ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ ΤΩΝ ΤΕΝΑΓΩΝ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΕΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΞΗΡΑΝΣΗ ΤΟΥΣ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1930.
Στη θέση του σημερινού, απέραντου κάμπου των Φιλίππων, που διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα τύρφης στη γη, εκτεινόταν, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ένα μεγάλο έλος, τα «τενάγη των Φιλίππων». Με το έλος αυτό σχετίζονται μερικά, εν πολλοίς άγνωστα, πλην όμως ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, ιστορικά στοιχεία, των οποίων θα επιχειρήσω να σας καταστήσω κοινωνούς.
Ξεκινώ με κάποια, σημαντικά, μυθολογικά στοιχεία, σχετικά με την οικονομική γεωγραφία της περιοχής των τεναγών κατά την αρχαιότητα και σαν πιο σημαντικό απ’ αυτά θεωρώ την μόνη, αξιόλογη προσπάθεια αποξήρανσης ενός σημαντικού τμήματός τους, που έγινε πριν από την δεκαετία του 1930 και ήταν εκείνη που είχε επιχειρηθεί από τον Φίλιππο τον Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, ο οποίος, θέλοντας, στη θέση του θρακικού πολίσματος των Κρηνίδων, (το όνομα των οποίων είχε προέλθει από τη λέξη κρήνη, που δείχνει ότι η περιοχή είχε - κι εξακολουθεί να έχει μέχρι σήμερα - άφθονα νερά και το οποίο, μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν καταλάβει κι αποικίσει Θάσιοι άποικοι, μ’ επικεφαλής τον εξόριστο Αθηναίο στρατηγό Καλλίστρατο), να δημιουργήσει μια νέα, σημαντική, Μακεδονική πόλη, που της έδωσε τελικά τ’ όνομά του, αντιλήφθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν, με τα έλη να φθάνουν μέχρι τις παρυφές της και χωρίς αυτή να διαθέτει καλλιεργήσιμη γη.
Πράγματι, ο Φίλιππος, διαβλέποντας, ευθύς εξ αρχής, τη μεγάλη σπουδαιότητα της σημερινής πεδιάδας των Φιλίππων, αποξήρανε και παρέδωσε στην καλλιέργεια μεγάλα τμήματα του απέραντου τότε έλους των Φιλίππων. Για το σπουδαίο αυτό έργο, ο ιστορικός Θεόφραστος, στην "περί φυτών αιτίας" εργασία του, μιλώντας για την περιοχή αυτή, που την γνώριζε πολύ καλά, αφού είχε κτήμα στην περιοχή των Σταγείρων, μιλάει ως εξής για την αποξήρανση του έλους, που έλαβε χώρα τον 4ο αιώνα π.Χ. και η οποία χρειάστηκε να περάσουν άλλα 2.300 χρόνια για να ολοκληρωθεί, κατά την δεκαετία του 1930, από το νεώτερο Ελληνικό κράτος: «Στους Φιλίππους παλαιότερα είχε περισσότερους παγετούς, τώρα δε, επειδή αποστραγγίστηκαν τα νερά και το έδαφος καλλιεργείται, έχει πολύ λιγότερους. Κι ο αέρας είναι πιο αραιός (ξηρός) και γιατί αποστραγγίστηκαν τα νερά και γιατί το έδαφος υπόκειται σε κατεργασία. Διότι εκείνη η περιοχή η οποία παραμένει χέρσα, και πιο ψυχρή είναι και πιο πυκνό (υγρό) αέρα έχει, γιατί είναι δασωμένη κι ούτε οι ακτίνες του ηλίου φθάνουν εύκολα προς αυτήν, ούτε οι άνεμοι πνέουν, ενώ συνάμα αυτή (η περιοχή) έχει και πολλά νερά, τρεχούμενα ή στάσιμα. Τούτο συνέβαινε και γύρω από τις Κρηνίδες όταν τις κατοικούσαν οι Θράκες, γιατί όλη η πεδιάδα ήταν γεμάτη με δένδρα και νερά».
Στο σημείο αυτό παραθέτω αυτούσιο και το σημαντικό αυτό κείμενο του Θεοφράστου: «Έν τε Φιλίπποις πρότερον μεν μάλλον εξεπήγνυντο, νυν δ’ επεί καταποθείς εξήρανται το πλείστον, ή τε χώρα πάσα κάτεργος γέγονεν ήττον πολύ. Καίτοι λεπτότερος ο αήρ, δι’ άμφω, και δια το ενεξηράνθαι το ύδωρ και δια το κατειργάσθαι την χώραν. Η γαρ αργός, ψυχροτέρα και παχύτερον έχει τον αέρα, δια το υλώδης είναι και μήτε τον ήλιον ομοίως διικνείσθαι, μήτε τα πνεύματα διαπνείν, άμα δε και αυτήν έχειν υδάτων συρροάς και συστάσεις πλείους. Ό και περί τας Κρηνίδας ήν, των Θρακών κατοικούντων. Άπαν γαρ το πεδίον δένδρων πλήρες ήν και υδάτων. Οπότε νυν μάλλον πρότερον εκπήγνυσιν, εξηραμμένων των υδάτων, ου την λεπτότητα του αέρος αιτιατέον ως τινές φασιν».
Στο πιο πάνω σημαντικό κείμενο αναφέρθηκε, πρώτος, ο σπουδαίος αρχαιολόγος και ανασκαφέας των Φιλίππων, μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, Paul Collart, στις σελίδες 41 και 185 του έργου του, «Philippes, ville de la Macedoine, dcepuis ses origins jusqu’ a la fin de l’ époque romain», λέγοντας ότι ο Πλίνιος, στο έργο του «Φυσική Ιστορία», αναφερόμενος στον ιστορικό Μαρσύα από τους Φιλίππους, έλεγε ότι αυτός είχε προσελκυσθεί, παρόλο που ήταν ιστορικός, από το ενδιαφέρον που παρουσίαζε η ιδιαίτερη πατρίδα του για τους βοτανολόγους. Έγραψε, επίσης, ο Collart, ότι «το βοτανολογικό ενδιαφέρον της περιοχής των Φιλίππων αποτελεί την αιτία, για την οποία συχνά αυτή η περιοχή μνημονεύθηκε εκείνη την εποχή, (ενν. τον 4ο αιώνα π.Χ.) κι η ίδια αυτή περιοχή αποτέλεσε το πεδίο των παρατηρήσεων του Θεόφραστου. Είναι βέβαιο ότι αυτός ο συγγραφέας πρέπει να διέμεινε στους Φιλίππους, γιατί γνώριζε την ποιότητα του εδάφους τους, όπου τα φυτά μπορούν κι αναπαράγονται χωρίς αλλοιώσεις, όπου μπορούν και φύονται οι ιτιές με μια ασυνήθιστη ζωηράδα, όπου μεταφυτεύθηκαν και καλλιεργούνται τα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, που βρήκαν οι κάτοικοι της πόλης στο Παγγαίο. Γιατί αυτός (Θεόφραστος) είναι καλά πληροφορημένος για τις ιδιαιτερότητες του κλίματος της περιοχής αυτής, οι οποίες, για έναν αναγνώστη όχι καλά πληροφορημένο, μοιάζουν αδιανόητες: Για τον βίαιο άνεμο που σηκώνεται κάθε μέρα, γύρω στο μεσημέρι και σκληραίνει τα κουκιά, αποσπώντας τα από τα στελέχη τους. Για την βλαβερή ακινησία του αέρα κατά τις νυχτερινές ώρες, στα χαμηλότερα σημεία του έλους. Για τις πηγές που είδε ο ίδιος ο Θεόφραστος, κοντά στα μεταλλεία του Παγγαίου και των οποίων η παροχή διαφέρει ανάλογα με την εποχή, (τούτο μας το μετέφερε κι ο Αθήναιος, ως εξής, «εν δε Θράκη περί το Πάγγαιον ιστορεί Θεόφραστος είναι κρήνην, αφ’ ης ταυτό γέμον ύδατος αγγείον ιστάμενον χειμώνος, έλκειν διπλάσιον αριθμόν ή θέρους»). Σχετική, εξ άλλου με το κλίμα είναι κι η σπουδαία πληροφορία που μας δίνει ο Θεόφραστος, όταν αναφέρεται στη γόνιμη δραστηριότητα των Μακεδόνων αποίκων της πόλης των Φιλίππων: Ενώ κατά την εποχή των Θρακών και της κώμης των Κρηνίδων, λέει, η πεδιάδα ήταν ακόμη σκεπασμένη από δένδρα και νερά και η χέρσα γη διατηρούσε το κρύο και την υγρασία, χάρη στην αποξήρανση του έλους και τη βελτίωση της καλλιέργειας της γης, οι συνθήκες ζωής έγιναν πιο υγιεινές».
