Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023



ΜΟΥΣΘΕΝΗ. ΕΝΑΣ ΠΑΝΑΡΧΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ, ΣΤΟΥΣ ΝΟΤΙΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ – ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΚΟΥΝΑΡΓΑ (KUNARGA HAN)

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ:

Η παρουσία της Μουσθένης στην ιστορία του Παγγαίου όρους συνεχίστηκε και στην βυζαντινή και την οθωμανική περίοδο, όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας στον ίδιο τον οικισμό της και στην γύρω απ’ αυτόν περιοχή.

Σύμφωνα με την καταγόμενη από τη Μουσθένη αρχαιολόγο και αγαπητή φίλη, Δημητρία Μαλαμίδου, το κάστρο στην τοποθεσία «Τσάλη», ανατολικά της Μουσθένης, υπήρχε μάλλον από τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια (4ο-5ο αιώνα μ.Χ.), οπότε εμφανίστηκαν στο Παγγαίο, όπως και σε όλα τα βουνά της Μακεδονίας, τειχισμένοι οικισμοί-φρούρια, που αποτελούσαν καταφύγια του πληθυσμού σε περιόδους ανασφάλειας, με την έναρξη των βαρβαρικών επιδρομών και έλεγχαν επίσης τα περάσματα, σε φυσικές διαβάσεις. Το κάστρο αυτό εξακολούθησε να κατοικείται στα παλαιοχριστιανικά χρόνια (5ο - 6ο αι. μ.Χ.), όπως μαρτυρούν και τα λιγοστά ερείπια μιας εκκλησίας, που σώζονται μέσα σ’ αυτό.

Μια αρχαία λατρεία, της οποίας η παλαιότητα και η αδιάλειπτη τέλεσή της, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μαρτυρείται στο σπήλαιο «της Παναγιάς οι τρύπες» της Μουσθένης. Πρόκειται για ένα ευρύχωρο σπήλαιο, στα όρια του χωριού και σε απόσταση αναπνοής από την ακρόπολη του θρακικού πολίσματος «Πέργαμον», με μεγάλο χώρο μπροστά στις εισόδους του, όπου, προφανώς, τελούνταν κατά την αρχαιότητα λατρευτικές τελετουργίες. Στο εσωτερικό του σπηλαίου αυτού οι γηγενείς κάτοικοι του χωριού έχουν τοποθετημένα, άγνωστο από πόσους αιώνες πριν, τα δείγματα της χριστιανικής τους πίστης, όπως εικόνες, κύρια της Παναγίας, αλλά και διαφόρων Αγίων, καμένα (άγνωστο γιατί) εκκλησιαστικά βιβλία, όλα τοποθετημένα ανάμεσα στις σχισμές των βράχων κλπ. Είναι προφανές ότι η ανάμνηση μιας αρχαίας λατρείας στο σπήλαιο αυτό, που την ασκούσαν οι Θράκες κάτοικοι του πολίσματος του γειτονικού Περγάμου, διασώθηκε από τους κατοίκους του πανάρχαιου, ελληνικού χωριού, οι οποίοι την αντικατέστησαν, όπως ήταν φυσικό, για λόγους θρησκευτικού συγκρητισμού και, ίσως, προκειμένου να καθαγιάσουν τον άλλοτε ειδωλολατρικό χώρο, με μια χριστιανική λατρεία, η οποία, όμως, λόγω του ασυνήθους, ακριβώς, του χώρου, στον οποίο αδιάλειπτα μέχρι τις ημέρες μας ασκείται, προδίδει την αρχαιότητα της καταγωγής της.

Στη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, πλην της Χρυσοπόλεως, έδρας μιας επισκοπής της Μητροπόλεως Φιλίππων, που βρισκόταν κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, το μεγαλύτερο μέρος της Πιερίας Κοιλάδας και του γειτονικού Συμβόλου όρους ήταν διαιρεμένο σε μεγάλα, αυτοκρατορικά ή μοναστηριακά κτήματα.

Στην δεκαετία του 1990, ένα σπουδαίο, συλλογικό έργο, με τον γενικό τίτλο «ARCHIVES DE L’ ATHOS» (ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΘΩ), είδε το φως της δημοσιότητας. Μια πλειάδα σπουδαίων ιστορικών και αρχαιολόγων, με σημαντική, ελληνική συμμετοχή, δημοσίευσε και σχολίασε πλήθος χειρογράφων και άλλων εγγράφων, που υπάρχουν φυλαγμένα στις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και τα κείμενα, με τον σχολιασμό τους, τα εξέδωσε, χωριστά για κάθε μονή, υπό τον ειδικό τίτλο ACTES (ΠΡΑΞΕΙΣ). Έτσι, υπάρχουν οι ACTES D’ IVIRON, ACTES DE LAVRA κλπ. Σημειώνω, επίσης, ότι τα κείμενα των εγγράφων είναι στην ελληνική γλώσσα, αλλά ο σχολιασμός τους στην γαλλική, καθώς και ότι έχουν πλέον αναρτηθεί όλα στο διαδίκτυο.

Επειδή, λοιπόν, αρκετές από τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους διατηρούσαν, κατά την βυζαντινή εποχή, μετόχια γύρω από το Παγγαίο όρος, στην Πιερία κοιλάδα, στις εκβολές του Στρυμόνα, ενώ, ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο τμήμα του Συμβόλου όρους ανήκε επίσης στις Μονές αυτές, έχουμε την τύχη, στη μνημειακή έκδοση που προανέφερα, να περιλαμβάνονται πολλά έγγραφα, που περιγράφουν εκτάσεις στην περιοχή μας, με πλήθος τοπωνυμίων, με πολλά ονοματεπώνυμα κατοίκων, με τους τόπους καταγωγής τους, με περιγραφή των ναών και των κτημάτων τους, με πλήθος φορολογικών στοιχείων κι όλα αυτά σχολιασμένα επιμελώς και περιγραφόμενα σε σχεδιαγράμματα, που ανταποκρίνονται στα σημερινά, τοπογραφικά δεδομένα.

Από τα κείμενα εκείνα περιορίζομαι ν’ αναφερθώ σ’ ένα έγγραφο του Δεκεμβρίου του έτους 1101, με το οποίο ο αυτοκράτορας Αλέξιος 1ος Κομνηνός επιβεβαίωσε, προς τον «σεβαστό Ιωάννη Κομνηνό», το δικαίωμα της Ιεράς Μονής Ιβήρων, πάνω σε κτήματα της περιοχής του Παγγαίου και του Συμβόλου όρους, που βρίσκονται σήμερα μέσα στα όρια του Δήμου Παγγαίου. Το αυτοκρατορικό αυτό έγγραφο έφθασε ως τις μέρες μας από έγγραφο του έτους 1104, του ίδιου του σεβαστού Ιωάννη Κομνηνού, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο της Μονής Ιβήρων. (Ο σεβαστός Ιωάννης Κομνηνός ήταν θετός γιος του σεβαστοκράτορος Ισαάκ και της Ειρήνης της Αλανίας, ανεψιός του αυτοκράτορα Αλεξίου 1ου Κομνηνού).

Από το έγγραφο αυτό, το οποίο είναι γραμμένο στην τότε καθομιλούμενη, κοινή ελληνική γλώσσα κι έχει δημοσιευθεί και σχολιασθεί στις «ACTES D’ IVIRON II – DU MILIEU DU XIe SIECLE A 1204», αξίζει να παραθέσω τα σημεία του, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εμάς, τους Παγγαιορείτες κι αναφέρονται στο «προάστειον η Δοβροβίκεια», κτήμα της Ιεράς Μονής Ιβήρων, το οποίο βρισκόταν εκεί, όπου βρίσκονται τα ερείπια του χωριού Φτέρη, στην καρδιά του Συμβόλου όρους και ιδιαίτερα το σημείο του εκείνο, στο οποίο αναφέρεται ως κάτοικος του μοναστηριακού χωριού Δοβροβίκεια (μετέπειτα, Φτέρη), ο Μιχαήλ ο Μουστινιανίτης: Εδώ έχουμε, νομίζω, την αρχαιότερη αναφορά του μεγάλου, ελληνικού χωριού Μουσθένη, του Δήμου Παγγαίου, που πριν 900 χρόνια ονομαζόταν, προφανώς, Μουστινιανή:

