ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΑΝΔΡΕΑ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΜΩΝΥΜΟΥ, ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ, ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΛΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ - ΚΑΒΑΛΑΣ
Η περιοχή όπου εκτείνεται το σημερινό προσφυγικό χωριό του Αγίου Ανδρέα
Καβάλας και τα κτήματά του, στη διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης και πριν το
έτος 1869 ήταν ολόκληρη ενταγμένη σ’ ένα τσιφλίκι, με τ’ όνομα «τσιφλίκι του
Νουζλά», που ανήκε κάποτε σε κάποιον Τζαφέρ μπέη.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και αμέσως μετά τη λήξη του
Ρωσο-τουρκικού πολέμου και την σύναψη της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, με την
οποία επιχειρήθηκε η ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας, οι Ρώσοι, «αδελφοί των
Βουλγάρων», δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό ν’ αγωνίζονται για μια ελεύθερη πρόσβαση της
χώρας τους (και της «αδελφής βουλγαρικής» χώρας) στο Αιγαίο Πέλαγος και, εν
γένει, στη Μεσόγειο Θάλασσα. Στα πλαίσια αυτών των προσπαθειών εντασσόταν,
λοιπόν, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, η ρωσική πολιτική στο Άγιο
Όρος, το οποίο τότε βρισκόταν ακόμη μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι έμπειροι διπλωμάτες του τσαρικού υπουργείου των εξωτερικών έγκαιρα
αντιλήφθηκαν ότι ο έλεγχος, μεταξύ άλλων, αυτού του παγκόσμιας ακτινοβολίας
Ορθόδοξου μοναστικού Κέντρου, θα τους επέτρεπε μια άνετη διείσδυση στην
Βαλκανική, προς εξυπηρέτηση των τότε ιδιαίτερα διαδιδόμενων πανσλαβιστικών
ιδεών. Ως μέσο για την επίτευξη των σκοπών τους επέλεξαν τη διείσδυσή τους στη Μονή
του Αγίου Παντελεήμονος και στη σκήτη του Αγίου Ανδρέα (αλλιώς «Σαράϊ»), του
Αγίου Όρους, ίσως γιατί στην πρώτη, ήδη από τη βυζαντινή εποχή, μόναζαν και Ρώσοι
μοναχοί, γι’ αυτό και στα βυζαντινά κείμενα η εν λόγω Μονή, μεταξύ άλλων
αναφέρεται και ως Μονή «των Ρώσων». Έτσι, ήδη το έτος 1830 δύο Ρώσοι μοναχοί αγόρασαν
το τότε ακόμη ασήμαντο Βατοπεδινό κελί του Αγίου Ανδρέα (ή «Σαράϊ»), στα όρια
των Καρυών, ενώ Ρώσοι επίσης μοναχοί, από το 1834 αρχίζουν να εγκαθίστανται στη
Μονή Αγίου Παντελεήμονος, η οποία, στις αρχές του 20ού αιώνα έφθασε να έχει
περί τους 1.900 μοναχούς και άλλους 2.100 βοηθητικούς, (εργάτες, δόκιμους
μοναχούς κλπ.), ενώ η πρώην ασήμαντη Σκήτη είχε, την ίδια εποχή, περί τους 600
μοναχούς και 500 εργάτες.
Ευθύς εξ αρχής, άρχισαν να συρρέουν στα δύο θρησκευτικά ιδρύματα άφθονα
χρήματα από τη Ρωσία και να κατασκευάζονται και στα δύο εντυπωσιακά, ακόμη και
στα μάτια του σημερινού επισκέπτη, κτίρια κελιών, εργαστηρίων, βοηθητικών χώρων
και υπέροχα καθολικά εκκλησιών και παρεκκλησιών. Ενδεικτικό του ρωσικού
ενδιαφέροντος για το Άγιο Όρος αποτελεί το γεγονός ότι τα δύο προαναφερθέντα
ρωσικά θρησκευτικά ιδρύματα επισκέφθηκαν κατά καιρούς ανώτεροι και ανώτατοι άρχοντες
της Ρωσίας, (Μεγάλοι Δούκες, Πρίγκιπες, στρατηγοί, πρόξενοι κλπ.), ενώ στα τέλη
του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, εγκαθίσταντο εκεί, καλυμμένοι
υπό το μοναχικό ράσο, ακόμη και αξιωματικοί του ρωσικού στρατού!
Στα πλαίσια της πιο πάνω «διεθνούς» ρωσικής πολιτικής, η δυναμωμένη, πια,
Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, στο Άγιο Όρος, αγόρασε, κατά το έτος 1869, από τον Οθωμανό
μπέη του Νουζλά, Ελιάς μπέη, ο οποίος διέμενε στη Δράμα, το «τσιφλίκι του
Νουζλά» ή «τσιφλίκι του Τζαφέρ μπέη», (από το όνομα κάποιου παλιότερου κτήτορά
του), αντί τιμήματος 3.000 χρυσών τουρκικών λιρών. Η έκταση του τσιφλικιού ήταν,
προφανώς, πολύ μεγάλη, αν κρίνει κανείς από το υπέρογκο ύψος του τιμήματος, καταλάμβανε
δε ολόκληρη την περιοχή του σημερινού Αγίου Ανδρέα και των κτημάτων του κι
έφθανε μέχρι τη σημερινή Νέα Ηρακλείτσα, όπου είχε τον «αρσανά» του, κατά το
πρότυπο όλων των Μονών του Αγίου Όρους, ενώ συνάμα είχε και εκτάσεις, με μια
σκάλα ελλιμενισμού στην περιοχή της σημερινής Νέας Περάμου. (Εδώ σημειώνουμε
και το ότι ο μεγάλος Γάλλος αρχαιολόγος και ανασκαφέας των Φιλίππων, Paul Collart, στο έργο του “Philippes, ville de la Macedoine , des ses origins jusqu’ a la fin de l’ époque romain”, που εξέδωσε στη
δεκαετία του 1930, αναφερόμενος στο
κάστρο της Ανακτορούπολης, στην αρχή του ακρωτηρίου «Βρασίδας» του λιμένος των
Ελευθερών, το αναφέρει ως «Καλέ τσιφλίκ» ή «Καλέ Μετόχι», αποδίδοντας έτσι,
έμμεσα, τη σπουδαιότητα του Μετοχίου για την περιοχή και τον ίδιο τον λιμένα
των Ελευθερών).
Αμέσως μόλις αγοράστηκε το τσιφλίκι του Νουζλά, από την Σκήτη του Αγίου
Ανδρέα, εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό περίπου 30 Ρώσοι μοναχοί, που το κατέστησαν κανονική
Μονή, με το Καθολικό της, κατασκευασμένο κατά το πρότυπο των ρωσικών Καθολικών
του Αγίου Όρους και τιμώμενο στη μνήμη του Αγίου Ανδρέα, (Σφέτι – Αντρέα - από
το όνομα της Σκήτης που το αγόρασε) και διακοσμημένο με εικόνες της
εικονογραφικής σχολής του Νοβγκορόντ .
Για την αγορά του μετοχίου και την εγκατάσταση των πρώτων μοναχών σ’ αυτό
είναι χαρακτηριστικά όσα έγραφε ο τότε Έλληνας πρόξενος στην (οθωμανική)
Θεσσαλονίκη, Γ. Δοκός, στην υπ’ αρ. πρωτ. 767/8-11-1886 αναφορά του προς το
ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών: «Κατά τας αρχάς του έτους 1869 οι Ρώσοι της εν
Άθω Σκήτης του Σεραϊου, οικουμένης υπό 500 περίπου μοναχών, υπαγομένης δε
δικαίω μόνον εις την μονήν Βατοπεδίου, ηγόρασαν αντί 3.000 λιρών οθωμανικών
παρά του εν Δράμα Ελιάς Βέη… κτήμα μέχρι του λιμένος των Ελευθερών …. Διέμενον
συνήθως 18-23 μοναχοί, ων προϊστάμενος ήτο μέχρι του παρελθόντος έτους
πολυμήχανός τις και ραδιούργος Ρώσος, Βαρνάβας καλούμενος, όστις είναι ήδη
Δικαίος της Σκήτης Σαραϊου..»
Σε μεταγενέστερη αναφορά του, με αριθμό πρωτ. 1051/24-8-1887, ο ίδιος
πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, εξέφρασε την αγωνία του για τον «ρωσικό
αποικισμό» της περιοχής των Ελευθερών, (εννοώντας το Μετόχι του Αγίου Ανδρέα
και τα δύο λιμάνια που αυτό διέθετε) και πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση, να
φροντίσει, ώστε οι ελληνικές Ιερές Μονές του Αγίου Όρους ν’ αγοράσουν κτήματα
στην ίδια περιοχή, για να μην αλλοιωθεί ο ελληνικός χαρακτήρας της.
Αλλά και οι εκθέσεις που έστειλε το 1878, στον Κ. Βατικιώτη και τον
Θεόδωρο Δηλιγιάννη, ο τότε υποπρόξενος της Ελλάδος στην Καβάλα, είναι
διαφωτιστικές για τους σκοπούς της ίδρυσης του Μετοχίου, αφού, μεταξύ άλλων, αυτές
αναφέρονται στο γεγονός της έλευσης, στην περιοχή, του πρώην προξενικού
πράκτορα της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, Έλληνα από την Τήνο, Μάρκου Φώσκολου, ο
οποίος, με τον γιο του και τον αναφερθέντα Ρώσο ηγούμενο του Μετοχίου, μοναχό
Βαρνάβα, περιέτρεχαν την Καβάλα και την Ελευθερούπολη, για να τονίσουν το
φρόνημα των Βουλγάρων εργατών και να τους καλέσουν σε θεία λειτουργία που θα
γινόταν στη βουλγαρική γλώσσα, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, σε Ναό της Καβάλας,
πλην όμως τα σχέδιά τους απέτυχαν, από την ενεργό κινητοποίηση, από τον Έλληνα
πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, όλου του ελληνικού πληθυσμού, 1500 ένοπλα μέλη του
οποίου προσήλθαν στο Ναό και δεν επέτρεψαν την υλοποίηση των σχεδίων.
Χαρακτηριστική, για το είδος των εγκαταστάσεων των Ρώσων μοναχών στο
Μετόχι του Αγίου Ανδρέα, είναι και η υπ’ αρ. πρωτ. 1473/14-11-1884 απόρρητη
αναφορά του Έλληνα προξένου στη Θεσσαλονίκη, Λογοθέτη, προς το Υπουργείο
Εξωτερικών, σύμφωνα με την οποία, πλησίον του λιμένα των Ελευθερών, που έχει
μεγάλη στρατιωτική σπουδαιότητα, οι Ρώσοι μοναχοί του εκεί υφισταμένου Μετοχίου
είχαν ανεγείρει ισχυρές οικοδομές, οι οποίες έμοιαζαν μάλλον με προμαχώνες,
παρά με αποθήκες, γεγονός που προκάλεσε το ενδιαφέρον του ίδιου του σουλτάνου
της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος κι έστειλε στην περιοχή μηχανικό των ανακτόρων,
για να ελέγξει τ’ ανωτέρω, ενώ σκόπευε να ιδρύσει, .σ’ επίκαιρες θέσεις του
λιμένα Ελευθερών, στρατιωτικούς πύργους, για ν’ αντιμετωπίσει τον κίνδυνο από
την πολιτική της Ρωσίας στην περιοχή.
Αμέσως, λοιπόν μετά την ίδρυσή του, το Μετόχι του Αγίου Ανδρέα ενισχύθηκε
από ισχυρά οικοδομήματα, έκτασης άνω των 20.000 τετρ. πήχεων, όπως άλλη αναφορά
(του έτους 1880) του Έλληνα προξένου στη Θεσσαλονίκη ανέφερε, ενώ ένα τέτοιο
οικοδόμημα ήταν και ο πύργος του (αρσανάς) στην παραλία της Νέας Ηρακλείτσας,
του οποίου ο στρατηγικός σκοπός ήταν προφανής.
Η επικοινωνία του Μετοχίου με τη Ρωσία και ο εφοδιασμός του γινόταν μέσω
του αρσανά του, στην παραλία της Νέας Ηρακλείτσας, από ατμόπλοια που έρχονταν
απευθείας από την Οδησσό και μετέφεραν εφόδια και στα Ρωσικά Μοναστήρια του
Αγίου Όρους.
Ήδη πριν το έτος 1877 πέρασε από την περιοχή του Νουζλά ο Νικόλαος
Φιλιπίδης ο οποίος, σε άρθρο του στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, α’ τόμος, του έτους 1877, υπό
τον τίτλο «Περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και
Ελευθερουπόλεως», αναφέρεται στο Μετόχι ως εξής: «Νοζηλά και Νοσηλά (η). Το
χωρίον τούτο προς μεσημβρίαν του Παγγαίου, και παρά την θάλασσαν κείμενον
ηγοράσθη παρά τινος Βέη Οθωμανού εκ Δράμας, αντί αδροτάτης τιμής, υπό των υπό τον
γηραιόν Άθω καταλυσάντων και δια πολλών μηχανορραφιών κατακτησάντων τας οποίας
ήδη κατέχουσιν εν τη αγιωνύμω και Ελληνικωτάτη εκείνη χώρα θέσεις, Ρώσων
ρασοφόρων, επί σκοπώ, ον πάνυ ευμαρώς δύναταί τις να μαντεύση. Επί του παρόντος
διαμένουσι αυτόθι πεντήκοντα περίπου Ρώσοι μοναχοί! Η Νοζηλά κείται επί χλοερού
και τερπνού λεκανοπεδίου, έχουσα άφθονα ύδατα και απέχει μίαν και ημίσειαν ώραν
του Πραβίου».
Λίγο πριν το 1886 πέρασε επίσης από την περιοχή ο Έλληνας ταγματάρχης του
Μηχανικού, Νικόλαος Θ. Σχινάς, ο οποίος το 1886 εξέδωσε στην Αθήνα την αναφορά
του, με τίτλο «Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής
γραμμής και Θεσσαλίας», συνταχθείσα, όπως στο εξώφυλλό του ρητά ανέφερε, «τη
εντολή του επί των στρατιωτικών Υπουργού». Αυτός, αναφερόμενος στο Μετόχι,
αναφέρει τα εξής: «Από της προς βορράν ακτής του λιμένος Ελευθερουπόλεως (ενν. της
Νέας Ηρακλείτσας), παρά τη οποία υπάρχει φρέαρ μετ’ αντλίας, καλή οδός,
διερχομένη δια δάσους και αγρών, μετά ¾ ώρας φέρει εις ρωσικόν μετόχιον, εκ
τούτου δε φέρουσιν, αμαξιτή οδός εις την εντός του αυτού λιμένος αποβάθρα
(αρσανάν) και ημιονική εις Καβάλλαν. Επί των σκοπώ διαδόσεως πανσλαβιστικών
ιδεών ηγόρασαν αδρώς οι Ρώσσοι, παρά του εν Δράμα οθωμανού Ηλιάζ βέη, το κατά
την θέσιν ταύτην τσιφλίκιόν του, Νουσλά καλούμενον. Επ’ αυτού αλλ’ ουχί εις
οχυράν θέσιν, διότι προσβάλλεται ου μόνον από θαλάσσης αλλά και υπό των
υπερκειμένων αυτού υψωμάτων του όρους, εις τους πρόποδας του οποίου κείται,
ανήγειραν μετόχιον, έχον καλόν και πολυτελή ναόν, μετά πολλών στερεών οικοδομών
και ενεκατέστησαν συνάμα και σιδηρουργείον, ξυλουργείον, αμαξοπηγείον, δύο
ιππομύλους, δύο κλιβάνους, αποθήκας εισοδημάτων και νομής και σταύλους 500
κτηνών. Διαμένουσιν εν τω μετοχίω τούτω 80 μοναχοί Ρώσοι και 100 χριστιανοί
καλλιεργηταί, έχοντες ου μόνον άπαντα τ’ αναγκαιούντα αυτοίς, άτινα δια ρωσσικού
του μετοχίου πλοίου μεταφέρονται κατ’ έτος εξ Οδησσού, αλλά και καλόν οπλισμόν
και πολεμοφόδια, 40 κτήνη και 6 αμάξας, ων μία επιβατών, συρομένας δι’ ίππων».
Από την ενδιαφέρουσα αυτή περιγραφή, εκείνο που μένει σαν πιο σημαντικό
είναι το γεγονός ότι στην υπηρεσία του Μετοχίου υπήρχαν περί τους 100
χριστιανούς καλλιεργητές, που συνέχισαν, ούτως ειπείν, την υπό καθεστώς δουλοπαροικίας
εκμετάλλευση του τσιφλικιού από τους προγενέστερους κτήτορές του, Οθωμανούς
μπέηδες ή ανεξάρτητους Κονιάρους καλλιεργητές.
Τέλος, σχετικά επίσης με την ρωσική πολιτική στην περιοχή μας και στο
Άγιο Όρος, περί το τέλος του 19ου αιώνα, ενδιαφέροντα είναι και όσα
στην ανακοίνωσή του, στα πλαίσια του Β’ τοπικού συμποσίου «Η ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ Η
ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ», περιέλαβε ο θεολόγος καθηγητής κ. Σωκράτης Ν. Καπλανέρης,
αντληθέντα από τα έγγραφα του προξένου της Αυστρίας στην Καβάλα στα έτη
1872-1885, τα οποία βρίσκονται σήμερα στα Αυστριακά Αρχεία, στα οποία απλώς
αναφερόμαστε.
Στα έτη 1898-1900 η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα του Αγίου Όρους διεξήγαγε σοβαρούς
δικαστικούς αγώνες με την Οθωμανική Κυβέρνηση, η οποία ήθελε να καταλάβει το
Μετόχι με τα κτήματά του, χαρακτηρίζοντάς το σαν «μαχλούλι», δηλαδή αδέσποτο
κτήμα. Τα Δικαστήρια δικαίωσαν την Σκήτη, αλλά το έτος 1901 οι περίοικοι του
Μετοχίου Οθωμανοί Κονιάρηδες κατέλαβαν αυθαίρετα ένα σημαντικό τμήμα των
κτημάτων του Μετοχίου.
Γύρω στα 1900 το Μετόχι είχε περί τους 100 μοναχούς, εκείνο όμως που
πρέπει να ομολογήσουμε είναι, αφενός μεν ότι οι σχέσεις του με τους γύρω απ’
αυτό κατοικούντες υπόδουλους Έλληνες ήταν καλές, αφετέρου δε ότι ήταν
παροιμιώδης, όπως αφηγούνταν οι γέροντες της Ελευθερούπολης και των Ελευθερών,
η φιλοξενία των Ρώσων μοναχών, ακόμη και στη διάρκεια της πρώτης και της
δεύτερης βουλγαρικής κατοχής της περιοχής, (1913 και 1916, αντίστοιχα).
Περί το έτος 1905 περιόδευσε στην περιοχή ο Γεώργιος Χατζηκυριάκου, ο
οποίος, στο έργο του «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν
(1905-1906)», περιέγραψε ως εξής την πορεία του προς τις Ελευθερές: «Πριν ή
καταλήξωμεν εις ταύτην (ενν. τις Ελευθερές) διερχόμεθα εκ τερπνής παραλιακής
κοιλάδος, εν η ίδρυται μετόχιον της εν Άθω Ρωσσικής μονής, περιλαμβάνον ουχί
σμικράς εκτάσεως γαίας και δάση. Ημίωρος αμαξητός δρόμος άγει εξ αυτού εις
μικρόν και ασφαλή λιμένα, (ενν. αυτόν της Νέας Ηρακλείτσας), ον ως επίνειον
αυτού ανέδειξαν οι Ρώσσοι μοναχοί Εν
γένει το μετόχιον τούτο, η διακρίνουσα τους Ρώσσους μοναχούς ήρεμος πρόνοια
κατέστησε τερπνόν ενδιαίτημα και ασφαλές ορμητήριον. Μετά ώρας εκ του μετοχίου
τούτου πορείαν φθάνομεν εις Ελευθεράς..»
Το 1913 ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής του Γυμνασίου Βόλου, στο έργο που
εξέδωσε στην Αθήνα κατά το έτος εκείνο, με τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι ιστορική,
γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων Ελληνικών χωρών:
Ηοείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των
ταξιδιωτών και περιηγητών», αναφέρει τα εξής: «Εκ Πραβίου ο περιηγητής έρχεται
ή εις Καβάλλαν δια της παρά το τέναγος των Φιλίππων αμαξιτής οδού εντός 2 ½
ωρών ή λαμβάνει την δια της κοιλάδος Συμβόλου και Παγγαίου, ην βρέχει ο
χείμαρρος Λιβάδι εις τον κόλπον του Στρυμόνος άγουσαν ή την παραλιακήν δια
Νουζλά – Ελευθερουπόλεως, (εδώ ως Ελευθερούπολη ο συγγραφέας εννοεί τις
Ελευθερές, όπου βρισκόταν η βυζαντινή Ελευθερούπολις)… Προχωρών τις ΜΔ δια της
παρά την θάλασσαν οδού δια Νουζλά φθάνει εις Ελευθερούπολιν (Ελευθεραί), αλλά
πριν ή φθάσωμεν εις αυτήν διερχόμεθα δια του πλουσίου Μετοχίου της εν Αγίω Όρει
ρωσσικής Μονής του Αγίου Παντελεήμονος (δύναταί τις να διανυκτερεύση). Το
Μετόχιον τούτο περιλαμβάνει πολλά συνεχόμενα οικοδομήματα, ευπρεπώς ωκοδομημένα,
μετά γαιών και δασών απεράντων. Εκ τούτου οδός δενδρόφυτος κατάγει εις τον
λιμένα παρά το χωρίον Νουζλά, (εννοεί το λιμάνι της Νέας Ηρακλείτσας), τας
νησίδας ων η μεν καλείται Κιζήλ αδά (ερυθρά νήσος), κατασκευασθέντα υπό των
Μοναχών του Μετοχίου, προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων αυτών».
Το 1913, επίσης, ο Μελέτιος Μεταξάκης, στη σελίδα 132 του έργου του για
το Άγιον Όρος έγραφε ότι «το εις τον μυχόν του κόλπου των Ελευθερών παρά την
Καβάλλαν Μετόχιον της Σκήτης του Αγίου Ανδρέου είναι έν των μεγαλυτέρων
τσιφλικίων της περιφερείας του Παγγαίου, με πλουσίας παντοειδείς εγκαταστάσεις,
επί του παρόντος μόνο γεωργικάς».
Στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων η περιοχή του Αγίου Ανδρέα και των
Ελευθερών έγινε θέατρο σκληρών επιχειρήσεων μεταξύ των Ελλήνων και των
Βουλγάρων, για τις οποίες δεν είναι εδώ
ο κατάλληλος χώρος παράθεσης, αλλά των οποίων μια ιδέα παρέχει το
μνημείο των πεσόντων, που έχει ανεγερθεί πάνω στην οδό Ελευθερούπολης –
Ελευθερών, λίγο πριν τις Ελευθερές, προς τιμή των πεσόντων στη μάχη της
Βαζόπετρας, η οποία έλαβε χώρα στις 26 Απριλίου του 1913.
Όταν στα 1916 διατάχθηκε το 63ο Σύνταγμα Πρεβέζης του
Ελληνικού στρατού ν’ αποχωρήσει αμέσως από την έδρα του, στην περιοχή της
Μεσωρόπης του Παγγαίου και να επιβιβαστεί στα πλοία, στον λιμένα των Ελευθερών,
για να μη συλληφθεί αιχμάλωτο, ο Ηγούμενος του Μετοχίου, που λεγόταν κι αυτός
Βαρνάβας, παρέθεσε στους αξιωματικούς γεύμα, με συναγρίδες που είχαν ψαρέψει οι
ίδιοι οι μοναχοί, στη διάρκεια του οποίου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους
Έλληνες αξιωματικούς η γνώση του Ηγουμένου σε στρατιωτικά θέματα.
Στο Μετόχι αυτό, όταν μετά την Μικρασιατική καταστροφή αναδιοργανώθηκε ο
ελληνικός στρατός, από τον Πάγκαλο, είχε την έδρα του επιτελείου του ο
Στρατηγός Κονδύλης, περιμένοντας να επιβιβασθεί στα πλοία και να επιτεθεί.
Στα κτήματα του Μετοχίου, επειδή ο Βενιζέλος, θέλοντας να συνυπογράψει με την Τουρκία τη συνθήκη της
Λωζάνης, διέταξε να πάψει κάθε πολεμική προετοιμασία εναντίον της Τουρκίας, ο
ίδιος ο προαναφερθείς στρατηγός Κονδύλης σύναξε τους στρατιώτες του και τους
μίλησε, αποκαλώντας τον Βενιζέλο «Ιούδα», για να εισπράξει τις έντονες διαμαρτυρίες
των Κρητών στρατιωτών του, ενώ από την σκάλα ελλιμενισμού του Μετοχίου, στην
παραλία της Νέας Περάμου, ο ίδιος επιβιβάστηκε σε πλοίο κι αναχώρησε για τον
Πειραιά, προκειμένου να σπεύσει να υποβάλει την παραίτησή του, όπως όλα αυτά τ’
αφηγήθηκε ο άλλοτε Δήμαρχος Ελευθερούπολης, Δήμιος Δημάδης, που ήταν αυτήκοος
μάρτυράς τους, στον δικηγόρο και ιστορικό της Ελευθερούπολης, Ανδρέα Κ.
Παπανδρέου.
Η παρακμή των ρωσικών ιδρυμάτων του Αγίου Όρους και, συνακόλουθα και του
Μετοχίου τους στην περιοχή μας φάνηκε αμέσως μετά την πτώση της Τσαρικής
Ρωσίας. Τα ρωσικά ατμόπλοια δεν ξαναφάνηκαν στον κόλπο της Νέας Ηρακλείτσας, οι
μοναχοί περιορίστηκαν σε όσα παρήγαν τα κτήματά τους και η θάλασσα κι έτσι το
Μετόχι παρήκμασε και το 1919 εγκαταλείφθηκε, όταν οι μοναχοί του εκδιώχτηκαν,
κακήν κακώς, από τους «κρατούντες» της εποχής εκείνης, εξορισθέντες στην
Βουλγαρία, (σύμφωνα με την άποψη του Αιμιλίου Μαυρουδή, στο πρόσφατα εκδοθέν
έργο του «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ»), αφού προηγούμενα τους
μετέφεραν σιδηροδέσμιους, ως κακούργους, στην Καβάλα. Εδώ, πράγματι, αξίζει να
παραθέσουμε όσα αναφέρει ο Γεώργιος Κουκλιάτης, στην Ανακοίνωση που περιέλαβε
στον 6ο, τιμητικό τόμο Αποστόλου Ε. Βακαλόπουλου της περιοδικής
έκδοσης της Θασιακής Ένωσης Καβάλας «ΘΑΣΙΑΚΑ» (σελ. 95): «Σε γράμμα του
μακαριστού γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτου, ο οποίος, πριν γίνει ηγούμενος της
Μονής Διονυσίου (του Αγίου Όρους) παρέμεινε στο μετόχι αυτής «Άγιο Ιωάννη» στο
Ορφάνι Καβάλας για 13 χρόνια, γράφει σχετικά: «Καβάλα, 16-6-1919. Προς τον
ηγούμενο της Μονής Διονυσίου…. Οι σήμερον όμως ιθύνοντες τα πράγματα,
εμφορούμενοι υπό αντιθρησκευτικών ιδεών προσπαθούσι παντί σθέσει εις την
διάλυσιν κάθε ευαγούς ιδρύματος, ως έπραξαν και χθες, εκδιώξαντες βία τους εν
τω εν Ελευθεραίς Ρωσικώ Μετοχίω μοναχούς και τους οποίους έφερον ενταύθα ως
τινάς κακούργους υπό συνοδείαν..».
Το 1923, μετά την Συνθήκη της Λωζάνης του 1922, Έλληνες πρόσφυγες, κυρίως
ποντιακής καταγωγής, ήλθαν κι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή όπου βρισκόταν το
άλλοτε ακμαίο ρωσικό Μετόχι, ενώ στη γειτονική Νέα Ηρακλείτσα εγκαταστάθηκαν
πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Το Κράτος έπρεπε να βρει τρόπους
αποκατάστασης όλων αυτών των πονεμένων Ελλήνων κι έτσι το 1924 απαλλοτρίωσε τα
κτήματα του Μετοχίου, για να τα διανείμει στη συνέχεια στους πρόσφυγες των δύο νεοϊδρυθέντων
γειτονικών χωριών, απέμεινε δε μόνο το Καθολικό (ο Ναός) του Μετοχίου, τιμώμενο
στη μνήμη του Αγίου Ανδρέα, από το οποίο πήρε το όνομα το νέο προσφυγικό χωριό,
το οποίο αποτελούσε την μοναδική εκκλησία του σημερινού χωριού του Αγίου Ανδρέα
μέχρι το 1960 κι από το οποίο σήμερα δεν σώζονται παρά λίγα ερείπια, παρόλο που
θα ήταν φόρος τιμής στην μακραίωνη ιστορία του τόπου αυτού η αναστήλωσή του.
Τέλος, την εξαφάνιση των ιχνών του Μετοχίου συντόμευσε η ανάγκη των προσφύγων
για οικοδομικό υλικό, το οποίο αυτοί έλαβαν, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των
γερόντων, από τα μεγάλα κτίρια αυτού.
