Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021


Η ΣΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

(σήμερα Tepeköy)

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις:


1. Η παρούσα ανάρτηση στηρίχθηκε κυρίως στα συγγράμματα: α) του Άγγελου Γερμίδη, με τίτλο «ΤΑ ΓΑΝΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ» - Θεσσαλονίκη, 1976 και β) του Θόδωρου Λαγόπουλου, με τίτλο «Η ΚΩΜΟΠΟΛΙΣ ΣΤΕΡΝΑ» - έκδοση του 1960).

2. Η πρώτη φωτογραφία, από το προαναφερθέν βιβλίο του κ. Λαγόπουλου, απεικονίζει ολόκληρο το χωριό. Οι αριθμοί παραπέμπουν στις ιδιοκτησίες ή στα δημόσια κτίρια, που παρατίθενται στον μεγάλο, ονομαστικό κατάλογο, τον οποίο περιέλαβε ο συγγραφέας στο σύγγραμμά του και τον οποίο αντιγράφω κι εγώ, στο τέλος αυτής της δημοσίευσής μου.

3. Η δεύτερη φωτογραφία προέρχεται από ανάρτηση Τούρκου φίλου και οι υπόλοιπες προέρχονται από την αξέχαστη εκδρομή – προσκύνημα, που έκανα το έτος 2015, με τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σηλυβρίας κ. Μάξιμο, την μητέρα του και τους αγαπητούς φίλους - Γανοχωρίτες, Νίκο Τσουμπάκη, Τάσο Φουρτούνα και Καρυοφύλλη Μπλάμη.


Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ, Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ


Η Στέρνα, (σήμερα Tepeköy), ήταν η μεγαλύτερη από τις μεσόγειες κωμοπόλεις των Γανοχώρων, κτισμένη σε απόσταση δύο ωρών χαμηλότερα από την κορυφή «Προφήτης Ηλίας» του ιερού όρους και με απεριόριστη θέα προς την Προποντίδα και την Μικρά Ασία.

Η αρχαιότητα του τόπου, στον οποίο είναι κτισμένη Στέρνα, αποδεικνύεται από τα ίχνη αρχαίου ναού ή βωμού του Απόλλωνα, που υπήρχε στην κορυφή «προφήτης Ηλίας» του ιερού όρους. Εκεί, ήδη κατά το έτος 1865, βρέθηκαν μαρμάρινες πλάκες κι ένα μικρό άγαλμα του θεού, το οποίο είχε μεταφερθεί στην ελληνική σχολή της Ραιδεστού και βρισκόταν εκεί, τουλάχιστον μέχρι την έκδοση, κατ’ έτος 1892, από τον Ευστράτιο Δράκο, του συγγράμματός του με τίτλο «Θρακικά, ήτοι διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου».

Κατά το έτος 1880, όταν οι κάτοικοι της νοτιοδυτικής συνοικίας της Στέρνας αποφάσισαν ν’ ανεγείρουν τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, στο μέσον της συνοικίας τους, χρειάστηκαν πέτρες κατάλληλες για την αγία Τράπεζα του ναού κι αποφάσισαν να φέρουν τα μάρμαρα, τα οποία βρίσκονταν στο ναό του Απόλλωνα, στην κορυφή του Προφήτη Ηλία ή Αγηλιά, όπως την αποκαλούσαν. Όπως λοιπόν, επισημαίνει ο κ. Λαγόπουλος, (δείτε βιβλιογραφία), «δυστυχώς, κανείς δεν ευρέθη να τους συμβουλεύση, να μη προβούν εις την κατεδάφισιν του αρχαίου βωμού και αφού τον κατεδάφισαν, τον ανέσκαψαν και πολλά τεμάχια μαρμάρινα μετέφερον εις την κτιζομένην εκκλησίαν, τα οποία, όπως λέγουν, είχον επ' αυτών διαφόρους επιγραφάς. Ο λίθος της αγίας Τραπέζης, τετρά-γωνος, όπως και το επιστύλιον αυτής, ήσαν με πολλάς έπιγραφάς».

Ανάμεσα, λοιπόν, στα μαρμάρινα, αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, που μετέφεραν τότε οι κάτοικοι, ήταν, σύμφωνα με τον κ. Λαγόπουλο, κι ένα τμήμα μαρμάρου, που είχε πάνω του γραμμένη την ακόλουθη, ελληνική επιγραφή, την οποία τοποθέτησαν, ως οικοδομικό υλικό, στην κύρια όψη του ανεγερθέντος ναού του Αγίου Γεωργίου (ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΠΙΓΡΑΦΗ, ΣΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ):

ΑΠΟΛΛΩΝΙ ΤΟΡΟΝΤΙΝΩι

ΑΥΛΟΥ ΒΕΣΤΑΒΑΚΗΣ •

ΥΠΕΡ ΕΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ

ΣΑΛΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΤΑ ΕΥΧΗΝ.

Όταν ο Μανουήλ Γεδεών, ο χρονογράφος του Πατριαρχείου, πριν το έτος 1900, έγραψε περί των μνημείων λατρείας των Γανοχώρων, ο επίσκοπος Μυριοφύτου Γρηγόριος Φωτεινός (Χίος) έγραψε σ’ αυτόν για τη συγκεκριμένη επιγραφή και ο Γεδεών έγραψε στο περιοδικό Εκκλησιαστική Αλήθεια το εξής — τόμος ΑΒ'. αριθ. 3G σελ. 311 — «εκ ταύτης της επιγραφής εικάζεται ότι η Στέρνα εις τους αρχαίους χρόνους εκαλείτο, ίσως, «Τόρωνι γενική Τόροντος και εκ της προθέσεως εις Τόροντα παρεφθάρη άραγε η λέξις εις Στέρνα;».

Η χρονολογία ιδρύσεως της νεώτερης Στέρνας είναι άγνωστη. Κατά μία άποψη, η κωμόπολη ήταν αρχικά κτισμένη σε μια μικρή τοποθεσία, σε ύψος 120 περίπου μέτρων και σε απόσταση 1.800 περίπου μέτρων από την παραλία, που την έλεγαν «Καρέτσα». Η τοποθεσία αυτή ήταν, μέχρι την κορυφή του Άη-Λιά (Προφήτη Ηλία), κατάφυτη από υψηλές βελανιδιές, τις οποίες οι Στερνιώτες έλεγαν «Κλαδούρες», το δε χωριό λεγόταν όχι Στέρνα, αλλά Καραγάτς κι έτσι ήταν καταχωρημένο στον Χωρογραφικό Πίνακα της Κων)πόλεως. Για ν’ αποφύγουν όμως οι κάτοικοί της τις επιδρομές των πειρατών, που λεηλατούσαν συνεχώς τους παράλιους συνοικισμούς, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν το πρώτο χωριό τους και να κτίσουν καινούργιο, σε σημείο ευρισκόμενο 200-250 μέτρα χαμηλότερα από τον Προφήτη Ηλία, στο κοίλωμα μιας χαράδρας, το οποίο ονόμασαν «Στέρνα», από τα πολλά νερά που έτρεχαν από παντού. Οι Τούρκοι, όμως, το έλεγαν «Τεπέκιοϊ», που σημαίνει Λοφοχώρι.

Η νέα τοποθεσία, περιβαλλόμενη από κατάφυτα με βελανιδιές υψώματα, ήταν αφανής και μονάχα από την κορυφή του Πρoφήτη Ηλία φαινόταν λιγάκι. Τα πρώτα σπίτια είχαν κτιστεί λίγο ψηλότερα από μια πηγή - βρύση, καθώς και πέρα από ένα πλάτωμα, που λεγόταν «αλώνι», κοντά στο χείλος του γκρεμού, που είχε σχηματίσει ένας μικρός χείμαρρος. Πότε άρχισε το κτίσιμο του νέου χωριού, δεν είναι ακριβώς γνωστό, αλλά οι μετατροπές και μεταρρυθμίσεις των πρώτων σπιτιών άρχισαν κατά το 1830, μετά την κατάργηση των Γενιτσαρικών Ταγμάτων από τον Σουλτάνο Μαχμούτ και ιδίως μετά το 1840-1845. Επειδή όμως, αρκετά από τα πρώτα εκείνα σπίτια, παρά τις νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις που υπέστησαν, διατηρούσαν τα αρχικά τους χαρακτηριστικά, για πολλά χρόνια, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το κτίσιμο του νέου χωριού έγινε γύρω από τα 1750—1800.

Μια άλλη άποψη υποστήριζε ότι η αρχική θέση της Στέρνας βρισκόταν στην παραλία της Προποντίδας, μεταξύ της Ηρακλείτσας και του Μυριοφύτου, όπου υπήρχαν, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ερείπια. Ο λόγος της αλλαγής της θέσης του αρχικού εκείνου χωριού, σύμφωνα πάντοτε με την δεύτερη αυτή άποψη, ήταν ότι οι βούβαλοι του χωριού, κάθε μέρα του θέρους έρχονταν και κυλιούνταν μέσα στα νερά της υδατοδεξαμενής, η οποία υπήρχε στην θέση της σημερινής κωμόπολης κι έβοσκαν το πολύ χόρτο που υπήρχε γύρω της. Αυτή η συμπεριφορά των ζώων τους δεν διέφυγε την προσοχή και έρευνα των χωρικών, οι οποίοι θεώρησαν την θέση της κιστέρνας εκείνης ασφαλέστερη και ιδανικότερη και γι’ αυτό άφησαν τις παραθαλάσσιες εστίες τους και, λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης,, μεταφέρθηκαν στη σημερινή θέση της Στέρνας.

Εγώ, προσωπικά, δεν θα θεωρούσα απίθανο, να ισχύουν και οι δύο απόψεις, πριν, δηλαδή, την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Στέρνα να ήταν ένα χωριό, ανάμεσα στην παραλία της Ηρακλείτσας και σ’ αυτήν του Μυριοφύτου, να μεταφέρθηκε, ήδη έκτοτε, στην τοποθεσία «Καρέτσα» του ιερού όρους και αργότερα να κατέλαβε τη σημερινή της θέση.


ΤΑ ΑΦΘΟΝΑ ΝΕΡΑ – ΟΙ ΚΡΗΝΕΣ – ΟΙ ΥΔΡΟΜΥΛΟΙ


Η αστείρευτη, γλυκιά πηγή – βρύση, στην οποία αναφέρθηκα στο προηγούμενο κεφάλαιο, εκτός του ότι ύδρευε ολόκληρο το χωριό, τροφοδοτούσε, επίσης, με τα νερά της, και δέκα οκτώ (18) υδρόμυλους και άρδευε και όλους τους κήπους, σχηματίζοντας ρυάκι, που τα νερά του έφθαναν μέχρι το εσωτερικό του παράλιου οικισμού του Μυριοφύτου. (ΔΕΙΤΕ ΕΝΑΝ ΥΔΡΟΜΥΛΟ, ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ).

Οι δώδεκα (12) από τους προαναφερθέντες υδρομύλους της Στέρνας ήταν κτισμένοι στη σειρά, ο ένας λίγο πιο χαμηλά από τον προηγούμενο, απέχοντας μεταξύ τους από 60-160 μ. και κινούνταν με τα νερά δύο βρυσών, (που λέγονταν «σωληνάρια» ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΒΡΥΣΕΣ, ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΕΜΠΤΗ ΕΩΣ ΚΑΙ ΕΝΑΤΗ), τα οποία διοχετεύονταν, από τον ένα μύλο στον άλλο, μ’ ένα αυλάκι που το έλεγαν «δέση». Το αυλάκι αυτό ήταν κατάφυτο από πανύψηλες λεύκες, σε όλο του το μήκος, τα «καβάκια», όπως τα λέγανε. Ο πρώτος μύλος ήταν του Αρβανίτη Κωνσταντή, ο οποίος κτίσθηκε τελευταίος, ο δεύτερος των αδελφών Καρπούζη, ο τρίτος του Γερομήτρου, ο τέταρτος του Καφεστέ, ο πέμπτος του Πρωτοψάλτη, ο έκτος της Μπομπούνας, ο έβδομος του Κοτρούλια, ο όγδοος του Θεοδός Πύρρου και Νταντίκου, ο ένατος της Γαλήνιας, ο δέκατος του Κουμπάρου, ο ενδέκατος του Λαγόπουλου και ο δωδέκατος του Παπα-γρηγόρη.

Εκτός από νερόμυλους, υπήρχε κι ένας ανεμόμυλος, που καταστράφηκε όμως κατά το 1885.

Από τον αριθμό των νερόμυλων φαινόταν πως η Στέρνα είχε, πράγματι, άφθονα νερά, που δικαιολογούσαν, κατά κάποιο τρόπο, το όνομά της. Πραγματικά, εκτός από τις δύο μεγάλες πηγές - βρύσες της βορεινής συνοικίας, τη δυτική καί την ανατολική (την δεύτερη την έλεγαν «σωληνάρια»), των οποίων τα νερά κινούσαν τους 12 νερόμυλους, υπήρχαν κι άλλες έξι στη νοτιοδυτική συνοικία, που ήταν γνωστές με τα ονόματα, «Γαλάτης», «Μαρούλα», «Κατρουλάς», «Κιούνκιο», «Βρυσούλα» και «Σουλεημάνης».


ΝΑΟΙ – ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ - ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ – ΑΓΙΑΣΜΑΤΑ


Ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών


Τρεις ναούς είχε η Στέρνα, οι οποίοι ανταποκρίνονταν στα θρησκευτικά καθήκοντα των κατοίκων της, ο μεγαλύτερος και μεγαλοπρεπέστερος από τους οποίους ήταν αφιερωμένος στους Παμμεγίστους Ταξιάρχες. (Ο ΤΟΠΟΣ, ΟΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ Ο ΝΑΟΣ, ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΚΑΤΗ ΕΩΣ ΚΑΙ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ - ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΝ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΤΟΝ ΑΥΞΟΝΤΑ ΑΡΙΘΜΟ 172). Οι Στερνιώτες τον αποκαλούσαν «Αγιστράτκο», είχε κτισθεί το έτος 1833 και αρχικά ήταν ο μοναδικός ναός της κωμόπολης, κτισμένος στο δυτικό μέρος της βορεινής συνοικίας, κοντά στη γέφυρα που ένωνε τις δύο συνοικίες της. Ηταν κτισμένος σ΄ ένα ευρύχωρο, επίπεδο μέρος, είχε γύρω του μεγάλο περίβολο, τοιχισμένο με τοίχο 3 μέτρων ύψους. Μέσα στον περίβολο και κοντά στους τοίχους της εκκλησίας και του περιβόλου υπήρχαν πολλές, μεγάλες μουριές, ο δε κενός χώρος του περιβόλου χρησιμοποιούνταν για την ταφή των εύπορων Στερνιωτών, ενώ ταφές γίνονταν ακόμη και μέσα στο νάρθηκα, αυτές όμως σύντομα απαγορεύθηκαν και όλος ο χώρος πλακοστρώθηκε. Ο ναός εκείνος είχε μεγαλοπρεπή εμφάνιση και πλούσιο διάκοσμο. Μανουάλια πελώρια, πολυέλαιοι με γυάλινα κρύσταλλα, μεγάλοι και ωραίοι, εικόνες μεγάλες, ζωγραφισμένες από άριστους ζωγράφους, ενώ στην δεξιά θύρα του ιερού Βήματος βρισκόταν, έχοντας φυσικό μέγεθος, η εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, εξαιρετικής τέχνης. Ομοίως, ο ναός ήταν πλούσιος και σε ιερά σκεύη και άμφια. Τα μανουάλια του βρίσκονται σήμερα στον ιερό ναό Αγ. Βαρβάρας, στην Καβάλα. Το κωδωνοστάσιο βρισκόταν δίπλα στην κεντρική είσοδο του περιβόλου. Ο ναός αυτός ήταν ο μεγαλύτερος από τους ναούς όλων των γύρω από τη Στέρνα δώδεκα (12) ελληνικών κωμοπόλεων και χωριών.


