ΛΙΓΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ, ΓΙΑ ΤΑ ΤΕΝΑΓΗ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ.
Στη θέση του σημερινού, απέραντου κάμπου των Φιλίππων, που διαθέτει ένα
από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα τύρφης στη γη, εκτεινόταν μέχρι τα μέσα της
δεκαετίας του 1930 ένα μεγάλο έλος, τα «τενάγη των Φιλίππων», η πλήρης αποξήρανση
του οποίου, με την κατασκευή μιας κεντρικής αποστραγγιστικής τάφρου, (σήμερα,
«κεντρικό κανάλι») και πολλών μικρότερων τάφρων, η διευθέτησή του και η χάραξη
αγροτικών δρόμων και αγρών σ’ αυτό, που έγιναν στη διάρκεια της δεκαετίας του
1930, επέτρεψαν στο Ελληνικό Κράτος να διαμοιράσει, ως αγροτικούς κλήρους, τους
αγρούς που σχηματίστηκαν, στους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς
Ασίας, οι οποίοι, λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν εγκατασταθεί στις γύρω από τη νέα
αυτή πεδιάδα κωμοπόλεις και χωριά.
Πριν όμως από το 1930 μία μόνο αξιόλογη προσπάθεια αποξήρανσης ενός
σημαντικού τμήματος του έλους των Φιλίππων είχε επιχειρηθεί, από τον Φίλιππο
τον Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, ο οποίος, θέλοντας, στη θέση του θρακικού
πολίσματος των Κρηνίδων, (το όνομα των οποίων είχε προέλθει από τη λέξη κρήνη,
που δείχνει ότι η περιοχή είχε - κι εξακολουθεί να έχει μέχρι σήμερα - άφθονα
νερά και το οποίο, μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν καταλάβει κι αποικίσει
Θάσιοι άποικοι, μ’ επικεφαλής τον εξόριστο Αθηναίο στρατηγό Καλλίστρατο), να
δημιουργήσει μια νέα, σημαντική, Μακεδονική πόλη, που της έδωσε τελικά τ’ όνομά
του, αντιλήφθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν, με τα έλη να φθάνουν
μέχρι τις παρυφές της και χωρίς αυτή να διαθέτει καλλιεργήσιμη γη.
Πράγματι, ο Φίλιππος, διαβλέποντας, ευθύς εξ αρχής, τη μεγάλη
σπουδαιότητα της σημερινής πεδιάδας των Φιλίππων, αποξήρανε και παρέδωσε στην
καλλιέργεια μεγάλα τμήματα του απέραντου τότε έλους των Φιλίππων. Για το
σπουδαίο αυτό έργο ο Θεόφραστος, στην "περί φυτών αιτίας" εργασία
του, μιλώντας για την περιοχή αυτή, που την γνώριζε πολύ καλά, αφού είχε κτήμα
στην περιοχή των Σταγείρων, μιλάει ως εξής για την αποξήρανση του έλους, που
έλαβε χώρα τον 4ο αιώνα π.Χ. και η οποία χρειάστηκε να περάσουν άλλα
2.300 χρόνια για να ολοκληρωθεί, στη δεκαετία του 1930, από το νεώτερο Ελληνικό
κράτος: «Στους Φιλίππους παλαιότερα είχε περισσότερους παγετούς, τώρα δε,
επειδή αποστραγγίστηκαν τα νερά και το έδαφος καλλιεργείται, έχει πολύ
λιγότερους. Κι ο αέρας είναι πιο αραιός (ξηρός) και γιατί αποστραγγίστηκαν τα
νερά και γιατί το έδαφος υπόκειται σε κατεργασία. Διότι εκείνη η περιοχή η
οποία παραμένει χέρσα, και πιο ψυχρή είναι και πιο πυκνό (υγρό) αέρα έχει,
γιατί είναι δασωμένη κι ούτε οι ακτίνες του ηλίου φθάνουν εύκολα προς αυτήν,
ούτε οι άνεμοι πνέουν, ενώ συνάμα αυτή (η περιοχή) έχει και πολλά νερά,
τρεχούμενα ή στάσιμα. Τούτο συνέβαινε και γύρω από τις Κρηνίδες όταν τις
κατοικούσαν οι Θράκες, γιατί όλη η πεδιάδα ήταν γεμάτη με δένδρα και νερά.».
Παρατίθεται στη συνέχεια αυτούσιο αυτό το τόσο σημαντικό, όχι μόνο για
την ιστορία της περιοχής, αλλά και για την ιστορία του παγκόσμιου κλίματος,
κείμενο του Θεοφράστου: «Έν τε Φιλίπποις πρότερον μεν μάλλον εξεπήγνυντο, νυν
δ’ επεί καταποθείς εξήρανται το πλείστον, ή τε χώρα πάσα κάτεργος γέγονεν ήττον
πολύ. Καίτοι λεπτότερος ο αήρ, δι’ άμφω, και δια το ενεξηράνθαι το ύδωρ και δια
το κατειργάσθαι την χώραν. Η γαρ αργός, ψυχροτέρα και παχύτερον έχει τον αέρα,
δια το υλώδης είναι και μήτε τον ήλιον ομοίως διικνείσθαι, μήτε τα πνεύματα
διαπνείν, άμα δε και αυτήν έχειν υδάτων συρροάς και συστάσεις πλείους. Ό και
περί τας Κρηνίδας ήν, των Θρακών κατοικούντων. Άπαν γαρ το πεδίον δένδρων
πλήρες ήν και υδάτων. Οπότε νυν μάλλον πρότερον εκπήγνυσιν, εξηραμμένων των
υδάτων, ου την λεπτότητα του αέρος αιτιατέον ως τινές φασιν».
Στο πιο πάνω σημαντικό κείμενο αναφέρθηκε ιδιαίτερα ο μεγάλος ανασκαφέας
των Φιλίππων, αρχαιολόγος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, Collart, στις σελίδες 41 και 185 του
έργου του, «Philippes, ville de la Macedoine , dcepuis ses origins jusqu’ a la fin de l’ époque romain”, λέγοντας ότι ο Πλίνιος,
στο έργο του «Φυσική Ιστορία», αναφερόμενος στον ιστορικό Μαρσύα από τους
Φιλίππους, έλεγε ότι αυτός είχε προσελκυσθεί, παρόλο που ήταν ιστορικός, από το
ενδιαφέρον που παρουσίαζε η ιδιαίτερη πατρίδα του για τους βοτανολόγους.
Έγραψε, επίσης, ο Collart,
ότι «το βοτανολογικό ενδιαφέρον της περιοχής των Φιλίππων «αποτελεί τη αιτία
για την οποία συχνά αυτή η περιοχή μνημονεύθηκε εκείνη την εποχή, (ενν. τον 4ο
αιώνα π.Χ.) κι η ίδια αυτή περιοχή αποτέλεσε το πεδίο των παρατηρήσεων του
Θεόφραστου. Είναι βέβαιο ότι αυτός ο συγγραφέας πρέπει να διέμεινε στους
Φιλίππους, γιατί γνώριζε την ποιότητα του εδάφους τους, όπου τα φυτά μπορούν κι
αναπαράγονται χωρίς αλλοιώσεις, όπου μπορούν και φύονται οι ιτιές με μια
ασυνήθιστη ζωηράδα, όπου μεταφυτεύθηκαν και καλλιεργούνται τα εκατόφυλλα
τριαντάφυλλα, που βρήκαν οι κάτοικοι της πόλης στο Παγγαίο. Γιατί αυτός
(Θεόφραστος) είναι καλά πληροφορημένος για τις ιδιαιτερότητες του κλίματος της
περιοχής αυτής, οι οποίες, για έναν αναγνώστη όχι καλά πληροφορημένο, μοιάζουν
αδιανόητες: Για τον βίαιο άνεμο που σηκώνεται κάθε μέρα, γύρω στο μεσημέρι και
σκληραίνει τα κουκιά, αποσπώντας τα από τα στελέχη τους. Για την βλαβερή
ακινησία του αέρα κατά τις νυχτερινές ώρες, στα χαμηλότερα σημεία του έλους. Για
τις πηγές που είδε ο ίδιος ο Θεόφραστος κοντά στα μεταλλεία του Παγγαίου και
των οποίων η παροχή διαφέρει ανάλογα με την εποχή, (τούτο μας το μετέφερε κι ο
Αθήναιος, ως εξής, «εν δε Θράκη περί το Πάγγαιον ιστορεί Θεόφραστος είναι
κρήνην, αφ’ ης ταυτό γέμον ύδατος αγγείον ιστάμενον χειμώνος, έλκειν διπλάσιον
αριθμόν ή θέρους»). Σχετική, εξ άλλου με το κλίμα είναι κι η σπουδαία
πληροφορία που μας δίνει ο Θεόφραστος, όταν αναφέρεται στη γόνιμη δραστηριότητα
των Μακεδόνων αποίκων της πόλης των Φιλίππων: Ενώ κατά την εποχή των Θρακών και
της κώμης των Κρηνίδων, λέει, η πεδιάδα ήταν ακόμη σκεπασμένη από δένδρα και
νερά και η χέρσα γη διατηρούσε το κρύο και την υγρασία, χάρη στην αποξήρανση
του έλους και τη βελτίωση της καλλιέργειας της γης, οι συνθήκες ζωής έγιναν πιο
υγιεινές».
Αλλά κι ο αείμνηστος έφορος αρχαιοτήτων Δημ. Λαζαρίδης, στο έργο του «οι
Φίλιπποι», που εκδόθηκε το 1956, έγραφε ότι «ο Θεόφραστος, πού γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή των Φιλίππων, μας πληροφορεί πώς στον 4° π.Χ. αιώνα, με την εγκατάσταση των Μακεδόνων αποίκων, εκτελείται ένα τεράστιο πλουτοπαραγωγικό έργο: ή αξιοποίηση των τεναγών της πεδιάδας, πού ως τότε ήταν σκεπασμένη με νερά και δέντρα. Τα αποξηραντικά έργα, πού έγιναν τότε, είχαν σαν αποτέλεσμα και την καλυτέρευση του κλίματος. Η πληροφορία του Θεοφράστου βεβαιώνεται κι' από μια ακρωτηριασμένη επιγραφή της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πού βρέθηκε στις ανασκαφές των Φιλίππων. Τα κομμάτια της επιγραφής αυτής εκτίθενται στο Μουσείο της Καβάλας».
Το 42 π.Χ., πολύ κοντά στην πόλη των Φιλίππων, στον αποξηραμένο από τον
Φίλιππο κάμπο τους, η ιστορία επιφυλάσσει στην περιοχή μια προνομιακή
μεταχείριση, που σφραγίζει ανεξίτηλα την πορεία της. Έξω από τα παλιά
μακεδονικά τείχη των Φιλίππων παίζεται η τελευταία πράξη του δράματος της
Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αφού εκεί οι δημοκρατικοί Ρωμαίοι με στρατηγούς τον
Βρούτο και τον Κάσσιο αντιμετωπίζουν τους οπαδούς της Μοναρχίας υπό τον
Αντώνιο, τον Οκταβιανό (μετέπειτα Καίσαρα Αύγουστο, πρώτο Αυτοκράτορα των
Ρωμαίων) και τον Λέπιδο, στην περίφημη μάχη των Φιλίππων, όπου ηττώνται οι
δημοκρατικοί, αυτοκτονούν οι επικεφαλής αυτών και ξεκινά για τη Ρώμη η
Αυτοκρατορική περίοδος διακυβέρνησής της. Μέσα στον κάμπο διακρίνεται ακόμη και
σήμερα ο χαμηλός λόφος, στον οποίο οι δημοκρατικοί Ρωμαίοι είχαν στήσει το
στρατόπεδό τους.
