Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

 

Ο ΠΕΡΙΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΣ, ΥΣΤΕΡΟΡΩΜΑΪΚΟΣ - ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ, ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ «ΠΑΛΙΟ ΧΟΡΤΟΚΟΠΙ» (ΝΤΡΑΝΟΒΑ) ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ

 

Από το νοτιοανατολικό άκρο του Παγγαίου όρους, στο σημείο που αυτό «συμβάλλει», ενώνεται, δηλαδή, με το Σύμβολο όρος και συγκεκριμένα από το χωριό Ακροβούνι του Δήμου Παγγαίου, ξεκινάει ο κύριος, ορεινός, ασφαλτοστρωμένος δρόμος, που, μετά από μια διαδρομή 27 χιλιομέτρων, φθάνει στις κορυφές του Παγγαίου.

Στο 5ο χιλιόμετρο αυτού του δρόμου, ο επισκέπτης συναντά τα ερείπια του Μουσουλμανικού χωριού «Ντράνοβα» ή Παλιό Χορτοκόπι, ανάμεσα στα οποία έχει ανεγερθεί η Ιερά Μονή της Υπαπαντής του Κυρίου.

Δυτικά από την Μονή και τα ερείπια του παλιού χωριού, υψώνεται ένας λόφος, πάνω στον οποίο αναπτύχθηκε, στα τελευταία ρωμαϊκά και στα βυζαντινά χρόνια, ένας περιτειχισμένος οικισμός, για τον οποίο, η σπουδαία αρχαιολόγος και άλλοτε Έφορος της ΙΗ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας, κ. Χάϊδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη, στο πόνημά της, με τίτλο «ένα αρχαίο πόλισμα στην Ελευθερούπολη», αναφέρει τα εξής: «Στην πρώτη, επιφανειακή, αρχαιολογική έρευνα της περιοχής, η οποία αντιμετώπισε πολλές δυσκο­λίες, εξαιτίας της πυκνής βλάστησης, η επιμελήτρια αρχαιοτήτων Στ. Σαμαρτζίδου επε­σήμανε την ύπαρξη περιβόλου και λείψανα ναΐσκου παλαιοχριστιανικών χρόνων, ο οποίος πρέπει να ταυτισθεί με το αναφερόμενο από τον (Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως) Σωφρόνιο "εκκλησίδιο", καθώς και λείψανα κιβωτιόσχημων τάφων. Σε μικρή απόσταση από τον τειχισμένο αυτό οικι­σμό η Στ. Σαμαρτζίδου εντόπισε και βραχογραφήματα αντίστοιχα με τα βραχογραφήματα της περιοχής Κρυονερίου - Φιλίππων και Παγγαίου. Σε αυτοψία που πραγματοποίησα το Μάιο του 1987 στη θέση αυτή, προχώρησα με μεγάλες δυσκολίες, εξαιτίας των πυκνών πουρναριών στο εσωτερικό του περιβόλου, όπου στα ορύγματα των λαθρανασκαφέων είναι εμφανείς οι τοίχοι κτηρίων - προφανώς κατοι­κιών - που από την κεραμική πρέπει να χρονολογούνται στους υστερορωμαϊκούς- πα­λαιοχριστιανικούς χρόνους».

 Ας δούμε, πώς περιγράφουν τον περιτειχισμένο οικισμό, τα Χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίου:

 Στον τόμο 34 των Χρονικών, που αναφέρεται σε αρχαιολογικές έρευνες του 1979, υπάρχει το εξής κείμενο: «ΧΟΡΤΟΚΟΠΙ. Δυτικά του χωριού Παλιό Χορτοκόπι και της Μονής Παλαιοημερολογιτών, στο Παγγαίο, στη θέση «Κάστρο», εντοπίστηκαν λείψανα περιβόλου υστερορωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων, ενώ νότια του χωριού βρέθηκαν, σε επιφάνεια βράχου, διαστ.1,30 Χ 1,30 μ., βραχογραφήματα, που παριστάνουν ζώα (ελάφια, σκυλιά)και ανθρώπινες μορφές. Τα βραχογραφήματα εντάσσονται στη σειρά των γνωστών και από άλλες θέσεις βραχογραφημάτων του Παγγαίου και του Συμβόλου, η χρονολόγηση των οποίων παρουσιάζει πολλά προβλήματα, καθώς εμφανίζουν στοιχεία προϊστορικών και ιστορικών χρόνων.

 Στον τόμο 37 των Χρονικών, που αναφέρεται σε αρχαιολογικές έρευνες του 1982, υπάρχει το εξής κείμενο: «Στην περιοχή του εγκαταλειμμένου παλιού χωριού Χορτοκόπι που βρίσκεται ΒΔ από το σημερινό χωριό, στο Παγγαίο, εντοπίστηκε μια παράλληλα σειρά από βραχογραφίες, που θυμίζουν τις βραχογραφίες του Κρυονερίου, καθώς και τα γνωστά βραχογραφήματα της π[εριοχής Ν. Φυλής του Παγγαίου. Στην ίδια περιοχή σώζονται τα ερείπια ενός υστερορωμαϊκού πιθανότατα φρουρίου, καθώς και λείψανα μικρού, παλαιοχριστιανικού ναού».

 Στα παραπάνω, εγώ προσθέτω τα εξής, νεώτερα στοιχεία, που προέκυψαν από δικές μου επισκέψεις στον λόφο:

 Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, βρήκα, στον περιτειχισμένο αυτόν οικισμό και παρέδωσα, στην τότε ΙΒ’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ένα νόμισμα του  Μεγάλου Κωνσταντίνου.

 Εντόπισα, επίσης, καθώς κατέβαινα το βαθύτατο ρέμα, το οποίο κατέρχεται κατά μήκος της δυτικής, ιδιαίτερα απόκρημνης πλαγιάς του λόφου, πάνω στον οποίο είναι κτισμένος ο οικισμός και συγκεκριμένα στον πυθμένα του ρέματος αυτού, δύο πολύ μεγάλα τμήματα από μια γέφυρα, η οποία, προφανώς, ένωνε το κάστρο με τον δυτικά αυτού ευρισκόμενο λόφο και είχε καταρρεύσει στο βάθος του ρέματος.

 Βρήκα βραχογραφήματα, πολύ μεγάλης, καλλιτεχνικής αξίας και στην δυτική πλευρά του λόφου με τον οικισμό.

 Είδα δύο ισχυρά τμήματα του τείχους, να σώζονται στη νότια και την ανατολική πλευρά του λόφου, με πλάτος 2 μέτρων και ύψος μέχρι και τεσσάρων μέτρων, (στην δυτική πλευρά του λόφου δεν υπήρξε τείχος, γιατί εκεί υπάρχει γκρεμός βάθους άνω των 100 μέτρων, στο βάθος του οποίου κυλάει ο χείμαρρος που προανέφερα).

 Στο υψηλότερο σημείο του λόφου (και του οικισμού) υπήρχαν ερείπια ενός πύργου (ή φρυκτωρίας).

 Στην βόρεια πλευρά του λόφου, όπου βρίσκεται το νεκροταφείο του οικισμού και τα βραχογραφήματα, υπάρχει επίσης χαμηλό τείχος, πέραν του οποίου σώζονται τα λιγοστά ερείπια μιας πύλης με πύργους εκατέρωθεν, στην οποία έφθανε λιθόστρωτη οδός, που ξεκινούσε από την κοιλάδα, που οδηγεί από το Ακροβούνι στις Δύο Βρύσες.

 Πριν αρκετά χρόνια, με τον τότε Έφορο της ΙΒ’ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, κ. Νικόλαο Ζήκο, επισκεφθήκαμε τον περιτειχισμένο οικισμό και, στον χώρο των ερειπίων του «εκκλησιδίου», που προαναφέρθηκε, ο έμπειρος αρχαιολόγος και ανασκαφέας του Μοναστικού συγκροτήματος του Παπικίου όρους, διαπίστωσε την ύπαρξη δύο (2) ναών, ενός παλαιοχριστιανικού ναού, μεγάλου μεγέθους κι ενός μικρού ναϊσκου, κτισμένου στον χώρο του Ιερού του προηγούμενου Ναού, μετά την καταστροφή του τελευταίου, (όπως ακριβώς συνέβη και σε παλαιοχριστιανικούς ναούς των Φιλίππων, της Αμφιπόλεως και των Κηπιών του Δήμου Παγγαίου, μετά την καταστροφή τους, κύρια από σεισμούς).

 Μέχρι σήμερα, όμως, καμία επιφανειακή ή ανασκαφική έρευνα δεν έλαβε χώρα, οι αρχαιοκάπηλοι καταστρέφουν συστηματικά τον οικισμό, κατέστρεψαν ήδη, ανοίγοντας τεράστια οπή, τον κορυφαίο πύργο του οικισμού, άνοιξαν κατοικίες και πέταξαν έξω από τα υπόγειά τους τα αποθηκευτικά αγγεία, ανέσκαψαν συστηματικά ολόκληρο το νεκροταφείο και πέταξαν έξω από τους τάφους τα οστά των προγόνων μας (και δικών τους προγόνων)!, με τρόπο που δεν το έκαναν ούτε οι πιο βάρβαροι επιδρομείς, που πέρασαν  απ’ αυτόν τον τόπο, καταστρέφουν τα βραχογραφήματα στις δύο από τις τέσσερις θέσεις, στον λόφο και γύρω απ’ αυτόν, που μας είναι γνωστές και πολύ σύντομα δεν θα έχει απομείνει τίποτε, για ν’ ανασκαφεί, αφού, λόγω του ερημικού της τοποθεσίας, οι προαναφερθέντες κάνουν την «δουλειά» τους ανενόχλητοι!

 Όσον αφορά, μάλιστα, τον πύργο του κάστρου, αυτόν οι αρχαιοκάπηλοι είχαν αρχίσει να τον καταστρέφουν ήδη από το έτος 2003, γεγονός που με είχε αναγκάσει ν’ απευθύνω τότε την εξής επιστολή μου, προς την αρμόδια, Αρχαιολογική Υπηρεσία:

«Π Ρ Ο Σ

την ΙΒ’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που εδρεύει στην Καβάλα.

Α Ν Α Φ Ο Ρ Α

του Θεοδώρου Λυμπεράκη του Δημοσθένη, δικηγόρου του Πρωτοδικείου Καβάλας, κατοίκου Ελευθερούπολης, οδός Ιωάννη Φουστέρη αρ. 2. (τηλ. 6945-231646).

Καβάλα, 12 Φεβρουαρίου 2003

- - - - - - -

Κύριε Προϊστάμενε,

σε πρόσφατη, (λαβούσα χώρα την Κυριακή, 9 Φεβρουαρίου 2003), επίσκεψή μου στον χώρο του υστερορρωμαϊκού – βυζαντινού κάστρου του Παλαιού Χορτοκοπίου διαπίστωσα, πλήρης οδύνης, ότι αρχαιοκάπηλοι προκάλεσαν ανεπανόρθωτη και μεγάλου μεγέθους καταστροφή στον υψηλότερο πύργο του κάστρου, που δέσποζε του λόφου επί του οποίου αυτό είναι κτισμένο. Συγκεκριμένα, τον πύργο αυτόν, ο οποίος ανυψωνόταν, (καίτοι ήταν καλυμμένος από χώμα), σε ύψος περίπου 3-4 μέτρων πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, οι αρχαιοκάπηλοι, αφού προηγούμενα προέβησαν σ’ εκτεταμένη αποψίλωση του πέριξ εδάφους, (για την οποία, είμαι πολύ περίεργος, πώς δεν έγινε αντιληπτή από κάποιο όργανο του Δασαρχείου), στη συνέχεια, υποθέτοντας, προφανώς, ότι επρόκειτο γι’ αρχαίο τύμβο, διάνοιξαν στο επίπεδο του εδάφους ένα σκάμμα (τούνελ), με το οποίο εισχώρησαν στη βάση του πύργου, του οποίου και προκάλεσαν την πλήρη κατάρρευση.