Ο ναός του Αγίου Δημητρίου


Μολονότι ο ναός των Ταξιαρχών ήταν ευρύχωρος, κατά τις μεγάλες γιορτές υπήρχε και σ’ αυτόν μεγάλος συνωστισμός, διότι όλους τους Χριστιανούς κατοίκους, (των 600 περίπου οικογενειών), εκτός των ξένων, δεν ήταν δυνατόν να τους περιλάβει. Αυτός ήταν ο λόγος που ένας πρόκριτος της βόρειας συνοικίας, Γεροθανάσης στο επώνυμο, έκτισε εξ ιδίων, στην ανατολική πλευρά της συνοικίας του, το ναό του Αγίου Δημητρίου, με βάση το σχέδιο του ναού των Ταξιαρχών, αλλά σε μικρότερο μέγεθος, με εκτεταμένο περίβολο, τοιχισμένο με τοίχους 3 μ. ύψους, τον οποίο στόλισε με μεγάλα μανουάλια, όπως των Ταξιαρχών, πολυελαίους κλπ. και κωδωνοστάσιο και του δώρισε τα ιδιόκτητά του ακίνητα. Τα μανουάλια του ναού αυτού βρίσκονται σήμερα στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου της Καβάλας. (Ο ΤΟΠΟΣ, ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ Ο ΝΑΟΣ ΑΥΤΟΣ, ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΚΑΤΗ ΟΓΔΟΗ ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ – ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ Ο ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΗΛΥΒΡΙΑΣ κ. ΜΑΞΙΜΟΣ – ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΝ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΤΟΝ ΑΥΞΟΝΤΑ ΑΡΙΘΜΟ 41).


Ο ναός του Αγίου Γεωργίου


Όπως αναφέρω σ’ επόμενο κεφάλαιο, κατά το 1880, εποχή που η φυλλοξήρα κατέστρεψε όλη την αμπελοφυτεία της Γαλλίας και οι Γάλλοι άρχισαν να προμηθεύονται κρασιά αναμίξεως από την Ελλάδα και την Τουρκία, τα δώδεκα (12) χωριά του ιερού όρους αποδείχθηκαν προνομιούχα, λόγω της υψηλής ποιότητας των κρασιών τους και, επί μία εικοσαετία περίπου, όλοι οι κάτοικοι κέρδιζαν αρκετά χρήματα κι ευημερούσαν σχεδόν όλοι. Τότε οι κάτοικοι της δυτικής πλευράς της νοτιοδυτικής συνοικίας αποφάσισαν να κτίσουν το ναό του Αγίου Γεωργίου, στο μέσον της συνοικίας τους και γι’ αυτό αγόρασαν μερικά σπίτια και τον έχτισαν. Ο ναός αυτός είναι ο μόνος που σώζεται ακέραιος, μέχρι σήμερα, αλλά χωρίς στέγη και δεν διέθετε περίβολο. (ΤΟ ΝΑΟ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΕΩΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΠΕΜΠΤΗ - ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΝ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΤΟΝ ΑΥΞΟΝΤΑ ΑΡΙΘΜΟ 41).


Ο ναός του μετοχίου των τιμίων δώρων, της ιεράς Μονής Αγίου Παύλου, του Αγίου Όρους.


Το Μετόχι ανήκε στην Αγιορείτικη Μονή του Αγίου Παύλου. Ήταν κτίσμα μεγαλόπρεπο, μεγαλύτερο απ’ όλα τα σπίτια των προκρίτων και σ’ αυτό βρισκόταν πάντοτε ένας μοναχός - οικονόμος, μαζί μ’ ένα βοηθό του, επίσης μοναχό. Σ' αυτό φυλάσσονταν τα Τίμια Δώρα των Μάγων, που προσκύνησαν τον Κύριο

Είναι άγνωστη η ημερομηνία ίδρυσης του μετοχίου, καθώς και αν ο ναός ήταν ανέκαθεν αφιερωμένος ως μετόχι. Πάντως, το 1880 οι μοναχοί της μονής Αγίου Παύλου επέτρεψαν να φυλάσσονται τα δώρα των Μάγων στο εν λόγω μετόχι, γεγονός που αποδεικνύει την μεγάλη σημασία, που αυτό είχε για την μονή, αλλά και και για την περιοχή.

Στις 24 Απριλίου 1883, ο επίσκοπος Μυριοφύτου και Περιστάσεως Γρηγόριος ο Φωτεινός (1882-1891) επισκέφθηκε το μετόχι και σ' αυτόν οφείλουμε την περιγραφή του κιβωτίου, όπου φυλάσσονταν τα Δώρα. Επρόκειτο για αργυρό κιβώτιο, οκταγωνικού σχήματος, που στην μία του πλευρά είχε χαραγμένα τα εξής: "Ανοικοδομήθοι τόδε κοιβώτιον διά δαπάνης του πανοσιοτάτου προηγουμένου κυρίου Ανανίου, εν έτι ΑΩΙΣΤ', διά χειρός χρυσοχου Αποστόλη προυσηανου προσκυνητου". Μέσα στο κιβώτιο υπήρχαν τα Τίμια Δώρα, χωρισμένα σε έξι μικρά σφαιρίδια.

Κτηματική περιουσία δεν είχε, πλην ενός αμπελιού δύο στρεμμάτων. Το μόνο έσοδο, ως εκ τούτου, του Μετοχίου ήταν τα χρήματα που έδιναν οι πιστοί για τα τίμια Δώρα των μάγων, προς τα οποία όλοι, τόσο οι Στερνιώτες όσο και οι κάτοικοι των γύρω χωριών και, κωμοπόλεων, έδειχναν εξαιρετικό σεβασμό. Κάποια στιγμή, όμως, έμεινε μόνο ένας μοναχός, διότι ο Οικονόμος πέθανε. Η γεροντία της Μονής τότε παρέλαβε το κιβώτιο με τα Τίμια Δώρα και το παρέδωσε σ’ ένα προεστό της Κοινότητας, για να το προφυλάσσει, έως ότου έλθει ο αντικαταστάτης του Οικονόμου, από το Άγιο όρος. Τότε ορίστηκε, να τελείται μία θεία λειτουργία, κατά την τρίτη ημέρα Χριστουγέννων, ημέρα τιμής των Τιμίων Δώρων, που προσέφεραν οι τρεις μάγοι στο νεογέννητο Κύριο.

(Περισσότερα για το μετόχι θ’ αναφέρω στην ιστοσελίδα μου: lymperakis-theodoros.blogspot.com, στο οποίο θ’ ανεβάσω ολόκληρη την εργασία μου αυτή).


Ο ναός του Αγίου Γεωργίου του νεκροταφείου


Στο δυτικό άκρο του νεκροταφείου της νοτιοδυτικής συνοικίας, υπήρχε μικρός ναός, μήκους 10—12 μ. και πλάτους περί τα 7 μέτρα. Σ’ αυτόν εκκλησιάζονταν οι κάτοικοι του δυτικού άκρου της νοτιοδυτικής συνοικίας, επί πολλά έτη, όταν, όμως, ανεγέρθηκε ο κεντρικός ναός του Αγίου Γεωργίου, αυτός ο μικρός, κοιμητηριακός ναός εγκαταλείφθηκε, μέχρις ότου καταστράφηκε ολοσχερώς, κατά το σεισμό του 1912.


Ο Ναός των Ταξιαρχών «Αγιστράτκος τα δένδρα».


Ήταν ένας ωραίος ναός, μήκους 13—14 μ. και πλάτους περί τα 8 μ., ο οποίος γύρω του είχε μία επίπεδη έκταση, στην οποία υπήρχαν 7- 8 παλιά δένδρα, (βελανιδιές) κι ένα πηγάδι με πόσιμο νερό. Βρισκόταν πάνω στον δημόσιο δρόμο, που οδηγούσε στο Μυριόφυτο και το Καλαμίτσι, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τη Στέρνα κι ενός χιλιομέτρου, επίσης, από το Καλαμίτσι, σε μια τοποθεσία με μαγευτική θέα. Φαινόταν η θάλασσα μέχρι του στομίου του Ελλησπόντου και η απέναντι παραλία της Μικράς Ασίας. Σ’ αυτήν γινόταν θεία λειτουργία, τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα, οπότε μετέβαιναν εκεί νέοι και νέες και πολλοί πανηγυριστές, από τα γύρω χωριά, πωλητές γλυκισμάτων, οργανοπαίκτες και μετά την λειτουργία, έτρωγαν τα αυγά τους, τα κουλούρια τους, τραγουδούσαν και χόρευαν.


Το παρεκκλήσι του Αγίου Σπυρίδωνα


Εκτός από τις τρεις εκκλησίες, που περιέγραψα, υπήρχε κι ένα παρεκκλήσι, που το έκτισε, δίπλα στο σπίτι του, κάποιος Στερνιώτης, ονομαζόμενος Ταυλάριος. Σ’ αυτό τελούνταν θεία λειτουργία, στις 12 Δεκεμβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Σπυρίδωνα.


ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ


Νεκροταφεία είχε η Στέρνα δύο, ένα στην βόρεια συνοικία κι άλλο ένα στη νοτιοδυτική συνοικία. Τα νεκροταφεία αυτά δεν ήταν περιτοιχισμένα, όπως, άλλωστε, περιτοιχισμένα δεν ήταν ούτε και τα μουσουλμανικά.


ΤΑ ΑΓΙΑΣΜΑΤΑ


Οι Στερνιώτες ήταν θρήσκοι και γι’ αυτό είχαν πολλά «αγιάσματα», στα οποία μετέβαιναν οι ιερείς, την ημέρα της γιορτής τους, και τελούσαν ιεροτελεστία. Τα «αγιάσματα» όλα ήταν κατασκευασμένα ως εξής: Τρεις τοίχοι από μονολίθους, ύψους 1-1 1/2 μέτρου, σε σχήμα κεφαλαίου Π. Στον μεσαίο τοίχο είχαν δύο θυρίδες, στις οποίες οι πιστοί τοποθετούσαν θυμίαμα και οπωρικά, άναβαν τα κεριά τους και φιλούσαν, παράλληλα τις πέτρες, γύρω από τις δύο θυρίδες.

Τα αγιάσματα της Στέρνας ήταν Τα εξής:


1. Ο «Αγηλιάς», στη ομώνυμη κορυφή του Ιερού Όρους. Στις 20 Ιουλίου ένας ιερέας και πολύς κόσμος μετέβαιναν στην κορυφή, (που απείχε περί τις δύο ώρες δρόμο από το χωριό), και μετά την ιεροτελεστία, όσοι είχαν τάξιμο στο Άγιο, έφερναν μαζί τους ένα κατσίκι ή αρνί, που το έσφαζαν επιτόπου, το έψηναν και το έτρωγαν, με όλους τους υπόλοιπους προσκυνητές, τραγουδούσαν, χόρευαν και το απόγευμα επέστρεφαν στο χωριό.


2. Τα «δενδρούλια Άγιος Γεώργιος». Επρόκειτο για μία δροσερή πηγή, γύρω δε από το προσκυνητάρι της υπήρχαν περί τα 25 δένδρα, (βελανιδιές), με περίμετρο κορμού μέχρι 1,20 μ., που όμως τα έκοψαν οι Βούλγαροι, το 1912-13.


3. Ο «Άγιος Ιωάννης», στον γκρεμό του δευτέρου χειμάρρου, κοντά στην γέφυρα του υδραγωγείου της βρύσης «Κιούνκιου». Στο μέσο του γκρεμού υπήρχε ένα κοίλωμα με νερό, το αγίασμα, όπου κατέβαιναν από ένα δρομάκι, σκαμμένο στον γκρεμό. Εδώ γινόταν καλή πανήγυρη, στην οποία πολλοί πιστοί έφερναν κόλλυβα και εικόνες.


4. Στον ίδιον χείμαρρο, κοντά στο Αλάνι, βρισκόταν η «Αγιασωτήρα». Εκεί, εις στις 6 Αυγούστου, ένας ιερέας μετέβαινε, μαζί με αρκετό κόσμο, έφερναν μαζί τους και κόλλυβα και τελούνταν η ιεροτελεστία.


5. Ο «Άγιος Χαράλαμπος», μέσα στην ομώνυμη χαράδρα, χωρίς αγίασμα.


6. Στο τέλος της χαράδρας του Αγίου Χαραλάμπους βρισκόταν το αγίασμα της «Αγίας Μαρίνας» — «Αγιαμαρίνη» — με το κλασικό περιτοίχισμα. Λίγο ψηλότερα από το προσκυνητάρι, στον γκρεμό, υπήρχε μία μικρή πηγή, το αγίασμα.


7. Η «Αγία Παρασκευή» βρισκόταν σε μια ελώδη έκταση. Επρόκειτο για μία πέτρα, περί το 1 ½ κυβ. μ., της οποίας τα 2/3 ήταν μέσα στο έδαφος • πάνω σ’ αυτή την πέτρα, οι πιστοί άναβαν τα κεριά τους και την ασπάζονταν (!) Στις αρχές του 20ού αιώνα, το προσκυνητάρι της Αγ. Παρασκευής μεταφέρθηκε στον παρακείμενο λόφο. Την Παρασκευή της Διακαινησίμου — της Ζωοδόχου Πηγής — εδώ γινόταν πανήγυρη, στην οποία έρχονταν πολλοί νέοι και νέες, ιδίως οι νεο-αρραβωνιασμένοι, με ζώα, πάνω στα οποία τοποθετούσαν κεντημένα σεντόνια, μικρά χαλάκια κλπ., για να κάθονται. Ο ιερεύς τελούσε την ιεροτελεστία, μοιράζονταν τα κόλλυβα κι όλοι τραγουδούσαν και διασκέδαζαν.


