Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022



ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΘΛΙΒΕΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ 100 ΕΤΩΝ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ



Ο ΕΚΠΑΤΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1922, ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΑΙΩΝΙΕΣ ΕΣΤΙΕΣ ΤΟΥΣ


Τον Ιούνιο του 1920 ο ελληνικός στρατός, έχοντας επικεφαλής τον Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, απελευθέρωσε τη Δυτική Θρά­κη και κατευθύνθηκε προς την Ανατολική, όπου, ήδη από τον Απρίλιο του 1920, είχε εκδηλωθεί στασιαστικό κίνημα κατά του σουλτάνου, εκ μέρους του διοικητή του Α’ τουρκικού σώματος, Τζαφέρ Ταγιάρ. Σύντομα (τον Ιούλιο του 1920) οι ελληνικές δυνάμεις υποχρέωσαν τον Ταγιάρ να συνθηκολογή­σει και αμέσως κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ μέχρι το τέλος Ιουλίου επεκτάθηκαν σ’ ολό­κληρη την Ανατολική Θράκη, εκτός από μια μικρή περιοχή ανατολικά της γραμμής Μήδειας-Τσατάλτζας και τη Θρακική χερσόνησο. Ακολούθησε η έλευση του τότε Έλληνα μονάρχη, Αλεξάνδρου, στη Ραιδεστό, τις Σαράντα Εκκλησιές και στην Αδριανούπολη και στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 υπογράφτηκε η συνθήκη των Σεβρών, η οποία παραχώρησε στην Ελλάδα ολόκληρη την Δυτική Θράκη και την Ανατολική με την Καλλίπολη μέχρι την Τσατάλτζα (γραμμή Ποδήματος-Στράντζας-Ηράκλειας). Στις 9 Αυγούστου του 1920 ο Βενιζέλος έστειλε τηλεγράφημα στον ύπατο αρμοστή της Ελλάδας στην Θράκη, Αντ. Σαχτούρη, με το οποίο του ζητούσε να λάβει αμέσως ουσιαστικά μέτρα, για την αναδιοργάνωση των νέων, ελληνικών εδαφών και την εφαρμογή ενός σχεδίου που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη σε όλες τις εθνότητες, θα εξα­σφάλιζε την ισονομία και την ισοπολιτεία, θα επέβαλε την λήθη στα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί και θα συνέβαλε στην άμεση επιστροφή των εκτοπισμένων, ελληνικών πληθυσμών. Σταδιακά άρχισε, έτσι, η εγκατάσταση των ελληνικών, διοικητικών αρχών στην Θράκη και οι Τούρκοι προϊστάμενοι των υπηρεσιών της Αδριανουπόλεως και των διοικήσεων Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών και Καλλιπόλεως παρέδωσαν τις διοικήσεις τους στους Έλληνες με τακτικά πρωτόκολλα.


Η ελληνική διοίκηση στην Ανατολική και στη Δυτική Θράκη οργανώθηκε με αργά, αλλά σταθερά βήματα. Γενικός διοικητής των δύο επαρχιών ορίσθηκε αρχικά ο ύπατος αρμο­στής Αντ. Σαχτούρης. Με τον νόμο 2492 της 10ης Σεπτεμβρίου 1920 ενσωματώθηκε και τυπικά στο ελληνικό κράτος η κατεχό­μενη στρατιωτικά Ανατολική και Δυτική Θράκη και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος.



Η Ανατολική Θράκη διαιρέθηκε σε 4 νομούς και 23 υποδιοικήσεις. Αργότερα, μετά την διοικητική ένωση και της Δυτικής Θράκης, η Θράκη χωρίσθηκε σε 6 νομούς (Αδριανουπόλεως, Καλλιπόλεως, Ραιδεστού, Σα-ράντα Εκκλησιών, 'Εβρου και Ροδόπης). Οι πρωτεύουσες των νομών και των υποδιοικήσεων πήραν ελληνικές ονομασίες όπως π.χ. Νίκη (Χάφσα), Μακρά Γέφυρα (Ουζούν-Κιοπρού), Περίσταση (Σάρκιοϊ) κλπ., ενώ παράλληλα με την εσωτερική οργάνωση των κοινοτήτων της Ανα­τολικής Θράκης η ελληνική διοίκηση κατέβαλλε τεράστιες προσπάθειες για την οργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών.


Τα δικαιώματα των μειονοτήτων της Θράκης έγιναν σεβαστά στα τοπικά διοικητικά συμβούλια και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Οι εκπρό­σωποι των εθνικών μειονοτήτων αντιπροσωπεύθηκαν τόσο στα δημοτικά συμβούλια όσο και στην εκτελεστική εξουσία. Στις εκλογές του ελληνι­κού κράτους της 1ης Νοεμβρίου 1920 συμμετείχε και η ελεύθερη πια Θράκη. Στην ελληνική Βουλή το ελληνικό στοιχείο αντιπροσωπευόταν από 30 βουλευτές, το μουσουλμανικό από 20, το εβραϊκό από 1 και το αρμενικό επίσης από 1 βουλευτή.


Το πολύμοχθο έργο, όμως, της ελληνικής διοίκησης στην ενιαία, ελληνική Θράκη, αλλά και οι ελπίδες εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων δεν μπόρεσαν να δικαιωθούν. Η Θράκη βρέθηκε στη δίνη του κεμαλικού κινήματος, της απαξίωσης της ελληνικής πολιτικής και διπλωματίας από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και της εσω­τερικής διάσπασης των συμμάχων, οι οποίοι ενεργούσαν ανάλογα με τα εθνικά τους συμφέροντα απέναντι στους Τούρκους.


Εκείνο που θα βοηθούσε στη διεκδίκηση των ελληνικών κεκτημένων στη Θρά­κη θα ήταν η σθεναρή, ελληνική, στρατιωτική και πολιτική παρουσία στην περιοχή. Όμως η αρνητική πολιτική εξέλιξη του Νοεμβρίου του 1920, η απουσία του Βενιζέλου και η κομματική διαίρεση, που αντανακλούσε στην ελληνική κοινωνία, δεν έδινε ελπίδες για την αναστροφή του κλίματος. Προτεραιότητα στο μέτωπο της Θράκης δόθηκε πολύ αργά από τους πρωτεργάτες του επαναστατικού κινήματος που εκδηλώθηκε μετά τη μικρασιατική κατάρρευση, Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, με τη συγκρότηση ισχυρού στρατού στη Θράκη υπό τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Ήταν όμως αργά για τη σωτηρία της Ανατολικής Θράκης.


Ένας αξιωματικός, πρωταγωνιστής των βαλκανικών πολέμων και του μικρασιατικού μετώπου, ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, που βρέθηκε στο Παρίσι ένα χρόνο πριν την καταστροφή, έγραφε προφητικά: «Φοβούμαι ότι και τη Θράκη θα χάσωμεν. Από ότι βλέπω, εκεί βαδίζομεν. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι άσπονδοι εχθροί μας, αλλά μήπως και η Αγγλία πάει πίσω; Σήμερον έχει συμφέρον να παρατείνει αυτήν την κατάστασιν, θέλει τας ελληνικάς λόγχας. Όταν αύριον δεν θα τας έχει ανάγκην, διότι θα τα φκιάσει με τον Κεμάλ, τότε θα μας δώσει την κλωτσιά κατάστηθα και ευρισκόμεθα πολύ πλησίον της εποχής αυτής», σημειώνει με απογοήτευση και προφητική επισήμανση ο αγωνιστής αξιωματι­κός.


Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1921 είχε παγιωθεί η εκτίμηση στους κόλπους των συμμάχων, ότι η Ανατολική Θράκη θ’ αποδοθεί στην Τουρκία, διότι πλέον τα γεωπολιτικά συμφέροντα των δυνάμεων της συμμαχίας, της Αντάντ, αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν μεταστραφεί υπέρ του νέου, ισχυρού, τουρκικού παρά­γοντα, του Μουσταφά Κεμάλ. Οι άλλοτε σύμμαχοί μας στην Αντάντ, με μυστικές συμφωνίες που συνήψαν, καθένας τους ξεχωριστά, με τον Κεμάλ, με την υπο­νομευτική, εν γένει και προδοτική συμπεριφορά τους, ξεπούλησαν τα ελληνικά συμφέροντα στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία κι ενώ είχαν την πολιτική και στρατιωτική δύναμη να διατηρήσουν το καθεστώς της ελληνικής επικράτειας στην Ανατολική Θράκη, «καθάρισαν» την υπόθεση εσπευσμένα, σύμφωνα με τη βούληση το νέου ισχυρού παράγοντα της Ανατολής και τα δικά τους συμφέροντα στην πρώην οθωμανική αυτοκρατορία. Η χαριστική βολή δόθηκε από τη Γαλλία τον Οκτώβριο του 1921, η οποία υπέγραψε μυστικά με τους κεμαλιστές τη Συμφωνία της Άγκυρας, που δεν ήταν τίποτα άλ­λο παρά η αρχή μιας γαλλοκεμαλικής συνεργασίας, η οποία διέλυε στην πράξη το γεωπολιτικό καθεστώς της Συνθήκης των Σεβρών.


Δεν ήταν όμως μόνο οι Γάλλοι και οι Ιταλοί που έδωσαν γη και ύδωρ στον Κε­μάλ. Ήταν και οι Άγγλοι, που κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων για τη Θράκη είχαν κάνει μυστικές επαφές με τον Κεμάλ, όπως διαβεβαίωνε ο Τούρκος ισχυρός άνδρας σε συνεργάτη του.