Επειδή φοβούμαι και για την τύχη της παλαιοχριστιανικής βασιλικής που πρέπει να εκτείνεται λίγα μέτρα νότια του καταστραφέντος πύργου.

Επειδή, συνάμα, αυτή η προκλητική ενέργεια πρέπει ν’ απαίτησε χρόνο πολύ και άτομα πολλά, δεν πιστεύω ότι δεν έγινε αντιληπτή από κανέναν. Πιστεύω, ως εκ τούτου, ότι αν ενημερωθούν οι αρμόδιες Αρχές, (κ. Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Καβάλας, Αστυνομικό Τμήμα Ελευθερούπολης) και διεξαχθούν έρευνες, ιδιαίτερα μεταξύ των εργαζομένων στα γειτονικά προς το κάστρο λατομεία, θα βρεθεί κάποιος που θα είδε τους αρχαιοκάπηλους να προκαλούν την περιγραφείσα τεράστια καταστροφή στο μοναδικό αυτό εθνικό και πολιτισμικό μνημείο του τόπου μας.

Κατόπιν τούτου, σας παρακαλώ,

να φροντίσετε, αφενός μεν να ενημερώσετε τις αρμόδιες Αρχές και να ζητήσετε την βοήθειά τους, προκειμένου να βρεθούν οι ένοχοι αυτής της πρωτοφανούς βαρβαρότητας, αφετέρου δε να σπεύσετε επί τόπου, προκειμένου να βρείτε τρόπο περιορισμού, όσο θα είναι δυνατόν, της ήδη μεγάλης καταστροφής.

Με μεγάλη εκτίμηση»

 

Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρξε κάποια αντίδραση στην αγωνία μου, ούτε κάποια απάντηση στην επιστολή μου και η καταστροφή του πύργου συνεχίστηκε μέχρι το έτος 2020, οπότε μια ακόμη, παράνομη, τεράστια εκσκαφή εξαφάνισε κάθε ίχνος του πύργου!

 Επείγει, λοιπόν, η συστηματική, ανασκαφική διερεύνηση αυτού του μεγάλου, περιτειχισμένου οικισμού, η οποία, είμαι βέβαιος, θ’ αποδώσει πολλά, σημαντικά ευρήματα και μπορεί ν’ αποτελέσει σημαντικό πόλο έλξης επισκεπτών, από την πατρίδα μας και το εξωτερικό! Κι αυτός, ακριβώς, είναι ο λόγος της παρούσας ανάρτησής μου, παράλληλα με την αγωνία μου, για την εγκληματική καταστροφή της ιστορικής μνήμης του τόπου  μας!

 ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΒΛΕΠΕΤΕ:

1η φωτογραφία. Πανοραμική άποψη του λόφου με τον οικισμό, όπως φαίνεται από το Παλιό Χορτοκόπι (Ντράνοβα).

 2η και 3η. Το ανατολικό τείχος του κάστρου.

 4η και 5η. Το νότιο τείχος.

6η και 7η. τα τμήματα της αρχαίας γέφυρας, που είναι πεσμένη στο βάθος της χαράδρας, δυτικά του περιτειχισμένου λόφου.

 8η έως και 19η. Το εσωτερικό του μικρού ναϊσκου, κτισμένου, πιθανότατα, στην θέση του Ιερού παλαιότερου και μεγαλύτερου ναού. Η καταστροφή από τους ανθέλληνες θησαυροθήρες είναι ολοφάνερη!

 20ή έως και 38η. Τα βραχογραφήματα, στο βόρειο άνδηρο του λόφου, (οι φωτογραφίες έχουν τραβηχτεί με διαφορά ετών, μεταξύ τους)

 39η. Η θέα, από τους βράχους με βραχογραφήματα, προς την Πιερία κοιλάδα.

 40ή. Η θέα, από τους ίδιους βράχους, προς το Παγγαίο.

 41η έως 46η. Έξι (6) διαφορετικά κτίρια του περιτειχισμένου οικισμού.

 47η και 48η. Όστρακα αγγείων, από τα κτίσμα των προηγούμενων φωτογραφιών.

 49η έως και 52η. Το νεκροταφείο του οικισμού, φρικτά λεηλατημένο από τους απολίτιστους, ανθέλληνες, θησαυροθήρες!

 5η και 54η. Η εμπρόσθια και η οπίσθια όψη νομίσματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το οποίο βρήκα πριν δεκαετίες και παρέδωσα στην ΙΒ’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καβάλας.

 55η. Και ο γράφων, μέσα στον οικισμό του κάστρου.



























































 


Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021




ΜΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ, ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ, ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ!

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Ο στρατηγός της Ελληνικής επανάστασης, ο Μακρυγιάννης», στον Α’ τόμο των «Δοκιμών» του (1936-1947), έγραψε: «Είχα δύο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ’χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Αργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν»! (Πηγή: Protagon.gr)

ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΟ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΟΥ

(Δήμος Παγγαίου – Περιφερειακή Ενότητα Καβάλας)

Ένα από τα αρχαιότερα (ίσως και το αρχαιότερο) από τα κάστρα του Παγγαίου όρους υψώνεται βορειοδυτικά του Παλαιοχωρίου, ενός πανάρχαιου χωριού του σημερινού Δήμου Παγγαίου, κτισμένου στις ανατολικές πλαγιές του Παγγαίου όρους, το οποίο κατοικείται από γηγενείς και πρόσφυγες, από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.

