Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

 

ΜΙΑ ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Ο Πωλ Εμίλ Λεμέρλ (Paul Émile Lemerle, 11 Απριλίου 1903 - 17 Ιουλίου 1989), ήταν ένας από τους διαπρεπέστερους βυζαντινολόγους. Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1903. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι διορίστηκε μέλος και αργότερα γραμματέας της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών για την περίοδο 1931-1941. Την περίοδο αυτή συμμετείχε σε ανασκαφές, με κυριότερη αυτή στους Φιλίππους. Διετέλεσε διευθυντής σπουδών στην École Pratique des Hautes Études (1947-1967), καθηγητής στη Σορβόννη (1958-1967) και στο Κολέγιο της Γαλλίας (1967-1973), διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας και του Πολιτισμού του Βυζαντίου, πρόεδρος (1961-1971) της Διεθνούς Ενώσεως Βυζαντινών Σπουδών. Επίσης υπήρξε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της Ακαδημίας της Βιέννης και επίτιμος διδάκτωρ πολλών πανεπιστημίων, μεταξύ αυτών των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. Πέθανε το 1989.Ανάμεσα στις πολυάριθμες δημοσιεύσεις του, πολλές από τις οποίες αναφέρονται στους βυζαντινούς Φιλίππους, είναι και αυτή που μετέφρασα κι αναρτώ σήμερα. Έχει τίτλο «Le château de Philippes au temps de Nicéphore Phocas», (το κάστρο των Φιλίππων, στα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά) και δημοσιεύθηκε στο Bulletin de correspondance hellénique. Τόμο 61 (1937), σελίδες 103-108.


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΦΩΚΑ

Το ενδιαφέρον του κειμένου, που δημοσιεύεται εδώ, είναι, πρώτα απ’ όλα, ότι πρόκειται για την μοναδική, βυζαντινή επιγραφή, που βρέθηκε μέχρι τώρα (εννοεί το έτος 1937) στους Φιλίππους, εκτός από την πρωτοβουλγαρική επιγραφή του Direkler (σήμερα, Βασιλική Β’). Το γεγονός θα φανεί μοναδικό: οι Φίλιπποι ήταν σίγουρα στον Μεσαίωνα ένα σημαντικό μέρος, όπως μαρτυρούν οι εκκλησιαστικές notitiae, οι χρονικογράφοι, τα ίδια τα αποτελέσματα των ανασκαφών. Αλλά τα ερείπια είναι βουβά, όπως εκείνα τόσων άλλων, βυζαντινών πόλεων.

Η επιγραφή δεν βρέθηκε στην ανασκαφή, ούτε καν στο εσωτερικό των τειχών, αλλά στο σύγχρονο χωριό Raktcha (Κρηνίδες), στους πρόποδες της ακρόπολης, στην βορειοανατολική πλευρά: Το μάρμαρό της είχε χρησιμεύσει ως ακρογωνιαίος λίθος, στον κατασκευαστή ενός σύγχρονου σπιτιού. Αλλά είναι προφανές, μολονότι το ίδιο το κείμενο δεν το έδειχνε από την πρώτη γραμμή, ότι προέρχεται από το κάστρο, δηλαδή από τις οχυρώσεις, που στεφανώνουν την ακρόπολη και σχηματίζουν, στην κορυφή, μια τελευταία οχύρωση. Αυτό το «κάστρο» των Φιλίππων ερευνήθηκε και μελετήθηκε από τον M. Ducoux……. Θα περιοριστώ εδώ, στο να κάνω γνωστό το μοναδικό κείμενο, που δίνει λίγη ζωή σ’ αυτά τα ερείπια, ενώ, παράλληλα, παρέχει μια ακριβή χρονολόγησή τους.

Φαίνεται αμέσως ότι το κενό στα αριστερά είναι περίπου ίσο με το κείμενο που διασώθηκε: Η επιγραφή είτε ήταν χαραγμένη πάνω σ’ ένα μόνο λίθο (μπλοκ), ο οποίος έσπασε στη μέση, είτε ήταν χαραγμένη πάνω σε δύο πέτρες με ίδιες διαστάσεις, από τις οποίες έχουμε μόνο την δεξιά. Η πέτρα ή οι πέτρες πρέπει να ήταν ενσωματωμένες σε τοίχο ή πάνω από μια πύλη των οικοδομημάτων, των οποίων το κείμενο μνημονεύει την ολοκλήρωση. Στην πρώτη γραμμή, μάλιστα, πρέπει ν’ αποκαταστήσουμε ένα τύπο, που να υποδεικνύει τη φύση της εργασίας που εκτελέστηκε. Αυτό θα μπορούσε να είναι εύκολο, αν δεχτούμε ότι οι εργασίες είχαν εκτελεστεί στο συγκρότημα των κατασκευών που συγκροτούν το κάστρο, [εγένετο (ετελειώθη κλπ.) το έργον του κάσ]τρου Φιλήπο (αντί Φιλίππων), ή κάποιον ανάλογο τύπο (φόρμουλα). Αν επρόκειτο, αντίθετα, για μια καθορισμένη κατασκευή, θα μπορούσαμε να έχουμε, για παράδειγμα [εκτίσθη (ανεκαινίσθη, ανηγέρθη, ανωκοδομήθη κλπ.) ο πύργος (ή πύλη, τα τείχη κλπ.) του κάσ]τρου, με ή χωρίς κάποιον από τους συνήθεις τύπους «εκ βάθρων», «εκ θεμελίων». Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τις εικασίες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σκοπός της επιγραφής ήταν η υπενθύμιση των σημαντικών, αναμφίβολα, εργασιών, που έγιναν στις οχυρώσεις που στεφανώνουν την ακρόπολη των Φιλίππων.

Με (την λέξη) «επί» αρχίζει ο τύπος που παρείχε τα ονόματα των αυτοκρατόρων που βασίλευαν (τότε). Αυτός ο τύπος κατέλαβε τουλάχιστον ολόκληρη τη δεύτερη γραμμή και η αποκατάσταση, σχεδόν σίγουρη, δίνει τόσο το μήκος του κενού, όσο και την ημερομηνία:

…επί

[των φιλοχρίστων δεσποτών Νικηφ]όρου Βασιλ(είου) κ(αι) Κων(σταντίνου).

Πρόκειται για το Νικηφόρο Φωκά, που είχε ως συμβασιλείς, κατά τα έξι χρόνια της βασιλείας του, δύο παιδιά, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο, γιους του Ρωμανού Β’ και της Θεοφανούς, τους μελλοντικούς αυτοκράτορες Βασίλειο Β' και Κωνσταντίνο Η'. Ο τύπος είναι λοιπόν σωστός και ενδιαφέρων, λόγω των λίγων παραδειγμάτων αυτού του είδους, που έχουμε: δεν γνωρίζω άλλη επιγραφή ή επίσημο έγγραφο, που ν’ αναφέρει τους τρεις αυτοκράτορες, κατά σειρά προτεραιότητας, και τα νομίσματα, που μερικές φορές φέρουν τα ονόματα του Νικηφόρου και του Βασιλείου, δεν μας παρέδωσαν ποτέ, μέχρι τώρα,  γι’ αυτή την περίοδο, το όνομα του Κωνσταντίνου. Η επιγραφή χαράχθηκε μεταξύ 16 Αυγούστου 963, ημερομηνία έλευσης του Νικηφόρου και 10 Δεκεμβρίου 969, ημερομηνία κατά την οποία αυτός δολοφονήθηκε, από τον Ιωάννη Τζιμισκή.

