέπεμψε στον υπουργό των Ναυτικών Νικόλαο Λεβίδη, ο οποίος ανέλαβε την οργάνωση αυτής της επιχείρησης.
Μετά από τρεις συσκέψεις του Δημαρά με τον Λεβίδη, σε μια από τις οποίες παρέστη και ο Ελβετός ταγματάρχης Κάρολος Σούτερ, αποφασίστηκε, τελικά, στις 25 Μαρτίου του 1897, η ματαίωση της επιχείρησης και η διάλυση του σώματος Δημαρά, μια κι ο πρωθυπουργός είχε εκφράσει ήδη την αντίθεσή του γι’ αυτήν, θεωρώντας βέβαιη την αποτυχία της, όπως ο ίδιος κατέθεσε στη Βουλή, στη συνεδρίασή της στις 19 Μαρτίου του 1902. Περιέργως, όμως, μετ’ ολίγον, ο αυτός πρω­θυπουργός μετέβαλε γνώμη, κάλεσε τον Δη­μαρά και του ανέθεσε την αρχηγία της αποστολής, με τον όρο του πε­ριορισμού του σώματος σε 15Ο άνδρες, από τους 4ΟΟ που διέθετε και την υποχρέωση, οι υπόλοιποι 25Ο άνδρες του σώματος να σταλούν για κατάταξη στο Ιππικό. Αμέσως μετά, σε σύσκεψη των αρμοδίων ορίσθηκε ως τόπος αποβίβασης του σώματος των 150 ανδρών το ακρωτήριο Ελευθερών του λιμένος Ελευθερουπόλεως, (δηλαδή, του σημερινού της Νέας Περάμου, του Δήμου Παγγαίου). Το σχέδιο δράσης του σώματος προέβλεπε ότι αυτό, την ίδια νύχτα της απόβασής του, με νυκτερινή πορεία και με τη βοήθεια οδηγών από το ελληνικό χωριό Μυρτόφυτο, θα περνούσε στο Παγγαίο όρος και χωρίς ανάπαυση θα έσπευδε να καταλάβει την Ιερά  Μονή Εικοσιφοινίσσης, απ’ όπου θα κατηφόριζε στο σιδηροδρομικό σταθμό Αγγίστας, προκειμένου να εκτελέσει τη ανατίναξη της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Κωνσταντινούπολης, πράγμα που αποτελούσε και τον αντικειμενικό σκοπό της επιχείρησης. Σε περίπτωση, εξ άλλου, που δεν θα καθίστατο δυνατή η ανατίναξη της σιδηροδρομικής  γραμμής, το σώμα των ανταρτών θα κατελάμβανε αμυντική θέση στην Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης, προκειμένου ν’ αμυνθεί μέχρις ότου θα έρχονταν ελληνικές, ναυτικές δυνάμεις για να το απελευθερώσουν, ενώ θα συνιστούσε προσωρινό αρχηγείο στην ιερά Μονή, μέχρις ότου θα έρχονταν άλλες, ισχυρές, στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου ν’ απελευθερώσουν τη Νοτιοανατολική Μακεδονία. Βέβαια, τέτοιες ναυτικές δυνάμεις ή τέτοιο στρατιωτικό σώμα δεν υπήρχαν, ούτε είχαν καν προβλεφθεί, αυτό όμως το αγνοούσαν οι φλογεροί πατριώτες που απάρτιζαν το αντάρτικο σώμα!
Το σώμα των 150 ανδρών περίπου του Παναγιώτη Δημαρά εγκαταστάθηκε από τις 19 Μαρτίου του 1897 στους στρατώνες του πυροβολικού. Την ίδια εκείνη ημέρα ο υπουργός των στρατιωτικών εξέδωσε επείγουσα Διαταγή, με την οποία διέταξε τον εφοδιασμό του σώματος με 150 τυφέκια τύπου ΓΚΡΑ πεζικού, 45.00ο φυσίγγια, ιματισμό για 150 ευζώνους, ενώ πέραν αυτού του εφοδιασμού του, τα έξοδα του σώματος κάλυψε εξ ιδίων χρημάτων, προελθόντων από την εκποίηση της προσωπικής περιουσίας του, ο ευπατρίδης αρχηγός του, Παναγιώτης Δημαράς.
Η επιχείρηση αυτή, για την οποία διεξήχθη στην αίθουσα της ελληνικής Βουλής, στην 36η συνεδρίασή της, της 19ης Μαρτίου του 1902, έντονη συζήτηση ανάμεσα στον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη και στο επιφανές μέλος της Εθνικής Εταιρίας, Διονύσιο Στεφάνου, ήταν καταδικασμένη εξ αρχής σε αποτυχία και δεν έπρεπε να επιτραπεί η διεξαγωγή της, αφού δεν πληρούσε καμιά από τις στρατιωτικής φύσεως προϋποθέσεις που απαιτούνταν, για μια επιτυχή έκβασή της. Ο μεγάλος ενθουσιασμός και η εθνική φλόγα των 150 ανταρτών και του αρχηγού τους δεν επαρκούσαν για μια τέτοια επιχείρηση, η οποία χρειαζόταν, για μεν την καταστροφή των σιδηροδρομικών γραμμών, ένα πολύ μικρό αριθμό καταδρομέων, για δε την τυχόν κατάληψη ολόκληρης της περιοχής, πολύ μεγαλύτερο αριθμό, ίσως και χιλιάδων ανδρών, καλά εκπαιδευμένων και υπαγομένων υπό στρατιωτικούς Διοικητές, μεγάλη μυστικότητα στην προετοιμασία και την εκτέλεση της αποστολής τους και άριστη οργάνωση αυτής της αποστολής. Αντί τούτων, η τότε κυβέρνηση επέτρεψε στο σώμα των ανταρτών να μεταβεί στη Μακεδονία ως πρόβατο επί σφαγή και να θυσιασθεί, σχεδόν στο σύνολό του, καθ’ ον χρόνο, όπως αναφέρει ο Ηλίας Οικονομόπουλος στο προαναφερθέν σύγγραμμά του, ο αθηναϊκός τύπος, ήδη την προηγούμενη της αναχώρησης του ανταρτικού σώματος ημέρα, είχε πληροφορηθεί και είχε προβεί, στο σύνολό του σχεδόν, σ’ εκτενείς δημοσιεύσεις σχετικά με την «μυστική» αποστολή, καταδικάζοντάς την, μ’ αυτή την εγκληματικά αμελή συμπεριφορά του,  σε βέβαιη αποτυχία.
Η ελληνική κυβέρνηση, για την υλοποίηση της αποστολής του ανταρτικού σώματος του Παναγιώτη Δημαρά, μίσθωσε η ίδια το ατμόπλοιο της Πανελληνίου Ατμοπλοϊκής Εταιρίας με τ’ όνομα «Ήπειρος», ο δε Υπουργός στρατιωτικών απέστειλε τηλεγραφικές οδηγίες προς τον λιμενάρχη Βόλου, προκειμένου αυτός να συγκεντρώσει και τους υπόλοιπους άνδρες, που απαιτούνταν για την επιχείρηση.
Έτσι, λοιπόν, χωρίς καμιά στρατιωτική οργάνωση κι εκπαίδευση, το σώμα του Παναγιώτη Δημαρά ξεκίνησε από τον Πειραιά, επιβαίνοντας στο ατμόπλοιο «Ήπειρος», λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 30ής Μαρτίου του 1897, για την Ανατολική Μακεδονία κι έφθασε, περί τις τρεις η ώρα τη νύχτα, στο πρώτο σημείο στάσης του, το Τρίκερι του Παγασητικού κόλπου, όπου επιβιβάστηκαν σ’ αυτό ο οπλαρχηγός Γιάννος Βελέντζας, ο δικηγόρος Κ. Τσακατούρης και οι πλοηγοί Ευστάθιος Καραβαγγέλης και Ι.Κ. Γαρέφας. Λόγω διαφωνίας περί τον τόπο αποβίβασης του σώματος, (μια κι ο πλοηγός Καραβαγγέλης θεωρούσε ότι αυτή έπρεπε να γίνει στον λιμένα του Πόρτο Λάγος, πράγμα που δεν δεχόταν ο κυβερνήτης του πλοίου), αυτό το τελευταίο μετέβη από το Τρίκερι στους Ωρεούς της Εύβοιας, όπου ναυλοχούσε η ναυαρχίδα του ανατολικού στόλου, υπό τον Κ. Σαχτούρη, με τον οποίο συζήτησαν οι Δημαράς και Καραβαγγέλης κι έλαβαν την εντολή ν’ αποβιβασθούν, τελικά, στο ακρωτήριο Ελευθερών του λιμένα Ελευθερουπόλεως, όπου, πράγματι, αυτοί αποβιβάσθηκαν, τα μεσάνυχτα της 3ης Απριλίου του 1897, οπότε οι 146 συνολικά άνδρες χωρίστηκαν αμέσως σε πέντε διμοιρίες, διοικούμενες από ισάριθμους άνδρες που είχαν διατελέσει λοχίες στον ελληνικό στρατό αλλ’ είχαν αποστρατευθεί, ενώ επικεφαλής ήταν οι τρεις σωματάρχες, Δημαράς, Καραβαγγέλης και Βελέντζας.
Πάνω στο ατμόπλοιο παρέμειναν ο πλοηγός Γαρέφας, ο δικηγόρος Τσακατούρης και ο επιμελητής Σακκελαρίδης, οι οποίοι είχαν εντολή να οδηγήσουν το πλοίο στη νήσο Κυρα Παναγιά, αυτοί όμως το οδήγησαν στους Ωρεούς της Εύβοιας κι εκεί, μετά από συσκέψεις με τον αρχηγό του στόλου ναύαρχο Σαχτούρη, τα χαράματα της 4ης Απριλίου επιβιβάστηκαν σε άλλο σκάφος, το ταχύπλοο «Αθηνά», που ήλθε και τους παρέλαβε από τον Βόλο, όπου βρισκόταν και τους μετέφερε στο σημείο όπου είχε αποβιβαστεί το εκστρατευτικό σώμα, όπου όμως δεν είδαν τις τέσσερις (4) πυρές που θ’ άναβαν οι άνδρες του σώματος, αν είχαν ολοκληρώσει την αποστολή τους και είχαν επιστρέψει στο σημείο αποβίβασης, οπότε το επέστρεψαν στην Κυρα Παναγιά, για να επανέλθουν τις επόμενες νύχτες στο σημείο αποβίβασης, όπου και πάλι δεν είδαν τις τέσσερις πυρές των ανδρών του σώματος.
Τι είχε, λοιπόν, συμβεί;