Η εύλογη αναταραχή, η οποία είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολικής Θράκης, από τις πληροφορίες που έφθαναν σ’ αυτούς, προκάλεσε, τον Σεπτέμβριο του 1922, την κορύφωση της ένοπλης, τουρκικής και βουλγαρι­κής δραστηριότητας σε βάρος του ελληνικού στοιχείου, που είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Διασυμμαχική επιτροπή ανακοί­νωσε στις 23 Σεπτεμβρίου στον Έλληνα και στον Αρμένιο μητροπολίτη της Αδριανουπόλεως ότι οι Τούρκοι επρόκειτο ν' ανακαταλάβουν την Θράκη και ότι θα έπρεπε να προετοιμάσουν ψυχολογικά τα πνεύματα των συμπατριωτών τους, ώστε ν' αποφεύγονταν δυσάρεστες καταστάσεις, εκ­φράζοντας παράλληλα υπαινιγμούς για ενδεχόμενη αυτονόμηση της Θρά­κης. Ανάλογες επαφές είχαν οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών κρατών και με τον Βούλγαρο επίσκοπο και τον μουφτή Αδριανουπόλεως.


Στις 25 Σεπτεμβρίου ο Ελ. Βενιζέλος έστειλε ένα συνταρακτικό τηλεγράφημα προς τους πληρεξούσιους Θράκες στα Μουδανιά, ανακοινώνοντας την απώλεια της ελληνικής, Ανατολικής Θράκης: «Ανακοινώσατε, παρακαλώ, τηλεγράφημα εις πληρεξουσίους Θράκης. Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι' Ελλάδα και επανέρχεται εις άμεσον κυριαρχίαν Τουρκίας, αποκλειόμενης πάσης διαμέσου λύσεως, οία υπονοούμε­νη εις τηλεγράφημα σας. Επί πλέον υποχρεούμεθα να εκκενώσωμεν από τούδε Θράκην. Ολόκληρος προσπάθειά μου στρέφεται πως χάνοντες Θράκην να σώσωμεν εν μετρώ δυνατώ Θράκας. Γνωρίζετε ότι πάσαι αι εγγυήσεις, ας συνθήκη ειρήνης ηδύνατο να πρόϊδη και ας Τούρκοι θα εδέχοντο, ουδεμίαν ασφάλειαν πραγματικήν αποτελούσι δια χριστιανούς και χαίρω, διότι επί τούτω συμφωνείτε εντελώς. Όσον τραγικόν και αν είνε, ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσι την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν αυτοί και προγονοί των, δεν υπάρχει άλλο μέσον σωτηρίας δι' αυτούς μετά την θριαμβευτικήν επιστροφήν των Τούρκων εις Ευρώπην. Κάμνω ό,τι δυνατόν, όπως επιτύχω, ίνα την αποχώρηση της Ελληνικής Διοικήσεως μη επακολούθηση αμέσως επαναφορά Τουρκικής Διοικήσεως και Χωροφυλακής, αλλά συμμαχικά στρατεύματα αναλάβωσι προσωρινώς διοίκησιν, ίνα δοθή καιρός εις θέλοντας εκ των κατοίκων να μετοικήσωσιν αποκομίζοντες την κινητήν περιουσίαν των……………..»


Το τηλεγράφημα αυτό δεν αποτέλεσε «κεραυνό ε αιθρία» για τους Θράκες, αφού ήδη από τις αρχές του Σεπτεμβρίου ο αντίκτυπος της Μικρασιατικής καταστροφής στον γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Θράκης είχε αρχίσει να γίνεται έντονα αισθητός. Περιγράφει, σχετικά, ο αναπλη­ρωτής γενικός διοικητής Θράκης, Κώστας Γεραγάς, στις «Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922»: «Τα πλοία απεβίβαζον εις Ραιδεστόν, κυρίως ειπείν, πετούσαν έξω, ημέραν και νύκτα τα θύματα της συμφοράς πάσης φυλής και θρησκεύματος, Έλληνας, Αρμενίους και Τούρκους και Κιρκασίους. Μυριάδες γυμνών, πειναλέων και διψαλέων, αλλοφρονούντων κατέκλυζαν την προκυμαίαν, τα κέντρα, τας οδούς της πόλεως, η οποία επήρκει δια ζωήν και κίνησιν μερικών χιλιάδων ανθρώπων. Εις την μορφήν των εφαίνετο ζωηρά ο τρόμος και η αγωνία, την οποία εδοκίμασαν, έως ότου πηδήσουν εις μίαν λέμβον και εκείθεν εις πλοίον και αφήσουν οπίσω μακράν τας ακτάς της Μ. Ασίας, τα ιερά των χώματα, τα οποία αυτήν την φοράν τοις έλεγον, σωθήτε! Και υπήρξαν πολλοί, οι οποίοι δεν επρόλαβον να περάσουν την θάλασσαν του Μαρμαρά και του Ευξείνου. ……. Μαζί με τους πρόσφυγας απεβιβάζετο εις Ραιδεστόν και το Γ' Σώμα Στρατού, όχι βέβαια εν απολύτω τάξει και πειθαρχία……….. Η κατάστασις εν Ραιδεστώ δεν έπαυσε να είνε πολύ δύσκολος. Ο αριθμός των προσφύγων ανήρχετο εις 80.000. Προέκυψεν αμέσως γενική κρίσις και πρώτον ύδατος και άρτου……. Επεβάλλετο και ήρχισεν επειγόντως η αραίωσις δια μετακινήσεως των προσφύγων εις το εσωτερικόν της Θράκης. Και κατά το τελευταίον δεκαήμερον του Σεπτεμβρίου η Ραιδεστός είχεν εκκενωθή υπό των προσφύγων, πολύ δε πρότερον υπό των περισσοτέρων μονάδων του στρατού. Η μεταφορά και η εγκατάστασις των προσφύγων εγίνετο εις το εσωτερι­κόν της Ανατολικής Θράκης, ωσεί μη υπήρχε φόβος άλλης τόσον προσεχούς μετακινήσεως…………….. Αντιθέτως οι εν Ραιδεστώ ξένοι καταλλήλως παρετήρουν ότι προτιμότερον ήτον να κατευθύνωνται οι πρόσφυγες προς την Μακεδονίαν. Μετά την συμφοράν η χαρά των Μουσουλμά­νων δυσκόλως ηδύνατο να αποκρυβή, επίστευον δε πλέον ακραδάντως εις επάνοδον της Τουρκίας. Δεν υπήρχε καμμία αμφιβολία ότι οι Τούρκοι, ευκαι­ρίας διδομένης, θα εδεικνύοντο οίοι είνε. Τα επακολουθήσαντα κατά την εκκένωσιν γεγονότα διεπίστωσαν τούτο. Το ελληνικόν στοιχείον κατελήφθη υπό συγκινήσεως δια την συμφοράν και υπό αισθημάτων αγωνίας μετά τας αγρίας σφαγάς της Σμύρνης, μάλιστα δε πάντων οι πρόσφυγες, οι οποίοι μετά τόσας δοκιμασίας απώλεσαν την ευψυχίαν και εζήτουν να μεταφερθώσιν εις Μακεδονίαν. Η συγκίνησις, αν μη ο πανικός, των πρώτων ημερών ηδύνατο να διαλυθή, να παρέλθη, αν αποκαθίστατο η πεποίθησις του λαού επί τον στρατόν. Τούτο όμως δεν συνέβαινε και περιττόν να εκταθή κανείς περισσότερον εις πενθίμους σελίδας επί του ζητήματος».


Η ύπουλη τακτική των συμμάχων, την οποία ήδη περιγράψαμε και ο συνεχιζόμενος, εσωτερικός διχασμός, προκάλεσε, τελικά, τη σύνταξη κι υπογραφή του περίφημου Πρωτοκόλλου των Μουδανιών, στις 11 Οκτω­βρίου 1922, όπου Τούρκοι και σύμμαχοι (Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί) υπόγραψαν την τελική λύση της Θράκης: δηλαδή, μέσα σε 15 μέρες ο ελληνικός στρατός έπρεπε να εγκαταλείψει τη Θράκη και να παραδώσει τη διοίκηση στους συμμάχους, οι οποίοι αυθημερόν θα την παρέδιδε στους Τούρκους.


Η συμπεριφορά των άλλοτε συμμάχων μας, η έλλειψη συντονισμού της ελληνικής διπλωματίας, οι αλλοπρόσαλλες εντολές της κεντρικής διοίκησης προς την ελληνική αντιπροσωπεία στα Μουδανιά, οδήγησαν στην υπογραφή του επαίσχυντου εκείνου Πρωτοκόλλου. Η κυβέρνηση της Αθήνας, μετά την αποχώρηση του Αλ. Μαζαράκη από τη διάσκεψη, έδωσε εντολή να υπογράψει τη συμφωνία ο αρμοστής της Κωνσταντινούπολης, Ευάγγελος Κανελλόπουλος, ο οποίος έβαλε, με βαριά καρδιά, εκ μέρους της Ελλάδας την υπογραφή του στο κατάπτυστο πρωτόκολλο εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης.


Το ζοφερό κλίμα στο δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 1922, με τον καταιγισμό των φημών και την ανύπαρ­κτη, επίσημη ενημέρωση, εξηγεί η αφήγηση ενός πρόσφυγα της πρώτης γενιάς, του Φωτίου Αποστολίδη, από την κωμόπολη Τσαντώ, στην περιφέρεια Σηλυβρίας και Τυρολόης, όπως την κατέγραψε ο δημοσιογράφος Χρήστος Ζαφείρης στο θαυμάσιο έργο του «ΜΝΗΜΗΣ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ – ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ»: «Οι Θράκες αφυπνίσθησαν έντρομοι από τον κρότον της ειδήσεως περί της υπογραφής του απαίσιου πρωτοκόλλου των Μουδανιών και αντελήφθησαν διαμιάς όλην την τραγικότητα της καταστάσεως, η οποία δεν επεδέχετο πλέον ουδεμίαν αναβολήν και θεραπείαν. Έπαθαν δε τότε μίαν απότομον ψυχολογικήν μεταστροφήν. Έπεσαν ακριβώς εις το αντίθετον άκρον, της τελείας απογνώσεως, χωρίς να γνωρίζουν τι κάμνουν, χωρίς να θέλουν ν' ακούσουν τίποτε, ένα μόνον εκοίταζαν, πώς να φύγουν μίαν ώραν αρχύτερα εγκαταλείποντες τα πάντα. Έτσι μόνον είναι δυνατόν να εξηγηθή το παράδοξον γεγονός ότι η εκκένωσις της Ανατολικής Θράκης μολονότι ημπορούσε να γίνη με κάποιαν ψυχραιμίαν και τάξιν εντός των ωρισμένων προθεσμιών, όπως ήτο κανονισμένον με τας σχετικάς συμφωνίας, έγινε απεναντίας τόσο παραζαλισμένη και βιαστική και τόσας επέφερεν οικονομικάς απωλείας, ώστε ν' αμιλλάται προς ταύτην με την απερίγραπτον συμφοράν της Μικρασίας... Μόλις συνήφθη η σύμβασις των Μουδανιών, η ιδέα της φυγής επικράτησεν απ' άκρου εις άκρον της Θράκης και οι πλέον εκτεθειμένοι εις τον κίνδυνον αψηφούντες εκ του φόβου των τα υπάρχοντα αυτών και ουδέ στιγμή σκεφθέντες τους βωμούς, τα ιερά και τους τάφους των πατέρων τους, ήρπασαν ό,τι έτυχεν εμπρός των και ερρίφθησαν έξω φρενών εις τους δρόμους, αρκούμενοι να σώσουν έστω και μόνη την ζωήν των..».


Αυτό το κλίμα πανικού που περιγράφει ο Αποστολίδης είχε καταλάβει όλους σχε­δόν τους Θρακιώτες το φθινόπωρο του 1922, αμέσως μετά την απόφαση για την εκκένωση της Θράκης, με το επαίσχυντο Πρωτόκολλο των Μουδανιών, μετά την υπογραφή του οποίου ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε μέσα σε 15 μέρες να εκκενώσει την Ανατολική Θράκη και ν' αποσυρθεί δυτικά του Έβρου. Συμμαχικές δυνάμεις ανέλαβαν να μεταβιβάσουν τις πολιτι­κές εξουσίες στις τουρκικές αρχές, 30 μέρες μετά την εκκένωση της Ανα­τολικής Θράκης από τους κατοίκους της. Τότε ο πανικός των ντόπιων και των προσφυγικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης έγινε πια απέραντος κι ανεξέλεγκτος. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1922 ο αναπληρωτής του γενικού διοικητή Θράκης Κ. Γεραγάς ανέλαβε επίσημα να συντονίσει το άχαρο έργο του ξεριζωμού του ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης κι έστειλε τηλεγρά­φημα στις ελληνικές πολιτικές, διοικητικές και στρατιωτικές αρχές, με το οποίο τους υποδείκνυε τους έλεγε ότι η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Ανα­τολική Θράκη θ' αρχίσει την 1η Οκτωβρίου, μέχρι την 7η Οκτωβρίου αυτά θα έχουν αποσυρθεί από τις περιφέρειες των Υποδιοικήσεων 40 Εκκλησιών, Αρκαδιουπόλεως, Μυριοφύτου, Περιστάσεως, Αρτισκού, Μαλγάρων, Κεσσάνης, Μακράς Γέφυρας, Νί­κης, Δρογγυλίου και την 15η Οκτωβρίου θα είναι συγκεντρωμένα στη δυτική όχθη του ποταμού 'Εβρου. Στη συνέχεια έδινε οδηγίες για τα σημεία προς τα οποία έπρεπε να κατευθυνθούν οι κάτοικοι των περιφερειών της Ανατολικής Θράκης, προκειμένου ν’ αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Ειδικά όσον αφορά τα Γανόχωρα, το τηλεγράφημα έλεγε ότι οι κάτοικοι της περιφέρειας Μυριοφύτου θα μεταφέρονταν ατμοπλοϊκώς από τα λιμάνια του λιμένας Μυριοφύ­του ή της Περιστάσεως, όσοι μπορούσαν να κατέβουν στην Περίσταση. Οι κάτοικοι της Περιστάσεως θ' αναχωρούσαν ατμοπλοϊκώς από το λιμάνι τους. Υποδείκνυε, τέλος, στις αρχές της Ανατολικής Θράκης, το εθνικό καθήκον που είχαν, ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση με ψυχραιμία και να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να προλάβουν τον πανικό και τις τυχόν υπερβασίες εκ μέρους κακοποιών στοιχείων.


Στις 2 Οκτωβρίου του 1922 έφτασε στην Αδριανούπολη κι ανέλαβε καθήκοντα γενικού διοικητή ο υποστράτηγος Γ. Κατεχάκης. Βρήκε μια τραγική κατάστα­ση, καθώς έφταναν συγκινητικές εκκλήσεις για την απο­στολή πλοίων στη Μήδεια, όπου είχαν συγκεντρωθεί 4.000 περίπου Έλληνες, οι οποίοι αντιμετώπιζαν δυσμενέστατες, καιρικές συνθήκες, αλλά και άμεσο κίνδυνο να εξοντωθούν. Η στρατιωτική εκκένωση της Μήδειας και της Αινιάδας έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι την επομένη, 3η Οκτω­βρίου. Την μέρα εκείνη ο γενικός διοικητής Γ. Κατεχάκης οριστικοποί­ησε το σχέδιο εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης, υποδεικνύοντας τα σημεία κα τους τρόπους αναχώρησης των προσφύγων, ανάλογα με τις περιοχές προέλευσής τους. Όσοι έμεναν σε περιοχές κοντά στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και της Προποντίδας, θα συγκεντρώνονταν και θα αποχωρούσαν από τα λιμάνια της Αινιάδας, της Μήδειας, του Εξάστερου, των Επιβατών, της Σηλύβριας, της Ηρά­κλειας, της Ραιδεστού, του Μυριοφύτου, της Περιστάσεως και άλλων μικρών όρμων της Προποντίδας. Υπολογίζονταν ότι 6.000 Έλληνες επρό­κειτο ν' αποπλεύσουν από τον Εύξεινο Πόντο και 100.000 από την Προποντίδα. Οι Θράκες που ζούσαν σε περιοχές που γειτνίαζαν με το Αιγαίο θα συγκεντρώνονταν στον κόλπο του Ξηρού (περίπου 30.000) και στον όρμο της Αίνου (περίπου 5.000) και θα κατευθύνονταν, οι μεν αστικοί πληθυσμοί στην Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα, οι δε αγροτικοί στην Κασσάνδρα και στην μονή του Αγ. Νικήτα. Παράλληλα, σε όσους είχαν τη δυνατότητα να το πραγματοποιήσουν, συστήθηκε να κατευθυνθούν οδικά στις διαβάσεις του Έβρου προς την Δυτική Θράκη. Αντίθετα εκεί­νοι, οι οποίοι δεν είχαν την δυνατότητα, όφειλαν να συγκεντρωθούν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς Σαράντα Εκκλησιών, Αρτίσκου και Αρκαδιουπόλεως, όπου θα είχαν την προστασία της ελληνικής Χωροφυ­λακής μέχρι να επιβιβασθούν στα τραίνα.


Στις 3 Οκτωβρίου (1922) αποβιβάσθηκαν στην Ραιδεστό αγγλικά στρατεύματα. Η παρουσία τους ενίσχυσε σημαντικά το ηθικό των Θρα­κών. Ενώ όμως είχαν ληφθεί αυστηρά μέτρα, ώστε ν' αποτραπούν έκτρο­πα σε βάρος του ελληνικού στοιχείου, άρχισαν ήδη οι πρώτες επιθέσεις των ένοπλων, τουρκικών ομάδων. Η αγωνία των ελληνικών πληθυσμών κορυφωνόταν, καθώς πραγματοποιούνταν σταδιακά η εκκένωση των αστικών κέντρων, κάτω από τα άγρυπνα βλέμματα των καραδοκούντων αυτονομιστών Βουλγάρων. Τον τομέα Σηλύβριας, Σιδηροχωρίου, Βιζύης και Τυρολόης είχαν καταλάβει τα ιταλικά στρατεύματα. Όλοι βιάζονταν να φύ­γουν. Το θέαμα της τραγικής εξόδου των ελληνικών πληθυσμών της Ανα­τολικής Θράκης (προς την Δυτική), με κύρια περάσματα την Αρκαδιούπολη και την Μακρά Γέφυρα, ήταν σπαρακτικό. Μόνο οι αυτόπτες μάρτυρες και οι εκθέσεις των ελληνικών Αρχών μπόρεσαν ν’ αποδώσουν ένα μέρος της τραγικότητας των ημερών εκείνων:


Το απαίσιο θέαμα της εξόδου των προσφύγων περιγράφει με μελαγχολικό λυρισμό ο Κώστας Γεραγάς, αναπληρωτής γενικός διοικητής της Θράκης, στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε: «Επί πολλάς ημέρας η αμαξιτή οδός Αρκαδιουπόλεως και πολύ πέραν αυτής μέχρι το Κάραγατς εκαλύπτετο υπό συνεχούς σειράς αραμπάδων, εκ των οποίων έκαστος κατά κανόνα μετέφερεν ανά μίαν οικογένειαν μετά των κινητών της. Την τραγικήν σιωπήν ετάρασσεν ο ιδιόρρυθμος ήχος των τριζόντων τροχών των οχημάτων με τους πελιδνούς άφωνους οδηγούς, κινούντας αδιακόπως προς την οδόν της σωτηρίας. Αν εσταμάτα ιδίως εκ βλάβης των τροχών εις αραμπάς, όλη η όπισθεν πένθιμος συνοδεία έπρεπε να σταματήση και όλοι προσεπάθουν να επιδιορθώσουν την βλάβην. Έλαβον χωράν και τοκετοί καθ' οδόν και θάνατοι με απλοποιημένος στιγμιαίας κηδείας...».


Ο υποδιοικητής της Μακράς Γέφυρας, Αποστολίδης, στη δική του έκθεση, γράφει τα εξής: «Η έξοδος αύτη παριστά σπαραξικάρδιον θέαμα. Δια της πόλεως Μ. Γέφυρας, κεντρικής οδού πολλών περιφερειών, επί ημέρας και νύκτας πολλάς διήρχοντο μυριάδες προσφύγων της Μ. Ασίας και Θράκης. Θρήνοι και οδυρμοί και αραί στυγεραί κατά των υπαιτίων της τραγι­κής συμφοράς επλήρουν τους αιθέρας. Κατά σατανικήν σύμπτωσιν βροχή ρα­γδαία και χάλαζα χονδρά έπλητταν τους ατυχείς τούτους πληθυσμούς. Θα έλεγε τις ότι και αυτά τα στοιχεία της φύσεως συνώμοσαν μετά των φανερών και κρύφιων εχθρών της φυλής προς εξόντωσιν αυτής. Το θέαμα προυξένησε βαθυτάτην αίσθησιν και εις την Διασυμμαχικήν Επιτροπήν, η οποία μετά καταφα­νούς ψυχικής οδύνης παρηκολούθει άφωνος τας ατέρμονας συνοδείας των προσφύγων. Οι πληθυσμοί φεύγοντες εγκατέλειπον κινητήν περιουσίαν εις εμπορεύματα, σιτηρά και έπιπλα αξίας ανυπολογίστου. Μάτην αι αρχαί ετόνιζον ότι παρέχεται μηνιαία και πλέον προθεσμία ελευθέρας εξόδου, εις μάτην συνίστων ψυχραιμίαν. Αι σκηναί τηςΜ. Ασίας, η αγρία και προκλητική στάσις των Τούρκων και αι επιθέσεις αυτών κατά την διέλευσιν εκ της υπαίθρου χώρας εναντίον των προσφύγων ενέσπειρον τον τρόμον και την απόγνωσιν. Έφευγαν εγκαταλείποντες τα πάντα, με την ελπίδα ότι μετά την απομάκρυνσιν των γυναικόπαιδων θα ηδύναντο επανερχόμενοι ν' αποκομίσωσι σιτηρά και ζώα των, δεν εφαντάζοντο ότι άμα τη αποχωρήσει του στρατού θα σχηματισθώσιν ένοπλοι, τουρκικαί συμμορίαι εν τη υπαίθρω. Ωσεί μη ήρκουν ταύτα, ο προσφυγικός κόσμος επέπρωτο να δοκιμάση και αιματηράς περιπέτειας κατά την οδόν του μαρτυρίου του (και παραθέτει η έκθεσις σειρά εγκληματικών πράξεων των Τούρκων κατά των αποχωρούντων προσφύγων). Υπό τοιαύτας λοιπόν τραγικάς και καταστρεπτικάς συνθήκας έλαβε χώραν η έξοδος των κατοίκων της Θράκης, ως πάλαι ποτέ των Εβραίων εξ Αιγύπτου! Λαός, κατοικών την χώραν ταύτην από αμνημονεύτων χρόνων, αναγκάζεται να εγκατάλει­ψη την γην των πατέρων του, μεθ' ης συνδέεται δι' αρρήκτων ιστορικών και εθνολογικών δεσμών, εις το άκουσμα της επανόδου των Τούρκων, ως έφευγαν άλλοτε οι Λαοί της Ανατολής και ανατολικής Ευρώπης κατά την εξόρμηση των βαρβάρων, ούς εξήμει ο άγριος βορράς εκ των εγκάτων της Ασίας...»


Ο Υποδιοικητής Αρκαδιουπόλεως κ. Λέφας, στην έκθεσή του, αναφέρει: «Η είδησις περί των εν Μουδανίοις ληφθεισών αποφάσεων ελήφθη εν τη περιφερεία Αρκαδιουπόλεως την 27 Σεπτεμβρίου παρά των επί τούτω σταλέντων υπό του Στρατηγείου εκ Ραιδεστού κ. Αγγελοπούλου, υπαλλήλου της Γενικής Διοικήσεως και του κ. Γεωργαντοπούλου, λοχαγού. Την αυτήν νύκτα ήρξαντο οι οδυρμοί και η ημέρα αύτη δέον να θεωρηθή η απαρχή της τεραστίας τραγωδίας. Ουδείς των ομογε­νών, ουδείς των Αρμενίων ευρέθη εκφράζων γνώμην διάφορον της γενικώς επικρατούσης. Κοινή αντιλήψει και μια φωνή υπεδεικνύετο εν μέτρον και διετυπώθη ως σύνθημα: Να φύγωμεν!! Παρά της υποδιοικήσεως εζητείτο η μόνη πληροφορία ημέρας και νυκτός. Πόσας ημέρας ακόμη έχομεν δια να φύγωμεν; Παρά τας νουθεσίας ημών και προσπθείας, όπως πείσωμεν τους πληθυσμούς ότι υπάρχει καιρός προς εκκένωσιν της Ανατολικής Θράκης, μία ήτο η απόφασι, περί αμέσου αναχωρήσεως. Και έφευγαν οι άνθρωποι σιδηροδρομικώς, επί αμαξών, πεζή, όπως έκαστος ηδύνατο. Οι αστοί, πλούσιοι και πτωχοί, μεγάλοι και μικροί, παιδία, ηγωνίζοντο να περισυλλέξωσιν ότι ηδύνατο να μεταφερθή, όπως εύρωσιν αμάξας και επιβιβάζοντες γυναίκας, τέκνα και όσα εκ των κινητών επέτρεπαν τα μεταγωγικά μέσα φύγωσι το ταχύτερον. Έτι τραγική ήτο η θέσις των αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι σχηματίζοντες καραβάνια διέσχιζαν την περιφέρειαν με διεύθυνσιν προς τον 'Εβρον αίροντας τον σταυ­ρόν του μαρτυρίου... Είδον γυναίκα πεσούσαν εξ εξαντλήσεως από την υπερπληρωμένην άμαξαν και εκπνεύσασαν. Είδον πρόσφυγα εξ ατονίας μη συγκρατηθέντα επί των ποδών του και πεσόντα άπνουν εκ του βαγονίου. Είδον βρέφη αποθανόντα εξ ασφυξίας εις τας αγκάλας δυστυχών χωρικών μητέρων... Εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν εν αναμονή των βαγονιών και της χορηγίας θέ­σεων οι πρόσφυγες έμεναν εκτεθειμένοι εις τας ιδιοτροπίας του θρακικού φθι­νοπώρου με τον άγριον άνεμον και την βροχήν. Βηξ, άτονοι και κλαυθμοί ηκούοντο διαρκώς. Φωναί ως από τάφων εζήτουν επίσπευσιν της αναχωρή­σεως, ενώ χείρες ικέτιδες των ιερέων ηυλόγουν δια τελευταίαν φοράν την γενέτειραν γην και τους τάφους των προγόνων. Οι ασθενείς κατέκειντο υπό βρεγμένα εφαπλώματα πυρέσσοντες. Ο εκ της Διασυμμαχικής επιτροπής αντι­συνταγματάρχης της Γαλλικής Χωροφυλακής κ. Αλλάρ ουχί άπαξ βλέπων τα γινόμενα εκ του παραθύρου του εθεάθη δακρύων και λέγων: «Απαίσιον θέαμα, δεν αντέχω να βλέπω τα βάσανα των δυστυχών τούτων». Επί πολλάς ημέρας η αμαξιτή οδός Αρκαδιουπόλεως και πολύ πέραν αυτής μέχρι Καραγάτς εκαλύπτετο υπό συνεχούς σειράς αραμπάδων, εκ των οποίων έκαστος κατά κανόνα μετέφερεν ανά μίαν οικογένειαν μετά των κινητών της. Την τραγικήν σιωπήν ετάρασσεν ο ιδιόρρυθμος ήχος των τριζόντων τροχών των οχημάτων με πε­λιδνούς άφωνους οδηγούς, κινούντας αδιακόπως προς την οδόν της σωτηρίας. Αν εσταμάτα ιδίως εκ βλάβης των τροχών είς αραμπάς, όλη η όπισθεν πένθι­μος συνοδεία έπρεπε να σταματήση και όλοι προσεπάθουν να επιδιορθώσουν την βλάβην. 'Ελαβον χωράν και τοκετοί καθ' οδόν και θάνατοι με απλοποιημέ-νας στιγμιαίας κηδείας. Εις την συνοδείαν αυτήν ενεμφανίσθη μίαν ημέραν και η εν Αδριανουπόλει Διασυμμαχική επιτροπή προς εξέτασιν του ζητήματος των λαμβανομένων τουρκικών αραμπάδων μετά των ζώων. Τόσον όμως βαθείαν εντύπωσιν προυξένησεν η δυστυχία εκείνη και τόσον προσήκοντας πικρούς λόγους ήκουσεν από ένα αναξιοπαθούντα λαόν, ώστε απήλθε, χωρίς να εξέταση ή να διάταξη τα όσα εμελέτα μέτρα προς έλεγχαν των οχημάτων».


Η πιο δραματική όμως περιγραφή, για τη σιωπηλή και μακάβρια έξοδο των Θρα­κών το φθινόπωρο του 1922 είναι μια δημοσιογραφική ανταπόκριση απεσταλμέ­νου αμερικανικής εφημερίδας, που κάλυψε εκείνα τα μοιραία χρόνια την ελληνοτουρκική σύγκρουση και τα κοσμογονικά, ευρωπαϊκά γεγονότα. Είναι η ανταπόκριση του δημοσιογράφου και αργότερα διάσημου πεζογράφου, βραβευμένου με Νόμπελ, του 'Ερνεστ Χέμινγουεϊ: «Σε μια ατέλειωτη, ιλιγγιώδη πορεία ο χριστιανικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης στριμώχνεται στους δρόμους προς τη Μακεδονία. Η κυρία φάλαγγα, που περνάει τον ποταμό Έβρο, έχει μήκος τριάντα δυο χιλιομέτρων. Μια φάλαγγα τριάντα δύο χιλιομέτρων, με κάρα που τα σέρνουν αγελάδες, ταύροι και λασπωμένοι νεροβούβαλοι, ενώ δίπλα τους, εξουθενωμένοι και ζαλισμένοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κουβέρτες πάνω από τα κεφάλια τους, περπατούν στα τυφλά κάτω από τη βροχή, δίπλα στα εγκόσμια αγαθά τους. Τα κύριο αυτό ρεύμα τροφοδοτείται από ολόκληρη την ενδοχώρα. Δεν ξέρουν που πάνε. Άφησαν τα κτήματά τους, τα χωριά τους και τα ώριμα, σκουρόχρωμα χωράφια τους, για να προστεθούν στο κύριο ρεύμα των προσφύγων, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Τούρκος. Τώρα, το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι να κρατούν τη φρικαλέα φάλαγγα, ενώ το πιτσιλισμένο με λάσπες ελληνικό ιππικό τους οδηγεί όπως οι γελαδάρηδες τα γελάδια...».


«Είναι μια σιωπηλή φάλαγγα», συνεχίζει. «Ούτε που γκρινιάζει κανένας. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να συνεχίσουν να κινούνται. Οι όμορφες, τοπικές τους ενδυμασίες είναι βρεγμένες και λασπωμένες. Κοτόπουλα κρέμονται από τα πόδια στα κάρα. Τα μοσχαράκια μαζεύονται γύρω από τα ζεμένα βόδια, κάθε φορά που ένα φρακάρισμα σταματάει τη φάλαγγα. Ένας γέρος περπατάει γέρνοντας από το βάρος ενός γουρουνιού, ενός δρεπανιού κι ενός όπλου, με ένα κοτόπουλο κρεμασμένο στο δρεπάνι. Ένας άντρας απλώνει μια κουβέρτα πάνω από μια γυναίκα που δουλεύει πάνω σ' ένα κάρο, για να την προστατεύσει από τη βροχή. Εκείνη είναι ο μόνος άνθρωπος που κάνει κάποιο θόρυβο. Η μικρή της κόρη την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η φάλαγγα συνεχίζει να κινείται. Μόνο από την Ανατολική Θράκη πρέπει να απομακρυνθούν 250 χιλιάδες χριστιανοί πρόσφυγες. Σχεδόν μισό εκατομμύριο πρόσφυγες βρίσκονται τώρα στη Μακεδονία. Πώς θα τραφούν; Κανείς δεν ξέρει. Τον άλλο μήνα όμως όλος ο χριστιανικός κόσμος θα ακούσει την κραυγή: "Ελάτε στη Μακεδονία να μας βοηθήσετε"... Περπάτησα οχτώ χιλιόμετρα με τη φάλαγγα των προσφύγων πάνω στο δρόμο, αποφεύγοντας τις καμήλες που κινούνταν και προχωρούσαν απρόθυμα, δίπλα από χαλασμένα κάρα με ψηλές στοίβες από κουβέρτες, καθρέπτες, έπιπλα, δεμένα γουρούνια, μάνες χωμένες κάτω από τις κουβέρτες με τα μωρά τους, γέρους και γριές που ακουμπούσαν στα κάρα και απλώς κουνούσαν τα πόδια τους πάνω στο δρόμο, με κεφάλια σκυφτά, μουλάρια που κουβαλούσαν πυρομαχικά, τουφέκια δεμένα σε δέσμες σαν δεμάτια από σιτάρι και, πότε πότε, ένα σαραβαλιασμένο Φορντ με Έλληνες επιτελικούς αξιωματικούς, με κόκκινα και βρόμικα από την αϋπνία μάτια, και πάντα την αργή, μουσκεμένη αγροτιά της Θράκης, που βάδιζε με κόπο μέσα στη βροχή, αφήνοντας πίσω τα σπίτια της...».


Κι αλλού: «Ο στρατός περίμενε, μη πιστεύοντας ότι η κυβέρνηση του θα υπέγραφε τη Συνθήκη των Μουδανιών. Το έκανε όμως και ο στρατός, όντας στρατός υπάκουσε στην ηγεσία του. Όλη μέρα περνούσα από δίπλα τους, από βρόμικους, κουρασμένους, αξύριστους, ανεμοδαρμένους στρατιώτες που περπατούσαν στα μονοπάτια της καφετιάς, ατέλειωτης, γυμνής, λοφοσκέπαστης θρακικής υπαίθρου. Φορτηγά κάρα με βαριές ρόδες, που σέρνονται από λασπωμένα βουβάλια με κέρατα γυρτά προς τα πίσω, κινούνται κοπιαστικά στο σκονισμένο δρόμο. Μερικοί φαντάροι είναι ξαπλωμένοι πάνω στα μπαγκάζια, ενώ άλλοι οδηγούν τα βουβάλια. Μπροστά και πίσω από τα φορτηγά απλώνονται τα στρατεύματα. Αυτό είναι το τέλος της ελληνικής στρατιωτικής περιπέτειας. Ούτε ορχήστρες ούτε σταθμοί οργανώσεων βοήθειας, ούτε άδειες. Τίποτα άλλο από ψείρες, βρόμικες κουβέρτες και κουνούπια για τις νύχτες. Είναι οι τελευταίοι της ελληνικής δόξας, της δόξας που ήταν κάποτε η Ελλάδα. Αυτό είναι το τέλος του δεύτερου Τρωικού πολέμου τους... Το τι θα μπορούσε να γίνει, πιθανότητες και δυνατότητες, είναι μια θλιβερή ιστορία, όπως και το τέλος της ελληνικής στρατιωτικής ισχύος. Δεν φταίει όμως ο απλός Έλληνας στρατιώτης. Ακόμη και στην υποχώρηση, οι Έλληνες φαντάροι φάνηκαν καλοί στρατιώτες. Φάνηκαν σκληρά καρύδια, αποφασισμένοι, πράγμα που σήμαινε ότι θα δυσκόλευαν τα πράγματα για τον Τούρκο, αν ο κεμαλικός στρατός ήταν υποχρεωμένος να πολεμήσει για τη Θράκη, αντί να την πάρει σαν δώρο στα Μουδανιά...».


Από κάθε πόλη που αποχωρούσε ο ελληνικός στρατός, οι τοπικές, ελληνικές αρχές παρέδιδαν τα αρχεία τους και την εξουσία στις συμμαχικές διοικήσεις, οι οποίες τα παρέδιδαν εν συνεχεία στην τουρκική διοίκηση, που καταλάμβανε την περιοχή. Παρά τις υποσχέσεις των αρχών, ότι η αποχώρηση των Ελλήνων θα γινόταν με ηρε­μία, ο πανικός τους έδινε φτερά. Οι διασυμμαχικές επιτροπές που επιτηρούσαν την ομαλή έξοδο των Ελλήνων αδυνατούσαν να παρεμποδίσουν τα μιλιούνια των προσφύγων, που κατέβαιναν αλλόφρονες στα λιμάνια και τους σταθμούς. Όλοι, παρά τις διαφορετικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στη Θράκη, φοβούνταν τις σφαγές και τις πυρπολήσεις της Σμύρνης, γι' αυτό και έτρεχαν πανικοβλημένοι να σωθούν. Στα λιμάνια της Ραιδεστού, της Σηλύβριας και του Μυριόφυτου είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο, από τους χιλιάδες πρόσφυγες που στοιβάζονταν στα ελάχιστα διαθέσιμα ατμόπλοια. Οι εικόνες που αποτυπώθηκαν, στα ίδια σχεδόν θύματα και στα ίδια λιμάνια πριν εφτά χρόνια, επαναλαμβάνονταν, πιο έντονα και οριστικά πλέον, για το θρακιώτικο ελληνισμό.


Οι συνθήκες εγκατάλειψης, όπως συμβαίνει σ' αυτές τις περιπτώσεις, ήταν δραματικές. Παρά τις υπομνήσεις των συμμαχικών επιτροπών για συντεταγμένη αποχώρηση, ο πανικός άλλαξε το κλίμα και η εγκατάλειψη γινόταν με ταχύτατες ενέργειες. Σε μερικά χωριά που κάποιοι Έλληνες αρνήθηκαν να απομακρυνθούν, περικυκλώθηκαν από ένοπλους Τούρκους και εγκατέλειψαν κι αυτοί φοβισμένοι τα σπίτια τους για να αποφύγουν τα χειρότερα. Σε αυτήν την άναρχη κατάσταση, οι Έλληνες προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από τις πατρίδες τους πριν εγκα­ταλείψει οριστικά ο ελληνικός στρατός τη Θράκη.