Το κάστρο είναι κατασκευασμένο πάνω σ’ ένα μακρύ και επικλινές πλάτωμα, που βρίσκεται σε υψόμετρο 680 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας κι έχει κατεύθυνση βορειοανατολική – νοτιοδυτική.
 
Η πιο άρτια περιγραφή της γεωλογικής μορφής του Παγγαίου όρους και των μεταλλευμάτων του έγινε, ήδη από την δεκαετία του 1980, από τους Γερμανούς γεωλόγους Heinz Josef Unger Ewald και Schutz, τα αποτελέσματα των μακρόχρονων, επιτόπιων και επίπονων ερευνών των οποίων περιλήφθηκαν στo σύγγραμμά τους με τίτλο «SUDOSTEUROPA ZWISCHEN 1600 UND 1000 V.CHR», που εκδόθηκε στο Βερολίνο το έτος 1980 και ειδικότερα στο κεφάλαιο του συγγράμματος αυτού, που έχει τίτλο «Pangaion. Ein Gebirge und sein bergbau». (Την μετάφραση των κειμένων που ακολουθούν έκανε η Φωτεινή Χατζηκόντζιου). Στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο, αναφέρεται ότι οι συγγραφείς του «ανακάλυψαν» το Παλαιόκαστρο του Παλαιοχωρίου το έτος 1976 και ότι τους εξέπληξαν τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Το κάστρο χαρακτηρίστηκε ως συνοικισμός και συσχετίστηκε με τα αρχαία ορυχεία της γύρω απ’ αυτό, πλούσιας, μεταλλοφόρου περιοχής.

«Η είσοδος στο κάστρο αυτό», αναφέρουν οι προαναφερθέντες, Γερμανοί συγγραφείς, «γίνεται μέσω ενός ανοδικού δρόμου, καλυμμένου με μαρμάρινες και γνεύσιες πλάκες, πλάτους 1,10 έως 1,50 μέτρου, ο οποίος αρχίζει στο δυτικό τέλος του Παλαιοχωρίου, φθάνει μέχρι την ράχη και μετά στρέφεται προς τα νότια. Προφανώς, οδηγούσε στην πύλη της εγκατάστασης, από τη νοτιοδυτική γωνία. Ένας παλιός δρόμος έρχεται από τα δυτικά και πάνω από την ράχη της εγκατάστασης. Το Παλαιόκαστρο κυριαρχούσε πάνω από την πεδιάδα του Παλαιοχωρίου και είχε καλή θέα προς δυσμάς, στην κοιλάδα της Νικήσιανης Από την θέση αυτή μπορούσε κανείς να ελέγχει τις εισόδους και προς τις δύο πεδιάδες, άρα, λοιπόν μέσα στην οροσειρά, από την πεδιάδα των Φιλίππων».

Όσον αφορά τα εξωτερικά τείχη του Παλαιοκάστρου, οι προαναφερθέντες επιστήμονες λένε ότι «υπάρχουν δύο είδη εξωτερικών τειχών. Το ένα είδος αποτελείται από ακατέργαστη, μαρμάρινη ξηρολιθοδομή ή από γνεύσιες πλάκες και το άλλο από λαξευμένες πέτρες, επενδεδυμένες με κονίαμα. Το τελευταίο είναι, σε πολλές περιπτώσεις, ένα διπλό τείχος πάχους 2,70 μέτρων. Το τείχος, με ακατέργαστη, μαρμάρινη λιθοδομή, χαρακτηρίζεται ως «θρακικό», το δε λαξευτό τείχος, ως «ελληνιστικό – βυζαντινό». Η ηλικία τους, στη μεταξύ τους σχέση, είναι: Το «θρακικό» τείχος είναι αρχαιότερο (της εποχής του χαλκού ή του σιδήρου), το δε «ελληνιστικό – βυζαντινό» είναι νεώτερο, όπως προκύπτει από παρατηρήσεις επιτόπου».

Στο πολύ μεγαλύτερης έκτασης κεφάλαιό τους, το σχετικό με το Παγγαίο, οι δύο Γερμανοί συγγραφείς περιλαμβάνουν, επίσης, ένα σχεδιάγραμμα του Παλαιοκάστρου, το οποίο αναρτώ και οι επί του οποίου παρατηρήσεις, στην γερμανική γλώσσα, είναι επίσης μεταφρασμένες, στην ελληνική, από την κ. Χατζηκόντζιου. Στο σχεδιάγραμμα αυτό, παρατηρήστε:

Την σαφή διάκριση δύο συνοικιών,
τον αριθμό των πύργων στα τείχη,
το γεγονός ότι ένα διπλό κι ένα απλό τείχος διέσχιζαν εγκάρσια το κάστρο,
την ύπαρξη κτισμάτων, μάλλον κατοικιών, στο εσωτερικό του κάστρου,
τα απομεινάρια τουλάχιστον τριών εισόδων, από τις οποίες οι δύο μάλλον ήταν κανονικές πύλες.

Σημειώνω, τέλος, ότι στο σχεδιάγραμμα των Γερμανών γεωλόγων δεν αναφέρεται, υπάρχει όμως, ένας μικρός, μάλλον παλαιοχριστιανικός ναϊσκος, τοίχοι του οποίου σώζονται σε ικανό ύψος.

Στις φωτογραφίες που αναρτώ, βλέπετε:

Από την 1η έως την 7η, τμήματα του περιμετρικού τείχους,

στην 8η, τμήμα του απλού, εγκάρσιου τείχους,

από την 9η έως την 16η, ερείπια κτισμάτων, στο εσωτερικό του τείχους,

από την 17η έως και την 22η, θραύσματα αγγείων της εποχής του σιδήρου στο Παγγαίο, (πριν το 1.100 π.Χ.), βγαλμένα από τους αρχαιοκάπηλους, από τα θεμέλια των κτισμάτων,

από την 23η έως την 28η, ερείπια του μικρού, παλαιοχριστιανικού ναϊσκου, στο νότιο τμήμα του κάστρου,

από την 29η έως την 32η, θραύσμα αγγείου, μάλλον της παλαιοχριστιανικής περιόδου,

από την 33η έως την 36η, τον αρχαίο δρόμο, που οδηγούσε από το δυτικό άκρο του Παλαιοχωρίου στο Παλαιόκαστρο

και στις υπόλοιπες (37η έως και 40ή), την θέα από το Παλαιόκαστρο, προς κάθε κατεύθυνση!

ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ

Αν αυτός ο τόσο σημαντικός, πανάρχαιος οικισμός, τειχισμένος με ισχυρά τείχη, βρισκόταν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του πλανήτη, ασφαλώς θα είχε τύχει της προσοχής του οικείου Υπουργείου Πολιτισμού, στην χώρα μας, όμως, τυγχάνει της προσοχής και της καταστροφικής μανίας μόνο των αρχαιοκαπήλων!

Κι όμως, δι’ αυτά τα μάρμαρα πολεμήσαμεν!

ΚΑΤΑ ΤΑ ΛΟΙΠΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΣΥΝΕΛΛΗΝΕΣ!












































Κυριακή 4 Ιουλίου 2021




ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ, ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΣΙΩΝ ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ
                            
                        Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΙΩΣΗΦ ΖΑΜΠΕΛΗΣ

                                       (8 Ιανουαρίου 1814 – Αύγουστος 1826)

                                                Η ζωή και το έργο του



Ο Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Ιωσήφ, γιος του Αντωνίου Ζαμπέλη, γεννήθηκε στη νήσο Σίκινο, γύρω στα 1774. Πέραν αυτού, δεν γνωρίζουμε, πότε και που σπούδασε, από ποιον χειροθετήθηκε μοναχός και από ποιον, αργότερα, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος.

Το 1814 έτος ο Ιωσήφ ανήλθε στον θρόνο της Επισκοπής Ελευθερουπόλεως, την οποία και ποίμανε, κατά τα δύσκολα χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Για την παραμονή και την ποιμαντορία του στην Επισκοπή Ελευθερουπόλεως δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία, πλην όμως είναι γνωστό ότι αυτή προκάλεσε την οργή της Οθωμανικής κυβέρνησης, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Τον Αύγουστο τού 1826, ο Ιωσήφ προήχθη στη Μητρόπολη Βιζύης. Σύμφωνα με το υπόμνημα της εκλογής του «της αγιωτάτης Μητροπόλεως Βιζύης απροστάτευτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύοντος κυρ Ιωάσαφ δια κανονικών ψήφων μετατεθέντος εις τον θρόνον της αγιωτάτης Μητροπόλεως Νύσσης, ημείς οι ενδημούντες Αρχιερείς, προτροπή και αδεία του Παναγιωτάτου και Σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και Δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Χρύσανθου, συνελθόντες εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου του αναδεξομένου την αρχιερατικήν προστασίαν της αγιωτάτης αυτής Μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον Θεοφιλέστατον επίσκοπον άγιον Ελευθερουπόλεως κυρ Ιωσήφ, δεύτερον τον Παΐσιον και τρίτον τον Δωρόθεον, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω Ιερώ Κώδικι της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εις ένδειξιν διηνεκή και παράστασιν μόνιμον. αωκστ' (1826) κατά μήνα Αύγουστον Επινεμήσεως ιδ' - Ο Ηρακλείας Ιγνάτιος έχων την γνώμην του Γέροντος Εφέσου - Ο Κυζίκου Ματθαίος έχων την γνώμην του Σεβασμιωτάτου αγίου Δέρκων κυρίου Νικηφόρου - Ο Αμασείας Διονύσιος έχων και την γνώμην του αγίου Προύσης - Ο Ιωαννίνων Βενέδικτος - Ο Αγγύρας Αγαθάγγελος - Ο Νέων Πατρών Δοσίθεος - Ο Σόφιας Ιωακείμ - Ο Σαμακοβίου Ιγνάτιος»

Δεν έμελλε, όμως, να παραμείνει για πολύ χρόνο στην αρχαία Μητρόπολη Βιζύης ο Ιωσήφ, διότι, το Σεπτέμβριο τού ίδιου έτους, αποστέλλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την ακόλουθη παραίτηση, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, αλλά είναι πολύ πιθανό να έχουν σχέση με την μέχρι τότε εθνική δράση του, η οποία, ασφαλώς, αποτελούσε πρόκληση για τους Οθωμανούς, που δεν μπορούσαν να δεχθούν την παρουσία του σε μια μητροπολιτική έδρα, τόσο κοντινή προς την πρωτεύουσά τους: «Η ταπεινότης η εμή δια της παρούσης οικειοθελούς και αβιάστου αυτής παραιτήσεως, δηλοποιεί, οτι αυθεραίτω γνώμη παραιτούμαι της Επαρχίας Βιζύης, ου μην δε και της Αρχιερωσύνης μου, ίνα η αγία του Χριστού Εκκλησία, φροντίσασα περί αυτής, αποφασίση παν ει τι εγκρίνοι αναγκαίον και κατάλληλον, μηδεμίαν σχέσιν και αναφοράν εχούσης της εμής ταπεινότητος επ' αυτή. Δι’ ο και εις ένδειξιν δέδωκα και την παρούσαν μου οικειοθελή και αβίαστον παραίτησιν. αωκστ' 1826 Σεπτεμβρίου κη (28)Τ.Σ. Ο Πρώην Βιζύης Ιωσήφ».

Ένα μήνα περίπου μετά την παραίτηση του Ιωσήφ, στον Επισκοπικό θρόνο της χηρεύουσας Επαρχίας Βιζύης αποκαθίσταται ο πρώην Βιζύης Ιωάσαφ, σύμφωνα με το ακόλουθο Υπόμνημα εκλογής του Ιωσήφ, ως Μητροπολίτου Νύσσης: «Της αγιωτάτης Μητροπόλεως Νύσσης απροστάτευτου διαμεινάσης, άτε δη του εν αυτή αρχιερατεύσαντος από μικρού, κυρ Ιωάσαφ, αποκατασταθέντος αύθις και διαμείναντος εν τη πρότερα αυτού Επαρχία Βιζύης, κατά κοινήν Συνοδικήν απόφασιν, ημείς οι ενδημούντες Αρχιερείς, προτροπή και αδεία του Παναγιωτάτου και Σεβασμιωτάτου ημών αυθέντου και Δεσπότου, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Αγαθαγγέλου, συνελθόντες εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ ναώ του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, και ψήφους κανονικάς προβαλόμενοι, εις εύρεσιν και εκλογήν αξίου και αρμοδίου προσώπου, του αναδεξομένου την Αρχιερατικήν προστασίαν και ποιμαντικήν ράβδον της αγιωτάτης αυτής Μητροπόλεως, πρώτον μεν εθέμεθα τον Ιερώτατον Μητροπολίτην πρώην Βιζύης κύρ Ιωσήφ, δεύτερον δε τον Ζαχαρίαν, και τρίτον τον Νεκτάριον, ων και τα ονόματα κατεστρώθη εν τω Ιερώ Κώδικι της αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, εις ένδειξιν διηνεκή και παράστασιν μόνιμον. Έν έτει αωκστ/(1826) κατά μήνα Οκτώβριον, Επινεμήσεως ιε - Ο Εφέσου Μακάριος - Ο Ηρακλείας Ιγνάτιος - Ο Χαλκηδόνος Ζαχαρίας - Ο Δέρκων Νικηφόρος, έχων και την γνώμην του σεβαστού Γέροντος αγίου Αδριανουπόλεως κυρ Γερασίμου – Ο Προύσης Νικόδημος – Ο Σόφιας Ιωακείμ».

Όπως προανέφερα, η αρχιερατεία του Ιωσήφ, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν πράγματι μαρτυρική, λόγω του περιορισμού, που του είχε επιβληθεί από το Οθωμανικό καθεστώς και, μάλιστα, κατά τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πιο συγκεκριμένα, στον Κώδικα Αλληλογραφίας του Ηρακλείας Ιγνατίου, (55β 19 Φεβρ. 1828) αναφέρονται τα εξής για τον Ιωσήφ: «Έχομεν πληροφορηθή τον περιορισμόν του, εις ον και δεν πρέπει να ταραχθή, καθότι δεν είναι μερικός αλλά γενικός...»

Όλ' αυτά, λοιπόν, μαζί με τις ασθένειες που προστέθηκαν, ανάγκασαν τον Ιωσήφ να συντάξει και πάλι την παραίτησή του και από το αξίωμα του Μητροπολίτου Νύσσης: «Δια του παρόντος μου ιδιοχείρου γράμματος, δηλοποιώ ο υπογεγραμμένος ότι δια το γήρας μου και τας σωματικός ασθενείας μου μη δυνάμενος εξοικονωμήσαι εις το εξής την Επαρχίαν μου Νύσσαν παραιτούμαι αυτήν οικειοθελώς και απαραβιάστως, όπως η του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία αποκαταστήση άξιον κανονικόν ποιμένα και αρεστόν των Χριστιανών αυτής, εις το ποιμάναι αυτούς θεοφιλώς και θεαρέστως, εις νομάς σωτηρίους της Ευαγγελικής χάριτος. Δια τούτο δέδωκα και το παρόν μου βεβαιωτικόν και εσφράγιστον εις ένδειξιν αληθείας, αωλγ' (1833) Σεπτεμβρίου ια ' - Τ.Σ. Ο Πρώην Νύσσης Ιωσήφ αποφαινόμενος βεβαιοί». (Κυκλικά στην σφραγίδα ήταν γραμμένη η φράση: «Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΙΩΣΗΦ, αωκστ'».

Μετά και από την παραίτησή του από την Επισκοπή Νύσσης, ο Ιωσήφ, προφανώς επειδή η παραμονή του στην Οθωμανική επικράτεια εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους, την 31η Ιουλίου του 1834, μέσω Θεσσαλονίκης, εισήλθε στην ελεύθερη Ελλάδα και μετέβη στη νήσο Σκόπελο, (τότε, ή επικοινωνία της Σκοπέλου με τον έξω κόσμο γινόταν κυρίως από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης), όπου και εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης, που αποτελούσε μετόχι της Ιεράς Μονής Διονυσίου του Αγίου ‘Όρους.

Είναι γνωστό από τις πηγές, πως τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως ή και αργότερα, ήλθαν στη Σκόπελο, ως πάροικοι, κάποιοι Αρχιερείς, για λόγους ασφαλείας ή και για περισσότερη ησυχία. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Σκόπελος δεν ήταν ένα απομονωμένο νησί, αλλά μία «ναυτική νήσος», με τακτική επικοινωνία με τον κόσμο της στεριάς, αλλά και με μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Μάλιστα, στη Σκόπελο υπήρχε και Ενετικό Υποπροξενείο, παράρτημα του Προξενείου της Μακεδονικής πρωτεύουσας. Ως εκ τούτου, είχε αναπτύξει ικανή, οικονομική και κοινωνική ζωή, η οποία και φαίνεται στα τεκμήρια που έχουν μέχρι σήμερα απομείνει: αρχοντικά σπίτια και αγροικίες, βαρύτιμα έπιπλα και ρουχισμός, η νυφική στολή του νησιού, που αποδεικνύουν το υψηλό, βιοτικό επίπεδο της Χώρας του νησιού.


Στη Σκόπελο ο Ιωσήφ ήλθε με τον αδελφό του Αθανάσιο Ζαμπέλη, ο οποίος, στις 17 Αυγούστου του 1834, έδωσε κι αυτός το νόμιμο όρκο στη Δημογεροντία της Σκοπέλου, σύμφωνα με σχετική εγγραφή, που υπάρχει στο Αρχείο της Δημογεροντίας Σκοπέλου.

Ο Ιωσήφ ήταν ήδη, εξήντα χρονών, ηλικιωμένος, δηλαδή, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Ποιος, όμως, ήταν ο λόγος που επέλεξε να μεταβεί και να εγκατασταθεί στη Σκόπελο; Ίσως να παρακινήθηκε από τον αδελφό του, Αθανάσιο Ζαμπέλη, ο οποίος ήταν ένας από τους ικανότερους εμπόρους στα νησιά Σκιάθο και Σκόπελο.

Με την άφιξη του Ιωσήφ στη Σκόπελο, ο τότε Νομάρχης Ευβοίας, ύστερα από αναφορά της Εκκλησιαστικής και Πολιτικής Αρχής του νησιού, έστειλε, προς την τότε Βασιλική Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών, την ακόλουθη αναφορά: «αρ. 3102 / τη 24 Αυγούστου 1834 - Εκ Χαλκίδος - Προς την επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Βασιλικήν Γραμματείαν της Επικρατείας - Περί της εις την Ελλάδα αφίξεως του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου πρ. Νύσσης. Ο Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Νισης (sic) κ. Ιωσήφ έφθασεν εκ Θεσσαλονίκης εις Σκόπελον την 31 Ιουλίου. Αι αρχαί της Επαρχίας, η Εκκλησιαστική δηλαδή και πολιτική, εξετέλεσαν τα δια της υπ' αρ. 3432 από 4 Μαίου τ. ε. οριζόμενα ως προς τους έξωθεν ερχόμενους κληρικούς. Η δε Σεβασμιότης του ωμολόγησεν ότι ανίκανος προς ιερουργίαν εκ της ηλικίας του και θέλων να ησυχάση κατά τα έσχατα της ζωής του ήλθεν ενταύθα επί σκοπώ να εκλέξη τόπον κατοικίας. Είναι εξηκοντούτης και έχων κατά τας πληροφορίας του Επάρχου ικανήν χρηματικήν κατάστασιν. Η Νομαρχία θεωρήσασα ότι επληρώθησαν τα εις ομοίαν περίστασιν αναγκαία και ότι δους τον προς την Α. Μ. όρκον πίστεως και επολιτογραφήθη εις Σκόπελον. Διέταξα τον Έπαρχον των Βορείων Σποράδων να Τω συγχωρήση την περεταίρω και εις τα άλλα μέρη του Κράτους μετάβασίν του ελευθέραν, αναγγέλει δια τούτο και εις την Β. ταύτην Γραμματείαν. - Ευπειθέστατος - Ο Νομάρχης Ευβοίας - Γ. Ψύλλας - Ο Γραμματεύς Α. Τζερτίδης - Εν Ναυπλίω 29 Αύγουστου 1834 - Διευθύνεται προς την Ι. Σύνοδον …..»

Εν συνεχεία, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στέλνοντας στην επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Αρχή την υπ’ αρ. 1635. 1646/832 του 1834 αναφορά της, σημείωσε τα εξής: «Επί της υπ' αρ. 1758 διευθύνσεως περί του προσφυγόντος εις την Ελλάδα πρώην Επισκόπου Νύσσης. - Κατά συνέπειαν της υπ' αρ. 1758 διευθύνσεως της Βασιλικής ταύτης Γραμματείας, η Σύνοδος έλαβεν υπ’ όψιν την αναφοράν του Επισκόπου Σκοπέλου, επισυναπτομένην εις την αναφοράν του Νομάρχου Ευβοίας, περί του προσφυγόντος εις την Ελλάδα πρώην Επισκόπου Νύσσης. Αλλ' επειδή περί τούτου έλαβε και ή Σύνοδος απ' ευθείας αναφορά του Επισκόπου Σκοπέλου, διέταξε τον ίδιον τον Επίσκοπον Σκοπέλου εις την ενέργειαν αυτών, επιστρέφει τα προς αυτήν παρά της Βασιλικής ταύτης Γραμματείας διευθυνθέντα έγγραφα. Τ.Σ. Τα μέλη ….»

Στις 6 Οκτωβρίου του 1842, κατά την κοίμηση του τελευταίου Επισκόπου Σκιάθου και Σκοπέλου Ευγενίου, στην κηδεία πρέπει να ήταν παρών και ο πρώην Επίσκοπος Νύσσης Ιωσήφ, ο οποίος διορίστηκε, από τον Αρχιεπίσκοπο Ευβοίας Νεόφυτο, Επισκοπικός Επίτροπος, (ο πρώτος, από της υπαγωγής των νήσων των Βορείων Σποράδων στην Επισκοπή Ευβοίας).

Το 1846 ο Ιωσήφ, κατόπιν, ασφαλώς, εντολής της Ι. Συνόδου και του Επισκόπου Ευβοίας Νεοφύτου, τέλεσε τα εγκαίνια του νέου Ιερού Ναού των Τριών Ιεραρχών της Σκιάθου.

Όταν διορίστηκε, από την Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους, επίτροπος στο μετόχι της Παναγίας Φανερωμένης ο αδελφός του Ιωσήφ, Αθανάσιος Ζαμπέλης και έγινε η ανακαίνιση του καθολικού, συνέδραμε και ο Ιωσήφ.

Όπως προκύπτει από ανέκδοτες καταστάσεις, που βρίσκονται στο Αρχείο της Ι. Μονής Διονυσίου, ο Ιωσήφ Ζαμπέλης προσέφερε ικανές υπηρεσίες, για την ανακαίνιση του μετοχίου της Παναγίας Φανερωμένης στη Σκόπελο. Έτσι, λ.χ., σε ανέκδοτη επιγραφή, που μέχρι σήμερα υπάρχει στην ενοριακή εκκλησία της Παναγίας της Φανερωμένης της Χώρας της Σκοπέλου και η οποία βρίσκεται πάνω από την κτητορική, στην κύρια είσοδο του ναού, αναφέρονται τα εξής: «ΕΠΕΣΚΕΥΑΣΘΗ ΔΙ ΕΞΟΛΩΝ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ TE ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ ΙΩΣΗΦ ΝΥΣΣΗΣ ΔΙ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΥ ΑΥΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΖΑΜΠΕΛΗ. 1850».

Στις 22 Ιανουαρίου του 1850 ο Ιωσήφ εκοιμήθη, σε ηλικία περίπου 76 ετών. Ή επιτύμβια πλάκα σώζεται μέχρι σήμερα, στο Ιερό Βήμα της Φανερωμένης, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, φέροντας την εξής επιγραφή: «Ενθάδε κείται Ιωσήφ πρώην Νύσσης - ήλθε παροικών εν τη νήσω της Σκοπέλου - νυν δε κάτοικος γέγονεν αιωνίως – η δε πατρίς του εκ της νήσου της Σικίνου - ζήσας επί γης.... - εν μηνί Ιανουαρίω 1850».

Τέλος, στη Βιβλιοθήκη της Ι. Μονής Φανερωμένης σώζεται μια σειρά Μηναίων, στα οποία υπάρχει η ακόλουθη σημείωση: «Αφιερούνται τα δώδεκα Μηναία εις τον ναόν της Φανερωμένης – παρά του Μακαρία τη λήξει πρόην (sic) Νύσσης Ιωσήφ - εις μνημόσυνον αυτού. - και εκοιμήθη εν αυτώ την 22 Ιανουαρίου 1850».

Επιστρέφω, όμως, «εις τα καθ’ ημάς»:

Στο δυτικό υπόστεγο («βόλτα», «χαγιάτι») του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου, στην Ελευθερούπολη του Δήμου Παγγαίου, υπάρχει ένα κενοτάφιο, καλυμμένο με λευκό μάρμαρο, το οποίο φέρει την επιγραφή: "ΕΝΤΑΥΘΑ ΕΚΕΙΤΟ Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΟΥ 1821 ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΙΩΣΗΦ" και το οποίο βλέπετε στις τρεις πρώτες φωτογραφίες.

Σύμφωνα με πληροφορίες του μέχρι πρότινος εφημερίου του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ελευθερουπόλεως, π. Κοσμά Θασίτη, τις οποίες, προφανώς, αυτός είχε από παλαιότερους εφημερίους του Ναού, μέσα στο κενοτάφιο υπήρχε άλλοτε η μικρή λειψανοθήκη από βελούδο, με κέντημα από μετάξι, (την βλέπετε στις τρεις τελευταίες φωτογραφίες), που κατασκευάστηκε από σπαράγματα άλλου, μεγαλύτερου έργου, την βλέπετε στην φωτογραφία και η οποία περιείχε λίγα οστά του Επισκόπου Ιωσήφ, στην διάρκεια, όμως, της φοβερής, βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας, κατά τα έτη 1916-1918, οι Βούλγαροι κατακτητές πήραν τα οστά του επισκόπου από τη μικρή λειψανοθήκη και τα εξαφάνισαν, αφήνοντας κενή την ταπεινή λειψανοθήκη, μέσα στο ταφικό μνημείο, προφανώς γιατί ήταν άνευ αξίας, η οποία, μέχρι σήμερα, βρίσκεται στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου. Αμέσως, όμως, γεννιέται το ερώτημα: Εφόσον, αποδεδειγμένα, ο μακαριστός επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Ιωσήφ κοιμήθηκε και θάφτηκε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης της Σκοπέλου, ποιος μετέφερε τα λιγοστά οστά του στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου της Ελευθερούπολης και τα τοποθέτησε στο ταφικό μνημείο που, προφανώς, κατασκεύασε για το σκοπό αυτόν και το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα; Πιθανολογώ ότι η απάντηση είναι η εξής: Από την 17η Ιουλίου του 1875 έως την 2α Σεπτεμβρίου του 1885, την Επισκοπή Ελευθερουπόλεως ποίμανε ο Επίσκοπος Διονύσιος Α’ ο από Ερυθρών. Αυτός καταγόταν από τη Σκόπελο, όπου, δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν την τοποθέτησή του στην ιστορική μας Επισκοπή Ελευθερουπόλεως, είχε κοιμηθεί και ταφεί ο Επίσκοπος Ιωσήφ. Είναι, πράγματι, πολύ πιθανό, ο Διονύσιος ο Α’ να ήταν αυτός που κατασκεύασε το σεπτό μνημείο, στο δυτικό υπόστεγο του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ελευθερουπόλεως, στο οποίο μετέφερε και τοποθέτησε, για ευλογία, λίγα οστά του κοιμηθέντος προκατόχου του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Το ιστορικό υλικό, που περιέλαβα στο μικρό αυτό πόνημά μου, το έλαβα κυρίως από το έργο του πατρός Κωνσταντίνου Καλλιανού «Συμβολή στην ιστορία των Μητροπόλεων Εφέσου και Νύσσης κατά τον 19ο αιώνα, 2011), καθώς και από το έργο του Αιμιλίου Μαυρουδή «Η Ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως».

Ελευθερούπολη, 4 Ιουνίου 2021