ΛΙΓΑ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΣΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. (ΔΙΑΛΕΞΗ ΜΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑ ΗΡΑΚΛΕΙΤΣΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ)
Α) ΙΣΤΟΡΙΑ
Στην Ανατολική Θράκη, την πανάρχαια γη των προγόνων μας, περίοπτη θέση καταλάμβαναν, ήδη κατά την απώτερη αρχαιότητα, οι πόλεις και οι οχυρές θέσεις των θρακικών παραλίων της Προποντίδας. Ειδικά στην περιοχή του Ιερού Όρους, υπήρχαν οι αρχαίες πόλεις Τειρίστασις (ή Περίστασις), Ηράκλεια (η μετέπειτα Ηρακλείτσα), η Γάνος (αργότερα ο Γάνος), αι Γανίαι και το Νέο τείχος, κτισμένες σε επίλεκτα σημεία της θρακικής παραλίας, είτε από γηγενείς Θράκες, είτε από Έλληνες αποίκους, (όπως λ.χ. η Γάνος, την οποία ίδρυσε ο οικιστής του Βυζαντίου, Βύζας ο Μεγαρεύς).
Το Ιερό Όρος αποτελεί εκτεταμένη, χαμηλή σχετικά οροσειρά, η οποία ξεκινά από το ύψος περίπου των χωριών Σιμιτλή και Κουμβάου και φθάνει μέχρι τη χερσόνησο της Καλλιπόλεως, καλύπτοντας το αντίστοιχο τμήμα της θρακικής παραλίας της Προποντίδας. Είναι πολύ δασωμένο και στ’ απέραντα δάση του ευδοκιμούν ποικιλίες δένδρων οικοδομήσιμης και καύσιμης ξυλείας, ενώ σε ορισμένα σημεία της παραλίας της Προποντίδας, μεταξύ Αυδημίου και Κουμβάου, καταλήγει σε απόκρημνες και πετρώδεις πλαγιές, αδιάβατες ακόμα και σήμερα, που ήταν γνωστές με το όνομα «Βαρδαλάκος».
Δύο από τις κορυφές του είναι ψηλότερες. Η μια, με υψόμετρο 877 μέτρα, βρίσκεται στα βόρεια του Γάνου και λέγεται «Πύργος», η δε άλλη, με υψόμετρο 689 μέτρα, βρίσκεται στα βόρεια της Περιστάσεως και της Ηρακλείτσας και λέγεται "Αγιος Ηλίας» ("Αη-Λιας).
Η θέα από την κορυφή του Πύργου είναι τόσο υπέροχη, ώστε συναρπάζει τον θεατή. Προς τ’ ανατολικά, νότια και νοτιοδυτικά φαίνεται η θάλασσα της Προποντίδας, από το Βόσπορο μέχρι τον Ελλήσποντο και κατ' ευθείαν απέναντι τα Μικρασιατικά παράλια, με τα Μαρμαρόνησα και στο βάθος τα μεγαλοπρεπή όρη του Ολύμπου και της Ίδης της Βιθυνίας. Προς τα δυτικά και βόρεια, ολόκληρη η Θράκη μέχρι τη Ροδόπη και τις νότιες παραφυάδες του Αίνου, με τις πόλεις Αδριανούπολη και Σαράντα Εκκλησίες και ακόμα ανατολικώτερα η οροσειρά της Στράντζας.
Στη βυζαντινή περιοδο η περιοχή των Γανοχώρων παρουσίασε μεγάλη ακμή, γιατί βρισκόταν πολύ κοντά στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, ενώ ιδιαίτερα γνωστή έγινε όταν στις δασωμένες πλαγιές του Ιερού Όρους, ιδιαίτερα πάνω από το Γάνο, ιδρύθηκε, κατά τον 11ο αιώνα, ονομαστό, μοναστικό κέντρο, με πλήθος μοναστηριών, όπου μόνασαν σπουδαίες μορφές της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, όπως ο ιδρυτής της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης.
Αυτή η ευμάρεια των Γανοχώρων δεν σήμαινε, όμως, ότι ήταν απαλλαγμένα από συμφορές. Οι για αιώνες επιδρομές διάφορων, βαρβαρικών λαών, που κατέβαιναν από τη βόρεια Βαλκανική και ιδιαίτερα οι συνεχείς επιθέσεις και λεηλασίες της Θράκης από τους Βουλγάρους δεν άφηναν αθικτα τα Γανόχωρα. Η χαριστική βολή, όμως, ήλθε όταν το έτος 1354 καταλήφθηκε από το Σουλεϋμάν, γιο του οθωμανού σουλτάνου Ορχάν, η Καλλίπολη, την κατάληψη της οποίας ακολούθησαν τα γειτονικά Γανόχωρα, τα οποία, έτσι, είχαν την ατυχία να είναι τα πρώτα εδάφη της Ευρώπης, τα οποία περιήλθαν υπό την οθωμανική κυριαρχία.
Η κατάληψη της Θράκης γενικότερα και των Γανοχώρων ειδικότερα, με τις σφαγές και την υποδούλωση των κατοίκων, τις λεηλασίες και τις αναγκαστικές μετοικεσίες, κύρια δε τον βίαιο εξισλαμισμό των Χριστιανών κατοίκων, οδήγησε στην ερήμωση της Θράκης, καθώς και των ευρισκόμενων στην θρακική παραλία της Προποντίδας βυζαντινών φρουρίων, μετά όμως την κατάκτηση, αργά – αργά το Ιερό Όρος και τα παράλιά του εποικίστηκαν και πάλι από Έλληνες Θρακιώτες, που ίδρυσαν, αρχίζοντας από το δυτικό, Ιερό Όρος, μια σειρά κωμοπόλεων και χωριών, με αμιγώς ελληνική σύσταση και χαρακτήρα, τα οποία αργότερα ονομάστηκαν Γανόχωρα, από τα ονόματα των δύο αρχαιοτέρων και σημαντικοτέρων απ’ αυτά, του Γάνου και της Χώρας. Οι δύο μάλιστα αυτοί γεωγραφικοί όροι έγιναν τόσο αλληλένδετοι μεταξύ τους, ώστε να μη νοείται ό ένας διάφορος από τον άλλον. Στην πράξη, Γανόχωρα σήμαινε Ιερό Όρος και Ιερό Όρος σήμαινε Γανόχωρα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα τα Γανόχωρα αποτελούσαν ένα σύνολο 21 ακραιφνώς ελληνικών κωμοπόλεων και χωριών, με συνολικό πληθυσμό 32.000 περίπου ψυχών, από τα όποια τα πέντε κυριώτερα, Γάνος, Χώρα, Μυριόφυτο, Περίσταση και Στέρνα, ήταν πραγματικές κωμοπόλεις, με πληθυσμό ο οποίος, πριν από τους διωγμούς του 1914, έφθανε, κατά τα τότε στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τις 4000, 4500, 5000, 5000 και 3000, αντίστοιχα. Αποτελούσαν δύο εκκλησιαστικές επαρχίες, τη Μητρόπολη Γάνου και Χώρας, που περιλάμβανε τις κοινότητες, Γάνου, Χώρας, Αυδημίου, Νεοχωρίου, Μηλιού, Κερασιάς, Ιντζέκιοΐ, Κασταμπόλεως, Σεντουκίου και Παλαμουτίου και την Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που ιδρύθηκε το έτος 1909 και περιλάμβανε τις Κοινότητες Μυριοφύτου, Περιστάσεως, Ηρακλείτσας, Πλατάνου, Στέρνας, Λούπιδας, Καλαμιτσίου, Καλοδένδρου, Λιμνίσκης και Νεοχωρίου, με τελευταίους Μητροπολίτες, τον σεβασμιώτατο Τιμόθεο Λαμνή (Λέσβιο την καταγωγή) η πρώτη και τον Σωφρόνιο Σταμούλη (Σηλυβριανό την καταγωγή) η δεύτερη.
