ΜΙΑ ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟ
ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ
Ο Πωλ Εμίλ Λεμέρλ (Paul Émile Lemerle, 11 Απριλίου 1903 - 17 Ιουλίου 1989), ήταν ένας από τους διαπρεπέστερους βυζαντινολόγους. Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1903. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι διορίστηκε μέλος και αργότερα γραμματέας της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών για την περίοδο 1931-1941. Την περίοδο αυτή συμμετείχε σε ανασκαφές, με κυριότερη αυτή στους Φιλίππους. Διετέλεσε διευθυντής σπουδών στην École Pratique des Hautes Études (1947-1967), καθηγητής στη Σορβόννη (1958-1967) και στο Κολέγιο της Γαλλίας (1967-1973), διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας και του Πολιτισμού του Βυζαντίου, πρόεδρος (1961-1971) της Διεθνούς Ενώσεως Βυζαντινών Σπουδών. Επίσης υπήρξε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της Ακαδημίας της Βιέννης και επίτιμος διδάκτωρ πολλών πανεπιστημίων, μεταξύ αυτών των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Πέθανε το 1989.Ανάμεσα στις πολυάριθμες δημοσιεύσεις του, πολλές από τις οποίες αναφέρονται στους βυζαντινούς Φιλίππους, είναι και αυτή που μετέφρασα κι αναρτώ σήμερα. Έχει τίτλο «Le château de Philippes au temps de Nicéphore Phocas», (το κάστρο των Φιλίππων, στα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά) και δημοσιεύθηκε στο Bulletin de correspondance hellénique. Τόμο 61 (1937), σελίδες 103-108.
ΤΟ
ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΦΩΚΑ
Το
ενδιαφέρον του κειμένου, που δημοσιεύεται εδώ, είναι, πρώτα απ’ όλα, ότι
πρόκειται για την μοναδική, βυζαντινή επιγραφή, που βρέθηκε μέχρι τώρα (εννοεί
το έτος 1937) στους Φιλίππους, εκτός από την πρωτοβουλγαρική επιγραφή του Direkler
(σήμερα, Βασιλική Β’). Το γεγονός θα φανεί μοναδικό: οι Φίλιπποι ήταν σίγουρα
στον Μεσαίωνα ένα σημαντικό μέρος, όπως μαρτυρούν οι εκκλησιαστικές notitiae,
οι χρονικογράφοι, τα ίδια τα αποτελέσματα των ανασκαφών. Αλλά τα ερείπια είναι
βουβά, όπως εκείνα τόσων άλλων, βυζαντινών πόλεων.
Η
επιγραφή δεν βρέθηκε στην ανασκαφή, ούτε καν στο εσωτερικό των τειχών, αλλά στο
σύγχρονο χωριό Raktcha (Κρηνίδες), στους πρόποδες της ακρόπολης, στην
βορειοανατολική πλευρά: Το μάρμαρό της είχε χρησιμεύσει ως ακρογωνιαίος λίθος, στον
κατασκευαστή ενός σύγχρονου σπιτιού. Αλλά είναι προφανές, μολονότι το ίδιο το
κείμενο δεν το έδειχνε από την πρώτη γραμμή, ότι προέρχεται από το κάστρο, δηλαδή
από τις οχυρώσεις, που στεφανώνουν την ακρόπολη και σχηματίζουν, στην κορυφή,
μια τελευταία οχύρωση. Αυτό το «κάστρο» των Φιλίππων ερευνήθηκε και μελετήθηκε
από τον M. Ducoux……. Θα περιοριστώ εδώ, στο να κάνω γνωστό το μοναδικό κείμενο,
που δίνει λίγη ζωή σ’ αυτά τα ερείπια, ενώ, παράλληλα, παρέχει μια ακριβή
χρονολόγησή τους.
Φαίνεται αμέσως ότι το κενό στα αριστερά είναι περίπου ίσο με το κείμενο που διασώθηκε: Η επιγραφή είτε ήταν χαραγμένη πάνω σ’ ένα μόνο λίθο (μπλοκ), ο οποίος έσπασε στη μέση, είτε ήταν χαραγμένη πάνω σε δύο πέτρες με ίδιες διαστάσεις, από τις οποίες έχουμε μόνο την δεξιά. Η πέτρα ή οι πέτρες πρέπει να ήταν ενσωματωμένες σε τοίχο ή πάνω από μια πύλη των οικοδομημάτων, των οποίων το κείμενο μνημονεύει την ολοκλήρωση. Στην πρώτη γραμμή, μάλιστα, πρέπει ν’ αποκαταστήσουμε ένα τύπο, που να υποδεικνύει τη φύση της εργασίας που εκτελέστηκε. Αυτό θα μπορούσε να είναι εύκολο, αν δεχτούμε ότι οι εργασίες είχαν εκτελεστεί στο συγκρότημα των κατασκευών που συγκροτούν το κάστρο, [εγένετο (ετελειώθη κλπ.) το έργον του κάσ]τρου Φιλήπο (αντί Φιλίππων), ή κάποιον ανάλογο τύπο (φόρμουλα). Αν επρόκειτο, αντίθετα, για μια καθορισμένη κατασκευή, θα μπορούσαμε να έχουμε, για παράδειγμα [εκτίσθη (ανεκαινίσθη, ανηγέρθη, ανωκοδομήθη κλπ.) ο πύργος (ή πύλη, τα τείχη κλπ.) του κάσ]τρου, με ή χωρίς κάποιον από τους συνήθεις τύπους «εκ βάθρων», «εκ θεμελίων». Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τις εικασίες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σκοπός της επιγραφής ήταν η υπενθύμιση των σημαντικών, αναμφίβολα, εργασιών, που έγιναν στις οχυρώσεις που στεφανώνουν την ακρόπολη των Φιλίππων.
Με
(την λέξη) «επί» αρχίζει ο τύπος που παρείχε τα ονόματα των αυτοκρατόρων που
βασίλευαν (τότε). Αυτός ο τύπος κατέλαβε τουλάχιστον ολόκληρη τη δεύτερη γραμμή
και η αποκατάσταση, σχεδόν σίγουρη, δίνει τόσο το μήκος του κενού, όσο και την
ημερομηνία:
…επί
[των
φιλοχρίστων δεσποτών Νικηφ]όρου Βασιλ(είου) κ(αι) Κων(σταντίνου).
Πρόκειται
για το Νικηφόρο Φωκά, που είχε ως συμβασιλείς, κατά τα έξι χρόνια της βασιλείας
του, δύο παιδιά, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο, γιους του Ρωμανού Β’ και της
Θεοφανούς, τους μελλοντικούς αυτοκράτορες Βασίλειο Β' και Κωνσταντίνο Η'. Ο
τύπος είναι λοιπόν σωστός και ενδιαφέρων, λόγω των λίγων παραδειγμάτων αυτού
του είδους, που έχουμε: δεν γνωρίζω άλλη επιγραφή ή επίσημο έγγραφο, που ν’
αναφέρει τους τρεις αυτοκράτορες, κατά σειρά προτεραιότητας, και τα νομίσματα,
που μερικές φορές φέρουν τα ονόματα του Νικηφόρου και του Βασιλείου, δεν μας
παρέδωσαν ποτέ, μέχρι τώρα, γι’ αυτή την
περίοδο, το όνομα του Κωνσταντίνου. Η επιγραφή χαράχθηκε μεταξύ 16 Αυγούστου
963, ημερομηνία έλευσης του Νικηφόρου και 10 Δεκεμβρίου 969, ημερομηνία κατά
την οποία αυτός δολοφονήθηκε, από τον Ιωάννη Τζιμισκή.
Το
κείμενο ονοματίζει, στις γραμμές 3 και 4, τις προσωπικότητες, με τις διαταγές
και τις φροντίδες των οποίων είχαν εκτελεστεί οι εργασίες. Δεν μπορούμε να
κάνουμε συγκεκριμένες συμπληρώσεις, (η χρήση συντομογραφιών και συνδέσμων καθιστά επίσης αδύνατη την ακριβή εκτίμηση), αλλά
είναι σαφές ότι στην τρίτη γραμμή κατονομαζόταν ο στρατηγός του θέματος και ότι
το όνομά του ήταν Ρωμανός: [σ]τρατιγεύοντ(ος) 'Ρωμα[νού]. Έπρεπε επίσης να καταδειχθεί
η θέση του στην στρατιωτική ιεραρχία: Ήταν αναμφίβολα αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος
ή ίσως μόνο σπαθάριος, που συνήθως γραφόταν, εν συντομία, ως Β'ΑΣΠΑΘ. Σημειώνουμε
τη χρήση, αντί του συνήθους όρου «στρατηγός», του σπάνιου ρήματος στρατηγεύω, το
οποίο, άλλωστε, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος χρησιμοποιεί ακριβώς με την
έννοια του «ασκώ το λειτούργημα του στρατηγού» (μιλώντας για έναν στρατηγό του Θέματος
της Χαλδίας, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει: To πρώτον αυτού στρατηγεύοντος εν Χαλδία (
De
adm.
imp., εκδόσεις Βόννης, σελ. 200). Τίποτα δεν μας επιτρέπει ν’ αποκαταστήσουμε στην
επιγραφή το όνομα του Θέματος, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ήταν το θέμα
του Στρυμόνος, ενός από εκείνα τα Θέματα, των οποίων η ιστορία είναι ελάχιστα γνωστή.
Αυτό
(το Θέμα Στρυμόνος) ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία Θεμάτων περιορισμένης
εμβέλειας, που δημιουργήθηκε για ειδικούς, πολιτικούς ή στρατιωτικούς λόγους —
εδώ, την ανάγκη συγκράτησης της σλαβικής επέκτασης — και τα οποία, πριν
συγκροτηθούν σε κανονικά Θέματα, ήταν, για κάποιο χρονικό διάστημα, μόνο συνοριακές
περιοχές, «αρχοντίαι» ή «κλεισούραι», που είχαν αποκοπεί από κάποια γειτονική
περιφέρεια και είχαν τεθεί υπό την εξουσία ενός συγκεκριμένου, στρατιωτικού ηγέτη.
Ο F. Dvornik διαπίστωσε ότι μεταξύ 831 και 838 ο Καίσαρας Αλέξης Μοσελέ, γαμπρός
του αυτοκράτορα Θεόφιλου, διοικούσε την Χριστόπολη και του είχε ανατεθεί, στην
περιοχή αυτή, κάποια ειδική, στρατιωτική αποστολή, σε σχέση, αναμφίβολα, με την
εξέγερση των σλαβικών φυλών κοντά στη Θεσσαλονίκη (F. Dvornik, La vie de saint Grégoire le Décapolite
et les Slaves Macédoniens du ixe siècle, Travaux publiés par l'Institut d' Études Slaves, V, Paris, 1926, σελ. 36 επ. δείτε το κείμενο του Βίου, § 18-19).Αυτή
είναι ίσως η προέλευση του θέματος Στρυμόνα, το οποίο, το «τακτικόν Uspenskij»,
που συντάχθηκε στο δεύτερο τέταρτο του ένατου αιώνα, δεν γνωρίζει ακόμη, αλλά το
οποίο εμφανίζεται στο «Κλητορολόγιον Φιλοθέου», που γράφτηκε το 899. Την εποχή,
στην οποία ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει την πραγματεία του για τις
επαρχίες, το θέμα του Στρυμόνα υφίσταται και αυτό επιβεβαιώνεται από επιγραφή
από τη Χριστόπολη, χρονολογούμενη στο 926, που αναφέρει τον στρατηγό Βασίλειο
Κλάδονα (S. Reinach, La
reconstruction des murs de Cavalla au xe siècle, BCH, VI, 1882, σελ. 267-275.
Αυτή η ενδιαφέρουσα επιγραφή φαίνεται ότι παραμένει άγνωστη στους ιστορικούς).
Αλλά είναι, φαίνεται, αρκετά πρόσφατο: ακόμα θυμόμαστε την εποχή που αυτό δεν
ήταν παρά μια κλεισούρα, αποτελούμενη από περιοχές, που ίσως αποσπάστηκαν από
το γειτονικό Θέμα της Μακεδονίας. Τουλάχιστον έτσι πρέπει να ερμηνευτεί, κατά
τη γνώμη μου, η φράση του «de thematibus»: «το δε θέμα του Στρυμόνος τή Μακεδονία συντέτακται, και ουδαμού τούτου
λόγος εστί περί θέματος αλλ' εις κλεισούρας τάξιν λελόγισται», (De thematibus,
éd. Bonn, p. 50). Τέλος, η επιγραφή των Φιλίππων
πιστοποιεί ότι, στην εποχή του Νικηφόρου Φωκά, το θέμα, απόλυτα οργανωμένο,
διέθετε στρατηγό και τουρμάρχη. Δυστυχώς, τα όρια του θέματος δεν είναι πουθενά
καθορισμένα κι έχει γίνει πολλή συζήτηση για την έκτασή του. Ο Tafel θεωρούσε
ότι αυτό εκτεινόταν από τον Στρυμόνα έως την Μαρίτσα (Έβρο) (Constantin Porphyrogénète, De provinciis regni byzantini,Tubingen, 1847, εισαγωγή.). Ο Rambaud, αντίθετα, (The Greek Empire in the Xth Century, Παρίσι, 1870, σελ.
266-267), το περιόριζε στην ορεινή χώρα κοντά στον Στρυμόνα, χωρίς καν να
δέχεται ότι έφτανε μέχρι τη θάλασσα, με τις παράκτιες περιοχές ν’ αποτελούν
μέρος μάλλον του Θέματος Θεσσαλονίκης. Η γνώμη αυτή, την οποία καθόλου δεν υποστηρίζει
το κείμενο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, το οποίο (ο προαναφερθείς) επικαλείται
συχνά, ακολουθείται από τον G. Schlumberger
(Sigillography, σελ. 108. Δείτε επίσης: Ένας βυζαντινός αυτοκράτορας τον δέκατο αιώνα.
Νικηφόρος Φωκάς, σελ. 326-327_ και από τον A. Vogt, (Βασίλειος Α' Αυτοκράτορας
του Βυζαντίου, Παρίσι, 1908, σελ. 186-187). Ωστόσο, ήδη από το 1882, ο S.
Reinach είχε δημοσιεύσει την επιγραφή του 926, που αναφέρθηκε παραπάνω, η οποία
αναφέρει την ανακατασκευή των τειχών της Χριστοπόλεως, από τον στρατηγό του
Στρυμόνα: Εκείνη την εποχή, λοιπόν, το Θέμα του Στρυμόνα ήδη εκτεινόταν μέχρι
την θάλασσα. Οι Φίλιπποι είναι στην ενδοχώρα, μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα από τη
Χριστόπολη (Cavalla) και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ρωμαίος στρατηγός της
επιγραφής των Φιλίππων είναι ένας από τους διαδόχους του στρατηγού Βασιλείου
Κλάδωνος, της επιγραφής της Χριστοπόλεως. Η σχετική αναφορά είναι ακόμη πιο
πολύτιμη, διότι οι γνωστοί από τα έγγραφα αξιωματούχοι αυτού του Θέματος είναι
ακόμη ολιγάριθμοι. Μερικοί δικαστές είναι γνωστοί από τις σφραγίδες τους (G.
Schlumberger, Sigillography, p. 108-109. Mélanges d'Archéologie, σελ. 216-217 (repris par Konstantopoulos, Catalogue, n°
11), ή από τα αρχεία που σώζονται στις μονές του Άθωνος,
τα οποία είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, λόγω των αναφορών που κάνουν στις περιοχές
τις καλούμενες Στρυμόνος ή Βολερού και Στρυμόνος ή, τέλος, Βολερού, Στρυμόνος και
Θεσσαλονίκης. Στην πραγματικότητα, από στρατηγούς δεν γνωρίζαμε, πιστεύω, εκτός
από τον Βασίλειο Κλάδωνα, παρά μόνο κάποιον Λύκαστο, του οποίου η σφραγίδα
δημοσιεύτηκε πρόσφατα από τον V. Laurent (Βyz. Zeit., XXXIII, 1933, σελ. 350-351).
Η
τέταρτη σειρά μας έχει διασώσει τη μνεία του τουρμάρχη, ο οποίος είχε επιβλέψει,
πραγματικά, τις εργασίες: έπιστα(τούντος)
Λέωντ(ος) τουρμάρχ(ου). Αυτή είναι η πρώτη μνεία ενός τουρμάρχη
για το Θέμα (αυτό) και η παρουσία αυτού του σημαντικού αξιωματούχου, που ήταν
(στην ιεραρχία αμέσως) μετά τον στρατηγό, δείχνει ξεκάθαρα ότι το Θέμα είχε μια
κανονική οργάνωση. Η επιγραφή θα μπορούσε να τελειώσει στην πέμπτη γραμμή, (που
είναι), δυστυχώς, πολύ ακρωτηριασμένη και για την οποία φαίνεται ότι ο χαράκτης
δεν είχε αφήσει κενό χώρο: Διαβάζουμε μόνο «TOY», που ακολουθείται από τα
υπολείμματα δύο αβέβαιων γραμμάτων και βλέπουμε ότι η γραμμή ξεκινούσε από εκεί
και ότι δεν υπήρχε τίποτα στ’ αριστερά του «TOY». Θα περίμενε κανείς, σε αυτό
το σημείο, είτε την ένδειξη του βαθμού του τουρμάρχου, που έπρεπε να είναι σπαθαροκανδιδάτος
και όχι σπαθάριος, το επώνυμό του, ή, έστω, το όνομα του στρατιωτικού σώματος ή
της περιοχής που διοικούσε. Ωστόσο, εγώ θα πίστευα πιο πρόθυμα ότι ο χαράκτης,
πολύ απλά είχε εδώ συμπληρώσει την λέξη «επιστατούντος», την οποία είχε χαράξει
μόνο ατελώς (ελλιπώς) στην προηγούμενη γραμμή και χωρίς να υποδείξει, με μία
από τις συνήθεις μεθόδους, την ισχυρή συντομογραφία, με την οποία το απέδωσε.
Θα
σημειώσει κανείς ότι δεν βρήκαμε σ’ αυτό το κείμενο την ημερομηνία από κτήσεως κόσμου.
Αυτή θα μπορούσε να λείπει, αλλά θα παραδεχθούμε επίσης ότι αυτή κατελάμβανε,
με ή χωρίς την ένδειξη, την αρχή της τρίτης γραμμής. Οδηγούμαστε, έτσι, στο να
προτείνουμε, για το σύνολο της επιγραφής, την αποκατάσταση που ακολουθεί, η
οποία δίνεται μόνο ως δοκιμαστική και δεν αποκλείει πολλές άλλες, εξίσου
εύλογες εικασίες (υποθέσεις):
Έτελειώθη το έργον τού κάστρου Φιλήπο επί
των φιλοχρίστων δεσποτών Νικηφόρου Βασιλείου και
Κωνσταντίνου
έτους κτίσεως κόσμου ,SYO' στρατιγεύοντος
'Ρωμα-
νού του βασιλικού πρωτοσπαθαρίου επιστατούντος
Αέωντος τουρμάρχου.
Από ιστορικής σκοπιάς, πρέπει να θυμηθούμε την ειρήνη που, το 927, ο Ρωμανός Λεκαπηνός είχε συνάψει με τους Βουλγάρους. Αυτή έβαλε τέλος σε μια πολύ μακρά σειρά καταστροφικών πολέμων, για την περιοχή που μας ενδιαφέρει, σε (μια σειρά από) ατελείωτες εισβολές. Εγκαινίασε μια ειρήνη διάρκειας σχεδόν σαράντα ετών, χάρη στην οποία η Μακεδονία κατάφερε ν’ ανακτήσει την ευημερία της. Το Βυζάντιο αγόρασε ακριβά αυτή την ειρήνη, δεσμεύτηκε ιδιαίτερα να πληρώνει, κάθε χρόνο, στον Βούλγαρο Τσάρο, ένα βαρύ φόρο προστασίας, (τιμής). Ωστόσο, αυτές οι συνθήκες παρέμειναν, μέχρι την ημέρα που ο Νικηφόρος Φωκάς, νικητής των Αράβων, πίστεψε ότι μπορούσε ν’ ξαναρχίσει τον αγώνα κατά των Βουλγάρων. Από το τέλος του έτους 965, οι πρεσβευτές του Τσάρου Πέτρου, που είχαν έρθει να ζητήσουν τον ετήσιο φόρο, προσβλήθηκαν και βάναυσα διώχθηκαν από τον αυτοκράτορα και το 966 ο Νικηφόρος Φωκάς εισέβαλε στη νότια Βουλγαρία και κατέλαβε τα συνοριακά κάστρα. Για διάφορους λόγους, δεν επρόκειτο να συνεχίσει ο ίδιος τον αγώνα, αφήνοντας στους διαδόχους του, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασίλειο Β', τη δόξα της οριστικής κατατρόπωσης της βουλγαρικής δύναμης: Είναι, πάντως, αυτός που σκόπιμα κατέλυσε την ειρήνη και ξεκίνησε τις εχθροπραξίες. Είναι απαραίτητο, αναμφίβολα, να συνδυάσουμε τις εργασίες που έγιναν στο κάστρο των Φιλίππων, που βρισκόταν πολύ κοντά στα βουλγαρικά σύνορα, με αυτή τη νέα πολιτική και με την εκστρατεία του 966.