8. Το «Αγιαναργύρι» — «Άγιοι Ανάργυροι» βρισκόταν σε ψηλό σημείο. Σε απόσταση είκοσι μέτρων από το προσκυνητάρι υπήρχε μια πηγή, το αγίασμα. Την πρώτη Νοεμβρίου τελούνταν πανήγυρη και προσέρχονταν πανηγυριστές κι από τα γύρω χωριά. Ιερέας και ψάλτες έρχονταν από τη Στέρνα, οι πιστοί, κυρίως όσοι είχαν την ονομαστική εορτή τους, έφερναν κόλλυβα, άλλοι είχαν «τάξιμο», όπως το έλεγαν, τράγο ή κριάρι, το οποίο έσφαζαν και το έψηναν, τραγουδούσαν, χόρευαν και διασκέδαζαν. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πανήγυρη όλων των αγιασμάτων.
 

9. Ο «Άγιος Κωνσταντίνος» βρισκόταν στην παλιά θέση της Στέρνας, είχε το κλασσικό περιτοίχισμα, αλλά δεν είχε αγίασμα. Σύμφωνα με την παράδοση, στην θέση, όπου βρισκόταν το προσκυνητάρι αυτό, υπήρχε άλλοτε ο ναός του Αγίου Κων/τίνου της παλιάς Στέρνας, ήτοι του χωριού «Καραγάτς».


Γενική παρατήρηση, για τα αγιάσματα: Στα αγιάσματα, οι προσκυνητές έφερναν τους αρρώστους, ιδίως τα παιδιά και, αφού άναβαν φωτιά, θύμιαζαν, άναβαν τα κεριά τους, ασπάζονταν τις πέτρες (!), κατόπιν έβαζαν τους αρρώστους και κοιμούνταν, οπότε, έξαφνα, τους έριχναν στο πρόσωπο αγίασμα, μ ένα μικρό δοχείο, για να «ταραχθεί και να φύγει η αρρώστια». Στη συνέχεια, έκοβαν ένα μικρό κομματάκι από τα ρούχα των αρρώστων και το έδεναν σ’ ένα κλαδί των γύρω από το προσκυνητάρι δένδρων ή βάτων, «για να μείνει εκεί η αρρώστια».













































Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

 



ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ – ΤΟ ΣΑΡΗ ΣΑΜΠΑΝ

(Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΜΟΥ, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ)

Α) ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μια πανάρχαια, στρατιωτική κι εμπορική οδός, που ένωνε κι εξακολουθεί να ενώνει την Ανατολή με τη Δύση, διασχίζει την περιοχή του Νέστου. Πάνω στο ίχνος αυτής της οδού, που στην κλασική κι ελληνιστική αρχαιότητα διερχόταν από την καρδιά της Θράκης, χαράχτηκε, από τον ρωμαίο Εγνάτιο, η περίφημη Εγνατία Οδός, η οποία διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στα ιστορικά δρώμενα της βαλκανικής χερσονήσου, μέχρι την οθωμανική κατάκτηση, οπότε, η ίδια, εν πολλοίς, οδός αποτέλεσε βασικό, στρατιωτικό, οδικό άξονα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα τον αριστερό (δυτικό) βραχίονά της (sol kol). [Εικόνα 1].

Ανάμεσα στους αναρίθμητους εμπόρους, στρατιωτικούς, περιηγητές και απλούς ανθρώπους, που βάδισαν πάνω στα χνάρια της πανάρχαιας, οδικής αρτηρίας, περιλαμβάνονται και ορισμένοι, των οποίων οι αφηγήσεις, σχετικά με τη διέλευσή τους από την περιοχή του Νέστου, κυρίως λόγω του ότι έχουν γραφεί σε ξένες γλώσσες, δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα ευρύτερα γνωστές.

Συνάμα, πέρα από τα (πάμπολλα) κείμενα, που έχουν, κατά καιρούς, δημοσιευτεί, από Έλληνες και ξένους επιστήμονες, (ιστορικούς, αρχαιολόγους κλπ.), υπάρχουν και κάποιες δημοσιεύσεις ή εκδόσεις, κατά κύριο λόγο ξενόγλωσσες ή, αλλιώς, κλεισμένες σε δυσπρόσιτα αρχεία και βιβλιοθήκες, που είναι επίσης άγνωστες στους περισσότερους Έλληνες.

Στο παρόν πόνημά μου, ο υπογράφων, χωρίς να φιλοδοξώ να λάβω τον τιμητικό τίτλο του ιστορικού, άφησα στην άκρη όλα εκείνα τα ιστορικά στοιχεία, που αφορούν το Νέστο και την γύρω περιοχή και είναι γνωστά σε πολλούς από τους κατοίκους της, γιατί έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα κι έχουν σχολιαστεί από Έλληνες και ξένους, ειδικούς επιστήμονες, (ιστορικούς, αρχαιολόγους κλπ.) και επέλεξα να παρουσιάσω τις ακόλουθες, λίγες, αλλ’ άγνωστες, όπως πιστεύω, σελίδες της οθωμανικής περιόδου της ιστορίας του Νέστου, τις οποίες ο ίδιος βρήκα και μετέφρασα, μέσα από χρόνια αναδίφησης σε βιβλιοθήκες, πραγματικές και διαδικτυακές.

Β) ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ – ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

Ξεκινώ από τους περιηγητές, με πρώτο τον Mustafa Ben Abdalla Hadschi Chalfa[1], ο οποίος, τον 17ο αιώνα, ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη και κατευθυνόμενος προς την Θεσσαλονίκη, αφού πέρασε από την Γενιτζέ Καρασού (σημερινή Γενισέα), περιέγραψε τη συνέχεια του ταξιδιού του ως εξής: «…Διασχίζει κανείς τον ποταμό Καρασού (Νέστο) και πηγαίνει κατόπιν προς την Καβάλα. Ο ποταμός Νέστος φουσκώνει το χειμώνα και στη συνέχεια την άνοιξη, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να τον διασχίσει με άλογο. Γι’ αυτό έχει κατασκευαστεί πάνω του μια ξύλινη γέφυρα, κάτω από την οποία μπορούν να διέρχονται πλοιάρια. Το βουνό Καρασού (;) εκτείνεται στη δυτική πλευρά της ομώνυμης τοποθεσίας και τα περισσότερα ζώα της γύρω περιοχής πηγαινοέρχονται εδώ για βοσκή. [Εικόνα 2].

Ο J. J. TROMELIN[2], Γάλλος στρατιωτικός, ευρισκόμενος στην υπηρεσία του Ναπολέοντα, περιόδευσε σ’ όλη την Ευρωπαϊκή Τουρκία, το έτος 1807, καταγράφοντας κυρίως τα στρατιωτικά έργα, τις οχυρές θέσεις, τις στρατιωτικές δυνάμεις και το οδικό δίκτυο των χωρών της βαλκανικής χερσονήσου, που ήταν υποταγμένες στο Σουλτάνο. Ο λόγος της σύνταξης του οδοιπορικού ήταν η σκέψη που είχε κάνει ο Ναπολέων, να εισβάλλει στη βαλκανική χερσόνησο και να καταλύσει την οθωμανική κυριαρχία, κάτι, όμως, που τελικά δεν έγινε. Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος αυτού του οδοιπορικού, με τίτλο «Τμήμα Μακεδονίας και Άνω Αλβανίας» και στο κεφάλαιο με τίτλο «Οδός από την Καβάλα μέχρι τη Γενισέα, 7,5 ώρες», ο Tromelin, αφού περιγράφει την έξοδό του από την Καβάλα, την πορεία του προς ανατολάς και τη διέλευσή του από το τσιφλίκι του Τσαρπεντί (σημερινή Λεύκη), που το αναφέρει ως τον τελευταίο σταθμό (φυλάκιο) του διοικητή (τσορμπατζή) της Καβάλας, σε μια παράγραφο υπό τον τίτλο «Τούρκοι Κουρντ σαλί (ή Κίρτζαλι) και Σαλάφ σαλί», λέει τα εξής: «Φεύγοντας από το τσιφλίκι του Τσαρπεντί, που είναι κτισμένο στο άκρο ενός ακρωτηρίου, όπου τα βουνά χαμηλώνουν, αφήνοντας, ανάμεσα στα ίδια και στη θάλασσα, μια μεγάλη, αμμουδερή πεδιάδα, διασχίζουμε αυτή την πεδιάδα προς τα ανατολικά, αφήνοντας τα έλη στα δεξιά μας. Ο δρόμος, ενίοτε πετρώδης στους πρόποδες των βουνών, είναι παντού πολύ καλός και οδηγεί στο χωριουδάκι του Καρά Σουχό, σε μικρή απόσταση από το Νέστο, ο οποίος ονομάζεται επίσης Καρά-σου από τους Τούρκους και Μίστο από τους Έλληνες. Βλέπει κανείς ένα μεγάλο αριθμό χωριών μέσα στα βουνά, στα αριστερά του δρόμου. Τα πιο σημαντικά κατοικούνται από Τούρκους Κιρτζαλήδες και Σαλαφίσαλήδες, δυο πληθυσμιακές ομάδες ελάχιστα διακριτές μεταξύ τους, που μεταφέρθηκαν, όπως και οι Γιουρούκοι, από τη Μικρά Ασία, ήδη από την εποχή της κατάκτησης. Είναι όλοι τους εμίρηδες (;;;) και ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια καπνού και τη βαμβακονηματουργία. Έχουν τη φήμη γενναίων ανθρώπων. Είναι οπλισμένοι μ’ ένα μακρύ και πολύ βαρύ, επαναληπτικό τουφέκι (carampine). Βγαίνοντας από το χωριό Καρά σουχό, φθάνουμε σύντομα στο ποτάμι. Αυτό δεν είναι πολύ βαθύ, οι όχθες του είναι αμμώδεις και λίγο υπερυψωμένες. Έχει πλάτος περίπου 600 βημάτων, ενώ το θέρος δεν καλύπτει παρά το μέσον της κοίτης του και το διασχίζει κάποιος εύκολα…..» [Εικόνα 3].

Ο Edward Daniel Clarke, (1769-1822)[3], άγγλος μεταλλειολόγος και ταξιδευτής, που πέρασε από την περιοχή του Νέστου στις αρχές του έτους 1802, κατευθυνόμενος από τη Θεσσαλονίκη προς την Κωνσταντινούπολη, μόλις εξήλθε από την πόλη της Καβάλας, αφηγείται ότι ανέβηκε ένα κομμάτι του Παγγαίου όρους, που σήμερα ονομάζεται Παγγαία, από ένα λιθόστρωτο μονοπάτι και είχε θαυμάσια θέα του κόλπου της Νεαπόλεως. Αφού κατέβηκε στην παραλία, όπου σήμερα βρίσκεται η Νέα Καρβάλη, ενώ τότε εκεί βρισκόταν το τσιφλίκι του Τσαρπαντή ή Τσιρπαντή, διέσχισε αυτό το τελευταίο και στη συνέχεια περιέγραψε ως εξής την κάθοδό του στην πεδιάδα του Νέστου: «..Από το σημείο αυτό το ταξίδι μας απλώθηκε προς μια επιμήκη και βαρετή πεδιάδα, γεμάτη από έλη. Στα δεξιά μας είχαμε τη θάλασσα, το όρος Άθω, τη Σαμοθράκη, την Θάσο και μερικά μικρότερα νησιά και στ’ αριστερά μας την υψηλή οροσειρά της Ροδόπης, που αποτελούσε και το όριο της πεδιάδας, με κατεύθυνση από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά. Συναντήσαμε αρκετές ομάδες ταξιδευτών Τατάρων (Tahtars), που είναι οι ταχυδρόμοι της Τουρκίας, οι οποίοι εκτελούσαν τη συνηθισμένη αποστολή τους. Μερικοί απ’ αυτούς σταμάτησαν για να μιλήσουν στον Tchohodar (αστυνομικό, υπεύθυνο για την ασφάλειά μας), στον οποίο είπαν ότι είχαν όλοι τους καθυστερήσει, εξ αιτίας της ταραγμένης κατάστασης του κράτους, αλλά κυρίως εξ αιτίας μερικών συγκρούσεων, που έλαβαν χώρα σε μια τοποθεσία καλούμενη Fairy, στο δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη. Του είπαν, επίσης, ότι η διέλευση από εκεί ήταν για κάποιο, χρονικό διάστημα αδύνατη, ως συνέπεια αυτών των δυσκολιών, όμως, ήδη, είχε και πάλι καταστεί δυνατή. Αφού διασχίσαμε αυτή την ερημωμένη (ακατοίκητη) πεδιάδα, δυόμιση περίπου ώρες μετά το Τσαρπαντή διασχίσαμε το ορμητικό ρεύμα του ποταμού Καρασού, πάνω σε μια φορτηγίδα μ’ επίπεδη καρίνα. Ο ποταμός ήταν πολύ αγριεμένος, εξ αιτίας των πρόσφατων βροχών. Τα θολά νερά του έμοιαζαν με ρεύμα υγρής λάσπης. Αυτός ο ποταμός είναι ο Νέστος των αρχαίων (Ελλήνων)». [Εικόνα 4].

Ο Γάλλος λόγιος και διπλωμάτης Esprit Marie Cousinery (1747-1833)[4], σε ταξίδι του στη Μακεδονία, τις εντυπώσεις από το οποίο εξέδωσε το 1831, ανέφερε τα εξής: «Βγαίνοντας από την πόλη (της Καβάλας), διασχίσαμε τον χείμαρρο ο οποίος, όπως πιστεύω, είναι αυτός που ο Ηρόδοτος ονομάζει «Λύσσος». Κινηθήκαμε αριστερά από τα όρη του Συμβόλου. Σε λιγότερο από τρεις ώρες, διασχίσαμε τα εδάφη που εκτείνονται μέχρι το σημείο, στο οποίο ο Βρούτος και ο Κάσσιος παρέκαμψαν τη στρατιά την οποία ο Norbanus είχε στρατοπεδευμένη μέσα στα στενά των Σαππαίων, που σήμερα λέγονται «Ντερβένι της Καβάλας».

