Στην κορυφή του πρώτου λόφου, βόρεια των πηγών του ποταμού Αγγίτη, (Πάνακα, κατά την βυζαντινή εποχή), σε υψόμετρο γύρω στα 200 μέτρα, με απεριόριστη θέα, (δείτε φωτογραφία 41), και πάνω ακριβώς από την φυσική έξοδο των νερών του ποταμού από το σπήλαιο του Μααρά, υπάρχει ένας μεγάλος, διπλός, οχυρωματικός περίβολος, που δέσποζε στο βορειοδυτικό τμήμα της πεδιάδας και έλεγχε περάσματα της περιοχής, οι συντεταγμένες του οποίου είναι: 41.223411, 23.892617.
Στον οχυρωματικό αυτό περίβολο οδηγεί καλοστρωμένο, λιθόστρωτο μονοπάτι, που ξεκινά από το πλάι της φυσικής εισόδου του σπηλαίου του Μααρά, (δείτε φωτογραφίες 1-6).
Ο ένας περίβολος, που τον βλέπουμε κυρίως στην βόρεια πλευρά, μοιάζει με τις λεγόμενες «αρχαίες, θρακικές οχυρώσεις», που το χαρακτηριστικό τους είναι η μη χρήση κονιάματος, αλλά κάποιοι τον θεωρούν νεώτερο, ανάγοντάς τον στα ελληνιστικά χρόνια, (τον βλέπετε στις φωτογραφίες 19-22), ενώ ο δεύτερος είναι βυζαντινός, κατασκευασμένος με ισχυρό κονίαμα, που χρησιμοποιήθηκε ως συνδετικό υλικό των λίθων, (τον βλέπετε στις φωτογραφίες 7-18).
Μια πύλη διακρίνεται στο νότιο τείχος. Σώζονται, επίσης, πύργοι κυκλικοί, τετράπλευροι κι ένας πολυγωνικός, (ίσως πεντάπλευρος).
Στο εσωτερικό της διπλής οχύρωσης υπάρχουν ερείπια πολλών κτιρίων (φωτογραφίες 23-31) κι ένας χριστιανικός ναός, ρυθμού βασιλικής, με το ιερό του και τα γύρω απ’ αυτόν προσκτίσματα, (φωτογραφίες 33-40).
Όπως ήταν φυσικό, μια τέτοια, εντυπωσιακή οχύρωση, κατασκευασμένη πάνω ακριβώς από ένα τόσο εμβληματικό σημείο, όπως είναι η έξοδος των νερών του Αγγίτη από την υπόγεια διαδρομή τους, δεν περνούσε απαρατήρητη, ούτε από τους περιηγητές, ούτε από τους επιστήμονες του παρελθόντος. Επέλεξα, λοιπόν, προκειμένου να σας κάνω ν’ αντιληφθείτε την σπουδαιότητα αυτού του τόπου, μόνο από έναν από τις δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων, που ασχολήθηκαν (και) με το μνημείο αυτό:
Πρώτα αναφέρομαι στον Γάλλο πρόξενο στην Θεσσαλονίκη, Esprit Marie COUSINÉRY, ο οποίος, στο βιβλίο του, με τίτλο «Voyage dans la Macédoine, contenant des recherches sur l'histoire, la géographie et les antiquités de ce pays..., τόμος I, που εκδόθηκε στο Παρίσι, από το βασιλικό τυπογραφείο, το έτος 1831, έγραψε, για το θέμα της ανάρτησής μου αυτής, τα εξής, ενδιαφέροντα:
Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ένας άνθρωπος τόσο αξιέπαινος για τις γνώσεις του, όσο και για τις αρετές του, μου επιβεβαίωσε την άποψη που είχα ήδη σχηματίσει, ότι η πηγή των νερών του Αγγίτη βρίσκεται στην περιοχή του Νευροκοπίου. Αυτός ο άξιος ιεράρχης, που επί δώδεκα χρόνια κατείχε την έδρα της επισκοπής της Δράμας, μου είπε ότι, ενώ διέσχιζε την επισκοπή του, είχε δει, σε απόσταση μιας ώρας από την πόλη του Νευροκοπίου, το ρέμα, που κυλάει κοντά στα τείχη του, να χάνεται μέσα στην άμμο και ότι υπάρχει απόδειξη ότι αυτό το ίδιο ρεύμα έρχεται να ξαναεμφανιστεί στο Νυμφαίο (εννοεί το σπήλαιο του Μααρά, στο οποίο κυλάει ο Αγγίτης). Για να μου ενισχύσει αυτή την άποψη, πρόσθεσε ότι ένας ιδιώτης, θέλοντας να άρει κάθε αμφιβολία, είχε ρίξει μια ποσότητα από μεγάλους σπόρους κεχριού στα νερά του ρέματος, στο σημείο όπου αυτό εξαφανίζεται και ότι, τρεις ώρες αργότερα, άτομα σταλμένα στη σπηλιά, τους είχαν δει να βγαίνουν πάνω από τα νερά.
Πριν επισκεφτούμε αυτό τον ενδιαφέροντα τόπο, δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχε ένα αρχαίο φρούριο κοντά. Οι βράχοι που κρύβουν το δρόμο (ίσως εννοεί το πέτρινο μονοπάτι των έξι πρώτων φωτογραφιών μου), μας είχαν εμποδίσει να δούμε τα ερείπια. Όταν μας το γνωστοποίησε ο οδηγός μας, σπεύσαμε να σκαρφαλώσουμε ανάμεσα σε μαρμάρινους όγκους, παρόμοιους με αυτούς της σπηλιάς και φτάσαμε με δυσκολία στην βάση του φρουρίου.
Ήταν αδύνατο να διεισδύσουμε στο εσωτερικό του, καθώς αυτό ήταν φραγμένο από τις κατεδαφίσεις του περιβάλλοντος τείχους. Κάναμε, λοιπόν, τον γύρο του φρουρίου, βαδίζοντας πάνω στα απομεινάρια αυτού του τείχους, χωρίς κανένα εμπόδιο. Σχηματίσαμε την εντύπωση ότι αυτή η κατάσταση ερειπώσεως δεν προήλθε από το χρόνο, αλλά από μια εσκεμμένη καταστροφή, που έλαβε χώρα κάποτε, για αιτίες που είναι δύσκολο να εντοπίσουμε, σε μια χώρα που η ιστορία την έχει ολότελα παραμελήσει.
Δεν είδαμε στην γύρω περιοχή κανένα ίχνος γλυπτού ή κάποια επιγραφή αλλά, από την τοιχοποιία, στην οποία δεν υπάρχει θραύσμα, ούτε από τούβλα, ούτε από γλυπτά και είναι φτιαγμένη με πολύ συμπαγές κονίαμα, κρίναμε ότι αυτό το κτίσμα δεν ανήκει στον Μεσαίωνα και ότι πρέπει να το κατασκεύασαν οι Μακεδόνες. Το κάστρο αυτό χτίστηκε αναμφίβολα την εποχή που ο Φίλιππος, έχοντας καταλάβει τις Κρηνίδες κι έχοντας δώσει σ’ αυτές το όνομά του, κατασκεύασε κι αυτό το φρούριο, για να προστατεύσει τα ορυχεία του Παγγαίου από μια εισβολή, με την οποία γειτονικοί λαοί δεν έπαψαν ποτέ να τις απειλούν. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι ο Αύγουστος, ιδρυτής της αποικίας των Φιλίππων, ανέθεσε την κατασκευή ή την αποκατάσταση αυτού του φρουρίου, για τους ίδιους λόγους που ο Φίλιππος έπρεπε να οχυρώσει τα περίχωρα της δικής του αποικίας.
Δεύτερο αναφέρω τον Α. Dunn, ο οποίος, στην ανακοίνωσή του, με τίτλο “The Byzantine topography of southeastern Macedonia: a contribution@, που περιλήφθηκε στον τόμο «Μνήμη Δ. Λαζαρίδη. Πόλις και χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη», έγραψε τα εξής:
« …Μπορεί να υποστηριχθεί ότι το όνομα Panax της επίσημης βυζαντινής γλώσσας, καθώς και τα συγγενικά του, αναφέρονταν και πολύ πιο πέρα από τη συμβολή των ρευμάτων στην Άνω Συμβολή. Αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «άνω Αγγίτης», το κύριο ρεύμα νερού σε αυτή τη συμβολή, μπορεί να μην είχε καταγραφεί πρόσφατα με τις μορφές (τους τύπους) του ονόματος Πάναξ, αλλά ήταν γνωστό ότι δεν πηγάζει από τη θέση του σύγχρονου χωριού Αγγίτης. Αναφέρθηκε, ορθά, σε δυτικούς περιηγητές των αρχών του 19ου αι., (προφανώς, εννοεί και τον προαναφερθέντα Cousinery), ότι προέρχεται από μια ορεινή πεδιάδα στα βόρεια. Το όνομα του κύριου ρεύματος αυτής της ορεινής λεκάνης (που διέρχεται από το Ζήρνοβο / Κάτω Νευροκόπι και το Λίσε / Οχυρό), το οποίο συνδέεται με τον «Αγγίτη» μ’ ένα υπόγειο πέρασμα, έχει καταγραφεί, σ’ αυτόν τον αιώνα, ως Panega, Panels, Pan-ech, Banas. . Η σύνδεση με το νότιο Baneka είναι προφανής και το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο, ότι στο Μεσαίωνα και αργότερα, ένα στοιχείο του ποτάμιου συστήματος της Ανατολικής Μακεδονίας, που εκτείνεται από τον Στρυμόνα (λίμνη Ταχινού) έως τα βουνά γύρω από το Νευροκόπι, ήταν γνωστό υπό τις μορφές (τύπους) του ονόματος Panax και ότι μόνο κατά τον 18ο αιώνα και μόνο στο κάτω μέρος του ποταμού άρχισαν να κυριαρχούν άλλα ονόματα. Αυτά τα ονόματα σχετίζονται με τοπωνύμια, σε καθοριστικά σημεία του ποτάμιου συστήματος. Το όνομα Πάνακας, έτσι, θα πρέπει ν’ αναζητηθεί σε κάποιο καθοριστικό σημείο αυτού του ποτάμιου συστήματος. Επί του παρόντος, λείπουν τα τοπωνυμικά στοιχεία της τοποθεσίας, αλλά μπορούν ν’ αναζητηθούν τοπογραφικές και αρχαιολογικές αποδείξεις.
Κάποια από τα ακίνητα της Μονής Παντοκράτορος, όπως έχει αποδειχθεί, βρίσκονται στην περιοχή της Δράμας και άλλα στην ακτή ή δίπλα στον Στρυμόνα. Η πιθανότητα μία μόνο δωρεά ν’ αναφέρεται στο άνω τμήμα του Πάνακα είναι μικρή. Η περιοχή ήταν εξαιρετικά απομονωμένη. Δεν μπορεί κατ' αρχήν να αποκλειστεί η θέση του καστελίου (ενν. του Πάνακος) στο κατώτερο ρεύμα του ποτάμιου συστήματος, σώζονται όμως αρχαιολογικά κατάλοιπα, που αντιστοιχούν σε βυζαντινό κάστρο, το οποίο βρίσκεται στην πεδιάδα της Δράμας, σ’ ένα από τα καθοριστικά σημεία του ποταμού Πάνακος: (Πρόκειται για) την οχύρωση που βρίσκεται στη βραχώδη προεξοχή, κάτω από την οποία εκβάλλει ο Πάναξ/Αγγίτης στην πεδιάδα της Δράμας.
Τόσο η προεξοχή όσο και η «πηγή» και οι λόφοι πίσω είναι γνωστοί τοπικά ως Μαράς. Η πηγή αντιστοιχεί στο σπήλαιο του Mahara, στα βορειοδυτικά της Προσωτσάνης, στο «hiss a Tchai» και συνδέεται (σχετίζεται) μ’ έναν μύλο και με το τσιφλίκι της Rementcha, «από όπου εξέρχεται το ποτάμι, το οποίο βυθίζεται στη γη κοντά στο Λίσσε...», όπως καταγράφηκε από τον γεωγράφο Viquesnel, στα μέσα του 19ου αιώνα. Πρόκειται για την τοποθεσία της πηγής Makharas, που επισημάνθηκε από τους Heuzey και Daumet, και του βουνού Maara, που χαρτογραφήθηκε το 1919-1922. Αρχαιολόγοι (ανώνυμοι) φωτογράφισαν τη «βυζαντινή οχύρωση» του Μαρά το 1921. Αυτή αντιστοιχεί στο «κάστρο που βρίσκεται σ’ ένα λόφο, πάνω από την πηγή του ποταμού Αγγίτη», όπως ανέφερε, πριν από είκοσι χρόνια, η Δρ. Χ. Κουκούλη – Χρυσανθάκη και πρέπει να ταυτιστεί με την τοποθεσία που επισκέφτηκε ο Cousinery, η οποία βρίσκεται πέρα από την Προσωτσάνη, σε άμεση γειτονία με το σπήλαιο, από το οποίο εξερχόταν ο ποταμός Αγγίτης ή Αγκίστα. Η περιγραφή του, ελλείψει νεότερων μελετών, αξίζει να παρατεθεί. (Εδώ, ο Dunn παραθέτει το τμήμα του κειμένου του Cousinery, που ανέφερα πιο πάνω: «Πριν επισκεφτούμε αυτό τον ενδιαφέροντα τόπο, δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχε ένα αρχαίο φρούριο κοντά. Οι βράχοι που κρύβουν το δρόμο μας είχαν εμποδίσει να δούμε τα ερείπια. Όταν μας το γνωστοποίησε ο οδηγός μας, σπεύσαμε να σκαρφαλώσουμε ανάμεσα σε μαρμάρινους όγκους, παρόμοιους με αυτούς της σπηλιάς και φτάσαμε με δυσκολία στην βάση του φρουρίου. Ήταν αδύνατο να διεισδύσουμε στο εσωτερικό του, καθώς αυτό ήταν φραγμένο από τις κατεδαφίσεις του περιβάλλοντος τείχους. Κάναμε, λοιπόν, τον γύρο του φρουρίου, βαδίζοντας πάνω στα απομεινάρια αυτού του τείχους, χωρίς κανένα εμπόδιο. Σχηματίσαμε την εντύπωση ότι αυτή η κατάσταση ερειπώσεως δεν προήλθε από το χρόνο, αλλά από μια εσκεμμένη καταστροφή, που έλαβε χώρα κάποτε, για αιτίες που είναι δύσκολο να εδντοπίσουμε, σε μια χώρα που η ιστορία την έχει ολότελα παραμελήσει. Δεν είδαμε στην γύρω περιοχή κανένα ίχνος γλυπτικής ή κάποια επιγραφή αλλά, από την τοιχοποιία, στην οποία δεν υπάρχει θραύσμα, ούτε από τούβλα, ούτε από γλυπτά και είναι φτιαγμένη με πολύ συμπαγές κονίαμα, κρίναμε ότι αυτό το κτίσμα δεν ανήκει στον Μεσαίωνα….». Παρατήρησε, επίσης, μεγάλους σωρούς από πέτρες, που μερικές φορές ευθυγραμμίζονται με τάξη….
Όλα αυτά αποτελούν μια αναγνωρίσιμη εικόνα της θέσης και των περιχώρων των οχυρώσεων του Μαρά, μέχρι εκεί που αυτές εκτείνονται. Μια λεπτομερής μελέτη, όμως, θα έδειχνε ότι, στην πραγματικότητα, σπασμένα τούβλα και κεραμίδια χρησιμοποιήθηκαν, με τυπικό, βυζαντινό τρόπο, στην τοιχοποιία, ότι υπάρχει μια τυπικά βυζαντινή ποικιλία μορφών πύργων, που εξέχουν προς τα έξω και ότι το εσωτερικό του οχυρού είναι γεμάτο με συντρίμμια κτιρίων. Στα αρχαιολογικά αρχεία δεν υπάρχει άλλη μεσο-ύστερη βυζαντινή οχύρωση, γύρω από τον Πάνακα/Αγγίτη, που να είναι άγνωστη. Άρα, μπορεί να διατηρηθεί η υπόθεση ότι έχουμε να κάνουμε με το «καστέλιον του Πανάκος».
Πότε και πώς απέκτησε η τοποθεσία το όνομα Maras; Υπάρχουν ενδείξεις χρονολογικής και χωρικής ασυνέχειας, μεταξύ της βυζαντινής και της οθωμανικής κατοχής της περιοχής. Το εξελληνισμένο όνομα «Μαράς» διατηρεί το όνομα του πλησιέστερου, οθωμανικού οικισμού, ακριβώς στ’ ανατολικά της οχυρής θέσης, που καταγράφεται ως Mahara Mahale, το 1919-1922. Αλλά δεν υπάρχουν τύποι των ονομάτων Μαράς ή Πάνακας στα Defters του 15ου αιώνα, που να καλύπτουν το ποτάμιο σύστημα Πάναξ/Αγγίτης. Είναι, όμως, σημαντικό το πώς καταγράφονται τα άμεσα περίχωρα του Μαρά: Το ΤΤ 3 περιλαμβάνει, στο Βιλαέτι της Ζίχνας, εκτός από πολυάριθμους οικισμούς στο βορειοδυτικό άκρο της πεδιάδας της Δράμας, τον οικισμό Ramentsi (με δύο μύλους), που θα είναι η Rementcha, με έναν μύλο, που καταγράφηκε από τον Viquesnel ότι απείχε «λίγα λεπτά» από τη Mahara και την Grammenitsa, που μετονομάστηκε σε Γραμμένη, μόλις 1 χλμ. από τον Μαρά. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό ότι έχουμε να κάνουμε με μια περιοχή μέσα στο Βιλαέτι της Ζίχνας.
Είναι πιθανό, ένας υφιστάμενος οικισμός ν’ αποκλείστηκε από τα Defters του 15ου αιώνα είτε για κάποιους ειδικούς λόγους είτε γιατί μία ή περισσότερες από τις άγνωστες κοινότητες του TT 3 βρίσκονταν γύρω από τον Mαρά. Τα δεδομένα όμως ταιριάζουν καλύτερα, αν υιοθετήσουμε το εξής μοντέλο: Ότι υπήρξε κάστρο και χωριό, που είχαν το όνομα του ποταμού Πάνακα, στη «δεύτερη πηγή του», όπου τα αποδεδειγμένα μεσαιωνικά κτίσματα του Μαρά ανήκουν στο «καστέλιον του Πάνακος». Ότι η περιοχή του φρουρίου δεν ήταν πλέον κατειλημμένη στα μέσα του 15ου αιώνα. Ότι το όνομα Mahara -Mahar αναφέρεται στα μετά τα μέσα του 15ου αιώνα χρόνια και ότι τέτοιες εξελίξεις θα είχαν ως αποτέλεσμα την προοδευτική μετονομασία του κάτω ρου του Πάνακα/Αγγίτη, με το όνομα της Mahara και άλλους, ζωντανούς οικισμούς, που βρίσκονταν κοντά στα καθοριστικά του σημεία.
Πάντως, για την ιστορία, εγώ, ο γράφων, αναφέρω ότι οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας, Σταυρούλα Δαδάκη, Μιχάλης Λυχούνας και Κωνσταντίνος Τσουρής, σε κοινή ανακοίνωσή τους, με τίτλο «οχυρώσεις στις παρυφές της ευρύτερης πεδιάδας των Φιλίππων», που περιλήφθηκε στα Πρακτικά της Δ’ επιστημονικής συνάντησης, που έγινε στην Δράμα το έτος 2002, με τίτλο «Η Δράμα και η περιοχή της. Ιστορία και πολιτισμός», απορρίπτουν κατηγορηματικά την ταύτιση που έκανε ο Dunn, του «καστελίου του Πάνακος» των εγγράφων του Αγίου όρους της βυζαντινής περιόδου, με το κάστρο που βρίσκεται πάνω από το σπήλαιο του Μαρά.