Η υποστολή της ελληνικής σημαίας στις θρακικές πόλεις και τα χωριά, ο ύστατος χαιρετισμός του εθνικού συμβόλου, ήταν από τις πιο δραματικές διαδικασίες της αποχώρησης. Αυτό το θλιβερό καθήκον το είχαν κυρίως οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι και χωροφύλακες που είχαν διαταχθεί από τη διοίκηση της Θράκης να μείνουν στις έδρες τους, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Πρωτοκόλλου των Μουδανιών, για να παραδώσουν τις πόλεις στη Διασυμμαχική Επιτροπή, η οποία στη συνέχεια θα τις παρέδιδε στους Τούρκους. Ήταν η τελεσίδικη εγκατάλειψη της πατρογονικής γης, η πιο θλιβερή πράξη έμπρακτης υπογραφής για μια εποχή που έκλεινε οριστικά. Μέσα στη μαυρίλα της επώδυνης πορείας τους στόμωνε το παράπονο κι ο θρήνος κι έπιαναν μακρόσυρτα μοιρολόγια, που ήταν το ξέσπασμα του καημού, του ξεριζωμού και της καταραμένης προσφυγιάς.


Αυτή τη σκληρή ώρα της οριστικής υποστολής του εθνικού συμβόλου περιγρά­φει ο Αδριανουπολίτης στρατιωτικός Αγγελος Γερμίδης: «Στις 18 Οκτωβρίου, τα τελευταία ελληνικά τμήματα εγκατέλειπαν την Αδριανούπολη, αφήνοντας τη φύλαξή της στους Γάλλους στρατιώτες. Στις 10 το πρωί της ημέρας αυτής γινόταν στο Στρατηγείο της Στρατιάς Θράκης η υποστολή της ελληνικής σημαίας και η έπαρσις της τουρκικής. Παρατεταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, ένας λόχος του 50ού Συντάγματος Πεζικού υπό τον τότε λοχαγόν Δράκον Γιαννουκάκο και ένας τουρκικός που είχε εισέλθει συμβολικά στην πόλη. Οι δυο λόχοι παρουσιάζουν όπλα. Στιγμές εξόχως συγκινητικές για τους Έλληνες αξιωματικούς και στρατιώτες και ασφαλώς και για τους Τούρκους, με αντίθετα ασφαλώς συναισθήματα. Η ελληνική σημαία κατεβαίνει αργά - αργά από τον ιστό, ενώ οι αξιωματικοί και οπλίτες του λόχου, με τα μάτια δακρυσμένα, με κόπο συγκρατούνται για να μην ξεσπάσουν σε γοερό κλάμα. Ακολούθησεν η έπαρσις της τουρκικής σημαίας, που επισημοποιούσε την επάνοδο της τουρκικής κυριαρχίας στη μαρτυρική πόλη. Και μέχρι που ζούσε ακόμα, αντισυνταγματάρχης εν αποστρατεία και σεβαστός πρεσβύτης ο λοχαγός του 1922 Δράκος Γιαννουκάκος, με κόπο συγκρατούσε τα δάκρυα του όταν μου αφηγείτο τις δραματικές εκείνες στιγμές της στρατιωτικής του ζωής...».


Από τους τελευταίους Έλληνες που άφησαν τη Θράκη ήταν οι κάτοικοι της Καλ­λίπολης. Οι σύμμαχοι κατέλαβαν τη Καλλίπολη στις αρχές Νοεμβρίου του 1922 κι έδωσαν εικοσαήμερη προθεσμία στους Έλληνες να εγκαταλείψουν τη χερσόνησο. Με προκλήσεις των Τούρκων και την ανοχή της συμμαχικής διοίκησης 25.000 κάτοικοι της χερσονήσου μπήκαν στα πλοία και πήραν το δρόμο της οριστικής προσφυγιάς.


Οι τελευταίοι Θρακιώτες που άφησαν συντεταγμένα την πατρίδα τους ήταν οι κάτοικοι του φημισμένου προαστίου της Αδριανούπολης, του Κάραγατς, της παλιάς Ορεστιάδας. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν απέναντι απότην Αδριανούπολη, ιδρύοντας τη Νέα Ορεστιάδα, την προσφυγική πολιτεία που θέριεψε στην περιοχή του Βόρειου Έβρου, βλέποντας προς την ανοιχτή πεδιάδα, πίσω από τα καραγάτσια του Έβρου, την παλιά πατρίδα.


Ως το 1924 οι εναπομείναντες Θρακιώτες έφτασαν με την ανταλλαγή στην Ελ­λάδα, ολοκληρώνοντας το μεγάλο ελληνικό εκπατρισμό. Ο ελληνισμός της ανατο­λικής Θράκης μετεγκαταστάθηκε με τη βούληση των ισχυρών αναγκαστικά στην Ελλάδα, αναζωογονώντας με την πολιτισμική παράδοση και την εργατικότητα άλλα ελληνικά μέρη. Η ελληνική ενδοχώρα αναδημιουργήθηκε με τις πολιτισμικές αξίες και την αξιοσύνη του θρακιώτικου ελληνισμού.


Ας έλθουμε όμως, πιο ειδικά, στην αναχώρηση των συμπατριωτών μας, των Γανοχωριτών, από την πατρώα γη. Όπως όλοι οι Ανατολικοθρακιώτες, έτσι κι αυτοί πήραν τον δρόμο της εξορίας, εγκαταλείποντας, οριστικά αυτή τη φορά, τις πατρο­γονικές τους εστίες. Αφήνανε τα αγαπημένα τους χωριά, τα σπίτια και τα μαγαζιά, τα χωράφια και τα βοσκοτόπια τους, τα σχολεία, τις εκκλησίες και τα ιστορικά μοναστήρια τους, τα νεκροταφεία με τους τάφους των γονέων, αδελ­φών και συγγενών τους, για να καταφύγουν σαν πρόσφυγες στη Μάνα Ελλάδα.


Στον εκπατρισμό τους οι Γανοχωρίτες ακολούθησαν δύο δρόμους. Οι κάτοικοι των παραλιακών κωμοπόλεων και χωριών, μερικών χωριών που ήταν στις προς την Προποντίδα πλαγιές του Ιερού Όρους, καθώς και μερι­κών από τα ορεινά χωριά των Βορειοδυτικών πλαγιών του, πού ανήκαν στην Εκκλησιαστική Επαρχία Γάνου και Χώρας, (Καστάμπολις, Ιντζέκιοϊ, Σιμιτλή), ακολούθησαν τον θαλάσσιο δρόμο, μεταφερθέντες με πλοία, πού διέθετε το Ελληνικό Κράτος και μερικοί με ναυλωμένα από τους ίδιους, από τα λιμάνια των Δελλιώνων, της Ραιδεστού, Κουμβάου, Γάνου, Χώρας, Ηρακλείτσας, Μυριοφύτου και Περι­στάσεως στην Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Εύβοια. Οι κάτοικοι των μεσογειακών χωριών της Εκκλησιαστικής Επαρχίας Μυριοφύτου και Περιστάσεως (Λιμνίσκης, Καλόδενδρου) και αυτής Γάνου και Χώρας (Σεντουκίου, Παλαμουτίου), ακολούθησαν τον δρόμο της ξηράς, πού περνούσε από το Κούρου Ντάγ - Κεσσάνη, ή Μάλγαρα - Κεσσάνη και εν συνεχεία τα Ύψαλα, τον Έβρο με πορθμεία (μεγάλες πλάβες) έφθασαν στην Αλεξανδρούπολη, από την οποία προωθήθηκαν σε διάφορα μέρη της Βορείου Ελλάδος.


Αλλά και από ορισμένα χωριά που ακολούθησαν τον θαλασσινό δρόμο, αρκετές οικογένειες, κυρίως γεωργοκτηνοτροφικές, πού διέθεταν δικά τους μεταφορικά μέσα, αφού επιβίβασαν τα γυναικόπαιδα και ότι άλλο μπο­ρούσαν να πάρουν μαζί τους στα πλοία, οι άνδρες σχημάτισαν φάλαγγες και ακολούθησαν τον δρόμο της ξηράς, παίρνοντας μαζί τους, εκτός από αρκετά είδη της οικοσκευής τους και τα ποίμνια αιγοπροβάτων και μεγάλων ζώων (βόδια, αγελάδες κ.λ.π.) και ύστερα από πολυήμερη, δυσκολότατη και κοπιαστικότατη πορεία, έφθασαν στους τόπους προορισμού τους, οπού είχαν φθάσει και τους περίμεναν οι οικογένειές τους.


Οι κάτοικοι των χωριών πού ακολούθησαν τον θαλασσινό δρόμο, εκτός από τους Αυδημιώτες, πού μεταφέρθηκαν στην Αιδηψό Ευβοίας, αποβιβάσθηκαν όλοι στα δυο μεγάλα λιμάνια της Βορείου Ελλάδος, στη Θεσ­σαλονίκη οι κάτοικοι των χωριών Περιστάσεως, Λούπιδας, Κερασιάς, Ίντζέκιοϊ και Σιμιτλή και στην Καβάλα αυτοί των άλλων κωμοπόλεων και χωριών.


Οι περισσότεροι από τους Γανοχωρίτες των μεγάλων, παραλιακών κωμο­πόλεων, πού ήταν κυρίως επιχειρηματίες, έμποροι, επαγγελματίες, βιοτέχνες, επιστήμονες, εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα, αστικά Κέντρα της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, ιδιαίτερα στην Θεσσαλονίκη, Καβάλα, καθώς και στην Αθήνα και τον Πειραιά, κυρίως στην Νίκαια, ενώ οι υπόλοιποι, κυρίως αγρότες, κτηνοτρόφοι, αμπελουργοί, σηροτρόφοι κ.ά., στερημένοι από τα ηγετικά τους στελέχη, σκόρπισαν στη Μακεδονία και σε μικρότερο ποσοστό στη Δυτική Θράκη. Έτσι, για παράδειγμα:


Οι Γ α ν ί τ ε ς, πού μεταφέρθηκαν ατμοπλοϊκώς στην Καβάλα, αφού άφησαν σ' αυτή αρκετές οικογένειες, σκόρπισαν, κατά ένα σημαντικό ποσοστό, στην Έλευθερούπολη, Θεσσαλονίκη, Κατερίνη, άλλοι μετανάστευσαν στις Η­νωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου ήταν ήδη εγκατεστημένοι από παλαιότερα συγγενείς τους. Οι περισσότεροι όμως εγκαταστάθηκαν στα χωριά του Νόμου Καβάλας, Φιλίππους, Ζυγό και πολλοί στην Παλιά Καβάλα, μαζί με τον αλη­σμόνητο παπά τους, Παπαστυλιανό Βαφείδη, ο οποίος, μη θέλοντας να αποχωρισθεί από τους παλιούς συμπατριώτες του, έζησε κοντά τους σαν εφημέ­ριος άλλα 19 χρόνια και πέθανε την 1η Μαρτίου του 1942.


Οι Χ ω ρ ι ν ο ί, πού μεταφέρθηκαν κι' αυτοί στην Καβάλα, σκόρ­πισαν όπως και οι Γανίτες. Πολλοί έμειναν οριστικά στην ίδια την Κα­βάλα, άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Ελευθερούπολη κι άλλοι σε διάφορα χω­ριά του Παγγαίου και του Συμβόλου, όπου εγκαταστάθηκαν αγροτικώς. Αρ­κετές επίσης οικογένειες μετακινήθηκαν στο Νομό Πιερίας και εγκαταστά­θηκαν, άλλοι μέσα στην Κατερίνη, άλλοι κοντά στο χωριό Κεραμίδι, όπου ίδρυσαν τα «Νέα Γανόχωρα», στα οποία εγκαταστάθηκαν 140 περίπου οι­κογένειες, όλες Χωρινές.


Οι Μ υ ρ ι ο φ υ τ ι ν ο ί μεταφέρθηκαν επίσης στην Καβάλα, στην οποία εγκαταστάθηκε ένα μεγάλο μέρος από αυτούς. Πολλοί ήλθαν και εγ­καταστάθηκαν και στη Θεσσαλονίκη και αρκετές οικογένειες προωθήθηκαν στη Νέα Ποτίδαια Χαλκιδικής, μαζί με τους Πλατανιώτες και ίδρυσαν στο χωριό δικό τους συνοικισμό, πού τον ονόμασαν «Νέο Μυριόφυτο».


Οι Περιστασιανοί, μαζί με άλλους των γειτονικών χωριών, συνολικά περί τις 9.000 άτομα, επιβιβάσθηκαν σε δυο πλοία, στο φορτηγό «ΩΡΑΙΑ ΕΛΛΑΣ» και στο μικρό επιβατηγό «ΑΘΗΝΑΙ», πού είχε στείλει ή Ελληνική Κυβέρνηση κι αναχώρησαν από την Περίσταση στις 20 Οκτωβρίου και στις 22 έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Περί τους 300 όμως Περιστασιανοί, αφού επιβίβασαν στα πλοία τις οικογένειές τους, πή­ραν τον δρόμο της ξηράς με τα δικά τους μεταφορικά μέσα, συναποκομίζοντας ότι πολύτιμα πράγματα μπόρεσαν να πάρουν κι υστέρα από πολυή­μερη, κοπιαστική πορεία, ήλθαν κι' αυτοί στη Θεσσαλονίκη. Παρέμειναν σ' αυτήν προσωρινά επί 2 περίπου χρόνια κι ύστερα σκόρ­πισαν σε διάφορα μέρη της Βορείου Ελλάδος. Περί τις 550 οικογένειες εγ­καταστάθηκαν στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης, 130 οικογένειες στην παραλιακή ζώνη της Κατερίνης, όπου ίδρυσαν την Νέα Περίσταση, 17 οι­κογένειες στην Νέα Ποτίδαια Χαλκιδικής, 17 οικογένειες στο Καλοχώρι Κοζάνης, 11 οικογένειες στην Αγία Παρασκευή Βασιλικών, 18 οικογέ­νειες στην Άνω Βρόντου Σερρών, 15 οικογένειες στην περιοχή του Σωχού, 5 οικογένειες στην Φλώρινα και οι υπόλοιπες σε διάφορα άλ­λα μέρη, στη Θάσο, Λήμνο, Θεσσαλονίκη, Αθήνας, Πειραιά και Πάτρας.


Τα ιερά σκεύη των εκκλησιών της Περιστάσεως, συσκευασμένα σε 18 κιβώτια, μεταφέρθηκαν κι' αυτά στην Θεσσαλονίκη και παραδόθηκαν στον Ιερό Ναό της Οσίας Ξένης του Χαριλάου. 5 χρόνια αργότερα οι Περιστα­σιανοί της Νέας Περιστάσεως πήραν ένα μέρος από αυτά, κυρίως εικόνες και τις τοποθέτησαν στη νέα εκκλησία τους. Τα Έξαπτέρυγα και τον Επι­τάφιο τα μετέφερε μία ηλικιωμένη γυναίκα, ονομαζόμενη Καλλιώ, ή οποία, αφού τα φύλα­ξε μ’ ευλάβεια αρκετά χρόνια, τα παρέδωσε στη νέα εκκλησία της Νέας Περιστάσεως, του Αγίου Γεωργίου.


Με όμοιους τρόπους κι οι κάτοικοι όλων των άλλων χωριών των Γανοχώρων, του Αυδημιού και του Νεοχωρίου (Γενίκιοϊ), του Σιμιτλί, του Ιντζέκιοϊ, της Καστάμπολης, του Σεντουκιού, του Παλαμουτιού και του Μηλιού, της Κερασιάς και του Πλατάνου, του Καλόδενδρου, της Στέρνας, της Λιμνίσκης, του Καλαμιτσίου, της Λούπιδας και της Ηρακλείτσας, εγκατέλειψαν με σπαραγμό την πατρώα γη, σκόρπισαν σαν τα πουλιά κι εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία της Μακεδονίας κυρίως και λιγότερο της Θράκης. Τα ονόματα των καινούργιων χωριών που ίδρυσαν στην ελεύθερη Ελλάδα, ομωνύμων προς τα παλιά των Γανοχώρων, θα θυμίζουν για πάντα τις παλιές γενέτειρες τους, εκεί στα όμορφα, ηρωικά και πάντα αξέχαστα Γανόχωρα της Ανατ. Θράκης, προς τα οποία στρέφεται πάντα, με συγκίνηση και νοσταλγία, η σκέψη τους.


Μετά όμως από αυτή τη στιγμιαία, συναισθηματική παρέκβαση, επιστρέφουμε, για λίγο ακόμη, στη ψυχρή, ιστορική αφήγηση:


Με την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού στρατού και του πληθυσμού δημιουργήθηκε μια έκρυθμη κατάσταση σ' ολόκληρο τον γεωγραφικό αυτό χώρο. Ότι ελληνικό είχε απομείνει, εντοπιζόταν βασικά στις ελληνικές, πολιτικές αρχές και στην ελληνική Χωροφυλακή. Τουρκικές ένοπλες ομάδες κορύφωναν την αν­θελληνική δραστηριότητα τους με αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά της ελ­ληνικής Χωροφυλακής. Ακόμη παρατηρούνταν φόνοι προσφύγων, αρπαγές και ληστείες ξένων περιουσιών και διακοπή των τηλεγραφικών και των τηλεφωνικών επικοινωνιών. Ήταν αδύνατο ν' αποκατασταθεί η τά­ξη. Από τα μέσα Οκτωβρίου άρχισε η παράδοση των πολιτικών αρχών των μεγαλύτερων αστικών κέντρων της Ανατολικής Θράκης στους Γάλ­λους εκπροσώπους της διασυμμαχικής επιτροπής. Οι τελευταίοι Έλληνες υπάλληλοι ικέτευαν να συντομευθεί η μαρτυρική παραμονή τους. Η Αρκαδιούπολη έμοιαζε με ρημαγμένη πόλη, μετά την απομάκρυνση του ελληνικού στρατού. Στις 8 Οκτωβρίου λεηλατήθηκε από τον τουρκικό όχλο η ελληνική εκκλησία του Αγ. Δημητρίου. Ανάλογη τύχη είχε και η ελληνική συνοικία στη Μακρά Γέφυρα (Ουζούν-Κιοπρού) μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων υπαλλήλων. Στις 24 Οκτωβρίου η ελληνι­κή πολιτική διοίκηση των Σαράντα Εκκλησιών παράδωσε στη διασυμμαχική επιτροπή. Ο Γάλλος πρόεδρος της διασυμμαχικής επιτροπής αναγνώρισε την ελληνικότητα της Θράκης και υπογράμμισε την τραγική ειρωνεία. Στις Σαράντα Εκκλησιές παρέμειναν τελικά 150 ελληνικές οι­κογένειες, οι οποίες υποχρεώθηκαν και αυτές από τις τραγικές περιστά­σεις να εκπατρισθούν τον Μάρτιο του 1924. Στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου (1922) ολοκληρώθηκε και η παράδοση της Καλλιπόλεως στον διοικητή των γαλλικών στρατευμάτων. Το τελευταίο τμήμα του ελ­ληνικού στρατού έφυγε από την Αδριανούπολη στις 18 Οκτωβρίου και η τελευταία εκκλησιαστική λειτουργία πραγματοποιήθηκε στην ελληνική μητρόπολη στις 9 Οκτωβρίου.