Επί τρία ημερόνυχτα από την αποβίβασή τους, οι άνδρες του αντάρτικου σώματος, με τη βοήθεια οκτώ (8) οδηγών που παρέλαβαν από το ελληνικό χωριό Μυρτόφυτο (τότε «Ντρέσνα»), προχώρησαν κι έφθασαν στους πρόποδες του Παγγαίου, κάτω από την Εικοσιφοίνισσα, όπου έκαναν το λάθος ν’ αγοράσουν τρόφιμα από κάποιον βουλγαρόφωνο κάτοικο της περιοχής, ο οποίος, όμως, τους κατέδωσε  στους Οθωμανούς. Έτσι, το πρωί της 6ης Απριλίου, ένα σώμα οθωμανικού στρατού και μια ίλη οθωμανικού ιππικού, βοηθούμενα από χίλιους περίπου κατοίκους της περιοχής, περικύκλωσαν το σώμα του Παναγιώτη Δημαρά κι άρχισε λυσσώδης μάχη, στην οποία οι άνδρες του σώματος αγωνίστηκαν με απαράμιλλη ανδρεία, αλλά η αριθμητική και οπλική υπεροχή του αντιπάλου ήταν τέτοια, ώστε φονεύθηκαν περί τους εξήντα (60) Έλληνες στο πεδίο της μάχης, ενώ όσοι διασώθηκαν, επωφεληθέντες από το σκοτάδι της νύχτας, έλαβαν διάφορες κατευθύνσεις, ορισμένοι αιχμαλωτίσθηκαν κι εκτελέστηκαν επί τόπου και οι υπόλοιποι, υπό τον Δημαρά, έφθασαν, τη νύχτα της 6ης Απριλίου, στο σημείο αποβίβασής τους, όπου άναψαν τις τέσσερις (4) συμφωνημένες πυρές, πλην όμως οι επιβαίνοντες του ταχύπλοου «Αθηνά» είδαν μόνο μία πυρά, την θεώρησαν ως πυρά κάποιου κτηνοτρόφου κι αναχώρησαν για την Κυρα Παναγιά, χωρίς να παραλάβουν τους διασωθέντες, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από την παραλία, για λόγους ασφαλείας, πλην ολίγων, τους οποίους ιστιοφόρα που περιέπλευσαν την παραλία από την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα τους περισυνέλεξαν από την τοποθεσία της παραλίας Μυρτοφύτου που μέχρι σήμερα φέρει την χαρακτηριστική ονομασία «Έλληνας» και τους μετέφεραν στις Μονές Βατοπεδίου και Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, όπου, μετά από πολλές φροντίδες, οι μοναχοί τους προώθησαν στην Σκιάθο. Οι απομακρυνθέτες από την παραλία, περίπου εβδομήντα (70) άνδρες, μαζί με τον Δημαρά, ήλθαν στην Πιερία κοιλάδα και κατέλυσαν κοντά στο χωριό «Ντεμιρλί», τα σημερινό Σιδηροχώρι, όπου όμως έγιναν αντιληπτοί από τους Τουρκογενείς κατοίκους της περιοχής, περικυκλώθηκαν από πολυάριθμους ατάκτους κι εξοντώθηκαν οι περισσότεροι επί τόπου, (ανάμεσα στους εξοντωθέντες ήταν ο Καραβαγγέλης κι ο Βελέντζας, προφανώς δεμ και οι οκτώ οδηγοί από το Μυρτόφυτο), ενώ οι τραυματισθέντες που έπεσαν στα χέρια του εχθρού κατασφάχτηκαν απ’ αυτόν.
Ειδικά ο Δημαράς, με τρεις συντρόφους του, (εκ των οποίων δύο ήταν οι Στ. Οικονομόμουλος, συγχωριανός του και Αθαν. Κανελλόπουλος, από γειτονικό προς το δικό του χωριό της Λακωνίας καταγόμενος, κατέφυγαν τραυματισμένοι σε μια σπηλιά, κοντά στο σημερινό χωριό που φέρει τ’ όνομα του πρώτου, όπου όμως έγιναν  αντιληπτοί, συνελήφθησαν από τους Τούρκους και κατασφάχτηκαν κι αυτοί, με τελευταίο τον ίδιο τον Δημαρά, που τον κατέσφαξε ένας  ιερωμένος (μουφτής) του Ντεμιρλί, (ο οποίος, μάλιστα, λέγεται ότι αργότερα λογοδότησε για την μισερή αυτή πράξη του στο ιεροδικείο).
Όλοι οι νεκροί αποκεφαλίστηκαν και τα κεφάλια τους, καρφωμένα στα γιαταγάνια των απίστων, επιδεικνύονταν, ως λάφυρα, στα χωριά του Παγγαίου, για να μεταφερθούν στη συνέχεια στην Καβάλα, όπου, μετά από παρέμβαση του αυστριακού προξένου, μ’ εντολή του Καϊμακάμη πετάχτηκαν, σε απόσταση πέντε λεπτών από την Καβάλα, όπου μετέβαιναν πολυάριθμοι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής για να τα φτύσουν και να τα διαπομπεύσουν!
Οι τραυματίες, (εκτός από δυο που πέθαναν καθ’ οδόν προς την Καβάλα), μεταφέρθηκαν σε φυλακή της Καβάλας, όπου επί μήνες υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου ν’ αποκαλύψουν τον σκοπό της επιχείρησής τους, μέχρις ότου μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου αναμείχθηκαν με άλλους αιχμαλώτους Έλληνες στρατιώτες, για να επιστρέψουν, επί τέλους, όλοι μαζί στην Ελλάδα, την Πέμπτη, 11 Δεκεμβρίου του 1897, με το πλοίο «Θεσσαλία», το οποίο είχε μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη την υπογραφή του βασιλέως των Ελλήνων υπό την μόλις προηγούμενα συναφθείσα, ιδιαίτερα ταπεινωτική για την Ελλάδα, συνθήκη ειρήνης και ανταλλαγής αιχμαλώτων, μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών, όπως για όλα αυτά μας πληροφορούσε η εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» στο τεύχος της 12ης Δεκεμβρίου του 1897.
Τέλος, πρέπει να σημειώσω κι ένα ακόμη περιστατικό που έχει σχέση με την ατυχή απόβαση του σώματος του Δημαρά στο Παγγαίο και καταγράφηκε σ’ επιστολή του μετέπειτα δικηγόρου Σερρών, Χρήστου Τέντζου: Όταν στη διάρκεια του Β’ βαλκανικού πολέμου στην περιοχή της Γεωργιανής, (τότε Γκόργιανης) βρέθηκε το σώμα προσκόπων του Αρχηγού Δούκα Ζέρβα, του οποίου υπαρχηγός ήταν ο ανωτέρω Χρήστος Τέντζος, συνέλαβε κι εκτέλεσε πολλούς από τους σφαγείς των ανδρών του Δημαρά, μεταξύ των οποίων και τον αιμοβόρο πεχλιβάν Μεχμέτ αγά, ο οποίος είχε σφάξει δύο από τους άνδρες και τα κεφάλια τους τα περιέφερε στην περιοχή καρφωμένα στο τεράστιο γιαταγάνι του, φωνάζοντας «θα σφάξω όλους τους Έλληνες».
Σε τέτοιου μεγέθους καταστροφή, σε τέτοια υπέροχη θυσία κατέληξαν οι ευγενείς πόθοι και η υπέροχη φιλοπατρία του Παναγιώτη Δημαρά και των ανδρών, (όλων εθελοντών) του σώματός του, στους κάμπους και τα βουνά αυτού του τόπου. Και η μεν θυσία αυτή θα μπορούσε ν’ αποφευχθεί, αν η αποστολή τους οργανωνόταν σωστά από τις αρμόδιες πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές της εποχής τους. Η ίδια όμως αυτή θυσία τους δεν πήγε χαμένη. Κάθε άλλο. Το αίμα του Παναγιώτη Δημαρά και των παλληκαριών του, καθώς και το αίμα χιλιάδων άλλων Ελλήνων, που χύθηκε και τότε κι αργότερα, στη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα, στα βουνά της Μακεδονίας, έγινε ποτάμι, που ξέπλυνε την ντροπή του ατυχούς πολέμου του 1897, έγινε κύμα, που γέμισε τις ψυχές των Ελλήνων στρατιωτών και λίγα χρόνια αργότερα, στη διάρκεια των δύο βαλκανικών πολέμων, οδήγησε τα νικηφόρα όπλα τους σε κάθε γωνιά της Μακεδονίας, την οποία κι απελευθέρωσε. Γι’ αυτό πρέπει να θυμόμαστε την υπέροχη φιλοπατρία και να τιμούμε την υπέροχη θυσία του Δημαρά, του Καραβαγγέλη και των ανδρών τους, γι’ αυτό κι η πατρίδα έδωσε τα ονόματά τους σε δύο χωριά του Δήμου Παγγαίου. Σήμερα, μάλιστα, που η φιλοπατρία και η θυσία για την πατρίδα προκαλούν συνήθως ειρωνικά χαμόγελα, σήμερα που αυτή η ελληνική πατρίδα, εξ αιτίας της έλλειψης φιλοπατρίας των αρχόντων της, βρίσκεται βυθισμένη στην καταισχύνη και την περιφρόνηση εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ όλο τον πλανήτη, η θυσία του Παναγιώτη Δημαρά και του σώματός του γίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ άλλοτε, γιατί αποδεικνύει ότι ο μοναδικός, ασφαλής δρόμος για την επιστροφή της χώρας μας στο υψηλό βάθρο που η ιστορία της κι ο πολιτισμός της την είχαν από αιώνες τοποθετήσει, είναι αυτή η πατριωτική φλόγα, που οδήγησε τον Δημαρά και τους εθελοντές συντρόφους του, ν’ αφήσουν τα πλούτη τους στη μακρινή Ρωσία και να έλθουν να πεθάνουν στα βουνά της Μακεδονίας.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
 
