ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ (ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΣΑΡΚΙΟΪ) ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Το Σαββατοκύριακο από 17-19 Δεκεμβρίου του 2010 ο ακούραστος ερευνητής της ιστορίας της Ανατολικής Θράκης και σημερινός Πρόεδρος της Θρακικής Εστίας Καβάλας, Νίκος Τσουμπάκης, γύρισε από τις αλησμόνητες πατρίδες μεταφέροντας ένα πολύτιμο δώρο στις αποσκευές του. Τις φωτογραφίες δύο επιγραφών, που τις κράτησε με αγάπη στα σπλάχνα της η θρακική γη και οι οποίες αποκαλύφθηκαν πρόσφατα στην Περίσταση των Γανοχώρων της Ανατολικής Θράκης, (σημερινό Sarkoy – Σάρκιοϊ της Τουρκίας), κατά την κατασκευή δημοτικών έργων.
Το Σαββατοκύριακο από 17-19 Δεκεμβρίου του 2010 ο ακούραστος ερευνητής της ιστορίας της Ανατολικής Θράκης και σημερινός Πρόεδρος της Θρακικής Εστίας Καβάλας, Νίκος Τσουμπάκης, γύρισε από τις αλησμόνητες πατρίδες μεταφέροντας ένα πολύτιμο δώρο στις αποσκευές του. Τις φωτογραφίες δύο επιγραφών, που τις κράτησε με αγάπη στα σπλάχνα της η θρακική γη και οι οποίες αποκαλύφθηκαν πρόσφατα στην Περίσταση των Γανοχώρων της Ανατολικής Θράκης, (σημερινό Sarkoy – Σάρκιοϊ της Τουρκίας), κατά την κατασκευή δημοτικών έργων.
Πριν όμως από την περιγραφή των δύο επιγραφών, θα
ήταν σκόπιμο να λεχθούν λίγα λόγια γι’ αυτή την αλησμόνητη, ελληνική πατρίδα
των παραλίων της Προποντίδας. Η Περίσταση ήταν μια κωμόπολη από ένα σύμπλεγμα
ελληνικών κυρίως χωριών, που ονομάζονταν συνοπτικά «Γανόχωρα». Βρίσκεται σε
απόσταση 45 χιλιομέτρων βορειοανατολικά από την Καλλίπολη και 53 χιλιομέτρων
νοτιοδυτικά από τη Ραιδεστό, στην ευρωπαϊκή ακτή της Προποντίδας κι είναι κτισμένη
σε ωραία, κατάφυτη τοποθεσία, στους πρόποδες του όρους Κουρού – νταγ.
Η Περίσταση έχει μια μακραίωνη ιστορία, με την
ίδρυσή της ν’ ανάγεται στους Ίωνες των παραλίων της Μικράς Ασίας, των οποίων
υπήρξε αποικία, σύμφωνα με τον Στράβωνα, (1ος αιώνας μ.Χ.), ίσως
όμως και παλιότερα, αφού μια τοπική παράδοση αποδίδει το αρχαίο όνομά της,
«Τειρίστασις» ή «Τιρίστασις» στον Τήρηνα, βασιλιά των Οδρυσσών Θρακών, που
βασίλεψε από τον Έβρο μέχρι τα παράλια της Προποντίδας από το 515 ως το 455
π.Χ. Ήδη πριν το 500 π.Χ. την μνημόνευσε ο Σκύρακος ο Καρυανδεύς, ενώ στη
διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’ καταλήφθηκε απ’
αυτόν. Στα χέρια των Οθωμανών περιήλθε το 1356, όταν την κατέκτησε ο Γαζή
Σουλεϊμάν και την ονόμασε αρχικά Sehirkoy
και αργότερα Sarkoy,
όπως ονομάζεται μέχρι σήμερα.
Η σημερινή Περίσταση βρίσκεται σε παραλιακή θέση,
ενώ η αρχαία βρισκόταν 500 μέτρα βορειότερα, στον σημερινό λόφο «Σαρή Μπαϊρ».
Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών στα 1922 η
Περίσταση ήταν μια ελληνική, κατά το μέγιστο μέρος της, κωμόπολη, χωρισμένη σε 4 συνοικίες, του Άϊ Γιάννη, της
Παναγίας, του Άϊ Νικόλα και του Τζαμιού, από τις οποίες οι τρεις πρώτες, που
ήταν οι ελληνικές, ήταν χτισμένες κοντά στη θάλασσα και μόνο η τέταρτη, που
κατοικούνταν από μουσουλμάνους, ήταν κτισμένη μακριά της.
Οι ναοί της Περίστασης ήταν αυτοί που έδωσαν τα
ονόματα στις τρεις συνοικίες της κι είχαν ανεγερθεί όλοι στη δεκαετία
1830-1840.
Η κωμόπολη δοκιμάστηκε
επανειλημμένα από πυρκαγιές, οι πιο πρόσφατες από τις οποίες συνέβησαν την 1η
Αυγούστου του 1860, την 15η Ιουλίου του 1896, την 25η
Ιανουαρίου του 1876 και κύρια το 1917, (αφού είχε προηγηθεί ο καταστροφικός
σεισμός του Ιουλίου του 1912, που είχε καταστρέψει το μέγιστο μέρος όλων των
Γανοχώρων, συμπεριλαμβανομένων και τω ναών τους). Έτσι, η κωμόπολη δεν
προλάβαινε να μετρά τις πληγές της, μέχρις ότου της έλαχε η μεγαλύτερη πληγή,
αυτή της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1922 και της αναγκαστικής μετοίκησης των
Ελλήνων κατοίκων της στην Ελλάδα.
Μετά από την απαραίτητη αυτή εισαγωγή επανερχόμαστε
στις επιγραφές μας, η πρώτη από τις οποία είναι γραμμένη με κεφαλαία, ελληνικά
γράμματα, στην στενή, εμπρόσθια επιφάνεια μιας πολύ μεγάλης, μαρμάρινης πλάκας,
η οποία, πριν την Καταστροφή, αποτελούσε, προφανώς τον ανώφλιο λίθο της
κεντρικής εισόδου ενός από τους Ναούς της Περιστάσεως, κατά τρόπον ώστε ο
εισερχόμενος στο Ναό να διαβάζει την επιγραφή, που έχει το εξής περιεχόμενο:
ΟΥΤΟΣ Ο ΝΑΟΣ ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΘΗ ΠΑΡΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ
ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΝΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ 1918 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 20
Κύριο ζήτημα προς διερεύνηση είναι, ποιος ήταν ο
αρχιερεύς Νεόφυτος ο Περιστασινός, δηλαδή ο καταγόμενος από την Περίσταση, ο
οποίος, στις 20 Νοεμβρίου του 1918 έτους εγκαινίασε το Ναό στον οποίο βρισκόταν
η επιγραφή.
Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος αρχιερέας είχε αυτό
τον τίτλο κατά το έτος 1918, οπότε εγκαινίασε τον άγνωστο Ναό της Περιστάσεως, και,
συνάμα, αποκαλείται «Περιστασινός», μας οδηγεί, μετά από έρευνα, στο πρόσωπο
του Νεοφύτου Λαμπαδαρίου, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Στέρνα, χωριό των
Γανοχώρων γειτονικό προς την Περίσταση και μετά το πέρας των εγκυκλίων σπουδών
του στην ιδιαίτερη πατρίδα του φοίτησε στη μεγάλη του Γένους Σχολή, στην
Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού μας
Πανεπιστημίου. Την 1η Μαρτίου του 1912 ο Νεόφυτος εκλέχτηκε βοηθός
του μητροπολίτη Δέρκων κι έλαβε τότε τον τίτλο του επισκόπου Τρωάδος, τον οποίο
διατήρησε μέχρι τον θάνατό του, στις 9 Μαρτίου του 1924.
Το δεύτερο ζήτημα προς διερεύνηση, που προκύπτει από
τη μελέτη της επιγραφής, είναι, ποιος ήταν ο Ναός στην Περίσταση, τον οποίο
εγκαινίασε ο επίσκοπος Τρωάδος Νεόφυτος. Επρόκειτο, μήπως, για έναν από τους
τρεις κύριους Ναούς της, ο οποίος, ενδεχομένως, είχε ανεγερθεί μετά την
κατάρρευση προηγούμενου ναού, στο μεγάλο σεισμό των Γανοχώρων, που είχε συμβεί
στις 27 Ιουλίου του 1912 ή, ακόμη πιθανότερα, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του έτους
1917, που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της Περιστάσεως; Μήπως ήταν κάποιος
από τους δύο μικρότερους ναούς της Παναγίας του Κύκκου και του Αγίου Ιωάννη του
Μικρού; Ο υπογράφων δεν έχει έτοιμη κάποια ασφαλή απάντηση, όπως δεν έχει
τέτοια απάντηση και στο ερώτημα, γιατί το Ναό αυτόν εγκαινίασε ο ανωτέρω
επίσκοπος και όχι ο τότε Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Σωφρόνιος
Σταμούλης (1917-1923) ή έστω, γιατί στην κτητορική επιγραφή που μελετούμε δεν αναγράφηκε
το όνομα του τελευταίου.