Το κείμενο ονοματίζει, στις γραμμές 3 και 4, τις προσωπικότητες, με τις διαταγές και τις φροντίδες των οποίων είχαν εκτελεστεί οι εργασίες. Δεν μπορούμε να κάνουμε συγκεκριμένες συμπληρώσεις, (η χρήση συντομογραφιών και συνδέσμων  καθιστά επίσης αδύνατη την ακριβή εκτίμηση), αλλά είναι σαφές ότι στην τρίτη γραμμή κατονομαζόταν ο στρατηγός του θέματος και ότι το όνομά του ήταν Ρωμανός: [σ]τρατιγεύοντ(ος) 'Ρωμα[νού]. Έπρεπε επίσης να καταδειχθεί η θέση του στην στρατιωτική ιεραρχία: Ήταν αναμφίβολα αυτοκρατορικός πρωτοσπαθάριος ή ίσως μόνο σπαθάριος, που συνήθως γραφόταν, εν συντομία, ως Β'ΑΣΠΑΘ. Σημειώνουμε τη χρήση, αντί του συνήθους όρου «στρατηγός», του σπάνιου ρήματος στρατηγεύω, το οποίο, άλλωστε, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος χρησιμοποιεί ακριβώς με την έννοια του «ασκώ το λειτούργημα του στρατηγού» (μιλώντας για έναν στρατηγό του Θέματος της Χαλδίας, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει: To πρώτον αυτού στρατηγεύοντος εν Χαλδία ( De adm. imp., εκδόσεις Βόννης, σελ. 200). Τίποτα δεν μας επιτρέπει ν’ αποκαταστήσουμε στην επιγραφή το όνομα του Θέματος, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ήταν το θέμα του Στρυμόνος, ενός από εκείνα τα Θέματα, των οποίων η ιστορία είναι ελάχιστα γνωστή.

Αυτό (το Θέμα Στρυμόνος) ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία Θεμάτων περιορισμένης εμβέλειας, που δημιουργήθηκε για ειδικούς, πολιτικούς ή στρατιωτικούς λόγους — εδώ, την ανάγκη συγκράτησης της σλαβικής επέκτασης — και τα οποία, πριν συγκροτηθούν σε κανονικά Θέματα, ήταν, για κάποιο χρονικό διάστημα, μόνο συνοριακές περιοχές, «αρχοντίαι» ή «κλεισούραι», που είχαν αποκοπεί από κάποια γειτονική περιφέρεια και είχαν τεθεί υπό την εξουσία ενός συγκεκριμένου, στρατιωτικού ηγέτη. Ο F. Dvornik διαπίστωσε ότι μεταξύ 831 και 838 ο Καίσαρας Αλέξης Μοσελέ, γαμπρός του αυτοκράτορα Θεόφιλου, διοικούσε την Χριστόπολη και του είχε ανατεθεί, στην περιοχή αυτή, κάποια ειδική, στρατιωτική αποστολή, σε σχέση, αναμφίβολα, με την εξέγερση των σλαβικών φυλών κοντά στη Θεσσαλονίκη (F. Dvornik, La vie de saint Grégoire le Décapolite et les Slaves Macédoniens du ixe siècle, Travaux publiés par l'Institut d' Études Slaves, V, Paris, 1926, σελ. 36 επ. δείτε το κείμενο του Βίου, § 18-19).Αυτή είναι ίσως η προέλευση του θέματος Στρυμόνα, το οποίο, το «τακτικόν Uspenskij», που συντάχθηκε στο δεύτερο τέταρτο του ένατου αιώνα, δεν γνωρίζει ακόμη, αλλά το οποίο εμφανίζεται στο «Κλητορολόγιον Φιλοθέου», που γράφτηκε το 899. Την εποχή, στην οποία ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει την πραγματεία του για τις επαρχίες, το θέμα του Στρυμόνα υφίσταται και αυτό επιβεβαιώνεται από επιγραφή από τη Χριστόπολη, χρονολογούμενη στο 926, που αναφέρει τον στρατηγό Βασίλειο Κλάδονα (S. Reinach, La reconstruction des murs de Cavalla au xe siècle, BCH, VI, 1882, σελ. 267-275. Αυτή η ενδιαφέρουσα επιγραφή φαίνεται ότι παραμένει άγνωστη στους ιστορικούς). Αλλά είναι, φαίνεται, αρκετά πρόσφατο: ακόμα θυμόμαστε την εποχή που αυτό δεν ήταν παρά μια κλεισούρα, αποτελούμενη από περιοχές, που ίσως αποσπάστηκαν από το γειτονικό Θέμα της Μακεδονίας. Τουλάχιστον έτσι πρέπει να ερμηνευτεί, κατά τη γνώμη μου, η φράση του «de thematibus»: «το δε θέμα του Στρυμόνος τή Μακεδονία συντέτακται, και ουδαμού τούτου λόγος εστί περί θέματος αλλ' εις κλεισούρας τάξιν λελόγισται», (De thematibus, éd. Bonn, p. 50). Τέλος, η επιγραφή των Φιλίππων πιστοποιεί ότι, στην εποχή του Νικηφόρου Φωκά, το θέμα, απόλυτα οργανωμένο, διέθετε στρατηγό και τουρμάρχη. Δυστυχώς, τα όρια του θέματος δεν είναι πουθενά καθορισμένα κι έχει γίνει πολλή συζήτηση για την έκτασή του. Ο Tafel θεωρούσε ότι αυτό εκτεινόταν από τον Στρυμόνα έως την Μαρίτσα (Έβρο) (Constantin Porphyrogénète, De provinciis regni byzantini,Tubingen, 1847, εισαγωγή.). Ο Rambaud, αντίθετα, (The Greek Empire in the Xth Century, Παρίσι, 1870, σελ. 266-267), το περιόριζε στην ορεινή χώρα κοντά στον Στρυμόνα, χωρίς καν να δέχεται ότι έφτανε μέχρι τη θάλασσα, με τις παράκτιες περιοχές ν’ αποτελούν μέρος μάλλον του Θέματος Θεσσαλονίκης. Η γνώμη αυτή, την οποία καθόλου δεν υποστηρίζει το κείμενο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, το οποίο (ο προαναφερθείς) επικαλείται συχνά, ακολουθείται από τον G. Schlumberger  (Sigillography, σελ. 108. Δείτε επίσης:  Ένας βυζαντινός αυτοκράτορας τον δέκατο αιώνα. Νικηφόρος Φωκάς, σελ. 326-327_ και από τον A. Vogt, (Βασίλειος Α' Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Παρίσι, 1908, σελ. 186-187). Ωστόσο, ήδη από το 1882, ο S. Reinach είχε δημοσιεύσει την επιγραφή του 926, που αναφέρθηκε παραπάνω, η οποία αναφέρει την ανακατασκευή των τειχών της Χριστοπόλεως, από τον στρατηγό του Στρυμόνα: Εκείνη την εποχή, λοιπόν, το Θέμα του Στρυμόνα ήδη εκτεινόταν μέχρι την θάλασσα. Οι Φίλιπποι είναι στην ενδοχώρα, μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα από τη Χριστόπολη (Cavalla) και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ρωμαίος στρατηγός της επιγραφής των Φιλίππων είναι ένας από τους διαδόχους του στρατηγού Βασιλείου Κλάδωνος, της επιγραφής της Χριστοπόλεως. Η σχετική αναφορά είναι ακόμη πιο πολύτιμη, διότι οι γνωστοί από τα έγγραφα αξιωματούχοι αυτού του Θέματος είναι ακόμη ολιγάριθμοι. Μερικοί δικαστές είναι γνωστοί από τις σφραγίδες τους (G. Schlumberger, Sigillography, p. 108-109. Mélanges d'Archéologie, σελ. 216-217 (repris par Konstantopoulos, Catalogue, n° 11),  ή από τα αρχεία που σώζονται στις μονές του Άθωνος, τα οποία είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, λόγω των αναφορών που κάνουν στις περιοχές τις καλούμενες Στρυμόνος ή Βολερού και Στρυμόνος ή, τέλος, Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης. Στην πραγματικότητα, από στρατηγούς δεν γνωρίζαμε, πιστεύω, εκτός από τον Βασίλειο Κλάδωνα, παρά μόνο κάποιον Λύκαστο, του οποίου η σφραγίδα δημοσιεύτηκε πρόσφατα από τον V. Laurent (Βyz. Zeit., XXXIII, 1933, σελ. 350-351).

