Σάββατο 2 Ιουλίου 2022


ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΥΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΝΑΟΥΣ, ΣΕ ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ, ΤΗΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ


Το κείμενο που ακολουθεί είναι του Χαράλαμπου Μπακιρτζή, σπουδαίου αρχαιολόγου και τέως Εφόρου της ΙΒ’ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που δημοσιεύτηκε στο «Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και Θράκη, 2 (1988)».

Ένα ακόμη, πολύ ενδιαφέρον κείμενο, για τον ίδιο ναό, της αρχαιολόγου και φίλης, Σοφία ενόψει του Α’ συνεδρίου τοπικής ιστορίας του Δλημου Παγγαίου»ς Δουκατά, με τίτλο «Βασιλική 1500 ετών βρέθηκε στο Παγγαίο», μπορείτε να βρείτε στο τεύχος του έτους 1989 του περιοδικού «Μακεδονική Ζωή».

Από τις φωτογραφίες, οι πέντε πρώτες είναι από το άρθρο που ακολουθεί, στο οποίο ο συγγραφέας παραπέμπει σ’ αυτές, ενώ οι υπόλοιπες είναι δικές μου και τις τράβηξα μετά από καθαρισμό του ναού από τον Δήμο Παγγαίου, που έλαβε χώρα ενόψει του Α’ Συνεδρίου τοπικής ιστορίας του εν λόγω Δήμου.

ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΣΤΑ ΚΗΠΙΑ ΤΟΤ ΠΑΓΓΑΙΟΥ

Ερείπια άγνωστης μέχρι σήμερα παλαιοχριστιανικής βασιλικής αποκαλύφτηκαν το 1987 και η έρευνά τους συνεχίστηκε με δαπάνη της Νομαρχίας Καβάλας το 1988 ΝΑ της Κοινότητας Κηπιών, στις νότιες υπώρειες του Παγγαίου. Αφορμή στην έρευνα έδωσε λαθρανασκαφή με σκαπτικό μηχάνημα για ανεύρεση θησαυρού, η οποία και κατάστρεψε έως τη βάση του θεμελίου το νότιο τμήμα της εκκλησίας. (Σχ. 1-2, Εικ. 1-2). (ΑΔ 1987 (προσεχώς). Για τη θέση της παλαιοχριστιανικής αυτής βασιλικής μέσα στην Πιερίδα κοιλάδα και τη σχέση της με τη λεγομένη «Κάτω οδόν», την παρακείμενη πηγή γνωστή με το όνομα «Το νερό της εκκλησίας» ή «Καϊνάρτζα» και τα ερείπια ιερού Ήρωος Αυλωνίτου βλ. X. Μπακιρτζής, Δύο παλαιοχριστιανικές επιγραφές από τα Κηπιά Παγγαίου, Τιμητικός τόμος Καθηγητή Κων. Βαβούσκου, (υπό έκδοση).

Η βασιλική έχει μήκος 24,70 μ. και πλάτος 17 μ. Μολονότι η δυτική πλευρά της δεν έχει ακόμη ανασκαφεί, φαίνεται ότι δεν υπήρχε αίθριο αλλά εξωνάρθηκας, εν είδει υποστέγου, στη ΝΔ γωνία του οποίου οδηγούσε λιθόστρωτος δρόμος, ερχόμενος από δυσμάς. Στο νάρθηκα οδηγούσε μία είσοδος στο βόρειο τμήμα της δυτικής πλευράς και δεύτερη στη βόρεια, στενή πλευρά. Δεν είναι γνωστό εάν αντίστοιχες είσοδοι υπήρχαν στο νότιο καταστρεμμένο τμήμα του νάρθηκα.