Μια ενδιαφέρουσα περιγραφή των ελών της περιοχής των Φιλίππων μας δίνει
επίσης ο ανασκαφέας της βυζαντινής πόλης των Φιλίππων, Paul Lemerle στο
έργο του «Philippes et la Macedoine orientale a l’ époque chretienne et byzantine», βασισμένος σε
κείμενα του Καντακουζηνού: Αναφερόμενος στη χρονική περίοδο μετά τον θάνατο του
Σέρβου κράλλη Στεφάνου Δουσάν, που είχε κατακτήσει την Ανατολική Μακεδονία,
πλην της Χριστουπόλεως (σημερινής Καβάλας) και είχε εγκαθιδρύσει εδώ το εφήμερο
Σερβικό κράτος του, με έδρα τις Σέρρες και ειδικότερα στο έτος 1355 και στην
διαμάχη για την εξουσία, ανάμεσα στο νόμιμο αυτοκράτορα Ιωάννη 5ο
Παλαιολόγο και τον διεκδικητή του θρόνου, Ματθαίο Καντακουζηνό, μας λέει τα
εξής, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για την περιοχή των Φιλίππων: «Το έτος εκείνο ο
Ματθαίος Καντακουζηνός, επικεφαλής μιας στρατιάς που την αποτελούσαν σχεδόν
αποκλειστικά Τούρκοι και αυτόχθονες Έλληνες, που είχαν στρατολογηθεί στο Θέμα
του Βολερού, (σημειώνουμε εδώ ότι ήταν η πρώτη φορά που οι Τούρκοι πατούσαν τα
χώματα της Ανατολικής Μακεδονίας, φερμένοι, δυστυχώς, από έναν Έλληνα,
διεκδικητή του βυζαντινού θρόνου!) διέσχισε τις στενές διόδους της
Χριστουπόλεως και διείσδυσε στην περιοχή που ανήκε στον (Σέρβο) καίσαρα Βόϊνα,
ληστεύοντας και καταστρέφοντας τα χωριά που βρίσκονταν γύρω από τους Φιλίππους,
τα οποία ήταν μεν Ελληνικά, αλλά ήταν από πολύ καιρό υποταγμένα στους Σέρβους.
Ο Βόϊνα υποχώρησε από τη Δράμα (όπου ήταν εγκατεστημένος) στις Σέρρες, κοντά
στις οποίες έλαβε χώρα μια σύγκρουση, στην οποία τα στρατεύματα του Ματθαίου
νίκησαν τους Σέρβους. Στη συνέχεια ο Ματθαίος εγκατέστησε το στρατόπεδό του
δίπλα στον Πάνακα (Αγγίτη) ποταμό, όπου, όμως, έλαβε χώρα ένα συμβάν, που
έμελλε να είναι μοιραίο γι’ αυτόν: Οι στρατιώτες του εξέλαβαν ως Σερβικό
στράτευμα ένα φιλικό προς τον Ματθαίο τμήμα στρατού, το οποίο επέστρεφε από λεηλασία
και καταληφθέντες από ξαφνικό πανικό, τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν. Πήραν το
δρόμο προς την κατεύθυνση των Φιλίππων, γιατί πίστευαν ότι αν τους προλάβαινε η
νύχτα και οι κάτοικοι των Φιλίππων αντιλαμβάνονταν τη φυγή τους, τίποτε δεν θα
μπορούσε να εμποδίσει τον ολοκληρωτικό όλεθρό τους: Οι κάτοικοι των Φιλίππων
που κατείχαν το πέρασμα, (ανάμεσα στα έλη και στην πόλη τους), δεν θα τους
επέτρεπαν να περάσουν στη Θράκη και ο Σερβικός στρατός θα τους σφαγίαζε. Σ’
αυτό το σημείο ο (συγγραφέας) Καντακουζηνός, για να εξηγήσει τον πανικό των
Τουρκικών στρατευμάτων, κάνει μια περιγραφή της περιοχής των Φιλίππων, που
είναι η πιο ακριβής την οποία ένας ιστορικός θα μπορούσε να μας αφήσει…: «Επί
τινος γαρ υπωρείας της Φιλιππησίων πόλεως κειμένης, το μεν υπέρ την πόλιν
άβατόν εστι δια σκληρότητα, φάραγξι βαθείαις και κρημνοίς και πέτραις
περιειλημμένον, το δ’ υπό την πόλιν λείον ον, τέναγός εστι και τέλμα βαθύ,
ελώδες και ύδασι πολλοίς κατάρρυτον. Στενή δε τις δίοδός εστι μεταξύ της πόλεως
και του τενάγους», (δηλαδή, επειδή η πόλη των Φιλίππων βρίσκεται σε μια υπώρεια,
το μεν έδαφος πάνω από την πόλη είναι αδιάβατο, εξ αιτίας του ότι είναι
βραχώδες και περιβάλλεται από βαθιά φαράγγια, γκρεμούς και βράχους, το δε
έδαφος κάτω από την πόλη, που είναι λείο, αποτελεί ένα βαθύ τέναγος, ελώδες και
γεμάτο με πολλά νερά. Κι υπάρχει μια στενή δίοδος, ανάμεσα στην πόλη και στο τέναγος).
Σ’ αυτό ακριβώς το στενός πέρασμα, (λοιπόν), ανάμεσα στα τείχη της πόλης και
στο έλος, οι φυγάδες έλπιζαν να φθάσουν, χωρίς να προσελκύσουν την προσοχή των
κατοίκων. Ένας μικρός όμως αριθμός τους μόνο το πέρασε, ενώ οι περισσότεροι
σφαγιάστηκαν. Οι Έλληνες (της περιοχής) πήραν μέρος σ’ αυτή την κατατρόπωση των
Τούρκων (μισθοφόρων) κι οι προσπάθειες του Ματθαίου Καντακουζηνού δεν
κατόρθωσαν να εμποδίσουν αυτή τη συμμετοχή. Ο Βόϊνα και το Σερβικό στράτευμα
των Σερρών αγνοούσαν τι είχε συμβεί, αλλά οι Σέρβοι που κατοικούσαν στα χωριά
γύρω από τους Φιλίππους έσπευσαν κι έπεσαν πάνω στους φυγάδες, τους οποίους ο
Ματθαίος επιδίωξε μάταια να προστατεύσει. Ο βασιλέας ο ίδιος, (δηλ. ο
Ματθαίος), θέλοντας να προστατέψει τον ίδιο του τον εαυτό, πλησίασε κι αυτός
τους Φιλίππους. Το άλογό του, εξαντλημένο από τις επιθέσεις και τις αδιάκοπες
εφόδους, έπεσε. Ο βασιλέας βρέθηκε σε απελπιστική κατάσταση μέχρις ότου ένα
μέλος του βασιλικού οίκου, ονόματι Κυπαρισσιώτης, ο οποίος ήταν άνθρωπος που
ελάχιστη σχέση είχε με τον πόλεμο και τις μάχες, ήταν όμως πολύ μορφωμένος,
έκανε αυτό που μπορούσε να κάνει για να τον σώσει: Κατέβηκε από το άλογό του
και το έδωσε στον βασιλέα, εκθέτοντας τον εαυτό του σε ολοφάνερο, θανάσιμο
κίνδυνο. Αυτόν, πράγματι, τον συνέλαβαν σύντομα οι Σέρβοι κι έμεινε για λίγο
καιρό φυλακισμένος απ’ αυτούς, μέχρις ότου απελευθερώθηκε, χάρη στις
θρησκευτικές του πεποιθήσεις, (που ήταν ίδιες μ’ αυτές με των Σέρβων). Έτσι ο
βασιλέας έφθασε μόνος στους Φιλίππους, όμως βρήκε το στενό πέρασμα κατειλημμένο
από τόσους πολλούς ανθρώπους, ώστε δεν διανοήθηκε καν να το περάσει. Μην
έχοντας, μετά απ’ αυτό, τίποτε καλύτερο να κάνει, μπήκε μέσα στο έλος, που ήταν
καλυμμένο από καλαμιές, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να μείνει κρυμμένος εκεί,
μέχρι νάρθει η νύχτα. Καθώς όμως το έλος δεν μπορούσε ν’ αντέξει το βάρος του
αλόγου, του οποίου οι οπλές βούλιαζαν στη λάσπη και παρέμεναν παγιδευμένες, ο
βασιλέας κατέβηκε από το άλογο και το άφησε ελεύθερο. Αλλά οι κάτοικοι των
Φιλίππων είχαν τρέξει στο κατόπι του, γνωρίζοντας ποιος ήταν: Κάποιος Γαβράς,
που ήταν ένας από τους οικείους του, είχε πέσει τραυματισμένος στα χέρια τους
και την ώρα που παρέδινε το πνεύμα του τον είχε αναγνωρίσει από μακριά και τους
είχε πει ότι ήταν ο βασιλιάς αυτός που πλησίαζε. Οι κάτοικοι των Φιλίππων,
λοιπόν, άρχισαν να ερευνούν τις καλαμιές και τα δένδρα του έλους με σκύλους,
βρήκαν τον βασιλιά και τον οδήγησαν στην πόλη τους. Την επόμενη ημέρα ο
καίσαρας Βόϊνα, μόλις έμαθε ότι ο βασιλιάς ήταν φυλακισμένος στους Φιλίππους,
τον παρέλαβε και τον οδήγησε στην κατοικία του, στους Φιλίππους, για να τον
παραδώσει λίγο αργότερα στον Ιωάννη 5ο Παλαιολόγο, ο οποίος έτσι
απαλλάχθηκε από όλους τους διεκδικητές του θρόνου του κι έμεινε μόνος κύριος
των βυζαντινών εδαφών».
Μια ακόμη, γλαφυρή περιγραφή του κάμπου και των ελών των Φιλίππων έχουμε,
τέλος, από τον Θ. Αθανασιάδη, σε δημοσίευμά του στο «Ημερολόγιον Δράμας», που
εκδόθηκε το έτος 1930, (πριν την αποξήρανση του έλους), της οποίας διατηρήσαμε
την αρχική σύνταξη κι ορθογραφία: «Ό κάμπος των Φιλίππων προς τα γύρω και πέρα βαθύτερα δυτικά ο κάμπος της Δράμας:. Απέναντί του το Παγγαίον με την ιστορία των χρυσορυχείων του. Οι ηφαιστειοειδείς υψηλοί λόφοι του Πραβίου, (ενν. την σημερινή Ελευθερούπολη), το Σύμβολον όρος με την οροσειρά του λόφου που βρίσκομαι. Πέρα βόρεια ο Όρβηλος, δυτικά το Μενοίκιον όρος, πιο κάτω η Αλιστράτη με τα υψώματά της που σταματούν το μάτι και κάτω από αυτά μια έκταση απέραντη προς την Αγγίστα. Στον κάμπο κάτω εμπρός ο μικρός Ιορδάνης, που ξετυλίγεται μέσα στα χωράφια με τα διάφορα σχήματά των, σαν γαλάζια λωρίδα, παρέκει άλλα νερά και παραπέρα προς τη Στημένη Πέτρα (Δεκιλή Τας) με τες καταπράσινες ακόμα λεύκες της, άλλα προς τα Πραβινά και άλλα που σχηματίζουν βάλτους και σκεπάζουν τόσο χρήσιμη γη μα και πόσα ιστορικά μνημεία δεν κρύβουν και δεν παραχώνουν βαθύτερα! Νερά, πηγές με βίο κι αυτά τόσων αιώνων! Θαυμάζω τη φυσική αυτή μεγαλοπρέπεια και δεν χορταίνει το μάτι μου βλέποντας. Κυριαρχεί μια απερίγραπτη ευχαρίστησι απ’ τη θέα αυτή. Ή φθινοπωριάτικη πρασινάδα, τα λουλούδια, οι καλαμιές, τα τόσα υδροχαρή φυτά παρουσιάζουν τον κάμπο αυτό σαν πλουμπισμένο τάπητα με τέχνη αφάνταστη, που κανένας άλλος απ’ τον Μεγάλο αυτό τεχνίτη, τη Φύσι, δεν θα μπορούσε, όχι να τον κάνη, αλλά και να τον φαντασθή. Χρειάζεται κάλαμος γερός για να μπόρεση να δώση στο χαρτί με λέξεις μια τέτοια εικόνα που είναι μπροστά μου. Γι' αυτό καταλαβαίνοντας την αδυναμία του καλάμου μου φέρω μόνο στο νου μου με γρηγοράδα το παρελθόν αυτού του τόπου απ’ την κορυφή του λόφου που περήφανα υψώνεται σε τέτοιες και τόσες ωμορφιές και φαίνεται σαν κύριος και δεσπότης όλων... Είχαν δίκαιο οι ευφάνταστοι πρόγονοί μας στην αρχαιότητα, στη μυθολογία, να πουν πως εδώ έγινε ή αρπαγή της Περσεφόνης απ’ τον Πλούτωνα. Και πού αλλού μπορούσαν να βρουν τέτοιο συνδυασμό ευφορίας, γονιμότητας και μαγευτικής, ωμορφιάς κάμπου; Ή ωραία Κόρη, η θυγατέρα της Δήμητρας, θεάς της Γεωργίας, μαγευμένη από την ωμορφιά αυτή της πεδιάδος των Κρηνίδων (Φιλίππων), ενώ έπαιζε εδώ με τάς Νύμφας και έκοβε λουλούδια από τον φυσικό αυτό ανθόκηπο, έγινε σεισμός και άνοιξε η γη και τότε βγήκε ό βασιλιάς του Άδου και των Υποχθονίων Πλούτων άρπαξε στην αγκαλιά του την ώμορφη Περσεφόνη και την έφερε στο υπόγειο βασίλειό του για γυναίκα του».
Τα λιγοστά αυτά κείμενα που παραθέσαμε αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος από
τη πλούσια βιβλιογραφία που ανά τους αιώνες αναφέρθηκε στην ευλογημένη αυτή
περιοχή, αυτή στην οποία, πέρα από την πλούσια φύση της, ακόμη μεγαλύτερο
πλούτο παρείχαν τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του Παγγαίου και των βουνών της
Λεκάνης, που έκαναν το «Δάτον», το αρχαίο πόλισμα που αργότερα ονομάστηκε «Κρηνίδες»
κι ακόμη αργότερα «Φίλιπποι», να γίνει ονομαστό σ' όλη την αρχαιότητα για τον
τεράστιο πλούτο του, η δε έκφραση "Δάτον αγαθών" να γίνει μια παροιμιώδης
έκφραση των προγόνων μας, που σήμαινε την πιο μεγάλη αφθονία και τον πιο μεγάλο
πλούτο που μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Σαν ελάχιστο φόρο τιμής, λοιπόν, σ’ αυτή την πλούσια, γοητευτική αλλά και
τόσο άγνωστη ιστορία του τόπου μας, παραθέτει και ο υπογράφων το παρόν, ταπεινό
του πόνημα.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΣΤΕΡΗ 2
64100
ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