Η τέταρτη σειρά μας έχει διασώσει τη μνεία του τουρμάρχη, ο οποίος είχε επιβλέψει, πραγματικά, τις εργασίες: έπιστα(τούντος) Λέωντ(ος) τουρμάρχ(ου). Αυτή είναι η πρώτη μνεία ενός τουρμάρχη για το Θέμα (αυτό) και η παρουσία αυτού του σημαντικού αξιωματούχου, που ήταν (στην ιεραρχία αμέσως) μετά τον στρατηγό, δείχνει ξεκάθαρα ότι το Θέμα είχε μια κανονική οργάνωση. Η επιγραφή θα μπορούσε να τελειώσει στην πέμπτη γραμμή, (που είναι), δυστυχώς, πολύ ακρωτηριασμένη και για την οποία φαίνεται ότι ο χαράκτης δεν είχε αφήσει κενό χώρο: Διαβάζουμε μόνο «TOY», που ακολουθείται από τα υπολείμματα δύο αβέβαιων γραμμάτων και βλέπουμε ότι η γραμμή ξεκινούσε από εκεί και ότι δεν υπήρχε τίποτα στ’ αριστερά του «TOY». Θα περίμενε κανείς, σε αυτό το σημείο, είτε την ένδειξη του βαθμού του τουρμάρχου, που έπρεπε να είναι σπαθαροκανδιδάτος και όχι σπαθάριος, το επώνυμό του, ή, έστω, το όνομα του στρατιωτικού σώματος ή της περιοχής που διοικούσε. Ωστόσο, εγώ θα πίστευα πιο πρόθυμα ότι ο χαράκτης, πολύ απλά είχε εδώ συμπληρώσει την λέξη «επιστατούντος», την οποία είχε χαράξει μόνο ατελώς (ελλιπώς) στην προηγούμενη γραμμή και χωρίς να υποδείξει, με μία από τις συνήθεις μεθόδους, την ισχυρή συντομογραφία, με την οποία το απέδωσε.

Θα σημειώσει κανείς ότι δεν βρήκαμε σ’ αυτό το κείμενο την ημερομηνία από κτήσεως κόσμου. Αυτή θα μπορούσε να λείπει, αλλά θα παραδεχθούμε επίσης ότι αυτή κατελάμβανε, με ή χωρίς την ένδειξη, την αρχή της τρίτης γραμμής. Οδηγούμαστε, έτσι, στο να προτείνουμε, για το σύνολο της επιγραφής, την αποκατάσταση που ακολουθεί, η οποία δίνεται μόνο ως δοκιμαστική και δεν αποκλείει πολλές άλλες, εξίσου εύλογες εικασίες (υποθέσεις):

Έτελειώθη το έργον τού κάστρου Φιλήπο επί

των φιλοχρίστων δεσποτών Νικηφόρου Βασιλείου και Κωνσταντίνου

έτους κτίσεως κόσμου ,SYO' στρατιγεύοντος 'Ρωμα-

νού του βασιλικού πρωτοσπαθαρίου επιστατούντος Αέωντος τουρμάρχου.

Από ιστορικής σκοπιάς, πρέπει να θυμηθούμε την ειρήνη που, το 927, ο Ρωμανός Λεκαπηνός είχε συνάψει με τους Βουλγάρους. Αυτή έβαλε τέλος σε μια πολύ μακρά σειρά καταστροφικών πολέμων, για την περιοχή που μας ενδιαφέρει, σε (μια σειρά από) ατελείωτες εισβολές. Εγκαινίασε μια ειρήνη διάρκειας σχεδόν σαράντα ετών, χάρη στην οποία η Μακεδονία κατάφερε ν’ ανακτήσει την ευημερία της. Το Βυζάντιο αγόρασε ακριβά αυτή την ειρήνη, δεσμεύτηκε ιδιαίτερα να πληρώνει, κάθε χρόνο, στον Βούλγαρο Τσάρο, ένα βαρύ φόρο προστασίας, (τιμής). Ωστόσο, αυτές οι συνθήκες παρέμειναν, μέχρι την ημέρα που ο Νικηφόρος Φωκάς, νικητής των Αράβων, πίστεψε ότι μπορούσε ν’ ξαναρχίσει τον αγώνα κατά των Βουλγάρων. Από το τέλος του έτους 965, οι πρεσβευτές του Τσάρου Πέτρου, που είχαν έρθει να ζητήσουν τον ετήσιο φόρο, προσβλήθηκαν και βάναυσα διώχθηκαν από τον αυτοκράτορα και το 966 ο Νικηφόρος Φωκάς εισέβαλε στη νότια Βουλγαρία και κατέλαβε τα συνοριακά κάστρα. Για διάφορους λόγους, δεν επρόκειτο να συνεχίσει ο ίδιος τον αγώνα, αφήνοντας στους διαδόχους του, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασίλειο Β', τη δόξα της οριστικής κατατρόπωσης της βουλγαρικής δύναμης: Είναι, πάντως, αυτός που σκόπιμα κατέλυσε την ειρήνη και ξεκίνησε τις εχθροπραξίες. Είναι απαραίτητο, αναμφίβολα, να συνδυάσουμε τις εργασίες που έγιναν στο κάστρο των Φιλίππων, που βρισκόταν πολύ κοντά στα βουλγαρικά σύνορα, με αυτή τη νέα πολιτική και με την εκστρατεία του 966.




























Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

 Μια μακρόχρονη, επιστημονική συζήτηση, για τον τρόπο τέλεσης της λατινικής γιορτής των νεκρών «Rosalia», στην ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων και, ειδικότερα, στην περιοχή του Παγγαίου.

 Θεόδωρος Δημοσθένους Λυμπεράκης

 Ο Θεόφραστος, ιστορικός και φυσιοδίφης του 4ου π.Χ. αιώνα, στην πραγματεία του «περί των φυτών», μιλώντας για τα ρόδα, επισήμανε ότι πάνω στο Παγγαίο όρος φύονταν, σε μεγάλη αφθονία, εκατόφυλλα ρόδα, εξαιρετικής ωραιότητας, τα οποία έπαιρναν οι κάτοικοι της πόλης των Φιλίππων και τα καλλιεργούσαν. Τα ρόδα αυτά μνημονεύουν, εκτός από τον Θεόφραστο και ο Αθήναιος και ο Πλίνιος και μια ιδέα τους μας παρέχουν τα μικρά, άγρια ρόδα, που μέχρι σήμερα σκορπίζουν το άρωμά τους στις χαμηλές πλαγιές του.

Ο Paul Perdrizet, καθηγητής αρχαιολογίας και ιστορίας της τέχνης, μέλος της γαλλικής, αρχαιολογικής σχολής των Αθηνών, (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1), στην εργασία του, με τίτλο: «Inscriptions de Philippes: Les Rosalies», που δημοσιεύθηκε το έτος 1900, παρατηρεί ότι «το ρόδο, με το να χρησιμοποιείται για το στεφάνωμα των νεκρών και των τάφων, απέκτησε ταφική σημασία (συμβολισμό), διότι, εν τέλει, επειδή ζει όσο κρατάει ένα πρωινό, συμβολίζει τον θάνατο».

Την ώρα του θανάτου, τόσο κατά την «πρόθεση», όσο και κατά την «εκφορά», αλλά και στην ταφική λατρεία, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν αδιακρίτως όλα τα ωραία, εποχικά άνθη και όχι μόνο τα ρόδα. Όταν πέθαινε ένα μέλος μιας αδελφότητας ή ενός συλλόγου, οι σύντροφοί του ανελάμβαναν την δαπάνη κατασκευής ενός στεφανιού, οι ελληνικές επιγραφές δεν αναφέρουν, όμως, ποτέ ότι αυτό το στεφάνι έπρεπε να είναι κατασκευασμένο από ρόδα.