Πόσους ιστορικούς προβληματισμούς δεν γεννά,
αλήθεια, ένα απλό θραύσμα μιας επιγραφής και πόσα κίνητρα δεν παρέχει στην
ιστορική έρευνα!
Η δεύτερη από τις επιγραφές είναι μια ωραία
επιγραφή, γραμμένη με καλλιγραφικά γράμματα, στην αρχαία, αττική διάλεκτο και
σε ποιητικό ύφος, πάνω στην εμπρόσθια, πλατιά επιφάνεια ενός πολύ ωραίου
κομματιού από μάρμαρο, που κοσμείται από μια ανάγλυφη, μητροπολιτική μίτρα κι
έχει το εξής περιεχόμενο:
Τί ωθ’ έστηκας τεθηκώς,
ερεύνων, ήδέ μεταλλών,
Τύμβος εμμί, ώ ξείνε
Ιωακείμ του Αρχιθύτου,
Πρώτω μεν θώκω Βοδινών
Συνοδική εγκρίσει
Δευτέρου δ’ είτα
Ικονίου, γαίης λυκαονίης.
Πρόκειται, προφανώς,
για τον επιτύμβιο λίθο του τάφου του προσώπου στο οποίο αναφέρεται και η
απόδοσή της στη νεοελληνική γλώσσα είναι η ακόλουθη, σ’ ελεύθερη μετάφραση, για
την οποία ευχαριστώ τον φίλο αρχαιολόγο Νίκο Ζήκο:
Τι λοιπόν στάθηκες εδώ,
σαστισμένος, ερευνώντας και ψάχνοντας διεξοδικά;
Ο τάφος είμαι, ξένε,
του Ιωακείμ του Αρχιθύτου (Αρχιερέως),
Πρώτα των Βοδενών (Εδέσσης)
με έγκριση της Συνόδου
και μετά του Ικονίου, που
βρίσκεται στη γη της Λυκαονίας.
Εδώ έχουμε ένα ακόμη
τέκνο της Περίστασης, τον Ιωακείμ, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1832 εκλέχτηκε
μητροπολίτης Βοδενών (Έδεσσας) και την 8η Ιανουαρίου του 1840 προήχθη
στη μητρόπολη Ικονίου, την οποία ποίμανε μέχρι τα μέσα του έτους 1846, οπότε
παύθηκε κι επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό
του, (21 Νοεμβρίου 1854).
Ιδιαίτερα εύηχη, αλλά
κι εύστοχα επιλεγμένη είναι η λέξη «Αρχιθύτης» στην δεύτερη αυτή επιγραφή.
Θύτης είναι μεν ο θυσιάζων, ο θυσιαστής και η λέξη με αυτή την έννοια είναι
γνωστή από την αρχαία, ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία, (όπως από τον Αππιανό,
Ιβηρικά 85, τον Ηρωδιανό κ.’α.), καθώς και από αρχαίες επιγραφές. Η λέξη Αρχιθύτης
χρησιμοποιείται, όμως, εδώ, με την εκκλησιαστική έννοια του ορθόδοξου
Αρχιερέως, ο οποίος τελεί στο ιερό θυσιαστήριο τη θυσία του Υιού και Λόγου του
Θεού. Έτσι, σ’ ένα τόπο όπου επί πολλούς αιώνες οι Αρχιθύται των αρχαίων θεών
θυσίαζαν στα είδωλα, ο Αρχιθύτης της ορθόδοξης, χριστιανικής θρησκείας θύει,
πλέον, στο μόνο, αληθινό θεό. Πόσο ωραία, αλήθεια, κοσμεί τη επιτύμβια στήλη
του Ιωακείμ η συμβολικά χρησιμοποιούμενη αρχαία, αυτή, ελληνική λέξη σ’ ένα
ποιητικό τετράστιχο που μας χάρισε η γη της αλησμόνητης πατρίδας!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαλσαμίδη Πασχάλη, Η
Μητρόπολη Μυριοφύτου και περιστάσεως από τα τέλη του 19ου αιώνα έως
το 1924, έκδοση 1996 – Θεσσαλονίκη.
Γεδεών Μανουήλ, Μνήμη
Γανοχώρων, έκδοση 1913 - Κωνσταντινούπολη.
H.
Liddel
– R.
Scott,
Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, λέξη «θύτης».
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