Ο πληθυσμός των κωμοπόλεων και χωριών αυτών, γνησιώτατα ελληνικός, (από τις 32.000 κατοίκους των αρχών του 20ού αιώνα, οι 30.500 ήταν Έλληνες), με σιδερένια, εθνική συνείδηση και ακμαία σχολεία, ζούσε σχεδόν ελεύθερος ως το 1913, οπότε άρχισε ο φρικτός εκείνος διωγμός των Ελλήνων της Ανατ. Θράκης, που κράτησε ως την κήρυξη του Α' παγκοσμίου πολέμου και συνεχίσθηκε σ' όλη σχεδόν την διάρκειά του. Ήταν ένας πληθυσμός με πλήρη επίγνωση των εθνικών του υποχρεώσεων, εμφορούμενος από το όραμα της εθνικής αποκατάστασής του. Ήταν τόσο έντονη η υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στις δύο εκείνες εκκλησιαστικές επαρχίες, ώστε μετά την κήρυξη του τουρκικού Συντάγματος του 1908, Καϊμακάμηδες (Έπαρχοι) διορίζονταν Έλληνες.
Μια από τις ακμαίες, ελληνικές κοινότητες των Γανοχώρων της Προποντίδας ήταν και η Ηρακλείτσα, για την οποία ο Ευστράτιος Δράκος, στο σύγραμμα που εξέδωσε το έτος 1892 στην Αθήνα με τίτλο «ΤΑ ΘΡΑΚΙΚΑ – Διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου», αναφέρει, με την γλώσσα εκείνης της εποχής, τα εξής: «»Πάνυ ευάερος και χαρίεσσα νυν είναι η παραθαλασσία Ηρακλείτσα, κειμένη νοτίως πως και ώραν μακράν του Μυριοφύτου..»
Στη θέση της Ηρακλείτσας υπήρχε κατά την αρχαιότητα μια ισχυρή, παράλια κώμη, η Ηράκλεια, την οποία αναφέρει ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς στο έργο του «Περίπλους», ως εξής: «Μετά δε την Χερρόνησόν εστι Θράκια τείχη τάδε. Πρώτον Λευκή Ακτή, Τειρίστασις, Ηράκλεια, Γάνος, Γανίαι, Νέον Τείχος, Πέρινθος πόλις και λιμήν…» Το όνομά της εκείνη η αρχαία κώμη το έλαβε από τον Ηρακλή, όπως αποδείχθηκε από μια επιγραφή που βρέθηκε κατά τη θεμελίωση του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, στα τέλη του 19ου αιώνα, η οποία έγραφε «ΙΕΡΟΝ ΗΡΑ», υπονοώντας τον Ηρακλή. Ίχνη από τα αρχαία τείχη της υπήρχαν, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ το ακρωτήριό της, μαζί με το απέναντι, στη μικρασιατική ακτή, ευρισκόμενο ακρωτήρο της αρχαίας ελληνικής πόλεως Πριάπου, σχημάτιζαν τα χείλη του Ελλησπόντου.
Σ΄ένα Μηναίο, που εξέδωσε κάποιος Ανδρέας Σπινέλλος, «μονετάριος της εκλαμπρωτάτης αρχής των Ενετών», με αφορμή την περιγραφή κάποιας κατακλυσμιαίας βροχής που έπληξε το Μυριόφυτο, την Περίσταση και την Ηρακλείτσα την 7η Οκτωβρίου του 1684, αναφερόταν ότι τότε η Ηρακλείτσα «πόλις ην μεγάλη».
Οι Έλληνες κάτοικοι της Ηρακλείτσας ανέρχονταν κατά το έτος 1873 σε 1.500, σύμφωνα με την Επετηρίδα του Θρακικού, Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, το 1890 αριθμούσαν περί τις 250 οικογένειες και, σύμφωνα με τον Ευστράτιο Δράκο, περί τα 1.850 άτομα κι ασχολούνταν με τη γεωργία, την αμπελουργία και την σηροτροφία, ενώ πολλοί είχαν ξενητευθεί, στην Κωνσταντινούπολη και το εξωτερικό, όπου απέκτησαν οικονική επιφάνεια αλλά κι εκεί ποτέ δεν λησμόνησαν την πατρίδα τους, την οποία συνεχώς και παντοιοτρόπως βοηθούσαν. Στην Ηρακλείτσα λειτουργούσε μεγάλο εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξιού, της εμπορικής επιχείρησης των αδελφών Πασχαλίδη, που είχε την έδρα της στην Προύσα. Τα προϊόντα της ήταν ξακουστά σ' όλη την Ανατολή κι εξάγονταν έως την Περσία και το Τουρκιστάν.
Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα στην Ηρακλείτσα δεν υπήρχαν Τούρκοι, εκτός από έναν υπάλληλο που εισέπραττε τους φόρους. Η κοινότητα ήταν πλήρως αυτοδιοικούμενη, μια και τη διοίκησή της ασκούσε η δημογεροντία, μ’ εκτελεστικό όργανο τον λεγόμενο Δήμαρχο ή Μουχτάρη ή Τσορμπατζή, ο οποίος και προέδρευε στις συνεδριάσεις της.
Οι Ηρακλειτσιανοί διέθεταν Κώδικα, που φυλασσόταν στην εκκλησία κι ήταν θεωρημένος από την Μητρόπολη, του οποίου το κύρος αναγνώριζαν και τα οθωμανικά Δικαστήρια. Σ’ αυτόν καταχωρούνταν οι κάθε είδους δικαιοπραξίες κι επίσημες πράξεις, όπως διαθήκες, προικοσύμφωνα, δωρεές, πωλητήρια κλπ. Ο Κώδικας αυτός έφθασε μεν μέχρι την Καβάλα, μαζί με ολόκληρη την κινητή περιουσία της κοινότητας, συσκευασμενη σε κιβώτια που περιείχαν τις εικόνες των ναών, βιβλία εκκλησιαστικά και ιερά άμφια, λάβαρα και φανούς της εκκλησίας, βιβλία της βιβλιοθήκης του σχολείου, καμπάνες της εκκλησίας και των σχολείων και άλλα, χάθηκε όμως μόλις έφθασε, μαζί με ολόκληρ το κιβώτιο που τον περιείχε, στον περίβολο του ιερού ναού του Αγίου Ιωάννη, όπου είχαν τοποθετηθεί τα κιβώτια.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ηρακλείτσα παρουσίαζε μεγάλη πρόοδο, αφού η οικονομία της ήταν ανθηρή, όλη όμως αυτή η πρόοδος σταμάτησε τα ξημερώματα της 27ης Ιουλίου του 1912 (με το παλιό ημερολόγιο), οπότε ένας ισχυρότατος σεισμός, έντασης 7,6 ρίχτερ, προερχόμενος από το διερχόμενο από την Προποντίδα ρήγμα της Ανατολίας και τον οποίο ακολούθησαν, μετά από 8 ώρες ένας μετασεισμός των 6,2 ρίχτερ και μετά ένα μήνα ένας ακόμη των 6,7 ρίχτερ, σώριασαν σ’ ερείπια τα όμορφα Γανόχωρα κι έσπειραν το θάνατο, την καταστροφή και τη δυστυχία σ’ αυτά. Ο σεισμός, που τον ακολούθησαν εκτεταμένες πυγκαγιές, κατέστρεψε γύρω από την Προποντίδα 310 πόλεις και χωριά, προκάλεσε σοβαρές ζημιές σε 272 οικισμούς, είχε 2.826 νεκρούς και 7.353 τραυματίες, ενώ άφησε 83.600 άστεγους.