Λίγο αργότερα, ο αείμνηστος έφορος αρχαιοτήτων Δημ. Λαζαρίδης, στο έργο του «οι Φίλιπποι», που εκδόθηκε το 1956, έγραψε ότι «ο Θεόφραστος, που γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή των Φιλίππων, μας πληροφορεί πως στον 4° π.Χ. αιώνα, με την εγκατάσταση των Μακεδόνων αποίκων, εκτελείται ένα τεράστιο, πλουτοπαραγωγικό έργο, η αξιοποίηση των τεναγών της πεδιάδας, που ως τότε ήταν σκεπασμένη με νερά και δέντρα. Τα αποξηραντικά έργα που έγιναν τότε, είχαν σαν αποτέλεσμα και την καλυτέρευση του κλίματος. Η πληροφορία του Θεοφράστου βεβαιώνεται κι από μια ακρωτηριασμένη επιγραφή της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που βρέθηκε στις ανασκαφές των Φιλίππων. Τα κομμάτια της επιγραφής αυτής εκτίθενται στο Μουσείο της Καβάλας».
Ολοκληρώνω το θέμα της απόπειρας αποξήρανσης των τεναγών, από τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας, με μια παρατήρηση: Ένας δρόμος πλάτους δέκα περίπου μέτρων διασχίζει τα τενάγη, από τους Φιλίππους μέχρι το Παλαιοχώρι και διακρίνεται ιδιαίτερα κατά τον μήνα Μάιο, που ακόμη δεν υπάρχουν καλλιέργειες. Αναρωτήθηκα επανειλημμένα, μήπως αυτός ο δρόμος, πάνω στον οποίο έχουν βρεθεί και ρωμαϊκές ταφές, αποτελεί τμήμα του φιλόδοξου εγχειρήματος του Φιλίππου Β’!
Ακολούθως, αναφέρομαι στην, από αρχαιοτάτων ήδη χρόνων, καλλιέργεια δημητριακών στην περιοχή των μετέπειτα Φιλίππων, σημαντικό, αποδεικτικό στοιχείο της οποίας πρέπει να θεωρηθεί ο μύθος της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, τον θεό του Κάτω Κόσμου, μια γοητευτική περιπέτεια, που οι αρχαίοι πίστευαν ότι έλαβε χώρα στη Νύσα, "κατ' ηγάθεον Νυσήιον". Η Νύσα ήταν μια αγιασμένη χώρα και βρισκόταν, σύμφωνα με αρχαίους και σύγχρονους ιστορικούς, όπως ο Ρωμαίος Αππιανός και ο σοφός Γάλλος αρχαιολόγος και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Nancy, των αρχών του 20ού αιώνα, P. Perdrizet, (ο τελευταίος, στηριζόμενος κύρια στην τραγωδία του Ευρυπίδη «Βάκχες»), στην περιοχή όπου βασίλευε ο Λυκούργος, εφόσον δε ο τελευταίος ήταν βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, οι οποίοι κατοικούσαν ανατολικά και δυτικά του Παγγαίου όρους, αλλά και στο νησί της Θάσου, που τότε ονομαζόταν Ωδονίς, Νύσα δεν μπορούσε παρά να είναι το πανάρχαιο, μυστικιστικό όνομα αυτού του ίδιου του βουνού, στου οποίου, όπως λέγει ο ομηρικός ύμνος στον Διόνυσο, το παιδί – θεός μεγάλωσε μέσα στις κοιλάδες και τα σπήλαια ("Νύσης εν γυάλοις") και στου οποίου το όνομα βλέπει κανείς σαν πρώτο μεν συνθετικό τη λέξη "Διός", (που είναι πρώτο συνθετικό και πολλών θρακικών φύλων, όπως οι Δίοι, οι Διοβησσοί κ.λ.π. ενώ βέβαια έχει κοινή ρίζα με αυτή του Διός, του μεγάλου Θεού των Ελλήνων), σαν δεύτερο δε συνθετικό το όνομα του όρους "Νύσα". Ο Διόνυσος ήταν, συνεπώς, για τους Θράκες, ο θεός της Νύσας, δηλαδή ο θεός του ιερού βουνού του, του Παγγαίου.
Είναι σημαντικό, κατόπιν των ανωτέρω, να παραθέσω το κείμενο του Αππιανού, στο οποίο ο Ρωμαίος εκείνος ιστορικός περιέγραψε την μάχη των Φιλίππων, το 42 π.Χ., (Appian., Bell. civ., IV, 105) κι από το οποίο προκύπτει ότι και οι Ρωμαίοι, την ιερή χώρα Νύσα την τοποθετούσαν στην περιοχή των Φιλίππων: «….ο Βρούτος και ο Κάσσιος, με μια εκπληκτική πράξη θράσους, προχώρησαν στους Φιλίππους, όπου αποβιβάστηκε και ο Τίλλιος και ολόκληρος ο στρατός ήταν συγκεντρωμένος εκεί. Οι Φίλιπποι είναι μια πόλη, που παλαιότερα ονομαζόταν Δάτον και πριν από αυτό Κρηνίδες, γιατί εκεί γύρω από έναν λόφο αναβλύζουν πολλές πηγές. Ο Φίλιππος την οχύρωσε, γιατί την θεωρούσε εξαιρετικό οχυρό κατά των Θρακών και την ονόμασε, από τον εαυτό του, «Φίλιπποι». Βρίσκεται σ’ έναν απόκρημνο λόφο……. Υπάρχουν δάση στα βόρεια, μέσα από τα οποία ο Ρασκούπορις (βασιλιάς των Θρακών) οδήγησε τον στρατό του Βρούτου και του Κάσιου. Στα νότια υπάρχει ένα έλος, που εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα. Στα ανατολικά είναι τα φαράγγια των Σαππαίων και των Κορπιλαίων και στα δυτικά μια πολύ εύφορη και όμορφη πεδιάδα, που εκτείνεται στις πόλεις Murcinus και Drabiscus και τον ποταμό Στρυμόνα, περίπου 350 στάδια. Εδώ λέγεται ότι παρέσυρε (ο θεός Άδης) την Περσεφόνη, ενώ μάζευε λουλούδια και εδώ είναι ο ποταμός Ζυγάκτης, στη διάβαση του οποίου λένε ότι έσπασε ο ζυγός του άρματος του θεού, από την οποία και πήρε το όνομά του το ποτάμι………….» (Σημείωση δική μου: Δείτε και το γειτονικό στον ποταμό Ζυγάκτη χωριό Ζυγός, που διατήρησε, στην διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης και διατηρεί μέχρι σήμερα το πανάρχαιο αυτό όνομά του)!
Αξίζει, όμως, να παραμείνω, λίγο περισσότερο, στον μύθο, στον οποίο αναφερόταν ο Αππιανός και για τον οποίο πίστευε (όπως πίστευαν και όλοι οι Ρωμαίοι) ότι έλαβε χώρα στην περιοχή του Παγγαίου και συγκεκριμένα κοντά στον Ζυγάκτη ποταμό, που μέχρι σήμερα κυλάει τα νερά του δίπλα από τα λαμπρά ερείπια των αρχαίων Φιλίππων, όπως αυτός ο μύθος περιγράφεται στον Ομηρικό ύμνο προς την (θεά) Δήμητρα, ένα επικό ποίημα, που συντάχθηκε στα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου αιώνα προ Χριστού:
Τη Δήμητρα - θεά καλλίκομη, σεμνή - θα υμνήσω,
την ίδια και την κόρη της με τα λεπτά σφυρά·
ο Αϊδωνεύς την άρπαξε, ο Ζευς τού την εχάρισε,
βαρύχτυπος, βροντόφωνος· κι από τη Δήμητρα, οπού κρατεί
χρυσό σπαθί κι ωραίους καρπούς,
τη χώρισε, την ώρα που έπαιζε με τις βαθύκολπες Ωκεανίδες.
Μαζεύοντας λουλούδια, ρόδα και κρόκο,
όμορφους μενεξέδες σε μαλακό λιβάδι,
κρίνα, υάκινθο και νάρκισσο - η Γη τον έσπειρε τον νάρκισσο,
δόλο της Κόρης με το πρόσωπο ανθισμένο,
γιατί ο Δίας το θέλησε, κάνοντας χάρη στον Πολυδέκτη.
Έλαμπε ο νάρκισσος, θαύμα και θέαμα σε όλους όσοι τον είδαν,
αθάνατοι θεοί και άνθρωποι θνητοί·
από την ίδια ρίζα φύτρωναν μοσχομυρίζοντας άνθη εκατό -
γέλασε τότε ο ουρανός απέραντος από ψηλά,
η γη ολάκερη και τ' αλμυρό το κύμα της θαλάσσης.
Θαμπώθηκεν κι η Κόρη κι έσκυψε, απλώνοντας τα δυο της χέρια,
να πιάσει του κόσμου αυτό το χάρμα.
Ξάφνου ανοίγει η γη, στο Νύσιο πεδίο,
από βαθιά έγινε πλατιά, κι ανέβηκε ο βασιλιάς του κάτω κόσμου
με τα άλογά του αθάνατα, ο πολυώνυμος του Κρόνου γιος.
Βίαια την άρπαξε, την έσυρε επάνω στο χρυσό του άρμα, ολοφυρόμενη,
ενώ η φωνή της κατακόρυφη αντηχούσε,
καλώντας τον πατέρα της Κρονίδη, μέγα και πρώτον.
Κι όμως κανείς δεν βρέθηκε, αθάνατος ή και θνητός,
ν' ακούσει την κραυγή της,
μήτε λαμπρόκαρπες οι Ελιές».
Ανέφερα ήδη, παραθέτοντας το κείμενο του Θεόφραστου, το σχετικό με την προσπάθεια αποξήρανσης τμήματος των τεναγών, από τον Φίλιππο Β’, ότι οι κάτοικοι των Κρηνίδων καλλιεργούσαν τριαντάφυλλα, που είχαν μεταφυτέψει από το όρος Παγγαίο. Αυτό το τελευταίο, πράγματι, φημιζόταν, από αρχαιότατους χρόνους, για τα περίφημα, εκατόφυλλα τριαντάφυλλά του, τα οποία μνημόνευσαν, πλην του Θεοφράστου και ο Αθήναιος και ο Πλίνιος και των οποίων μια ιδέα μας δίνουν τα μικρά άγρια τριαντάφυλλα, που μέχρι σήμερα σκορπίζουν το άρωμά τους στις χαμηλές πλαγιές του. Στο νόμισμα του 5ου αιώνα π.Χ. της αρχαίας Τραγίλου, πόλης των Βισαλτών Θρακών, κοντά στο σημερινό Αηδονοχώρι Σερρών, υπάρχει το ρόδο του Παγγαίου, σαν μακρινή ανάμνηση του οποίου θεωρούσε, ο σπουδαίος Γάλλος αρχαιολόγος και περιηγητής Leon Heuzey, που πέρασε από την περιοχή μας πριν από ένα και πλέον αιώνα, το ίδιο το όνομα της γνωστής και με μεγάλη ιστορία κωμόπολης του βόρειου Παγγαίου, του Ροδολείβους, που περιέχει τη ρίζα "ρόδο = τριαντάφυλλο". Αυτά τα τριαντάφυλλα του Παγγαίου, στη ρωμαϊκή εποχή, χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα στην τελετή της λατρείας των νεκρών (rosalia), η οποία συνίστατο, είτε στην καύση τους πάνω από τους τάφους των νεκρών, είτε στο στολισμό αυτών των τάφων, ενώ δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που θεωρούν ότι αυτά, σε παλαιότερες εποχές, διαδραμάτιζαν σοβαρό ρόλο και σ' αυτή την ίδια τη λατρεία του Διονύσου, που το μαντείο του βρισκόταν στο Παγγαίο.
Στην γύρω από τους Φιλίππους περιοχή αναφέρθηκε και ο Ρωμαίος γεωγράφος Στράβων, ο οποίος, μιλώντας για την γη της περιοχής του αρχαίου Δάτου, δηλαδή των μετέπειτα Φιλίππων, κάνει λόγο για "αρίστη και εύκαρπον χώρα",
Είναι γνωστό, επίσης, από τις ανασκαφές που διεξάγει, εδώ και πολλά χρόνια, η Γαλλική, Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, στην τούμπα του Ντικιλί τας, (δίπλα στις σημερινές Κρηνίδες), ότι έχει πιστοποιηθεί η καλλιέργεια αμπέλου και μάλιστα σε πολύ πρώιμο χρόνο, αλλά για τα σχετικά ευρήματα παραπέμπω στις σχετικές δημοσιεύσεις της προαναφερθείσας Σχολής.
Από μια επιγραφή, τέλος, που βρέθηκε στην περιοχή των Φιλίππων, προκύπτει ότι ένας Ρωμαίος κάτοικος των Φιλίππων, ονόματι Όππιος Φρόντων, διατηρούσε, στην περιοχή των Φιλίππων, ιχθυοτροφείο (cella natatoria).
Όσον αφορά την βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για την περιοχή των τεναγών, παρουσιάζουν οι δύο καταστροφικοί, εμφύλιοι πόλεμοι, που έλαβαν χώρα στα μέσα του 14ου αιώνα, ανάμεσα, από την μια στο νεαρό αυτοκράτορα, Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο, (με το βασιλικό διευθυντήριο - βασιλομήτωρ Άννα Σαβοΐας/Παλαιολογίνα - Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας - αυλικός Αλέξιος Απόκαυκος) και από την άλλη στον ικανό και έμπειρο αξιωματούχο, Μέγα Δομέστικο και αντιβασιλέα, κατοπινό, δε, de facto αυτοκράτορα, Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό, μαζί με τον πρωτότοκο γιο του Ματθαίο. (Καντακουζηνός 2008: ιστ', τόμ. I), από τους οποίους πολέμους επωφελήθηκε ο Σέρβος βασιλιάς, Στέφανος Δουσάν, που κατέλαβε σύντομα τεράστιες εκτάσεις, μεταξύ των οποίων και την πόλη των Σερρών, το Σεπτέμβριο του 1345, καθώς και την Δράμα και τους Φιλίππους. λίγο δε αργότερα, τον Οκτώβριο του 1345, αυτοανακηρύχθηκε «Κράλης και αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας», στον τότε μητροπολιτικό ναό των Αγίων Θεοδώρων Σερρών (Στεργίου 2018:34). Οι Σέρρες αποτέλεσαν, κατόπιν τούτου, την έδρα του Δουσάν και την πρωτεύουσα του Σερβικού κράτους, στην οποία διέμενε και ο Πατριάρχης των Σέρβων (Στεργίου 2018:35), ευτυχώς, όμως, για τους Βυζαντινούς, αυτός απεβίωσε ξαφνικά το 1355, οι δε διάδοχοί του δεν διέθεταν τις δικές του, ηγετικές ικανότητες, με αποτέλεσμα το Βυζάντιο να σωθεί τουλάχιστον από τους Σέρβους.
Στα τέλη του 1354 με αρχές του 1355, ο Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος επικράτησε του Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού, ο δε τελευταίος αποσύρθηκε κι έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ. Ο Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος είχε, πλέον, ν’ αντιμετωπίσει μόνο τον γιο του Ιωάννη Καντακουζηνού, Ματθαίο, όμως, αυτός ήταν ισχυρός, γι’ αυτό ο Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος αποφάσισε να συνάψει μαζί του μια συμφωνία συμφιλίωσης, για να τερματίσει τον αιματηρό εμφύλιο, τη συμφωνία, όμως, αυτή καταπάτησε ο Ματθαίος, που συμμάχησε με Τούρκους κι επιτέθηκε στον αυτοκράτορα Ιωάννη. Τελικά, στα τέλη του 1356 ή αρχές του 1357, ο Σέρβος κυβερνήτης της Δράμας Βοΐνα (Vojihna / Vojhna / Vojin) συνέλαβε τον Ματθαίο Καντακουζηνό και λίγο αργότερα τον παρέδωσε στον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο, πιθανώς το καλοκαίρι του 1357.
Εδώ, όμως, αφήνω να περιγράψει τα τόσο ενδιαφέροντα, για την περιοχή τα ων τεναγών των Φιλίππων, γεγονότα, με πρωταγωνιστή τον Ματθαίο Καντακουζηνό, το μέλος της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, ανασκαφέας της βυζαντινής πόλης των Φιλίππων και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, Paul Lemerle, στο έργο του «Philippes et la Macedoine orientale a l’ époque chretienne et byzantine», βασισμένος σε κείμενα του Καντακουζηνού: «Το έτος εκείνο ο Ματθαίος Καντακουζηνός, επικεφαλής μιας στρατιάς που την αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά Τούρκοι και αυτόχθονες Έλληνες, που είχαν στρατολογηθεί στο Θέμα του Βολερού, (σημειώνουμε εδώ ότι ήταν η πρώτη φορά που οι Τούρκοι πατούσαν τα χώματα της Ανατολικής Μακεδονίας, φερμένοι, δυστυχώς, από έναν Έλληνα, διεκδικητή του βυζαντινού θρόνου!) διέσχισε τις στενές διόδους της Χριστουπόλεως και διείσδυσε στην περιοχή που ανήκε στον (Σέρβο) καίσαρα Βόϊνα, ληστεύοντας και καταστρέφοντας τα χωριά που βρίσκονταν γύρω από τους Φιλίππους, τα οποία ήταν μεν Ελληνικά, αλλά ήταν από πολύ καιρό υποταγμένα στους Σέρβους. Ο Βόϊνα υποχώρησε από τη Δράμα (όπου ήταν εγκατεστημένος) στις Σέρρες, κοντά στις οποίες έλαβε χώρα μια σύγκρουση, στην οποία τα στρατεύματα του Ματθαίου νίκησαν τους Σέρβους. Στη συνέχεια ο Ματθαίος εγκατέστησε το στρατόπεδό του δίπλα στον Πάνακα (Αγγίτη) ποταμό, όπου, όμως, έλαβε χώρα ένα συμβάν, που έμελλε να είναι μοιραίο γι’ αυτόν: Οι στρατιώτες του εξέλαβαν ως Σερβικό στράτευμα ένα φιλικό προς τον Ματθαίο τμήμα στρατού, το οποίο επέστρεφε από λεηλασία και καταληφθέντες από ξαφνικό πανικό, τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν. Πήραν το δρόμο προς την κατεύθυνση των Φιλίππων, γιατί πίστευαν ότι αν τους προλάβαινε η νύχτα και οι κάτοικοι των Φιλίππων αντιλαμβάνονταν τη φυγή τους, τίποτε δεν θα μπορούσε να εμποδίσει τον ολοκληρωτικό όλεθρό τους: Οι κάτοικοι των Φιλίππων που κατείχαν το πέρασμα, (ανάμεσα στα έλη και στην πόλη τους), δεν θα τους επέτρεπαν να περάσουν στη Θράκη και ο Σερβικός στρατός θα τους σφαγίαζε. (δηλαδή, επειδή η πόλη των Φιλίππων βρίσκεται σε μια υπώρεια, το μεν έδαφος πάνω από την πόλη είναι αδιάβατο, εξ αιτίας του ότι είναι βραχώδες και περιβάλλεται από βαθιά φαράγγια, γκρεμούς και βράχους, το δε έδαφος κάτω από την πόλη, που είναι λείο, αποτελεί ένα βαθύ τέναγος, ελώδες και γεμάτο με πολλά νερά. Κι υπάρχει μια στενή δίοδος, ανάμεσα στην πόλη και στο τέναγος). Σ’ αυτό ακριβώς το στενός πέρασμα, (λοιπόν), ανάμεσα στα τείχη της πόλης και στο έλος, οι φυγάδες έλπιζαν να φθάσουν, χωρίς να προσελκύσουν την προσοχή των κατοίκων. Ένας μικρός όμως αριθμός τους μόνο το πέρασε, ενώ οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν. Οι Έλληνες (της περιοχής) πήραν μέρος σ’ αυτή την κατατρόπωση των Τούρκων (μισθοφόρων) κι οι προσπάθειες του Ματθαίου Καντακουζηνού δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν αυτή τη συμμετοχή. Ο Βόϊνα και το Σερβικό στράτευμα των Σερρών αγνοούσαν τι είχε συμβεί, αλλά οι Σέρβοι που κατοικούσαν στα χωριά γύρω από τους Φιλίππους έσπευσαν κι έπεσαν πάνω στους φυγάδες, τους οποίους ο Ματθαίος επιδίωξε μάταια να προστατεύσει. Ο βασιλέας ο ίδιος, (δηλ. ο Ματθαίος), θέλοντας να προστατέψει τον ίδιο του τον εαυτό, πλησίασε κι αυτός τους Φιλίππους. Το άλογό του, εξαντλημένο από τις επιθέσεις και τις αδιάκοπες εφόδους, έπεσε. Ο βασιλέας βρέθηκε σε απελπιστική κατάσταση μέχρις ότου ένα μέλος του βασιλικού οίκου, ονόματι Κυπαρισσιώτης, ο οποίος ήταν άνθρωπος που ελάχιστη σχέση είχε με τον πόλεμο και τις μάχες, ήταν όμως πολύ μορφωμένος, έκανε αυτό που μπορούσε να κάνει για να τον σώσει: Κατέβηκε από το άλογό του και το έδωσε στον βασιλέα, εκθέτοντας τον εαυτό του σε ολοφάνερο, θανάσιμο κίνδυνο. Αυτόν, πράγματι, τον συνέλαβαν σύντομα οι Σέρβοι κι έμεινε για λίγο καιρό φυλακισμένος απ’ αυτούς, μέχρις ότου απελευθερώθηκε, χάρη στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, (που ήταν ίδιες μ’ αυτές με των Σέρβων). Έτσι ο βασιλέας έφθασε μόνος στους Φιλίππους, όμως βρήκε το στενό πέρασμα κατειλημμένο από τόσους πολλούς ανθρώπους, ώστε δεν διανοήθηκε καν να το περάσει. Μην έχοντας, μετά απ’ αυτό, τίποτε καλύτερο να κάνει, μπήκε μέσα στο έλος, που ήταν καλυμμένο από καλαμιές, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να μείνει κρυμμένος εκεί, μέχρι νάρθει η νύχτα. Καθώς όμως το έλος δεν μπορούσε ν’ αντέξει το βάρος του αλόγου, του οποίου οι οπλές βούλιαζαν στη λάσπη και παρέμεναν παγιδευμένες, ο βασιλέας κατέβηκε από το άλογο και το άφησε ελεύθερο. Αλλά οι κάτοικοι των Φιλίππων είχαν τρέξει στο κατόπι του, γνωρίζοντας ποιος ήταν: Κάποιος Γαβράς, που ήταν ένας από τους οικείους του, είχε πέσει τραυματισμένος στα χέρια τους και την ώρα που παρέδινε το πνεύμα του τον είχε αναγνωρίσει από μακριά και τους είχε πει ότι ήταν ο βασιλιάς αυτός που πλησίαζε. Οι κάτοικοι των Φιλίππων, λοιπόν, άρχισαν να ερευνούν τις καλαμιές και τα δένδρα του έλους με σκύλους, βρήκαν τον βασιλιά και τον οδήγησαν στην πόλη τους. Την επόμενη ημέρα ο καίσαρας Βόϊνα, μόλις έμαθε ότι ο βασιλιάς ήταν φυλακισμένος στους Φιλίππους, τον παρέλαβε και τον οδήγησε στην κατοικία του, στους Φιλίππους, για να τον παραδώσει λίγο αργότερα στον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, ο οποίος έτσι απαλλάχθηκε από όλους τους διεκδικητές του θρόνου του κι έμεινε μόνος κύριος των βυζαντινών εδαφών».