Στα δεξιά μας είχαμε την πεδιάδα του Σαρίς-αμπάν. Αυτή σχηματίζει μια προέκταση πάνω στη θάλασσα, απέναντι από το νησί της Θάσου. Αυτή η πεδιάδα εκτείνεται μέχρι τις εκβολές του Μέστου, οι οποίες απέχουν οκτώ λεύγες από την Καβάλα. Αποτελείται από έλη, τα οποία συντηρεί ο Λύσσος. Όμως, σε απόσταση δύο λευγών, το έδαφος ανυψώνεται και καλύπτεται από ελαιόδενδρα. Η γη γίνεται ολοένα και πιο παραγωγική και σ’ αυτήν φυτεύουν κάθε είδους σιτηρά, ο δε καπνός αποτελεί ένα από τα πιο βασικά προϊόντα της. Σ’ όλη αυτή την πεδιάδα, οι Τούρκοι, κάθε κατηγορίας, είναι ανακατεμένοι με τους Έλληνες.

Μετά τη διάβαση του Συμβόλου, βαδίσαμε κατά μήκος των υψηλών βουνών της Ροδόπης, που εκτείνονται μέχρι τον Μέστο, σ’ ένα βάθος πέντε λευγών. Ο σύντροφός μου μου υποδείκνυε να παρατηρώ, εδώ κι εκεί, χωριά κτισμένα σε κορυφές, τα οποία έμοιαζαν απρόσιτα. Αντικρίσαμε, εν τέλει, τον ποταμό, τον οποίο διασχίσαμε με πορθμείο, στο πιο πλατύ σημείο του, εκεί όπου αυτός αρχίζει ν’ απλώνεται μέσα στην πεδιάδα και να κυλάει από αυτήν μέχρι τη θάλασσα, πάνω σ’ ένα πετρώδες υπόβαθρο.

Αφήσαμε στα δεξιά μας τα ερείπια της Τοπείρου, τα οποία δεν πήγαμε να ερευνήσουμε, λόγω της ελάχιστης ασφάλειας που αυτός ο τόπος παρέχει στους ταξιδευτές…» [Εικόνα 5].

Ο Βασίλειος Νικολαϊδης[5], το έτος 1859 περιγράφει την διέλευσή του από την πεδιάδα του Νέστου ως εξής: (Παραθέτω την αφήγησή του, από το σημείο εκείνο, που ο περιηγητής αφήνει πίσω του το τσιφλίκι του Τσιρπαντή - σημερινή Λεύκη Καβάλας - το οποίο τελείωνε στα ερείπια του Ακοντίσματος): «Η μικρή οδός αφήνει το χωριό Τσιρπαντή, εισέρχεται στην πεδιάδα του Νέστου και την διασχίζει, αφήνοντας στα δεξιά του τις αλυκές που εφοδιάζουν (με αλάτι) ολόκληρη την επαρχία. Σε τρεις ώρες από την Καβάλα, η οδός διαιρείται και παίρνει βόρεια κατεύθυνση. Σε μια ώρα αυτή (η οδός) φθάνει στο Καγιά Βουρνού, που βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Ροδόπη και αποτελείται από εξήντα ελληνικές και τουρκικές οικίες. Από αυτό το χωριό ξεκινούν οι διαφορετικές, μικρές οδοί, που οδηγούν σε μικρούς συνοικισμούς, κατοικούμενους από έναν ημιάγριο πληθυσμό της Ροδόπης και βρίσκονται σε υψόμετρο 300 έως 1.000 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Θάλεγε κανείς ότι είναι αετοφωλιές, πάνω στους απότομους βράχους. Μέχρι το σημείο αυτό η οδός είναι ενιαία, πλατιά και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αμάξια. [Εικόνα 6].

Σε πέντε ώρες από την Καβάλα φθάνει κάποιος στα χάνια του Σαρή Σαμπάν. Από το σημείο αυτό μέχρι το Νέστο απαιτούνται μόνο τρία τέταρτα της ώρας. Ο ποταμός, του οποίου η κοίτη είναι πλατιά και βαθιά, κυλάει μαγικά και σχηματίζει χίλιους μαιάνδρους μέσα στην πεδιάδα, την οποία μεταμορφώνει έντονα. Διαιρείται σε πολλούς βραχίονες, ενώ μερικές φορές πλημμυρίζει τις όχθες του και τους γειτονικούς αγρούς, σε μια απόσταση 2.000 – 3.000 μέτρων. Η γη, την οποία αρδεύει ο ποταμός, διατηρεί, ως αναμνηστικό της εισβολής του, ελώδεις λιμνούλες, στις οποίες άνθρωποι και ζώα συναντούν μερικές φορές τον θάνατο.

Το πλάτος του Νέστου, στο σημείο που τον διασχίζουμε, είναι 165 μέτρα. Αυτό είναι το μικρότερο πλάτος του. Καθώς αυτός κυλάει προς την θάλασσα, οι όχθες του απομακρύνονται. Στις εκβολές του έχει πλάτος πάνω από 1.000 μέτρα.

Το βάθος του ποικίλλει, από δύο έως έξι μέτρα και η ταχύτητά του, υπολογιζόμενη στο μέσον του ρεύματός του, είναι 2,50 μέτρα το δευτερόλεπτο.

Το χειμώνα, το πλάτος αυτού του ποταμού ποικίλλει, από 300 έως 3.000 μέτρα. Οι επαναλαμβανόμενες πλημμύρες του δυσκολεύουν τις αγροτικές εργασίες κι αποκαρδιώνουν τους καλλιεργητές.

Το πέρασμα το οποίο θα περιγράψουμε είναι αυτό που χρησιμοποιείται κατά τον χειμώνα. Το καλοκαίρι, η οδός περνάει από το κάστρο του Σαρή Σαμπάν, όπου διασχίζει κάποιος το Νέστο με πορθμείο. Πρόκειται για μια άτεχνη βάρκα, η οποία χρησιμοποιείται σαν πορθμείο. Εμείς στοιβαζόμαστε σ’ αυτήν, ανάκατα, με τα άλογά μας, τους ανθρώπους μας, έναν τσιγγάνο και δυο νεαρές τσιγγάνες, των οποίων η χτυπητή ομοιότητα μας πείθει ότι πρόκειται γι’ αδελφές. Στο μέσον της πορείας μας, ένα από τα άλογά μας αφηνιάζει. Ο τρόμος κυριεύει τους καβάσηδες (υπηρέτες) μας, που δεν ξέρουν κολύμπι και τα δύο νεαρά κορίτσια μοιάζουν κι αυτά να δυσκολεύονται.

Σουμπαχάνισκε! φωνάζει το ένα (που θα πει: Ο Θεός να μας βοηθήσει).

Παναγιά μου! Φωνάζει το άλλο, επικαλούμενο το όνομα της Αγίας Παρθένου.

Για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η διαφορά στις προσευχές τους, την ώρα του κινδύνου; Πληροφορούμαστε, βγαίνοντας από την βάρκα, ότι η μια ονομάζεται Εσμά και η άλλη Αγγελική….»

Στα τέλη της δεκαετίας του 1840-1850, ο Γάλλος αξιωματούχος A. Viquesnel [6], στον 2ο τόμο του έργου του, o ο τίτλος του οποίου παρατίθεται στην υποσημείωση και στο κεφάλαιο με τίτλο: « Οδός από την Καβάλα στο Ισμιλάν, κοντά στις πηγές του Άρδα», αναφέρει τα εξής: «Από την Καβάλα στην Γενιτζέ Καρασού (Γενισέα). Χρειάζεται κάποιος δέκα και μισή ώρες, για να καλύψει αυτή την απόσταση με ιππήλατη άμαξα και οκτώμισι ώρες, για να την καλύψει με άλογο με σέλα: Εμείς διανύσαμε την απόσταση αυτή σε οκτώ ώρες και δέκα λεπτά, ως εξής: Μέχρι τα Χάνια (εννοεί τη σημερινή Χρυσούπολη), 4 ώρες και 10 λεπτά, με καλό, συνηθισμένο ρυθμό. Μέχρι τη Γενιτζέ (Γενησέα), 4 ώρες με ρυθμό γρήγορο. Ως εκ τούτου, στην πραγματικότητα η απόσταση της διαδρομής, από τα Χάνια μέχρι τη Γενιτζέ, είναι λίγο μεγαλύτερη αυτής από τα Χάνια μέχρι την Καβάλα και πρέπει να την υπολογίζει κανείς σε τεσσεράμισι ώρες, για ένα άλογο με σέλα.

Βγαίνοντας από την Καβάλα, διασχίζει κανείς την χαμηλή κορυφή ενός αντερείσματος, πλευρίζει έναν χείμαρρο, διασχίζει την κορυφή δύο άλλων αντερεισμάτων, χωρισμένων από μια ρεματιά, της οποίας το κάτω μέρος βρέχεται από τη θάλασσα. Υπάρχει μια φρουρά στην κορυφή του τρίτου αντερείσματος. Αυτή η διαδρομή διαρκεί 45 λεπτά.

Ο χείμαρρος εξακολουθεί να βρίσκεται στ’ αριστερά, για 5-10 λεπτά. Ακολουθεί ένα μικρό ρυάκι και λίγο πιο πέρα βρίσκεται το τσιφλίκι του Τσιρπαντή (σημ. Λεύκη). Η διαδρομή διαρκεί 1 ώρα και 5 λεπτά.

Το πέρασμα του ρέματος του «Χατζί-σου», το οποίο αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στους καζάδες του Σαρή Σαμπάν και της Καβάλας, γίνεται σε 8 λεπτά. (Σημ. δική μου: Πρόκειται για ρέμα που βρίσκεται κοντά στα ερείπια του Ακοντίσματος)

(Σε άλλο σημείο του πονήματός του, ο Viquesnel αναφέρει ότι η μικρή περιοχή του Σαρή Σαμπάν αρχίζει δυο λεύγες στ’ ανατολικά της Καβάλας. Το όριο ανάμεσα στις δύο περιοχές το χαράζει το ρεύμα του μικρού χειμάρρου του Χατζί-σου. Η περιοχή του Σαρή Σαμπάν χωρίζεται από την περιοχή της Γενιτζέ από τον Καρασού. Οι τελευταίες ράχες των νότιων αντερεισμάτων του Μπόζνταγ σχηματίζουν το βόρειο όριο της περιοχής).

Λίγο μετά το πέρασμα του Χατζί - σου, ο συγγραφέας αφήνει την ακροθαλασσιά. Μετά από 40 λεπτά συναντά μια φρουρά στην πεδιάδα, στους πρόποδες των βουνών στ’ αριστερά.

Στα δεξιά του εκτείνεται μια πεδιάδα, σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας και εν μέρει καλυμμένη με λακκούβες, που έχουν όμως αλμυρό νερό. Περνάει από το Καγιά μπουνάρ, (Πετροπηγή), που βρίσκεται μέσα σε μια ρεματιά, ένα τέταρτο της λεύγας στ’ αριστερά του. Έχουν περάσει άλλα 30 λεπτά, αφότου συνάντησε την φρουρά.

Στη συνέχεια, ο Viquesnel αφήνει το Ερετλί Μαχαλεζί (Ερατεινό), που βρίσκεται 20 λεπτά στα δεξιά του και το Καρατζά κουγιούν (Πέρνη), που βρίσκεται μισή ώρα στ’ αριστερά, στους πρόποδες του βουνού, μέσα σε χρονικό διάστημα 15 λεπτών.

Σε άλλα 20 λεπτά αφήνει το Ντοριανλή (Γραβούνα), που βρίσκεται αριστερά του, σε απόσταση τριών τετάρτων της λεύγας, (1 ναυτική λεύγα = 5.556 μέτρα, 1 αμερικανική λεύγα = 4.828,04 μέτρα) και μετά από 27 λεπτά συναντά ένα λόφο, πάνω σ’ ένα βραχίονα που σχηματίζει ο Καρασού, σε μικρή απόσταση από τα Χάνια. Φθάνοντας στα Χάνια, βλέπει: α) το Καρατζά Κουγιούν, σε απόσταση μιας ώρας προς τα δυτικά, 28 μοίρες βόρεια, β) το Ντοριανλή, σε απόσταση μιας ώρας μέσα στην πεδιάδα, γ) το Καραντζαλάρ (Ζαρκαδιά), σε απόσταση μιας και μισής ώρας προς τα δυτικά, 44 μοίρες βόρεια. δ) το Μποϊνού Κιζιλί (Γέροντα), σε απόσταση μιας και μισής ώρας προς τα βόρεια, 26 μοίρες δυτικά, ε) το Κουρού ντερέ (Παλαιό Ξεριά), σε απόσταση μιας και μισής ώρας, στ) το Τσιομπανλή (Αβραμηλιά), σε απόσταση μιας ώρας και ενός τετάρτου της ώρας προς τα βόρεια, 20 μοίρες ανατολικά. και ζ) το Μπέϊτζελι (Δρυμούσα), σε απόσταση 5 λεπτών στα δεξιά. Η είσοδος των στενών, από τα οποία εξέρχεται ο Καρασού, κρυμμένη από τον λοφίσκο του Τσιομπανλή, φαίνεται να βρίσκεται 20 μοίρες βόρεια και 25 μοίρες ανατολικά. Όλα αυτά τα χωριά βρίσκονται είτε στο μέσο της πλαγιάς, είτε στην κορυφή του βουνού. Τα Χάνια απέχουν από τα στενά του Νέστου 20 λεπτά.

Έχει ιδιαίτερη σημασία η επισήμανση του συγγραφέα, ότι το χωριό Μπέϊτζελι ανήκε στον καζά της Γενιτζέ, διότι παλιότερα, (80 περίπου χρόνια πριν τη δική του διέλευση, δηλαδή περί το 1790), ο Καρασού περνούσε ανάμεσα στα Χάνια και στο Μπέϊτζελι και αποτελούσε το όριο ανάμεσα στους καζάδες του Σαρή Σαμπάν και της Γενιτζέ.

Τέλος, ο Viquesnel διασχίζει, μέσα σε 20 λεπτά, τον Καρασού, στο σημείο εκείνο, που ο τελευταίος χωρίζεται σε δύο βραχίονες.

Ο Αντώνιος Μηλιαράκης[7] αναφέρει, πλησιάζοντας στην Καβάλα: «..η θέα εκτείνεται εις τον κόλπον της Κοντέσσας (κόλπον Πιερίας), εις την νήσον Θάσον, πορρωτέρω δε προς ανατολάς εις τας κορυφάς των ορέων της Σαμοθράκης και προς δυσμάς εις τον Άθω. Εντεύθεν δε καθοράται και η πόλις Καβάλα. (Ενταύθα σημειούμεν και την ύπαρξιν δύο λιμενίσκων ή όρμων εις την άκραν του Σαρισλαβάν. Ο μεν είναι το Κεραμουτί, απέναντι της νήσου Θάσου, ο δε το Κουμ Μπουρνού, εγγύτερος τη Καβάλα). [Εικόνα 7].