 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016


           ΦΤΕΡΗ (ΔΟΒΡΟΒΙΚΕΙΑ): ΨΗΦΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ   ΜΑΚΡΑΙΩΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ

(Ανεπτυγμένη μορφή της ομιλίας μου στην ερειπωμένη Φτέρη, στις 4 Σεπτεμβρίου του 2016, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από την καταστροφή της από τους Βούλγαρους κατακτητές)

 

Κτισμένη στην καρδιά του Συμβόλου όρους, πολύ κοντά στο Παγγαίο και στις εκβολές του Στρυμόνα ποταμού, η Φτέρη, όπως την αποκαλούσαν στους τελευταίους αιώνες, ή Δοβροβίκεια, όπως την ονόμαζαν στα χρόνια του Βυζαντίου, αποτελούσε έναν οικισμό κατοικημένο από Έλληνες, που οι απαρχές της ιστορίας του χάνονται πίσω στους αιώνες.

Στο σημείο όπου ήταν κτισμένη η Φτέρη δεν έχουν εντοπιστεί από την αρχαιολογική Υπηρεσία, ούτε έχουν, φυσικά, ανασκαφεί ερείπια αναγόμενα στην ελληνική ή ρωμαϊκή αρχαιότητα, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι ο τόπος δεν κατοικήθηκε ήδη από τότε. Λ.χ., πολύ κοντά στη Φτέρη, στη θέση «Τσεσμέ τ’ αγά», υπάρχει εκτεταμένος, αρχαιολογικός χώρος, με κατοικίες και νεκροταφεία από την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, που είχε σχέση με την εκμετάλλευση των σιδηρούχων μεταλλευμάτων του Συμβόλου όρους.

Η παρουσία της Φτέρης στην ιστορία του τόπου μας προβάλλει έντονη και καθοριστική ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., υπό το αρχικό της όνομα «Δοβροβίκεια». Για να «επισκεφθούμε» όμως μαζί, νοερά, τη βυζαντινή Δοβροβίκεια, πρέπει να πούμε κατ’ αρχάς, λίγα λόγια για τη βυζαντινή Διοίκηση στην περιοχή του Συμβόλου όρους.

Από τον 10ο αιώνα και μετά, η περιοχή του Συμβόλου όρους υπαγόταν διοικητικά σε μια μεγάλη, διοικητική περιφέρεια, (σαν τις σημερινές Περιφέρειες, στις οποίες διαιρείται η πατρίδα μας), η οποία ονομαζόταν «Θέμα Στρυμόνος» και είχε επικεφαλής, αφενός μεν τον δούκα, δηλαδή τον στρατηγό - διοικητή κι αφετέρου τον κατεπάνω, δηλαδή τον πολιτικό διοικητή, από τα τέλη, όμως, του 12ου αιώνα έγινε μια σημαντική, διοικητική μεταρρύθμιση, στα πλαίσια της οποίας δημιουργήθηκαν μικρότερες, διοικητικές περιοχές, (όπως, δηλαδή, ήταν άλλοτε οι Νομοί, στη σύγχρονη Ελλάδα), που αποτελούσαν τμήματα των Θεμάτων και λέγονταν «Κατεπανίκια». Ένα από αυτά τα «Κατεπανίκια» ήταν γνωστό, ήδη έκτοτε, με την ονομασία «Κατεπανίκιον Ποπολίας ή Λυκοσχίσματος» και σ’ αυτό, ακριβώς, υπαγόταν ο οικισμός της Δοβροβίκειας μετά τον 12ο αιώνα.

Ένα άλλο, σημαντικό, επίσης, στοιχείο της βυζαντινής ιστορίας της περιοχής του Συμβόλου όρους είναι η παρουσία των Μοναστηριών του Αγίου Όρους, τα οποία διέθεταν εδώ μεγάλα κτήματα, που τους είχαν παραχωρήσει διάφοροι Αυτοκράτορες.

Μετά από αυτές τις αναγκαίες διευκρινίσεις, επιστρέφουμε στην ιστορία της Φτέρης, της βυζαντινής Δοβροβίκειας.

Ήδη από τον 11ο αιώνα η Δοβροβίκεια, στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, ανήκε στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Μια σειρά χειρογράφων του αρχείου της Μονής, στα οποία θ’ αναφερθώ στη συνέχεια και τα οποία δημοσιεύτηκαν σχολιασμένα, στη γαλλική γλώσσα, με τον τίτλο «ACTES DIVIRON», πριν αρκετά χρόνια, περιγράφουν με λεπτομέρειες τον οικισμό και μας πληροφορούν για τα ονόματα των κατοίκων και για τις ασχολίες τους.

Η πρώτη ιστορική αναφορά της Δοβροβίκειας βρίσκεται σε δύο έγγραφα του αρχείου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, που ανάγονται στο έτος 1081. Το πρώτο είναι ένα έγγραφο, με το οποίο το ευρισκόμενο στην Κωνσταντινούπολη ιερό ίδρυμα με την ονομασία «ΚΟΣΜΙΔΙΟΝ» βεβαιώνει ότι πώλησε στους Αμαλφιτανούς μοναχούς, (δηλαδή μοναχούς καταγόμενους από την περιοχή του Αμάλφι της νοτιοδυτικής Ιταλίας, οι οποίοι, προτού ακόμη ιδρυθεί η Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας, είχαν ιδρύσει Μονή στη χερσόνησο του Αγίου Όρους, στην περιοχή «Μορφονού», που αποτελεί μέχρι σήμερα ανάμνηση του ονόματός τους), ένα μεγάλο κτήμα, ευρισκόμενο στην «επίσκεψιν Πριναρίου». Το δεύτερο έγγραφο είναι το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου 1ου Κομνηνού, που εκδόθηκε επίσης το έτος 1081 κι επικύρωσε την ιδιοκτησία της Μονής των Αμαλφιτανών στο κτήμα του Συμβόλου όρους. Και στα δύο αυτά έγγραφα περιγράφεται λεπτομερώς το πωληθέν κτήμα και αναφέρεται ρητά ότι αυτό έχει αριστερά του, δηλαδή στα δυτικά του, «τα δίκαια της Δοβροβικείας», πράγμα που σημαίνει ότι ήδη έκτοτε η Δοβροβίκεια είχε κτήματα, άρα και πληθυσμό που τα καλλιεργούσε. Πρέπει, μάλιστα, ν’ αναφέρω εδώ ότι η περιγραφή του κτήματος που προανέφερα αρχίζει από τον μονόλιθον, δηλαδή τον μεγάλο βράχο στη θάλασσα, που βρίσκεται κάτω από τον λεγόμενο Πύργο της Απολλωνίας, (ο οποίος, βέβαια, δεν υπήρχε τότε, αλλά κτίστηκε πολύ αργότερα).