Ειδικά στην Ηρακλείτσα κατέρρευσε το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων κι έχασαν τη ζωή τους 37 κάτοικοι, ενώ τραυματίστηκαν περίπου 200. Επίσης, η γυναικεία Ιερά Μονή των επτά Μακκαβαίων και της μητρός τους Σολομονής ερειπώθηκε από το σεισμό και παρέμεινε μισοκατεστραμμένη μέχρι το έτος 1922, ενώ μέχρι τότε στη θέση της παρέμεινε λειτουργικό μόνο ένα παρεκκλήσι της. Πολλοί, όμως, κάτοικοι της Ηρακλείτσας κατοικούσαν μόνιμα στην Κων/πολη και σε πόλεις του εξωτερικού, ορισμένοι δε απ’ αυτούς κατείχαν και υψηλές θέσεις στα γράμματα, το εμπόριο, την εκκλησία και γενικά στη οικονομική και πνευματική κίνηση, ενώ υπήρχαν και αρκετοί τεχνίτες οικοδόμοι και ξυλουργοί, που κατοικούσαν στην Ηρακλείτσα, αλλά εργάζονταν κι αυτοί στην Κωνσταντινούπολη και στην υπόλοιπη Θράκη. Όλοι αυτοί προσέτρεξαν για την περίθαλψη των σεισμοπλήκτων του χωριού τους, σε συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, (ο ίδιος ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ επισκέφθηκε τότε τα Γανόχωρα), στέλνοντας τρόφιμα, ρουχισμό, γιατρούς και νοσοκόμους, γεωλόγους, καθώς και ξυλεία για την ανοικοδόμηση των οικιών των φτωχών οικογενειών, καθώς και των εκπαιδευτηρίων που είχαν καταστραφεί. Τότε φάνηκε το υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας των ομογενών προς την αγαπημένη πατρίδα τους.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας και ολόκληρης της Θράκης υπέστησαν πολλά δεινά, μεταξύ των οποίων ήταν η συστηματική προσπάθεια των νεοτούρκων να εξοντώσουν ή να εκδιώξουν βίαια από τις πανάρχαιες εστίες τους όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς, αφού κανένας τους δεν συναινούσε να εκτουρκιστεί. Αυτό προσπάθησαν να το πετύχουν οι νεότουρκοι με την αποστολή των ανδρών στα «αμελέ ταμπουρού» ή τάγματα εργασίας, τον εκτοπισμό των γυναικοπαίδων και των γερόντων στη Μικρά Ασία με σκοπ΄τη συστηματική εξόντωσή τους από τις κακουχίες, με φόνους, βιασμούς γυναικών, καταπίεση και τρομοκρατία, αλλά και με την υψηλή φορολογία και τον εμπορικό αποκλεισμό των ελληνικών οικονομικών μονάδων, δεινά τα οποία αυξάνονταν από τη δράση Βούλγαρων κομιτατζήδων, που διέτρεχαν όλη την Θράκη και καταπίεζαν τους Έλληνες κατοίκους της με τρόπο όχι καλύτερο από εκείνο των Τούρκων. Εκείνη την περίοδο (1914) εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους στα Γανόχωρα 7.018 Γανοχωρίτες, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι 773 από τους 1.442 κατοίκους που είχε τότε η Ηρακλείτσα. Οι πιο πάνω Ηρακλειτσιανοί εκτοπίστηκαν στη Λεύκη της Νίκαιας. Πράγματι, από επιστολή των προκρίτων της Ηρακλείτσας προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου του 1915, πληροφορούμαστε ότι οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να μεταναστεύσουν στη Λεύκη της Νίκαιας. Στην αρχή της επιστολής οι πρόκριτοι εξέφραζαν τις ευχαριστίες τους προς την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και προς την Επιτροπή των προσφύγων, για την οικονομική βοήθεια των 15 λιρών που τους απέστειλε, ενώ στη συνέχεια ζητούσαν «πάλιν να φροντίση περί ημών και μη αφήση να χαθούν τόσαι υπάρξεις ένεκα πείνης και γυμνότητος. Χριστιανοί εκποίησαν μέχρι τούδε παν ότι είχον προς διατροφήν των». Πράγματι, οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας, κατά την περίοδο της παραμονής τους στη Λεύκη, αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα. Αυτό το διαπιστώνουμε μέσα κι από άλλες επιστολές των κατοίκων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως αυτή που έφερε ημερομηνία 23 Νοεμβρίου του 1915. Ο μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως Φιλόθεος (1908-1916) αναφέρει, σχετικά με την κατάσταση των προσφύγων, τα εξής·. «Η εσχάτη απόγνωσις και απελπισία, ήτις κατέβαλε τους δυστυχείς και ταλαιπώρους Χριστιανούς των χωρίων Ηρακλείτσης καί Λούπιδας της ταπεινής επαρχίας μου, τους εν ελεεινή και οικτρά καταστάσει ευρισκομένους εν τη ξένη, εξαναγκάζει αυτούς και πάλιν και πολλάκις ίνα μεθ' αιμασσούσης καρδίας διεκτραγωδήσωσι τα δεινοπαθήματα αυτών, τα εκ της δυστυχίας καί της μαστίζουσης αυτούς πείνης απορρέοντα, και εξαντλήσωνται την φιλόστοργον μέριμνα της Μητρός Εκκλησίας». Από την επιστολή αυτή γνωρίζουμε τη δραματική κατάσταση των προσφύγων κατοίκων της Ηρακλείτσας, καθώς επίσης και το ότι ο μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως Φιλόθεος, προφανώς λόγω των ταραχών, εγκατέλειψε τότε την έδρα του και διέμενε στο Φανάρι.
Οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Λεύκη, προσπάθησαν ν’ αντιμετωπίσουν τα οικονομικά τους προβλήματα· όρισαν μάλιστα το 1915 αντιπροσώπους, οι οποίοι προσπάθησαν να δώσουν λύσεις στη δύσκολη ζωή των προσφύγων στη Λεύκη. Οι πρόσφυγες στερούνταν και τα απαραίτητα προς το ζην και κατόρθωσαν να επιβιώσουν χάρη στην υπομονή τους και τη βοήθεια του Οικουμενικού θρόνου. Η προσφυγιά τους διήρκεσε έως το Νοέμβριο του 1918, οπότε οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας εγκατέλειψαν τη Λεύκη και μέσω των κωμοπόλεων Αντά Παζάρ και Χαϊντάρ Πασά επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Όμως, από τους 773 εκτοπισθέντες, μόνο οι 395 επέστρεψαν στο χωριό τους, όπου ήλθαν αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα. Οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει από τις κακουχίες. Αλλά και για όσους επέζησαν, ο πόλεμος είχε καταστρέψει τις περιουσίες τους. Τη δραματική κατάστασή τους απεικονίζει εναργώς έα πρακτικό, που συντάχθηκε από τη δημογεροντία Ηρακλείτσας την 21η Απριλίου του 1919 και από το οποίο προκύπτει ότι από τις 305 οικίες που υπήρχαν στην Ηρακλείτσα πριν την αναχώρηση των κατοίκων για τη Λεύκη, οι 105 είχαν καταστραφεί και μόνο οι 80 ήταν κατοικήσιμες. Στις υπόλοιπες 120 έπρεπε να γίνουν σημαντικές επισκευές. Από τα 1.000 στρέμματα αμπελώνων είχαν καταστραφεί τα 950· από τα 750 στρέμματα μουριών τα 720. Συνολικά, από τα 10.200 στρέμματα καλλιεργήσιμων αγρών που υπήρχαν στην κοινότητα, τα 10.000 είχαν γίνει άγονα. Επίσης, από τα 35 ζεύγη βοών που εγκατέλειψαν πίσω τους, βρέθηκαν μόνο τα 4. Στον αγώνα τους, όμως, για την αποκατάσταση των ζημιών, οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας δεν ήταν μόνοι· είχαν την ηθική και υλική υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σημαντική ήταν και η βοήθεια που δόθηκε το 1919 στους άπορους αμπελουργούς, από την Κεντρική Επιτροπή Μετατοπισθέντων Ελληνικών Πληθυσμών, που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη.
Έτσι, σταδιακά και παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας, άρχισαν ν’ ανακάμπτουν. Οι εκλεγμένοι δημογέροντες δραστηριοποιήθηκαν και προσπάθησαν να δώσουν λύσεις, στα οικονομικά κυρίως, προβλήματα. Ήδη την 21 Απριλίου του 1919, σ’ επιστολή τους προς το μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως Σωφρόνιο Σταμούλη, οι δημογέροντες της Ηρακλείτσας εξέθεσαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν και ζήτησαν τη συμπαράστασή του. Σ' άλλη επιστολή τους, με ημερομηνία 28 Ιουλίου του 1919, οι δημογέροντες προσπάθησαν να βοηθήσουν τους άπορους αμπελουργούς.
Τον Ιούνιο του 1920 ο ελληνικός στρατός, έχοντας επικεφαλής τον Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, απελευθέρωσε τη Δυτική Θράκη και κατευθύνθηκε προς την Ανατολική, όπου, ήδη από τον Απρίλιο του 1920, είχε εκδηλωθεί στασιαστικό κίνημα κατά του σουλτάνου, εκ μέρους του διοικητή του Α’ τουρκικού σώματος, Τζαφέρ Ταγιάρ. Σύντομα (τον Ιούλιο του 1920) οι ελληνικές δυνάμεις υποχρέωσαν τον Ταγιάρ να συνθηκολογήσει και αμέσως κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ μέχρι το τέλος Ιουλίου επεκτάθηκαν σ’ ολόκληρη την Ανατολική Θράκη, εκτός από μια μικρή περιοχή ανατολικά της γραμμής Μήδειας-Τσατάλτζας και τη Θρακική χερσόνησο. Ακολούθησε η έλευση του τότε Έλληνα μονάρχη, Αλεξάνδρου, στη Ραιδεστό, τις Σαράντα Εκκλησιές και στην Αδριανούπολη και στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 υπογράφτηκε η συνθήκη των Σεβρών, η οποία παραχώρησε στην Ελλάδα ολόκληρη την Δυτική Θράκη και την Ανατολική με την Καλλίπολη μέχρι την Τσατάλτζα (γραμμή Ποδήματος-Στράντζας-Ηράκλειας). Στις 9 Αυγούστου του 1920 ο Βενιζέλος έστειλε τηλεγράφημα στον ύπατο αρμοστή της Ελλάδας στην Θράκη, Αντ. Σαχτούρη, με το οποίο του ζητούσε να λάβει αμέσως ουσιαστικά μέτρα, για την αναδιοργάνωση των νέων, ελληνικών εδαφών και την εφαρμογή ενός σχεδίου που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη σε όλες τις εθνότητες, θα εξασφάλιζε την ισονομία και την ισοπολιτεία, θα επέβαλε την λήθη στα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί και θα συνέβαλε στην άμεση επιστροφή των εκτοπισμένων, ελληνικών πληθυσμών. Σταδιακά άρχισε, έτσι, η εγκατάσταση των ελληνικών, διοικητικών αρχών στην Θράκη και οι Τούρκοι προϊστάμενοι των υπηρεσιών της Αδριανουπόλεως και των διοικήσεων Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών και Καλλιπόλεως παρέδωσαν τις διοικήσεις τους στους Έλληνες με τακτικά πρωτόκολλα.
Η ελληνική διοίκηση στην Ανατολική και στη Δυτική Θράκη οργανώθηκε με αργά, αλλά σταθερά βήματα. Γενικός διοικητής των δύο επαρχιών ορίσθηκε αρχικά ο ύπατος αρμοστής Αντ. Σαχτούρης. Με τον νόμο 2492 της 10ης Σεπτεμβρίου 1920 ενσωματώθηκε και τυπικά στο ελληνικό κράτος η κατεχόμενη στρατιωτικά Ανατολική και Δυτική Θράκη και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος.
Η Ανατολική Θράκη διαιρέθηκε σε 4 νομούς και 23 υποδιοικήσεις. Αργότερα, μετά την διοικητική ένωση και της Δυτικής Θράκης, η Θράκη χωρίσθηκε σε 6 νομούς (Αδριανουπόλεως, Καλλιπόλεως, Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών, 'Εβρου και Ροδόπης). Οι πρωτεύουσες των νομών και των υποδιοικήσεων πήραν ελληνικές ονομασίες όπως π.χ. Νίκη (Χάφσα), Μακρά Γέφυρα (Ουζούν-Κιοπρού), Περίσταση (Σάρκιοϊ) κλπ., ενώ παράλληλα με την εσωτερική οργάνωση των κοινοτήτων της Ανατολικής Θράκης η ελληνική διοίκηση κατέβαλλε τεράστιες προσπάθειες για την οργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών.
Από τις 16-09-1920 μέχρι τις 25-10-1920 επέστρεψαν στις εστίες τους, στην Ανατολική Θράκη, 62.000 πρόσφυγες, ανάμεσα στους οποίους και πολλοί Ηρακλειτσιανοί, που προστέθηκαν στους άλλοτε εκτοπισμένους στη Λεύκη της Νίκαιας, οι οποίοι είχαν επιστρέψει νωρίτερα. Η προσπάθεια ανασυγκρότησης του χωριού τους και της οικονομίας του ενισχύθηκε από τις προσπάθειες της ελληνικής Διοίκησης Θράκης, η οποία με αποτελεσματικούς τρόπους προσπάθησε να θέσει και πάλι σε λειτουργία την οικονομία της Ανατολικής Θράκης, όπως π.χ. παρέχοντας δάνεια, όπως ήταν αυτά που παρείχε σε 200 από τις 314 συνολικά προσφυγικές οικογένειες της επαρχίας Περιστάσεως, ύψους 40.530 τουρκικών λιρών, ενισχύοντας και στηρίζοντας την ίδρυση Γεωργικών, Πιστωτικών Συνεταιρισμών, όπως ήταν αυτός που ιδρύθηκε στην Ηρακλείτσα τον Οκτώβριο του 1920, με 23 ιδρυτικά μέλη και κεφάλαιο 4.600 τουρκικών λιρών κλπ.
Λίγο, όμως, πολύ λίγο χάρηκαν κι οι Ηρακλειτσιανοί, όπως και οι υπόλοιποι Ανατολικοθρακιώτες, την ελευθερία τους και την ενσωμάτωσή τους στον εθνικό κορμό. Όλες οι προσπάθειές τους γι’ ανασυγκρότηση του χωριού τους έμειναν ημιτελείς, αφού ήλθε αναπάντεχα ο χαλασμός του Αυγούστου του 1922 στη Μικρά Ασία, που παρέσυρε στο χαμό και την καταστροφή και την Ανατολική Θράκη. Όπως όλοι οι Ανατολικοθρακιώτες, έτσι κι αυτοί πήραν τον δρόμο της εξορίας, εγκαταλείποντας, οριστικά αυτή τη φορά, τις πατρογονικές τους εστίες. Άφησαν το αγαπημένο χωριό τους, τα σπίτια και τα καταστήματά τους, τους αγρούς και τα βοσκοτόπια τους, τα σχολεία, τις εκκλησίες και τα ιστορικά μοναστήρια τους, τα νεκροταφεία με τους τάφους των γονέων, αδελφών και συγγενών τους, για να καταφύγουν, πρόσφυγες πια, με ατμόπλοια που τους παρέλαβαν από την Περίσταση, στην Καβάλα και να ιδρύσουν εδώ τη νέα πατρίδα τους, στην οποία έδωσαν το όνομα της αλησμόνητης πατρίδας τους στη Θράκη, ενώ ένα μέρος τους εγκαταστάθηκε στην Κάρυανη Καβάλας.
Η αναχώρηση των Ηρακλειτσιανών, όπως και των λοιπών Ανατολικοθρακιωτών, από τη γενέθλια γη δεν έγινε ήρεμα, αλλά μέσα σε κλίμα έντονου πανικού, ο οποίος κατέλαβε όλους τους Θρακιώτες το φθινόπωρο του 1922, αμέσως μετά την απόφαση για την εκκένωση της Θράκης, με το επαίσχυντο Πρωτόκολλο των Μουδανιών, μετά την υπογραφή του οποίου ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε μέσα σε 15 μέρες να εκκενώσει την Ανατολική Θράκη και ν' αποσυρθεί δυτικά του Έβρου. Συμμαχικές δυνάμεις ανέλαβαν να μεταβιβάσουν τις πολιτικές εξουσίες στις τουρκικές αρχές, 30 μέρες μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τους κατοίκους της. Τότε ο πανικός των ντόπιων και των προσφυγικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης έγινε απέραντος κι ανεξέλεγκτος. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1922 ο αναπληρωτής του γενικού διοικητή Θράκης Κ. Γεραγάς ανέλαβε επίσημα να συντονίσει το άχαρο έργο του ξεριζωμού του ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης κι έστειλε τηλεγράφημα στις ελληνικές πολιτικές, διοικητικές και στρατιωτικές αρχές, με το οποίο τους υποδείκνυε τους έλεγε ότι η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Ανατολική Θράκη θ' αρχίσει την 1η Οκτωβρίου, μέχρι την 7η Οκτωβρίου αυτά θα έχουν αποσυρθεί από τις περιφέρειες των Υποδιοικήσεων 40 Εκκλησιών, Αρκαδιουπόλεως, Μυριοφύτου, Περιστάσεως, Αρτισκού, Μαλγάρων, Κεσσάνης, Μακράς Γέφυρας, Νίκης, Δρογγυλίου και την 15η Οκτωβρίου θα είναι συγκεντρωμένα στη δυτική όχθη του ποταμού 'Εβρου. Στη συνέχεια έδινε οδηγίες για τα σημεία προς τα οποία έπρεπε να κατευθυνθούν οι κάτοικοι των περιφερειών της Ανατολικής Θράκης, προκειμένου ν’ αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Ειδικά όσον αφορά τα Γανόχωρα, το τηλεγράφημα έλεγε ότι οι κάτοικοι της περιφέρειας Μυριοφύτου θα μεταφέρονταν ατμοπλοϊκώς από τα λιμάνια του λιμένας Μυριοφύτου ή της Περιστάσεως, όσοι μπορούσαν να κατέβουν στην Περίσταση. Οι κάτοικοι της Περιστάσεως θ' αναχωρούσαν ατμοπλοϊκώς από το λιμάνι τους. Υποδείκνυε, τέλος, στις αρχές της Ανατολικής Θράκης, το εθνικό καθήκον που είχαν, ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση με ψυχραιμία και να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να προλάβουν τον πανικό και τις τυχόν υπερβασίες εκ μέρους κακοποιών στοιχείων.
Β) Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Στην Ηρακλείτσα, από το έτος 1872 έως και το 1883 υπήρχε ένα πολυτάξιο αρρεναγωγείο, τετραετούς φοιτήσεως, που είχε 130 μαθητές κι ένα δάσκαλο, ενώ το 1892 αυτό είχε 110 μαθητές και δύο δασκάλους, το είχε δε ιδρύσει κατά το έτος 1854 ο από την Ηρακλείτσα καταγόμενος, μετέπειτα μητροπολίτης Μαρωνείας Άνθιμος, ενώ υπήρχε σ’ αυτό κι αξιόλογη βιβλιοθήκη, με 170 σημαντικούς τόμους, τους οποίους είχε δωρίσει ο Ηρακλειτσιανός μοχανός Ιλαρίων. Υπήρχε επίσης στην Ηρακλείτσα κι ένα τετρατάξιο παρθεναγωγείο, με 90 μαθήτριες και μία δασκάλα, το οποίο στεγαζόταν σε ωραίο κτίριο, που είχε ανεγερθεί κατά το έτος 1891 με δαπάνες της εδρεύουσας στην Κωνσταντινούπολη φιλεκπαιδευτικής αδελφότητας «Η Ελπίς», η οποίαμ και το συντηρούσε. Οι τελευταίες τάξεις του αρρεναγωγείου ήταν ισότιμες με τα σχολαρχεία.
Το 1902 στην Ηρακλείτσα λειτουργούσαν μία δημοτική σχολή με 125 μαθητές κι ένα δάσκαλο κι ένα παρθεναγωγείο με 90 μαθήτριες με και μία δασκάλα. Ο ετήσιος προϋπολογισμός των σχολείων ανερχόταν σε 1.400 φράγκα.
Το 1905 στην κοινότητα λειτουργούσαν μία δημοτική σχολή με 200 μαθητές και δυο δασκάλους κι ένα παρθεναγωγείο με 70 μαθήτριες και δυο δασκάλες. Η ετήσια δαπάνη για τη λειτουργία των σχολών ανερχόταν στο ποσό των 2.760 φράγκων.
Το αρρεναγωγείο, με το πέρασμα του χρόνου, υπέστη σημαντικές ζημιές. Κατά το έτος 1910 οι μαθητές, λόγω της κατάστασης, παρακολουθούσαν τα μαθήματα θέτοντας σε κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα. Η ανάγκη συντήρησης του σχολείου ήταν άμεση και την ανέλαβε η Αδελφότητα Ηρακλείτσας «Άγιος Γεώργιος»· Στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της, που πραγματοποιήθηκε την 11η Φεβρουαρίου του 1911 για το σκοπό αυτό, υστέρα από πρόταση του προέδρου της αδελφότητας, Βαλάση Βαλασάκη, αποφασίσθηκε η έναρξη των εργασιών: «εν πρώτοις την επιδιόρθωσιν της ενταύθα Σχολής των αρρένων καί κατόπιν τον σχηματισμόν αποθεματικού κεφαλαίου πρός αγοράν προσοδοφόρου κτήματος προς συντήρησιν των ενταύθα εκπαιδευτηρίων».
Ίδια περίπου παρέμεινε η εκπαιδευτική κατάσταση στην κοινότητα και την επόμενη διετία. Στο ανακαινισμένο σχολικό κτίριο, που λειτουργούσε ως πεντατάξια σχολή αρρένων, παρακολουθούσαν τα μαθήματα,, κατά το έτος 1911, 120 μαθητές, στους οποίους δίδασκε ένας δάσκαλος· υπήρχε και η τετρατάξια σχολή θηλέων με 90 μαθήτριες και μία δασκάλα. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του αρρεναγωγείου ανερχόταν στο ποσό των 8.720 γροσιών ενώ ο αντίστοιχος του παρθεναγωγείου στο ποσό των 4.360 γροσιών.
Κατά το σεισμό του 1912 και τα δύο κτίρια των εκπαιδευτηρίων κατέρρευσαν. Το επόμενο έτος, 1913, ανοικοδομήθηκαν εκ νέου, στον ίδιο χώρο, με δαπάνες των ομογενών της Κωνσταντινουπόλεως και του εξωτερικού, ξύλινα εκπαιδευτήρια, που κι αυτά μισοκαταστράφηκαν από τα τουρκικά στρατεύματα, κατά την περίοδο του Α’ παγκοσμίου πολέμου και των Βαλκανικών Πολέμων κι έκτοτε δεν υπήρχε πια εκπαίδευση στην Ηρακλείτσα, ελλείψει σχολείων και δασκάλων για να τα επανδρώσουν. Άλλωστε, οι Ηρακλειτσιανοί αναγκάστηκαν να εκτοπιστούν και να ζήσουν μια σειρά πικρά χρόνια στη Λεύκη της περιοχής της Νίκαιας· μόλις, όμως, επέστρεψαν από την τελευταία, φρόντισαν αμέσως, και παρά τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετώπιζαν, για τη λειτουργία των σχολείων τους. Έτσι, αμέσως ορίστηκαν εφοροεπίτροποι, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τα προβλήματα της παιδείας, όπως ήταν οι Διαμαντής Κωνσταντίνου, Αγ. Παρίσης, Θεοδόσιος Κυριάκου, Οδυσσέας Θεοφάνης, Παναγιώτης Ιωάννου και Κωνσταντίνος Παρίτσης. Από Τα πρώτα προβλήματα που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει η εφοροεπιτροπή ήταν η έλλειψη σχολικής στέγης, αφού και το σχολείο είχε υποστεί σημαντικές ζημιές. Τη λύση έδωσε το 1918 ο ηγούμενος του μετοχίου της Μονής Ιβήρων Ηρακλείτσης π. Γεννάδιος, που παραχώρησε το μετόχι για να λειτουργήσει ως σχολή.
Όταν, το 1919 εγκαταστάθηκε στη Θράκη ελληνική Διοίκηση και στην Ηρακλείτσα επέστρεψαν κι όσοι από τους κατοίκους της είχαν φύγει ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισκευάσθηκε και διαρρυθμίσθηκε προσωρινά το κοινοτικό κατάστημα, που χρησιμοποιήθηκε ως μικτό σχολείο της κοινότητας, στο οποίο, κατά το σχολικό έτος 1919-1920, λειτουργούσε μία τετρατάξια, μικτή, δημοτική σχολή, με 42 μαθητές και 25 μαθήτριες. Ο αριθμός των μαθητών ήταν πλέον μειωμένος, γιατί πολλοί κάτοικοι δεν είχαν επιστρέχει στην Ηρακλείτσα, αλλά είχαν αναζητήσει, με τις οικογένειές τους, καλύτερη τύχη σε άλλα μέρη. Επίσης, σημαντικός αριθμός νέων δεν παρακολουθούσε τα μαθήματα, ασχολούμενος με τις εργασίες των γονέων. Σε διάστημα δύο ετών τα πράγματα βελτιώθηκαν, αφού οι κάτοικοι κατόρθωσαν να οργανώσουν τη ζωή τους και να καλύψουν πολλά οικονομικά τους προβλήματα. Έτσι, κατά το 1922 η εκπαίδευση παρουσιάζεται βελτιωμένη. Υπήρχε μία τριτάξια, μικτή, δημοτική σχολή, με 96 μαθητές και 84 μαθήτριες (συνολικά 180 μαθητές) στους οποίους δίδασκαν ένας δάσκαλος και δύο δασκάλες. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε έως την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923).
Στα σχολεία της κοινότητας δίδαξαν κατά καιρούς γνωστοί δάσκαλοι, όπως ήταν οι: Οδυσσέας Ορφανίδης (1890), Αριστείδης Γεωργίου (1890), Ευρυδίκη Ορφανίδου (1890), Νικόλαος Παναγιωτόπουλος (1922), Ευφροσύνη Παναγιωτοπούλου (1922) και Μάλαμα Λαμύρου (1922).
Γ) ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Από εκκλησιαστική άποψη, σαν ενορία της Μητροπόλεως Μυριοφύτου και Περιστάσεως, η Ηρακλείτσα είχε αρκετούς ναούς, παρεκκλήσια κι αγιάσματα. Ο ενοριακός ναός της τιμούνταν στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, για τον οποίο ο Ευστράτιος Δράκος, στο προαναφερθέν σύγγραμμά του, το εκδοθέν κατά το έτος 1892, μας λέγει ότι ο ναός του είχε τη βυζαντινή εικόνα των Σαράντα Μαρτύρων, πάνω στην οποία ήταν γραμμένο ότι αυτή, κατά το έτος 1140, ανήκε σε κάποιον Μελχισεδέκ, καθώς και μια παλαιότατη εικόνα του Αγίου Δημητρίου, η οποία στα περιθώριά της, δηλαδή περιμετρικά, είχε εικόνες από τη ζωή των προφητών. Επίσης, στο ναό αυτόν φυλάσσονταν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα αξιόλογα, εκκλησιαστικά χειρόγραφα.
Το Ιβηρητικό μετόχι της Παναγίας, σύμφωνα με την παράδοση, λειτούργησε κι αυτό ως ενοριακός ναός, προτού τη θέση του καταλάβει αυτός του Αγίου Γεωργίου. Από επιστολή του 1784 του μητροπολίτου Ηράκλειας Μεθοδίου προς τη μονή της Παναγίας της Ηρακλείτσας πληροφορούμαστε ότι ιδρυτής της μονής ήταν ο ιερομόναχος Ησαΐας. Αυτός φαίνεται μεταξύ των υπογραφών προηγουμένων Ιβηριτών Ιωάσαφ και Μητροφάνη ως «κτήτορας της αγίας αυτής μονής». Η μονή της Παναγίας προσαρτήθηκε στη μονή των Ιβήρων μεταξύ των ετών 1770-1780. Αμέσως μετά ακολούθησαν έριδες μεταξύ των μοναχών του μετοχίου. Τα προβλήματα σταμάτησαν το 1784, μετά από συμφωνία της μονής Ιβήρων, των μοναχών του μετοχίου, καθώς και των προκρίτων της Ηρακλείτσας. Συντάχθηκε, μάλιστα, συμφωνητικό μεταξύ των ενδιαφερομένων μελών, το οποίο επικυρώθηκε από τους μητροπολίτες Ηράκλειας Μεθόδιο, Γάνου και Χώρας Κύριλλο και τους επισκόπους Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Γρηγόριο και Μυριοφύτου και Περιστάσεως Καλλίνικο. Από δυο πατριαρχικές επιστολές, τέλος, με ημερομηνίες 17 Ιουλίου του 1909 και 22 Ιανουαρίου του 1919, γνωρίζουμε ότι στη Ι. Μονή καθήκοντα προηγουμένου εκτελούσαν το 1909 ο Γρηγόριος και από το 1916 έως το 1919 ο Γεννάδιος.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στο Ιβηρητικό μετόχι, όπως πάντοτε ο Ευστράτιος Δράκος μας ενημερώνει, υπήρχε περικαλλής ναός, ανατεθειμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ο οποίος λειτουργούσε ως ασκληπιείο, αφού σ’ αυτόν έφερναν, απ’ όλες τις γύρω κωμοπόλεις και χωριά, τους κάθε είδους ασθενείς και δαιμονισμένους, για να θεραπευτούν.
