Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021




ΜΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ, ΕΠ’ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ, ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ!

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Ο στρατηγός της Ελληνικής επανάστασης, ο Μακρυγιάννης», στον Α’ τόμο των «Δοκιμών» του (1936-1947), έγραψε: «Είχα δύο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ’χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Αργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν»! (Πηγή: Protagon.gr)

ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΟ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΟΥ

(Δήμος Παγγαίου – Περιφερειακή Ενότητα Καβάλας)

Ένα από τα αρχαιότερα (ίσως και το αρχαιότερο) από τα κάστρα του Παγγαίου όρους υψώνεται βορειοδυτικά του Παλαιοχωρίου, ενός πανάρχαιου χωριού του σημερινού Δήμου Παγγαίου, κτισμένου στις ανατολικές πλαγιές του Παγγαίου όρους, το οποίο κατοικείται από γηγενείς και πρόσφυγες, από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.

Το κάστρο είναι κατασκευασμένο πάνω σ’ ένα μακρύ και επικλινές πλάτωμα, που βρίσκεται σε υψόμετρο 680 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας κι έχει κατεύθυνση βορειοανατολική – νοτιοδυτική.
 
Η πιο άρτια περιγραφή της γεωλογικής μορφής του Παγγαίου όρους και των μεταλλευμάτων του έγινε, ήδη από την δεκαετία του 1980, από τους Γερμανούς γεωλόγους Heinz Josef Unger Ewald και Schutz, τα αποτελέσματα των μακρόχρονων, επιτόπιων και επίπονων ερευνών των οποίων περιλήφθηκαν στo σύγγραμμά τους με τίτλο «SUDOSTEUROPA ZWISCHEN 1600 UND 1000 V.CHR», που εκδόθηκε στο Βερολίνο το έτος 1980 και ειδικότερα στο κεφάλαιο του συγγράμματος αυτού, που έχει τίτλο «Pangaion. Ein Gebirge und sein bergbau». (Την μετάφραση των κειμένων που ακολουθούν έκανε η Φωτεινή Χατζηκόντζιου). Στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο, αναφέρεται ότι οι συγγραφείς του «ανακάλυψαν» το Παλαιόκαστρο του Παλαιοχωρίου το έτος 1976 και ότι τους εξέπληξαν τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Το κάστρο χαρακτηρίστηκε ως συνοικισμός και συσχετίστηκε με τα αρχαία ορυχεία της γύρω απ’ αυτό, πλούσιας, μεταλλοφόρου περιοχής.

«Η είσοδος στο κάστρο αυτό», αναφέρουν οι προαναφερθέντες, Γερμανοί συγγραφείς, «γίνεται μέσω ενός ανοδικού δρόμου, καλυμμένου με μαρμάρινες και γνεύσιες πλάκες, πλάτους 1,10 έως 1,50 μέτρου, ο οποίος αρχίζει στο δυτικό τέλος του Παλαιοχωρίου, φθάνει μέχρι την ράχη και μετά στρέφεται προς τα νότια. Προφανώς, οδηγούσε στην πύλη της εγκατάστασης, από τη νοτιοδυτική γωνία. Ένας παλιός δρόμος έρχεται από τα δυτικά και πάνω από την ράχη της εγκατάστασης. Το Παλαιόκαστρο κυριαρχούσε πάνω από την πεδιάδα του Παλαιοχωρίου και είχε καλή θέα προς δυσμάς, στην κοιλάδα της Νικήσιανης Από την θέση αυτή μπορούσε κανείς να ελέγχει τις εισόδους και προς τις δύο πεδιάδες, άρα, λοιπόν μέσα στην οροσειρά, από την πεδιάδα των Φιλίππων».