Γ) ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Παραθέτω, στη συνέχεια, μερικά, άγνωστα, ιστορικά στοιχεία, σχετικά με την διοίκηση της υπό εξέταση περιοχής, ξεκινώντας από ένα σουλτανικό φιρμάνι, που εκδόθηκε στις 24-06-1770[8] κι έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Eναρετώτατε των μουσουλμάνων ιεροδικαστών, άριστε των διοικητών των μονοθεϊστών, πηγή αρετής και γνώσεως, ιεροδίκα Λαρίσσης, αυξηθήτω η αρετή σου. Καυχήματα των ιεροδικών, πηγαί αρετής και λόγου, ιεροδίκαι των καζάδων της αριστεράς πλευράς της Ρούμελης, Γκιουμουλτζίνας, Γενιτζέ Κάρα-σου, Σαρή Σαμπάν, Αχή Τσελεμπή, Πραβίστης, Δράμας, Νευροκοπίου, Μελενίκου, Ιίετριτσίου, Ζίχνης, Σερρών, Εδέσσης, Γεννιτσών, Σαρή Γκιόλ, Βέ­ροιας, Σερβίων, Ελάσσονος και Δοϊράνης, αυξηθήτω η αρετή σας. Καύχημα τών κλεινών, μουμπασίρη δια την κατωτέρω αναφερομένην υπόθεσιν, άρχιερακοτρόφε Μεχμέτ, αυξηθήτω το κλέος σου. Καυχήματα τω ν ομοίων σας, σερδάρηδες, γέροντες των γενιτσαρικών εστιών, αγιάν του βιλαετίου και εργα­ζόμενοι, αυξηθήτω η ικανότης σας.

Άμα τη άφίξει του παρόντος αυτοκρατορικού φιρμανίου Μου έστω γνωστόν ότι κατά το τρέχον σωτήριον έτος καθίσταται επιτακτική και απαραίτητος η υπεράσπισις των οχυρών του Ισλαμισμού φρουρίων της Πελοποννήσου, Χαλκίδος, Μεθώνης και Κορώνης και Ναυαρίνου κατά των προσβολών του εχθρού και, επειδή το καθήκον τούτο επιβάλλεται εις άπαντας τους πιστούς μουσουλμάνους, εντέλλεσθε όπως άποστείλητε δια την υπεράσπισιν του φρουρίου Χαλκίδος χιλίους άνδρας, διά το φρούριον Μεθώνης τετρακόσιους, διά την Κορώνην τετρακόσιους και δια το φρούριον Ναυα­ρίνου διακοσίους, ήτοι εν συνόλω δύο χιλιάδας πεζούς στρατιώτας γενι­τσάρους των ανακτόρων Μου. Επειδή δε πρός τούτο απαιτούνται αρχισημαιοφόροι, ίνα άναπετάσσουν τας σημαίας των, εχορηγήθησαν εις τον εκ Γκιουμουλτζίνης....) αγάν μία σημαία, εις τον εκ Γενιτσέ Καρασού αγιάν Χαλίλ αγάν άλλη, εις τον εκ Σαρή Σαμπάν Χασάν αγάν άλλη, εις τον έκ Δράμας σερδάρην Χατζή Αχμέτ αγάν επίσης μία, εις τον εκ Νευροκοπίου Σεϊτ Χατζή Αλή αγάν άλλη, εις τους εκ Μελενίκου καί Πετριτσίου...) αγά­δες μία, εις τον εξ Αχή Τσελεμπή αγάν άλλη, εις τον εκ ΙΙραβίστης Ιμάμογλου Χατζή Χασάν αγάν, τέως σερδάρην, άλλη, εις τον εκ Ζίχνης αγάν άλλη, εις τον εκ Σερρών συνταξιούχον χασεκήν Χατζή Αχμέτ αγάν άλλη, εις τον εξ Εδέσσης αγάν άλλη, είς τόν εκ Γεννιτσων αγάν άλλη, εις τον εκ Σαρή Γκιόλ Τούρκ Μουσταφά αγάν μία, εις τον εκ Βεροίας Χατζή Μεχμέτ αγάν επίσης μία, εις τους εκ των καζάδων Σερβίων καιί Ελάσσο­νος αγάδες μία, εις τον εκ Λαρίσσης αγάν άλλη, ήτοι εέν συνόλω δέκα επτά καινουργείς σημαίαι, τας οποίας θέλουν αναπετάσσει οι αρχισημαιοφόροι ούτοι, ηγούμενοι των αποσταλησομένων ανδρών. Όθεν δέον να επιστρατεύσητε εκ των εις τους καζάδές σας κατοικούντων γενιτσάρων «τσαλίκ» δύο χιλιάδας μαχίμους και γενναίους άνδρας καί να αποστείλητε αυτούς μεέ πλήρη οπλισμόν το ταχύτερον εις τούς αναφερομένους τόπους μερίμνη του διορισθέν­τος συνοδού των αρχιερακοτρόφου χωρίς να παρεκκλίνουν ούτοι ουδέ κατά βήμα από την πορείαν των, διά να υπηρετήσουν, όπου ετάχθησαν. Νυν συ, αρχιερακοτρόφε, αφού παραδώσης εις τους ανωτέρω αναφερομένους αγάδες τας δέκα επτά καινουργείς σημαίας, να συγκέντρωσης εκ τωών τσαλίκ γενιτσάρων των καζάδων τούτων δύο χιλιάδας μαχίμους και γενναίους άνδρας και να οδηγήσης αυτούς το ταχύτερον εις τους τόπους του προορισμού των. Σεις, δε, αρχισημαιοφόροι, αναχωρούντες μεθ' όλων των ανδρών σας το συντομώτερον από τους τόπους σας, και συντομεύοντες την πορείαν, να αφιχθήτε εις τα φρούρια, τα α οποία πρόκειται να υπεραπισθήτε, και να προσφέρητε τας υπηρεσίας σας αποφεύγοντες να διέλθητε εξ άλλων τόπων άνευ αδείας......Εγράφη τέλη Σαφέρ 1184 (24-06-1770) εν τη έδρα Κωνσταντινουπόλεως¨. [Εικόνα 8].

Σ’ ένα άλλο, σουλτανικό φιρμάνι, που εκδόθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 1821[9], αναφέρονται τα εξής: «Προς τον σοφολογιώτατον και πανιερώτατον ιεροδικαστήν Λαρίσσης, τους ιερολογιωτάτους Ιεροδικαστάς τωών καζάδων Γκιουμουλτζίνας, του παρά τον Νέστον Γενιτζέ, Σαρή Σιαμπάν, Αλή Τσελεμπή, Πραβίου, Δράμας, Νευροκοπίου, Μελενίκου, Πετριτσίου, Ζίχνης, Σερρών, Εδέσσης, Γενιτσών, Βαρδαρίου, Καϊλαρίων, Βέροιας, Σερβίων, Έλασσώνος και Δοϊράνης και πάντας τους ισχυρούς και προκρίτους των καζάδων τούτων. Άμα ως φθάση το παρόν υψηλόν μου αυτοκρατορικόν φερμάνιον, έστω προς γνώσιν υμών ότι καθ' α πληροφορείται το αυτοκρατορικόν μου διβάνιον, ένεκα της παρατηρουμένης ανταρσίας και του αναβρασμού των απίστων της Πελοποννήσου, (εννοεί την ελληνική επανάσταση), η θέσις των φρουρίων της Χαλκίδος, Μεθώνης, Ναυαρίνου και Κορώνης κατέστη προβληματική και ότι εμπνέει εις άκρον ανησυχίας ενταύθα. Τούτου ένεκα διετάχθη ο ενδοξότατος αρχηγός των γενιτσάρων όπως λάβη τα κατάλληλα μέτρα. Ούτος υπέβαλεν εις το σεβαστόν μου διβάνιον πρότασιν, όπως καταρτισθή πάραυτα δύναμις εκ δύο χιλιάδων γενιτσά­ρων της τάξεως τσαλίκ, υπό τας διαταγάς του δεδοκιμασμένης ικανό­τητος συνταγματάρχου των γενιτσάρων Ζουρνατζή Μπασή Μεχμέτ αγά και κατανεμηθή αυτή εις τα εν λόγω φρούρια αναλόγως της ενδεικνυομένης ανάγκης. Κατ' ακολουθίαν προς την πρότασιν ταύτην του ενδοξότατου αγά των γενιτσάρων, εκδίδομεν το παρόν υψηλόν αυτοκρατορικόν φερμάνιον και διατάσσομεν όπως ο εν λόγω συνταγματάρχης των γενιτσάρων, αναχωρών πάραυτα εντεύθεν, μεταβή εις τους ως άνω καζάδες και στρατολόγηση όσον τάχιστα ανάλογον αριθμόν γενιτσάρων, (πρόκειται περί έφεδρων καθαρώς τουρκικής καταγωγής και όχι γενιτσάρων προερχομένων από έξισλαμιζόμενα χριστιανόπαιδα), τελείως εφωδιασμένων και εξωπλισμένων, της τάξεως «τσαλίκ» εξ έκαστης περιφερείας, αφ’ ου δε συμπλήρωση εν όλω το ποσόν των δύο χιλιάδων ανδρών, σπεύση άνευ χρονοτριβής να ενισχύση διά χιλίων ανδρών την φρουράν Χαλκίδος, διά τετρακοσίων την φρουράν Μεθώνης, δι’ έτερων τετρακοσίων την φρουράν Κορώνης και δια των υπολειπομένων διακοσίων την φρουράν του Ναυαρίνου. Ωσαύτως παραγγέλλομεν και διατάσσομεν όπως δια τους στρατολογηθησομένους τούτους άνδρας καταρτισθούν και εγκαινιασθούν δέκα επτά νέαι σημαίαι, αίτινες θέλουν παραδοθή εις τους κάτωθι αναφερομένους, τους οποίους διορίζομεν σημαιοφόρους. Διά την περιφέρειαν Γκιουμουλτζίνας μία, υπό τον εκείθεν καταγόμενον (τελείως δυσανάγνωστον), Γενιτζέ παρά τον Νέστον υπό τον εκείθεν καταγόμενον Χαλήλ αγά, Σαρή Σιαμπάν υπό τόν εκείθεν καταγόμενον Χασάν αγά Ίντζέ Κιοϊλού…..»[Εικόνα 9]. 

Σε Κώδικα του Αρχείου Θεσσαλονίκης, των «ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 1695-1912»[10] και στη σελίδα 177 βρίσκεται καταχωρημένη την ακόλουθη σύμβαση, που συνάφθηκε το Νοέμβριο του 1859: «Συμβόλαιον μεταξύ του τουρκικού δημοσίου αφ’ ενός και των εμπόρων Σερρών Ιωάννου Δαλίδου (ή Βαλλίδου) και Κωνσταντίνου Σταυροβίτση, δια του οποίου οι δύο συμβαλλόμενοι Έλληνες επιχειρηματίαι ανέλαβον να καθαρίσουν και να καταστήσουν πλωτούς τους ποταμούς Νέστον (Καρασού) και Αξιόν (Βαρδάρ) και δι’ αυτών να διεξάγουν την ποταμοπλοϊαν επί 30 έτη δι’ ιδίων πλοίων…. Μέσα σε ενάμισι έτος από την υπογραφή της συμβάσεως συμφωνήθηκε ν’ αρχίσει η ποταμοπλοϊα επί του Νέστου και μετά τριετία επί του Αξιού. Οι συμβαλλόμενοι επιχειρηματίες, αν το επιθυμούσαν, είχαν το δικαίωμα να καταρτίσουν εταιρεία εκμεταλλεύσεως, χωρίς όμως το δικαίωμα μεταβιβάσεως σε τρίτους. Χρονολ. 13 Σεβάλ 1275 (1860).

Στο φύλλο της 10-10-1907 της «JOURNAL DE SALONIQUE», γαλλόφωνης εφημερίδας της ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης[11] περιλήφθηκε η ακόλουθη «Ανακοίνωση»: «Πληροφορούμε το κοινό ότι όσοι επιθυμούν ν’ αναλάβουν τις εργασίες και τα τεχνικά έργα κατασκευής δρόμων που κατονομάζονται στη συνέχεια, καλούνται ν’ απευθυνθούν στο Τμήμα Δημόσιων Έργων, προκειμένου να ζητήσουν και να λάβουν τους όρους και τις προϋποθέσεις διαφόρων έργων. Μεταξύ αυτών των έργων, που περιγράφονταν στην εφημερίδα, περιλαμβανόταν και η κατασκευή και τα τεχνικά έργα του δρόμου από Καβάλα μέχρι Σαρί Σαμπάν, προϋπολογισμού 321.775 πιάστρων». [Εικόνα 10].

Στη γαλλική εφημερίδα Le Journal της 30/10/1914[12] υπάρχει το εξής άρθρο, με τίτλο « ΟΙ ΑΡΓΥΡΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΩΝ ΜΟΝΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»:

«Σύμφωνα με τα νέα που λάβαμε από την Θεσσαλονίκη, οι αργυροί γάμοι του βασιλιά και της βασίλισσας της Ελλάδος γιορτάστηκαν με τον πιο μεγάλο ενθουσιασμό σε ολόκληρη την Μακεδονία.

Στις πιο σημαντικές πόλεις της, την Καραφέριε, τη Νιγρίτα, το Σαρίσαμπάν, τη Νάουσα και την Φλώρινα, οι κάτοικοι ενώθηκαν με τις Αρχές, για να δώσουν μεγαλύτερη λάμψη στις γιορτές και η επίκληση του ονόματος των βασιλέων γινόταν με χειροκροτήματα κι ενθουσιασμό.

Αναφέρεται ιδιαίτερα η θερμή συμμετοχή των Ισραηλιτών και των μουσουλμάνων κατοίκων στον γενικό ενθουσιασμό….». [Εικόνα 11].