Στην Ηρακλείτσα υπήρχε, επίσης, ναός της αγίας Παρασκευής, που ήταν κτισμένος σε βάθος πολλών μέτρων, κατά μια παράδοση υπήρχε και ναός των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ, καθώς επίσης, έξω από την κωμόπολη βρισκόταν η δίδυμη μονή των αγίων Χαραλάμπους και Γεωργίου, (όπου, στην ίδια οικοδομή, στεγάζονταν οι δυο ανωτέρω ναοί, χωρισμένοι με τοίχο), στους οποίους φυλασσόταν, πριν το 1912, τεμάχιο της κάρας του Αγίου Χαραλάμπους, το οποίο βρίσκεται ήδη στη Νέα Ηρακλείτσα. Στην πιο πάνω Μονή, εκτός από το δίδυμο ναό υπήρχαν γύρω κι άλλες οικοδομές, όπως κελιά, αποθήκες, μαγειρεία κλπ., καθώς και πιθάρια μεγάλων διαστάσεων, που όλα καταστράφηκαν κατά τον μεγάλο σεισμό που κατέστρεψε τα Γανόχωρα την 3η πρωϊνή ώρα της 27ης Ιουλίου του έτους 1912. Όσον αφορά, μάλιστα, αυτή πάντοτε τη μονή του Αγίου Γεωργίου, πληροφορούμαστε από τον Μανουήλ Γεδεών, που εξέδωσε το έτος 1913 το σύγγραμμά του με τίτλο «Μνήμη Γανοχώρων», ότι το έτος 1422, σύμφωνα με την παράδοση που υπήρχε στην περιοχή της Ηρακλείτσας, μετά την καταστροφή των Μονών της Θεοτόκου Κρυονερίτου και της Παχνιώτισσας, στο Εξαμίλιο, (θρακική κώμη κοντά στην Κωνσταντινούπολη), οι μοναχοί των δυο μονών βρήκαν καταφύγιο στη Μονή αυτή, στην οποία μετέφεραν και την περιουσία των καταληφθεισών Μονών τους. Μάλιστα, απόδειξη ότι αυτή η παράδοση είχε ιστορική βάση, αποτελεί το γεγονός ότι οι Ηρακλειτσιανοί τιμούσαν με μεγάλη ευλάβεια ένα μικρό αγίασμα με το όνομα «Παχνιώτισσα», ευρισκόμενο κάτω από το χωριό Καλαμίτσι, πολύ κοντά στην Ηρακλείτσα.
Αγιάσματα και προσκυνήματα στην Ηρακλείτσα υπήρχαν πολλά, όπως της Ζωοδόχου Πηγής, των Αγίων Αναργύρων, του Αγίου Δημητρίου, του Προφήτη Ηλία, εκείνο όμως που ήταν φημισμένο μέχρι και την Κωνσταντινούπολη ήταν των αγίων επτά παίδων Μακκαβαίων κα της μητέρας τους, της Αγίας Σολομονής, που το αποκαλούσαν, χάριν συντομίας, «της Αγίας Μονής» και του οποίου το αγίασμα είχε την ιδιότητα να χαρίζει τέκνα στα άτεκνα ζευγάρια, τα οποία έρχονταν από όλη τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, με μεγάλη ευλάβεια, να το πιουν.
Ειδικά όσον αφορά τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που σεμνύνει σήμερα τον ενοριακό, Ιερό Ναό της Νέας Ηρακλείτσας, αυτή το 1922 μεταφέρθηκε από Ιβηρίτες μοναχούς, από το ναό της στην Ηρακλείτσα στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, απ’ όπου, το έτος 1932, την παρέλαβε επιτροπή Ηρακλειτσιανών, αποτελούμενη από τους 1. Λεόντιο Πρασάκη, πρόεδρο της κοινότητας, 2. Κυριάκο Κυριακίδη, γραμματέα τότε της κοινότητας, 3. Αλέξανδρο Σιρόπουλο, εκκλησιαστικό επίτροπο και 4. Παναγιώτη Σάσσο, ιεροψάλτη, η οποία με πλοίο την μετέφερε στη Νέα Ηρακλείτσα. Προς τιμή της εικόνας αυτής γιορτάζει και πανηγυρίζει ο ναός της Νέας Ηρακλείτσας την 23η Αυγούστου, γιατί την ίδια ημερομηνία γιόρταζε και πανηγύριζε κι ο ναός της Θεοτόκου στην παλιά Ηρακλείτσα, όπου τελούνταν και τριήμερη πανήγυρη.
Ακολουθεί μια σύντομη κι ενδεικτική αναφορά στους εκκλησιαστικούς άνδρες που γεννήθηκαν στην Ηρακλείτσα. Από εδώ καταγόταν ο μητροπολίτης Μαρωνείας Άνθιμος κι ο μητροπολίτης Πελαγονίας Παρθένιος, οι ηγούμενοι του μετοχίου της Μονής Ιβήρων Ησαϊας, Αγαθάγγελος, Αθανάσιος, Ιλαρίων, Ιωαννίκιος, Νεόφυτος, (ο κατόπιν μητροπολίτης Νευροκοπίου), Πορφύριος, Δαυίδ, Γεννάδιος, Γεράσιμος Κακαβέλας, Ευφρώνιος και άλλοι, ενώ Ιβηρίτες μοναχοί υπήρξαν ο Ιλαρίων, ο Κύριλλος, ο Συνέσιος, ο Δομέτιος, ο Ιωσήφ, ο Νικηφόρος, ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος και άλλοι.
Ηρακλειτσιανοί κληρικοί και μάλιστα εφημέριοι του Ναού Αγίου Γεωργίου Ηρακλείτσας ήταν ο παπα Ιωακείμ, ο παπα Σωτήριος, ο Κωνσταντίνος Πάκκος, ο οποίος έφερε τον εκκλησιαστικό τίτλο «Οικονόμος», ήταν γνώστης της βυζαντινής μουσικής, για πολλά χρόνια υπήρξε αρχιερατικός επίτροπος στη Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως και από το 1924-1927 διετέλεσε εφημέριος του Ναού Αγιου Γεωργίου Νέας Ηρακλείτσας, ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Πατάκιας, ο οποίος διετέλεσε κι εφημέριος σε κάποια ενορία στην Κωνσταντινούπολη κι ήταν κι αυτός άριστος γνώστης της βυζαντινής μουσικής, ο Νεόφυτος Λεβεντόπουλος, ιεροδιδάσκαλος και φορέας του εκκλησιαστικού τίτλου του «σακκελαρίου», ο παπα – Διομήδης, ο ιερομόναχος Γεννάδιος Καραγρηγόρης, γνώστης της βυζαντινής Μουσικής, ο ιερομόναχος Μελχισεδέκ, ο αρχιμανδρίτης Αρτέμιος Ρεμπάκης και πολλοί άλλοι.