Όσον αφορά τους κατοίκους της περιοχής του σημερινού Αγίου Ανδρέα, αφού
υπενθυμίσουμε και πάλι όσα αναφέραμε σχετικά με τους χριστιανούς κολήγους που
εργάζονταν παλιότερα στα κτήματα των Οθωμανών τσιφλικάδων και στη συνέχεια στην
υπηρεσία του ρωσικού Μετοχίου και τους οθωμανούς Κονιάρους (από την περιοχή του
Ικονίου της Ανατολικής Μικράς Ασίας καταγομένους), σημειώνουμε ότι το 1920 ήδη κατοικούσαν εδώ 120 κάτοικοι, (προφανώς
Οθωμανοί), μετά όμως την έλευση των προσφύγων ο πληθυσμός αυξήθηκε κι έτσι το
1940 κατοικούσαν εδώ 335 κάτοικοι, το 1951 389, το 1961, 353 και στην απογραφή
της 17ης-3-1991, 282 κάτοικοι.
Το 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ο οικισμός του
Νουζλά, (ουσιαστικά οι μοναχοί του Μετοχίου, οι εργαζόμενοι σ’ αυτό και οι
απομείναντες Οθωμανοί), μαζί με τους οικισμούς Ελευθερών, Δρέζνας, Τσιούστης,
Κοτσκάρι, Καλιά – τσιφλίκ Ελευθερών υπήχθη στην κοινότητα Ελευθερών, το 1928
μετονομάσθηκε επίσημα, από Νουζλά σε Άγιο Ανδρέα και το 1934, με Διάταγμα που
δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ – τεύχος 3 του 1935, αναγνωρίσθηκε ως ξεχωριστή
κοινότητα.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α) ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Γιαννικόπουλου Ι. Δ., ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ, έκδοση
της Δημοτικής Επιχείρησης Τουρισμού.
Ευαγγελίδου Τρύφωνος, «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική
και αρχαιολογική περιγραφή των νέων Ελληνικών χωρών: Ηπείρου, Θεσσαλίας,
Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών»,
Αθήνα, 1913.
Κουκλιάτη Γεωργίου, Τα μετόχια του Αγίου Όρους στην Καβάλα και την Θάσο, Ανακοίνωση
στον έκτο, τιμητικό τόμο Αποστόλου Α’ Βακαλόπουλου, της περιοδικής έκδοσης της
Θασιακής Ένωσης Καβάλας «ΘΑΣΙΑΚΑ»
Μαυρουδή Αιμιλίου, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ»,
Παπανδρέου Κ. Ανδρέα, Το ρωσικό μετόχι στο Νουζλά Παγγαίου, άρθρο στο
Μακεδονικό Ημερολόγιο του 1972.
Πετρόχειλου Ιωακείμ, Ρωσική πολιτική στο Άγιον όρος τον 19ον
αιώνα, ανακοίνωση στο Α΄ τοπικό συμπόσιο με θέμα Η ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ,
σελίδες 405 επόμ.
Σμυρνάκη Γεράσιμου, Το Άγιον Όρος, Φωτοτυπική ανατύπωση από την έκδοση
του έτους 1903, εκδόσεις ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, Καρυές Αγίου Όρους, 1988.
Σχινά Θ. Νικολάου, «Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας
οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας», Αθήνα, 1886.
Τουφεξή Χαραλάμπου, Ο Άγιος Ανδρέας Παγγαίου, άρθρο στην εφημερίδα της Καβάλας
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ της 12ης-12-1983.
Φιλιππίδη Νικολάου, άρθρο στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, α’ τόμος, έτους 1877.
Χατζηκυριάκου Γεωργίου, «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την
Μακεδονίαν (1905-1906)»,
Χουλιαράκη Μιχαήλ, Γεωργική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξις της
Ελλάδος, 1821-1971, τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα,
1975.
Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων – τόμος 20
Νομός Καβάλας, Αθήναι, 1962.
Β) ΞΕΝΗ
Actes de Kutlumus, Paris 1946, αρ. 46, 14, 15
Collart Paul,
“Philippes, ville de la Macedoine , des ses origins jusqu’ a la fin de l’ époque romain”.
Paysages de Macedoine,
leurs caracteres a travers les documents et les recits des voyageurs, σύγγραμμα του Κέντρου
Έρευνας της Ιστορίας και του Πολιτισμού του Βυζαντίου, (Centre de recherches, d’ histoire et civilization
de Byzance),
που ανήκει στο College de France,
(έκδοση De Boccard,
Paris , 1986).