«Προάστειον ή Δοβροβίκεια» περί του τοιούτου προαστείου ερευνήσαντες, εύρομεν αυτό διαφέρον τη μονή από λιβέλλου, καθώς και το γεγονός σημείωμα παρ' ημών μέσον αυτών τε και τοϋ Βούρτζη διαλαμβάνει, και περιορίσαντες ανεγραψάμεθα και τους εν αυτώ προσκαθημένους παροίκους και παραδεδώκαμεν κατά την θείαν και ανακτορικήν πρόσταξιν. Έχει δε και ο περιορισμός) ούτως' καθώς απάρχεται από της κλεισούρας, εν ώ διαχωρίζονται τα σύνορα του χωρίου Βολοσβιδού, κρατεί προς μεσημβρίαν το καταπόταμον των Θερμών, και έρχεται μέχρι της θαλάσσης, και κάμπτει προς ανατολάς, κρατεί την παραλείαν, και έρχεται έως του Μονολίθου, και κάμπτει προς βορράν διαχωρίζων δεξιά τα σύνορα του κάστρου Αλεκτοροπόλεως, ανέρχεται το αυχένιον κρατών τας κορυφάς των βουνών, και έρχεται έως των πετρών των λεγομένων των Σπηλαίων, και κάμπτει προς δύσιν κρατών διόλου τας κορυφάς των βουνών, και αποδίδει ένθα και ήρξατο. Έσωθεν δε του τοιούτου περιορισμού εκκλησία του μετοχίου επ' όνόματι του Αγίου) Δημητρίου ιδρυμένη, δρομική λιθοπηλόκτιστος δίρρυτος, υπό βήματος ενός, υλογραφική. Και τα εκείσε ευρεθέντα τέσσαρα οικήματα οροφόσκεπα λιθοπηλόκτιστα, αμφότερα υπό αυλής και πυλώνος και ο πλησίον του μετοχίου αμπελών ωσεί μοδίων είκοσιν. Εισί δε και οι εν αυτώ προσκαθήμενοι πάροικοι ούτοι: Γεώργιος ο του επισκόπου μίσθιος, έχει γυναίκα Άνναν, ακτήμων. Κυριακός ο Σιδηρός, έχει γυναίκα Ειρήνην, ζευγαράτος. Νικόλαος του Κοντολέοντος, έχει γυναίκα Ειρήνην, ζευγαράτος). Μιχαήλ ο Μουστινιανίτης, έχει γυναίκα Άνναν, ονικάτος. Δημήτριος ο του επισκόπου, έχει υιόν Θεόδωρον, ακτήμων. Θεόδωρος του Συμεωνίτζη, ονικάτος. Ίακμος του Κοσμά, έχει γυναίκα Βετζέρναν, ζευγαράτος. Δημήτριος ο Ελεσι-ανίτης, έχει γυναίκα Θεοδώραν, ακτήμων. Στανίλας του Κοσμά, έχει γυναίκα Δοβράναν, ζευγαράτος. Μύριλος, έχει υιόν Νικόλαον, ζευγαράτος. Στλαβωτάς, έχει γυναίκα Ρωσίτζαν, υιόν Βασίλειον, ζευγαράτος. Γέρκος του Προδάνου, έχει γυναίκα Στρίελαν, ακτήμων. Δημήτριος του Προδάνου, έχει γυναίκα Μαρίαν, ζευγαράτος. Θεόδωρος του Ακρίτα, έχει γυναίκα Ειρήνην, ζευγαράτος. Δημήτριος του Κοντογεωργίου, έχει γυναίκα Καλήν, ζευγαράτος. Νικόλαος ο Σφινάρης, έχει γυναίκα Ειρήνην, ακτήμων. Η Καλογραία, ακτήμων. Καλοϊωάννης ο Τζυκαλάς, ζευγαράτος. Θεόδωρος του επισκόπου, ακτήμων. Ο Δαυγίας, έχει γυναίκα Ειρήνην, ζευγαράτος. Λέων ο Μυλωνάς, έχει γυναίκα Μαρίαν, ακτήμων. Νικόλαος του Μακρονικολάου, έχει γυναίκα Μαρίαν, ζευγαράτος. Τζέρνης ο της Γρίκαινας, ακτήμων. Μιχαήλ παπάς ο Περατικός, έχει γυναίκα Ρωμαίαν, ακτήμων. Μαρμαράς ο Περατικός, έχει γυναίκα Πολυβλέπουσαν, ζευγαράτος. Ιωαννουλία χήρα έχει υιόν Βελκωνάν, ακτήμων. Θεόδωρος του κυρού Ιωάννου, ακτήμων. Μιχαήλ ο Οικοδόμος, έχει (γυναίκα) Ψεφησμένην, θυγατέρα Μαρίαν, ακτήμων. Όμού ζευγαράτοι ιγ, ονικάτοι β', ακτήμονες ιγ'».

Αλλά και κατά τον 12ο αιώνα, στο Τυπικόν της Μονής Παντοκράτορος της Κωνσταντινούπολης (1165 μ.Χ.), μαζί με άλλα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας, αναφέρεται κι ένας οικισμός, που λεγόταν Μουστώνιανη. Πρόκειται, ασφαλώς, για τη σημερινή Μουσθένη!

Στην διάρκεια της βυζαντινής κυριαρχίας, η διερχόμενη από την Πιερία κοιλάδα πανάρχαια, «κάτω» οδός διατήρησε τη σημασία της. Ίχνη της οδού αυτής φαίνονται, αμέσως νότια από τον κόμβο Μουσθένης, της νέας, Εγνατίας οδού, όπου σώζεται, μέχρι σήμερα, μια σειρά καμπυλωτών γεφυριών, τα οποία είναι τουλάχιστον πέντε (5) κι από τα οποία τα τρία έχουν θαφτεί μέσα στο έδαφος, σ ένα ποσοστό σχεδόν 80 %. Τα γεφύρια αυτά συνδέονταν μεταξύ τους με τμήμα της οδού που προανέφερα, η οποία φαίνεται καθαρά ανάμεσά τους, ασχέτως του ότι σήμερα και τα γεφύρια και η οδός βρίσκονται μέσα σε καλλιεργημένους αγρούς, μια και ο μεγάλος χείμαρρος που διασχίζει την Πιερία κοιλάδα από ανατολικά προς δυτικά, (ο Θερμοπόταμος των Βυζαντινών ή Μαρμαράς των συγχρόνων Ελλήνων), που επί αιώνες είχε δύο κοίτες, μία κοντά στο Παγγαίο και μία κοντά στο Σύμβολο όρος, σήμερα έχει μία μοναδική κοίτη, που βρίσκεται ανάμεσα στη νότια από τις παλιές κοίτες του και στη νέα, Εγνατία οδό.

Στα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, η ίδια αυτή οδός όχι μόνο διατήρησε, αλλά κι επαύξησε τη σημασία της, διότι αποτέλεσε τμήμα του δυτικού, στρατιωτικού βραχίονα (sol yol) της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, σε όλη την διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, ως μία από τις πιο σημαντικές, στρατιωτικές και οικονομικές, οδικές αρτηρίες της αυτοκρατορίας κι αυτή η σημασία της εξακολουθεί να διατηρείται και στο σύγχρονο, ελληνικό κράτος, αφού απ’ αυτήν διέρχεται τόσο η παλαιά, εθνική οδός Καβάλας – Θεσσαλονίκης όσο, στα τελευταία χρόνια, και η σύγχρονη, Εγνατία οδός!



Στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, ολόκληρη η Πιερία κοιλάδα είχε μεγάλη, οικονομική ανάπτυξη. Οι ισχυροί μπέηδες της Μουσθένης είχαν στα χέρια τους τα εύφορα εδάφη αυτής της κοιλάδας και τους περιηγητές, που περνούσαν απ’ αυτήν, τους εντυπωσίαζαν οι εντατικές καλλιέργειες βαμβακιού, σιτηρών και αργότερα, (μετά τα μέσα του 19ου αιώνα), καπνού εκλεκτής ποιότητας. Έτσι, πρώτος ο Γάλλος υποπρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Βαρώνος Louis-Auguste Felix de Beaujour, στον 1ο τόμο του έργου του «Tableau du commerce de la Grece, formé d'après une année moyenne, depuis 1787 jusqu'en 1797», που εξέδωσε στο Παρίσι το έτος 1800, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις καπνοφυτείες, που είδε να υπάρχουν στην «Πράβα (Πράβι), Μουσθένια» κλπ. και έγραψε ότι τα παραγόμενα εκεί καπνά είναι εξαιρετικής ποιότητας. Ο ίδιος, περιέγραψε ως εξής την οδό που, από τον Στρυμόνα οδηγούσε στο Πράβι και την Καβάλα, μέσω της Πιερίας Κοιλάδος: « Βγαίνοντας από το Ορφανό, ο δρόμος ανεβαίνει σε άλλους λόφους, εξίσου δασωμένους. Από κει κατεβαίνει μέσα σε μια κοιλάδα, που έχει μήκος περίπου πέντε λευγών κι έχει από τις δυο πλευρές της υψηλά βουνά, από τα οποία τα μεν βόρεια αποτελούν το Πουρνάρ – Ντάγ (τουρκικό όνομα του Παγγαίου) κι έχουν στις πλαγιές τους τα χωριά Κούρτσοβα (;) και Μουσθένια, τα δε ανατολικά ανυψώνονται μέχρι μια απότομη οροσειρά, (εννοεί το Σύμβολο όρος), που χωρίζει την πεδιάδα των Φιλίππων από τη θάλασσα».