Δ) Η «ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΣΗΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ»
Ιδρύθηκε μάλλον το έτος 1909, γιατί στη συνεδρίαση της 18ης Δεκεμβρίου του 1909 ανακοινώθηκε στα μέλη της η αναγνώριση του ομώνυμου σωματείου από την τουρκική κυβέρνηση. Υπήρχε όμως, παλιό σωματείο, το οποίο διαλύθηκε και του οποίου το νέο ανελάμβανε να τακτοποιήσει τα έξοδα. Αυτό προκύπτει από τα πρακτικά της ίδιας εκείνης, πρώτης συνεδρίασης, στην οποία, μετά από πρόταση του προέδρου της αδελφότητας, εκλέχθηκαν ως αντιπρόσωποι οι Κωνσταντίνος Ανδρέου, Φώτιος Καζεπίδης, Γεώργιος Χρυσοκέφαλος και Κωνσταντίνος Δαμιανού.
Ο σκοπός της αδελφότητας ήταν κοινωφελής. Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν εξυπηρετούσαν διάφορες ανάγκες της κοινότητας. Βασικός σκοπός της αδελφότητας ήταν η αύξηση των πόρων της με την αγορά προσοδοφόρων κτημάτων. Τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν από την εκμετάλλευσή τους θα χρησιμοποιούνταν για τη συντήρηση των εκπαιδευτηρίων της κοινότητας.
Η θητεία του προέδρου και των μελών της αδελφότητας διαρκούσε ένα χρόνο. Μετά τη λήξη της θητείας τους, τα μέλη συνέρχονταν σε γενική συνεδρίαση, κατά την οποία εκλεγόταν η νέα διοίκηση. Το προεδρείο αποτελούνταν από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο, ένα γραμματέα, ένα ταμία, δυο εισπράκτορες και τέσσερεις συμβούλους.
Η αδελφότητα έστελνε στα μέλη, τους φίλους και τους συνδρομητές της διπλώματα και τον κανονισμό της αδελφότητας.
Από τη γενική συνέλευσή της, την 10η Ιανουαρίου 1910, γνωρίζουμε για την επιδιόρθωση του ετοιμόρροπου αρρεναγωγείου της κοινότητας.
Η επέτειος της ίδρυσης της αδελφότητας, που συνοδεύονταν από εορτασμούς, ήταν η 30ή Ιανουαρίου. Στο διοικητικό συμβούλιο της 30ής Ιανουαρίου του 1911, όμως, αποφασίσθηκε να μετατεθεί ο εορτασμός την 1η Φεβρουαρίου, εορτή του αγίου Τρύφωνος. Την ημέρα αυτή τελούνταν από τον μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως αρτοκλασία και μνημονεύονταν τα ονόματα των μελών της αδελφότητας.
Την 7η Φεβρουαρίου 1911 η διοίκηση της αδελφότητας αποφάσισε να βρεί τρόπους για ν’ αυξήσει τους πόρους της. Για το σκοπό αυτό έστειλε επιστολές στους συμπατριώτες της, ακόμη και σ' αυτούς που ζούσαν στο εξωτερικό, ζητώντας την οικονομική βοήθειά τους. Πράγματι, οι ξενιτεμένοι κάτοικοι της Ηρακλείτσας σ' όλο τον κόσμο (Αμερική, Ιαπωνία, Αγγλία, Γαλλία, Αίγυπτο, Ελλάδα κ.α.) ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμα της αδελφότητας και προσέφεραν σημαντικά ποσά.
Οι δραστηριότητες της «Αδελφότητος Ηρακλείτσης ο Αγιος Γεώργιος» σταμάτησαν τα τέλη του 1912. Προφανώς η αδελφότητα, λόγω της έναρξης των Βαλκανικών Πολέμων και της απαρχής των διωγμών των Ελλήνων της Θράκης, διαλύθηκε, όταν οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να μεταβούν στη Λεύκη της Νίκαιας, από όπου επέστρεψαν το 1918. Τα οικονομικά όμως προβλήματα που αντιμετώπιζαν, πλέον, δεν επέτρεψαν στην αδελφότητα να επαναδραστηριοποιηθεί ούτε μετά το 1918.
Μια σειρά μικρά πετράδια στο στέμμα της Ανατολικής Θράκης υπήρξαν, αγαπητοί συμπατριώτες και συμπατριώτισσες, τα Γανόχωρα. Μια σειρά μικρά πετράδια, με μια μακραίωνη ιστορία κι έναν προαιώνιο, ελληνικό πολιτισμό, το τέλος του οποίου επήλθε όταν, τον Οκτώβριο του 1922, ολοκληρώθηκε η μεγάλη έξοδος του θρακικού Ελληνισμού από τις εστίες του. Τότε έσβησε η Μεγάλη Ιδέα του γένους μας, τότε άρχισε κι ολοκληρώθηκε γρήγορα από τους Τούρκους ο αφελληνισμός του πανάρχαιου εκείνου κομματιού της ελληνικής γης. Σε μας απομένει, όμως, το μεγάλο χρέος, να διατηρήσουμε άσβεστη την ιστορική μνήμη μας, να παραδειγματιστούμε από τα λάθη μας κι από τις συμφερολοντολογικές συμπεριφορές των ξένων, κύρια των «συμμάχων» μας και να επιτύχουμε και να διατηρήσουμε σαν κόρη οφθαλμού την ενότητα του λαού μας, ιδιαίτερα τώρα, που το Έθνος μας περνάει και πάλι δύσκολες στιγμές. Τέτοιες εκδηλώσεις, συνεπώς, σαν τη σημερινή, που επιτρέπουν στους παλιούς να θυμούνται και στους νέους να γνωρίζουν και να παραδειγματίζονται, αποτελούν την μεγαλύτερη εγγύηση για το ότι, όπως έλεγαν οι αδελφοί μας οι Πόντιοι, «η Ρωμανία κι αν επέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο».
Ε) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Η θρακική έξοδος (1918-1922).
Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία της με΄ζονος Θράκης. Απ΄την πρώιμη Οθωμανοκρατία μέχρι τις μέρες μας.
Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. ΘΡΑΚΗ.
Βαλσαμίδης Πασχάλης, Η Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως από τα τέλη του 19ουαιώνος έως το 1924.
Γεδεών Μανουήλ. Μνήμη Γανοχώρων.
Γερμίδης Άγγελος, τα Γανόχωρα της Ανατολικής Θράκης.
Δράκος Ευστράτιος, Τα Θρακικά, ήτοι Διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου».
Ζαφείρης Χρήστος, Μνήμης Οδοιπορία – Ανατολική Θράκη.
Κυριακίδης Κυριάκος, Η Ηρακλείτσα της Ανατολικής Θράκης.
Μαγκριώτης Ιωάννης. 1. Ο Ελληνισμός της Θράκης υπό την σουλτανικήν δουλείαν και 2. Ο διμέτωπος αγών του Ελληνισμού της Θράκης, (Αρχείον Θράκης, τόμος 34ος).
Μαμώνη Κυριακή, Σύλλογοι Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας (1861-1922). Ιστορία και Δράση. (έκδοση Ι.Μ.Χ.Α.).
Παπαδάκη Βέρα, ο καταστρεπτικός σεισμός της νότιας Θράκης. (Συλλογές, Δεκέμβριο 1999).
Ψάλτης Στ. Η Θράκη και η δύναμις του εν αυτή ελληνικού στοιχείου, σελ. 164, (έκδοση Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων – Αθήναι 1919).
Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Θράκη, (Αρχείον του θρακικού, λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τόμος 22ος).
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΣΤΕΡΗ 2 – 64100 ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