Στην Ανακοίνωση του Colin Heywood, με τίτλο «Η ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ: ΟΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΒΡΑΧΙΟΝΑ, ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ»[13], ο συγγραφέας, στηριζόμενος σε οθωμανικά αρχεία, αναφέρει ότι επιθυμεί ν’ αναλύσει και να περιγράψει το οθωμανικό σύστημα ulak/menzilhane της αποκαλούμενης sol kol, δηλ. «οδού του αριστερού βραχίονα» ή της «αριστερής πτέρυγας» ή «του αριστερού κλάδου» του συστήματος, όπως είναι ορθό ν’ αποδοθεί, στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, καθ’ ο μέρος η οδός αυτού του συστήματος επικάλυπτε την κλασική Εγνατία οδό, η οποία, κατά την οθωμανική περίοδο, είχε αρκετές χρήσεις (ρόλους). Αποτελούσε, κατ’ αρχάς, τον κύριο άξονα της οθωμανικής διείσδυσης κι εγκατάστασης, καθώς και των στρατιωτικών επιχειρήσεων των Οθωμανών, κατά την περίοδο της κατάκτησης κι αργότερα, όπως, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του κρητικού πολέμου, στα μέσα του 17ου αιώνα. Συνάμα, αυτή λειτουργούσε και ως εμπορική οδός, εξυπηρετώντας τις εμπορικές συναλλαγές, από τη μια του θαλάσσιου κόσμου του Αιγαίου και της Αδριατικής κι από την άλλη της ηπειρωτικής, βαλκανικής ενδοχώρας. Πρακτικά, αυτή αποτελούσε τον αγωγό των κινήσεων εξισλαμισμού, τόσο των ορθοδόξων όσο και των ετεροδόξων ή αιρετικών. Τελικά, που είναι και το πιο σημαντικό, αυτή η οδός συνέχιζε να είναι αυτό που ήταν και στη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο: Ένα βασικό εξάρτημα (συστατικό) του αυτοκρατορικού συστήματος επικοινωνιών. Το οθωμανικό σύστημα του ulak (ταχυδρομικός σταθμός) και του mezilhane (σταθμός ανάπαυσης), όπως το ρωμαϊκό paraveredus πριν απ’ αυτό, μετέφερε, σε μιαν εποχή προ-ηλεκτρονική και προ-τηλεγραφική, τις αυτοκρατορικές εντολές, τις δημόσιες ή μυστικές οδηγίες από το κέντρο στις επαρχιακές αρχές και την αλληλογραφία που αφορούσε πληροφορίες και οικονομικές αναφορές, αιτήσεις και αιτήματα, προς την αντίθεση κατεύθυνση. 

Η οδός sol kol ξεκινούσε από τη Ραιδεστό (Tekfur Tagi), είχε νοτιοδυτική κατεύθυνση, ακολουθώντας, σε μήκος 60 χιλιομέτρων, πορεία μέσα στην ενδοχώρα της Θράκης, διάρκειας 12 ωρών, μέχρι τα Μάλγαρα, από εκεί, προς τα δυτικά, για περίπου 20 χιλιόμετρα (ή 5 ώρες) μέχρι την Κεσσάνη, ακολούθως, όπως και σήμερα, διασταυρωνόταν με την κάθετη, από βορρά προς νότο, οδό που συνέδεε την Καλλίπολη με την Αδριανούπολη. Ανάμεσα στην Κεσσάνη και στον επόμενο, γνωστό σταθμό ανάπαυσης, τις Φέρρες, (8 ώρες, περ. 45 χιλιόμετρα), η οδός αρχικά κατευθυνόταν βόρεια, προς τα Ίπσαλα, (25 χιλιόμετρα από Κεσάνη) και ακολούθως στρεφόταν ελαφρώς προς νότο και διέσχιζε το ρεύμα του Έβρου ποταμού, περίπου ανάμεσα στα Ίπσαλα και τις Φέρρες…..

Δυτικά της Κομοτηνής η οδός, κατά τους 17ο και 18ο αιώνες στρεφόταν προς τα νοτιοδυτικά, άλλαζε κατεύθυνση προς νότο, για να εισέλθει στην παράκτια πεδιάδα του Νέστου (Καρά σου), καλύπτοντας, σε 7 ώρες, τα περίπου 40 χιλιόμετρα μέχρι τη Γενισέα (Yenice-i-kara-sou), αυτό το παλαιό κέντρο της τουρκικής εγκατάστασης κι εποικισμού στη Δυτική Θράκη. Ακολουθώντας, στη συνέχεια, η οδός μια αυστηρά νοτιοδυτική πορεία, διέσχιζε το Νέστο περίπου 20 χιλιόμετρα από τις εκβολές του κι έφθανε στον επόμενο ταχυδρομικό σταθμό, το Σαρή σαμπάν, μετά από πορεία 6 ωρών ή 20 περίπου χιλιομέτρων από τη Γενισέα…. Αυτός ο ενδιαφέρων, ταχυδρομικός σταθμός βρισκόταν στο κάτω τμήμα της πεδιάδας του Νέστου. Κατά την αναμόρφωση των σταθμών της οδού, που έλαβε χώρα το έτος 1691, σ’ αυτό τον σταθμό αναλογούσαν τρία ταχυδρομικά άλογα, που κόστιζαν (στο κράτος) 16.206 ακτσέδες το καθένα κατ’ έτος ή και τα τρία 48.618 ακτσέδες. Την υποχρέωση κάλυψης των ετήσιων εξόδων του ταχυδρομικού σταθμού την είχαν τουλάχιστον επτά χωριά των περιχώρων του Σαρή σαμπάν, υπαγόμενα στους καζάδες της Καβάλας και του Μπερεκετλή (Δάττου), ορισμένα από τα οποία ήταν βακουφικά. Αυτά τα χωριά συγκέντρωναν συνολικά 21.000 ακτσέδες από τα ετήσια έξοδα του σταθμού, ενώ τα υπόλοιπα καλύπτονταν από φόρους του καζά της Γενισέας.

Η στελέχωση του ταχυδρομικού σταθμού του Σαρή σαμπάν με τρία ταχυδρομικά άλογα ήταν ανεπαρκής. Στη νέα αναδιοργάνωση του συστήματος επικοινωνιών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που έγινε στις 31-07-1696, αυτά τα ταχυδρομικά άλογα του σταθμού αυξήθηκαν σε εννέα (9). Στα 1700 ο σταθμός είχε έξι (6) άλογα, στα 1704 ξαναείχε εννέα (9) άλογα, στα 1712 είχε δέκα (10) και στα 1713 ένδεκα (11). Το 1712, τα ετήσια έξοδα λειτουργίας του ταχυδρομικού σταθμού ανέρχονταν, πλέον, σε 210.925 ακτσέδες, πράγμα που σημαίνει ότι τα έξοδα αυτά τετραπλασιάστηκαν, μέσα σε μια 25ετία. Με δεδομένη την πτώση της ονομαστικής αξίας του ακτσέ κατά την ίδια περίοδο, η μεγάλη αύξηση των δαπανών λειτουργίας του ταχυδρομικού σταθμού του Σαρή σαμπάν δείχνει ότι υπήρχε συνεχής αύξηση της ταχυδρομικής κίνησης στην περιοχή αυτή, η οποία επέφερε μια σημαντική οικονομική επιβάρυνση, τόσο τοπικά, όσο και σε κρατικό επίπεδο. [Εικόνα 12].

Στα παραπάνω, που περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη Ανακοίνωση, εγώ προσθέτω το αυτονόητο συμπέρασμα, που εξάγεται απ’ αυτή την τεράστια, μέσα σε λίγα χρόνια, αύξηση των δαπανών λειτουργίας του ταχυδρομικού σταθμού του Σαρή Σαμπάν: Η μεγάλη αυτή αύξηση των δαπανών υποδηλώνει την αλματώδη, οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, που οφειλόταν στην ευφορία του εδάφους της, υποδηλώνει την προφανώς μεγάλη αύξηση του πληθυσμού της, υποδηλώνει, τέλος, την οικονομική ανάπτυξη ολόκληρης της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τη συγκεκριμένη, χρονική περίοδο.

Δ) ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΣΚΗ ΣΑΡΗΣΑΜΠΑΝ - ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ – Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ - Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

Όσον αφορά, τώρα, το Σαρή Σαμπάν, τη θέση του και το ζήτημα της ερμηνείας του ονόματός του:

Ο Tromelin[14], ευρισκόμενος το έτος 1807 στο χωριουδάκι Καρά σουχό, δίπλα στον ποταμό Νέστο, βλέπει στα δεξιά του ποταμού, ανάμεσα σε δένδρα, το μεγάλο χωριό Σερί Σαμπό (δηλ. Σαρή Σαμπάν), του οποίου, όπως λέει ο ίδιος, οι κάτοικοι είναι ανυπότακτοι Τούρκοι κι Έλληνες κι έχουν πολύ κακή φήμη. Μας δίνει, επίσης, την σημαντική πληροφορία, ότι αυτό το χωριό βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, πάνω σε μια μακριά άκρη, που προχωρεί προς τη Θάσο!

Ο Esprit Marie Couzinery[15], το έτος 1831, στο περιηγητικό κείμενό του, γράφει το Σαρή – Σαμπάν ως «Σαρίς – αμπάν».

Επισημαίνω, όμως, ιδιαίτερα, τα ακόλουθα, που παραθέτει ο Βασίλειος Νικολαϊδης[16], στο έργο του «Les Turks et la Turquie contemporaine», που εκδόθηκε το έτος 1859, για το Σαρή Σαμπάν: «Σε πέντε ώρες από την Καβάλα φθάνει κάποιος στα χάνια του Σαρή Σαμπάν. Πρόκειται για μια συστάδα 8-10 οικιστικών εγκαταστάσεων, στις οποίες ο ταξιδιώτης βρίσκει πεταλωτές, σαμαράδες, παντοπώλες κι ένα κονάκι (πρόκειται για την κατοικία του κυβερνήτη της περιοχής του Σαρίσαμπάν). Ένα κάστρο που έχει το ίδιο όνομα το συναντά κάποιος σε απόσταση μισής ώρας νότια των χανιών». Και λίγο παρακάτω, λέει, όπως ήδη ανέφερα, πως υπήρχε διάβαση του Νέστου που χρησιμοποιούνταν κατά τον χειμώνα και άλλη διάβαση, που χρησιμοποιούνταν το καλοκαίρι και ότι αυτή η τελευταία βρισκόταν στο κάστρο του Σαρή Σαμπάν, απ’ όπου περνούσε κάποιος το Νέστο με πορθμείο.

Γίνεται σαφές, από την ξεκάθαρη περιγραφή του Νικολαϊδη, ότι το έτος 1859 η σημερινή μεν Χρυσούπολη ήταν ένας μικρός συνοικισμός, αποτελούμενος από 8-10 οικήματα (χάνια) κι από το (θερινό, όπως θα δούμε στη συνέχεια) κονάκι του οθωμανού κυβερνήτη, σε απόσταση δε μισής ώρας (με άλογο, πάντοτε) από τα χάνια υπήρχε το κάστρο του Σαρή Σαμπάν. Σαφώς, επίσης, προκύπτει, από την ίδια αφήγηση, ότι κοντά στα χάνια (σημερινή Χρυσούπολη) υπήρχε το χειμερινό πέρασμα του Νέστου, ενώ κοντά στο κάστρο του Σαρή Σαμπάν το θερινό πέρασμά του, που γινόταν με πορθμείο.

Περνώντας ο A. Viquesnel[17], στα τέλη της δεκαετίας 1840-1850, από την πεδιάδα του Νέστου, μιλά κι αυτός για τα Χάνια, που λέει ότι αποτελούνται από αρκετά χάνια, μερικές καλύβες κι ένα κονάκι, (παλάτι), στο οποίο διαμένει το καλοκαίρι ο μουδίρης του Σαρί Σαμπάν, από το γεγονός, όμως, ότι, ενώ αναφέρει τον κυβερνήτη του Σαρή Σαμπάν, δεν αποκαλεί τα Χάνια Σαρή Σαμπάν, φαίνεται καθαρά ότι το όνομα αυτό έφερε κάποιος άλλος συνοικισμός, ξέχωρος από τα Χάνια.

Ποια είναι, λοιπόν, η τοποθεσία, στην βρισκόταν το κάστρο του Σαρή Σαμπάν, σε απόσταση μισής ώρας με άλογο και κοντά στη θάλασσα, πάνω σε μια μακριά άκρη, που προχωρεί προς τη Θάσο; Αφού λάβουμε υπόψη μας τις μεγάλες μεταβολές που είναι προφανές ότι επέφερε ο Νέστος στην μορφολογία της περιοχής κατά τα τελευταία 150 χρόνια, θα πρέπει να τοποθετήσουμε το κάστρο του Σαρή Σαμπάν, (το οποίο, προφανώς αργότερα, αφού παρήκμασε, μετονομάσθηκε σε Εσκή Σαρή Σαμπάν, όταν τα Χάνια μετατράπηκαν, αντίθετα, σε ακμαίο οικισμό και πήραν αυτά το όνομα Σαρή Σαμπάν) κοντά στο σημερινό Ερατεινό, όπου υπάρχουν αρκετά ερείπια, ενώ, προφανώς, ανάμεσα σ’ αυτά θα υπάρχουν και ίχνη του κάστρου, (μια κι ένας πλούσιος οικισμός, στο μέσον μιας ανοιχτής πεδιάδας, δεν μπορούσε παρά να είναι οχυρωμένος), αλλά, όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα να έχει γίνει κάποια σχετική έρευνα.

Τελειώνοντας το κεφάλαιο αυτό, θ’ αναφερθώ και σ’ ένα κείμενο, σε τουρκική γλώσσα, που είναι αναρτημένο στο διαδίκτυο, υπό τον τίτλο «Sarisaban Tarihi»[18], με την φωτογραφία ενός ερειπωμένου κτίσματος, που βρίσκεται, σύμφωνα με την ανάρτηση, στη σημερινή Χρυσούπολη, κάτω από την οποία αναγράφεται «ένα τούρκικο σπίτι που διασώζεται μέχρι τις μέρες μας στην Χρυσούπολη». Το κείμενο αυτό, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μεταφράσει από την τουρκική γλώσσα η δ. Μάρθα Παυλίδου, την οποία κι ευχαριστώ, σας το αναφέρω γιατί, μεταξύ άλλων, περιέχει μια ενδιαφέρουσα άποψη, σχετικά με την έννοια του ονόματος του Σαρίσαμπάν. Λέει, λοιπόν, αυτό το κείμενο: «Η Χρυσούπολη απέχει 5 χιλιόμετρα από τον δρόμο Καβάλα- Ξάνθη. Η Χρυσούπολη κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1375- 1376…. Το γραφείο του διοικητή, που υπάρχει μέχρι και σήμερα, χτίστηκε το 1880. Υπάρχουν ποικίλες αναφορές για το όνομα της Χρυσούπολης. Σύμφωνα με έναν από τους θρύλους, ονομάζεται Sarışaban (Sarı= κίτρινο (χρυσό) şaban= 8ος σεληνιακός μήνας), λόγω των γόνιμων πεδιάδων, με την πλούσια, «χρυσή» συγκομιδή. Η περιοχή της Χρυσούπολης λέγεται ότι ήταν εύφορη και ότι εκεί υπήρχε το χρυσό ή κίτρινο άροτρο. Βέβαια το sari - κίτρινο δεν ήταν το απαλό και καθαρό χρώμα που ξέρουμε, λόγω του ότι πάντα υπήρχε πρόβλημα ελονοσίας στην περιοχή. Η λέξη «κίτρινο» χρησιμοποιήθηκε επίσης ευρέως και μεταξύ των Ελλήνων, λόγω της τουρκικής επιρροής. Επίθετα όπως: Σαρίδης, Σαρίογλού, Σαρισάββας, Σαριγιάννης, Σαριγιώργος, Σαρικώστας κ.λπ. ήταν διαδεδομένα. Γενικά, η έννοια που συνδέεται με αυτά τα επώνυμα είναι αυτή της «λάσπης» ή αναφέρεται σε σωματική αδυναμία ή ασθένεια, (λόγω της ελονοσίας, ειδικά στις πεδιάδες). Δινόταν σε ανθρώπους, με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω. [Εικόνα 13].