Ο JOHN GALT, στο έργο που εξέδωσε το 1812 με τίτλο «VOYAGES AND TRAVELS, IN THE YEARS 1809, 1810 AND 1811, CONTAINING STATISTICAL, COMMERCIAL AND MISCELLANEOUS OBSERVATIIONS ON GIBRALTAR, SARDINIA, SICILY, MALTA, SERIGO AND TURKEY», αναφέρει ότι ο ίδιος ξεκίνησε από το Ορφανό, όπου είχε διανυκτερεύσει, πολύ πρωί και μέχρι να φωτίσει η μέρα είχε ήδη πίσω του δύο ώρες έφιππης πορείας. «Ο αέρας, λέει, ήταν υπερβολικά ψυχρός, αλλά η θέα της κοιλάδας, μέσα από την οποία περνάει ο δρόμος μας, καθώς ο ήλιος ανεβαίνει από τα βουνά, μας αποζημίωσε για την ταλαιπωρία μας, από την ψυχρή επιρροή (επίδραση) του πρωινού φεγγαριού. Δεν έχω δει άλλον πιο όμορφο τόπο τέτοιου μήκους, αφότου αναχώρησα από την Αγγλία. Κι ούτε υπάρχει οποιοδήποτε σημείο της ίδιας της Αγγλίας, που να βρίσκεται σε υψηλότερο βαθμό καλλιέργειας, (δηλ., που να καλλιεργείται πιο συστηματικά). Οι αγροί ήταν σπαρμένοι με φυτά καπνού και βαμβακιού και οι φράχτες τους ήταν καθαροί και καλοδιατηρημένοι.

Το 1815, ο E.D. CLARKE, στο έργο του «TRAVELS IN VARIOUS COUNTRIES OF EUROPE, ASIA AND AFRICA…», κατευθύνθηκε από την Θεσσαλονίκη προς τη Νεάπολη (Καβάλα), περιέγραψε ιδιαίτερα το Ορφανό (Ορφάνι), από όπου αγόρασε εκατοντάδες αρχαίων νομισμάτων, προερχομένων, προφανώς, από τη γειτονική Πιερική πόλη Φάγρης και ύστερα μνημόνευσε την εύφορη πεδιάδα της Μεστάνιας (Μουσθένης), που εκτείνεται ανάμεσα σε δύο βουνά, (εννοώντας το Παγγαίο και το Σύμβολο), όπου είδε φυτείες καπνού και καλαμποκιού.

Στο «HAND BOOK FOR TRAVELLERS IN THE IONIAN ISLANDS, GREECE, TURKEY, ASIA MINOR AND CONSTANTINOPLE..», που εκδόθηκε το έτος 1840, αναφέρεται ότι ο δρόμος που περνά από το Ορφανό και πηγαίνει προς τα ανατολικά – βορειοανατολικά, διασχίζει την πεδιάδα της Μεστάνια (Μουσθένης), η οποία καλλιεργείται εντατικά και ότι, σ’ αυτήν, διακρίνονται πολλά τουρκικά χωριά και κρήνες.

Ο Βασίλειος Νικολαϊδης, στην «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΤΩΝ ΟΜΟΡΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΗΤΟΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ, ΑΛΒΑΝΙΑΣ», που εξέδωσε το 1851, γράφει: «Ἡ ὁδὸς ἐξελθοῦσα τοῦ Ὀρφανοῦ ὑψοῦται ἐπὶ δασωδῶν λόφων, διευθύνεται πρὸς τὸ ΒΑ μέρος, παρακολουθοῦσα τὴν ἐπιμήκη καὶ στενὴν ῥευματείαν τοῦ Παγγαίου ὄρους, ἥτις κατὰ πᾶν βῆμα σχεδὸν παρουσιάζει στενωπούς, εἰς τὰς ὁποίας εὐκόλως ἐμποδίζεται ἡ διάβασις τοῦ στρατοῦ. Ἡ ὁδὸς ἐξελθοῦσα τέλος τῆς ῥευματείας ταύτης, διαβαίνει στενόν τινα λαιμόν, εἰς τὴν διέξοδον τοῦ ὁποίου κεῖται ἡ πόλις Πράβι».
Ο Auguste Viquesnel, στο σύγγραμμά του με τίτλο «Voyage dans la Turquie d' Europe: Description physique et geologique de la Thrace», T2 (έκδοση 1868), τη Μουσθένη την αποκαλεί Μουστένια, λέει ότι αυτή απέχει ¾ της ώρας από την Μεσωρόπη, ότι αποτελείται από 60 -70 τουρκικές οικίες, έχει δύο τζαμιά και είναι χτισμένη πάνω σ’ ένα χείμαρρο, στους πρόποδες της υψηλότερης κορυφής του Μπουνάρ νταγ (Παγγαίου).

Το χάνι της Κουνάργα

Νότια από το αρχαίο Πέργαμον, νοτιοανατολικά από τις πέντε καμπυλωτές γέφυρες της βυζαντινής περιόδου, που προανέφερα και συγκεκριμένα στο δυτικό άκρο του σημερινού Σιδηροχωρίου (Demirli, στην οθωμανική περίοδο), υπήρχε το περίφημο πανδοχείο – χάνι, που είχε το όνομα Kunagra han ή Kainarji han, (με τα ονόματα αυτά εμφανίζεται σε όλους τους χάρτες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και με τα ίδια ονόματα το περιέγραψαν όλοι ανεξαίρετα οι περιηγητές, που διέσχισαν την Πιερία κοιλάδα στους περασμένους αιώνες. (Σήμερα, από το χάνι αυτό δεν υπάρχει ούτε ίχνος ερειπίων, διότι αυτά έχουν απομακρυνθεί πρόσφατα και στην θέση του χανιού υπάρχει αμπέλι. Μόνο η κεραμική δείχνει ότι υπήρχε εκεί άλλοτε το φημισμένο χάνι):

Μια πρώτη αναφορά, στο περίφημο αυτό χάνι της Μουσθένης, αλλά και στην ίδια τη Μουσθένη, γίνεται στο σύγγραμμα του λοχαγού του Ναπολέοντα J. J. Tromelin, με τίτλο «Memoires et documents – Itineraire d’ un voyage fait dans la Turquie d’ Europe.............. dans l’ autumne de 1807 – Deuxieme et dwerniere partie» (Αναμνήσεις και έγγραφα – Οδοιπορικό ενός ταξιδιού, που έγινε στην Ευρωπαϊκή Τουρκία το 1807 – Δεύτερο και τελευταίο μέρος), που περιλήφθηκε στον 12ο τόμο (Αύγουστος – Δεκέμβριος του 1917), του περιοδικού «revue des etudes Napoleoniennes – les origins de l’ Europe modern - ΧΙΙΙ». και στο κεφάλαιο με τίτλο «τμήμα Μακεδονίας και άνω Αλβανίας». Στο κεφάλαιο αυτό, λοιπόν, αναφέρονται τα εξής, εξόχως ενδιαφέροντα, που επισημαίνω ότι ανάγονται χρονικά στο έτος 1807: «Οδός από το Ορφανό στην Πράουστα (Πράβι), 5 ώρες. - Βγαίνοντας από το Ορφανό, ανεβαίνει κανείς μερικούς λόφους προς τα βορειοανατολικά, για να εισέλθει στ’ ανατολικά στην κοιλάδα που οδηγεί στην Πράουστα. Τα όρη που την ορίζουν καλούνται στην περιοχή αυτή Μπουνάρ νταγί (όρη με πηγές). Αυτά τα όρη κατευθύνονται, όπως και η κοιλάδα, από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μέχρι τα περίχωρα της Πράουστα, όπου αυτά στρέφονται προς τ’ αριστερά και προς τα δεξιά και κλείνουν την πεδιάδα των Φιλίππων από τα δυτικά. Στο μέσον της οδού και σε απόσταση δυόμιση ωρών από το Ορφανό συναντά κανείς, στο μέσον της πεδιάδας, το χάνι της Μουσθένης, που περιτριγυρίζεται από αμπέλια και σχετίζεται (συνδέεται, έχει σχέση) μ’ ένα μεγάλο, ομώνυμο, τουρκικό χωριό, του οποίου διακρίνονται οι μιναρέδες ανάμεσα στα βουνά, προς τα βορειοανατολικά. Όλοι αυτοί λόφοι κατοικούνται από πλούσιους Τούρκους και μερικούς Έλληνες, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια του βαμβακιού και του καπνού».

Ακολουθεί ο Josiah Conder, στο έργο του με τίτλο «THE MODERN TRAVELLER – A DESCRIPTION, GEOGRAPHICAL, HISTORICAL, AND TOPO-GRAPHICAL, OF THE VARIOUS COUNTRIES OF THE GLOBE - IN THIRTY VOLUMES, που εξέδωσε στο Λονδίνο, το έτος 1830, στο οποίο γράφει τα εξής: «Ένας αρχαίος πλακόστρωτος δρόμος, περίπου τέσσερα πόδια πλάτος, οδηγεί από την Pravista, σε μια συστάδα από έξι ή επτά βρύσες, που σκιάζονται από σεβάσμια πλατάνια, κοντά στην είσοδο της εύφορης πεδιάδας της Μεστάνια, (εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στις σημερινές «Δυο βρύσες», δίπλα από το χωριό Ακροβούνι). Πέρα από αυτές βρίσκεται ένα χάνι, που ονομάζεται Kunarga, κοντά στο οποίο υπάρχουν θραύσματα αρχαίων κιόνων. Ο Dr Clarke παρατήρησε αρκετούς κίονες, σε ορισμένα τουρκικά νεκροταφεία κοντά στο δρόμο, που προδίδουν την ύπαρξη κάποιου αρχαιολογικού χώρου. Η πεδιάδα οριοθετείται βόρεια και νότια, από δύο βουνοσειρές. «Είδαμε», λέει ο έμπειρος ταξιδιώτης, (εννοώντας τον Clarke), μερικές περιποιημένες φυτείες καπνού και καλαμποκιού. Το σιτάρι φαινόταν ασυνήθιστα καλό. Στην βόρεια πλευρά της διαδρομής μας βρίσκονταν πολλά τουρκικά χωριά, χτισμένα στους πρόποδες των βουνών, τα οποία διακρίνονταν ότι ήταν τουρκικά, από τα τζαμιά τους και τους μιναρέδες τους, που υψώνονταν ανάμεσα σε δάση κυπαρισσιού και λεύκας. Σε τέσσερις ώρες από το χάνι, διασχίζοντας την πεδιάδα με κατεύθυνση δυτική – νοτιοδυτική, βρίσκεται το Ορφανό».

Ο Theofilus Luc. Fridericus Tafel, στο σύγγραμμά του, με τίτλο «De via military Romanorum Egnatia, qua Illyricum, Macedonia et Thracia iungebantur», που εξέδωσε το έτος 1842, ανέφερε τα εξής: «Η πορεία μας από το Ορφανό (στις τρεις Ιανουαρίου) ήταν ανατολική – βορειοανατολική, μέσω της εύφορης πεδιάδας της Μεστάνιζα (Μουσθένης), που απλώνεται ανάμεσα σε δύο οροσειρές, στα δεξιά και στ’ αριστερά μας. Αυτή καλλιεργείται εντατικά. Είδαμε περιποιημένες φυτείες καπνού και καλαμποκιού. Το σιτάρι φαινόταν ασυνήθιστα καλό. Στ’ αριστερά μας ή στην βόρεια πλευρά της πορείας μας, υπήρχαν πολλά Τουρκικά χωριά, πάνω στα βουνά, που πάντοτε ξεχωρίζουν ότι είναι Τουρκικά, από τα τζαμιά τους και τους υψηλούς μιναρέδες τους, που υψώνονται πάνω από κήπους με κυπαρίσσια και λεύκες. Άλλη μια απόδειξη ύπαρξης τουρκικού πληθυσμού αποτελούσε η συχνή εμφάνιση δημοσίων κρηνών, κοντά στον δρόμο. Η εξήγηση που μας δόθηκε, στο ερώτημά μας, γιατί τόσα πολλά χωριά βρίσκονται σε απόσταση από τον δημόσιο δρόμο (λεωφόρο), ήταν η εξής: Ότι οι Τούρκοι στρατιώτες πάντοτε λεηλατούν και μερικές φορές καταστρέφουν μια πόλη ή ένα χωριό, όταν περνούν απ’ αυτό και γι’ αυτό επιλέγεται μια τοποθεσία, (ενν. ίδρυσης μιας πόλης ή ενός χωριού), η οποία να μην είναι επιρρεπής στις καταστροφές που αυτοί προκαλούν. Αφού ιππεύσαμε επί τέσσερις ώρες (ενν. από το Ορφανό), φθάσαμε σ’ ένα χάνι, με το όνομα Κουνάργα και κοντά σ’ αυτό είδαμε θραύσματα από αρχαίους κίονες. Ολόκληρο το ταξίδι μας, μέσα από την πεδιάδα αυτή, ήταν πολύ ευχάριστο. Τα βουνά στ’ αριστερά μας ήταν πολύ ψηλά και ογκώδη, αλλά δεν ήταν καλυμμένα με χιόνι. Υπήρχαν πολλά Τουρκικά νεκροταφεία κοντά στον δρόμο και μέσα σ’ αυτά είδαμε αρχαίους κίονες…… «

Στο σύγγραμμα «GUIDE EN ORIENT – ITINERAIRE Scientifique, Artistique et Pittroresque....», που εκδόθηκε στο Παρίσι, το έτος 1851, από τους Richard & Quetin, υπάρχει η εξής παράγραφος: «Χάνι της Κουνάργα. Στ’ αριστερά μας υψώνεται μια σειρά από ψηλά βουνά, που δεν είναι καλυμμένα με χιόνι. Ο ταξιδιώτης θα βρει κοντά στην Κουνάργα θραύσματα από αρχαίους κίονες….». Στο ίδιο σύγγραμμα υπάρχει πίνακας, με τίτλο «Οδός 10η, από Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη», στον οποίο αναφέρεται ότι το χάνι της Κυνάγρας (ή Καϊνάρτζας). στη Μουσθένη, απέχει 2,5 ώρες από το Πράβι.

Στο έργο «Lloyd’s illustrirte reisenbibliothek der Orient. II. Turkei», που εκδόθηκε στην Τεργέστη, το έτος 1870, αναφέρεται ότι: «Τέσσερις ώρες αφότου αναχωρήσει κάποιος από τους Φιλίππους, φθάνει στο χάνι της Κουνάγρα, που βρίσκεται στους πρόποδες υψηλών βουνών. Δίπλα στον δρόμο, υπάρχουν τουρκικά νεκροταφεία, στα οποία, θραύσματα αρχαίων κιόνων χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση των τάφων. Αφού διασχίσει άλλη μια πεδιάδα, που είναι καλά καλλιεργημένη και γεμάτη με πολλά χωριά και κρήνες, φτάνει σε μια κορυφή βουνού, στην οποία βρίσκεται το χωριό Ορφανό».

Στο «HANDBOOK FOR TRAVELLERS IN GREECE.... fifth edition in two parts – part II», που εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1884, αναφέρεται το εξής: «Χάνι της Κουνάργα. 4 ώρες. Τα βουνά εδώ είναι ψηλά και ογκώδη. Κοντά στην Κουνάργα υπάρχουν θραύσματα από αρχαίους κίονες, τα οποία τα βλέπει κανείς και (μέσα) στα τουρκικά νεκροταφεία, κοντά στον δρόμο».

Το έτος 1887 εκδόθηκαν από τον Β. Δ. Ζώτο Μολοσσό οι «Ηπειρωτικαί Μακεδονικαί Μελέται - τόμος Δ’», με τίτλο «Δρομολόγιον της ελληνικής χερσονήσου αρχαιολογικόν, ιστορικόν, γεωγραφικόν, στρατιωτικόν, στατιστικόν και εμπορικόν», στο Γ’ τεύχος των οποίων και υπό τον τίτλο «Μακεδονία και Σερβία», ο συγγραφέας, αναφερόμενος στην Πιερία κοιλάδα, την περιγράφει ως «στενόν πλήρες χωρίων, χανίων, πηγών, δασών, ρυακίων..»

Για το ίδιο, πάντοτε, χάνι, η Δημητρία Μαλαμίδου γράφει ότι «οι περιηγητές μιλούν για ένα χάνι που ονομαζόταν Καϊναρτζίχαν ή Μουστένια, όπως και το παρακείμενο χωριό. Η θέση αυτού του χανιού ταυτίζεται με τη σημερινή τοποθεσία «Καϊνάκι» στον κάμπο. Στα γύρω χωράφια, λένε οι ταξιδιώτες που περιγράφουν το τοπίο, υπήρχαν αμπέλια. Γενικά η Πιερία κοιλάδα αναφέρεται από τους ταξιδιώτες που πέρασαν από εδώ ως μια από τις πιο κατοικημένες και καλύτερα καλλιεργημένες περιοχές της Τουρκίας με πλούσια παραγωγή, εκτός από τον καπνό και το βαμβάκι, σε σιτάρι, καλαμπόκι, λινάρι και οπωροφόρα δέντρα».

Σ’ αυτή την σημείωση της αγαπητής φίλης, εγώ παραθέτω την εξής απορία μου: Άραγε, το «χάνι στην θέση «Καϊνάκι», στον κάμπο της Μουσθένης», είναι διαφορετικό ή ταυτίζεται με το φημισμένο χάνι, το οποίο στους οθωμανικούς χάρτες φέρει το αρχαίο, ελληνικό όνομα «Κουνάγρα» ή «Κυνάγρα», το περιέβαλλε υψηλότατος και ισχυρότατος περίβολος και βρισκόταν στο δυτικό άκρο του χωριού Σιδηροχώρι, δεξιά από την ασφαλτοστρωμένη οδό, που αρχίζει ν’ ανεβαίνει στο Σύμβολο όρος, κατευθυνόμενη προς την Φωλεά; (Τα ερείπια αυτού του χανιού τα βλέπετε σε φωτογραφίες που παραθέτω, στο τέλος της ανάρτησής μου. Ευτυχώς, πρόλαβα έγκαιρα και τα φωτογράφισα, προτού μετατραπούν σε αμπέλι, μαζί με τον αγαπητό φίλο αρχαιολόγο, Νίκο Ζήκο).

Ο οικισμός της Μουσθένης

Έρχομαι, όμως, και στον ίδιο τον ιστορικό οικισμό της Μουσθένης:

Το έτος 1877, ο Νικόλαος Φιλιππίδης, στο έργο του «Περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως», που δημοσιεύθηκε στο φιλολογικό περιοδικό των Αθηνών «Παρνασσός» του έτους 1877, (Ι, σελ. 123-134 και 286-302), περιγράφει ως εξής την Μουσθένη: Μουστένια (η). Η ωραία αύτη κώμη, παρά τας υπωρείας του όρους Παγγαίου και πλησίον ενός φάραγγος κειμένη, κατοικείται υπό 300 περίπου Χριστιανικών οικογενειών και τινων Οθωμανικών, διατηρεί δε δαπάνη της κοινότητος αλληλοδιδακτικόν σχολείον, εις το οποίον φοιτώσιν αρκετοί μαθηταί. Εκ των κατοίκων της κώμης ταύτης πλείστοι μεν εισίν υφάνται, ως και οι της Μεσωρόπης, ολίγιστοι δε ζευγίται, καλλιεργούντες τα κτήματά των».

Το έτος 1886, την Πιερία κοιλάδα περιγράφει ο ταγματάρχης του Μηχανικού Νικόλαος Σχινάς, στο έργο του «Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας», που δημοσιεύθηκε στην Αθήνα. Στο έργο του αυτό ο ανωτέρω αναφέρει ότι η «Μεσορώπη είχε τότε (1886) 2.155 Χριστιανούς κατοίκους και κανέναν αλλόδοξο, η Μουσθένη, (που την αναφέρει ως Μπιστάντα, χωρίς όμως να προκύπτει αμφιβολία για την ταυτότητά της, γιατί περιγράφει όλα τα χωριά με τη σειρά, από το Πράβι μέχρι το Ορφάνι) έχει 730 Χριστιανούς και 1.450 μουσουλμάνους κατοίκους, το Ποδοχώρι δε, (Βοδογόριαν), 800 Χριστιανούς και 700 μουσουλμάνους κατοίκους.

Το έτος 1894, δημοσιεύεται, στην Λειψία της Γερμανίας, το σημαντικό σύγγραμμα του Αστερίου Δ. Γουσίου, διευθυντού της τότε Αστικής Σχολής Λακκοβικίων, με τίτλο «Η κατά το Πάγγαιον χώρα των Λακκοβικίων – Τοπογραφία, ήθη, έθιμα και γλώσσα». Σ’ αυτό, ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας γλαφυρή γλώσσα, μιλά ως εξής για την Μουσθένη: «Μουσθένη. Το ωραίον τούτο χωρίον κείται ΝΔ της προηγουμένης κώμης (εννοεί το Σαμάκοβον – σημερινά Δωμάτια) επί λαμπράς τοποθεσίας. Έχει 450 περίπου κατοίκους Έλληνας και περί τους 1000 Οθωμανούς. Οι μεν Έλληνες έχουσι μίαν εκκλησίαν εις τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δημοτικήν σχολήν, ής το κτίριον, μεγαλοπρεπές και λίαν ευρύχωρον και Νηπιαγωγείον, οι δε Μωαμεθανοί δύο τεμένη και τρία γραμματοδιδασκαλεία, ών το έν ανώτερον των δύο άλλων. Οι κάτοικοι του χωρίου τούτου διακρίνονται επί φιλομουσία και φιλοξενία. Το χωρίον τούτο διαιρείται υπό λάκκου εις δύο άνισα μέρη, άτινα συγκοινωνούσι δια 4 γεφυρών. Την αρχαιότητα του χωρίου δεικνύουσι τά τε ερείπια του ανατολικώς κειμένου τείχους, όπερ ίσως είνε Βυζαντινής εποχής, και οι εσχάτως ανακαλυφθέντες περί τους 20 αρχαίοι τάφοι, εντός των οποίων ευρέθησαν, πλην πηλίνων τινών αγγείων, και πολλά νομίσματα και ενώτια. Επί των τάφων δε τούτων υπήρχον και πλάκες με επιγραφάς κατεστραμμένας. Μία δε μάλλον αβλαβής των άλλων έχει ως εξής:

ΕΝΘΑΠΟΛΥΤΛΑΜΩΝΚΕΙΜΑΙΝΕΚΥΣ

ΑΛΑΠΡΙΝΗΛΙΚΙΗΣΕΝΑΕΙΔΑΟΔΟΜΟΙΣ

ΕΝΝΕΑΚΑΙΔΕΚΑΕΤΩΝΑΠΟΠΑΤΡΟΣ…

ΣΕΠΑ……ΩΝ

ΕΝΘΑΠΟΛΥΚΛΑΥΣΤΟΣΚΕΙΜΑΙΔΕΟΥΑ…

ΛΙΠΟΜ…..ΚΑΣΙΓΝΗΤΟΝΔΕΤΕΑ….

Το έτος 1902 δημοσιεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο «Πίναξ Γενικός των εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία Ελληνικών σχολείων», στον οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η Μουσθένη είχε ένα σχολείο δημοτικό ή αστικό, μ’ ένα διδάσκαλο και 45 μαθητές κι ένα παρθεναγωγείο, με μία διδασκάλισσα και 35 μαθήτριες.

Το έτος 1905-1906, ο Γεώργιος Χατζηκυριακού περιοδεύει την Μακεδονία και όσα βλέπει τα εκδίδει αργότερα σ’ ένα έργο υπό τον τίτλο «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)». Σ’ αυτή την περιοδεία του περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Εκ Μπόμπλιανης αναχωρώ, ίνα διερχόμενος χαριεστάτην μεταξύ των δύο ορέων, Πιερικού και Παγγαίου, κοιλάδα, επί της αντιθέτου προς εκείνην κλιτύος, ην περιέγραψα, αναχωρών εξ Αμφιπόλεως ανέλθω πάλιν επί του Παγγαίου. Κατευθύνομαι προς την κώμην Ποδογόριανην… Εντεύθεν εκ Ποδογόριανης εξελαύνω επί των κλιτύων του όρους και μετά ώρας οδόν ανακαλύπτω όπισθεν κυρτώματος αυτού και εις την αρχήν ρήγματος, κειμένην ανωφερώς, την Ελληνορθόδοξον κώμην Μεσορόπην….. Καταλείπω την Μεσορόπην μετά διήμερον εν αυτή διαμονήν, και περιπατών επί λοφοσειράς επί έλαττον της ώρας και υπερβαίνων ετέραν πτυχήν του όρους εμβαίνω εις ετέραν κώμην, μεγαλυτέραν μεν της Μεσορόπης, αλλ’ υπό Ελλήνων και Οθωμανών κατά πλεονασμόν οικουμένην, την Μουσθένην. Η Μουσθένη αποτελεί πολίχνην μάλλον ή κώμην, εν η ο οθωμανικός πληθυσμός επιδεικνύει την επικράτησίν του εις αριθμόν οικογενειών και κατοχήν γαιών, καπνοφόρων το πλείστον. Η δ’ Ελληνική κοινότης Μουσθένης εξ 100 ως έγγιστα οικογενειών, τελεί εν τω σταδίω των Ελληνικών γραμμάτων τον καλόν της προόδου δρόμον. Ηγόρασε ευρύχωρον οικίαν πλουσίου οθωμανού, ην ως αρρεναγωγείον χρησιμοποιεί. Πονεί δε και αύτη δια την έλλειψιν καταλλήλου σχολικού των θηλέων κτιρίου και συγκεντρούσα περί τούτο τας προσπαθείας της πιστεύει εις προσεχή πλήρωσιν αυτής.

Λίγο πριν το έτος 1909 πέρασε από την Μουσθένη και ο ιατρός Ανδρέας Αρβανίτης, Γενικός Γραμματέας του Παμμακεδονικού Συλλόγου και τις εντυπώσεις του εξέδωσε στην Αθήνα, σ’ ένα έργο του υπό τον τίτλο «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ». Στο έργο του αυτό ο ανωτέρω αναφέρει, μεταξύ άλλων και τα εξής: Μουσθένη χωρίον, επί των μεσημβρινών κλιτύων του Παγγαίου όρους κείμενον και 3 ώρας της Πραβίστης απέχον, μετά 500 Ελληνομακεδόνων».

Στον Β’ τόμο του έργου του Μιχαήλ Χουλιαράκη, με τον τίτλο «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971», το οποίο εκδόθηκε από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, στην Αθήνα, το 1975, αναφέρεται ότι κατά το έτος 1913 η Μουσθένη είχε 1.733 κατοίκους.

Η αείμνηστη Αιμιλία Στεφανίδου, στην μνημειώδη, διδακτορική διατριβή της, με τίτλο «Η ΠΟΛΗ-ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ - ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ (1391-1912)», περιέλαβε τον υπό τον αύξοντα αριθμό 32 πίνακα, που έχει υπέρτιτλο «επιχορηγήσεις των ελληνικών σχολείων της προξενικής περιφέρειας της Καβάλας, από την Επιτροπή προς ενίσχυσιν της ελληνικής εκκλησίας και παιδείας στην Μακεδονία», στον οποίο αναφέρεται ότι το σχολείο της Μουσθένης ενισχύθηκε οικονομικά, από την προαναφερθείσα Επιτροπή, κατά τα σχολικά έτη 1889-1890, 1891-1892, 1896-1897, 1909-1910 και 1910-1911.

Τέλος, το έτος 1913 ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής του Γυμνασίου Βόλου, στο έργο που εξέδωσε στην Αθήνα, με τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων Ελληνικών χωρών: Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών», αναφέρει ότι η Μουσθένη είχε 500 Έλληνες κατοίκους και 900 Τούρκους.

Στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης του 1821, η περιοχή της Μουσθένης πλήρωσε βαρύτατο τίμημα, όπως βλέπουμε, λ.χ., στην ανακοίνωση του Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ, με τίτλο «καθορισμός του τόπου μαχών του Νικοτσάρα, εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν, κατά το 1806», που έγινε στα πλαίσια του «Α’ Τοπικού Συμποσίου: Η Καβάλα και η περιοχή της. 1980», στην οποία αναφέρεται ότι οι Τούρκοι, μένεα πνέοντες για τις ήττες και τις ταπεινώσεις που είχαν υποστεί από το Νικοτσάρα, μετά την αποχώρησή του από το Παγγαίο επέδραμαν στο μετόχι της Ιεράς Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους, που υπήρχε κοντά στο Οφάνι, κρέμασαν τον ηγούμενο αυτού Δανιήλ, από τον μεγάλο πλάτανο του Ορφανίου, άρπαξαν όλη την κινητή περιουσία του μετοχίου, (σιτηρά, εργαλεία, ζώα κλπ.) και τα κτήματά της τα παρέδωσαν στις οικογένειες δύο Τούρκων Μπέηδων της Μουσθένης, που είχαν φονευθεί στις μάχες κατά του Νικοτσάρα.

Η απελευθέρωση του Παγγαίου από τον Οθωμανικό ζυγό, υπό τον οποίο η Μουσθένη στέναξε επί 529 χρόνια, (δηλαδή από το 1391, που την κατέλαβαν οι Οθωμανοί), έγινε στις 17 Οκτωβρίου του 1912 (με το τότε ισχύον παλιό ημερολόγιο) από τον καπετάν Ζέρβα Δούκα, οπλαρχηγό από τις Σέρρες.

Πλην όμως, αμέσως μετά την απομάκρυνση τω Τούρκων και συγκεκριμένα από τις 31-10-1912 ήλθαν στην περιοχή οι τότε «σύμμαχοί μας», Βούλγαροι οι οποίοι, ευθύς αμέσως, προέβησαν σε πολυάριθμες και πολύνεκρες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Ελληνικού Στρατού, κατέλαβαν κι έχασαν επανειλημμένα από τον Ελληνικό Στρατό την Πιερία κοιλάδα (όπως και το υπόλοιπο Παγγαίο) και η ουσιαστική απελευθέρωση των τριών οικισμών αλλά και ολόκληρης της περιοχής κι από τους «συμμάχους μας» εκείνους δεν έλαβε χώρα παρά το καλοκαίρι του 1913, μετά από τις περιφανείς νίκες του Ελληνικού Στρατού κατά των Βουλγάρων στο Κιλκίς – Λαχανά και σ’ όλα τα βόρεια σύνορά μας, στα πλαίσια του νικηφόρου Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου.



Κλείνω αυτή την περιήγησή μου, στην πανάρχαια ιστορία της Μουσθένης καικ της γύρω απ’ αυτήν περιοχής, με το ακόλουθο απόσπασμα από τα «ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία για τη Μουσθένη», της αγαπητής Δημητρίας Μαλαμίδου:

«Για τα νεότερα χρόνια, κυρίως τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας έχουμε αρκετές αναφορές στη Μουσθένη μέσα στα κείμενα των περιηγητών που πέρασαν από την περιοχή (από τον 18ο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα) και τα «υπομνήματα αναγνώρισης εδάφους» τα οποία συνέταξαν αξιωματικοί του Ναπολέοντα που στάλθηκαν μυστικά, το 1807, στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι πηγές αυτές μιλούν για την Μουστένια που ήταν τούρκικο κεφαλοχώρι με πλούσιους Τούρκους και μερικούς Έλληνες. Μιλούν επίσης για ένα χάνι που ονομαζόταν Καϊναρτζίχαν ή Μουστένια, όπως και το παρακείμενο χωριό. Η θέση αυτού του χανιού ταυτίζεται με τη σημερινή τοποθεσία «Καϊνάκι» στον κάμπο. Στα γύρω χωράφια, λένε οι ταξιδιώτες που περιγράφουν το τοπίο, υπήρχαν αμπέλια. Γενικά η Πιερία κοιλάδα αναφέρεται από τους ταξιδιώτες που πέρασαν από εδώ ως μια από τις πιο κατοικημένες και καλύτερα καλλιεργημένες περιοχές της Τουρκίας με πλούσια παραγωγή, εκτός από τον καπνό και το βαμβάκι, σε σιτάρι, καλαμπόκι, λινάρι και οπωροφόρα δέντρα.

Ο βασικός οικιστικός πυρήνας της Μουστένιας δεν είναι δύσκολο να αποκατασταθεί στα μάτια ενός υποψιασμένου επισκέπτη που θα επισκεφθεί το σημερινό χωριό και θα περιηγηθεί στα στενά δρομάκια της Μουσθένης. Οι άνθρωποι έχουν αλλάξει μετά από τις ανταλλαγές των πληθυσμών το 1922, το όνομα πήρε μια πιο αρχαιοπρεπή μορφή, αλλά ο όμορφος τόπος με τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του εξακολουθεί να προσφέρει ποιότητα στην ανθρώπινη δράση».

ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΟΙ ΚΑΤΑ ΣΕΙΡΑΝ 12Η ΕΩΣ ΚΑΙ 27Η ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗΤΗ ΦΙΛΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΕΧΤΑΝΙΔΟΥ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΘΕΡΜΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥΣ. ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ.

ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΥΤΕΣ, ΒΛΕΠΕΤΕ:

Στην 1η και την 2η, ερείπια του χανιού της Κουνάγρα.

Στην 3η και την 4η, το κάστρο στην θέση «Τσάλι» της Μουσθένης

Στις 5η, 6η, 7η και 8η, το λατρευτικό σπήλαιο «της Παναγιάς οι τρύπες»

Στις 9η έως και 14η, μακρινές, συνολικές απόψεις της όμορφης Μουσθένης

Στις 15η έως και 26η, κοντινές εικόνες και ομορφιές του ιστορικού αυτού χωριού

Στην 27η, μια μουσουλμανική, επιτύμβια στήλη, από το μουσουλμανικό νεκροταφείο της Μουσθένης. Η επιγραφή που είναι γραμμένη πάνω της, όπως μου την μετέφρασε, από την παλιά, οθωμανική (ή, μάλλον, περσική) γραφή στη νέα, τουρκική, ο διαδικτυακός φίλος Yusuf Daciraki, είναι η εξής:

Gelip kabrim ziyaret eden ihvan

Edeler rûhuma bir Fâtiha ihsan

Merhum Hüseyin bin Ali Ağa'ya

Rızâen lillâh el-Fâtiha Sene 1312

Και η (σχετικά ελεύθερη) μετάφρασή της στην ελληνική γλώσσα: Όποιος ήρθε κι επισκέφθηκε τον τάφο μου, προσφέρει δώρο στην ψυχή μου, στον μακαρίτη τον Χουσεΐν μπιν Αλί αγά, τα καλύτερα της ημέρας.
Έτος 1312 (από Εγίρας, ήτοι,1895).

Τέλος, στην 28η φωτογραφία βλέπετε ένα απόσπασμα οθωμανικού χάρτη, στον οποίο αναφέρεται, φυσικά, η Μουσθένη.






























Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023


ΜΟΥΣΘΕΝΗ. ΕΝΑΣ ΠΑΝΑΡΧΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ, ΣΤΟΥΣ ΝΟΤΙΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΣ – ΠΕΡΓΑΜΟΝ: ΘΡΑΚΙΚΟ ΠΟΛΙΣΜΑ ΤΩΝ ΠΙΕΡΩΝ ΘΡΑΚΩΝ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ

Α) ΓΕΝΙΚΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ , ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΕΡΙΑ ΚΟΙΛΑΔΑ

Στην περιοχή του Παγγαίου εντοπίστηκαν σαφή ίχνη παλαιολιθικής εγκατάστασης, (πριν το 10.000 π.Χ.), μεταξύ άλλων θέσεων και ­σε πεδινό σημείο της Μουσθένης.

Στη νεολιθική περίοδο (μετά το 7.000 π.Χ.) και μέχρι και την ύστερη εποχή του χαλκού, ανάμεσα στους 31 γνωστούς οικισμούς της Ανατολικής Μακεδονίας, (στους οποίους περιλαμβάνονται και κατοικημένα σπήλαια) περιλαμβανόταν και οικισμός που βρισκόταν ­σε χαμηλό σημείο της Μουσθένης­ και συγκεκριμένα στην θέση «Κεραμιδαριό», κοντά στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής και ο οποίος χρονολογήθηκε, σύμφωνα με τα επιφανειακά ευρήματα, στο 5.000 - 4.000 π.Χ. Αν, στο σημείο αυτό, λάβουμε υπόψη ότι, στη Νεολιθική εποχή, η πυκνότητα του πληθυσμού στην Ανατολική Μακεδονία υπολογίζεται σε 1,5 κάτοικο ανά τετρ. χιλιόμετρο, δηλαδή περίπου σε 15.000 κατοίκους σ' όλη την Ανατολική Μακεδονία, αυτό σημαίνει ότι ο πεδινοί οικισμοί της Μουσθένης και της Μεσωρόπης, υφιστάμενοι, ο πρώτος και σ' ολόκληρη την παλαιολιθική κι οι δυο δε στη νεολιθική εποχή, ήταν σημαντικές κοιτίδες, για όλη την ευρύτερη περιοχή.

Στην εποχή του Ομήρου, οι Θράκες έφθαναν ακόμη μέχρι τον Όλυμπο και την Χαλκιδική κι έσπευσαν να βοηθήσουν τους Τρώες στον Τρωικό Πόλεμο. Συνεπώς, αυτοί κατείχαν κι ολόκληρη την μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα περιοχή και κατά συνέπεια και το Παγγαίο, που μέχρι την εποχή του βασιλέως των Μακεδόνων Φιλίππου του Β' εθεωρείτο Θράκη.

Γύρω στον 750 π.Χ. τα δύο σπουδαιότερα θρακικά φύλα που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στα δρώμενα του Παγγαίου στους ιστορικούς χρόνους, οι Ηδώνες ή Ηδωνοί και οι Πίερες, κατοικούσαν ακόμη στις προγονικές εστίες τους, οι πρώτοι στην πέραν του Στρυμόνος Μυγδονία και οι δεύτεροι στους πρόποδες του Ολύμπου, την μέχρι και σήμερα καλούμενη Πιερία. Ήδη όμως από τον 7ο αιώνα π.Χ. και μετά εκδιώκονται από τους πρώτους Μακεδόνες βασιλείς, οι μεν Πίερες από τον Περδίκα τον 1ο, οι δε Ηδώνες ή Ηδωνοί από τον Αλέξανδρο τον 1ο κι αναγκάζονται να μετακινηθούν στην εδώθε του Στρυμόνος περιοχή και να εγκατασταθούν, οι μεν Πίερες στην νότια του Παγγαίου εκτεινόμενη Πιερία Κοιλάδα, ανατολικά μέχρι την σημερινή Ελευθερούπολη και νότια μέχρι και την θάλασσα, που πήρε έκτοτε το όνομά τους και ονομάστηκε Πιερικός Κόλπος, (δείτε Θουκυδίδη ΙΙ, 99, 3: "Την δε παρά θάλασσαν νυν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ο Περδίκκου πατήρ και οι πρόγονοι αυτού Τημενίδαι, το αρχαίον όντες εξ Άργους, πρώτοι εκτήσαντο και εβασίλευσαν, ­αναστήσαντες μάχη, εκ μεν Πιερίας Πίερας, οί ύστερον υπό το Παγγαίον, πέραν του Στρυμόνος, ώκησαν Φάγρητα και άλλα χωρία (και έτι νυν Πιερικός Κόλπος καλείται η υπό τω Παγγαίω προς θάλασσαν γη­"), οι δε Ηδώνες στην κάτω κοιλάδα του Στρυμόνα και στο βορειοδυτικό Παγγαίο.

Σ’ εκείνη, την αρχαϊκή εποχή, η Πιερία κοιλάδα βρισκόταν στο περιθώριο της Θασιακής περαίας, των αποικιών, δηλαδή, που είχαν δημιουργήσει οι Θάσιοι στην ακτή. Οι σχέσεις μεταξύ των Πιέρων και των Θασίων είναι ακόμη αδιευκρίνιστες, αφού οι ιστορικές πηγές δεν προσφέρουν πληροφορίες σχετικά με το θέμα. Διατηρούσαν προφανώς σχέσεις, αλλά δεν είχαν ενταχθεί στην επικράτεια της Θάσου στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., όπως και το Παγγαίο και τα μεταλλεία του, που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο εξακολουθούσαν να είναι στα χέρια των Θρακών. Η θασιακή, Σκαπτή Ύλη αναζητείται από την πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα ανατολικά της Καβάλας, στις νότιες υπώρειες των βουνών της Λεκάνης, ως τον ποταμό Νέστο.

Β) ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΠΕΡΓΑΜΟΝ

Στην ανατολική είσοδο της Μουσθένης, στην θέση «Κουλές» ή «Αλωνάκι», «Κουλές - Αλωνάκι» και στην αριστερή πλευρά της εθνικής οδού Καβάλας - Θεσσαλονίκης, βλέπει κάποιος τα ερείπια ενός τείχους της κλασσικής εποχής, κάτω από το εκεί ευρισκόμενο πευκοδάσος, το οποίο καλύπτει την αγορά της αρχαίας πόλης, (όλοι οι γύρω αγροί έχουν απαλλοτριωθεί, εδώ και πολλά χρόνια, από την ΙΗ' Εφορεία Προϊστορικών και κλασσικών αρχαιοτήτων). Πρόκειται για την πόλη ΠΕΡΓΑΜΟΝ, για την οποία ο Ηρόδοτος (VII, 112), περιγράφοντας την πορεία του Ξέρξη προς την Ελλάδα, το έτος 480 π.Χ., λέει: "παραμειψάμενος δε ο Ξέρξης την ειρημένην, δεύτερα παραμείβετο τείχεα τα Πιέρων, τών ενί Φάγρης εστί ούνομα και ετέρω Πέργαμος. Ταύτη μεν δή παρ' αυτά τα τείχεα την οδόν εποιέετο, εκ δεξιής χειρός το Παγγαίον όρος απέργων, εόν μέγα τε και υψηλόν..."

Ταυτίζοντας ο μεγάλος Γάλλος αρχαιολόγος COLLART, στο θαυμάσιο σύγγραμμά του, (που εκδόθηκε στη δεκαετία του 1930), με τίτλο «Philιppes, ville de la Macedoine, des ses origines jusqu’ a la fin de l’ epoque romaine» (Φίλιπποι, πόλη της Μακεδονίας, από τις απαρχές της μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής εποχής), για πρώτη φορά το αρχαίο Πιερικό πόλισμα Πέργαμον με τα ερείπια της αρχαίας πόλης που βρίσκεται στ’ αριστερά της εισόδου της Μουσθένης, γράφει στην σελίδα 75 του συγγράμματός του: «Σώζεται κοντά στην Μουσθένια – ένα από αυτά τα μεγάλα και ωραία χωριά, των οποίων τα σπίτια με τους χλοερούς κήπους είναι κτισμένα στις απότομες πλαγιές του Παγγαίου, από τις οποίες κατεβαίνουν άφθονα νερά – τα ερείπια μιας αρχαίας οχύρωσης: χοντρά τείχη, με ανώμαλη εμφάνιση, περιβάλλουν ένα λοφίσκο ο οποίος καταλαμβάνει σχεδόν το μέσον της κοιλάδος (εννοεί την Πιερία κοιλάδα) και την ελέγχει». Στη συνέχεια ο ίδιος συγγραφέας, αναφερόμενος στα ερείπια του κάστρου στην τοποθεσία «Τσάλι» γράφει: «επίσης, πολλούς αιώνες αργότερα, η επιλογή αυτής της θέσης δικαιώθηκε από τους Βυζαντινούς και εν συνεχεία από τους Τούρκους, οι οποίοι οχύρωσαν με τείχη μια βραχώδη περιοχή, πολύ απόκρημνη, απομακρυνόμενη σ’ αυτό το σημείο από το όρος (Παγγαίο), από την οποία η θέα είναι απεριόριστη προς ολόκληρη την Πιερία κοιλάδα. Δεν πρέπει λοιπόν κάποιος να διστάσει ν’ αναγνωρίσει εδώ ένα από τα τείχη των Πιέρων για τα οποία μιλάει ο Ηρόδοτος, κατά τη γνώμη μας το Πέργαμον ή κάποιο άλλο, όχι όμως τον Φάγρητα, διότι αυτός ο τελευταίος πρέπει να βρισκόταν πιο δυτικά και κυρίως πολύ κοντά στην παραλία..»

Στη αρχαιολογική αυτή θέση ξεκινούν σύντομα, (ίσως ήδη και να ξεκίνησαν) ανασκαφές. Τα τείχη της αρχαίας πόλης, που σώζονται, εντυπωσιάζουν με την τειχοδομία τους. Η οχύρωση περιβάλλει τον λόφο, που βρίσκεται στους νότιους πρόποδες του Παγγαίου όρους, με φυσική, οχυρή μορφολογία. Δημιουργεί δυο πύλες εισόδου, μια στα Β-ΒΑ και μια δεύτερη στα Ν- ΝΔ. Από την πρώτη πύλη διακρίνονται ακόμη επιτόπου οι δύο κατώτερες λιθόπλινθοι των παραστάδων, ενώ φαίνεται και ο βράχος, λαξευμένος για ομαλότερη πρόσβαση. Ο κύριος πυρήνας των τειχών είναι αρχαίος, κυρίως στα ανατολικά και νότια. Αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως υποδομή στις νεότερες φάσεις, ρωμαϊκές, βυζαντινές και τουρκοκρατίας. Η τειχοδομία της πρώτης φάσης, πιθανότατα αρχαϊκών χρόνων, όπως σώζεται στο νότιο σκέλος, ακολουθεί το τραπεζιόσχημο σχεδόν ισόδομο σύστημα, με ένθετες πλακαρές πέτρες στα κενά. Μέσα στην οχύρωση και γύρω από αυτήν έχει βρεθεί κεραμική που χρονολογείται από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (2η χιλιετία π.Χ.) και από όλες τις επόμενες ιστορικές περιόδους, μέχρι και τα βυζαντινά χρόνια. Βρέθηκαν επίσης αρκετές επιγραφές, οι περισσότερες επιτύμβιες ρωμαϊκές (1ου-2ου αι. μ.Χ), καθώς και μια επιγραφή χαραγμένη στους κατώτερους δόμους του νότιου σκέλους, μάλλον όνομα, επίσης ρωμαϊκών χρόνων.

Γενικά, τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν μεγάλη διάρκεια ζωής για την πόλη αυτή, παρόλο που οι ιστορικές πηγές δεν την αναφέρουν και πολύ συχνά.

Με το τέλος των Μηδικών πολέμων, τον 5ο και τον 4ο αι π.Χ., η αρχαία Πέργαμος περιήλθε στη σφαίρα επιρροής της Αμφίπολης, όπως κι ολόκληρη η κοιλάδα, ως ζωτικός χώρος της επέκτασης της Αθηναίων.

Αργότερα, με την επέκταση των Μακεδόνων, μάλλον εντάχθηκε στη χώρα των Φιλίππων.

Τέλος, στα ρωμαϊκά χρόνια συμπεριλαμβανόταν σίγουρα στην επικράτεια των Φιλίππων, που γίνεται ρωμαϊκή αποικία (Colonia Victrix Philippensium).

Γ) ΑΛΛΕΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ, ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΘΕΝΗΣ

Όπως γράφει η εξαίρεση αρχαιολόγος Δημητρία Μαλαμίδου, που έλκει την καταγωγή από την Μουσθένη, εκτός από την οχυρωμένη πόλη στην θέση «Κουλές - Αλωνάκι», κεραμική ελληνιστικών χρόνων έχει βρεθεί και στην τοποθεσία «Μποστάνι», στον Αη-Γιάννη, βόρεια του χωριού. Ίχνη μεταλλευτικής δραστηριότητας έχουν εντοπισθεί στα βόρεια και ανατολικά της Μουσθένης, ενώ τα σπηλαιοανοίγματα στις «Παναγίας τρύπες» είναι πιθανόν να ήταν μεταλλευτικές στοές.

Μια τριγράμματη, λατινική επιγραφή, στη θέση «Πολιανούδα», βόρεια από το γήπεδο του χωριού, χρονολογείται στα ρωμαϊκά χρόνια και είναι μάλλον οροθέσιο, σημάδι που ορίζει σύνορο ανάμεσα σε ιδιοκτησίες. Τέτοια σημάδια σχετίζονται, προφανώς, με την οργάνωση του χώρου, στα πλαίσια της ρωμαϊκής χώρας των Φιλίππων, που έφτανε σίγουρα μέχρι και το Ποδοχώρι (το ρέμα Σικαλινιές), πιθανότατα και το Κοκκινοχώρι και τον Ακροπόταμο.

Επίσης, μια ρωμαϊκή - υστερορωμαϊκή εγκατάσταση, ίσως αγροτόσπιτο (villa rustica) ή παρόδιος σταθμός, εντοπίζεται στον κάμπο, στην τοποθεσία «Αγραμάδες», στο όριο με τη Μεσορόπη.

Τέλος, το κάστρο στην τοποθεσία «Τσάλη», ανατολικά της Μουσθένης, υπήρχε μάλλον από τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια (4ο-5ο αιώνα μ.Χ.), εξακολουθεί να κατοικείται στα Παλαιοχριστιανικά χρόνια (5ο - 6ο αι. μ.Χ.), όπως μαρτυρούν και τα λείψανα εκκλησίας.

Δ) ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΒΛΕΠΕΤΕ:

Στις φωτογραφίες 1η έως 6η, την απεριόριστη θέα, από τον λόφο της αρχαίας πόλης, προς την Πιερία κοιλάδα.

Στην 7η, τον δρόμο, από τον οποίο βαδίζει κάποιος κάτω από το νότιο τείχος της πόλης και κατά μήκος αυτού.

Στις φωτογραφίες 8η έως 24η, τα τείχη της πόλης, (σώζεται καλά κυρίως το νότιο τείχος)

Στην 25η φωτογραφία, ένα από τα πολυάριθμα όστρακα αγγείων, που βρίσκονται, διάσπαρτα, στην επιφάνεια του εδάφους, στον λόφο της αρχαίας πόλης.

Στις πέντε τελευταίες φωτογραφίες, (26η έως 30ή)Π, αρχαία βραχογραφήματα, πάνω στον λόφο της αρχαίας πόλης. (Για τα αρχαία βραχογραφήματα του Παγγαίου, σας παραπέμπω σε μια από τις σχετικές αναρτήσεις μου στο facebook:

https://www.facebook.com/theodoros.lymperakis/posts/pfbid0E5gBWT98KaLdJzQ7t5HYEUBbUS2fizbPxHP5kdkxb2FWTs3UaY9qTKy9ZFDmC2dsl

Δ) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κουκούλη – Χρυσανθάκη Χάιδω, «Αρχαία ιστορία και αρχαιότητες» στο ένθετο Επτά Ημέρες Το χρυσοφόρο Παγγαίο, Η Καθημερινή, 7.5.2000, 5-8.

Μαλαμίδου Δημητρία, Ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία για την Μουσθένη.

Νικολαϊδου – Πατέρα Μαρία, «Τοπογραφία της Πιερίας κοιλάδας» στο Ιστορική τοπογραφία Μακεδονίας και Ηπείρου, Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond, Πεντάλοφος Κοζάνης 13-15.5.93, Παράρτημα Μακεδονικών αρ. 7, 1997, 309-319.

Πίκουλας Γιάννης, Η χώρα των Πιέρων. Συμβολή στην τοπογραφία της, Δήμος Πιερέων, ΚΕΡΑ, Αθήνα, 2001.

Πίκουλας Γιάννης, «Η αμαξήλατος οδός στη βόρεια Ελλάδα» στο Ιστορική τοπογραφία Μακεδονίας και Ηπείρου, Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond, Πεντάλοφος Κοζάνης 13-15.5.93, Παράρτημα Μακεδονικών αρ. 7, 1997, 357-364.

Σαμσάρης Δ.Κ., Ιστορική Γεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την αρχαιότητα, Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ. 49, Θεσσαλονίκη, 1976.

Θ’ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΘΕΝΗΣ, ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