Το πρώτο έγγραφο του αρχείου της Ιεράς Μονής Ιβήρων είναι ένας φορολογικός κατάλογος του δευτέρου μισού του 11ου αιώνα, που υπογράφεται από κάποιον Γρηγόριο Χαλκούτζη και περιγράφει την φορολογική υποχρέωση που είχε η Μονή έναντι του βυζαντινού κράτους, για τα εισοδήματα που έπαιρνε από τα κτήματά της. Στον κατάλογο αυτόν αναφέρεται, λοιπόν, ότι στη Μονή ανήκε, μεταξύ άλλων και  το «προάστειον Δωβρωβίκεια», δηλαδή η περιοχή του χωριού Δοβροβίκεια, η οποία μάλιστα περιγράφεται με λεπτομέρειες στον κατάλογο. Οι κάτοικοι του χωριού εργάζονταν στα κτήματα της Μονής, στην οποία έδιναν ένα μέρος από την παραγωγή τους και η Μονή, με τη σειρά της, πλήρωνε στο Κράτος τον φόρο που της αναλογούσε, ανάλογα με τις παραγωγές που της παρέδιδαν οι αγρότες (πάροικοι) των κτημάτων της. Από την περιγραφή του κτήματος της Ιεράς Μονής Ιβήρων, που λόγω του μεγέθους της, δεν μπορώ να την παραθέσω ολόκληρη, αναφέρω μόνο ότι ρητά αναφέρεται ως δυτικό όριό της ο ποταμός των Θερμών (δηλαδή των Λουτρών Ελευθερών) και ως νότια όριά της, δυτικά το σημείο όπου το ποτάμι των Λουτρών φθάνει στη θάλασσα, ανατολικά δε ο μονόλιθος, δηλαδή ο μεγάλος βράχος που βρίσκεται μέσα στην θάλασσα, κάτω από τον Πύργο της Απολλωνίας. Είναι επίσης ιδιαίτερα συγκινητικό να διαβάζει κανείς σ’ αυτόν τον κατάλογο τα ονόματα των ανθρώπων που κατοικούσαν σ’ αυτό εδώ το χωριό πριν από 1.000 χρόνια, όπως τον Θεόδωρο, γιο του Γεωργίου, τον Ιωάννη γιό του Κυριακού του Βελαϊτη, τον Γεώργιο, γιο του Σταυρακίου, τον Μαριανό Στρυμονίτη, γαμπρό του Σκλαβοπαπά, τον Αναστάσιο τον Ποδογοριανίτη, γαμπρό του Μιχαήλ, την Ευφροσύνη, σύζυγο του Μιχαήλ κλπ.

Το έτος 1079, σύμφωνα με χρυσόβουλλο του αυτοράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη, η Μονή Ιβήρων κατέχει, με τον θεσμό της «εξκουσείας», την Δοβροβίκεια.

Τον Δεκέμβριο του έτους 1101 ο αυτοκράτορας Αλέξιος 1ος Κομνηνός επιβεβαίωσε, σ’ έγγραφό του προς τον σεβαστό Ιωάννη Κομνηνό, το δικαίωμα της Ιεράς Μονής Ιβήρων πάνω στα κτήματα της περιοχής της Δοβροβίκειας (Φτέρης), πράγμα που έφθασε ως τις μέρες μας από έγγραφο του έτους 1104, του Σεβαστού Ιωάννη Κομνηνού, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο της Μονής. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται πάλι το «προάστειον η Δοβροβίκεια», περιγράφεται και πάλι το κτήμα της Μονής, μέσα στα όρια που ήδη ανέφερα, το οποίο ονομάζεται πλέον «μετόχιον», αναφέρεται ότι εκκλησία του μετοχίου αυτού είναι η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (και υπάρχει μέχρι σήμερα τοπωνύμιο «Άγιος Δημήτριος», λίγο πιο πάνω από τον Πύργο της Απολλωνίας, ο οποίος ήταν ο Πύργος του βυζαντινού άρχοντα Αρσενίου Τζαμπλάκωνος, που στα γεράματά του πήγε ως μοναχός στη Μονή Βατοπεδίου, στην οποία το έτος 1355 χάρισε τον πύργο αυτόν και τα κτήματά του), μνημονεύεται ότι η Δοβροβίκεια έχει 26 οικογένειες, (6 μονομελείς, 20 διμελείς και 2 τριμελείς), συνολικά 52 κατοίκους, όπως επίσης μνημονεύονται και τα ονόματα των κατοίκων, όπως είναι ο Κυριακός ο Σιδηρός, που έχει γυναίκα την Ειρήνη, ο Μιχαήλ ο Μουστινιανίτης, (δηλαδή από την Μουσθένη), που έχει γυναίκα την Άννα κλπ.

Το δικαίωμα της Ιεράς Μονής Ιβήρων πάνω στο ίδιο μεγάλο κτήμα του Συμβόλου όρους και στο χωριό Δοβροβίκεια με τους κατοίκους του επικυρώθηκε αργότερα, το έτος 1259 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Μιχαήλ 8ου του Παλαιολόγου, το έτος 1283 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου, το έτος 1310 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Μιχαήλ 9ου του Παλαιολόγου, ενώ το ίδιο αυτό δικαίωμα περιγράφεται και στο φορολογικό Πρακτικό του ορφανοτρόφου Τρύφωνος Κεδρηνού, που συντάχθηκε το έτος 1316 και αναφέρει ότι το χωριό ανήκε στο κατεπανίκιο της Ποπολίας κι ότι είχε 26 οικογένειες, από τις οποίες οι 19 φορολογούνταν και των οποίων παραθέτει τα ονόματα των μελών.

 Αναφερόμενος, όμως, στα ονόματα των κατοίκων της Δοβροβίκειας, στους αιώνες που αυτή ανήκε στο βυζαντινό κράτος, αλλά και στο ίδιο το όνομα «Δοβροβίκεια», που σημαίνει στη σλαβική γλώσσα «καλός τόπος», πρέπει να πω τα εξής: Στους αιώνες της βυζαντινής κυριαρχίας ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της ιστορίας της περιοχής μας ήταν η εγκατάσταση, στην περιοχή του Στρυμόνα, αρχικά ως επιδρομέων και ληστών και πολλούς αιώνες αργότερα, μετά τον εκχριστιανισμό τους, ως μισθοφόρων πολλών βυζαντινών αυτοκρατόρων, των λεγόμενων Στρυμονιτών Σλάβων, ήτοι Σλάβων εγκατεστημένων μόνιμα με τις οικογένειές τους, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό και μετά από αιώνες βλέπουμε στους ονομαστικούς καταλόγους των κατοίκων των χωριών και των μοναστηριακών κτημάτων της περιοχής, κύρια της Δοβροβίκειας, πολλά σλαβικά ονόματα μελών οικογενειών, των οποίων τα υπόλοιπα μέλη έφεραν ελληνικά ονόματα.

Στα 1282-1321 ανήλθε στο θρόνο της Σερβίας ο Στέφανος Μιλιούτιν, ο οποίος κατέκτησε την περιοχή των Σερρών και της Χρυσουπόλεως (Τούζλας), καθώς και το λιμάνι του Ορφανού. Αφότου, στη συνέχεια, ο Στέφανος Δουσάν ανέβηκε, στα 1331 στον ίδιο θρόνο, κατέκτησε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας κι αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς και αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας, με έδρα την πόλη των Σερρών, το κράτος του όμως υπήρξε εφήμερο. Αυτός, το έτος 1346, με χρυσόβουλλό του, αναγνώρισε το δικαίωμα της Μονής Ιβήρων στην Δοβροβίκεια, ενώ την ίδια χρονιά,  σε δεύτερο χρυσόβουλλό του, μεταξύ των κτημάτων της μονής συμπεριέλαβε και τα «εις το Πρινάριον χωρία δύο, ο Οβηλός και η Δοβροβίκεια μεθ' ης και αυτά έχουσι περιοχής και νομής».

Από πολλά χρόνια πριν, εξ άλλου, είχαν αρχίσει οι βαρβαρικές επιδρομές, αρχικά των Βουλγάρων, επί σειρά αιώνων και αργότερα των Τούρκων, εξ αιτίας των οποίων πολλές φορές τα μεγάλα μοναστηριακά κτήματα ερημώνονται. Ιδιαίτερα όταν άρχισε ο τουρκικός επεκτατισμός, η περιοχή ερημώνεται και καταληστεύεται επανειλημμένα, με αποτέλεσμα η παλιά, μεγάλη ευμάρειά του να μετατραπεί σε απέραντη ερήμωση και φτώχεια. Στα μέσα του 14ου αιώνα είχαν πυκνώσει κι οι επιδρομές των Οθωμανών κι απειλούσαν την Μακεδονία, αφότου ιδιαίτερα αυτοί, στα 1361, κατέλαβαν την Ανδριανούπολη και την έκαναν πρωτεύουσα του κράτους τους, με αποκορύφωμα το χρονικό διάστημα 1383-1387, οπότε οι Οθωμανοί, έχοντας ως επικεφαλής τον Γαζή Εβρενός μπέη και τον Λάλα Σαχίν, κατέκτησαν και ολόκληρη την περιοχή μας, τις Σέρρες, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη, κατέστρεψαν τα κάστρα της Καβάλας και της Χρυσούπολης (Τούζλας) κι άρχισαν να εγκαθιστούν πολυάριθμους Τουρκομάνους έποικους από τη Μικρά Ασία, κύρια Γιουρούκους και Κονιάριδες.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το έτος 1341 το χωριό Δοβροβίκεια ήταν πλέον ακατοίκητο, γεγονός που αναφέρεται σε φορολογικό Πρακτικό του απογραφέως Πρωτοκυνηγού Ιωάννη Βατάτζη, του αναφερθέντος έτους.  Επίσης, σε χρυσόβουλο που εξέδωσε το έτος 1351 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός για την Μονή Ιβήρων, αναφέρεται ότι στη Μονή ανήκουν στο Λυκόσχισμα δύο παλαιοχώρια, (δηλαδή εγκαταλειμμένα χωριά), η Δοβροβίκεια και ο Οβηλός, των οποίων οι κάτοικοι έχουν διασκορπισθεί σε διάφορα κάστρα της περιοχής, ίδια δε αναφορά γίνεται και σ’ έγγραφο του πατριάρχη Καλλίστου, του ιδίου έτους.

Το όνομα του χωριού φαίνεται για τελευταία φορά το έτος 1357, σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου.

Στα όρια δικαιοδοσίας του βυζαντινού οικισμού της Δοβροβίκειας – Φτέρης μνημονεύεται η ύπαρξη των εξής ναών:

Του ναού του Αγίου Δημητρίου. Στο έγγραφο του έτους 1104 που προανέφερα έχουμε χαρακτηριστική περιγραφή του: " Έσωθεν δε του τοιούτου περιορισμού [της Δοβροβίκειας] εκκλησία του μετοχίου επ'ονόματι του Αγίου Δημητρίου, δρομική λιθοπηλόκτιστος δίρρυτος, υπό βήματος ενός, υλογραφική και τα εκείσε ευρεθέντα τέσσερα οικήματα οροφόσκεπα λιθοπηλόκτιστα, αμφότερα υπό αυλής και πυλώνος".

Του ναού του Αγίου Γεωργίου. Αυτός κτίστηκε για πρώτη φορά από τον ηγούμενο της μονής Ιβήρων Παύλο, μεταξύ των ετών 1170  και 1184. Πληροφορίες για το ναό υπάρχουν στο Συνοδικόν της μονής. Είναι ολοφάνερο ότι εκείνος ο πρώτος ναός βρίσκεται κάτω από τα θεμέλια του σημερινού ναού του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος μοιάζει τόσο πολύ με τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου της Ελευθερούπολης, που φαίνεται ότι κτίστηκε, οπωσδήποτε, στη σημερινή, φυσικά, μορφή του, στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα, με πιθανότερο το έτος 1805, όπως μαρτυρούσε μια επιγραφή που υπήρχε στο Ναό το έτος 1932. Μια ανακαίνισή του, που φαίνεται να έλαβε χώρα στις 10 Απριλίου του 1850, μαρτυρά η ασβεστωμένη σήμερα επιγραφή που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του τοίχου του Ιερού του Ναού, όπου αναφέρεται κάποιος Άνθιμος, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Άνθιμος Γρυπάρης από τη Σίφνο, παρόλο που υπάρχουν αμφιβολίες για το αν ο εν λόγω λαμπρός επίσκοπος αρχιεράτευε στη Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως το έτος 1850, ενώ, συνάμα, κατά το ίδιο έτος όλα τα γειτονικά στη Φτέρη χωριά ανήκαν ακόμη στην Εξαρχία Ορφανίου και Καβάλλας, η οποία υπαγόταν στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου! (Πάντως, το έτος 1850 Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου ήταν ο Μελέτιος).

Του ναού της Αγίας Βαρβάρας. Στην περιοχή της Δοβροβίκειας η μονή Ιβήρων κατείχε μύλο «εις την Αγίαν Βαρβάραν», σύμφωνα με το πρακτικό του ορφανοτρόφου Τρύφωνα Κεδρηνού του έτους 1316. Η αναφορά του τοπωνυμίου προϋποθέτει την ύπαρξη ναού τιμώμενου στο όνομα της Αγίας Βαρβάρας, ο οποίος πιθανολογείται ότι βρισκόταν πάνω στο ρέμα που κατεβαίνει από το χωριό προς την θάλασσα.

Μετά την κατάκτηση της περιοχής μας από τους Οθωμανούς, που ολοκληρώθηκε το έτος 1387, η Δοβροβίκεια χάνεται από την ιστορία και για τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης δεν έχουν ακόμη βρεθεί στοιχεία, σχετικά με το πότε ιδρύθηκε εκ νέου σαν Φτέρη κι από ποιους. Είναι όμως γεγονός ότι στους τελευταίους αιώνες, (18ο και μεταγενέστερους), στη θέση της βυζαντινής Δοβροβίκειας βρίσκεται πλέον ένα καθαρά ελληνικό χωριό, η Φτέρη, στην οποία έρχομαι ν’ αναφερθώ στη συνέχεια της ομιλίας μου.

Στα μέσα του 16ου αιώνα η περιοχή είχε υπαχθεί διοικητικά στην περιφέρεια (ορτά) Πουρνάρ νταγή και τότε παρατηρήθηκε η κάθοδος στην περιοχή και πολλών Βουλγάρων εργατών και αγροτών, που έρχονταν για να δουλέψουν στην υπηρεσία των Οθωμανών κατακτητών.

Από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά, έμποροι έρχονταν από τη Ραγούζα της Δαλματίας, τη Χίο, τη Βενετία, ακόμη και από την Αίγυπτο, έφθαναν μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα, έμεναν στην περιοχή μέχρι και δύο μήνες, για να πουλήσουν και ν’ αγοράσουν εμπορεύματα, όπως μας πληροφορεί ο Γάλλος βαρώνος Pierre Belon du Mans

Η μακρά περίοδος της Τουρκοκρατίας υπήρξε για την περιοχή ιδιαίτερα επώδυνη. Οι εξισλαμισμοί οδήγησαν μεγάλο μέρος των ελληνικών πληθυσμών στην θρησκευτική πρώτα και στη συνέχεια στην εθνική αφομοίωσή του από τους κατακτητές, μ’ εξαίρεση λίγες νησίδες Ελληνισμού, που μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον Ελληνικό χαρακτήρα των κατοίκων τους. Τέτοιες νησίδες ήταν τα ντόπια χωριά της επαρχίας Παγγαίου, η Νικήσιανη, η Μεσωρόπη, η Φτέρη, το Μυρτόφυτο (Ντρέζνα), η Καρυανή, το Ποδοχώρι κλπ.

Η Φτέρη παρέμεινε, στη σκοτεινή αυτή και μακραίωνη περίοδο, ένα ελληνικό χωριό, στη γειτονιά του οποίου σημαντική πόλη και διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της περιοχής υπήρξε το Πράβι, ενώ το γειτονικό Ορφανό (σημερινό Ορφάνι) έγινε ένας σημαντικός οδικός κόμβος και το λιμάνι του Ορφανού ή Τσάγεζι ένα σημαντικό λιμάνι φόρτωσης των προϊόντων της περιοχής, (των περίφημων καπνών και λοιπών αγροτικών προϊόντων, καυσόξυλων και οικοδομήσιμης ξυλείας, βλημάτων που κατασκευάζονταν στο εργοστάσιο που οι Οθωμανοί διατηρούσαν στο Πράβι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα).

Το χωριό αυτό, απομονωμένο στην ομορφιά και την ηρεμία μιας καταπράσινης ρεματιάς, είχε, λίγο πριν καταστραφεί από τους Βουλγάρους, περίπου εξήντα (60) οικίες κι οι κάτοικοί του ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία, την μελισσοκομία  και το κυνήγι.

Αναφερόμενοι στη συνέχεια στην εκκλησιαστική κατάσταση της Φτέρης στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής σκόρπια στοιχεία:

Η περιοχή από τη Μεσωρόπη και πέρα, μέχρι το Ορφάνι και την Καρυανή, από τις αρχές του 13ου αιώνα που έχουμε σχετικές πληροφορίες, ανήκε στην πνευματική δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Φιλίππων και όχι σ’ αυτήν του επισκόπου Ελευθερουπόλεως, υπό τον οποίο υπάγεται το 1864. Τούτο προκύπτει κυρίως από σιγίλλιο του έτους 1618 του Πατριάρχη Τιμόθεου Β’, με το οποίο ενώνονταν πάλι με τη Μητρόπολη Φιλίππων τα πατριαρχικά χωριά, «τον τε Στρυμόνα ποταμόν, την Αμφίπολιν, ήτοι το Μαρμάριον, την Χρυσούπολιν, ήτοι το Ορφάνιον, την Καρίανην, την Μπομπλίανην, το Νεοχώριον, την Ποδογώριανην και το Βοσορόμου. Πριν το 1618 τα χωριά αυτά ανήκαν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, σχηματίζοντας την «πατριαρχική εξαρχία Ορφανίου», οπωσδήποτε πριν το έτος 1577, ενώ μετά την ένωσή τους με τη Μητρόπολη Φιλίππων το 1618 επανήλθαν στην εξαρχία που ανήκαν προηγούμενα, πιθανόν μετά το 1626.

Μετά το 1717 η εξαρχία Ορφανίου συγχωνεύεται με την εξαρχία Καβάλας και το 1721 αποδίδεται η τελευταία στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου, υπό την πνευματική δικαιοδοσία του οποίου παρέμεινε, (όπως και τα χωριά της), μέχρι το 1924. (Αυτό το βεβαίωσε και ο Γ.Ν. Φιλιππίδης, όταν επισκέφθηκε τις εκκλησιαστικές περιφέρειες της περιοχής και το 1877 δημοσίευσε την περιγραφή των επαρχιών τους με τίτλο «περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως». Το 1905 μάλιστα  ο Γ. Χατζηκυριακού εκπλήττεται όταν διαπιστώνει την περίεργη, εκκλησιαστική διαίρεση της περιοχής και σημειώνει στο έργο του «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)» : «Η Μεσορόπη μετά των προηγουμένων, Κάριανης, Μπόμπλιανης και Ποδογόριανης, υπάγονται, κατά παράδοξον όλως τρόπον εκκλησιαστικής διαιρέσεως, εις την εκκλησιαστικήν επαρχίαν Ξάνθης, ήτις ούτω εισχωρεί και ενσφηνούται μεταξύ των κωμών της επαρχίας Ελευθερουπόλεως, σφετεριζομένη, ούτως ειπείν, τα δικαιώματα αυτής).

Όταν ο Γ.Ν. Φιλιππίδης επισκέφθηκε κατά το έτος 1877 τις εν Μακεδονία επαρχίες Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως, περιέγραψε ως εξής την Φτέρη στο σύγγραμμά του, το οποίο δημοσιεύτηκε στο  1ο τεύχος του περιοδικού «Μακεδονικά»: «Φτέρη. Χωρίδιον και τούτο μικρόν, εντός χλοεράς κοιλάδος κείμενον και ούτως ονομασθέν εκ της πτέριδος (φτέρης), φυτού, όπερ πλημμυρεί τα μέρη ταύτα. Και οι του χωρίου τούτου κάτοικοι εισί γεωργοί, διατηρούσι δε γραμματοδιδασκαλείον, εν ω διδάσκεται η Οκτώηχος και το Ψαλτήριον».

Το έτος 1886 ο Έλληνας ταγματάρχης του μηχανικού, Νικόλαος Θ. Σχινάς, περιόδευσε στην περιοχή μας και τις εντυπώσεις του περιέλαβε σε άρθρο του στο περιοδικό Μακεδονία (Μακεδονικά). Αναφέρει λοιπόν ο εν λόγω στρατιωτικός ότι η Φτέρη είχε τότε 230 κατοίκους.

Στον Γενικό Πίνακα των εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία ελληνικών σχολείων, ο οποίος δημοσιεύθηκε το έτος 1902 στην Κωνσταντινούπολη από την οθωμανική Διοίκηση, Η Φτέρη αναφέρεται ως Φθέρη και φαίνεται ότι έχει ένα δημοτικό σχολείο με έναν δάσκαλο και 15 μαθητές (άρρενες), για τη συντήρηση του οποίου απαιτούνταν 230 φράγκα.

Κατά τα έτη 1905-1906 ο Έλληνας Γεώργιος Χατζηκυριακού περιηγήθηκε την υπόδουλη, ακόμη τότε, Μακεδονία. Αυτός λοιπόν επισκέφθηκε την Φτέρη και την περιέγραψε ως εξής: «Εκ Τσιούστης συνεχίζων την επί του (Συμβόλου) όρους πορείαν μου και ανερχόμενος μέχρι της κορυφογραμμής αυτού φθάνω εις άλλην Ελληνορθόδοξον κώμην, την καλουμένην Φτέρην, κειμένην επί ανωμάλου και βραχώδους εδάφους, ένθεν και ένθεν της κοίτης επικλινούς χειμάρρου. Ωνομάσθη δε Φτέρη εκ του πέριξ εν πλησμονή φυομένου πτεριδοφύτου, της γνωστής πτέριδος».

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής του εν Βόλω Γυμνασίου, περιηγούμενος την περιοχή, εξέδωσε, το 1913 στην Αθήνα ένα βιβλίο με τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ» στο οποίο περιγράφει ότι «…Φθάνομεν εις το ωραίον Ελληνικόν χωρίον Τσιούστη, υπό 120 ψυχών οκούμενον. Η οδός τουντεύθεν ανέρχεται και δια της λοφοσειράς εντός 1 ¼ ώρας άγει εις το ορεινόν χωρίον Φτέρη, εκ του ομωνύμου φυτού, ή Θέρη, το οποίον έχει 170 Έλληνας κατοίκους…»

Στο αρχείο του Παπα Νικόλα Οικονόμου ή Βλάχου, που ήταν ιερέας της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, όταν Μητροπολίτης ήταν ο Εθνομάρτυρας Γερμανός Σακελλαρίδηςενώ διετέλεσε Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως, επί σειράν ετών μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Γερμανού, βρίσκεται έγγραφο με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου του 1910, το οποίο υπογράφει ο προεστός της Φτέρης, Κωνσταντίνος Γ. Τζόρογλου. 

Ο Μιχαήλ Χουλιαράκης, στο έργο του «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971», τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα,1975», αναφέρει ότι το έτος 1913 η Φτέρη, υπαγόμενη στην υποδιοίκηση Πραβίου, είχε 166 κατοίκους.

Η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού στρατού, στους στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού και της εθνικότητας των νομών Σερρών, Δράμας και Καβάλας που εξέδωσε το έτος 1919 στην Αθήνα, ανέφερε ότι η Φτέρη είχε πριν τους Βαλκανικούς πολέμους 100 κατοίκους, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1915 είχαν γίνει 108, από τους οποίους οι 50 ήταν άνδρες και οι 58 γυναίκες.

Στις 30 Μαρτίου του 1897, στα πλαίσια του ελληνοτουρκικού πολέμου, αποβιβάστηκε στην τοποθεσία «Έλληνας», κοντά στον Πύργο της Απολλωνίας, ένα μικρό, στρατιωτικό, εκστρατευτικό σώμα, αποτελούμενο από 150 Έλληνες ομογενείς, μ’ επικεφαλής τον Παναγιώτη Δημαρά και τον Ευστάθιο Καραβαγγέλη, με σκοπό να καταστρέψει τη σιδηροδρομική γραμμή των Οθωμανών στον Σταθμό Αγγίτη (Αγγίστα). Οι Φτεριώτες, όπως και οι Τρεζνιώτες, βοήθησαν τους άνδρες του σώματος, αλλά, δυστυχώς, η αποστολή προδόθηκε, το εκστρατευτικό σώμα εξολοθρεύθηκε από τους Τούρκους κι οι Φτεριώτες έχασαν την ησυχία τους από τους Τούρκους.

Όταν, στα 1913, η Μακεδονία φλεγόταν από τους Βαλκανικούς πολέμους, οι Φτεριώτες εγκατέλειψαν το χωριό τους. Οι μισοί περίπου, ακολουθώντας τα ελληνικά στρατεύματα, έφυγαν προς το Στρυμόνα. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν από τους Βουλγάρους να εγκαταλείψουν το χωριό και σκόρπισαν στα γύρω βουνά, μέχρι που τέλειωσε η κατοχή. Τα βάσανα όμως δεν είχαν τελειώσει, γιατί τους Φτεριώτες περίμενε, όπως και όλη την περιοχή, μια δεύτερη, βουλγαρική κατοχή.

Από τον Αύγουστο του 1916 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1918 οι Βούλγαροι, ως σύμμαχοι των Γερμανών, εισήλθαν και κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία. Την περιοχή μας κατέλαβε τότε η 10η βουλγαρική μεραρχία της άσπρης θάλασσας, όπως αποκαλούσαν οι Βούλγαροι το Αιγαίο. Από τον Οκτώβριο του 1916 μέχρι τον Ιούνιο του 1917 στους Βουλγάρους προστέθηκε και η 58η τουρκική μεραρχία.

Στο μικρό διάστημα της παραμονής τους, ο λαός μας έπαθε τα πάνδεινα από βούλγαρους και τούρκους φανατικούς, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την ανώμαλη κατάσταση, προκειμένου να βγάλουν πάνω στους Έλληνες τα παλιά κι άσβεστα μίση τους. Ποια ήταν αυτά; Μας τα διηγείται ανάγλυφα η επίσημη αναφορά που απέστειλε στον τότε Έλληνα Υπουργό Εσωτερικών ο Τίτος Γιαλούρης, έπαρχος της Ελλάδος στην περιοχή, μετά τη λήξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, την ήττα των Γερμανών και των συμμάχων τους και την αποχώρηση των Βουλγάρων, από την οποία αναφορά σας διαβάζω ελάχιστα αποσπάσματα, που αφορούν την τύχη του χωριού αυτού:

Από την περιοχή του Παγγαίου μόνο, εξορίστηκαν στη Βουλγαρία 2.250 άνθρωποι, από τους οποίους γύρισαν πίσω μόνο οι 900.

Ο πληθυσμός του Παγγαίου, από 14.000 ορθοδόξους έπεσε στις 7.000 – 8.000, εξ αιτίας των εκτελέσεων, των εξοριών και της αναγκαστικής μετανάστευσης.

Στην Φτέρη οι κατακτητές κατεδάφισαν 34 σπίτια κι άφησαν άστεγους 100 ανθρώπους.

Οι κάτοικοι εξαφανίστηκαν. Πολλοί πέθαναν από τη πείνα και τις κακουχίες, άλλοι δεν γύρισαν από την εξορία κι οι επιζήσαντες διασκορπίστηκαν.

Στην αναφορά υπάρχουν και οι προφορικές μαρτυρίες κάποιων που υπέφεραν τα πάνδεινα, συλληφθέντες, εξορισθέντες ή φυλακισθέντες από τους Βουλγάρους. Από αυτές τις μαρτυρίες αξίζει να σας παραθέσω αυτήν που έδωσε στην Ελευθερούπολη, στις 14 Φεβρουαρίου του 1919, ο γιατρός Κωνσταντίνος Κυριάκος ή Κυριακού, που γεννήθηκε στα Λακοβίκεια, ηλικίας τότε 62 ετών, κάτοικος Ελευθερούπολης: «Ένα μήνα ύστερα από τη βουλγαρική εισβολή, (εννοεί τον χειμώνα του έτους 1916), έφτασε στην Φτέρη το 158° Σύ­νταγμα Πεζικού του τουρκικού στρατού, υπό τη διοίκηση του συνταγμα­τάρχη Mahmout Nedin-bey που είχε την έδρα του στο χωριό Μπόμπλιανη. Οι στρατιώτες προέβησαν σε κάθε είδους λεηλασία εις βάρος των κα­τοίκων. Κατέλαβαν όλα τα ελληνικά, χριστιανικά σπίτια. Βούλγαροι αξιωματι­κοί και Τούρκοι έμπαιναν τις νύχτες στα σπίτια των Ελλήνων και με τη βία υποχρέωναν τους ενοίκους να τους παραδώσουν χρήματα, προμήθειες, εργαλεία από χαλκό, στρώματα, έπιπλα, είδη ένδυσης και άλλα. Τελικά τους ανάγκαζαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακομίσουν στην Ελευθερούπολη. Ύστερα από τον εκτοπισμό των ανδρών στη Βουλ­γαρία, παρέμειναν στην Ελευθερούπολη οι γυναίκες με τα παιδιά. Να λοι­πόν γιατί έρχομαι να σας πω όλα όσα έγιναν εναντίον των κατοίκων της Φτέρης, που βρίσκεται στα περίχωρα της Ελευθερούπολης, όπου ήταν στρατοπεδευμένος ο τουρκικός στρατός υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ Μπέη. Κατά την εκτίμηση μου, επί των 95 κατοίκων της Φτέρης, που βρήκαν το θάνατο στην Ελευθερούπολη όπου είχαν μετακομίσει, οι 53 πέθαναν από τις στερήσεις. Τα 25 σπίτια που αποτελούσαν το χωριό Φτέρη, όλα χωρίς εξαίρεση, έχουν κατεδαφιστεί. Μόνο η εκκλησία στέκεται ακόμη όρθια. Όλα τα υ­πόλοιπα σπίτια είναι ερείπια και συνεπώς δεν είναι κατοικίσιμα. Δεν πα­ρέμειναν στο χωριό παρά μόνο δυο κάτοικοι, οι οποίοι ζουν σε μια αχυροκαλύβα. Το χωριό ήταν πλούσιο σε ελιές, σε αμύγδαλα, υπήρχαν εκεί 700 κυ­ψέλες. Όλα αυτά έχουν αρπαγεί και καταστραφεί. Εγώ είχα μεγάλη περιουσία στη Φτέρη, όπου ασχολιόμουν με τη μελισσο­κομία. Γνωρίζω όλους τους κατοίκους, οι οποίοι με θεωρούν προστάτη τους». (Ο μάρτυρας έδωσε στην Επιτροπή μια ονομαστική κατάσταση των θανόντων από την πείνα, η οποία επισυνάφθηκε στην κατάθεσή του).

Όλα τα παραπάνω επιβεβαίωσε και μια Διασυμμαχική Επιτροπή, που συστάθηκε μετά το 1918, για να ελέγξει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία από τον βουλγαρικό στρατό, η οποία, στις αναφορές κι έρευνες που διεξήγαγε κι οι οποίες εκδόθηκαν στη Γαλλία αλλά και στο Λονδίνο το 1919, περιέγραψε επίσης, με τα πιο μελανά χρώματα, όσα υπέστησαν τα χωριά του Παγγαίου, μεταξύ των οποίων και η Φτέρη, από τους Βούλγαρους κατακτητές.

Την περιγραφή της καταστροφής του χωριού κάνει, επίσης, γεμάτος πλούσια συναισθήματα, ο αείμνηστος Ελευθερουπολίτης δικηγόρος και ιστορικός Ανδρέας Παπανδρέου, στη μικρή εργασία του με τίτλο «Οι Φτεριώτες στους απελευθερωτικούς αγώνες», που δημοσίευσε το έτος 1978 στο Μακεδονικό Ημερολόγιο: Αναφερόμενος ο κ. Παπανδρέου στη βουλγαρική κατοχή της περιοχής μας, που άρχισε το έτος 1916, αναφέρει: «Οι Βούλγαροι έβγαζαν το άχτι τους για καλά αυτή την φορά, ξεπλη­ρώνοντας την ήττα τους στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, σε βάρος αμάχων πολιτών. Οι βουλγαρικές ορδές ξανα­πέρασαν απ' την Φτέρη κι εγκατέστησαν μια μεγάλη μονάδα στα Λουτρά Ελευθερών, που κατόπτευε απένα­ντι το μέτωπο του Στρυμόνα, όπου ήταν οι Αγγλογάλλοι. Όπως και να το κάνουμε, ένα καθαρά Ελληνικό χωριό, χωρίς ούτε ένα Τούρκο, ήταν οπωσδήποτε ένα μικρό καρφί στο υπογάστριό τους σ' εκείνη την ευαίσθητη περιοχή. Γι' αυτό στα τέλη του 1916, ένα ψυχρό πρωινό, εμφανίστηκε στο χωριό ένα Βουλγάρικο Τάγμα και αφού πρώτα το έζωσε για τα καλά, ύστερα ό Κομμαντάν τους μάζεψε όλους στην πλατεία και τους διέταξε μέσα σε λίγες ώρες να εγκαταλείψουν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για το Πράβι. Μόνο κάμποσοι τσομπαναραίοι, που ήταν στα βουνά τριγύρω κατόρθωσαν να γλυ­τώσουν, φεύγοντας στα γύρω χωριά. Η τραγική φάλαγγα οδηγήθηκε στο Πράβι, όπου τα γυναικόπαιδα μοιράστηκαν σε καπνοποθήκες και παλιά, έρημα σπί­τια, για να πεθάνουν τα περισσότερα απ' την πείνα και το κρύο σε κείνον τον τρομερό χειμώνα. Φτάσανε να θεωρούνε το χελωνίσιο κρέας αρνάκι του γάλακτος και πολλοί απ' αυτούς έφαγαν ακόμα γάτους και σκύλους, χωρίς υπερβολή. Οι άντρες οδηγήθηκαν στη συνέχεια σε εξορίες σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας, όπου δούλεψαν σκληρά στα κάτεργα του Κίτσοβου, του Καρναμπάτ (πόλις και περιοχή κοντά στη Ροδόπη) και της Ντόμπρουτσα όπου πέρασαν σχετικά καλά, οι άλλοι όμως που έπεσαν στο Κίτσοβο και στο Καρναμπάτ είχαν φριχτό τέλος οι περισσότεροι και μόνον όσοι είχαν τύχη ή γερό οργανισμό την γλύτωσαν. Φθινόπωρο του 1918 οι Κεντρικές Δυνάμεις συνθη­κολόγησαν, η σάλπιγγα της Ελευθερίας ηχούσε και πάλι στα δύστυχα τούτα μέρη και οι Βούλγαροι «κα­κήν κακώς» υποχωρούσαν στα μέρη τους. Η συμμα­χική αποστολή, πού περιλάμβανε και Έλληνες Αξιω­ματικούς και στρατιώτες, έχει πια εγκατασταθεί στη Σόφια και μεριμνά για το γυρισμό των εξόριστων στις πατρίδες τους. Όλα αρχίζουν σιγά - σιγά και παίρνουν τον δρόμο της ομαλότητας και της ειρηνικής ζωής, όλα εκτός από τους Φτεριώτες, που αποδεκατισμένοι από την πείνα και την εξορία ήταν αδύνατο, με τα λίγα απο­μεινάρια τους, να ξαναχτίσουν το χωριό τους, που τόσβησαν απ' τον χάρτη οι στρατιώτες του Φερδινάνδου, αφήνοντας μόνο την Εκκλησία του χωριού όρθια, για να θυμίζει ότι εκεί υπήρχε κάποτε ένα χωριό Ελλη­νικό πού το λέγανε Φτέρη. Η Εκκλησία σε πείσμα του χρόνου σωζόταν μέχρι το 1956, σαν βουβή μαρτυ­ρία της τραγωδίας του χαμένου χωριού, για να καταστραφεί κι αυτή τελικά από αμέλεια μερικών κυνηγών, που διανυκτέρευσαν κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ σ' αυ­τήν. Το μόνο που σώθηκε είναι ένα θαυμάσιο Ευαγγέλιο, εκδόσεως Βενετίας, του προπερασμένου αιώνα, που βρί­σκεται σήμερα στην Εκκλησία του διπλανού χωριού Ακροπόταμος, σαν τελευταίο απομεινάρι μιας τραγι­κής θύμησης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου».

Μετά, λοιπόν, την καταστροφή της από τους Βουλγάρους, τον χειμώνα του 1916 η Φτέρη δεν φαίνεται να ξανακατοικήθηκε και γι’ αυτό είναι περίεργο ένα έγγραφο που βρέθηκε κι αυτό στο πολύτιμο αρχείο του παπα Νικόλα Οικονόμου ή Βλάχου, το οποίο φέρει ημερομηνία 2-6-1919, απευθύνεται στον παπα Νικόλα, ως Αρχιερατικό Επίτροπο, το υπογράφει ο ιερεύς Γεώργιος και δύο κάτοικοι (μήπως επίτροποι;) ο Δημήτριος Ι. Μιλιώνης και ο Γεώργιος Κ. Τσιγερόπουλος κι έχει σφραγίδα που γράφει γύρω ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΕΠΑΡΧΙΑ ΠΡΑΒΙΟΥ και στο μέσον ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΦΤΕΡΗΣ, με ένα έμβλημα που δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό.

Ακόμη, πάντως, κι αν υπήρχε κοινότητα Φτέρης τον Ιούνιο του 1919, το Νοέμβριο του 1919 εκδόθηκε Β.Δ., που περιλήφθηκε στο ΦΕΚ ΑΑ51/1919, με το οποίο συστάθηκε η Κοινότης Ορφανίου μ’ έδρα το Ορφάνι, στην οποία περιλήφθηκε και η ερειπωμένη Φτέρη.

Θα τελειώσω την ιστορική περιήγησή μου στην ιστορία αυτού του πολύπαθου τόπου, με μια περιγραφή της Φτέρης που περιλήφθηκε σ’ ένα ταξιδιωτικό άρθρο, κάποιου ο οποίος το υπέγραψε με το αρχικό γράμμα Ξ, υπό τον τίτλο «Καλοκαιρινά ταξείδια» και το οποίο δημοσιεύθηκε στις 7 Ιουλίου του 1932 στην εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ της Καβάλας: «Η εκδρομή μας έγινε αφορμή να παρακολουθήσουμε και μια κατανυκτική Ιεροτελεστία. Στις 30 Ιουνίου, εορτήν των Αγίων Αποστόλων, ελειτουργήθη, πρωτοστατούντος του Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Φτέρης, Η λειτουργία αυτή έπαιρνε άλλοτε μορφή θορυβώδους πανηγύρεως, στην οποίαν συνέρεαν οι κάτοικοι x και των πλέον απομεμακρυσμένων χωριών της περιφερείας. Αλλ’ η οικονομική κρίσις και η εξαθλίωσις της υπαίθρου εστέρησαν τον χωρικόν κι από τη μοναδική αυτή τέρψη του – τα πανηγύρια. Είναι ζήτημα αν oι εκκλησιασθέντες στην εφετεινή λειτουργία του Αγίου Γεωργίου υπερέβαιναν τους εξήντα! Από την άλλοτε ακμάζουσαν και πλουσιωτάτην Φτέρην δεν σώζεται πια σήμερα τίποτα. Ούτε ίχνη των θεμελίων των καταστραφέντων σπιτιών της. Οι πόλεμοι την ξεπάτωσαν σύρριζα. Η εκκλησία παλιά μα όχι «αρχαία». Ούτε καν των πρώτων αιώνων της δουλείας. Επιγραφή με όνομα «κτίτορος» την χρονολογεί από το 1805 και τίποτα δεν επιμαρτυρεί ότι η ανέγερσίς της μπορεί νάναι και προγενέστερη!; Ως αρχιτεκτονική, διακόσμησις, περιεχόμενον, δεν ενθυμίζει τίποτε από την ωραιότητα της χριστιανικής τέχνης. Τετράγωνη χωριάτικη βασιλική, χωρισμένη σε κλίτη από τέσσερες ασβεστωμένες κολώνες και με...φεγγίτες στην οροφή! Το μόνο εξαιρετικό χαρακτηριστικό της είναι ότι βρίσκεται χωμένη, κατά το ήμισυ και πλέον, μες τη γη. Για να εισέλθη κανείς κατεβαίνει πρώτα από 4-5 σκαλοπάτια σ’ ένα υπόστεγο που διατρέχει το μήκος της ανατολικής πλευράς του ναού και που εισχωρεί όλο και βαθύτερα στη γη. Και το έδαφος της εκκλησίας χωρίζεται μ’ άλλα 6-7 σκαλοπάτια από το υπόστεγο αυτό. Και η ενσφήνωση αυτή στα σκοτεινά, ανήλια σπλάχνα της γης αποδίδει στο εκκλησάκι όλη την κατανυκτική γοητεία που του αφαιρεί η έλλειψη της Τέχνης. Η μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο καταποντισμός αυτός, εξαϋλώνει τις απροσδιόριστες διακοσμήσεις, αποπνευματώνει τις μορφές των κακότεχνων αγίων και χαρίζει μεγαλειώδη επιβλητικότητα στον εντειχισμένο στο κέντρο της επιπέδου οροφής Παντοκράτορα. Και καθώς πέφτει το θαμπό ημίφως της αδύνατης κανδήλας επάνω στα χαρακτηριστικά της Παναγίας, νομίζει κανείς πως η Θεομήτωρ, που κρατεί σφιχτά μές στην αγκάλη τον μονογενή της, θ’ αργοκινήση τα χείλη και θα ψιθυρίσει λόγια συμπαθείας και οίκτου προς το εκκλησίασμα....»

Σαν ένα σπασμένο τζάμι, σαν ένα παζλ που θα λέγαμε σήμερα, η ιστορία χρειάζεται υπομονή κι αγάπη, προκειμένου να συγκεντρωθούν οι μικρές ψηφίδες που την συγκροτούν και να δημιουργήσουν ένα σύνολο, τη ζωή και τον πολιτισμό ενός λαού. Ελπίζω ότι μ’ αυτή τη μικρή κι ολότελα ερασιτεχνική προσπάθειά μου, συνεισέφερα κι εγώ όσο μπορούσα στη συγκρότηση του παζλ της μακραίωνης ιστορίας της Δοβροβίκειας – Φτέρης, μιας άγνωστης γωνιάς του τόπου μας.

ΘΟΔΩΡΟΣ Δ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