ΜΙΑ «ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ» ΕΠΙΤΥΜΒΑ ΣΤΗΛΗ, ΜΕ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Στο βιβλίο που συνέγραψα με την κ. Ελένη Γαραντούδη, με τίτλο «ΧΡΥΣΟΦΟΡΟΝ
ΓΗΣ ΑΝΑΣΤΗΜΑ», αναφερόμενος στις λατρείες και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ρωμαίων
κατοίκων του Παγγαίου και του αυτόχθονος μακεδονοθρακικού στοιχείου, κατά την
εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης της Μακεδονίας και της Θράκης, έλεγα τα εξής:
Αυτές οι λατρείες και θρησκευτικές πεποιθήσεις αντανακλούν ακριβώς τις
σχέσεις του αναμεμειγμένου πληθυσμού που τις εκτελούσε. Αναγνωρίζει σ' αυτές
κανείς τα διαφορετικά στοιχεία, από τα οποία ο πληθυσμός του Παγγαίου ήταν
συντεθειμένος και τις εξωτερικές επιρροές που αυτός δέχθηκε. Μέσα στα ρωμαϊκά
πλαίσια που τέθηκαν με τον αποικισμό (των Φιλίππων), η παλιά, θρακική θρησκεία,
που παρέμεινε ζωντανή, υποτάχθηκε μόνο από την άποψη του τυπικού της στην
τυπολατρική λατρεία των νεοφερμένων, ενώ παράλληλα η αφοσίωση αυτών των
τελευταίων στις λατρείες της πατρίδας τους δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στη
γοητεία των ανατολικών λατρειών και των εσχατολογικών δογμάτων της Διονυσιακής
και της Ορφικής θρησκείας, των οποίων η επιρροή ήταν τότε αυξημένη μέσα σ'
ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Αυτή η αλληλεπίδραση δίνει στη θρησκευτική ζωή της
περιοχής κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας και ιδιαίτερα των πρώτων μ.
Χ. αιώνων αυτής, όλο της το ενδιαφέρον. Κι αυτήν την αλληλεπίδραση δύο
παράγοντες την ευνόησαν: από τη μια μεριά, οι περιστάσεις που είχαν οδηγήσει
τόσο διαφορετικούς πληθυσμούς να ζήσουν μαζί σ' ένα σημείο της Μακεδονικής Θράκης
στο οποίο οι πιο σεβάσμιες, θρησκευτικές παραδόσεις παρέμεναν αναλλοίωτες κι
από την άλλη μεριά, η ιδιαίτερη θέση της περιοχής πάνω, αφενός στις χερσαίες
οδούς πρόσβασης από και προς την εγγύς ευρισκόμενη Ανατολή και ιδιαίτερα της
περιφημότερης απ' αυτές τις οδούς, της Εγνατίας Οδού κι αφετέρου πάνω στην
φημισμένη θαλάσσια οδό που συνέδεε τη Νεάπολη, την σημερινή Καβάλα, που
βρισκόταν και πάνω στην Εγνατία Οδό, με την απέναντι μικρασιατική ακτή και
ειδικότερα με την Αλεξάνδρεια της Τρωάδος.
Οι δύο αυτές οδοί επί μακρόν χρησίμευσαν σαν οχήματα της διείσδυσης των
ρωμαίων αποίκων και του ρωμαϊκού πολιτισμού στην περιοχή του Παγγαίου. Αλλά
καθ' ον χρόνο έφθανε στο Παγγαίο, μέσω των οδών αυτών, ο ρωμαϊκός πολιτισμός,
μαζί με τους ρωμαίους αποίκους που κατέφθαναν, η περιοχή δια της ιδίας οδού
ερχόταν επίσης σ' επαφή και με τις ανατολικές ιδέες και θρησκευτικές
αντιλήψεις, οι οποίες κατευθύνονταν με αντίστροφη πορεία προς την Ρώμη, πάλι
μέσω αυτής της λεωφόρου του πολιτισμού. Οι ανατολικές, θρησκευτικές δοξασίες
και ιδέες μετακινούνταν πια ελεύθερα, ιδιαίτερα σε μια περιοχή όπου επί αιώνες
η Διονυσιακή και η ορφική θρησκεία καλλιέργησαν τις ιδέες τους, τις τόσο
συγγενικές προς αυτές της νέας θρησκείας που ανέτειλε παρήγορα στην ταραγμένη
ανθρωπότητα. Έτσι, πιστεύω, δεν είναι καθόλου τυχαίο που η περιοχή ακριβώς του
Παγγαίου δέχεται πρώτη την επίσκεψη του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών, του Παύλου
και γίνεται αυτή πρώτη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ο φορέας, ο αποδέκτης κι ο
μεταλαμπαδευτής των νέων ιδεών του Χριστιανισμού. Και είναι βέβαια φυσικό,
τουλάχιστον το Μακεδονοθρακικό υπόβαθρο του πληθυσμού του Παγγαίου, επί αιώνες
γαλουχημένο σε ιδέες σχετικές με την μέλλουσα ζωή και την αθανασία της ψυχής κι
επί αιώνες ερχόμενο σ' επαφή με ανατολικής προελεύσεως θρησκείες που είχαν
επηρεάσει τον Ιουδαϊσμό και είχαν επηρεαστεί απ' αυτόν, να βρεθεί πολύ
περισσότερο προετοιμασμένο να δεχτεί τον Χριστιανισμό και να τον κατανοήσει.
Την παραπάνω άποψή μου ενίσχυα με την μνεία της επιτύμβιας στήλης ενός μικρού
παιδιού της ρωμαϊκής εποχής, που βρέθηκε στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας στα μέσα του
19ου αιώνα κι αντιγράφηκε από τον Γάλλο αρχαιολόγο LEON HEUZEY, στο λιθόστρωτο
της εκκλησίας και η οποία περιέχει τον σπαρακτικό θρήνο του πατέρα, που απευθύνεται
στο νεκρό παιδί του. Σήμερα έρχομαι με το παρόν σημείωμά μου να συμπληρώσω και
να ενισχύσω όσα τότε έλεγα, σχετικά με την επιτύμβια αυτή στήλη, με τα κάτωθι,
τα οποία αναφέρει για την ίδια, επιτύμβια στήλη η κ. Αικατερίνη Παπανικολάου,
στην ανακοίνωσή της, με τίτλο «λατινικές επιγραφές από το Δοξάτο», η οποία
περιλήφθηκε στα Πρακτικά της Β’ Επιστημονικής Συνάντησης που έλαβε χώρα τον
Μάιο του 1994 στη Δράμα, με θέμα Η ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ – ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (σελ. 204-205):
Αναφέρει,
κατ’ αρχάς, η κ. Παπανικολάου, ότι η υπό στοιχείο (CIL 686)
μαρμάρινη, επιτύμβια πλάκα, μ’ επιγραφή έμμετρη από 22 στίχους, χωρισμένους σε δύο στροφές, βρέθηκε και διαβάστηκε στο λιθόστρωτο της εκκλησίας του
Αγ. Αθανασίου, ενώ σήμερα
αποτελεί τμήμα του βατήρα του τέμπλου του Ιερού Βήματος και δεν είναι
δυνατόν να ξαναδιαβαστεί, διότι πάνω
της πατά το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Από το στυλ των γραμμάτων και κάποιες γλωσσικές
ιδιομορφίες, η επιγραφή χρονολογείται στον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Παραλείποντας,
εν συνεχεία, το έμμετρο, λατινικό κείμενο της στήλης, παραθέτω την μετάφρασή
του, όπως την περιλαμβάνει η κ. Παπαθανασίου στην ανακοίνωσή της:
«Αφού ο πόνος μπόρεσε να ξεσκίσει την αδάμαστη ψυχή του
Ηρακλή, γιατί εγώ
να διστάσω να θρηνήσω;
Γιατί να μην ταιριάζει και σε σένα,
γιε μου, ο έπαινος που χάρισε ο ξακουστός Όμηρος στο σώμα του Αιακίδη Αχιλλέα;
Η βασίλισσα της Πάφου σε στόλισε μ'
ένα πρόσωπο, όχι τόσο όμορφο, η ίδια η θεά όμως κατοικούσε μέσα στα φύλλα της καρδιάς σου.
Πράγματι μέσα στην ψυχή σου ανθούσε
μια σεμνή αρετή,
από την οποία η
ηλικία σου δεν αφαίρεσε ούτε την αξία, ούτε την ευγένεια.
Όμως, με το δυνατό μου πόνο δε ζητώ να σ’ αρπάξω από το θάνατο, αν και ο χαμός ενός παιδιού
δικαιολογημένα φέρνει
δάκρυα. Έχουμε συντριβεί από αυτήν την οδυνηρή
πληγή.
Και
συ,
ξαναγεννημένος, ζεις μέσα στα Ηλύσια πεδία. Έτσι είναι αρεστό στους θεούς. Να
ζει με άλλη μορφή
όποιος αξίζει το υπέρτατο φως.
Αυτή
είναι η ανταμοιβή σου, αφού στη σύντομη ζωή σου, η ήρεμη
απλότητα που είχες ήταν σύμφωνη με το θέλημα του θεού.
Τώρα, ο μύστης που φέρει την ιερή σφραγίδα, μέσα σ' ένα ανθισμένο λιβάδι, σε κατατάσσει
ανάμεσα στους πιστούς του Βάκχου, δίνοντάς σε την μορφή του Σατύρου, ή οι Νύμφες, που κουβαλούν
τα ιερά σύμβολα, σε ανακηρύσσουν σύντροφό
τους, για να οδηγήσουν, με το φως των αναμμένων πυρσών, τις πανηγυρικές πομπές.
τους, για να οδηγήσουν, με το φως των αναμμένων πυρσών, τις πανηγυρικές πομπές.
Δεν
έχει σημασία ποιος είναι ο ρόλος σου σ' αυτή τη θέση, που σου χάρισε η ηλικία σου, γιατί…..».
Και η κ. Παπαθανασίου συνεχίζει:
«Η επιγραφή αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι έχει διπλή
αξία. Αποτελεί ένα θαυμάσιο, λογοτεχνικό κείμενο και συγχρόνως μια πολύτιμη, επιγραφική μαρτυρία, για τις θρησκευτικές αντιλήψεις που επικρατούσαν στην
περιοχή τον 3ο μ.Χ. αι. Ο συνδυασμός βέβαια αυτός οφείλει την επιτυχία του, κατά μεγάλο βαθμό, στο ίδιο το θέμα, που είναι ο θάνατος ενός νέου.
Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας
του κειμένου δημιουργεί ένα έντονο, συναισθηματικό κλίμα, που αποκτά δραματικότερο τόνο με τη χρήση του μέτρου. Η αμεσότητα του
λόγου, η άριστη δομή στην παράθεση των σκέψεων και των συναισθημάτων προκαλούν
αναπόφευκτα τη συγκίνηση του αναγνώστη.
Στην πρώτη στροφή, ο γονιός
θρηνεί απαρηγόρητος για το χαμό του αγαπημένου του παιδιού. Αντλεί παραδείγματα
από τη μυθολογία, για να πείσει τον εαυτό του ότι δεν είναι αναξιοπρεπής η εικόνα
του ανθρώπου που χάνει την αυτοκυριαρχία του, όταν συντρίβεται από μεγάλο πόνο.
Στη δεύτερη στροφή, ο πόνος
αμβλύνεται με την πίστη ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος για όσους έζησαν με
απλότητα και σύνεση. Ανταμείβονται από το θεό, και ζουν με διαφορετική μορφή,
μια καινούρια ζωή.
Οι
ηθικές αξίες και οι
θρησκευτικές ιδέες που διατυπώνονται μέσα στο έμμετρο αυτό κείμενο, έχουν διαχρονική αξία. Πηγάζουν
από την αδιάκοπη προσπάθεια του ανθρώπου να υπερνικήσει το φόβο του θανάτου, ακολουθώντας το δρόμο της αρετής.
Ο
τόπος προέλευσης της επιγραφής δικαιολογεί απόλυτα τη σύνδεση του δόγματος της μετά θάνατο ζωής
με τη διονυσιακή λατρεία.
Στην ευρύτερη περιοχή της Δρόμος ο θεός Βάκχος, όπως
ονομαζόταν ο Διόνυσος, κατείχε εξέχουσα θέση ανάμεσα στις τοπικές θεότητες των
Θρακών που κατοικούσαν εκεί.
Στο όρος Παγγαίο, που δεσπόζει στην περιοχή, υπήρχε
φημισμένο μαντείο του Διονύσου, που ανήκε στο τοπικό θρακικό φύλο των Σατρών. Στην
αρχαία πόλη της Δράμας υπήρχε επίσης ιερό αφιερωμένο στο Διόνυσο. Η απεικόνιση
του θεού στα ιερά των βράχων της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων μαρτυρεί τη
συνέχεια της λατρείας του και στη ρωμαϊκή εποχή.
Ο θεός Διόνυσος, στη Θράκη, λατρευόταν όχι ως θεός του κρασιού, όπως
είναι γνωστός από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά ως θεός που χάριζε στους πιστούς
αθανασία της ψυχής με τη μετά το θάνατο ζωή. Στην επιγραφή του Δοξάτου υπάρχουν
συγκεκριμένες πληροφορίες για τη μορφή που είχε η νέα ζωή. Ο
νεκρός ξαναζούσε με τη μορφή σατύρου, ως ακόλουθος του θεού, ή ως
σύντροφος των Ναϊάδων….»
Νομίζω, μετά από όλα όσα παρέθεσα, ότι στηρίζεται
πλέον σ’ επαρκείς αποδείξεις η παλιά εκείνη άποψή μου, ότι καθόλου τυχαία δεν
επιλέχθηκαν οι Φίλιπποι από τον απόστολο Παύλο, ως ο πρώτος τόπος, σ’ ολόκληρη
την ευρωπαϊκή ήπειρο, που άξιζε να δεχθεί τον σπόρο του Χριστιανισμού, όπως επίσης
ότι έχει ολοφάνερη εξήγηση η ιδιαίτερη αγάπη με την οποία ο μεγάλος απόστολος
των εθνών περιέβαλε την εκκλησία των Φιλίππων μέχρι τον θάνατό του.
ΘΟΔΩΡΟΣ Δ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