Τελικά, σύμφωνα με το «Βυζαντινόν Χρονολόγιον» (14ου αιώνα): «μετά τη σύλληψη του Ματθαίου Καντακουζηνού και την παράδοσή του στο νόμιμο αυτοκράτορα, ο πατέρας του πρώτου μεσολάβησε και ο Ματθαίος απελευθερώθηκε το 1358, αφού πρώτα πείστηκε να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στον θρόνο και στην Αδριανούπολη. Τότε, ο Ματθαίος και ο πατέρας του αποσύρθηκαν στον Μυστρά» (ιστότοπος https:// byzantium.gr/index.html).
(Όλες οι πληροφορίες που παρέθεσα, σχετικά με τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Ιωάννη Καντακουζηνού και Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, προέρχονται από το βιβλίο του Συμεών Μαυρίδη «η καστροπολιτεία του Περιθεωρίου Θράκης και ο Γενοβέζος διοικητής της Giovanni Adorno (1422-1424)»).
Έρχομαι, στη συνέχεια, στις περιγραφές των τεναγών ή σε αναφορές σ’ αυτά, που έγιναν, ήδη από τον 18ο αιώνα, από περιηγητές, στρατιωτικούς κλπ.
Το έτος 1913, εκδόθηκε στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, από το NICOLAS IORGA, το σύγγραμμα με τίτλο “Chronique de l'expédition des Turcs en Morée 1715, attribuée à Constantin Dioikétès”, (δηλαδή, “Χρονικό της εκστρατείας των Τούρκων στο Μωριά, το 1715, αποδιδόμενο στον Κωνσταντίνο Διοικητή”). Σ’ αυτό, ανάμεσα στα πλείστα, ενδιαφέροντα, ιστορικά στοιχεία, διαβάζουμε και τα εξής, όπως τα αφηγήθηκε ο προαναφερθείς Ρουμάνος στρατιωτικός, ο οποίος, επικεφαλής σώματος Βλάχων, κατευθυνόταν προς την Πελοπόννησο, προκειμένου να βοηθήσει τους Τούρκους, στους αγώνες τους κατά των Ενετών: «Μετά ο δρόμος (εννοεί, προφανώς, που ανεβαίνει από την Καβάλα), αρχίζει να γίνεται πιο μεγάλος κι ανάμεσα στα βουνά που τον περιβάλλουν, όπως και στα μισά του δρόμου, υπάρχουν άδενδρα μέρη, συστηματικοί αμπελώνες και κήποι, πανέμορφες τοποθεσίες, μέχρι το Μπερεκετλή (Δάττο), όπου βρίσκονται ωραίες πηγές, το νερό των οποίων πηγάζει από το βουνό, καθώς και πολυάριθμα χωριά. Την 23η Απριλίου, ημέρα του Αγίου Γεωργίου, φεύγοντας από το Μπερεκετλή, φθάσαμε στο Τορκούλ – καϊνάρντ-σασί, (Πόρτες Νικήσιανης), μετά από πορεία τριών ωρών….. « Ακολούθως, ο συγγραφέας του κειμένου, αφού περιγράφει το Πράβι, (σημερινή Ελευθερούπολη), μας λέει τα εξής: «Από εδώ και πέρα, στους πρόποδες του βουνού υπάρχει καλός δρόμος. Καλά και ωραία ύδατα πηγάζουν από το βουνό και στη συνέχεια σχηματίζουν πιο κάτω, μέσα στους τυρφώνες, λασπερά έλη. Προτού φθάσουμε σ’ αυτές τις πηγές, ανάμεσα στα ψηλά βουνά, κοντά σ΄ ένα ύψωμα στα δεξιά μας, υπάρχει ένας «κετσές», ένα πέρασμα. Ο δρόμος είναι πολύ δύσκολος, στενός: Ανεβαίνει και κατεβαίνει. Στο κατέβασμα, χαμηλά, βλέπουμε καρυδιές, δένδρα, πηγάδια, χωριά. Όμορφα μέρη. Στη συνέχεια, η πεδιάδα πλαταίνει, οι πηγές που αναφέραμε σχηματίζουν έλη και ο δρόμος συνεχίζει, στους πρόποδες του βουνού μέχρι το Τορκούλ -Καϊνάρντ-τσασί, (εννοεί τις Πόρτες, τα νερά μετά τη Νικήσιανη), το οποίο είναι μια μεγάλη πηγή, που πηγάζει από το βουνό, πάνω στο οποίο βρίσκεται η μονή της Παρθένου, «της Αχειροποιήτου» (στα ελληνικά, στο κείμενο).
Στην Επιθεώρηση των Ναπολεοντείων Μελετών, του έτους 1918, δημοσιεύθηκε το οδοιπορικό του J. J. TROMELIN, με τίτλο «Itinéraire d' un voyage fait dans la Turquie d' Europe, d'après les ordres de Son Excellence le général en chef Marmont, duc de Raguse», (δηλαδή, «οδοιπορικό ενός ταξιδιού, που έγινε στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, σύμφωνα με τις διαταγές του Αρχιστράτηγου Marmont, δούκα της Ραγκούζας). Ο Tromelin ήταν Γάλλος στρατιωτικός, ευρισκόμενος στην υπηρεσία του Ναπολέοντα, ο οποίος περιόδευσε σ’ όλη την Ευρωπαϊκή Τουρκία το έτος 1807, καταγράφοντας κυρίως τα στρατιωτικά έργα, τις οχυρές θέσεις, τις στρατιωτικές δυνάμεις και το οδικό δίκτυο των χωρών της βαλκανικής χερσονήσου, που ήταν υποταγμένες στο Σουλτάνο. Ο Tromelin μας αναφέρει, λοιπόν, στο κεφάλαιο, με τίτλο «Οδός από την Πράουστα στις Σέρρες, 14 ώρες», τα εξής: «Αφήνοντας την Πράουστα, για να πάει κανείς στις Σέρρες, πρέπει ν’ ακολουθήσει τους πρόποδες των βουνών που περιβάλλουν την πεδιάδα των Φιλίππων από τα δυτικά. Το έδαφος στα δεξιά της οδού είναι τόσο ελώδες, ώστε δεν αφήνει παρά ένα στενό πέρασμα ανάμεσα σ’ αυτό και στα βουνά προς τ’ αριστερά. Δεν μπορεί κανείς να διασχίσει αυτή την πεδιάδα, παρά μόνο απέναντι από την Πράουστα ή ακόμη καλύτερα από τα νότια, για να φθάσει στα ερείπια των Φιλίππων, που τα διακρίνει κανείς στους πρόποδες των βουνών προς τα ανατολικά, ή στη Δράμα, οκτώ ώρες στα βορειοανατολικά της πεδιάδας. Αυτά τα έλη σχηματίζονται από τα νερά που τρέχουν από τα βουνά και από ενεργές πηγές, πολύ πλούσιες, που πηγάζουν από τον βράχο, ακριβώς πάνω στην οδό. Ένα μέρος, εν τούτοις, αυτών των νερών φεύγει, μέσω ενός χειμάρρου, που χύνεται στα βόρεια στον αρχαίο Στρυμόνα, ο οποίος ονομάζεται Καρά σού και ποτάμι της Δράμας από τους Τούρκους. Περίπου μισή λεύγα από την Πράουστα, οι πηγές που αναβλύζουν από τους πρόποδες των βουνών σχηματίζουν εκεί ένα έλος τόσο βαθύ, που σε υποχρεώνει ν’ αφήσεις την πεδιάδα και να εισέλθεις σε μια άλλη κοιλάδα, περισσότερο υπερυψωμένη. Σ΄’ αυτήν εισέρχεται κανείς, ανεβαίνοντας μια λιθόστρωτη οδό, 15-16 πόδια πλατιά. Στην έξοδο του αυχένα που οδηγεί εκεί, υπάρχει ένα στενό πέρασμα που περικλείεται από βουνά, το οποίο είναι εύκολο να οχυρωθεί (να το υπερασπιστεί κανείς). Αφού κατεβεί κανείς σ’ αυτό το φαράγγι, βλέπει στ’ αριστερά του δρόμου το τουρκικό χωριό Ντρανίτς (Σημείωση μεταφραστή: σημ. Αντιφίλιπποι) και λίγο πιο μακριά το «Παλουόρ» (Σημείωση μεταφραστή: σημ. Παλαιοχώρι), που κατοικείται από Έλληνες. Αυτό το μικρό φαράγγι είναι εύφορο και πολύ δασωμένο. Στη συνέχεια, επιστρέφει κανείς για κάποιο διάστημα στην πεδιάδα, συνεχίζει να βαδίζει κατά μήκος μιας αρκετά καλής οδού, (παρόλο που σ’ αυτήν, μεγάλα χαλίκια, που μεταφέρονται από νερά, δημιουργούν εμπόδια) μέχρις ότου φθάνει σ’ ένα ακόμη στενό. Αυτό το στενό πέρασμα είναι χωμένο (περιορισμένο) ανάμεσα στα βουνά από τα αριστερά κι ένα αδιαπέραστο έλος από τα δεξιά. Οι Τούρκοι, γι’ αυτό το λόγο, του έδωσαν το όνομα Πόρτες, (Σημ. μεταφραστή: Στο κείμενο αναφέρεται η ελληνική λέξη): Αυτές βρίσκονται στο βόρειο άκρο της πεδιάδας των Φιλίππων».
Το έτος 1851 εκδόθηκε, από τον Βασίλειο Νικολαϊδη, η «Στρατιωτική Γεωγραφία της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και ιδίως των Ομόρων της Ελλάδος Επαρχιών, ήτοι Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ηπείρου και Αλβανίας». Στο σύγγραμμα αυτό, ο Νικολαϊδης, στο κεφάλαιο με τίτλο «πεδιὰς Δράμας και Φιλίππων», αναφέρει ότι «η πεδιὰς της Δράμας είναι μία των καρποφορωτάτων και πλουσιωτάτων της μεγάλης Ελλάδος, παράγουσα αφθονωτάτους δημητριακοὺς καρπούς, ορύζια, οίνον, σίσαμον, βάμβακας, καπνοὺς κτλ., παρὰ δε τοις Οθωμανοίς υπάρχει ρητόν, «Δράμα οβασί, αλτὶν οβασί», ήτοι η πεδιὰς της Δράμας είναι πεδιὰς χρυσίου. Ποτιζομένη υπὸ διαφόρων υδάτων πηγαζόντων εκ του όρους Μπὸζ-Δαγ και κειμένη μεταξὺ υψηλών και μεγάλων ορέων, η πεδιὰς αύτη παχύνεται καθεκάστην, αντὶ να στερηθή των συστατικών αυτής γόνων. Έχει μήκος μεν απ᾽ άρκτου προς μεσημβρίαν 6 ωρών περίπου και πλάτος 3-4 απ᾽ ανατολών προς δυσμάς. Περιβαλλομένη πανταχόθεν υπὸ ορέων, λοφοσειρών και ελών, δεν παρέχει άλλην δίοδον ειμὴ προς μεν άρκτον, δια των στενωπών του Αγγίστα και της Δράμας, προς δε νότον δια των της Πραύης και των Φιλίππων….. Εις 3ωρον απὸ Δράμας η οδὸς συναντά πηγὴν αφθόνου και διαυγεστάτου ύδατος, ο αύλαξ του οποίου ζευγνύεται δι᾽ ενὸς ισχυρού μονομερούς ογκομαρμάρου και παράκειται υδρόμυλος. Εκτὸς της πηγής ταύτης, υπάρχουσι προς ανατολὰς και άλλαι πηγαὶ επίσης εξαιρέτου ύδατος, και είναι σχεδὸν βέβαιον ότι κατὰ τας πηγὰς ταύτας κατεψύγη ο στρατὸς του Βρούτου και Κασσίου, αφού δι᾽ ολόκληρον ημέραν έμεινεν άνυδρος. Εις 4ωρον απὸ Δράμας η οδὸς ακολουθούσα ομαλώτατον πεδίον, και έχουσα προς μεν δεξιὰν τα έλη Φιλίππων, προς δε αριστερὰ τας τελευταίας υπωρείας του όρους Μπὸζ-δαγ, φθάνει εις τα ερείπια Φιλίππων, ένθα στενεύει ολίγον και καθίσταται οχληρὰ, αφού προσκολληθή επὶ του ορεινού μέρους. Η οδὸς εξελθούσα της θέσεως Δικελὶ-Τάσ, ένθα υπάρχει παντοπωλείον, καφενείον, αποθήκη και υδρόμυλος μετὰ πολλού και αξιολόγου ύδατος, διευθύνεται προς ανατολάς, τείνουσα προς το Σύμβολον όρος, το οποίον καλείται ούτω, διότι ενώνει το Παγγαίον όρος μετὰ των τελευταίων κλάδων της Ροδόπης. Δεξιὰ της οδού κείται η λίμνη Φιλίππων, γέμουσα απὸ καλάμους και πέραν αυτής η πόλις Πράβη, (Πράβιστα), ήτις νέμεται την μεταξὺ αυτής, της λίμνης και του Συμβόλου πεδιάδα, καλουμένην Μπερεκετλὶ-οβασί, (πλουσιοπάροχον πεδιάδα), περιβαλλομένην υπὸ πολλών καὶ πλουσίων χωρίων».
Τον Μάιο του 1834, δύο Χριστιανοί (προτεστάντες) ιεραπόστολοι, ονόματι Dwifht και Schauffler, περιηγήθηκαν την Μακεδονία και την Θράκη και τις ταξιδιωτικές και πνευματικές περιπλανήσεις τους δημοσίευσαν το 1836, στον 32ο τόμο της ετήσιας έκδοσης με τίτλο «THE MISSIONARY HERALD: CONTAlNING THE PROCEEDINGS AT LARGE OF THE AMERICAN BOARD OF COMMISSIONERS FOR FOREIGN MISSIONS WITH A GENERAL VIEW OF OTHER BENEVOLENT OPERATIONS». Στο έργο τους εκείνο, αναφέρουν ότι «σύμφωνα με τον επίσκοπο της Πράβιστας και άλλους Έλληνες που γνωρίσαμε εκεί, μεγάλο μέρος από τα ερείπια (της πόλης των Φιλίππων) καλύπτονται σήμερα από λιμνάζοντα ύδατα και μπορεί κανείς να τα δει στον πυθμένα των υδάτων αυτών, αλλά αυτό το τμήμα της πόλης βρισκόταν πολύ μακριά από την περιοχή που θα επισκεπτόμασταν εμείς. Στην πραγματικότητα, θ’ απαιτούνταν μέρες, όχι ώρες, για να εξερευνήσουμε μια τοποθεσία σαν κι αυτήν».
Στα τεύχη της 12ης και της 16ης Μαρτίου 1903, της γαλλόφωνης εφημερίδας της ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης «JOURNAL DE SALONIQUE»), ο Ολλανδός δημοσιογράφος MAURITZ WAGENVOORT έγραψε τα εξής ενδιαφέροντα άρθρα, υπό τον κοινό τίτλο «στα ερείπια των Φιλίππων»:
Στις 12-3-1903 ανέφερε: «Η πόλη των Φιλίππων, όπως υποδηλώνει και το όνομά της, ιδρύθηκε γύρω στο 350 π.Χ., από τον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και είχε στιγμές δόξας. Δεν είναι γνωστό, πότε η πόλη έπεσε σε ερείπια. Οι κάτοικοι πρέπει να την εγκατέλειψαν, όταν καθαρίστηκαν τα έλη. Ακόμη και σήμερα, μπορείτε να δείτε τα ρέματα που εκβάλλουν στους πρόποδες της αρχαίας πόλης. Στο παρελθόν, τα ρέματα αυτά πρέπει να ήταν πολύ μεγάλα και να κατέληγαν στη θάλασσα ,χάρη σε κολοσσιαία, τεχνικά έργα, όπως μόνο οι Ρωμαίοι ήξεραν να κατασκευάζουν. Μόνο οι Ρωμαίοι ήξεραν να χτίζουν. Αργότερα, όταν η πόλη περιήλθε στα χέρια των Βυζαντινών, οι Βυζαντινοί, από απροσεξία ή για κάποιο άλλο λόγο, άφησαν τις αποχετεύσεις να υποβαθμιστούν και δεν μπόρεσαν να τις ξαναφτιάξουν. Δημιουργήθηκαν βάλτοι, που βρωμούσαν τον αέρα. Η θνησιμότητα ήταν υψηλή. Οι κάτοικοι πανικοβλήθηκαν και εγκατέλειψαν την πόλη. Σε κάθε περίπτωση, η πόλη δεν είχε πλέον κανένα ενδιαφέρον ή έλξη. Είχε έρθει η ώρα να πέσει σε παρακμή, και αυτό επιτάχυνε την αναχώρηση των κατοίκων προς τη Νεάπολη (Cavalla) και αλλού».
Στις 16-3-1903, ο ίδιος δημοσιογράφος έγραψε, στην ίδια εφημερίδα: «Οι ταξιδιώτες που κινούνται από την Δράμα προς την Καβάλα ή αντίστροφα, μένουν έκθαμβοι, όταν βλέπουν, στο μέσον της διαδρομής, σαν συνέχεια της πύλης του πανδοχείου, που χρησιμεύει για την ανάπαυση των ταξιδιωτών, (σημ. μεταφραστή: Ο περιηγητής αναφέρεται στο χάνι, τα ερείπια του οποίου φαίνονται σήμερα δίπλα στην προϊστορική τούμπα του Ντικιλί τας), έναν πελώριο, τετράγωνο μονόλιθο, λίγο λεπτότερο στη βάση, σε σύγκριση με το επάνω άκρο του. Τι είναι αυτός ο μονόλιθος; Πιστεύεται ότι πρόκειται για ταφικό μνημείο, πλην όμως, οι ανασκαφές που διενεργήθηκαν επί τόπου, δεν έφεραν τίποτε στο φως. (Ίσως, βέβαια, αυτές οι ανασκαφές να μην έγιναν σε αρκετό βάθος). Άλλοι υποθέτουν πως ο μονόλιθος μπορεί να ήταν η βάση του αγάλματος ενός αλόγου. Η πρώτη υπόθεση φαίνεται πιο ακριβής (αξιόπιστη), όπως θα δούμε πιο κάτω. Οι επιγραφές που φέρει πάνω του ο μέγας αυτός λίθος έχουν σβηστεί κι ο λόγος είναι ο ακόλουθος: Ο μύθος ήθελε, η σκόνη από αυτό τον λίθο να κάνει καλό στις στείρες γυναίκες. Αυτές οι τελευταίες, μια συγκεκριμένη στιγμή του έτους, έρχονταν στους Φιλίππους, έξυναν το μονόλιθο κι έπαιρναν απ’ αυτόν λίγη σκόνη. Οι στείρες γυναίκες, που κατέφευγαν σ’ αυτό το επινόημα (τέχνασμα), πρέπει να ήταν πολυάριθμες, γιατί η ποσότητα των κομματιών που έχουν αφαιρεθεί από τον λίθο είναι αρκετά σημαντική. Σήμερα, εκείνος ο μύθος έδωσε την θέση του σ’ έναν άλλο: Η σκόνη του μονολίθου θεωρούνταν αποτελεσματική ενάντια στην ελονοσία. Αυτή η τελευταία ενδημούσε μόνιμα στην περιοχή και αντιλαμβάνεται κανείς, με πόση ένταση πρέπει να γίνονταν τα ξυσίματα του λίθου».
Στο τεύχος της 24ης Σεπτεμβρίου του 1909 έτους, της αναφερθείσας ήδη, γαλλόφωνης εφημερίδας της Θεσσαλονίκης «JOURNAL DE SALONIQUE», υπήρχε η εξής ανακοίνωση:
«Οι κύριοι Ναρίφ και Δημητράκης Αφτουνίδης (μήπως Αφθονίδης;), δικηγόροι, πρότειναν στις (οθωμανικές) Αρχές της Δράμας τον μετασχηματισμό (αξιοποίηση) των θερμών λουτρών της περιοχής «Maggar», που βρίσκονται σε απόσταση δύο ωρών από την Δράμα, πάνω στον δρόμο προς Καβάλλα.
Οι πιο πάνω επιχειρηματίες δεσμεύονται να επισκευάσουν τους δρόμους, να κατασκευάσουν ξενοδοχεία και ν’ αυξήσουν την ποσότητα των νερών. Παραχωρούν, επίσης, υπέρ του οθωμανικού στόλου το 10% και υπέρ της Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων το 5% των καθαρών εσόδων της επιχείρησης.
Όλες οι κατασκευές θα περιέλθουν στην κυριότητα του Κράτους, όταν συμπληρωθεί η τριακονταετής διάρκεια της σχετικής σύμβασης.
Όποιοι θα ήθελαν να κάνουν καλύτερες προσφορές, παρακαλούνται ν’ απευθυνθούν στις Αρχές της Δράμας».
Το έτος 1901, ο Τρύφων Ευαγγελίδης, στο σύγγραμμά του, με τίτλο ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι, ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων ελληνικών χωρών: Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας κλπ.», περιγράφει ως εξής την μετάβασή του, από την Δράμα προς την Καβάλα:
«Διαβαίνομεν ευλαβώς τον παραρρέοντα ρύακα, τον ονομασθέντα δικαίως υπό των περιηγητών μικρόν Ιορδάνην, διότι εν αυτώ εβαπτίσθη υπό του Αποστόλου Παύλου η πρώτη εν Ευρώπη χριστιανή, η ενάρετος και ευσεβής Λυδία, η πορφυροπόλις…. Τινές τον ποταμίσκον τούτον εκλαμβάνουσιν ως τον Ζυγάκτην, ονομασθέντα ούτω, διότι κατά την διάδοσιν, αυτού εθραύσθη ο άξων της αμάξης του Πλούτωνος απάγοντος την ωραίαν Περσεφόνην, συλλέγουσαν άνθη ανά το ανθοβριθές και τερπνόν τοπίον, το κάτωθεν και προς δυσμάς των Φιλίππων εκτεινόμενον (Αππιανού, εμφυλίων πολέμων, βιβλίον Δ’, 105, 128)….. Εκ Φιλίππων, προχωρούντες δια μέσου καταφύτων και τεναγωδών εκτάσεων, της αμαξιτού διερχομένης επί γεφυρών ποταμίων, συναντώμεν ερείπια νεκρουπόλεως αρχαίας και περαιτέρω, μετά ¼ εις Δικελή (=τρύπιος λίθος) παρά τινι ξενοδόχω βλέπομεν το μνημείον του G. Vibius, ανατολικώς το τουρκικόν χωρίον Μπερεκετλή (=εύφορον ή μυριόφυτον) και το επίσης τουρκικόν Μπατεμλή (=αμυγδαλόεν).
Μια ακόμη, γλαφυρή περιγραφή του κάμπου και των ελών των Φιλίππων έχουμε, από τον Θ. Αθανασιάδη, σε δημοσίευμά του στο «Ημερολόγιον Δράμας», που εκδόθηκε το έτος 1930, (πριν την αποξήρανση του έλους), της οποίας διατηρήσαμε την αρχική σύνταξη κι ορθογραφία: «Ο κάμπος των Φιλίππων προς τα γύρω και πέρα βαθύτερα δυτικά ο κάμπος της Δράμας: Απέναντί του το Παγγαίον, με την ιστορία των χρυσορυχείων του. Οι ηφαιστειοειδείς υψηλοί λόφοι του Πραβίου, (ενν. την σημερινή Ελευθερούπολη), το Σύμβολον όρος με την οροσειρά του λόφου που βρίσκομαι. Πέρα βόρεια ο Όρβηλος, δυτικά το Μενοίκιον όρος, πιο κάτω η Αλιστράτη με τα υψώματά της, που σταματούν το μάτι και κάτω από αυτά μια έκταση απέραντη προς την Αγγίστα. Στον κάμπο κάτω, εμπρός, ο μικρός Ιορδάνης, που ξετυλίγεται μέσα στα χωράφια, με τα διάφορα σχήματά των, σαν γαλάζια λωρίδα, παρέκει άλλα νερά και παραπέρα, προς τη Στημένη Πέτρα (Δεκιλή Τας), με τες καταπράσινες ακόμα λεύκες της, άλλα προς τα Πραβινά και άλλα που σχηματίζουν βάλτους και σκεπάζουν τόσο χρήσιμη γη, μα και πόσα ιστορικά μνημεία δεν κρύβουν και δεν παραχώνουν βαθύτερα! Νερά, πηγές, με βίο κι αυτά τόσων αιώνων! Θαυμάζω τη φυσική αυτή μεγαλοπρέπεια και δεν χορταίνει το μάτι μου βλέποντας. Κυριαρχεί μια απερίγραπτη ευχαρίστησι, απ’ τη θέα αυτή. Ή φθινοπωριάτικη πρασινάδα, τα λουλούδια, οι καλαμιές, τα τόσα υδροχαρή φυτά παρουσιάζουν τον κάμπο αυτό σαν πλουμισμένο τάπητα με τέχνη αφάνταστη, που κανένας άλλος απ’ τον Μεγάλο αυτό τεχνίτη, τη Φύσι, δεν θα μπορούσε, όχι να τον κάνη, αλλά και να τον φαντασθή. Χρειάζεται κάλαμος γερός, για να μπόρεση να δώση στο χαρτί, με λέξεις, μια τέτοια εικόνα που είναι μπροστά μου. Γι' αυτό, καταλαβαίνοντας την αδυναμία του καλάμου μου, φέρω μόνο στο νου μου με γρηγοράδα το παρελθόν αυτού του τόπου, απ’ την κορυφή του λόφου που περήφανα υψώνεται σε τέτοιες και τόσες ωμορφιές και φαίνεται σαν κύριος και δεσπότης όλων... Είχαν δίκαιο οι ευφάνταστοι πρόγονοί μας στην αρχαιότητα, στη μυθολογία, να πουν πως εδώ έγινε ή αρπαγή της Περσεφόνης απ’ τον Πλούτωνα. Και πού αλλού μπορούσαν να βρουν τέτοιο συνδυασμό ευφορίας, γονιμότητας και μαγευτικής, ωμορφιάς κάμπου; Ή ωραία Κόρη, η θυγατέρα της Δήμητρας, θεάς της Γεωργίας, μαγευμένη από την ωμορφιά αυτή της πεδιάδος των Κρηνίδων (Φιλίππων), ενώ έπαιζε εδώ με τας Νύμφας και έκοβε λουλούδια από τον φυσικό αυτό ανθόκηπο, έγινε σεισμός και άνοιξε η γη και τότε βγήκε ό βασιλιάς του Άδου και των Υποχθονίων Πλούτων άρπαξε στην αγκαλιά του την ώμορφη Περσεφόνη και την έφερε στο υπόγειο βασίλειό του για γυναίκα του».
Τελευταία άφησα την διαφωνία που ανέκυψε, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, για το αν τα τενάγη των Φιλίππων ταυτίζονται με την Πρασιάδα λίμνη, την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος, («έστιν εκ της Πρασιάδος λίμνης σύντομος κάρτα ες Μακεδονίην (Ηροδ. V, 17). Την άποψη αυτή υποστήριξαν λόγιοι άνδρες, όπως ο γιατρός Σταύρος Μερτζίδης, που συνέγραψε ιστορικής φύσεως βιβλία για την υπό εξέταση περιοχή, (ΦΙΛΙΠΠΟΙ, ΑΙ ΧΩΡΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΑΙ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ κλπ.), ο άλλοτε Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος Σταμούλης κλπ., ήδη, όμως, οι νεώτεροι ιστορικοί απορρίπτουν, στο σύνολό τους, την άποψη εκείνη, ταυτίζοντας την Πρασιάδα, είτε με την λίμνη Δοϊράνη, είτε με την Κερκινίτιδα λίμνη, (δείτε: α) κείμενο της Μαρίας Παπαγεωργίου, με τίτλο «έστιν εκ της Πρασιάδος λίμνης σύντομος κάρτα ες Μακεδονίην (Ηροδ. V, 17, β) κείμενο του Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ, με τίτλο «Η ΠΡΑΣΙΑΣ ΛΙΜΝΗ – ΕΝΘΑ Ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ ΑΔΙΚΩΣ ΕΛΕΓΧΕΤΑΙ ΣΦΑΛΛΟΜΕΝΟΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ – Η ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΔΟΪΡΑΝΗΣ (Η ΠΡΑΣΙΑΣ)» 1893, γ) άλλο κείμενο του Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ, με τίτλο «Η Πρασιάς λίμνη: Μελέτη γεωγραφική και ιστορική», δ) κείμενο του Τριαντάφυλλου Παπαζώη, με τίτλο «Το Δύσωρο όρος και η Πρασιάδα λίμνη κατά την αρχαιότητα : ιστορική και γεωγραφική έρευνα» κλπ.
Τα λιγοστά αυτά κείμενα που παρέθεσα αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος από τη πλούσια βιβλιογραφία, που ανά τους αιώνες αναφέρθηκε στην ευλογημένη αυτή περιοχή, αυτή στην οποία, πέρα από την πλούσια φύση της, ακόμη μεγαλύτερο πλούτο παρείχαν τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του Παγγαίου και των βουνών της Λεκάνης, που έκαναν το «Δάτον», το αρχαίο πόλισμα που αργότερα ονομάστηκε «Κρηνίδες» κι ακόμη αργότερα «Φίλιπποι», να γίνει ονομαστό σ' όλη την αρχαιότητα για τον τεράστιο πλούτο του, η δε έκφραση "Δάτον αγαθών" να γίνει μια παροιμιώδης έκφραση των προγόνων μας, που σήμαινε την πιο μεγάλη αφθονία και τον πιο μεγάλο πλούτο που μπορούσε κανείς να φανταστεί.
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΑ ΤΕΝΑΓΗ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ:
1η έως 7η. Από την Ακρόπολη των Φιλίππων
8η έως 10η. Από τον λόφο των Ασύλων Διονύσου
11η έως 13η. Από τις κορυφές του Παγγαίου όρους
14η έως 18η. Από το Σύμβολο όρος, νοτίως του Κοκκινοχώματος (στις φωτογραφίες αυτές, τα τενάγη φαίνονται πλημμυρισμένα).
Τέλος, στις τρεις τελευταίες φωτογραφίες βλέπετε τον «δρόμο», πλάτους δέκα (10) περίπου μέτρων, που διασχίζει τα τενάγη, ξεκινώντας από τους Φιλίππους και καταλήγοντας στο Παλαιοχώρι. Στη συγκεκριμένα λωρίδα γης, πάνω στην οποία έχουν βρεθεί αρχαιότητες, αναφέρεται και αρχαιολογικό δελτίο της ΙΗ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας.