Σάββατο 29 Απριλίου 2023

ΕΝΑΣ ΙΣΧΥΡΟΣ, ΔΙΠΛΟΣ, ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ, ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΑΓΓΙΤΗ (ΜΑΑΡΑ), ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΡΑΜΑΣ – ΜΗΠΩΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ «ΚΑΣΤΕΛΙΟΝ Ο ΠΑΝΑΚΑΣ»;

Στην κορυφή του πρώτου λόφου, βόρεια των πηγών του ποταμού Αγγίτη, (Πάνακα, κατά την βυζαντινή εποχή), σε υψόμετρο γύρω στα 200 μέτρα, με απεριόριστη θέα, (δείτε φωτογραφία 41), και πάνω ακριβώς από την φυσική έξοδο των νερών του ποταμού από το σπήλαιο του Μααρά, υπάρχει ένας μεγάλος, διπλός, οχυρωματικός περίβολος, που δέσποζε στο βορειοδυτικό τμήμα της πεδιάδας και έλεγχε περάσματα της περιοχής, οι συντεταγμένες του οποίου είναι: 41.223411, 23.892617.

Στον οχυρωματικό αυτό περίβολο οδηγεί καλοστρωμένο, λιθόστρωτο μονοπάτι, που ξεκινά από το πλάι της φυσικής εισόδου του σπηλαίου του Μααρά, (δείτε φωτογραφίες 1-6).

Ο ένας περίβολος, που τον βλέπουμε κυρίως στην βόρεια πλευρά, μοιάζει με τις λεγόμενες «αρχαίες, θρακικές οχυρώσεις», που το χαρακτηριστικό τους είναι η μη χρήση κονιάματος, αλλά κάποιοι τον θεωρούν νεώτερο, ανάγοντάς τον στα ελληνιστικά χρόνια, (τον βλέπετε στις φωτογραφίες 19-22), ενώ ο δεύτερος είναι βυζαντινός, κατασκευασμένος με ισχυρό κονίαμα, που χρησιμοποιήθηκε ως συνδετικό υλικό των λίθων, (τον βλέπετε στις φωτογραφίες 7-18).

Μια πύλη διακρίνεται στο νότιο τείχος. Σώζονται, επίσης, πύργοι κυκλικοί, τετράπλευροι κι ένας πολυγωνικός, (ίσως πεντάπλευρος).

Στο εσωτερικό της διπλής οχύρωσης υπάρχουν ερείπια πολλών κτιρίων (φωτογραφίες 23-31) κι ένας χριστιανικός ναός, ρυθμού βασιλικής, με το ιερό του και τα γύρω απ’ αυτόν προσκτίσματα, (φωτογραφίες 33-40).

Όπως ήταν φυσικό, μια τέτοια, εντυπωσιακή οχύρωση, κατασκευασμένη πάνω ακριβώς από ένα τόσο εμβληματικό σημείο, όπως είναι η έξοδος των νερών του Αγγίτη από την υπόγεια διαδρομή τους, δεν περνούσε απαρατήρητη, ούτε από τους περιηγητές, ούτε από τους επιστήμονες του παρελθόντος. Επέλεξα, λοιπόν, προκειμένου να σας κάνω ν’ αντιληφθείτε την σπουδαιότητα αυτού του τόπου, μόνο από έναν από τις δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων, που ασχολήθηκαν (και) με το μνημείο αυτό:

Πρώτα αναφέρομαι στον Γάλλο πρόξενο στην Θεσσαλονίκη, Esprit Marie COUSINÉRY, ο οποίος, στο βιβλίο του, με τίτλο «Voyage dans la Macédoine, contenant des recherches sur l'histoire, la géographie et les antiquités de ce pays..., τόμος I, που εκδόθηκε στο Παρίσι, από το βασιλικό τυπογραφείο, το έτος 1831, έγραψε, για το θέμα της ανάρτησής μου αυτής, τα εξής, ενδιαφέροντα:

Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ένας άνθρωπος τόσο αξιέπαινος για τις γνώσεις του, όσο και για τις αρετές του, μου επιβεβαίωσε την άποψη που είχα ήδη σχηματίσει, ότι η πηγή των νερών του Αγγίτη βρίσκεται στην περιοχή του Νευροκοπίου. Αυτός ο άξιος ιεράρχης, που επί δώδεκα χρόνια κατείχε την έδρα της επισκοπής της Δράμας, μου είπε ότι, ενώ διέσχιζε την επισκοπή του, είχε δει, σε απόσταση μιας ώρας από την πόλη του Νευροκοπίου, το ρέμα, που κυλάει κοντά στα τείχη του, να χάνεται μέσα στην άμμο και ότι υπάρχει απόδειξη ότι αυτό το ίδιο ρεύμα έρχεται να ξαναεμφανιστεί στο Νυμφαίο (εννοεί το σπήλαιο του Μααρά, στο οποίο κυλάει ο Αγγίτης). Για να μου ενισχύσει αυτή την άποψη, πρόσθεσε ότι ένας ιδιώτης, θέλοντας να άρει κάθε αμφιβολία, είχε ρίξει μια ποσότητα από μεγάλους σπόρους κεχριού στα νερά του ρέματος, στο σημείο όπου αυτό εξαφανίζεται και ότι, τρεις ώρες αργότερα, άτομα σταλμένα στη σπηλιά, τους είχαν δει να βγαίνουν πάνω από τα νερά.

Πριν επισκεφτούμε αυτό τον ενδιαφέροντα τόπο, δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχε ένα αρχαίο φρούριο κοντά. Οι βράχοι που κρύβουν το δρόμο (ίσως εννοεί το πέτρινο μονοπάτι των έξι πρώτων φωτογραφιών μου), μας είχαν εμποδίσει να δούμε τα ερείπια. Όταν μας το γνωστοποίησε ο οδηγός μας, σπεύσαμε να σκαρφαλώσουμε ανάμεσα σε μαρμάρινους όγκους, παρόμοιους με αυτούς της σπηλιάς και φτάσαμε με δυσκολία στην βάση του φρουρίου.

Ήταν αδύνατο να διεισδύσουμε στο εσωτερικό του, καθώς αυτό ήταν φραγμένο από τις κατεδαφίσεις του περιβάλλοντος τείχους. Κάναμε, λοιπόν, τον γύρο του φρουρίου, βαδίζοντας πάνω στα απομεινάρια αυτού του τείχους, χωρίς κανένα εμπόδιο. Σχηματίσαμε την εντύπωση ότι αυτή η κατάσταση ερειπώσεως δεν προήλθε από το χρόνο, αλλά από μια εσκεμμένη καταστροφή, που έλαβε χώρα κάποτε, για αιτίες που είναι δύσκολο να εντοπίσουμε, σε μια χώρα που η ιστορία την έχει ολότελα παραμελήσει.

Δεν είδαμε στην γύρω περιοχή κανένα ίχνος γλυπτού ή κάποια επιγραφή αλλά, από την τοιχοποιία, στην οποία δεν υπάρχει θραύσμα, ούτε από τούβλα, ούτε από γλυπτά και είναι φτιαγμένη με πολύ συμπαγές κονίαμα, κρίναμε ότι αυτό το κτίσμα δεν ανήκει στον Μεσαίωνα και ότι πρέπει να το κατασκεύασαν οι Μακεδόνες. Το κάστρο αυτό χτίστηκε αναμφίβολα την εποχή που ο Φίλιππος, έχοντας καταλάβει τις Κρηνίδες κι έχοντας δώσει σ’ αυτές το όνομά του, κατασκεύασε κι αυτό το φρούριο, για να προστατεύσει τα ορυχεία του Παγγαίου από μια εισβολή, με την οποία γειτονικοί λαοί δεν έπαψαν ποτέ να τις απειλούν. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι ο Αύγουστος, ιδρυτής της αποικίας των Φιλίππων, ανέθεσε την κατασκευή ή την αποκατάσταση αυτού του φρουρίου, για τους ίδιους λόγους που ο Φίλιππος έπρεπε να οχυρώσει τα περίχωρα της δικής του αποικίας.

Δεύτερο αναφέρω τον Α. Dunn, ο οποίος, στην ανακοίνωσή του, με τίτλο “The Byzantine topography of southeastern Macedonia: a contribution@, που περιλήφθηκε στον τόμο «Μνήμη Δ. Λαζαρίδη. Πόλις και χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη», έγραψε τα εξής:

« …Μπορεί να υποστηριχθεί ότι το όνομα Panax της επίσημης βυζαντινής γλώσσας, καθώς και τα συγγενικά του, αναφέρονταν και πολύ πιο πέρα ​​από τη συμβολή των ρευμάτων στην Άνω Συμβολή. Αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «άνω Αγγίτης», το κύριο ρεύμα νερού σε αυτή τη συμβολή, μπορεί να μην είχε καταγραφεί πρόσφατα με τις μορφές (τους τύπους) του ονόματος Πάναξ, αλλά ήταν γνωστό ότι δεν πηγάζει από τη θέση του σύγχρονου χωριού Αγγίτης. Αναφέρθηκε, ορθά, σε δυτικούς περιηγητές των αρχών του 19ου αι., (προφανώς, εννοεί και τον προαναφερθέντα Cousinery), ότι προέρχεται από μια ορεινή πεδιάδα στα βόρεια. Το όνομα του κύριου ρεύματος αυτής της ορεινής λεκάνης (που διέρχεται από το Ζήρνοβο / Κάτω Νευροκόπι και το Λίσε / Οχυρό), το οποίο συνδέεται με τον «Αγγίτη» μ’ ένα υπόγειο πέρασμα, έχει καταγραφεί, σ’ αυτόν τον αιώνα, ως Panega, Panels, Pan-ech, Banas. . Η σύνδεση με το νότιο Baneka είναι προφανής και το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο, ότι στο Μεσαίωνα και αργότερα, ένα στοιχείο του ποτάμιου συστήματος της Ανατολικής Μακεδονίας, που εκτείνεται από τον Στρυμόνα (λίμνη Ταχινού) έως τα βουνά γύρω από το Νευροκόπι, ήταν γνωστό υπό τις μορφές (τύπους) του ονόματος Panax και ότι μόνο κατά τον 18ο αιώνα και μόνο στο κάτω μέρος του ποταμού άρχισαν να κυριαρχούν άλλα ονόματα. Αυτά τα ονόματα σχετίζονται με τοπωνύμια, σε καθοριστικά σημεία του ποτάμιου συστήματος. Το όνομα Πάνακας, έτσι, θα πρέπει ν’ αναζητηθεί σε κάποιο καθοριστικό σημείο αυτού του ποτάμιου συστήματος. Επί του παρόντος, λείπουν τα τοπωνυμικά στοιχεία της τοποθεσίας, αλλά μπορούν ν’ αναζητηθούν τοπογραφικές και αρχαιολογικές αποδείξεις.

Κάποια από τα ακίνητα της Μονής Παντοκράτορος, όπως έχει αποδειχθεί, βρίσκονται στην περιοχή της Δράμας και άλλα στην ακτή ή δίπλα στον Στρυμόνα. Η πιθανότητα μία μόνο δωρεά ν’ αναφέρεται στο άνω τμήμα του Πάνακα είναι μικρή. Η περιοχή ήταν εξαιρετικά απομονωμένη. Δεν μπορεί κατ' αρχήν να αποκλειστεί η θέση του καστελίου (ενν. του Πάνακος) στο κατώτερο ρεύμα του ποτάμιου συστήματος, σώζονται όμως αρχαιολογικά κατάλοιπα, που αντιστοιχούν σε βυζαντινό κάστρο, το οποίο βρίσκεται στην πεδιάδα της Δράμας, σ’ ένα από τα καθοριστικά σημεία του ποταμού Πάνακος: (Πρόκειται για) την οχύρωση που βρίσκεται στη βραχώδη προεξοχή, κάτω από την οποία εκβάλλει ο Πάναξ/Αγγίτης στην πεδιάδα της Δράμας.

Τόσο η προεξοχή όσο και η «πηγή» και οι λόφοι πίσω είναι γνωστοί τοπικά ως Μαράς. Η πηγή αντιστοιχεί στο σπήλαιο του Mahara, στα βορειοδυτικά της Προσωτσάνης, στο «hiss a Tchai» και συνδέεται (σχετίζεται) μ’ έναν μύλο και με το τσιφλίκι της Rementcha, «από όπου εξέρχεται το ποτάμι, το οποίο βυθίζεται στη γη κοντά στο Λίσσε...», όπως καταγράφηκε από τον γεωγράφο Viquesnel, στα μέσα του 19ου αιώνα. Πρόκειται για την τοποθεσία της πηγής Makharas, που επισημάνθηκε από τους Heuzey και Daumet, και του βουνού Maara, που χαρτογραφήθηκε το 1919-1922. Αρχαιολόγοι (ανώνυμοι) φωτογράφισαν τη «βυζαντινή οχύρωση» του Μαρά το 1921. Αυτή αντιστοιχεί στο «κάστρο που βρίσκεται σ’ ένα λόφο, πάνω από την πηγή του ποταμού Αγγίτη», όπως ανέφερε, πριν από είκοσι χρόνια, η Δρ. Χ. Κουκούλη – Χρυσανθάκη και πρέπει να ταυτιστεί με την τοποθεσία που επισκέφτηκε ο Cousinery, η οποία βρίσκεται πέρα ​​από την Προσωτσάνη, σε άμεση γειτονία με το σπήλαιο, από το οποίο εξερχόταν ο ποταμός Αγγίτης ή Αγκίστα. Η περιγραφή του, ελλείψει νεότερων μελετών, αξίζει να παρατεθεί. (Εδώ, ο Dunn παραθέτει το τμήμα του κειμένου του Cousinery, που ανέφερα πιο πάνω: «Πριν επισκεφτούμε αυτό τον ενδιαφέροντα τόπο, δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχε ένα αρχαίο φρούριο κοντά. Οι βράχοι που κρύβουν το δρόμο μας είχαν εμποδίσει να δούμε τα ερείπια. Όταν μας το γνωστοποίησε ο οδηγός μας, σπεύσαμε να σκαρφαλώσουμε ανάμεσα σε μαρμάρινους όγκους, παρόμοιους με αυτούς της σπηλιάς και φτάσαμε με δυσκολία στην βάση του φρουρίου. Ήταν αδύνατο να διεισδύσουμε στο εσωτερικό του, καθώς αυτό ήταν φραγμένο από τις κατεδαφίσεις του περιβάλλοντος τείχους. Κάναμε, λοιπόν, τον γύρο του φρουρίου, βαδίζοντας πάνω στα απομεινάρια αυτού του τείχους, χωρίς κανένα εμπόδιο. Σχηματίσαμε την εντύπωση ότι αυτή η κατάσταση ερειπώσεως δεν προήλθε από το χρόνο, αλλά από μια εσκεμμένη καταστροφή, που έλαβε χώρα κάποτε, για αιτίες που είναι δύσκολο να εδντοπίσουμε, σε μια χώρα που η ιστορία την έχει ολότελα παραμελήσει. Δεν είδαμε στην γύρω περιοχή κανένα ίχνος γλυπτικής ή κάποια επιγραφή αλλά, από την τοιχοποιία, στην οποία δεν υπάρχει θραύσμα, ούτε από τούβλα, ούτε από γλυπτά και είναι φτιαγμένη με πολύ συμπαγές κονίαμα, κρίναμε ότι αυτό το κτίσμα δεν ανήκει στον Μεσαίωνα….». Παρατήρησε, επίσης, μεγάλους σωρούς από πέτρες, που μερικές φορές ευθυγραμμίζονται με τάξη….

Όλα αυτά αποτελούν μια αναγνωρίσιμη εικόνα της θέσης και των περιχώρων των οχυρώσεων του Μαρά, μέχρι εκεί που αυτές εκτείνονται. Μια λεπτομερής μελέτη, όμως, θα έδειχνε ότι, στην πραγματικότητα, σπασμένα τούβλα και κεραμίδια χρησιμοποιήθηκαν, με τυπικό, βυζαντινό τρόπο, στην τοιχοποιία, ότι υπάρχει μια τυπικά βυζαντινή ποικιλία μορφών πύργων, που εξέχουν προς τα έξω και ότι το εσωτερικό του οχυρού είναι γεμάτο με συντρίμμια κτιρίων. Στα αρχαιολογικά αρχεία δεν υπάρχει άλλη μεσο-ύστερη βυζαντινή οχύρωση, γύρω από τον Πάνακα/Αγγίτη, που να είναι άγνωστη. Άρα, μπορεί να διατηρηθεί η υπόθεση ότι έχουμε να κάνουμε με το «καστέλιον του Πανάκος».

Πότε και πώς απέκτησε η τοποθεσία το όνομα Maras; Υπάρχουν ενδείξεις χρονολογικής και χωρικής ασυνέχειας, μεταξύ της βυζαντινής και της οθωμανικής κατοχής της περιοχής. Το εξελληνισμένο όνομα «Μαράς» διατηρεί το όνομα του πλησιέστερου, οθωμανικού οικισμού, ακριβώς στ’ ανατολικά της οχυρής θέσης, που καταγράφεται ως Mahara Mahale, το 1919-1922. Αλλά δεν υπάρχουν τύποι των ονομάτων Μαράς ή Πάνακας στα Defters του 15ου αιώνα, που να καλύπτουν το ποτάμιο σύστημα Πάναξ/Αγγίτης. Είναι, όμως, σημαντικό το πώς καταγράφονται τα άμεσα περίχωρα του Μαρά: Το ΤΤ 3 περιλαμβάνει, στο Βιλαέτι της Ζίχνας, εκτός από πολυάριθμους οικισμούς στο βορειοδυτικό άκρο της πεδιάδας της Δράμας, τον οικισμό Ramentsi (με δύο μύλους), που θα είναι η Rementcha, με έναν μύλο, που καταγράφηκε από τον Viquesnel ότι απείχε «λίγα λεπτά» από τη Mahara και την Grammenitsa, που μετονομάστηκε σε Γραμμένη, μόλις 1 χλμ. από τον Μαρά. Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό ότι έχουμε να κάνουμε με μια περιοχή μέσα στο Βιλαέτι της Ζίχνας.

Είναι πιθανό, ένας υφιστάμενος οικισμός ν’ αποκλείστηκε από τα Defters του 15ου αιώνα είτε για κάποιους ειδικούς λόγους είτε γιατί μία ή περισσότερες από τις άγνωστες κοινότητες του TT 3 βρίσκονταν γύρω από τον Mαρά. Τα δεδομένα όμως ταιριάζουν καλύτερα, αν υιοθετήσουμε το εξής μοντέλο: Ότι υπήρξε κάστρο και χωριό, που είχαν το όνομα του ποταμού Πάνακα, στη «δεύτερη πηγή του», όπου τα αποδεδειγμένα μεσαιωνικά κτίσματα του Μαρά ανήκουν στο «καστέλιον του Πάνακος». Ότι η περιοχή του φρουρίου δεν ήταν πλέον κατειλημμένη στα μέσα του 15ου αιώνα. Ότι το όνομα Mahara -Mahar αναφέρεται στα μετά τα μέσα του 15ου αιώνα χρόνια και ότι τέτοιες εξελίξεις θα είχαν ως αποτέλεσμα την προοδευτική μετονομασία του κάτω ρου του Πάνακα/Αγγίτη, με το όνομα της Mahara και άλλους, ζωντανούς οικισμούς, που βρίσκονταν κοντά στα καθοριστικά του σημεία.

Πάντως, για την ιστορία, εγώ, ο γράφων, αναφέρω ότι οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας, Σταυρούλα Δαδάκη, Μιχάλης Λυχούνας και Κωνσταντίνος Τσουρής, σε κοινή ανακοίνωσή τους, με τίτλο «οχυρώσεις στις παρυφές της ευρύτερης πεδιάδας των Φιλίππων», που περιλήφθηκε στα Πρακτικά της Δ’ επιστημονικής συνάντησης, που έγινε στην Δράμα το έτος 2002, με τίτλο «Η Δράμα και η περιοχή της. Ιστορία και πολιτισμός», απορρίπτουν κατηγορηματικά την ταύτιση που έκανε ο Dunn, του «καστελίου του Πάνακος» των εγγράφων του Αγίου όρους της βυζαντινής περιόδου, με το κάστρο που βρίσκεται πάνω από το σπήλαιο του Μαρά.











































Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

 ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ, ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ, ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΓΚΑΤΑΣΑΣΗ (ΚΑΣΑΜΠΑ), ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΒΗΣ, ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 Τον Ιανουάριο του 1994, έλαβε χώρα, στο Ρέθυμνο της Κρήτης, ένα διεθνές συνέδριο, με τίτλο «The Via Egnatia under Ottoman rule. 1380-1699». Ανάμεσα στις ανακοινώσεις του Συνεδρίου ήταν και μια εξαιρετική ανακοίνωση του Machiel Kiel, με τίτλο «Ottoman building activity along the via EgnatiaThe cases of PazaergahKavala and Ferecik», από την οποία σας μεταφέρω το τμήμα της, που αφορά την Παζαρούδα, μεταφρασμένο από μένα, από το κείμενο της ανακοίνωσης, που καταχωρήθηκε στα εκδοθέντα Πρακτικά του Συνεδρίου, στην αγγλική γλώσσα.

 Όσο για τις φωτογραφίες, τις οφείλω στον αγαπητό, διαδικτυακό φίλο κ. Στέφανο Πασβάντη, ο οποίος μ’ ευχαρίστηση μου τις έστειλε, μόλις του της ζήτησα!

 Τέλος, για τους αλλοδαπούς φίλους, παραθέτω τις σελίδες της ανακοίνωσης, σε εικόνες .jpg, φωτογραφημένες από το βιβλίο των Πρακτικών του Συνεδρίου.

 

Pazargah-i Cedid, Παζαρούδα – Απολλωνία.

 Έξω από το σημερινό χωριό Απολλωνία, που στο παρελθόν ονομαζόταν Παζαρούδα, από τους ντόπιους Έλληνες και Παζαργά από τους Τούρκους, σώζονται ακόμη τα ερείπια ενός οθωμανικού χαμάμ του 16ου αιώνα, ενός τζαμιού και ενός χανιού. Κάποτε ήταν το κέντρο ενός νέου, οθωμανικού κασαμπά, κατά μήκος της Εγνατίας Οδού. Μετά τα γεγονότα των αρχών του αιώνα μας, οι Τούρκοι έφυγαν, ενώ οι ντόπιοι Έλληνες συνέχισαν να ζουν, εκεί που ζούσαν πριν, αφήνοντας τον οθωμανικό οικισμό να εξαφανιστεί. Το χαμάμ περιέγραψε πρόσφατα, αναλυτικά, η Ευαγγελία Χατζητρύφωνος. Το τζαμί και το χάνι, και τα δύο ερειπωμένα, περιμένουν ακόμη να μελετηθούν και κυρίως ν’ ανασκαφούν και να ενισχυθούν. Η Χατζητρύφωνος προσπάθησε ν’ ανακαλύψει την χρονολογία κατασκευής, συγκρίνοντας το χαμάμ της Απολλωνίας με κάποιες κάπλικες, (ιαματικά λουτρά) του 15ου αιώνα, στην Προύσα, αλλά δεν απέκλεισε μια χρονολόγηση στις αρχές του 16ου αιώνα. Στην πραγματικότητα, το σχέδιο που χρησιμοποιήθηκε για το θερμό δωμάτιο της Απολλωνίας ανήκει οπωσδήποτε στο τρίτο τέταρτο του 16ου αιώνα και πρέπει να συγκριθεί με το χαμάμ του Feridun Ahmed Pasha στο Διδυμότειχο, που χρονολογείται, από την επιγραφή του, στο 1571/72 και το χαμάμ του Sokollu Mehmed Pasha στο Luleburgaz, στην Τουρκική Θράκη, που χρονολογείται, από την επιγραφή του, στο 1569/70. Τα τρία αυτά λουτρά είναι σχεδόν πανομοιότυπα. (1)

 Η πρώτη, γραπτή πηγή, που αναφέρει τα κτίρια στο Pazargah, είναι ένα αντίγραφο του Vakfiye του Μεγάλου Βεζίρη Mehmed Sokollu, από τη δεκαετία του 1570, που διατηρείται ως All Emiri Tarih Yazmalari no 933, στο Istanbul Millet Kutuphane. Αυτό απαριθμεί όλα τα πολυάριθμα ιδρύματα (κατασκευές) αυτού του μεγάλου πολιτικού, από τη Συρία μέχρι την Ουγγαρία. Εδώ διαβάζουμε: «Και στην ζωοδότρα (χαρμόσυνη) τοποθεσία, γνωστή ως Kaya Pinar, η οποία διοικητικά ανήκει στην πόλη Σιδερόκαψα, που βρίσκεται κοντά στην Θεσσαλονίκη της Ρούμελης (έτσι λεγόταν όλη η Ελλάδα), κατασκεύασε (έφτιαξε) ένα τζαμί και κοντά στο προαναφερθέν τζαμί, ένα σχολείο («muallimhane»). Η πηγή, στην οποία καταγράφεται αυτό, έγινε διαθέσιμη από τον Tayyib Gokbilgin το 1952.(2) Η δεύτερη, οθωμανική πηγή, που αναφέρει τον νέο οικισμό, είναι ο Katip Celebi, γνωστός ως Hadschi Chalfa, ο οποίος, στο έργο του Rumeli und Bosna, που δημοσιεύτηκε το 1812, από τον Joseph von Hammer, γράφει: Basargah-i Dschedid, (δηλαδή: Η Νέα Αγορά), που ανήκει στην Επαρχία Σιδεροκάστρου, (εδώ υπάρχει σύγχυση: Πρόκειται για τη Σιδερόκαψα Χαλκιδικής), είναι ένα μεγάλο χωριό, πάνω στον δρόμο. Έχει ένα τζαμί και μια εβδομαδιαία αγορά και απέχει μόλις μια μέρα από τη Σιδερόκαψα». (3) Ο Katip Celebi, ο οποίος έγραψε τη δεκαετία του 1640, πήρε τις περισσότερες, γεωγραφικές πληροφορίες του για τη Ρούμελη, από τον γεωγράφο, μεταγλωττιστή και περιηγητή Mehmed-i Asik, από την Τραπεζούντα, ο οποίος, το 1590/92, ταξίδευε στα Βαλκάνια και εργάστηκε, για κάποιο διάστημα, στο γραφείο Βακουφίων της διοίκησης Θεσσαλονίκης. Το σημείωμά του, στο Rumeli und Bosna, αντικατοπτρίζει, ως εκ τούτου, την κατάσταση, στη δεκαετία του 1590.

 Δεν είναι δυνατόν να παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη της νέας πόλης, με την βοήθεια των Οθωμανικών tahrir defters. Αυτά τα τελευταία, που περιέχουν (αναφέρονται) τις περιοχές της Θεσσαλονίκης, της Σιδερόκαψας, των Σερρών, της Δράμας και της Καβάλας, χρονολογούνται στο έτος 1569, προτού, δηλαδή, ιδρυθεί η νέα πόλη. Πρέπει, λοιπόν, να καταφύγουμε σε ταξιδιωτικές αφηγήσεις. Ο πρώτος, δυτικός ταξιδευτής, που ανέφερε τον τόπο αυτόν, είναι, προφανώς, ο Lorenzo Bernardo, ο οποίος επισκέφτηκε το "Genibazar" τον Ιούνιο του 1591, δηλαδή την ίδια περίπου εποχή, που ο Mehmed-i Acik βρισκόταν στην περιοχή. Διαβάζουμε (4):

 «Πρώτη Ιουνίου 1591, Σάββατο, το πρωί φύγαμε από τον Λαγκαδά και φτάσαμε, γύρω στο μεσημέρι, στο Γενί-παζάρ. Περάσαμε κατά μήκος των οχθών δύο λιμνών, η μία εκ των οποίων απείχε περίπου δύο μίλια από την άλλη. Εκείνη στα δεξιά είναι (η λίμνη) του Λαγκαδά, η άλλη στ’ αριστερά είναι (η λίμνη) του Γενί-παζάρ. Στο Genibazar είδαμε ένα μέρος, που έμοιαζε με παλάτι (serraglio), είχε περιφέρεια περίπου ενάμιση μιλίου και το είχε ανεγείρει ο Mεχμέτ πασά, Μέγας Βεζίρης, που δολοφονήθηκε, στην κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε, το έτος 1579. Το κατασκεύασε για την ανάπαυση της ψυχής του. Φιλοξενεί ιππείς και έχει ένα τζαμί, λουτρό και πολλά καταστήματα, στα οποία πωλούνται εμπορεύματα για όσους έρχονται στο παζάρι, το οποίο γίνεται κάθε Παρασκευή».

 Τις πιο λεπτομερείς πληροφορίες, για το Pazargah-i Cedid, ωστόσο, δίνει ο Evliya Celebi, ο οποίος επισκέφτηκε τον τόπο (αυτό), το καλοκαίρι του 1667: (5)

«Εγκώμιο του οχυρωμένου οικισμού (kasaba) του Yeni Bazar.

Πρόκειται για έναν πλούσιο, γοητευτικό και καλοχτισμένο οικισμό, χτισμένο σε επίπεδα και εύφορα λιβάδια και παρτέρια με τουλίπες, κοντά στα βουνά και τις όχθες της λίμνης Besik (Βόλβης). Παλαιότερα, όμως, υπήρχε εδώ μόνο μια πολύ μικρή εγκατάσταση. Το έτος..., επί Σουλτάνου Σελίμ Β' (=1566-1574), ο Μέγας Βεζίρης Σοκολλού Μεχμέτ Πασάς, ξόδεψε ένα μεγάλο, χρηματικό ποσό κι έδωσε ζωή (αναζωογόνησε) αυτόν τον οδικό σταθμό (ribat), κατασκευάζοντας ένα φωτεινό και μεγαλόπρεπο τζαμί, έναν οίκο διδασκαλίας κι ένα σχολείο, για τα παιδιά που μαθαίνουν τα πρώτα γράμματα, έναν τεκέ για τους δερβίσηδες, εκείνους, δηλαδή, που πιστεύουν στη μοναδικότητα του Θεού, ένα λουτρό - ανάπαυση της ψυχής, εμπορικούς δρόμους (esvak), για τα μέλη των συντεχνιών και των τεχνιτών κι ένα χάνι, για τους εμπόρους κι ένα ιμαρέτ (πτωχοκομείο), που παρείχε φαγητό, ένα χώρο δεξιώσεων, για τους ταξιδιώτες που πηγαινοέρχονται. Τώρα, έχει μετατραπεί σε μια μεγάλη πόλη, η οποία, επειδή ο πληθυσμός της είναι απαλλαγμένος από κάθε έκτακτη φορολογία, γίνεται καθημερινά και πιο ακμαία.

Αυτή (η πόλη) βρίσκεται στο Nahiye της Σιδερόκαψας, (η οποία απέχει) μιας μέρας ταξίδι απ’ αυτό, πάνω στη μεγάλη λεωφόρο, (που οδηγεί) από την Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη κι έχει ένα Naib (ναϊπη, ερμηνευτή) του Ιερού Νόμου, ένα Δικαστή, έναν διαχειριστή Βακουφίων, έναν διοικητή (αρχηγό) των Γενιτσάρων, έναν διοικητή των τοπικών σωμάτων του ιππικού, (kethuda yeri), καθώς και προύχοντες και ευγενείς. Δεν είχα δει παλιότερα αυτή την Κοινότητα, αλλά τώρα, κατά την παρουσία μου εδώ, έκανα την προσευχή μου, της Παρασκευής, στο Τζαμί του Sokollu Mehmed Pasha, το οποίο είναι πραγματικά ένα ολόφωτο τζαμί, γεμάτο με το φως του Αλή. Όλα τα κτίρια αυτού του καθιδρύματος είναι εξ ολοκλήρου καλυμμένα με μολύβι. Κι όταν έκανα την προσευχή μου εκεί, την Παρασκευή, μαζεύτηκαν 5.000 με 10.000 άνθρωποι, εδώ σ’ αυτήν την μικρή πόλη, όπου υπάρχει μια αγορά... Είναι πραγματικά μια γοητευτική Κοινότητα».

 Ο Evliya φαίνεται να έχει δει την Pazargah/Apollonia, στo αποκορύφωμα της ευημερίας της. Πιθανότατα ο Σοκολού Μεχμέτ Πασάς είχε αποκτήσει (διέθετε) ένα χωριό (mezraa) στη Σιδεροκάψα ή κάποιον οικισμό με λίγα σπίτια, που ονομαζόταν Kaya Pinar στα τουρκικά, επειδή τον 16ο αιώνα, σ’ αυτό το μέρος της Μακεδονίας κατοικούσαν πάρα πολλοί, Τούρκοι άποικοι, οι οποίοι έφεραν μαζί τους τα δικά τους τοπωνυμία. Τα ταχρίρ του 1521 και του 1568/69 θα μας έδιναν περισσότερες λεπτομέρειες, για το μέγεθος της προηγούμενης, οικιστικής εγκατάστασης. Λόγω του γεγονότος ότι ο Sokollu Mehmed προσέλκυσε αποίκους, παρέχοντάς τους ελευθερία από τον επαχθή φόρο αβαρίζ, δεν είναι δυνατό να παρακολουθήσουμε τη δημογραφική εξέλιξη της νέας αυτής Κοινότητας (Δήμου), με τη βοήθεια των mufassal avariz defters. Καθώς, αργότερα, Χριστιανοί εγκαταστάθηκαν, επίσης, στο νέο Δήμο, θα μπορούσε, επίσης, να βρεθεί αυτό (ενν. το Χριστιανικό) κομμάτι του πληθυσμού, στα αρχεία Cizye της περιοχής της Θεσσαλονίκης. Και οι δύο ομάδες μπορούν (επίσης) να βρεθούν, στους διάσπαρτους λογαριασμούς εσόδων του Vakf (αυτού του ιδρύματος). Για τον 19ο αιώνα, τα Nufus-Defters (βιβλία πληθησμού), για τον χριστιανικό, καθώς και για τον μουσουλμανικό πληθυσμό, έγιναν πρόσφατα προσβάσιμα, στα Οθωμανικά Αρχεία της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, η επέκταση της νέας πόλης, (που αποτελούσε) τμήμα μιας σκόπιμης, πολιτικής αστικοποίησης, της Οθωμανικής, κεντρικής κυβέρνησης, θα μπορούσε να μελετηθεί, με περισσότερες λεπτομέρειες.

Κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η περιοχή του Pazargah υπέστη τρομερές απώλειες πληθυσμού, Χριστιανών και Μουσουλμάνων. 8 Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο τόπος φαίνεται να έχει ανακάμψει, λίγο-πολύ, έχοντας, σύμφωνα με τις στατιστικές έρευνες του Vasil Kancev, που είναι γνωστό ότι είναι οι πιο αξιόπιστες, απ’ όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, 280 Τούρκους κατοίκους και 200​​Έλληνες. 9 Στα τέλη του 16ου αιώνα, η Παζαργκά (Παζαρούδα) εξακολουθούσε να ονομάζεται «μεγάλο χωριό», εβδομήντα χρόνια αργότερα ο Εβλιγιά το αποκαλεί κασαμπά (οχυρωμένη πόλη) και μάλιστα, πόλη sehir. Περαιτέρω ανασκαφή στο σημείο, μπορεί ν’ αποδείξει την ύπαρξη του εμπορικού δρόμου, του σχολείου, του τεκέ και του ιμαρέτ, που αναφέρει ο Evliya Celebi, αλλά ayt;a δεν υπάρχουν στο (ημιτελώς δημοσιευμένο) Vakfiye. Το χάνι και το λουτρό παραλείπονται, επίσης, στο Vakfiye, ή τουλάχιστον στο τμήμα του, που είναι προσβάσιμο σ’ εμάς. Ωστόσο, τα ερείπιά τους στέκονται ακόμα όρθια. Μαζί με το Οθωμανικό, αρχειακό υλικό, που αναφέρθηκε και τις αναφορές και τις οδηγίες στη συλλογή Muhimme της Κρατικής αλληλογραφίας με τις επαρχίες, θα μπορούσε κανείς να βρει το υλικό, για μια ενδιαφέρουσα μονογραφία.

 ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

(1) ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΧΑΤΖΗΤΡΥΦΩΝΟΣ, Οθωμανικό λουτρό στην Απολλωνία της Βόλβης, Μακεδονικά, 26 (1987/88) 139-168 (με αγγλική περίληψη). Για το ελάχιστα γνωστό λουτρό στο ΔιδυμότειχοβλMKielTwo little known Monuments of Early and Classical Ottoman Architecture in Greek Thrace BS, 22, 1 (1981) 127-146 (και στο Variorum 1990).

(2) GOKBILGIN, Edirne, σελ. 511.

(3) Rumeli und Bosna geographisch beschrieben von Mustafa ben Abdalla Hadschi Chalfa, (Βιέννη 1812) σελ. 83.

(4) Viaggio a Constantinopoli di sier Lorenzo Bernardo per l’ arresto del Bailo sier Girolamo Lipponano Cav, (Βενετία [R.] 1987) σελ. 34.

(5) Seyahatname, τ. VIII, (Κωνσταντινούπολη 1928), σελ. 99-100. Η σύγκριση μεταξύ των δεδομένων του Mehmed-i Asik και του Hadschi Chalfa/Katip Celebi έγινε από τον Richard Kreutel, ο οποίος μπόρεσε να δείξει τη στενή αλληλεξάρτηση των δύο έργων. Ο θάνατος τον εμπόδισε να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα της μελέτης του.