Ε) ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ - ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Ο Tromelin[19], διερχόμενος από την περιοχή του Νέστου το έτος 1807, λέει ότι οι Τούρκοι κάτοικοι των πολλών χωριών που είναι κτισμένα στ’ αριστερά της πορείας του, ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια καπνού και τη βαμβακονηματουργία.

Ο Esprit Marie Couzinery[20], στο ταξίδι του στην Μακεδονία, που έλαβε χώρα οπωσδήποτε προτού εκδώσει το σύγγραμμά του, το έτος 1831, επισημαίνει ότι η πεδιάδα του Σαρίς – αμπάν, σε απόσταση μεν δύο λευγών από την Καβάλα καλύπτεται από ελαιόδενδρα, στη συνέχεια δε αυτή γίνεται ολοένα και περισσότερο παραγωγική, καλλιεργούμενη με κάθε είδους σιτηρά και με τον καπνό ν’ αποτελεί ένα από τα πιο βασικά προϊόντα της.

Ο Βασίλειος Νικολαϊδης[21], στο έργο του «Les Turks et la Turquie contemporaine», που εκδόθηκε το έτος 1859, αναφέρει πως η πεδιάδα του Νέστου, η πιο εύφορη, ίσως, περιοχή της Θράκης σε σιτηρά, ρύζι, βαμβάκια και κυρίως καπνά, προσφέρει στα μάτια ένα θαυμάσιο τοπίο, το οποίο διακόπτουν συστάδες δένδρων, καλλιεργημένοι αγροί και ρυάκια νερού. Τα κλήματα δένονται στις φλαμουριές και βλέπει κανείς εδώ ένα δείγμα των αμπελώνων αυτής της χώρας. Αναφερόμενος, επίσης, σ’ ένα μύλο με έξι μυλόπετρες, που του έδειξαν, λέει χαρακτηριστικά ότι αυτός «κινείται με τα νερά του Νέστου και αποδίδει, όπως μας λένε, ετήσιο εισόδημα 40.000 (γαλλικών) φράγκων».

Ο A. Viquesnel[22] περιγράφει ότι το έτος 1868 στην περιοχή του Σαρή Σαμπάν είδε να καλλιεργούνται καπνός και καλαμπόκι. Για τη σημαντική, όμως, για την οικονομία του τόπου, καπνοκαλλιέργεια, αφήνω τον ίδιο να συνεχίσει: «Τα χωριά που καλλιεργούν τον καπνό, τον ονομαζόμενο «Καρσίγιακα» ή «Σαρίσαμπάν», είναι κατανεμημένα στους πρόποδες των γυμνών βουνών, τα οποία εκτείνονται μέχρι το στενό φαράγγι, το οποίο χρησιμοποιεί ο Καρασού, για να ξεχυθεί προς τη θάλασσα. Το ύψος τους ποικίλλει από 10 με 15 μέτρα (από την επιφάνεια της θάλασσας). Η πεδιάδα του Δέλτα είναι εν μέρει ακαλλιέργητη, ελώδης και εν μέρει καλλιεργείται με δημητριακά ή είναι καλυμμένη με συστάδες δάσους… Τα καπνοχώραφα αυτής της περιοχής, τα οποία είδα σε απόσταση 1.000 έως 2.000 μέτρων, έχουν κοκκινωπή απόχρωση…… Η μέση παραγωγή καπνού, προοριζόμενου για εξαγωγή, υπολογισμένη στα τέσσερα τελευταία χρόνια, (εννοεί τα έτη 1844 – 1847), ανήλθε στην περιοχή του Σαρί Σαμπάν σε 217.919 οκάδες, που ισούνται με 272.398 κιλά και καλλιεργούνται σε έκταση 129 εκταρίων». [Εικόνα 14].

Όσον αφορά την τιμή αυτού του εξαγώγιμου, πεδινού καπνού, των ποικιλιών «κιουμπέκ» και «κενεβίρ», συσκευασμένου σε δέματα των 5-15 οκάδων, ο συγγραφέας αναφέρει ότι αυτή ανήλθε σε 3-4,5 πιάστρες η οκά, κατά τα έτη 1845 και 1846, ενώ η υπόλοιπη παραγωγή (προφανώς, κατώτερης ποιότητας), ανήλθε σε 2-2,5 πιάστρες.

Χρήσιμος, τέλος, είναι κι ο ακόλουθος πίνακας, τον οποίο παραθέτει ο συγγραφέας, με την επισήμανση ότι πρόκειται για καπνό της ποικιλίας «μπασμά», συσκευασμένου σε μπάλες βάρους, κατά μέσο όρο, 42,5 οκάδων:

Συγκομιδή καπνού της πεδιάδας του Σαρί Σαμπάν στα έτη 1844 1845 1846 1847

Καρατζά Κογιούν – 1 ώρα από τα Χάνια 900 1.000 1.000 1.200

Καρατζίαλαρ – 1 ώρα από τα Χάνια 700 600 700 800

Καγιά μπουνάρ – 2 ώρες από τα Χάνια 600 500 550 650

Μπουγιούκ Κεζέρ – 1,5 ώρα από τα Χάνια 350 300 200 250

Μπαϊρακλή 250 300 250 300

Ουζούν Κουγιού 250 300 300 350

Ντερενλή – 1 ώρα από τα Χάνια (στην πεδιάδα) 250 200 300 350

Ντογράν 400 500 450 550

Κουρούντερέ 1,5 ώρα από τα Χάνια 500 400 300 350

Μπεκτεμίς – 1 ώρα από τα Χάνια 250 300 250 300

Καρά Κετιρλί 180 150 190 200

Τσιομπανλή – 1 ώρα από τα Χάνια 180 200 190 200

Ιντζιές – 1 ώρα από τα Χάνια 130 150 160 180

ΣΥΝΟΛΑ 4.990 4.850 4.890 5.780 οκάδες.

Η επίσημη εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας, (Journal officiel de la République française. Lois et décrets[23], γράφει, στις 12-02-1873, ότι το λιμάνι της Καβάλας είχε γίνει μεν γνωστό στον εμπορικό κόσμο μόλις 25 χρόνια πριν, όταν απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, ως ένα από τα κύρια σημεία διάθεσης (εξόδου) των προϊόντων της Μακεδονίας, ωφελήθηκε όμως ιδιαίτερα, αφότου άρχισε να καλλιεργείται στην περιοχή ο καπνός, ο οποίος διετίθετο στη Γερμανία, τη Ρωσία, την Ιταλία και την Αυστρία, στις Ηγεμονίες του Δούναβη και στην Αγγλία, χώρες που κατανάλωναν μεγάλο μέρος της παραγωγής αυτού του προϊόντος. «Παρόλο που αυτό το προϊόν παράγεται στο ίδιο έδαφος, έχει πολλές ποικιλίες. Οι Γερμανοί κι οι Αυστριακοί προτιμούν ιδιαίτερα τις ποικιλίες που καλλιεργούνται στις περιοχές της Δράμας και του Σαρί σαμπάν. Στην τελευταία, το έτος 1873 παράχθηκαν 1.900.000 λίβρες καπνού, (1 λίβρα = 450 περίπου γραμμάρια), 70.000 περισσότερες από την προηγούμενη χρονιά. Η ίδια περιοχή παράγει, επίσης, 500.000 λίβρες καπνού που καλλιεργείται σε λόφους και πεδιάδες κι ονομάζεται γκιουμπέκ. Πρόκειται για καπνό που πωλείται σε πολύ καλή τιμή στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και σ’ ολόκληρη γενικά την Τουρκία. Έχει χρυσαφένιο χρώμα και η τιμή του ποικίλλει από 3 έως 7 sh. (;;) η λίβρα. 50.000 λίβρες αυτής της ποικιλίας πωλούνται στην Αυστρία, 60.000 στην Ρωσία και 11.000 στις Ηγεμονίες του Δούναβη.

Στο Δελτίο στατιστικής και συγκριτικής νομοθεσίας, του Υπουργείου Οικονομικών της Γαλλίας[24], αναφέρονται τα εξής ενδιαφέροντα:

Η Μακεδονία είναι το πραγματικό κέντρο της καλλιέργειας του καπνού στην Ευρωπαϊκή Τουρκία: Οι πλούσιες λεκάνες του Καρασού, του Βαρδάρη και του Στρούμα είναι αυτές που παράγουν εξαιρετικά και αρωματικά καπνά, τα οποία αγαπά πολύ ολόκληρος ο κόσμος. Τα προϊόντα αυτά είναι γνωστά με τα ονόματα της Δράμας, της Πράβιστας, του Ντεμιρλί, της Γενιτζέ και του Σαρίσαμπάν και διακρίνονται σε πεδινά και ορεινά καπνά. Τα καπνά της πεδιάδας χαίρουν πολύ μεγαλύτερης εκτίμησης και περιλαμβάνουν τις παραγωγές των ποικιλιών Κίρ και Περσιστάν στην περιοχή της Δράμας, το σύνολο της παραγωγής του Σαρί σαμπάν, ένα μέρος αυτής της Γενιτζέ και της Πράβιστα και, κυρίως, τα καπνά της ποικιλίας Γκιουμπέκ ή Γκιουμπέ, τα οποία μπορεί κάποιος να ονομάσει «σπουδαίες παραγωγές της Ανατολής».

Τα καπνά της ποικιλίας Γκιουμπέκ διατίθενται στο εμπόριο σε μικρές δέσμες (μπάλες) που λέγονται μποχτσάδες και είναι ιδιαίτερα φροντισμένες, μέσου βάρους 15 οκάδων (20 κιλών) και αφού περιγράφεται η εμφάνιση των φύλλων τους, αναφέρεται ότι η τιμή τους κυμαίνεται από 12 έως 16 φράγκα το κιλό, για να φθάσει σε κάποιες περιπτώσεις τα 20 φράγκα.

Άλλες ποικιλίες διατίθενται στο εμπόριο σε μπάλες (δέματα) των 55 κιλών, οι οποίες είναι συσκευασμένες κι από τις τέσσερις πλευρές τους με ύφασμα φτιαγμένο από κατσικίσιο μαλλί και προσαρμόζονται (στηρίζονται) η μια πάνω στην άλλη, δεμένα με σχοινιά από το ίδιο υλικό. Η τιμή τους ποικίλλει, από 40 έως 600 φράγκα ανά 100 κιλά, ανάλογα με την περιοχή.

Η συνολική παραγωγή της Μακεδονίας ανέρχεται περίπου σε 5.000.000 κιλά, από τα οποία τα 1.500.000 κιλά από την περιοχή της Δράμας, 900.000 κιλά από το Σαρίσαμπάν, 2.000.000 κιλά από την περιοχή της Γενιτζέ και τα υπόλοιπα από την περιοχή της Πράβιστα. Η συνολική ποσότητα καπνών της ποικιλίας Γκιουμπέκ που παράγεται ετησίως δεν ξεπερνά ποτέ τα 500.000 κιλά.

Αυτά είναι τα καπνά που παρέχουν (στο κράτος) τους πιο σημαντικούς δασμούς, είτε εξάγονται στις άλλες επαρχίες της αυτοκρατορίας, είτε σε ξένα κράτη: Η Ρωσία, η Ρουμανία, η Αυστρία, η Αγγλία, η Ιταλία και η Γαλλία παίρνουν από αυτά τα καπνά σημαντικές ποσότητες, οι οποίες δεν είναι λιγότερες από 3.000.000 κιλά ετησίως. Τα λιμάνια φόρτωσής τους είναι αυτά του Πόρτο Λάγος, της Καβάλλας και της Θεσσαλονίκης.

Στο κείμενο που βρήκα αναρτημένο στο διαδίκτυο, σε τουρκική γλώσσα, υπό τον τίτλο «Sarisaban Tarihi[25]», του οποίου απόσπασμα σας διάβασα πιο μπροστά, επισημαίνω τον θρύλο, ότι το όνομά του το έλαβε το Sarışaban από τις τουρκικές λέξεις Sarı = κίτρινο (χρυσό) και şaban= 8ος σεληνιακός μήνας, λόγω των γόνιμων πεδιάδων του, με την πλούσια, «χρυσή» συγκομιδή. Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι «υπολογίζεται πως υπάρχουν 183.000 στρέμματα γης κατάλληλης για τη γεωργία στον καζά. Η σοδειά ήταν άφθονη και το έδαφος γόνιμο. Το πεπόνι και το καρπούζι ήταν διάσημα. Επίσης άρχισε να αυξάνεται η δημοτικότητα του καπνού στην περιοχή, επειδή ήταν νόστιμος και εύγευστος». Και ναι μεν, δεν υπάρχει χρονολόγηση αυτού του κειμένου, οπωσδήποτε, όμως, όσα εκτίθενται σ’ αυτό πρέπει ν’ ανάγονται στα τέλη του 19ου ή το πολύ στις αρχές του 20ού αιώνα, μια και ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε αρχίσει ν’ αυξάνεται η δημοτικότητα του καπνού της υπό εξέταση περιοχής!