Το αντίθετο συνέβαινε στην Ιταλία, όπου το ρόδο διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στη νεκρική λατρεία: Γι’ αυτό τον λόγο οι Ιταλιώτες αποκαλούσαν Ροζάλια ή dies rosationis (ημέρες ροδισμού) τις νεκρικές γιορτές τους. Εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα, κάθε οικογένεια, κάθε νεκρικός σύλλογος επισκεπτόταν τους τάφους των νεκρών του, σ’ αυτούς ερχόταν, προκειμένου να αποθέσει (profundere) τις προσφορές του (profusiones), καθώς και άνθη, κυρίως ρόδα κι εκεί τελούσε ένα γεύμα (escae), στο οποίο οι συνδαιτυμόνες ήταν στεφανωμένοι με ρόδα. Έτσι, οι προσφορές που τοποθετούνταν πάνω στον τάφο καλούνταν escae και rosae ή escae rosales (= γεύματα με ρόδα).

Τα Ροζάλια δεν ήταν, βέβαια, εξ αρχής γιορτή των νεκρών. Αρχικά είχαν κοσμικό χαρακτήρα, τελούμενα με συμπόσια, (ευωχίες),  ήταν μια γιορτή για την χαρά της ζωής και γι’ αυτό γιορτάζονταν στην καρδιά της άνοιξης, τότε που το υπέροχο αυτό άνθος πρωτανθίζει. Από τον 1ο αιώνα μ.Χ. και μετά, όμως, η τέλεση των Ροζαλίων έπαψε να είναι αυστηρά οικογενειακή γιορτή και περιήλθε στους νεκρικούς συλλόγους, που την γιόρταζαν ταυτόχρονα με τα Παρεντάλια.

Ειδικά στην Θράκη, το έθιμο αυτό, το οποίο περιγράφουν πολλές επιγραφές, ήταν έθιμο που το ανέθεταν στους θιάσους του Βάκχου  κι αυτό γιατί η λατρεία του Βάκχου της Θράκης είχε χθόνιο χαρακτήρα και σχετιζόταν με τις ιδέες για την αθανασία της ψυχής.

Αφότου ιδρύθηκε στους Φιλίππους, από τον Οκταβιανό Αύγουστο, το 30 π.Χ., η ομώνυμη, ρωμαϊκή αποικία, (η αρχαιότερη, ίσως από τις αποικίες της μετέπειτα κοσμοκράτειρας Ρώμης), οι επιφανείς Ρωμαίοι και οι Ιταλιώτες άποικοι που την επάνδρωσαν, τελούσαν τις ετήσιες, ιταλικές γιορτές «Rosalia» και «Parentalia». Ενώ, όμως, σε όλες τις γωνιές της απέραντης αυτοκρατορίας τα Ροζάλια φαίνεται ότι τελούνταν, με τον τρόπο που περιγράψαμε ότι τελούνταν από παλιά στην ιταλική χερσόνησο, στην περιοχή της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων είναι ασυνήθιστα μεγάλος ο αριθμός των επιτύμβιων επιγραφών, οι οποίες περιέχουν την ιδιαίτερη και ασυνήθιστη στις υπόλοιπες περιοχές της αυτοκρατορίας φράση «παρακαύσουσίν μοι ρόδοις» ή την παρόμοια «παρακαύσουσίν μοι παρενταλίοις», καθώς και τις αντίστοιχές τους στην λατινική γλώσσα, (τέσσερις, μάλιστα, τουλάχιστον απ’ αυτές βρέθηκαν στο Ποδοχώρι και στην Ελευθερούπολη του Δήμου Παγγαίου), μια φράση που γέννησε μια μακρόχρονη, επιστημονική διαμάχη, σχετικά με την ερμηνεία της.

Στο σημείο αυτό μνημονεύω πρώτη μια επιγραφή του 3ου- 4ου αιώνα μ.Χ., που βρέθηκε στη θέση «Παλιόπραβο», (σημερινό Χορτοκόπι) του Δήμου Παγγαίου, είναι γραμμένη σε σχιστολιθική πλάκα, βρίσκεται στο Μουσείο της Καβάλας και προήλθε από τη συλλογή του Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Σωφρονίου Σταμούλη, που βρισκόταν στο παλιό Μητροπολιτικό Μέγαρο  (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 2). Η επιγραφή έχει το εξής περιεχόμενο, που δείχνει, ακριβώς, τον κλασικό, ρωμαϊκό τρόπο τέλεσης των Ροζαλίων: «Dagus Zipyronis filia reliquit vicanis Scevenis*CXX ut ex usuris eorum vescantur quot {quot} annis rosis adalant(ur) quot si non fecer(int) turn dab(itur) poena vicanis Antheritanis*CCXXX» (Η Dagus, κόρη του Ζιπύρωνος, άφησε στη διαθήκη της το ποσό των εκατόν είκοσι δηναρίων στους κατοίκους της κώμης (vicani) Sceveni (Σκευηνούς), με τον όρο να διαθέτουν τους τόκους αυτού του ποσού για το συμπόσιο των ετησίων ροζαλίων. Σε περίπτωση που δεν τηρηθεί ο όρος της διαθήκης, οριζόταν ως ποινή (poena) η μεταφορά του ποσού, διπλασιασμένου, στους κωμήτες Antheritani (Ανθεριτηνούς, πρόκειται προφανώς για το όνομα του ρωμαϊκού οικισμού της Ελευθερούπολης), οι οποίοι όφειλαν ν’ αναλάβουν εκείνοι την εκτέλεση της διαθήκης).

Η επιστημονική συζήτηση, που έμελλε να διαρκέσει πάνω από μισό αιώνα, ξεκίνησε, όταν ο Leon Heuzey, καθηγητής ιστορίας και αρχαιολογίας στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 3), στο έργο που εξέδωσε το έτος 1876, μαζί με τον H. Daumet, αρχιτέκτονα της γαλλικής κυβέρνησης, με τίτλο «αρχαιολογική αποστολή στην Μακεδονία», αναφερόμενος στις σημαντικές επιγραφές που βρήκε στο χωριό Ρευσίλοβα (σημ. Χαριτωμένη Δράμας), όπου λατρευόταν ο θρακικός Βάκχος, με το τοπικής προέλευσης προσωνύμιο Ταζιβαστηνός (Tasibastenus), διαπίστωσε ότι στα βουνά της Ζίχνας η θρησκεία του Θράκα Βάκχου διατηρούσε, μέχρι τα μέσα της ρωμαϊκής εποχής, την παλιά δημοτικότητά της, ανάμεσα δε στους κατοίκους δημιουργούνταν ακόμη ιεροί  θίασοι, που ήταν ειδικά αφιερωμένοι στην λατρεία του θεού και οι οποίοι δέχονταν κληροδοτήματα, προκειμένου να τελούν κάθε χρόνο τα νεκρικά γεύματα, την ημέρα των Ροζαλίων.

Υπάρχει λόγος, λέει ο Heuzey, να υποθέσουμε ότι η γιορτή των Ρόδων δεν ήταν ασύνδετη προς την τοπική θρησκεία. Οι κάτοικοι της πεδιάδας των Φιλίππων καλλιεργούσαν στους κήπους τους τα εκατόφυλλα ρόδα, τα οποία ήταν φημισμένα στην αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος, που έγραψε σε μια εποχή που η μακεδονική αποικία είχε ιδρυθεί, σχεδόν ανάμεσα στα θρακικά φύλα, μας περιέγραψε ότι οι κάτοικοι των Φιλίππων έπαιρναν αυτή την ποικιλία ρόδων από το όρος Παγγαίο, το ιερό όρος, το οποίο ήταν κάτι σαν τον Όλυμπο, όσον αφορούσε τον Θράκα Βάκχο.

Στηριγμένος σ’ αυτό το σκεπτικό, ο Heuzey  εκφράζει την πεποίθηση ότι τα ρόδα του Παγγαίου ήταν αφιερωμένα στον Θράκα Βάκχο και ότι αυτά θα καλλιεργήθηκαν, ασφαλώς, αρχικά στους ιερούς κήπους που θα υπήρχαν γύρω από το φημισμένο μαντείο των Βησσών, πάνω στο Παγγαίο όρος, πιθανολογώντας ότι σ’ αυτό το γεγονός οφειλόταν η παρουσία του ρόδου  πάνω στα νομίσματα της Τραγίλου, (μιας πόλης, την οποία ανέσκαψε η κ. Χάιδω Κουκούλη στο Αηδονοχώρι της Βισαλτίας – Σερρών). Η καλλιέργεια του διπλού (εκατόφυλλου) ρόδου πέρασε, έτσι, κατά τον Heuzey, όπως κι εκείνη της αμπέλου, από την Ασία στην Ευρώπη, μέσω της Θράκης και της Μακεδονίας και αυτή η μεταφορά είχε, επίσης όπως και της αμπέλου,  θρησκευτικό χαρακτήρα, ο οποίος συνέδεσε αυτό το υπέροχο άνθος με την λατρεία των τοπικών θεοτήτων.

Πρώτος, την άποψη του Heuzey αντέκρουσε, στα 1900, ο καθηγητής Paul Perdrizet, στο έργο που προανέφερα, σύμφωνα με τον οποίο το ιταλικό έθιμο των Ροζαλίων μεταφέρθηκε στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στην Φρυγία και τη Βιθυνία της Μικράς Ασίας από το πλήθος των Ρωμαίων και των Ιταλιωτών, (αποίκων, στρατιωτών, εμπόρων κλπ.), που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές, οι οποίοι ήταν τόσοι πολλοί, ώστε δεν είναι περίεργο που εντοπίζονται στις πιο πάνω περιοχές τα ίχνη εθίμων που είχαν εισαχθεί από τη Δύση. Πέρα, όμως, απ’ αυτές τις λίγες περιπτώσεις, που εξηγούνται από την διασπορά των Ιταλιωτών στη Μικρά Ασία, ο Perdrizet επισημαίνει ότι οι πιο πολυάριθμες επιγραφές, έξω από την ιταλική χερσόνησο, που αναφέρονται στα Ροζάλια, προέρχονται από την μεγάλη αποικία των Φιλίππων, αναφερόμενος δε σ’ αυτές κι ερμηνεύοντάς τες, ξεκινά από μια θαυμάσια, επιτύμβια στήλη από το Ποδοχώρι του Παγγαίου, την οποία παρέδωσε στο Μουσείο του Λούβρου ο τότε, (1900), υποπρόξενος της Γαλλίας στην Καβάλλα, ονόματι Βουλγαρίδης, (την βλέπετε στην ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 4), η οποία απεικονίζει τα πορτραίτα μιας θρακικής οικογένειας του Παγγαίου, φέρει χαραγμένο το επιτύμβιο σύμβολο των Θρακών, δηλ. τον Θράκα ιππέα, που κυνηγάει κάπρο και περιέχει το ακόλουθο κείμενο διαθήκης: Καταλινπάν[ω] δε [μύστ)αις [Διονύσου δηνάρια ρκ'. Παρακαύσουσιν μοι ρόδοις κα[τ' έτος | . .]

Εν συνεχεία περιγράφει μια ακόμη επιτύμβια στήλη, την οποία αντέγραψε ο ίδιος το 1899, στην οικία του M. Wix, προξενικού πράκτορα της Αυστρο-Ουγγαρίας στην Καβάλλα και η οποία περιέχει επίσης την εξής διαθήκη: Μάντα ιδίω τέκνω | Σουδίω Παιβίλα΄ έτών κς' μνήμης χάριν. | Καταλείπω δε κου[π]ίασιν Καλπαπου|ρείτα(ι)ς * ρν'. Παρα|καύσουσιν δε άπαξ | του έτους ρόδοις.

Ο σοφός καθηγητής παραθέτει κι άλλες επιτύμβιες στήλες, σε λατινική κι ελληνική γλώσσα, όπως μια που βρέθηκε στην Προσωτσάνη, αρκετές που βρέθηκαν στην Χαριτωμένη της Δράμας κι άλλες που βρέθηκαν στην Αλιστράτη, στη Σέλιανη, (σημερινό χωριό Φίλιπποι) κλπ., στις οποίες φαίνεται να συνδέεται η γιορτή των Ροζαλίων με το ρήμα παρακαίειν ή το λατινικό αντίστοιχό του και αμέσως μετά σχολιάζει ως εξής την άποψη του Heuzey: «Βλέπει κανείς, στη σειρά των επιγραφών που μόλις εξετάσαμε, πόσο πολυάριθμοι ήταν οι νεκρικοί σύλλογοι στην επικράτεια της αποικίας των Φιλίππων. Σ’ αυτήν υπήρχαν τέτοιοι σύλλογοι σε κάθε χωριό, οι οποίοι αυξήθηκαν στην αυτοκρατορική περίοδο, είναι δε ενδιαφέρον να διαπιστώνει κάποιος ότι αυτοί οι σύλλογοι ήταν εξαιρετικά πολυάριθμοι στην πρώτη, ευρωπαϊκή πόλη, στην οποία ρίζωσε η νέα πίστη, (δηλ. στους Φιλίππους). Αν στην επιγραφή της Αλιστράτης και σ’ αυτές της Ρευσίλοβα προσθέσει κανείς κι αυτήν του Ποδοχωρίου, την οποία παραθέσαμε στην αρχή, θα μπορέσει να πιστέψει ότι πολλοί από αυτούς τους νεκρικούς συλλόγους της αποικίας των Φιλίππων βρίσκονταν υπό την προστασία του μεγάλου, αυτόχθονος Θεού. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Θράκας Διόνυσος (ΣΑΒΑΖΙΟΣ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 5) ήταν ουσιαστικά ένας θεός του Κάτω κόσμου. Το (βασικό) δόγμα της θρησκείας του ήταν αυτό της ανάστασης. Ο βλαστός του κλήματος του αμπελιού, του οποίου το φύλλωμα πεθαίνει κάθε φθινόπωρο, για να πρασινίσει πάλι την άνοιξη, ήταν για τους μύστες ένα σύμβολο ελπίδας. Αυτές τις ιδέες ο Ορφισμός πρέπει να πήρε από την Θράκη και να τις ενστάλαξε στην Ελλάδα. Υπάρχει, όμως, κάποια σχέση που συνδέει, όπως θέλει ο Ηeuzey, την θρησκεία του Θράκα Βάκχου με τα ροζάλια; Εγώ πιστεύω ότι αν η τέλεση των Ροζαλίων υπήρχε στους Φιλίππους, η Θράκη καμία σχέση δεν έχει μ’ αυτή. Πιστεύω ότι αυτή η τελετουργία, όπως και σε άλλα μέρη, έχει ιταλική προέλευση. Προτού ο Αύγουστος εγκαταστήσει αποίκους στους Φιλίππους, τα Ροζάλια πρέπει να ήταν εδώ άγνωστα. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, που ν’ αποδεικνύει ότι οι Θράκες προσέφεραν ρόδα στον Βάκχο τους. Κανένα κείμενο δεν κάνει λόγο, ούτε για ροδώνες πάνω στο Παγγαίο, αφιερωμένους στον Βάκχο. Όσο για την θρακική πόλη Τράγιλο, της οποίας τα νομίσματα του 5ου αιώνα π.Χ. φέρουν στην πίσω όψη τους ένα ανοιχτό ρόδο και στην μπροστά την κεφαλή του Ερμή, αυτή βρισκόταν πολύ μακριά από τους Φιλίππους, στην Βισαλτία, στην δεξιά όχθη του Στρυμόνα, κοντά στο κάστρο του Αηδονοχωρίου. Οι άποικοι, τους οποίους ο Αύγουστος εγκατέστησε στους Φιλίππους, μετέφεραν εδώ, από την Ιταλία, λατρείες και τελετές, οι οποίες έγιναν τελικά (λατρείες και τελετές) ενός μικτού πληθυσμού, που ήταν το αποτέλεσμα της ανάμειξης αυτών των Ιταλιωτών με τους Έλληνες των Φιλίππων και της Νεαπόλεως και με τους Θράκες των γύρω χωριών. Οι επιγραφές μας από την αποικία χρονολογούνται σχεδόν όλες στον 2ο αιώνα της Αυτοκρατορίας, δηλαδή περίπου 200 χρόνια μετά την ίδρυση της Col. Aug. Jul. Philippi. Αυτό το χρονικό διάστημα ήταν αρκετό για τον εκρωμαϊσμό των χωριών των αυτοχθόνων. Αναμφίβολα, στα απόμακρα κάστρα των κοιλάδων του Παγγαίου, η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε ως τοπικό ιδίωμα. Όμως οι Θεοί ήταν ιταλικής προέλευσης, Το ίδιο συνέβη και με τα έθιμα. Είναι αλήθεια πως συνέχιζαν να μετρούν πιο πολύ σε πλέθρα παρά με ζυγούς (jugères), τον χρόνο όμως τον μετρούσαν όχι με βάση το μακεδονικό ημερολόγιο, αλλά με βάση αυτό του Ακτίου. Το θρακικό σύμβολο του Ήρωα Ιππέα εξακολουθούσε να διακοσμεί τους τάφους των χωρικών, αλλ’ όμως τιμούσαν τους νεκρούς τους όπως στην Ιταλία, κατά την άνοιξη, με τις escae rosales, (γεύματα των Ροζαλίων), όπως επίσης τιμούσαν και τις επετείους της γέννησης ή του θανάτου τους», (Parentalia, τελετή των προγόνων).

12. Στο σημείο αυτό, ο σοφός καθηγητής, μιλώντας για την τελετή των Παρενταλίων, επικαλείται μια επιγραφή, που βρέθηκε στο Πράβι, στο δάπεδο του ναού του Αγίου Νικολάου, κοντά στο βαπτιστήριο, με το εξής περιεχόμενο: «… τελευτήν μου παρακαύσωσί  μοι παρενταλίοις αιάν δε [μη] παρακαύσωσιν, τότε δώσωσιν τοίς Κερδώζισι προστίμου δηνάρια σ’» και αμέσως μετά, στο ερώτημα, γιατί στην αποικία των Φιλίππων να βρίσκουμε τόσο συχνές αναφορές στα Ροζάλια, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη περιοχή,  απαντά ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός πως οι άποικοι των Φιλίππων προήλθαν όλοι από την Ιταλία, χώρα καταγωγής των Ροζαλίων, ενώ δεν συνέβη το ίδιο προκειμένου για τους αποίκους που οι Αυτοκράτορες εγκατέστησαν, σε μεταγενέστερους χρόνους, σε άλλες αποικίες, όπως λ.χ. σ’ αυτές του Δούναβη, οι οποίοι ήταν κυρίως στρατιώτες (βετεράνοι). (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 6).

Η επιστημονική διαμάχη απέκτησε ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όταν σ’ αυτήν πήραν  μέρος ο Charles Picard, καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στην «Faculté des lettres de Paris» και μέλος της «Academie des inscriptions et belles letters» και δ) o Charles Avezou, αρχαιολόγος, μέλος της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, στα πλαίσια της ερμηνείας της διαθήκης μιας ιέρειας, που βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη, την οποία οι ίδιοι δημοσίευσαν το έτος 1914. Στην διαθήκη της η ιέρεια αυτή αναφέρει τα εξής, εξόχως σημαντικά:

«ΙΕΡΕΙΑ ΘΥΣΑ | ΕΥΕΙΑ ΠΡΙΝΟ |ΦΟΡΟΥ  ΚΑΤΑ|ΛΙΠΩ ΕΙΣ ΜΝΙ|ΑΣ ΧΑΡΙΝ ΑΙΩ|ΝΙΑΣ ΑΝΠΕΛΩΝ |ΠΛΕΘΡΑ ΔΥΩ | ΣΥΝ ΤΕΣ ΤΑΦΡΟΙΣ | ΟΠΩΣ ΑΠOKΕΗΤΑΙ ΜΟΙ |ΑΠΟ ΑΓΟ|ΡΑΣ ΜΗ ΕΛΑ|ΤΟΝ *Ε ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΣΤΕ | ΜΙΚΡΟΣ ΜΕ|ΓΑΣ ΕΚΑΣΤΟΣ | ΣΤΕΦΑΝΟΝ ΡΟ|ΔΙΝΟΝ Ο ΔΕ ΜΗ Ε|ΝΕΓΚΑΣ ΜΗ ΜΕΤΕ|ΧΕΤΩ ΜΟΥ ΤΗΣ | ΔΩΡΕΑΣ ΑΙΑΝ ΔΕ ΜΗ ΠΟΙΗΣΩ|ΣΙΝ, ΕΙΝΕ ΑΥΤΑ |ΤΟΥ ΔΡΟΙΟ|ΦΟΡΩΝ ΘΕΙΑΣΟΥ Ε|ΠΙ Τ|ΟΙΣ ΑΥΤΟΙΣ.

Σχολιάζοντας την διαθήκη, οι Picard (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 7) και Avezou αναφέρονται, κατ’ αρχάς, στις ήδη τότε γνωστές και δημοσιευμένες, επιτύμβιες επιγραφές του Ποδοχωρίου και της συλλογής του Wix, στις οποίες μνημονεύεται μια νεκρική τελετή, που ονομάζεται απόκαυσις, προσθέτοντας και μια όμοια, λατινική, επιτύμβια στήλη, που βρέθηκε επίσης στο Πράβι, το κείμενο της οποίας είναι το ακόλουθο: (BCH, XXIV, 1900, σελ. 310): «DEDU \ HER(EDIBUS) MEIS * LX UT [E]X USURIS EJUS ADAIANT ROSAL(IBUS) SUB CURAT(IONE) ZIPAE MESTI FIL(II)», (που σημαίνει: «Διαθέτω στους κληρονόμους μου 60 δηνάρια, προκειμένου από την πρόσοδό τους να παρακαίουν, στα Ροζάλια, υπό την εποπτεία του Ζίπα, γιού του Μέστου») και αμέσως αναρωτιούνται, γιατί μέχρι τότε, σε καμιά από τις δημοσιεύσεις, τις σχετικές με αυτές τις επιγραφές, όπως και σ’ εκείνη του κ. Perdrizet, δεν αναγνωρίστηκε, ούτε εξηγήθηκε η έννοια της παρακαύσεως.

Στη συνέχεια, επιχειρούν ν’ απαντήσουν στο ερώτημα, «τι έκαναν με τα ρόδα» στην ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων και, αφού επισημαίνουν ότι οι επιγραφές του Παγγαίου δεν λένε το παραμικρό γι’ αυτό το θέμα, κατευθύνουν την έρευνά τους στην Φρυγία, την Βιθυνία και την Γαλατία, όπου τελούνταν παρόμοιες, νεκρικές τελετές, σχολιάζοντας πλήθος διαθηκών, στις οποίες αναφέρεται ο «αποκαυσμός», δηλαδή η τελετουργική καύση σπόρων, φυτών, αλλά και ζώων. Συγκρίνοντας τις επιγραφές αυτές με τις μακεδονικές επιγραφές, βλέπουν ότι οι όροι «παρακαυσμός» της Μακεδονίας και «αποκαυσμός» της Φρυγίας είχαν το ίδιο νόημα. Οι κληρονόμοι, και στους δύο απόμακρους αυτούς τόπους, δεν εμποδίζονταν να στεφανώνουν τον τάφο, πλην όμως, ταυτόχρονα, πάνω ή στο πλάι του έκαιγαν, υπό μορφή θυσίας, ρόδα ή πολύτιμους σπόρους, φυτά ή ζώα, αντίστοιχα.

Συμπεραίνουν, έτσι, οι δυο σοφοί ότι οι επιγραφές της Μικράς Ασίας δείχνουν πως αυτού του είδους οι θυσίες, που γίνονταν προς τους θεούς και προς τους νεκρούς, με την καύση φυτών, αποτελούσαν τελετή κοινή στην Φρυγία και στην Μακεδονία, αποδεικνύουν ότι κοινή επίσης, και στις δύο αυτές περιοχές, ήταν η λατρεία που αποδιδόταν πάνω στους βωμούς και στους τάφους, επισημαίνουν τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις της θρησκείας του Θράκα Διονύσου, θεού του κάτω κόσμου, ο οποίος υποσχόταν στους πιστούς του την ανάσταση,  με την θρησκεία του φρυγικού θεού Άττη, ο οποίος, επίσης, υποσχόταν την αναγέννηση του μυημένου σε μια αιώνια ζωή, και καταλήγουν να θεωρούν πολύ πιθανό, ότι η Φρυγία και η θρησκεία του Άττη ήταν ο τόπος και η θρησκεία προέλευσης της τελετής των καιόμενων ρόδων, η οποία πρέπει να διείσδυσε νωρίς στην παγγαιική χώρα.

Στηριζόμενοι στα προαναφερθέντα, οι δυο σοφοί διακρίνουν σ’ αυτή την τελετή της αποκαύσεως ένα σύνολο ιδεών, ιδιαίτερα φρυγικών ιδεών, που κατάφεραν να προκαλέσουν την διάδοση της νεκρικής αποκαύσεως, τόσο στην Μ. Ασία, αρχικά, όσο και στην Μακεδονία, στη συνέχεια, γιατί η σημιτική Ασία ήταν, πράγματι, εκείνη που προσέδωσε πολύ σημαντικό ρόλο στην εξαγνιστική φωτιά, η οποία μπορούσε να μεταμορφώσει τον ήρωα σε θεό, να λυτρώσει τον θεό από κάθε γήινο δεσμό, όπως ήταν η Φρυγία, με τον Άττι, το πνεύμα της  βλάστησης, εκείνη που ανέπτυξε τις μαγικές τελετές, που προορίζονταν για να βοηθήσουν τα φυτά να ωριμάσουν, που προορίζονταν να τα προστατέψουν, μ’ εκείνες τις ιδιαίτερες θυσίες, των οποίων επιβίωση μοιάζουν να είναι ακόμη και σήμερα οι καύσεις των φυτών (βοτάνων) τη νύχτα του Αη Γιάννη (σημ. δική μου: οι σύγχρονοι Έλληνες, εκείνη τη νύχτα, καίμε τα στεφάνια της πρωτομαγιάς).

«Ήταν, τέλος, η θρησκεία του Άττη, εκείνη που, από τα έθιμα μιας θεϊκής λατρείας, οδηγήθηκε στην λατρεία των νεκρών: Οι άνθρωποι που αναπαριστούσαν τους ήρωες της λατρείας τους, για να μπορέσουν να τους μοιάσουν, οι άνθρωποι, των οποίων οι ήρωες υπέκυπταν στην φθορά και στον θάνατο, δεν είναι παράξενο που απέκτησαν την ιδέα ότι η φωτιά θα έκανε και στους ανθρώπους αυτό που έκανε στους θεούς, δηλ. θα τους απελευθέρωνε από την γήινη φθορά. Από αυτή την ιδέα προήλθαν οι τελετουργίες που υπέβαλαν τα άνθη, όπως και τους νεκρούς, όπως και τους θεούς, στην δοκιμασία των φλογών: Αυτές οι τελευταίες απελευθέρωναν, με τις καμένες στάχτες, την αιώνια ενέργεια. Αυτές (οι φλόγες),  με τα καμένα ρόδα, με τα νεκρά ρόδα, τα άνθη της αιωνιότητας, έκαναν τους συνδαιτημόνες άξιους να στολίσουν το μέτωπό τους στα ταφικά συμπόσια».

Μοιραία, ως εκ τούτου, αμφισβητούν έντονα την άποψη που είχε αναπτύξει ο Perdrizet, για την ιταλική προέλευση των Ροζαλίων του Παγγαίου και των Φιλίππων, γιατί πιστεύουν ότι ο τελευταίος όφειλε προηγούμενα να έχει εξετάσει την ειδική φύση των μακεδονικών τελετών και ιδιαίτερα την χρήση της φωτιάς, η οποία ήταν ολότελα άγνωστη στην λατινική τελετή των Ροζαλίων.

To έτος 1925, στην επιστημονική συζήτηση που μας απασχολεί πήρε μέρος ο Grégoire Henri, με άρθρο του, με τίτλο «La romanisation aux bouches du Danube», Danube, (Ο εκλατινισμός των εκβολών του Δούναβη), το οποίο δημοσιεύτηκε στο «Revue belge de philologie et d'histoire».

Ο Henri, αναφερόμενος στη μεγάλη εξάπλωση της γιορτής των Ροζαλίων, η οποία έλαβε χώρα, κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, όχι μόνο στην ύπαιθρο, αλλά ακόμη και στις ελληνικές πόλεις της περιοχής των εκβολών του ποταμού Δούναβη, περιγράφει λεπτομερώς την γιορτή και τη σχέση της με την Ιταλία, απορρίπτει την άποψη κάποιων ιστορικών, ότι, εφόσον και στους Φιλίππους και στην Δοβρουτσά της σημερινής Ρουμανίας κατοικούσαν Βησσοί Θράκες κι εφόσον η πίστη στην αθανασία της ψυχής ήταν διαδεδομένη ανάμεσά τους, τα Ροζάλια δεν ήταν παρά μια αρχαία, θρακική γιορτή, μεταμφιεσμένη σε ρωμαϊκή και πιστεύει το ακριβώς αντίθετο, ότι η γιορτή αυτή είναι, όπως και η πίστη στον θεό Σιλβανό, καθαρά ιταλική.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1931, στην επιστημονική διαμάχη μπήκε ο Paul Collart, Ελβετός Ελληνιστής, ειδικός στην μελέτη των παπύρων της πτολεμαϊκής Αιγύπτου και της ιστορίας των ελληνιστικών χρόνων, μέλος της «Academie des inscriptions et belles letters» και της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και ανασκαφέας των Φιλίππων από το 1930 έως το 1935.  Ο Collart,  σε άρθρο του υπό τον τίτλο «ΠΑΡΑΚΑΥΣΟΥΣΙΝ ΜΟΙ ΡΟΔΟΙΣ», το οποίο δημοσίευσε το έτος 1931, πιστεύει, κατ’ αρχάς, ότι ο εορτασμός των Ροζαλίων, αφιερωμένος στη λατρεία των νεκρών, συναντάται συχνότερα στην Ιταλία, από όπου αυτή η γιορτή έλκει την καταγωγή, εξηγεί δε την περιγραφή της, σε πολλά κείμενα της ρωμαϊκής επαρχίας, από την παρουσία μεγάλου αριθμού Ιταλιωτών σ’ αυτήν, όπως επίσης στους Ιταλούς αποίκους της αρχαίας, ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων αποδίδει τον μεγάλο αριθμό κειμένων, που βρέθηκαν σ’ αυτήν.

Στη συνέχεια, αφού κι αυτός μνημονεύει τις επιγραφές του Παγγαίου, που αναφέρονται στην τελετή της παρακαύσεως, καθώς και την διαθήκη της ιέρειας από τη Θεσσαλονίκη, αρνείται ότι η έκφραση «παρακαύσουσίν μοι ρόδοις» σημαίνει ότι εκτελούνταν στους τάφους μια θυσία με καύση ρόδων και θεωρεί ότι η τελετή, που περιγράφεται απ’ αυτό το ρήμα και η γιορτή των ρόδων είναι δύο ξεχωριστά (διακριτά) πράγματα, που δεν έχουν βρεθεί μαζί, παρά περιστασιακά.

Με το σκεπτικό αυτό, ο Collart (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 8) δικαιώνει, κατ’ αρχάς, την άποψη του Perdrizet, την οποία, όμως, αμέσως «συμφιλιώνει», με το πόρισμα της την έρευνας που έκαναν οι Picard και Avezou, σχετικά με την προέλευση της τελετής του νεκρικού «αποκαυσμού» στην Μακεδονία και πιο ειδικά στους Φιλίππους, αφού δέχεται ότι η τελετή αυτή, στην ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων ήταν ταυτόσημη μ’ εκείνη που εφαρμοζόταν στη Μικρά Ασία με τη λέξη «αποκαυσμός». Επρόκειτο για μια θυσία με τη χρήση φωτιάς πάνω στον τάφο, χωρίς να είναι βέβαιο, τι ακριβώς καιγόταν. Το γεγονός πως αυτή η ανατολίτικη τελετή, ενωμένη με την λατινική, νεκρική γιορτή των Ροζαλίων, συναντιέται σχεδόν αποκλειστικά στους Φιλίππους, το αποδίδει στο ότι οι Φίλιπποι, ως σταυροδρόμι χερσαίων και υδάτινων οδών, ήταν εξ αρχής μια πόλη ανοιχτή στις πιο διαφορετικές, θρησκευτικές επιρροές, στα πλαίσια των οποίων, από την Ιταλία, μεταξύ άλλων, ήλθαν εδώ τα Ροζάλια και τα Παρεντάλια κι από την Μικρά Ασία ήλθε η τέλεση θυσίας με φωτιά, πάνω ή δίπλα στον τάφο.

Λίγο αργότερα, ο Collart δημοσίευσε μια λατινική επιγραφή που βρήκε στην περιοχή Σέλιανης (Φιλίππων) – Μεσορέματος, (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 9), η οποία είχε το εξής περιεχόμενο: «ΑΛΙΟΥΠΑΙΒΕΣ ΖΕΙΠΑ ΑΛΙ (ΦΙΛΙΟΥΣ) ΟΥΞΟΡΙ ΤΕΡΤΙΑΕ ΣΟΥΕ ΦΕKΙΤ ΑΝ(ΝΟ) Χ Ο {ΒΙΤΑΕ). ΣΕΚΟΥΣ ΦΙΡΜΙ ΦΙΛΙΑ ΡΕΛΙΚΒΙΤ ΒΙΚΑΝΙ ΜΠΟΥΣ ΣΑΤΡΙΚΕΝΙΣ * 140 ΟΥΤ Μ(ΕΝΣΙΣ) Ι(ΟΥΝΙΙ) ΝΤΕΚΙΜΟ ΚΑΛΑΝΤΑΣ ΠΑΡΕΝΤΕΤΟΥΡ», που σημαίνει: «Ο Αλιουπέβες, ο γιος του Ζείπα, γιού του Άλιους, ανήγειρε (αυτό το μνημείο) προς τιμήν της τρίτης συζύγου του, η οποία απεβίωσε κατά τον δέκατο χρόνο (του γάμου τους). (Αυτός), ο Σέκους, γιος του Φίρμους, άφησε στους κατοίκους  του πύργου της Σαρτρίκα 140 δηνάρια, προκειμένου, (κάθε χρόνο), την δέκατη ημέρα πριν τις καλένδες του Ιουνίου, να τελούν μια νεκρική γιορτή» και με αφορμή την ερμηνεία της, παρενέβη και πάλι στην μακρόχρονη, επιστημονική συζήτηση, προσθέτοντας και τα εξής, ενδιαφέροντα: «Ούτε η συρροή Ιταλών αποίκων στους Φιλίππους, το 30 π.Χ., ούτε οι ελληνικές επιρροές, που ασκήθηκαν επί αιώνες σ’ αυτή την χώρα και προήλθαν από την Θάσο ή την Αμφίπολη και, από το 356 π.Χ., από την μεσολαβήσασα, μακεδονική κατάκτηση, δεν μπόρεσαν να εξαφανίσουν το αρχαίο, θρακικό υπόβαθρο του πληθυσμού. Η ανάμειξη αυτών των τριών στοιχείων, που είναι παντού φανερή στις επιγραφές της περιοχής και η προοδευτική αφομοίωση των Ρωμαίων αποίκων, οι οποίοι στην αρχή είχαν επιβάλει την γλώσσα τους, τα έθιμα και τους θεούς τους, έχουν προ πολλού επισημανθεί».

Τέλος, από τους νεώτερους, ειδικούς επιστήμονες,

ο μεν Χαράλαμπος Τσώχος, καθηγητής μινωικής και κλασικής αρχαιολογίας, σε άρθρο του με τίτλο «η θρησκευτική τοπογραφία των Φιλίππων κατά τον 2ο και 3ο αιώνα μ.χ.», αναφέρεται, με λίγα λόγια, στην τέλεση των Ροζαλίων στους Φιλίππους, παραπέμποντας, για περισσότερες πληροφορίες, στην σχετική βιβλιογραφία και χωρίς, (τουλάχιστον με βάση όσα κείμενά του είχα τη δυνατότητα να έχω πρόσβαση), να πάρει μέρος στην επιστημονική διαμάχη που μας απασχολεί),

ο δε καθηγητής κ. Αθανάσιος Ριζάκης, διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και επισκέπτης καθηγητής σε διάφορα, ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, είχε την ευγενή καλοσύνη να μου στείλει την δική του άποψη, σε σχέση με την επιστημονική συζήτηση που σας περιέγραψα, την οποία σας μεταφέρω αυτούσια:

«Το άρθρο του Collart,  που είναι και το τελευταίο πλήρες για το θέμα, δίνει κατά την γνώμη μου και την τελική, ορθή λύση, στην αινιγματική καταρχάς έκφραση, «παρακαύσουσίν μοι ῥόδοις». Ο Collart σημείωσε ότι δεν επρόκειτο για την καύση ρόδων πάνω στον τάφο, αλλά για την πραγματοποίηση μιας θυσίας (μικρών ζώων ή και καρπών), κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής γιορτής των Ρόδων. Ασχολήθηκα τελευταία διεξοδικά με το θέμα, σε μια ανακοίνωση που παρουσίασα σ ένα διεθνές Συνέδριο στην Ρώμη και θα δημοσιευθεί τον επόμενο χρόνο, με τον ακόλουθο τίτλο: «Fêtes  de commémoration et rituels funéraires à Philippes (Macédoine orientale): transferts et interactions culturels entre Rome, Macédoine et Asie Mineure, in Quinto seminario Ostiense, In Memoria di Mireille Cébeillac-Gervasoni, Rome 21-22 fevrier 2018».  Δεδομένου ότι η εορτή των Ροζαλίων, σχεδόν άγνωστη  στη Ρώμη, (ελάχιστα παραδείγματα), είναι ευρύτατα γνωστή στην ένθεν των Άλπεων Γαλατία, η υπόθεση ότι εισήχθη στους Φιλίππους από τους Ρωμαίους αποίκους είναι προβληματική. Η υπόθεση αυτή καθίσταται περισσότερο ελκυστική από την χρονολογία των σχετικών επιγραφών (2ος-3ος αιώνας μ.Χ.) Το τελετουργικό της θυσίας, με το ακολουθούμενο δείπνο, είναι ίσως, όπως το λέτε σωστά, η επιβίωση μιας ντόπιας παράδοσης, που συνδέεται με την λατρεία των νεκρών. Επομένως, αν η εορτή μεταφέρθηκε από Ρωμαίους αποίκους ή μετανάστες πρώτα στην Μικρά Ασία και εκείθεν στους Φιλίππους, το τελετουργικό της θυσίας και του δείπνου ακολουθεί την εντόπια παράδοση».

Ο γράφων δεν έχω απολύτως καμιά αρμοδιότητα ή επιστημονική κατάρτιση, για να μπορέσω να συμμετάσχω στην μακρόχρονη, επιστημονική συζήτηση που σας ανέπτυξα. Πιστεύω, όμως, ότι, μέσα από αυτήν προκύπτει με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι, μέσα στα πλαίσια που τέθηκαν με τον ρωμαϊκό αποικισμό των Φιλίππων, η παλιά, θρακική θρησκεία του Παγγαίου παρέμεινε ζωντανή και υποτάχθηκε μόνο από την άποψη του τυπικού της στην τυπολατρική λατρεία των νεοφερμένων, ενώ, παράλληλα, η αφοσίωση αυτών των τελευταίων στις λατρείες της πατρίδας τους δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στη γοητεία των ανατολικών λατρειών και των εσχατολογικών δογμάτων της Διονυσιακής και της Ορφικής θρησκείας, των οποίων η επιρροή ήταν τότε αυξημένη μέσα σ' ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Αυτή η αλληλεπίδραση προσέδωσε στη θρησκευτική ζωή της περιοχής, κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, και ιδιαίτερα των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων αυτής, ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.