Όσον αφορά τα εξωτερικά τείχη του Παλαιοκάστρου, οι προαναφερθέντες επιστήμονες λένε ότι «υπάρχουν δύο είδη εξωτερικών τειχών. Το ένα είδος αποτελείται από ακατέργαστη, μαρμάρινη ξηρολιθοδομή ή από γνεύσιες πλάκες και το άλλο από λαξευμένες πέτρες, επενδεδυμένες με κονίαμα. Το τελευταίο είναι, σε πολλές περιπτώσεις, ένα διπλό τείχος πάχους 2,70 μέτρων. Το τείχος, με ακατέργαστη, μαρμάρινη λιθοδομή, χαρακτηρίζεται ως «θρακικό», το δε λαξευτό τείχος, ως «ελληνιστικό – βυζαντινό». Η ηλικία τους, στη μεταξύ τους σχέση, είναι: Το «θρακικό» τείχος είναι αρχαιότερο (της εποχής του χαλκού ή του σιδήρου), το δε «ελληνιστικό – βυζαντινό» είναι νεώτερο, όπως προκύπτει από παρατηρήσεις επιτόπου».

Στο πολύ μεγαλύτερης έκτασης κεφάλαιό τους, το σχετικό με το Παγγαίο, οι δύο Γερμανοί συγγραφείς περιλαμβάνουν, επίσης, ένα σχεδιάγραμμα του Παλαιοκάστρου, το οποίο αναρτώ και οι επί του οποίου παρατηρήσεις, στην γερμανική γλώσσα, είναι επίσης μεταφρασμένες, στην ελληνική, από την κ. Χατζηκόντζιου. Στο σχεδιάγραμμα αυτό, παρατηρήστε:

Την σαφή διάκριση δύο συνοικιών,
τον αριθμό των πύργων στα τείχη,
το γεγονός ότι ένα διπλό κι ένα απλό τείχος διέσχιζαν εγκάρσια το κάστρο,
την ύπαρξη κτισμάτων, μάλλον κατοικιών, στο εσωτερικό του κάστρου,
τα απομεινάρια τουλάχιστον τριών εισόδων, από τις οποίες οι δύο μάλλον ήταν κανονικές πύλες.

Σημειώνω, τέλος, ότι στο σχεδιάγραμμα των Γερμανών γεωλόγων δεν αναφέρεται, υπάρχει όμως, ένας μικρός, μάλλον παλαιοχριστιανικός ναϊσκος, τοίχοι του οποίου σώζονται σε ικανό ύψος.

Στις φωτογραφίες που αναρτώ, βλέπετε:

Από την 1η έως την 7η, τμήματα του περιμετρικού τείχους,

στην 8η, τμήμα του απλού, εγκάρσιου τείχους,

από την 9η έως την 16η, ερείπια κτισμάτων, στο εσωτερικό του τείχους,

από την 17η έως και την 22η, θραύσματα αγγείων της εποχής του σιδήρου στο Παγγαίο, (πριν το 1.100 π.Χ.), βγαλμένα από τους αρχαιοκάπηλους, από τα θεμέλια των κτισμάτων,

από την 23η έως την 28η, ερείπια του μικρού, παλαιοχριστιανικού ναϊσκου, στο νότιο τμήμα του κάστρου,

από την 29η έως την 32η, θραύσμα αγγείου, μάλλον της παλαιοχριστιανικής περιόδου,

από την 33η έως την 36η, τον αρχαίο δρόμο, που οδηγούσε από το δυτικό άκρο του Παλαιοχωρίου στο Παλαιόκαστρο

και στις υπόλοιπες (37η έως και 40ή), την θέα από το Παλαιόκαστρο, προς κάθε κατεύθυνση!

ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ

Αν αυτός ο τόσο σημαντικός, πανάρχαιος οικισμός, τειχισμένος με ισχυρά τείχη, βρισκόταν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του πλανήτη, ασφαλώς θα είχε τύχει της προσοχής του οικείου Υπουργείου Πολιτισμού, στην χώρα μας, όμως, τυγχάνει της προσοχής και της καταστροφικής μανίας μόνο των αρχαιοκαπήλων!

Κι όμως, δι’ αυτά τα μάρμαρα πολεμήσαμεν!

ΚΑΤΑ ΤΑ ΛΟΙΠΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΣΥΝΕΛΛΗΝΕΣ!