Κάτω από το δάπεδο του νάρθηκα βρέθηκαν εννέα κιβωτιόσχημοι, κατασκευα­σμένοι με πλάκες μαρμάρινες, τάφοι, από τους οποίους δύο, μπροστά στην είσοδο προς τον κυρίως ναό, έφεραν επιτύμβιες επιγραφές:

A. + Κοιμιτίριον τού

θεοφιλ(εστάτου) Βασιλίου πρ(εσ)β(υτέρου)


Β. + Κοιμητήριον

τού θε<ι>οφ(ι)λ(εστάτου) Στε

φάνου πρ(ε)σβ(υτέρου) δσ

τις έπ<ε>ιβουλεύ

σει δόσι λόγον

Θ(ε)ω όδε κ(αί) έν ήμέρα

κρίσεος|

Στο νάρθηκα υπάρχει ασυνήθιστα πλατύ θρανίο (Εικ. 3), κτιστό με σπασμένα κεραμίδια στέγης, όλα ιδίου τύπου, ανάμεσα στα οποία βρέθηκαν και κομμάτια μαρμάρινων κιονίσκων τέμπλου. Συνεπώς υποθέτει κανείς ότι το θρανίο ιδρύθηκε σε δεύτερη περίοδο λειτουργίας της βασιλικής, μετά την κατάρρευση της στέγης και διά­λυση του μαρμάρινου τέμπλου.

Από τις τρεις εισόδους, που οδηγούσαν από το νάρθηκα στον κυρίως ναό, η μεσαία (πλ. 1,66 μ.), κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας της εκκλησίας, ήταν πλατύτερη (5,50 μ.) και είχε μορφή τριβήλου. Το δάπεδο του μεσαίου κλίτους, όπως βρέθηκε, ανήκει στη δεύτερη περίοδο λειτουργίας της εκκλησίας. Είναι στρωμένο με κομμάτια μαρμάρινων πλακών δαπέδου, θωρακίων και επιτύμβιας παλαιοχριστιανι­κής επιγραφής. Μόνο στο ανατολικό τμήμα της εκκλησίας διατηρήθηκαν τμήματα της προσεγμένης πλάκωσης της πρώτης περιόδου, όπως και το ημικυκλικό σύνθρονο στην κόγχη του Ιερού Βήματος.

Τρίτος, με επιτύμβια επιγραφή στη θέση της, κιβωτιόσχημος τάφος βρέθηκε στο κεντρικό κλίτος, μπροστά στη δυτική είσοδο:

+ Κοιμητήριον τού

θεοφιλ(εστάτου) Πέτρου πρ(εσ)β(υτέρου)

όστις έπ<ε>ιβου

λεύσ<ετ>ει έτερον θόσει δόσι λό

γον το Θ(ε)ώ όδε κ(αί) έν ήμέρα κρίσεος|

Στη ΝΔ γωνία του κεντρικού κλίτους βρέθηκε κιβωτιόσχημος με κτιστά τοιχώματα τάφος, του οποίου μόνον το κάτω τμήμα διέφυγε της καταστροφής του σκαπτικού μηχανήματος (Εικ. 4). Στο δάπεδο του τάφου αυτού βρέθηκαν τρεις σιδερένιοι σταυροί, από τους οποίους οι δύο ήσαν τοποθετημένοι δίπλα στο κεφάλι του νεκρού και ο τρίτος πακτωμένος στο κονίαμα του δυτικού στενού τοιχώματος του τάφου.

Κανένας κορμός κίονα από τις κιονοστοιχίες δε βρέθηκε στην ανασκαφή2. Στη θέση της βόρειας κιονοστοιχίας βρέθηκε συνεχής τοίχος, με δύο ανοίγματα προς το βόρειο κλίτος, ένα στο ανατολικό άκρο και δεύτερο στο μέσο του τοίχου, το οποίο και σύντομα φράχτηκε με όμοια τοιχοποιία. Ανάλογος τοίχος πιστεύω ότι είχε αντι­καταστήσει και τη νότια κιονοστοιχία.

Το βόρειο κλίτος φέρει πλινθόστρωτο δάπεδο και κατά μήκος του βόρειου, δυτικού και ανατολικού τοίχου κτιστό έδρανο (Εικ. 5). Ο εξωτερικός τοίχος στη ΒΑ γωνία παρουσιάζει δύο μεγάλες ρωγμές, ανάμεσα στις οποίες η τοιχοποιία είναι διαφορετική. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η ΒΑ γωνία της εκκλησίας είχε κάποτε καταστραφεί.

Συνεπώς βλέπουμε ότι η πρώτη περίοδος λειτουργίας της παλαιοχριστιανικής βασιλικής τελείωσε με κατάρρευση όχι μόνο της στέγης και του τέμπλου, αλλά και των κιονοστοιχιών και του τριβήλου και της ΒΑ γωνίας του οικοδομήματος. Τέτοιας έκτασης καταστροφή μόνον από σεισμό μπορούσε να είχε προκληθεί. Παρόμοια φαινόμενα καταστροφής των κτιρίων έχουν παρατηρηθεί και στους Φιλίππους και στη Θάσο, όπου μάλιστα χρονολογήθηκαν στα 575. (Fr. Blonde - A. Muller · D. Mulliez, RA 1987, 1, 38-9. X. Μπακιρτζής, Η ημέρα μετά την κατα­στροφή στους Φιλίππους, Πρακτικά Α' Διεθνούς Συμποσίου «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο», 1989, 695-710).

Κατά τη δεύτερη περίοδο λειτουργίας η βασιλική στα Κηπιά σχεδόν ξανακτί­στηκε: οι κιονοστοιχίες και το τρίβηλο αντικαταστάθηκαν με τοίχους, το ρήγμα της ΒΑ γωνίας επιδιορθώθηκε, καινούργια στέγη κατασκευάστηκε και η λειτουργία της εκκλησίας περιορίστηκε στο μεσαίο μόνον κλίτος, του οποίου το δάπεδο επιστρώθηκε με διάφορα κομμάτια μαρμάρινων πλακών, ενώ ο νάρθηκας και τα πλάγια κλίτη χρησιμοποιήθηκαν ως στεγασμένοι βοηθητικοί χώροι.

Είναι φανερό ότι οι συνθήκες, που επικρατούσαν μετά μια τέτοια καταστροφή, κατά τη δεύτερη περίοδο λειτουργίας της εκκλησίας, ήσαν διαφορετικές, με κύριο χαρακτηριστικό τη χρήση σπολίων. Οι μαρμάρινοι κίονες, ακέραιοι ή σε κομμάτια, μεταφέρθηκαν αλλού, για να χρησιμοποιηθούν και μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη χρησίμευσαν ως οικοδομικό υλικό στους νέους τοίχους της εκκλησίας. Επάνω στο κατασκευασμένο με σπόλια δάπεδό της και κάτω από τα κεραμίδια της πεσμένης στέγης βρέθηκαν μαζί όστρακα τυπικής παλαιοχριστιανικής κεραμικής (Εικ. 7α) και όστρακα χειροποίητων (Εικ. 7β) ή στημένων σε αργό χειροκίνητο τροχό αγγείων από ακάθαρτο πηλό. Και τα μεν πρώτα ανήκουν σε αγγεία μεγάλου σχήματος παρα­δοσιακής προηγμένης τεχνολογίας, ενώ τα δεύτερα είναι μικρά και εύκολα στην κατα­σκευή τους μαγειρικά σκεύη (τσουκάλια) καθημερινής χρήσης, ντόπιας πιθανότατα παραγωγής. Το φαινόμενο συνύπαρξης τεχνολογικά προηγμένης και καθυστερημέ­νης κεραμικής δεν είναι μοναδικό αλλά ευρέως διαδεδομένο, όπως προκύπτει από νεότερα ανασκαφικά ευρήματα στην Καρυούπολη Πελοποννήσου, στη γιουγκοσλαβι­κή περιοχή του Δούναβη και στο Λιμένα της Θάσου κάτω από χρονολογημένο στρώμα καταστροφής στα 619. Την καταστροφή αυτή του Λιμένα απέδωσα σε νέα περίοδο σεισμών στα 615-620, (X. Μπακιρτζής, Τι συνέβη στη Θάσο στις αρχές του 7ου αι.; Τρίτο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, 1983, Περιλήψεις ανακοινώσεων, 58, Φίλια Έπη εις Γ. Ε. Μυλωνά, Γ', 1989, 339-341), οι οποίοι πιστεύω ότι ήταν η αιτία της οριστικής καταστροφής των παλαιοχριστιανικών κτιρίων στους Φιλίππους αλλά και της εκ νέου καταστροφής της εκκλησίας στα Κηπιά του Παγγαίου.

Δε γνωρίζουμε το μέγεθος της νέας καταστροφής της εκκλησίας, οπωσδήποτε όμως η στέγη θα είχε καταρρεύσει, γιατί, ενώ οι τοίχοι της μέχρι ένα σημείο ήταν ακόμη όρθιοι, κτίστηκε στη θέση του ιερού βήματος ναύδριο, διαστ. 5,50x3,70 μ., οι τοίχοι του οποίου πατούν απ’ ευθείας στο παλαιοχριστιανικό πλακόστρωτο δάπεδο και είναι πολύ πρόχειρα κτισμένοι, με οικοδομικά υλικά και σπόλια από τη βασιλική και σκέτη λάσπη ως συνδετικό κονίαμα (Εικ. 6). Στη θέση του εγκαινίου της βασιλι­κής υπάρχει φυτεμένο κομμάτι μαρμάρινου κορμού κίονα, που χρησίμευε ως υποστή­ριγμα της Αγίας Τράπεζας του ναϋδρίου, η οποία ήταν παλαιοχριστιανικό ιωνίζον σύνθετο κιονόκρανο, ανεστραμμένο.

Παρόμοια ναύδρια, που μαρτυρούν συνέχιση της χριστιανικής λατρείας στους χώρους των παλαιοχριστιανικών εκκλησιών, έχουν αποκαλυφτεί και άλλα στην περιοχή, όπως στη βασιλική Ποδοχωρίου, δυτικά των Κηπιών στην Πιερίδα κοιλάδα, στην εκτός των τειχών κοιμητηριακή βασιλική των Φιλίππων, στο Οκτάγωνο των Φιλίππων και στις βασιλικές Εβραιοκάστρου και Αγίου Αντωνίου στη Θάσο.

Επειδή κεραμική από ακάθαρτο πηλό αργού χειροκίνητου τροχού βρέθηκε και κάτω και πάνω από το στρώμα των πεσμένων κεραμιδιών της στέγης, ήταν δηλαδή σε χρήση και αμέσως πριν και αμέσως μετά την καταστροφή της εκκλησίας, πιστεύω ότι η ανέγερση του ναϋδρίου δεν απέχει χρονικά από την καταστροφή του 615-620.

Συνεπώς, στην επίχωση γύρω από το ναύδριο βρέθηκαν:

α) όστρακα από τσουκάλια χωρίς λαβές με κοφτό επίπεδο πάτο από ακάθαρτο πηλό κατασκευασμένα σε αργό χειροκίνητο τροχό με εγχάρακτη ενίοτε διακόσμηση (Εικ. 7γ).

β) όστρακα από τσουκάλια ίδιου τύπου από καθαρότερο πηλό, κατασκευασμένα σε γρήγορο ποδοκίνητο τροχό (Εικ. 7δ).

γ) όστρακα από τσουκάλια με κοφτό πάτο, μία λαβή και λεπτά τοιχώματα προηγμένης τεχνολογίας, που μπορούν να χρονολογηθούν έως το τέλος της δυνα­στείας των Μακεδόνων (Εικ. 7ε).

Η απουσία εφυαλωμένης κεραμικής, η οποία από τον 9ο/10ο αι. παρουσιάζει ιδιαίτερη διάδοση και έχει βρεθεί στους Φιλίππους, είναι ενδεικτική ότι η λειτουργία του ναϋδρίου δε διάρκεσε πολύ πέρα από την περίοδο αυτή.


Καβάλα,                                                                                             Χαράλαμπος Μπακιρτζής

Εφορεία Βυζαντινών αρχαιοτήτων