Στο φύλλο της 14-08-1910 της «JOURNAL DE SALONIQUE», γαλλόφωνης εφημερίδας της ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης[26], περιλήφθηκε η ακόλουθη καταχώριση:

«Στις 14 Αυγούστου του 1910, ημέρα Κυριακή, άνοιξε τις πύλες του στην πόλη της Δράμας, υπό την προεδρία του Μουτεσαρίφη του Σαντζακιού της Δράμας, Ταχσίν μπέη, το πρώτο συνέδριο των καπνοπαραγωγών του Σαντζακιού. Τη σπουδαιότητα του συνεδρίου αποδεικνύει το γεγονός ότι ο ίδιος ο διευθυντής της εφημερίδας, Δαούτ Λεβή, επισκέφθηκε την Δράμα κι έστειλε ο ίδιος τις ανταποκρίσεις του για το εν λόγω συνέδριο, από τις οποίες σας μεταφέρω, περιληπτικά, τα εξής: Η πόλη της Δράμας, στη διάρκεια του συνεδρίου, παρουσίασε ζωηρή κίνηση, εξ αιτίας του ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός κατοίκων του Σαντζακίου έφθασε στην Δράμα, με αποτέλεσμα, τα λίγα ξενοδοχεία της πόλης να μη μπορούν να δεχθούν όλο αυτό το πλήθος και ν’ αναγκαστούν οι κάτοικοι της πόλης, που διακρίνονταν για την φιλοξενία τους, να φιλοξενήσουν τους επισκέπτες στα σπίτια τους. Η διοργάνωση του συνεδρίου, το οποίο ήταν το πρώτο συνέδριο για θέματα καθαρά αγροτικά και οικονομικά, οργάνωσε ο ακούραστος μουτεσαρίφης της Δράμας, Ταχσίν μπέης, βλέποντας πως η ευδαιμονία της περιοχής του εξαρτιόταν από την αγροτική καλλιέργεια και κύρια απ’ αυτήν του καπνού και θέλοντας να βοηθήσει στην βελτίωση των συνθηκών ζωής των αγροτών της περιοχής ευθύνης του. Σκοπός, επίσης του συνεδρίου ήταν η ενημέρωση των αγροτών, σχετικά με τους τρόπους βελτίωσης της καπνοπαραγωγής, χωρίς να πέσει η ποιότητα του παραγόμενου καπνού, που ήταν φημισμένο σ’ όλο τον κόσμο και σάρωνε τα διεθνή βραβεία.

Στο συνέδριο πήραν μέρος αντιπρόσωποι από τις περιοχές καλλιέργειας καπνού όλων των βιλαετιών της ευρωπαϊκής Τουρκίας και συγκεκριμένα αυτών της Θεσσαλονίκης, του Κοσσόβου, του Μοναστηρίου και της Αδριανούπολης. Ήδη την προηγούμενη της έναρξής του ημέρα είχαν φθάσει στη Δράμα περί τους 90 συνέδρους, εκ των οποίων 5 ήταν από τον καζά της Δράμας, 3 από αυτόν του Κοτσικαβάλ, 2 από της Προσωτσάνης, 4 από αυτόν της Γκιουμουλτζίνας, 12 από του Εσκετζέ, 6 από τον καζά της Καβάλας, 10 απ’ αυτόν της Ζίχνας, 2 από αυτόν του Τεκέτς, 3 από τον καζά της Ραδοβίστας, 3 από τον καζά Μελενίκου, 7 από αυτόν του Σαρίσαμπάν, 2 από αυτόν της Τζούμα, 9 των Σερρών, 3 της Πράβιστα, 12 του Νευροκοπίου, 2 του Μπαϊρακλή και 3 του Ντεμίρ Χισάρ. Πολλοί απ’ αυτούς τους συνέδρους προσήλθαν, αποφασισμένοι να πάρουν το λόγο και να πουν την άποψή τους για τα πλεονεκτήματα της εντατικής καλλιέργειας του καπνού.

Την ημέρα του συνεδρίου, αυτό άρχισε τις εργασίες του στη μία και μισή ώρα Τουρκίας. Η αίθουσα του συνεδρίου ήταν ωραία διακοσμημένη και οι σύνεδροι προσήλθαν, υπό τους ήχους ωραίας μουσικής. Πρώτος [πήρε τον λόγο ο Μουτεσαρίφης, ο οποίος εξέθεσε τους οικονομικούς σκοπούς του συνεδρίου και τη κοινωνική του εμβέλεια.

Δεύτερος πήρε τον λόγο ο βουλευτής της Δράμας, Ριζά μπέης, ο οποίος εξέθεσε την φροντίδα της επαναστατικής κυβέρνησης (των Νεοτούρκων) για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και στη συνέχεια υπέβαλαν ερωτήσεις 4 αντιπρόσωποι των καζάδων και 8 απλοί καλλιεργητές.

Το συνέδριο ολοκληρώθηκε με ψηφοφορία, για την εκλογή του Γραφείου του συνεδρίου, στην οποία ο βουλευτής της Δράμας, Ριζά μπέης, έλαβε 33 ψήφους κι εκλέχτηκε πρόεδρος, ο μουτεσαρίφης, Ταχσίν μπέης, με 31 ψήφους, εκλέχτηκε αντιπρόεδρος και ο σπουδαίος Μεχμέτ Αλή μπέης, με 32 ψήφους, εκλέχτηκε δεύτερος αντιπρόεδρος. [Εικόνα 8].

ΣΤ) ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

Ο Kemal H. Karpat[27] αναφέρει ότι το έτος 1831 η περιοχή του Σαρί Σαμπάν είχε συνολικό πληθυσμό 5.171 κατοίκων, από τους οποίους οι 4.986 ήταν μουσουλμάνοι, οι 131 χριστιανοί και οι 54 τσιγγάνοι, ενώ το 1881-1882 είχε συνολικό πληθυσμό 16.935 κατοίκων, από τους οποίους οι 8.241 ήταν γυναίκες και οι 8.694 άνδρες. Όσον αφορά το θρήσκευμα, οι 8.183 γυναίκες ήταν μουσουλμάνες και οι 58 Ελληνίδες χριστιανές, ενώ οι μεν 8.277 άνδρες ήταν μουσουλμάνοι και οι 235 Έλληνες χριστιανοί. Άλλοι 182 άνδρες ήταν βουλγαρικής καταγωγής.

Στον «ΠΙΝΑΚΑ ΓΕΝΙΚΟΝ ΤΩΝ ΕΝ ΤΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΤΟΥΡΚΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ[28]», που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1902, αναφέρεται ότι στο Σαρί Σαμπάν υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο, με έναν δάσκαλο και 8 μαθητές, το δε ετήσιο κόστος συντήρησης του σχολείου ανερχόταν σε 140 γαλλικά φράγκα.

Στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΠΑΜΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΟ 1908[29], υπάρχει πίνακας, υπό τον τίτλο «ΣΧΟΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ, ΡΟΥΜΟΥΝΙΚΑ, ΣΕΡΒΙΚΑ ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΠΑΜΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ. 1908, σύμφωνα με τον οποίο, στον καζά του Σαρί Σαμπάν υπήρχαν το 1908 δύο (2) ελληνικά σχολεία, με δύο (2) δασκάλους και τριάντα δύο (32) μαθητές.

Ο Ανδρέας Αρβανίτης[30] λέει τα εξής:

«Σαρί Σαμπάν (Σαππαίοι). Χωρίον, βορειοανατολικώς της Καβάλλας και επί της δεξιάς όχθης του Νέστου ποταμού κείμενον και απέχον 4 ώρας από της Καβάλλας και 10 ώρας της Δράμας, μετά 300 Ελληνομακεδόνων και 30 Οθωμανών. Πρωτεύουσα της Υποδιοικήσεως. Οι κάτοικοι της Επαρχίας ταύτης καταγίνονται εις την καπνοφυτείαν, παράγοντες εξαίρετον καπνόν. Η Υποδιοίκησις Σαρί Σαμπάν περιλαμβάνει 20.400 Οθωμανούς και 500 Έλληνας.

Στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΜΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1911[31], υπό τον τίτλο «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΙΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ», αναφέρεται ότι στο Σαντζάκι Δράμας υπαγόταν, μεταξύ άλλων και ο καζάς του Σαρήσαμπάν, με πρωτεύουσα την ομώνυμη κωμόπολη, που είχε 650 ορθοδόξους Έλληνες και 16.000 μουσουλμάνους κατοίκους.

Ο Στέφανος Παπαδόπουλος[32], στο έργο του «Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, υπό τον τίτλο «ΚΑΖΑΣ ΣΑΡΗΣΑΜΠΑΝ»:

1. Αναφέρει ότι ο καζάς αυτός, πού αποτελούσε το νοτιοανατολικό τμήμα του σαντζακιού της Δράμας, κατοικούνταν αποκλειστικά από Τούρκους. Σε σύνολο πληθυσμού (πριν από το 1912) 20.083 κατοίκων, κατανεμημένων σε 59 χωριά, υπήρχαν μόνο 120 βούλγαροι και 400 Έλληνες, ανά 200 στο Σαρισαμπάν καί στο Καγιά Μπουνάρ (Δουκάλιο). Το δεύτερο μάλιστα χωριό είχε μόνο Έλληνες κατοίκους. Στα δυο αυτά χωριά λειτουργούσαν και δημοτικά σχολεία αρρένων και θηλέων, με άγνωστο όμως αριθμό μαθητών.

2. Στους αριθμητικούς πίνακες σχολείων, διδακτικού προσωπικού και μαθητών, που παραθέτει, όσον αφορά τον καζά του Σαρισαμπάν, κάνει λόγο για 2 κοινά σχολεία (γραμματοδιδασκαλεία), που είχαν 2 δασκάλους και 40 μαθητές.

3. Αναφέρει, τέλος, ότι δεν υπήρχαν καθόλου Σύλλογοι (λ.χ. φιλεκπαιδευτικοί κλπ.)

Ζ) ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όσα περιέλαβα στο μικρό αυτό πόνημα, αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος της ξενόγλωσσης, κύρια, βιβλιογραφίας, η οποία αφορά την οθωμανική περίοδο της ιστορίας του Δήμου Νέστου, μεγάλο μέρος της οποίας μπορεί κάποιος να βρει σήμερα στις αναρίθμητες, ψηφιακές βιβλιοθήκες του διαδικτύου. Ως μοναδικό σκοπό είχε αυτή η παρουσίαση, ν’ αποτελέσει το έναυσμα, το κίνητρο για μια βαθύτερη έρευνα αυτής της ιστορικής περιόδου του τόπου μας, από ειδικούς επιστήμονες κι ερευνητές, γεγονός που θ’ αποτελέσει και τη μόνη, ηθικής φύσεως ικανοποίηση για μένα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΝ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

[1] Mustafa Ben Abdalla Hadschi Chalfa, «RUMELI UND BOSNA, geographisch beschrieben», (Έκδοση από τον Joseph von Hammer, Wien 1814).

[2] J. J. TROMELIN, «Itineraire d’ un voyage fait dans la Turquie d’ Europe, d'après les ordres de Son Excellence le général en chef Marmont, duc de Raguse 1807 (Deuxieme et derniere partie)». Στο Revue des etudes Napoleoniennes, Les origins de l’ Europe nouvelle, (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France)

[3] Clarke, «Travels in various countries of Europe, Asia anf Africa, Part the second, Greece Egypt and the Hole Land – section the third», (London 1818)».

[4] Esprit Marie Cousinery, «Voyage dans la Macedoine, contenant des recherches sur l’ histoire, la geographie et les antiquites de ce pays», (Paris, 1831).

[5] Νικολαϊδη Βασιλείου (B. Nicolaidy) «Les Turks et la Turquie contemporaine. Itineraire et compte rendu des voyages dans les provinces ottomans, avec cartes detaillees, t. 2me» (Paris, 1859)

[6] A. Viquesnel, «Voyage dans la Turquie d’ Europe. Description physique et geologique de la Thrace, t. 2me» (Paris, 1868) (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France)

[7] Αντωνίου Μηλιαράκη, «Οδοιπορικά Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας, κατά τον Emile Isabert», (Εν Αθήναις, 1878)
[8] ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, «Β’. Αρχείον Βεροίας – Ναούσης 1598-1886, (έκδοση Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 1952).

[9] ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΑΡΧΕΙΟΝ ΒΕΡΟΙΑΣ, «ΕΚΛΟΓΑΙ», (έκδοση Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 1942)

[10] ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, «Α’. Αρχείον Θεσσαλονίκης, 1695-1912, (έκδοση Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 1952).
[11] «Journal de Salonique : publication bi-hebdomadaire, politique, commerciale et littéraire», φύλλο της 10-10-1907. (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France).

[12] «Le Journal», (Γαλλική εφημερίδα, φύλλο της 30-10-1914), (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France).

[13] Colin Heywood, «THE VIA EGNATIA IN THE OTTOMAN PERIOD: THE MENZILHANES OF THE SOL KOL IN THE LATE 17th CENTURY», Πρακτικά Συμποσίου, που διοργανώθηκε στο Ρέθυμνο, από 09 έως 11 Ιανουαρίου του 1994, με τίτλο «HALCYON DAYS IN CRETE II» και θέμα «THE VIA EGNATIA UNDER OTTOMAN RULE – 1380-1699», από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών – Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας.

[14] J. J. TROMELIN, «Itineraire d’ un voyage …. (Deuxieme et derniere partie)».

[15] Esprit Marie Cousinery, «Voyage dans la Macedoine».

[16] Νικολαϊδη Βασιλείου (B. Nicolaidy) «Les Turks et la Turquie contemporaine».

[17] A. Viquesnel, «Voyage dans la Turquie d’ Europe».

[18] Tarihi (Baki Sarisakal). Κείμενο στο διαδίκτυο.

[19] J. TROMELIN, «Itineraire d’ un voyage …. (Deuxieme et derniere partie)».

[20] Esprit Marie Cousinery, «Voyage dans la Macedoine».

[21] Νικολαϊδη Βασιλείου (B. Nicolaidy) «Les Turks et la Turquie contemporaine».

[22] A. Viquesnel, «Voyage dans la Turquie d’ Europe».

[23] «Journal officiel de la République française. Lois et décrets», Τεύχος της 12ης-02-1873. (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France).

[24] Ministère des finances. «Bulletin de statistique et de législation compare». (1877-07). (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France).

[25] Tarihi (Baki Sarisakal). Κείμενο στο διαδίκτυο.

[26] “Journal de Salonique : publication bi-hebdomadaire, politique, commerciale et littéraire», φύλλο της 10-10-1907. (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France).

[27] Kemal H. Karpat, «OTTOMAN POPULATION, 1830-1914, DEMOGRAPHIC AND SOCIAL CARACTERISTICS».

[28] «Πίναξ Γενικός των εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία ελληνικών σχολείων», (Κωνσταντινούπολις, 1902).

[29] Μακεδονικόν Ημερολόγιον Παμμακεδονικού Συλλόγου», έτους 1908.

[30] Ανδρέου Αρβανίτου, «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ». Έκδοση 1908.

[31] «Μακεδονικόν Ημερολόγιον Παμμακεδονικού Συλλόγου», έτους 1911.

[32] Στέφανος Παπαδόπουλος, «Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας». (Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, 1970)


ΕΙΚΟΝΕΣ, ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: