Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021




ΜΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ, ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ, ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ!

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Ο στρατηγός της Ελληνικής επανάστασης, ο Μακρυγιάννης», στον Α’ τόμο των «Δοκιμών» του (1936-1947), έγραψε: «Είχα δύο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ’χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Αργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν»! (Πηγή: Protagon.gr)

ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΟ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΟΥ

(Δήμος Παγγαίου – Περιφερειακή Ενότητα Καβάλας)

Ένα από τα αρχαιότερα (ίσως και το αρχαιότερο) από τα κάστρα του Παγγαίου όρους υψώνεται βορειοδυτικά του Παλαιοχωρίου, ενός πανάρχαιου χωριού του σημερινού Δήμου Παγγαίου, κτισμένου στις ανατολικές πλαγιές του Παγγαίου όρους, το οποίο κατοικείται από γηγενείς και πρόσφυγες, από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.

Το κάστρο είναι κατασκευασμένο πάνω σ’ ένα μακρύ και επικλινές πλάτωμα, που βρίσκεται σε υψόμετρο 680 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας κι έχει κατεύθυνση βορειοανατολική – νοτιοδυτική.
 
Η πιο άρτια περιγραφή της γεωλογικής μορφής του Παγγαίου όρους και των μεταλλευμάτων του έγινε, ήδη από την δεκαετία του 1980, από τους Γερμανούς γεωλόγους Heinz Josef Unger Ewald και Schutz, τα αποτελέσματα των μακρόχρονων, επιτόπιων και επίπονων ερευνών των οποίων περιλήφθηκαν στo σύγγραμμά τους με τίτλο «SUDOSTEUROPA ZWISCHEN 1600 UND 1000 V.CHR», που εκδόθηκε στο Βερολίνο το έτος 1980 και ειδικότερα στο κεφάλαιο του συγγράμματος αυτού, που έχει τίτλο «Pangaion. Ein Gebirge und sein bergbau». (Την μετάφραση των κειμένων που ακολουθούν έκανε η Φωτεινή Χατζηκόντζιου). Στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο, αναφέρεται ότι οι συγγραφείς του «ανακάλυψαν» το Παλαιόκαστρο του Παλαιοχωρίου το έτος 1976 και ότι τους εξέπληξαν τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Το κάστρο χαρακτηρίστηκε ως συνοικισμός και συσχετίστηκε με τα αρχαία ορυχεία της γύρω απ’ αυτό, πλούσιας, μεταλλοφόρου περιοχής.

«Η είσοδος στο κάστρο αυτό», αναφέρουν οι προαναφερθέντες, Γερμανοί συγγραφείς, «γίνεται μέσω ενός ανοδικού δρόμου, καλυμμένου με μαρμάρινες και γνεύσιες πλάκες, πλάτους 1,10 έως 1,50 μέτρου, ο οποίος αρχίζει στο δυτικό τέλος του Παλαιοχωρίου, φθάνει μέχρι την ράχη και μετά στρέφεται προς τα νότια. Προφανώς, οδηγούσε στην πύλη της εγκατάστασης, από τη νοτιοδυτική γωνία. Ένας παλιός δρόμος έρχεται από τα δυτικά και πάνω από την ράχη της εγκατάστασης. Το Παλαιόκαστρο κυριαρχούσε πάνω από την πεδιάδα του Παλαιοχωρίου και είχε καλή θέα προς δυσμάς, στην κοιλάδα της Νικήσιανης Από την θέση αυτή μπορούσε κανείς να ελέγχει τις εισόδους και προς τις δύο πεδιάδες, άρα, λοιπόν μέσα στην οροσειρά, από την πεδιάδα των Φιλίππων».

Όσον αφορά τα εξωτερικά τείχη του Παλαιοκάστρου, οι προαναφερθέντες επιστήμονες λένε ότι «υπάρχουν δύο είδη εξωτερικών τειχών. Το ένα είδος αποτελείται από ακατέργαστη, μαρμάρινη ξηρολιθοδομή ή από γνεύσιες πλάκες και το άλλο από λαξευμένες πέτρες, επενδεδυμένες με κονίαμα. Το τελευταίο είναι, σε πολλές περιπτώσεις, ένα διπλό τείχος πάχους 2,70 μέτρων. Το τείχος, με ακατέργαστη, μαρμάρινη λιθοδομή, χαρακτηρίζεται ως «θρακικό», το δε λαξευτό τείχος, ως «ελληνιστικό – βυζαντινό». Η ηλικία τους, στη μεταξύ τους σχέση, είναι: Το «θρακικό» τείχος είναι αρχαιότερο (της εποχής του χαλκού ή του σιδήρου), το δε «ελληνιστικό – βυζαντινό» είναι νεώτερο, όπως προκύπτει από παρατηρήσεις επιτόπου».

Στο πολύ μεγαλύτερης έκτασης κεφάλαιό τους, το σχετικό με το Παγγαίο, οι δύο Γερμανοί συγγραφείς περιλαμβάνουν, επίσης, ένα σχεδιάγραμμα του Παλαιοκάστρου, το οποίο αναρτώ και οι επί του οποίου παρατηρήσεις, στην γερμανική γλώσσα, είναι επίσης μεταφρασμένες, στην ελληνική, από την κ. Χατζηκόντζιου. Στο σχεδιάγραμμα αυτό, παρατηρήστε:

Την σαφή διάκριση δύο συνοικιών,
τον αριθμό των πύργων στα τείχη,
το γεγονός ότι ένα διπλό κι ένα απλό τείχος διέσχιζαν εγκάρσια το κάστρο,
την ύπαρξη κτισμάτων, μάλλον κατοικιών, στο εσωτερικό του κάστρου,
τα απομεινάρια τουλάχιστον τριών εισόδων, από τις οποίες οι δύο μάλλον ήταν κανονικές πύλες.

Σημειώνω, τέλος, ότι στο σχεδιάγραμμα των Γερμανών γεωλόγων δεν αναφέρεται, υπάρχει όμως, ένας μικρός, μάλλον παλαιοχριστιανικός ναϊσκος, τοίχοι του οποίου σώζονται σε ικανό ύψος.

Στις φωτογραφίες που αναρτώ, βλέπετε:

Από την 1η έως την 7η, τμήματα του περιμετρικού τείχους,

στην 8η, τμήμα του απλού, εγκάρσιου τείχους,

από την 9η έως την 16η, ερείπια κτισμάτων, στο εσωτερικό του τείχους,

από την 17η έως και την 22η, θραύσματα αγγείων της εποχής του σιδήρου στο Παγγαίο, (πριν το 1.100 π.Χ.), βγαλμένα από τους αρχαιοκάπηλους, από τα θεμέλια των κτισμάτων,

από την 23η έως την 28η, ερείπια του μικρού, παλαιοχριστιανικού ναϊσκου, στο νότιο τμήμα του κάστρου,

από την 29η έως την 32η, θραύσμα αγγείου, μάλλον της παλαιοχριστιανικής περιόδου,

από την 33η έως την 36η, τον αρχαίο δρόμο, που οδηγούσε από το δυτικό άκρο του Παλαιοχωρίου στο Παλαιόκαστρο

και στις υπόλοιπες (37η έως και 40ή), την θέα από το Παλαιόκαστρο, προς κάθε κατεύθυνση!

ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ

Αν αυτός ο τόσο σημαντικός, πανάρχαιος οικισμός, τειχισμένος με ισχυρά τείχη, βρισκόταν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του πλανήτη, ασφαλώς θα είχε τύχει της προσοχής του οικείου Υπουργείου Πολιτισμού, στην χώρα μας, όμως, τυγχάνει της προσοχής και της καταστροφικής μανίας μόνο των αρχαιοκαπήλων!

Κι όμως, δι’ αυτά τα μάρμαρα πολεμήσαμεν!

ΚΑΤΑ ΤΑ ΛΟΙΠΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΣΥΝΕΛΛΗΝΕΣ!












































Κυριακή 4 Ιουλίου 2021




ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΣΙΩΝ ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ
                            
                        Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΙΩΣΗΦ ΖΑΜΠΕΛΗΣ

                                       (8 Ιανουαρίου 1814 – Αύγουστος 1826)

                                                Η ζωή και το έργο του



Ο Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Ιωσήφ, γιος του Αντωνίου Ζαμπέλη, γεννήθηκε στη νήσο Σίκινο, γύρω στα 1774. Πέραν αυτού, δεν γνωρίζουμε, πότε και που σπούδασε, από ποιον χειροθετήθηκε μοναχός και από ποιον, αργότερα, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος.

Το 1814 έτος ο Ιωσήφ ανήλθε στον θρόνο της Επισκοπής Ελευθερουπόλεως, την οποία και ποίμανε, κατά τα δύσκολα χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Για την παραμονή και την ποιμαντορία του στην Επισκοπή Ελευθερουπόλεως δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία, πλην όμως είναι γνωστό ότι αυτή προκάλεσε την οργή της Οθωμανικής κυβέρνησης, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Τον Αύγουστο τού 1826, ο Ιωσήφ προήχθη στη Μητρόπολη Βιζύης. Σύμφωνα με το υπόμνημα της εκλογής του «της αγιωτάτης Μητροπόλεως Βιζύης απροστάτευτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος κυρ Ιωάσαφ δια κανονικών ψήφων μετατεθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης Μητροπόλεως Νύσσης, ημείς οι ενδημούντες Αρχιερείς, προτροπή και αδεία του Παναγιωτάτου και Σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και Δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Χρύσανθου, συνελθόντες εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου του αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν της αγιωτάτης αυτής Μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον Θεοφιλέστατον επίσκοπον άγιον Ελευθερουπόλεως κυρ Ιωσήφ, δεύτερον τον Παΐσιον και τρίτον τον Δωρόθεον, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω Ιερώ Κώδικι της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εις ένδειξιν διηνεκή και παράστασιν μόνιμον. αωκστ' (1826) κατά μήνα Αύγουστον Επινεμήσεως ιδ' - Ο Ηρακλείας Ιγνάτιος έχων την γνώμην του Γέροντος Εφέσου - Ο Κυζίκου Ματθαίος έχων την γνώμην του Σεβασμιωτάτου αγίου Δέρκων κυρίου Νικηφόρου - Ο Αμασείας Διονύσιος έχων και την γνώμην του αγίου Προύσης - Ο Ιωαννίνων Βενέδικτος - Ο Αγγύρας Αγαθάγγελος - Ο Νέων Πατρών Δοσίθεος - Ο Σόφιας Ιωακείμ - Ο Σαμακοβίου Ιγνάτιος»

Δεν έμελλε, όμως, να παραμείνει για πολύ χρόνο στην αρχαία Μητρόπολη Βιζύης ο Ιωσήφ, διότι, το Σεπτέμβριο τού ίδιου έτους, αποστέλλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την ακόλουθη παραίτηση, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, αλλά είναι πολύ πιθανό να έχουν σχέση με την μέχρι τότε εθνική δράση του, η οποία, ασφαλώς, αποτελούσε πρόκληση για τους Οθωμανούς, που δεν μπορούσαν να δεχθούν την παρουσία του σε μια μητροπολιτική έδρα, τόσο κοντινή προς την πρωτεύουσά τους: «Η ταπεινότης η εμή δια της παρούσης οικειοθελούς και αβιάστου αυτής παραιτήσεως, δηλοποιεί, οτι αυθεραίτω γνώμη παραιτούμαι της Επαρχίας Βιζύης, ου μην δε και της Αρχιερωσύνης μου, ίνα η αγία του Χριστού Εκκλησία, φροντίσασα περί αυτής, αποφασίση παν ει τι εγκρίνοι αναγκαίον και κατάλληλον, μηδεμίαν σχέσιν και αναφοράν εχούσης της εμής ταπεινότητος επ' αυτή. Δι’ ο και εις ένδειξιν δέδωκα και την παρούσαν μου οικειοθελή και αβίαστον παραίτησιν. αωκστ' 1826 Σεπτεμβρίου κη (28)Τ.Σ. Ο Πρώην Βιζύης Ιωσήφ».

Ένα μήνα περίπου μετά την παραίτηση του Ιωσήφ, στον Επισκοπικό θρόνο της χηρεύουσας Επαρχίας Βιζύης αποκαθίσταται ο πρώην Βιζύης Ιωάσαφ, σύμφωνα με το ακόλουθο Υπόμνημα εκλογής του Ιωσήφ, ως Μητροπολίτου Νύσσης: «Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Νύσσης απροστάτευτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύσαντος από μικρού, κυρ Ιωάσαφ, αποκατασταθέντος αύθις και διαμείναντος εν τη πρότερα αυτού Επαρχία Βιζύης, κατά κοινήν Συνοδικήν απόφασιν, ημείς οι ενδημούντες Αρχιερείς, προτροπή και αδεία του Παναγιωτάτου και Σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και Δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Αγαθαγγέλου, συνελθόντες εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ ναώ του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την Αρχιερατικήν προστασίαν και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής Μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον Ιερώτατον Μητροπολίτην πρώην Βιζύης κύρ Ιωσήφ, δεύτερον δε τον Ζαχαρίαν, και τρίτον τον Νεκτάριον, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω Ιερώ Κώδικι της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εις ένδειξιν διηνεκή και παράστασιν μόνιμον. Έν έτει αωκστ/(1826) κατά μήνα Οκτώβριον, Επινεμήσεως ιε - Ο Εφέσου Μακάριος - Ο Ηρακλείας Ιγνάτιος - Ο Χαλκηδόνος Ζαχαρίας - Ο Δέρκων Νικηφόρος, έχων και την γνώμην του σεβαστού Γέροντος αγίου Αδριανουπόλεως κυρ Γερασίμου – Ο Προύσης Νικόδημος – Ο Σόφιας Ιωακείμ».

Όπως προανέφερα, η αρχιερατεία του Ιωσήφ, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν πράγματι μαρτυρική, λόγω του περιορισμού, που του είχε επιβληθεί από το Οθωμανικό καθεστώς και, μάλιστα, κατά τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πιο συγκεκριμένα, στον Κώδικα Αλληλογραφίας του Ηρακλείας Ιγνατίου, (55β 19 Φεβρ. 1828) αναφέρονται τα εξής για τον Ιωσήφ: «Έχομεν πληροφορηθή τον περιορισμόν του, εις ον και δεν πρέπει να ταραχθή, καθότι δεν είναι μερικός αλλά γενικός...»

Όλ' αυτά, λοιπόν, μαζί με τις ασθένειες που προστέθηκαν, ανάγκασαν τον Ιωσήφ να συντάξει και πάλι την παραίτησή του και από το αξίωμα του Μητροπολίτου Νύσσης: «Δια του παρόντος μου ιδιοχείρου γράμματος, δηλοποιώ ο υπογεγραμμένος ότι δια το γήρας μου και τας σωματικός ασθενείας μου μη δυνάμενος εξοικονωμήσαι εις το εξής την Επαρχίαν μου Νύσσαν παραιτούμαι αυτήν οικειοθελώς και απαραβιάστως, όπως η του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία αποκαταστήση άξιον κανονικόν ποιμένα και αρεστόν των Χριστιανών αυτής, εις το ποιμάναι αυτούς θεοφιλώς και θεαρέστως, εις νομάς σωτηρίους της Ευαγγελικής χάριτος. Δια τούτο δέδωκα και το παρόν μου βεβαιωτικόν και εσφράγιστον εις ένδειξιν αληθείας, αωλγ' (1833) Σεπτεμβρίου ια ' - Τ.Σ. Ο Πρώην Νύσσης Ιωσήφ αποφαινόμενος βεβαιοί». (Κυκλικά στην σφραγίδα ήταν γραμμένη η φράση: «Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΙΩΣΗΦ, αωκστ'».

Μετά και από την παραίτησή του από την Επισκοπή Νύσσης, ο Ιωσήφ, προφανώς επειδή η παραμονή του στην Οθωμανική επικράτεια εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους, την 31η Ιουλίου του 1834, μέσω Θεσσαλονίκης, εισήλθε στην ελεύθερη Ελλάδα και μετέβη στη νήσο Σκόπελο, (τότε, ή επικοινωνία της Σκοπέλου με τον έξω κόσμο γινόταν κυρίως από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης), όπου και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης, που αποτελούσε μετόχι της Ιεράς Μονής Διονυσίου του Αγίου ‘Όρους.

Είναι γνωστό από τις πηγές, πως τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως ή και αργότερα, ήλθαν στη Σκόπελο, ως πάροικοι, κάποιοι Αρχιερείς, για λόγους ασφαλείας ή και για περισσότερη ησυχία. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Σκόπελος δεν ήταν ένα απομονωμένο νησί, αλλά μία «ναυτική νήσος», με τακτική επικοινωνία με τον κόσμο της στεριάς, αλλά και με μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Μάλιστα, στη Σκόπελο υπήρχε και Ενετικό Υποπροξενείο, παράρτημα του Προξενείου της Μακεδονικής πρωτεύουσας. Ως εκ τούτου, είχε αναπτύξει ικανή, οικονομική και κοινωνική ζωή, η οποία και φαίνεται στα τεκμήρια που έχουν μέχρι σήμερα απομείνει: αρχοντικά σπίτια και αγροικίες, βαρύτιμα έπιπλα και ρουχισμός, η νυφική στολή του νησιού, που αποδεικνύουν το υψηλό, βιοτικό επίπεδο της Χώρας του νησιού.


Στη Σκόπελο ο Ιωσήφ ήλθε με τον αδελφό του Αθανάσιο Ζαμπέλη, ο οποίος, στις 17 Αυγούστου του 1834, έδωσε κι αυτός το νόμιμο όρκο στη Δημογεροντία της Σκοπέλου, σύμφωνα με σχετική εγγραφή, που υπάρχει στο Αρχείο της Δημογεροντίας Σκοπέλου.

Ο Ιωσήφ ήταν ήδη, εξήντα χρονών, ηλικιωμένος, δηλαδή, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Ποιος, όμως, ήταν ο λόγος που επέλεξε να μεταβεί και να εγκατασταθεί στη Σκόπελο; Ίσως να παρακινήθηκε από τον αδελφό του, Αθανάσιο Ζαμπέλη, ο οποίος ήταν ένας από τους ικανότερους εμπόρους στα νησιά Σκιάθο και Σκόπελο.

Με την άφιξη του Ιωσήφ στη Σκόπελο, ο τότε Νομάρχης Ευβοίας, ύστερα από αναφορά της Εκκλησιαστικής και Πολιτικής Αρχής του νησιού, έστειλε, προς την τότε Βασιλική Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών, την ακόλουθη αναφορά: «αρ. 3102 / τη 24 Αυγούστου 1834 - Εκ Χαλκίδος - Προς την επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Βασιλικήν Γραμματείαν της Επικρατείας - Περί της εις την Ελλάδα αφίξεως του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου πρ. Νύσσης. Ο Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Νισης (sic) κ. Ιωσήφ έφθασεν εκ Θεσσαλονίκης εις Σκόπελον την 31 Ιουλίου. Αι αρχαί της Επαρχίας, η Εκκλησιαστική δηλαδή και πολιτική, εξετέλεσαν τα δια της υπ' αρ. 3432 από 4 Μαίου τ. ε. οριζόμενα ως προς τους έξωθεν ερχόμενους κληρικούς. Η δε Σεβασμιότης του ωμολόγησεν ότι ανίκανος προς ιερουργίαν εκ της ηλικίας του και θέλων να ησυχάση κατά τα έσχατα της ζωής του ήλθεν ενταύθα επί σκοπώ να εκλέξη τόπον κατοικίας. Είναι εξηκοντούτης και έχων κατά τας πληροφορίας του Επάρχου ικανήν χρηματικήν κατάστασιν. Η Νομαρχία θεωρήσασα ότι επληρώθησαν τα εις ομοίαν περίστασιν αναγκαία και ότι δους τον προς την Α. Μ. όρκον πίστεως και επολιτογραφήθη εις Σκόπελον. Διέταξα τον Έπαρχον των Βορείων Σποράδων να Τω συγχωρήση την περεταίρω και εις τα άλλα μέρη του Κράτους μετάβασίν του ελευθέραν, αναγγέλει δια τούτο και εις την Β. ταύτην Γραμματείαν. - Ευπειθέστατος - Ο Νομάρχης Ευβοίας - Γ. Ψύλλας - Ο Γραμματεύς Α. Τζερτίδης - Εν Ναυπλίω 29 Αύγουστου 1834 - Διευθύνεται προς την Ι. Σύνοδον …..»

Εν συνεχεία, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στέλνοντας στην επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Αρχή την υπ’ αρ. 1635. 1646/832 του 1834 αναφορά της, σημείωσε τα εξής: «Επί της υπ' αρ. 1758 διευθύνσεως περί του προσφυγόντος εις την Ελλάδα πρώην Επισκόπου Νύσσης. - Κατά συνέπειαν της υπ' αρ. 1758 διευθύνσεως της Βασιλικής ταύτης Γραμματείας, η Σύνοδος έλαβεν υπ’ όψιν την αναφοράν του Επισκόπου Σκοπέλου, επισυναπτομένην εις την αναφοράν του Νομάρχου Ευβοίας, περί του προσφυγόντος εις την Ελλάδα πρώην Επισκόπου Νύσσης. Αλλ' επειδή περί τούτου έλαβε και ή Σύνοδος απ' ευθείας αναφορά του Επισκόπου Σκοπέλου, διέταξε τον ίδιον τον Επίσκοπον Σκοπέλου εις την ενέργειαν αυτών, επιστρέφει τα προς αυτήν παρά της Βασιλικής ταύτης Γραμματείας διευθυνθέντα έγγραφα. Τ.Σ. Τα μέλη ….»

Στις 6 Οκτωβρίου του 1842, κατά την κοίμηση του τελευταίου Επισκόπου Σκιάθου και Σκοπέλου Ευγενίου, στην κηδεία πρέπει να ήταν παρών και ο πρώην Επίσκοπος Νύσσης Ιωσήφ, ο οποίος διορίστηκε, από τον Αρχιεπίσκοπο Ευβοίας Νεόφυτο, Επισκοπικός Επίτροπος, (ο πρώτος, από της υπαγωγής των νήσων των Βορείων Σποράδων στην Επισκοπή Ευβοίας).

Το 1846 ο Ιωσήφ, κατόπιν, ασφαλώς, εντολής της Ι. Συνόδου και του Επισκόπου Ευβοίας Νεοφύτου, τέλεσε τα εγκαίνια του νέου Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών της Σκιάθου.

Όταν διορίστηκε, από την Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους, επίτροπος στο μετόχι της Παναγίας Φανερωμένης ο αδελφός του Ιωσήφ, Αθανάσιος Ζαμπέλης και έγινε η ανακαίνιση του καθολικού, συνέδραμε και ο Ιωσήφ.

Όπως προκύπτει από ανέκδοτες καταστάσεις, που βρίσκονται στο Αρχείο της Ι. Μονής Διονυσίου, ο Ιωσήφ Ζαμπέλης προσέφερε ικανές υπηρεσίες, για την ανακαίνιση του μετοχίου της Παναγίας Φανερωμένης στη Σκόπελο. Έτσι, λ.χ., σε ανέκδοτη επιγραφή, που μέχρι σήμερα υπάρχει στην ενοριακή εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης της Χώρας της Σκοπέλου και η οποία βρίσκεται πάνω από την κτητορική, στην κύρια είσοδο του ναού, αναφέρονται τα εξής: «ΕΠΕΣΚΕΥΑΣΘΗ ΔΙ ΕΞΟΛΩΝ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ TE ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ ΙΩΣΗΦ ΝΥΣΣΗΣ ΔΙ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΥ ΑΥΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΖΑΜΠΕΛΗ. 1850».

Στις 22 Ιανουαρίου του 1850 ο Ιωσήφ εκοιμήθη, σε ηλικία περίπου 76 ετών. Ή επιτύμβια πλάκα σώζεται μέχρι σήμερα, στο Ιερό Βήμα της Φανερωμένης, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, φέροντας την εξής επιγραφή: «Ενθάδε κείται Ιωσήφ πρώην Νύσσης - ήλθε παροικών εν τη νήσω της Σκοπέλου - νυν δε κάτοικος γέγονεν αιωνίως – η δε πατρίς του εκ της νήσου της Σικίνου - ζήσας επί γης.... - εν μηνί Ιανουαρίω 1850».

Τέλος, στη Βιβλιοθήκη της Ι. Μονής Φανερωμένης σώζεται μια σειρά Μηναίων, στα οποία υπάρχει η ακόλουθη σημείωση: «Αφιερούνται τα δώδεκα Μηναία εις τον ναόν της Φανερωμένης – παρά του Μακαρία τη λήξει πρόην (sic) Νύσσης Ιωσήφ - εις μνημόσυνον αυτού. - και εκοιμήθη εν αυτώ την 22 Ιανουαρίου 1850».

Επιστρέφω, όμως, «εις τα καθ’ ημάς»:

Στο δυτικό υπόστεγο («βόλτα», «χαγιάτι») του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου, στην Ελευθερούπολη του Δήμου Παγγαίου, υπάρχει ένα κενοτάφιο, καλυμμένο με λευκό μάρμαρο, το οποίο φέρει την επιγραφή: "ΕΝΤΑΥΘΑ ΕΚΕΙΤΟ Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΟΥ 1821 ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΙΩΣΗΦ" και το οποίο βλέπετε στις τρεις πρώτες φωτογραφίες.

Σύμφωνα με πληροφορίες του μέχρι πρότινος εφημερίου του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ελευθερουπόλεως, π. Κοσμά Θασίτη, τις οποίες, προφανώς, αυτός είχε από παλαιότερους εφημερίους του Ναού, μέσα στο κενοτάφιο υπήρχε άλλοτε η μικρή λειψανοθήκη από βελούδο, με κέντημα από μετάξι, (την βλέπετε στις τρεις τελευταίες φωτογραφίες), που κατασκευάστηκε από σπαράγματα άλλου, μεγαλύτερου έργου, την βλέπετε στην φωτογραφία και η οποία περιείχε λίγα οστά του Επισκόπου Ιωσήφ, στην διάρκεια, όμως, της φοβερής, βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας, κατά τα έτη 1916-1918, οι Βούλγαροι κατακτητές πήραν τα οστά του επισκόπου από τη μικρή λειψανοθήκη και τα εξαφάνισαν, αφήνοντας κενή την ταπεινή λειψανοθήκη, μέσα στο ταφικό μνημείο, προφανώς γιατί ήταν άνευ αξίας, η οποία, μέχρι σήμερα, βρίσκεται στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου. Αμέσως, όμως, γεννιέται το ερώτημα: Εφόσον, αποδεδειγμένα, ο μακαριστός επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Ιωσήφ κοιμήθηκε και θάφτηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης της Σκοπέλου, ποιος μετέφερε τα λιγοστά οστά του στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου της Ελευθερούπολης και τα τοποθέτησε στο ταφικό μνημείο που, προφανώς, κατασκεύασε για το σκοπό αυτόν και το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα; Πιθανολογώ ότι η απάντηση είναι η εξής: Από την 17η Ιουλίου του 1875 έως την 2α Σεπτεμβρίου του 1885, την Επισκοπή Ελευθερουπόλεως ποίμανε ο Επίσκοπος Διονύσιος Α’ ο από Ερυθρών. Αυτός καταγόταν από τη Σκόπελο, όπου, δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν την τοποθέτησή του στην ιστορική μας Επισκοπή Ελευθερουπόλεως, είχε κοιμηθεί και ταφεί ο Επίσκοπος Ιωσήφ. Είναι, πράγματι, πολύ πιθανό, ο Διονύσιος ο Α’ να ήταν αυτός που κατασκεύασε το σεπτό μνημείο, στο δυτικό υπόστεγο του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ελευθερουπόλεως, στο οποίο μετέφερε και τοποθέτησε, για ευλογία, λίγα οστά του κοιμηθέντος προκατόχου του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Το ιστορικό υλικό, που περιέλαβα στο μικρό αυτό πόνημά μου, το έλαβα κυρίως από το έργο του πατρός Κωνσταντίνου Καλλιανού «Συμβολή στην ιστορία των Μητροπόλεων Εφέσου και Νύσσης κατά τον 19ο αιώνα, 2011), καθώς και από το έργο του Αιμιλίου Μαυρουδή «Η Ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως».

Ελευθερούπολη, 4 Ιουνίου 2021









Δευτέρα 3 Μαΐου 2021



ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ «ΠΑΛΙΟΠΡΑΒΟ» (ΣΗΜΕΡΑ, ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΚΑΤΩ Ή ΝΕΟΥ ΧΟΡΤΟΚΟΠΙΟΥ, ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ)


(Ανεπτυγμένη η ομιλία, την οποία εκφώνησα σήμερα, στο Χορτοκόπι του Δήμου Παγγαίου - τις τέσσερις πρώτες φωτογραφίες του ναού μου παραχώρησε ευγενώς ο κ. Σταύρος Παναγιωτίδης, τις υπόλοιπες φωτογραφίες του ναού οκ. Αριστείδης Μεντίζης)


Α) Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ


Όλοι γνωρίζουμε, αγαπητοί συμπολίτες, ότι η σημερινή Ελευθερούπολη, μέχρι το έτος 1929 ονομαζόταν Πράβι, από τους Έλληνες κατοίκους της και Πράβιστε ή Πράουστα, από τους Οθωμανούς. Για την ετυμολογία αυτής της λέξης διατυπώθηκαν, κατά καιρούς, διάφορες απόψεις, τις οποίες, όμως, δεν θ’ αναπτύξω σήμερα, γιατί το θέμα της ομιλίας μου είναι διαφορετικό.


Στον λόφο, που χωρίζει τον οικισμό Νέου Συρράκου της Ελευθερούπολης από το σημερινό Χορτοκόπι, καθώς και στον χώρο των νεκροταφείων του χωριού αυτού, υπήρχε, κατά την ρωμαϊκή εποχή, μια ρωμαϊκή κώμη (vicus). Ολόκληρη αυτή η περιοχή, πολύ προτού, περί το τέλος της δεκαετίας του 1950, οι άξιοι, Πόντιοι πρόσφυγες, από το Χορτοκόπι της περιοχής Ματσούκας του Πόντου, που από το 1922 είχαν εγκατασταθεί στο μουσουλμανικό χωριό Ντράνοβα, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Παγγαίου, κατεβούν και ιδρύσουν το σημερινό, όμορφο χωριό τους, ονομαζόταν, από τους κατοίκους του Πραβιού, τους Πραβινούς, Παλιόπραβο, ένα τοπωνύμιο που αυτόματα δημιουργεί το συνειρμό ότι η θέση αυτή ήταν παλιότερη, προγενέστερη της θέσης, όπου βρίσκεται το Πράβι.


Μια ισχυρή, προφορική παράδοση, που υπήρχε, επίσης, ανάμεσα στους ντόπιους Πραβινούς και την οποία μου μετέφερε ο αγαπητός συμπολίτης μου Χαράλαμπος Κιρτσάνης, πριν σαράντα και πλέον χρόνια, ήταν ότι η τοποθεσία του λόφου στον οποίο αναφέρθηκα, (ο οποίος καταλαμβάνει την αριστερή πλευρά του Νέου Συρράκου, για όποιον κατευθύνεται από την Ελευθερούπολη προς τη Νικήσιανη), ονομαζόταν «βωμός του Βρούτου»!! Την προφορική εκείνη παράδοση μετέφερα τότε στην Έφορο της ΙΗ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας, κ. Χάϊδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη, με την οποία επισκεφθήκαμε τον λόφο, όπου η έμπειρη αρχαιολόγος διαπίστωσε την ύπαρξη ρωμαϊκού νεκροταφείου, λεηλατημένου, δυστυχώς, από αρχαιοκαπήλους!


Ποιος ήταν, όμως, ο Βρούτος; Το 44 π.Χ., στην Ρώμη, ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας είχε αποκτήσει τεράστια δύναμη, κατακτώντας τη Γαλατία και νικώντας στον Ρωμαϊκό Εμφύλιο τον Πομπήιο. Αναγορεύθηκε δικτάτορας και προς τιμήν του οι Ρωμαίοι μετονόμασαν το μήνα Κουιντίλιο σε Ιούλιο. Όμως ακουγόταν ότι ο Καίσαρας ήθελε να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα. Είχε αποφασίσει να επιτεθεί κατά των Πάρθων και των Γετών, αλλά πριν αναχωρήσει εκδηλώθηκε κίνημα εναντίον του. Δύο από αυτούς που ήταν στο κίνημα, ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος και ο Βρούτος, θετός γιος του Ιουλίου Καίσαρα, τον δολοφόνησαν, στις 15 Μαρτίου, στο κτήριο της Συγκλήτου. Ο Μάρκος Αντώνιος έθεσε υπό τον έλεγχο του την αναταραχή. Ο Καίσαρας είχε πλέον εκλείψει, ενώ ο Κάσσιος και ο Βρούτος, τους οποίους ο Καίσαρας είχε ορίσει διοικητές (τον πρώτο στη Συρία και τον δεύτερο στη Μακεδονία), φοβούμενοι το λαό έφυγαν από τη Ρώμη, όπου, λίγο αργότερα, έφθασε ο Οκταβιανός, θετός γιος του Καίσαρα ζητώντας από τον Αντώνιο την τιμωρία των δολοφόνων. Τελικά, ο Οκταβιανός, ο Μάρκος Αντώνιος και ο Λέπιδος σχημάτισαν τη Δεύτερη Τριανδρία και συμφώνησαν για την τιμωρία των δολοφόνων. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στους Φιλίππους το 42 π.Χ,. και την τρομερή μάχη, που σήμανε το τέλος της ρωμαϊκής Δημοκρατίας και την έναρξη της εποχής των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων περιέγραψε, με λεπτομέρειες, ο Ρωμαίος ιστορικός Αππιανός. Ο Βρούτος και ο Κάσσιος στρατοπέδευσαν στην όχθη του ποταμού Ζυγάκτη, σχεδόν λίγο μετά τις πηγές του. Ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος είχαν στρατοπεδεύσει στην απέναντι όχθη. Η κάθε πλευρά διέθετε 80.000 άνδρες, δηλαδή 19 λεγεώνες. Ακόμη ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αντώνιος διέθεταν 13.000 ιππείς και οι δημοκρατικοί 12.000 ιππείς. Όλες τις διαβάσεις των Δημοκρατικών προς την θάλασσα τις απέκοψαν ο Οκταβιανός και ο Αντώνιος, με φρουρές που τοποθέτησαν, σε όλο τον χώρο, από το σημερινό Άγιο Σύλλα της Καβάλας μέχρι την Ελευθερούπολη. Η μάχη άρχισε, με τον Μάρκο Αντώνιο να θέλει να περικυκλώσει το στρατόπεδο και το στρατό του Κάσσιου, περνώντας από τα έλη που βρίσκονταν εκεί. Ο Κάσσιος, όταν κατάλαβε το σχέδιο του Αντώνιου, δημιούργησε ένα τείχισμα και απέκοψε τους στρατιώτες του αντιπάλου του. Εν τω μεταξύ, ο Βρούτος επιτέθηκε στο στρατόπεδο της Τριανδρίας και το κατέλαβε. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Αντώνιος επικράτησε και κατέλαβε το στρατόπεδο του Κάσσιου. Ο Κάσσιος, βλέποντας την ήττα του και νομίζοντας ότι ο Βρούτος στην άλλη πλευρά έχανε, αυτοκτόνησε. Ο Βρούτος, που νικούσε τον Οκταβιανό, υποχώρησε στο στρατόπεδό του και πολιορκήθηκε από τις δυνάμεις της Τριανδρίας. Ύστερα από την πολιορκία, στη μάχη που ακολούθησε ανάμεσα στις δυο δυνάμεις, νικητές βγήκαν οι Οκταβιανός και Μάρκος Αντώνιος. Τελικά, αυτοκτόνησε και ο Βρούτος. Η παρουσία του Βρούτου, λοιπόν, στην περιοχή αυτή και η μεγάλη σημασία που είχε η ήττα και ο θάνατός του για την ρωμαϊκή Δημοκρατία εξηγούν άριστα την διατήρηση, για δυο χιλιάδες χρόνια, της ισχυρής, προφορικής παράδοσης, για την εδώ παρουσία του!


Β) Η ΡΩΜΑΪΚΉ, ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΣΤΗΛΗ


Την ταυτότητα και την μακραίωνη ιστορία του άγνωστου, ρωμαϊκού οικισμού μαρτυρά μια ρωμαϊκή, επιτύμβια στήλη (ταφόπλακα), η οποία βρισκόταν στη συλλογή του μητροπολίτη Ελευθερούπολης Σωφρονίου, απ' όπου μεταφέρθηκε στο Μουσείο Καβάλας το 1967, μετά την κατεδάφιση του παλιού επισκοπείου, δίπλα στο Β’ Δημοτικό Σχολείο Ελευθερούπολης, (σχετική δημοσίευση είχε γίνει στον 23ο τόμο του Αρχαιολογικού Δελτίου, (1968) Χρονικά Β2, 356 πίν. 303α όπου και φωτογραφία της επιγραφής).


Στο αρχείο, επίσης, του Αρχαιολογικού Μουσείο Καβάλας, βρέθηκε μια φωτογραφία της στήλης, στην πίσω όψη της οποίας υπάρχει η ακόλουθη, ιδιόχειρη σημείωση του μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως κ. Σωφρονίου Σταμούλη, (1928 – 1958), απευθυνόμενη στον τότε επιμελητή αρχαιοτήτων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης Γεώργιο Μπακαλάκη: «Εν Πρασίω (Παγγαίου) τη 31 Ιουλίου 1935. Τη Αρχαιολογική Υπηρεσία Καβάλας. Αριθμ. 125 - Η πλάξ ης αποστέλλω φωτογράφημα εξήχθη, ως μοι είπεν ο κομίσας μοι αυτήν αυτοκινη¬τιστής, από το Παλιόπραβο, όπου ανεκαλύφθησαν και ερείπια ιδιορρύθμου εκκλησιδίου, τα οποία επεσκέφθητε ως έμαθον και ημποδίσατε την κατεδάφισιν ή περαιτέρω εκσκαφάς. Ο Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος». (Σημειώνω, στο σημείο αυτό, χαριτολογώντας, ότι ο αείμνηστος εκείνος μητροπολίτης, που μετά μανίας επεδίωκε τον εξελληνισμό των τουρκικών επωνύμων των προσφύγων, που είχαν εγκατασταθεί στην εκκλησιαστική περιφέρειά του, από το 1922 και μετά, αποκαλούσε τον κ. Μπακαλάκη «κύριο Παντοπωλίσκο»)!


Στο πόνημά της, με τίτλο «ένα αρχαίο πόλισμα στην Ελευθερούπολη», η σπουδαία αρχαιολόγος και άλλοτε Έφορος της ΙΗ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας, κ. Χάϊδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη, αναζητώντας το όνομα της ρωμαϊκής κώμης, που βρισκόταν στην αρχαιολογική θέση «Παλιάμπελα» ή «νεκροταφεία» Ελευθερούπολης, περιγράφει ως εξής τη συγκεκριμένη, επιτύμβια στήλη από το Παλιόπραβο: «Ενεπίγραφη, επιτύμβια πλάκα από τοπικό σχιστόλιθο. Σώζεται ακέραια, εκτός από ελάχιστες κακώσεις στο περίγραμμά της. Δεν υπάρχουν διαμορφωμένοι κρόταφοι, αδρά λαξευμένη και η πίσω επιφάνεια της πλάκας. Το άνω πέρας της στήλης καμπυλόγραμμο και το άνω ευθύγραμμο. Διαστάσεις μνημείου: 1,20 μ. ύψος, 0,40 μ. πλάτος άνω-κάτω, 0,45 μ. πλάτος μέσου. Ύψος γραμμάτων: 0,045-0,05 μ. διάστιχα 0,01-0,015, 0,02 μ.»


Η επιγραφή της στήλης αποτελεί την διαθήκη μιας γυναίκας, που λεγόταν Dagus κι έχει το εξής περιεχόμενο: «Dagus Zipyronis filia reliquit vicanis Scevenis*CXX ut ex usuris eorum vescantur quot {quot} annis rosis adalant(ur) quot si non fecer(int) turn dab(itur) poena vicanis Antheritanis*CCXXX»


Η επιγραφή, η οποία, από τη μορφή των γραμμάτων, (πρβλ. τη μορφή του Δ = D), χρονολογείται στον 3ο-4ο αιώνα μ.Χ., λέει τα εξής, σύμφωνα, πάντοτε, με την κ.Κουκούλη: Η Dagus, κόρη του Ζιπύρωνος, αφήνει, με την διαθήκη της, το ποσό των εκατόν είκοσι δηναρίων, στους vicani Sceveni, δηλαδή στους κατοίκους της ρωμαϊκής κώμης, που υπήρχε στο σημείο όπου αυτή βρέθηκε, υπό τον όρο να διαθέτουν τούς τόκους αυτού του ποσού, για το συμπόσιο των ετησίων ροζαλίων, της γνωστής, ρωμαϊκής γιορτής των νεκρών, που είχε ευρύτατη διάδοση στην περιοχή, όπως προκύπτει από τα συχνά κείμενα αντίστοιχων διαθηκών. Χαρακτηριστική είναι η εμφάνιση της λέξης rosis (=ρόδοις). Σε περίπτωση που δεν τηρηθεί ο όρος της διαθήκης, ορίζεται ως ποινή (poena) η μεταφορά του ποσού διπλασιασμένου στους κωμήτες Antheritani (Ανθηριτηνοί), οι οποίοι προφανώς θ’ αναλάβουν την εκτέλεση της διαθήκης. Εκτός από τη γιορτή των Ροζαλίων, που μαρτυρείται στην περιοχή της Ελευθερούπολης, απ' όπου ήταν ήδη γνωστή η τέλεση των ρωμαϊκών Παρενταλίων, το ενδιαφέρον της επιγραφής επικεντρώνεται κυρίως στη μνεία των δύο ονομάτων κωμητών (vicani) των Sceveni και των Antheritani. Το δεύτερο τοπωνύμιο θα μπορούσε να σχετισθεί και με την ελληνική λέξη άνθος, αλλά οι καταλήξεις παραπέμπουν σε θρακικά τοπωνυμικά. Με τον προσδιορισμό της προέλευσης της ενεπίγραφης στήλης, ένα από τα δύο αναφερόμενα στη στήλη τοπωνύμια Sceveni ή Antherilani, θα μπορούσε να συσχετισθεί με τον γνωστό οικισμό στο "Παλιόπραβο", ενώ ο ρωμαϊκός οικισμός της Ελευθερούπολης θα μπορούσε να διεκδικήσει το δεύτερο τοπωνύμιο».


Εντάσσεται, λοιπόν, η επιγραφή και αυτής της επιτύμβιας στήλης στη γνωστή σειρά των επιγραφών από την ευρύτερη περιοχή της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, που σχετίζονται με τις γνωστές, ρωμαϊκές γιορτές των νεκρών Ροζαλία και Παρεντάλια, τις οποίες οι Ρωμαίοι άποικοι είχαν μεταφέρει, από την Ιταλική χερσόνησο στην περιοχή του Παγγαίου. Θα πρέπει, λοιπόν, να κάνω μια παρένθεση και να πω δυο λόγια, για την ρωμαϊκή αυτή γιορτή:


Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ιταλικής χερσονήσου αποκαλούσαν Ροζάλια ή dies rosationis (ημέρες ροδισμού), από την λατινική λέξη rosa = τριαντάφυλλα, τις νεκρικές γιορτές τους. Εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα, κάθε οικογένεια, κάθε νεκρικός σύλλογος επισκεπτόταν τους τάφους των νεκρών του, σ’ αυτούς ερχόταν, προκειμένου να αποθέσει (profundere) τις προσφορές του (profusiones), καθώς και άνθη, κυρίως ρόδα κι εκεί τελούσε ένα γεύμα (escae), στο οποίο οι συνδαιτυμόνες ήταν στεφανωμένοι με ρόδα. Έτσι, οι προσφορές, που τοποθετούνταν πάνω στον τάφο καλούνταν escae και rosae ή escae rosales (= γεύματα με ρόδα).


Τα Ροζάλια δεν ήταν, βέβαια, εξ αρχής γιορτή των νεκρών. Αρχικά είχαν κοσμικό χαρακτήρα, τελούμενα με συμπόσια, (ευωχίες), ήταν μια γιορτή για την χαρά της ζωής και γι’ αυτό γιορτάζονταν στην καρδιά της άνοιξης, τότε που το υπέροχο αυτό άνθος πρωτανθίζει. Από τον 1ο αιώνα μ.Χ. και μετά, όμως, η τέλεση των Ροζαλίων έπαψε να είναι αυστηρά οικογενειακή γιορτή και περιήλθε στους νεκρικούς συλλόγους, που την γιόρταζαν ταυτόχρονα με τα Παρεντάλια.


Ειδικά στην Θράκη, το έθιμο αυτό, το οποίο περιγράφουν πολλές επιγραφές, ήταν έθιμο που το ανέθεταν στους θιάσους του Βάκχου κι αυτό γιατί η λατρεία του Βάκχου της Θράκης είχε χθόνιο χαρακτήρα και σχετιζόταν με τις ιδέες για την αθανασία της ψυχής.


Αφότου ιδρύθηκε στους Φιλίππους, από τον Οκταβιανό Αύγουστο, το 30 π.Χ., η ομώνυμη, ρωμαϊκή αποικία, (η αρχαιότερη, ίσως από τις αποικίες της μετέπειτα κοσμοκράτειρας Ρώμης), οι επιφανείς Ρωμαίοι και οι Ιταλιώτες άποικοι, που την επάνδρωσαν, τελούσαν τις ετήσιες, ιταλικές γιορτές «Rosalia» και «Parentalia». Ενώ, όμως, σε όλες τις γωνιές της απέραντης αυτοκρατορίας τα Ροζάλια φαίνεται ότι τελούνταν, με τον τρόπο που περιγράψαμε ότι τελούνταν από παλιά στην ιταλική χερσόνησο, στην περιοχή της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων είναι ασυνήθιστα μεγάλος ο αριθμός των επιτύμβιων επιγραφών, οι οποίες περιέχουν την ιδιαίτερη και ασυνήθιστη στις υπόλοιπες περιοχές της αυτοκρατορίας φράση «παρακαύσουσίν μοι ρόδοις» ή την παρόμοια «παρακαύσουσίν μοι παρενταλίοις», καθώς και τις αντίστοιχές τους στην λατινική γλώσσα, (τέσσερις, μάλιστα, τουλάχιστον απ’ αυτές βρέθηκαν στο Ποδοχώρι και στην Ελευθερούπολη του Δήμου Παγγαίου), μια φράση που γέννησε μια μακρόχρονη, επιστημονική διαμάχη, σχετικά με την ερμηνεία της. Αυτή, όμως, η επιστημονική διαμάχη ήταν το αντικείμενο της ανακοίνωσής μου στο Β’ Συνέδριο τοπικής ιστορίας του Δήμου Παγγαίου, του οποίου τα Πρακτικά θα δημοσιευθούν σύντομα κι εκεί, στην ανακοίνωσή μου, θα δείτε πολύ περισσότερα για τη συγκεκριμένη γιορτή των νεκρών, στην οποία αναφέρεται η επιτύμβια στήλη που βρέθηκε εδώ, σ’ αυτό τον τόπο.


Επανέρχομαι όμως στο θέμα τη ομιλίας μου: Ανέφερα στην αρχή ότι ο μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος, στο κείμενο που συνόδευε την φωτογραφία της επιτύμβιας στήλης, την οποία είχε αποστείλει στον κ. Μπακαλάκη, (γιατί την ίδια την στήλη την είχε κρατήσει στο μητροπολιτικό μέγαρο), κατέστησε σαφές ότι η στήλη είχε βρεθεί στο Παλιόπραβο, δηλαδή στην θέση όπου βρισκόμαστε σήμερα. Η κ. Κουκούλη, όμως, στο σύγγραμμά της για το αρχαίο πόλισμα της Ελευθερούπολης, αναφερόμενη στον αρχαιολογικό χώρο "Παλιόπραβο", υπέπεσε στο εξής σφάλμα: Ενώ η θέση «Παλιόπραβο» είναι σαφές και αναμφισβήτητο ότι είναι ο χώρος όπου βρίσκεται σήμερα το Χορτοκόπι και ιδιαίτερα τα νεκροταφεία του, στον οποίο και στο εκεί παρεκκλήσι είναι προφανές ότι αναφερόταν ο Μητροπολίτης Σωφρόνιος, πράγμα που είναι απόλυτα σαφές, για κάθε κάτοικο της Ελευθερούπολης (άλλοτε Πραβίου), η κ. Κουκούλη θεώρησε ότι το τοπωνύμιο «Παλιόπραβο», «για το οποίο έδωσαν ορισμένες πληροφορίες οι Ε. Schultz-H. Ungern, Wanderungen im Pangeon 1981, (Kortokopi II) 49-55, είκ. 15, 16, 17, αλλά δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί συστηματική επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα», όπως ανέφερε, ταυτίζεται με την αρχαιολογική θέση «Παλιό Χορτοκόπι» (Ντράνοβα), πράγμα που προκύπτει από τα εξής, τα οποία αναφέρει: «Στην πρώτη, επιφανειακή, αρχαιολογική έρευνα της περιοχής, η οποία αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, εξαιτίας της πυκνής βλάστησης, η επιμελήτρια αρχαιοτήτων Στ. Σαμαρτζίδου επεσήμανε την ύπαρξη περιβόλου και λείψανα ναΐσκου παλαιοχριστιανικών χρόνων, ο οποίος πρέπει να ταυτισθεί με το αναφερόμενο από τον Σωφρόνιο "εκκλησίδιο", καθώς και λείψανα κιβωτιόσχημων τάφων. Σε μικρή απόσταση από τον τειχισμένο αυτό οικισμό η Στ. Σαμαρτζίδου εντόπισε και βραχογραφήματα αντίστοιχα με τα βραχογραφήματα της περιοχής Κρυονερίου - Φιλίππων και Παγγαίου• ΑΔ 37 (1982) Χρονικά Β2. Σε αυτοψία που πραγματοποίησα το Μάιο του 1987 στη θέση αυτή, προχώρησα με μεγάλες δυσκολίες, εξαιτίας των πυκνών πουρναριών στο εσωτερικό του περιβόλου, όπου στα ορύγματα των λαθρανασκαφέων είναι εμφανείς οι τοίχοι κτηρίων - προφανώς κατοικιών - που από την κεραμική πρέπει να χρονολογούνται στους υστερορωμαϊκούς- παλαιοχριστιανικούς χρόνους».


Μ’ αυτή την περιγραφή της, η κ. Κουκούλη είναι προφανές ότι περιγράφει το κάστρο του Παλιού Χορτοκοπίου, με το τείχος του, με τα ερείπια κτιρίων και παλαιοχριστιανικού ναού στο εσωτερικό του και με τα βραχογραφήματα, που υπάρχουν στον χώρο των νεκροταφείων του. Η επιτύμβια στήλη, όμως, στην οποία αναφερόμαστε, δεν βρέθηκε εκεί, διότι η Ντράνοβα (Παλιό Χορτοκόπι) ποτέ δεν ονομαζόταν Παλιόπραβο. Παλιόπραβο, αντίθετα, μέχρι σήμερα, όλοι εμείς οι Πραβινοί (Ελευθερουπολίτες) αποκαλούσαμε κι αποκαλούμε την θέση του σημερινού Χορτοκοπίου, αμέσως μετά τον οικισμό του Νέου Συρράκου!


Εδώ, λοιπόν, βρέθηκε η ρωμαϊκή, επιτύμβια στήλη, που περιείχε την διαθήκη της Dagus, εδώ ζούσε η γυναίκα εκείνη, που κάθε χρόνο, στην ρωμαϊκή γιορτή των νεκρών Rosalia ήθελε, μετά τον θάνατό της, να καίνε τριαντάφυλλα στον τάφο της!


Γ) ΕΝΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΝΑΫΔΡΙΟ


Γ-1) Η ζωή, όμως, στην κώμη των Sceveni συνεχίστηκε, για πολλούς ακόμη αιώνες, όπως μαρτυρά ο μικρός ναός, στον οποίο βρισκόμαστε και λειτουργούμαστε σήμερα. Για το ναό αυτόν, στον τόμο 29 του αρχαιολογικού δελτίου, που περιέχει την ανασκαφική δραστηριότητα και τα αρχαιολογικά ευρήματα των ετών 1973-1974, στη σελίδα 838 υπάρχει η εξής αναφορά:


«ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΙΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ
Χορτοκόπι
Εις το χωρίον Κάτω Χορτοκόπι ή Παληόπραβο επεσημάνθησαν τα ερείπια βυζαντινού ναϋδρίου τιμωμένου κατά την τοπικήν παράδοσιν εις την μνήμην της Παναγίας. Πρόκειται περί μονοχώρου ναϋδρίου με δύο εισόδους, κατά την δυτικήν και νοτίαν πλευράν. Ανά μία παραστάς εις τον βόρειον και νότιον τοίχον δημιουργεί υποτυπώδη διαίρεσιν του χώρου. Εις την βόρειον παραστάδα είναι εντειχισμέναι μαρμάριναι πλίνθοι. Εντός του ναϊσκου ευρίσκονται τέσσερα τεμάχια διδύμου, παλαιοχριστιανικού θωρακίου, με διακόσμησιν σταυρού εις τας στενάς πλευράς, ως και κιονίσκος αρράβδωτος.
Ε. ΚΟΥΡΚΟΥΤΙΔΟΥ – ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ»


Γ-2) Το πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της ανακοίνωσης, που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον αγαπητό πρεσβύτερο, π. Κύριλλο και το Χριστεπώνυμο πλήρωμα της ενορίας του Χορτοκοπίου, είναι άλλη μια προφορική παράδοση, την οποία μετέφερε η προαναφερθείσα αρχαιολόγος, σύμφωνα με την οποία, ο μικρός ναός, όπου βρισκόμαστε σήμερα, τιμούνταν στην μνήμη της Υπεραγίας Θεοτόκου.


Πολύ πριν, όμως κι από την παραπάνω, σύντομη αναφορά της κ. Κουρκουτίδου – Νικολαϊδου, στο βυζαντινό αυτό μνημείο του τόπου μας, ένας άγνωστος, που υπέγραψε μόνο με τα αρχικά Δ.Κ., ολοφάνερα αρχαιολόγος, συνέταξε στις 12 Απριλίου του 1954, στην Ελευθερούπολη κι έστειλε για δημοσίευση, στην περιοδική έκδοση με τίτλο «ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΛΙΚΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ», την οποία βρήκα, προ ετών, στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της Δράμας, την εξής, αναλυτική περιγραφή του μικρού αυτού ναού, που είχε τίτλο «ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟΠΡΑΒΟ»:


Μεταξύ των Τούρκων, που κατοικούσαν προ του 1922 στο Χορτοκόπι (Δράνοβα) Παγγαίου και εκείνων πού κατοικούσαν στην Ελευθερούπολη (Πράβι) και είχαν χωράφια στην περιοχή, που λέγεται και σήμερα ακόμη Παλιόπραβο, κυκλοφορούσε η παράδοση ότι, σ' ένα σημείο της περιοχής αυτής, δηλαδή του Παλιόπραβου, υπήρχε παλαιότερα μια εκκλησία, ονόμαζαν δε τη γύρω από την εκκλησία θέση «βακούφικο». Οι Έλληνες κάτοικοι του Χορτοκοπίου - πρόσφυγες από τον Πόντο - που κατέχουν και καλλιεργούν σήμερα την περιοχή αυτή, παρατήρησαν κάτι χαλάσματα, μέσα σε μια συστάδα δένδρων. Ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε, κατά πώς ξέρω, για επαλήθευση της παραπάνω παραδόσεως και την εξακρίβωση, του τί κρύβουν τα χαλάσματα αυτά, είναι ο εν αποστρατεία υποστράτηγος και ερασιτέχνης αρχαιολόγος κ. Θεοχάρης. Από την επιτόπιο εξέταση που έκαμε, απεκόμισε την γνώμη πως επρόκειτο περί εκκλησίας. Μετά απ' αυτόν ενδιαφέρθηκε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως, ο οποίος και έκαμε επιτόπιο έρευνα, χωρίς να ανακάλυψη κανένα νέο στοιχείο και χωρίς να διατυπώση υπεύθυνο γνώμη, για το τι απέκρυβαν τα παραπάνω χαλάσματα. Τώρα τελευταία και συγκεκριμένα προ τεσσάρων έως πέντε ημερών, επειδή κοντά στη θέση της εκκλησίας μετοικούν οι κάτοικοι του Χορτοκοπίου, απεφασίσθη απ' αυτούς μια ανασκαφή και διάνοιξη των ερειπίων, με προσωπική των εργασία. Τούτοι οι φιλότιμοι αγρότες, κάτω από τη καθοδήγηση του ακόμα πιο φιλότιμου Ιορδάνη Αμαραντίδη, εργάσθηκαν σκληρά και μας παρουσίασαν καταφανή πλέον τα ερείπια μιας εκκλησίας. Πρόκειται για ένα παρεκκλήσι, κατά πάσαν πιθανότητα, αλλά αρκετά παλαιάς κατασκευής. Η θέση που βρίσκεται είναι στις υπώρειες του Παγγαίου και στο νοτιοανατολικόν σημείον της περιοχής Παλιόπραβο, στο σημείο ακριβώς που τελειώνουν τα χωράφια και αρχίζει ο ορεινός όγκος. Η κατεύθυνσή του (κλίση του) είναι κανονική, δηλαδή το ιερό προς ανατολάς και η είσοδος προς δυσμάς. Το μήκος του δεν θα υπερβαίνει τα 10—12 μέτρα, το δε πλάτος του τα 5—6 μέτρα. Η εσωτερική του διαρρύθμιση μας παρουσιάζει μια τέλεια εκκλησία, με το ιερό, τον κυρίως ναό και το νάρθηκα. Στη μέση του Ιερού, κατά τα λεγόμενα των κατοίκων που εργάσθηκαν για την εκκαθάρισή του, βρέθηκε ένα κομμάτι κολώνα που, κατά πάσα πιθανότητα, υποβάσταζε την αγία Τράπεζα. Το ιερό παρουσιάζει την κυρία κόγχη και προς νότο αυτής φαίνονται ευδιάκριτα τα ίχνη άλλης, μικρότερης κόγχης, για τη τοποθέτηση, ίσως, των διαφόρων Ιερών σκευών. Αν υπήρχε και άλλη τέτοια κόγχη, στο βόρειο μέρος της κυρίας κόγχης, δεν φαίνεται. Ο κυρίως ναός αποτελείται και απετελείτο από ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο, που εχωρίζετο από το νάρθηκα με τοίχο, ο οποίος σήμερα δεν υφίσταται κι έτσι δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε, πώς ήταν η είσοδος –πύλη, από το νάρθηκα προς τον κυρίως ναό.


Ο νάρθηκας, εκτός από την κυρία είσοδο, παρουσιάζει άνοιγμα, με δυο εσωτερικά σκαλοπάτια προς το νότιο μέρος. Ίσως να επρόκειτο περί άλλης εισόδου, που οδηγούσε σε έδαφος υψηλότερο από το πάτωμα της εκκλησίας, ή ίσως περί εισόδου εις το καμπαναριό. Το σχήμα του παρεκκλησίου δεν μπορεί να προσδιοριστή ακόμα, από τον υποφαινόμενο τουλάχιστον, γιατί εξωτερικώς η επιχωμάτωση φθάνει σχεδόν το ύψος των τοίχων που σώζονται, εσωτερικώς δε δεν μπορεί να υπαχθή ούτε στην απλή βασιλική ούτε σ' άλλον τύπο. Πάντως το τι τύπου είναι, θα μας το πουν οι βυζαντινολόγοι, όταν θα το εξετάσουν. Οι τοίχοι του σε ορισμένα σημεία περισώζονται μέχρι σε ύψος 3,5-4 μέτρα από το πάτωμα, που ίχνη του βρέθηκαν στο ιερό, σε ορισμένα δε σημεία περισώζονται σε μικρότερο ύψος. Εκείνο που μ’ έκανε εντύπωση είναι ότι δεν υπάρχουν ίχνη παραθύρων ή άλλων φωταγωγών, σε καμία πλευρά των τοίχων που περιεσώθησαν και σ' όλο το ύψος που περισώθηκε. Επίσης, κατά τα λεγόμενα των κατοίκων που το εκκαθάρισαν από τα χώματα, δεν βρέθηκαν ίχνη κεραμιδιών. Ίσως να μην είχε και να ήτο σκεπασμένο με θόλο, ίσως να είχε και να τα κλέψαν όταν εγκαταλείφθηκε. Η κατασκευή των τοίχων είναι με πέτρα της περιοχής και ασβεστόκτιστη. Αντί για ζουνάρια, έχουν χρησιμοποιηθή χονδρά κομμάτια από κεραμίδια ή πλατιά τούβλα. Βρέθηκαν, μέσα στον κυρίως ναό, ένας ανάγλυφος σταυρός πάνω σε μαρμαρόπετρα - δυστυχώς όμως σπασμένος - και το υπόβαθρο ενός κηροστάτου, κατά πάσα πιθανότητα, με δύο σταυρούς ανάγλυφους. Η θέσις που βρίσκεται, το ύψος από το έδαφος που είχε, πριν ερειπωθή, η καλή κατασκευή των τοίχων, το τέλειο σχήμα του και ο διαχωρισμός, κατά τρόπο ώστε να έχη όλα τα τμήματα μιας τέλειας εκκλησιάς, μας δείχνει ότι δεν πρόκειται για ένα απλό παρεκκλήσι, χτισμένο πριν 100 ή 200 χρόνια, αλλά για ένα τέτοιο κατά πολύ πιο παλαιότερα κτισμένο, ίσως δε και κατά την Βυζαντινή περίοδο. Η εξακρίβωση της χρονολογίας κτίσεώς του θα γίνη από βυζαντινολόγο ή από τυχόν ευρήματα που θα βρεθούν γύρω από τούς σωζόμενους τοίχους και μέσα στα χαλάσματα.


Δ) ΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ


Είναι ολοφάνερο, αγαπητοί συμπολίτες και φίλοι, ότι στον ιστορικό αυτόν τόπο, όπου βρισκόμαστε σήμερα, υπήρχε, τουλάχιστον από την ρωμαϊκή εποχή, μια μικρή κώμη (οικισμός), οι κάτοικοι της οποίας είναι πολύ πιθανό ότι ονομάζονταν Sceveni, ενώ και ο υπερκείμενος λόφος, που χωρίζει τον τόπο αυτόν από το γειτονικό Νέο Συρράκο, συνδεόταν με την ρωμαϊκή κώμη, όπως αποδεικνύουν, τόσο το ρωμαϊκό νεκροταφείο, που υπήρχε στη νότια πλαγιά του, όσο κυρίως η προφορική παράδοση των Πραβινών, σχετικά με τον «βωμό του Βρούτου», στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή. Η ζωή της κώμης αυτής συνεχίστηκε και στην παλαιοχριστιανική, αλλά και σε όλη την βυζαντινή περίοδο, όπως μαρτυρούν, αφενός ο παρών, μικρός ναός κι αφετέρου το όνομα «Παλιόπραβο», με το οποίο οι κάτοικοι της Ελευθερούπολης, (Πράβι, μέχρι το 1929), αποκαλούσαν τον έρημο εκείνο τόπο, (μια και το Χορτοκόπι, στη σημερινή του θέση, δημιουργήθηκε κατά την δεκαετία του 1950).


Απομένει, κατόπιν αυτού, στην βούληση του δραστήριου, «Πολιτιστικού, Αθλητικού Συλλόγου «ΠΟΝΤΟΣ» Χορτοκοπίου», αλλά και όλων των κατοίκων του οικισμού, ν’ αξιώσουν την διενέργεια μιας ανασκαφής στον χώρο της ρωμαϊκής κώμης, που θ’ αναδείξει την μακραίωνη, αλλ’ άγνωστη ιστορία του!