«Στις 9 Οκτωβρίου, γράφει ο Άγγελος Γερμίδης, γινόταν στον μητροπολιτικό ναό Αδριανουπόλεως η τελευταία λειτουργία, σαν εκείνη την τελευταία λειτουργία της Αγίας Σοφίας την παραμονή της Αλώσεως. Και με δάκρυα στα μάτια οι παρευρισκόμενοι σ’ αυτήν ακούγανε τον γέρο μητροπολίτη Πολύκαρπο να αναπέμπει με διακοπτόμενη από συγκίνηση φωνή τη στερνή προς τον Ύψιστο επίκληση. Ήταν ο τελευταίος μητροπολίτης της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως, Υπέρτιμος και Έξαρχος παντός Αιμιμόντου", που κατά μια μοιραία σύμπτωση είχε το ίδιο όνομα με τον τελευταίο μητροπολίτη του 1361, τότε που για πρώτη φορά οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αδριανούπολη……


Μετά από όλα όσα εκθέσαμε, απομένει ανοιχτό το απλό ερώτημα, που τίθεται στην καρδιά του κάθε απλού Έλληνα, ακόμη κι ύστερα από έναν περίπου αιώνα, αν θα μπορούσε να κρατηθεί η Ανατολική Θράκη υπό την ελληνική διοίκηση, μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου. Η άποψη του ελευθερωτή της Θράκης στρατηγού Αλέξανδρου Μαζαράκη-Αινιάνος, που συμμετείχε στις διαπραγ­ματεύσεις του Πρωτοκόλλου των Μουδανιών, δίνει μια απάντηση: «Κι αν ακόμη υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να διασωθεί η Ανατολική Θράκη (παρά την κατάπτωση του ηθικού του ελληνικού στρατού και την αποδιοργάνωση του), φρόντισαν τόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο Παρίσι όσο και η επαναστατική κυβέρνηση στην Αθήνα, να δώσουν τη χαριστική βολή, γιατί αποδέχτηκαν αμέσως και μάλιστα την άμεση εκκένωση της.» Αυτή ήταν η απάντηση του Αλ. Μαζαράκη-Αινιάνος στο ερώτημα «Ηδυνάμεθα να σώσωμεν την Θράκην;».


Παρακολουθώντας τις διπλωματικές ενέργειες, λίγους μήνες πριν από το Πρωτόκολλο των Μουδανιών, διαπιστώνει και ο πιο αρχάριος σε ιστορικά και πολιτικά ζητήματα, πως η Ανατολική Θράκη έπεσε θύμα πολιτικής ανευθυνότητας, πολιτικών διαπλοκών, απαράδεκτων υποχωρήσεων από την ελληνική πλευρά και άγνοιας της συγκυρίας. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όπως φαίνεται από τα αρχεία, είχε αποδεχτεί την εκχώρηση της Θράκης στους Τούρκους, υποκινούμενος από μια ρεαλιστική αντιμετώπιση, ενώ η ελληνική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη των Μουδανιών ήταν ολότελα παρείσακτη, παρακολουθούσε από μακριά τις διαπραγματεύσεις κι ενημερωνόταν για τα τεκταινόμενα από την αγγλική αντιπροσωπεία!


Αυτό ήταν το τέλος του προαιώνιου Ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης κι η αρχή του αφελληνισμού του πανάρχαιου εκείνου κομματιού της ελληνικής γης. Απομένει σε μας το μεγάλο χρέος, να διατηρήσουμε άσβεστη την ιστορική μνήμη μας, να παραδειγματιστούμε από τα δικά μας λάθη και τις συμφερολοντολογικές συμπεριφορές των ξένων, κύρια των «συμμάχων» μας και να επιτύχουμε και να διατηρήσουμε σαν κόρη οφθαλμού την ενότητα του λαού μας, ιδιαίτερα τώρα, που το Έθνος μας περνάει και πάλι δύσκολες στιγμές.


ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΒΛΕΠΕΤΕ:



1η έως και 4η. Οκτώβριος του 1922. Η αναχώρηση των Χριστιανών κατοίκων του Γάνου της Ανατολικής Θράκης, από την πατρίδα τους.


5η. Σχετικά μ’ αυτή την φωτογραφία, έχουν διατυπωθεί δύο γνώμες: Κατά την μία, η φωτογραφία έχει τραβηχτεί λίγο μετά τον τρομερό σεισμό των Γανοχώρων, τον Ιούλιο του 1912. Κατά την άλλη, πρόκειται για την αναχώρηση του Χριστιανικού πληθυσμού του Γάνου, τον Οκτώβριο του 1922.


6η. Η εκκένωση της Καλλιπόλεως, στα τέλη Νοεμβρίου του 1922.


7η και 8η. Ραιδεστός Ανατολικής Θράκης, 13-11-1922. Πλήθη Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης περιμένουν τα Ελληνικά πλοία, για να τους παραλάβουν και να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα.


9η και 10η. Ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε ανάμεσα στη ναυτιλιακή επιχείρηση «Ε. ΛΕΒΑΝΤΗΣ» και τον κ. Καλλισθένη Περπατούλη, ως αντιπρόσωπο των Ελλήνων κατοίκων του χωριού Δελλιώνες της Ανατολικής Θράκης, (που βρισκόταν πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη). Μ’ αυτό, συμφωνήθηκε η, έναντι ναύλων, μεταφορά των κατοίκων του χωριού στο λιμάνι του Πόρτο Λάγο.














Σάββατο 2 Ιουλίου 2022


ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΥΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΝΑΟΥΣ, ΣΕ ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ, ΤΗΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ


Το κείμενο που ακολουθεί είναι του Χαράλαμπου Μπακιρτζή, σπουδαίου αρχαιολόγου και τέως Εφόρου της ΙΒ’ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που δημοσιεύτηκε στο «Αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και Θράκη, 2 (1988)».

Ένα ακόμη, πολύ ενδιαφέρον κείμενο, για τον ίδιο ναό, της αρχαιολόγου και φίλης, Σοφία ενόψει του Α’ συνεδρίου τοπικής ιστορίας του Δλημου Παγγαίου»ς Δουκατά, με τίτλο «Βασιλική 1500 ετών βρέθηκε στο Παγγαίο», μπορείτε να βρείτε στο τεύχος του έτους 1989 του περιοδικού «Μακεδονική Ζωή».

Από τις φωτογραφίες, οι πέντε πρώτες είναι από το άρθρο που ακολουθεί, στο οποίο ο συγγραφέας παραπέμπει σ’ αυτές, ενώ οι υπόλοιπες είναι δικές μου και τις τράβηξα μετά από καθαρισμό του ναού από τον Δήμο Παγγαίου, που έλαβε χώρα ενόψει του Α’ Συνεδρίου τοπικής ιστορίας του εν λόγω Δήμου.

ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΣΤΑ ΚΗΠΙΑ ΤΟΤ ΠΑΓΓΑΙΟΥ

Ερείπια άγνωστης μέχρι σήμερα παλαιοχριστιανικής βασιλικής αποκαλύφτηκαν το 1987 και η έρευνά τους συνεχίστηκε με δαπάνη της Νομαρχίας Καβάλας το 1988 ΝΑ της Κοινότητας Κηπιών, στις νότιες υπώρειες του Παγγαίου. Αφορμή στην έρευνα έδωσε λαθρανασκαφή με σκαπτικό μηχάνημα για ανεύρεση θησαυρού, η οποία και κατάστρεψε έως τη βάση του θεμελίου το νότιο τμήμα της εκκλησίας. (Σχ. 1-2, Εικ. 1-2). (ΑΔ 1987 (προσεχώς). Για τη θέση της παλαιοχριστιανικής αυτής βασιλικής μέσα στην Πιερίδα κοιλάδα και τη σχέση της με τη λεγομένη «Κάτω οδόν», την παρακείμενη πηγή γνωστή με το όνομα «Το νερό της εκκλησίας» ή «Καϊνάρτζα» και τα ερείπια ιερού Ήρωος Αυλωνίτου βλ. X. Μπακιρτζής, Δύο παλαιοχριστιανικές επιγραφές από τα Κηπιά Παγγαίου, Τιμητικός τόμος Καθηγητή Κων. Βαβούσκου, (υπό έκδοση).

Η βασιλική έχει μήκος 24,70 μ. και πλάτος 17 μ. Μολονότι η δυτική πλευρά της δεν έχει ακόμη ανασκαφεί, φαίνεται ότι δεν υπήρχε αίθριο αλλά εξωνάρθηκας, εν είδει υποστέγου, στη ΝΔ γωνία του οποίου οδηγούσε λιθόστρωτος δρόμος, ερχόμενος από δυσμάς. Στο νάρθηκα οδηγούσε μία είσοδος στο βόρειο τμήμα της δυτικής πλευράς και δεύτερη στη βόρεια, στενή πλευρά. Δεν είναι γνωστό εάν αντίστοιχες είσοδοι υπήρχαν στο νότιο καταστρεμμένο τμήμα του νάρθηκα.

Κάτω από το δάπεδο του νάρθηκα βρέθηκαν εννέα κιβωτιόσχημοι, κατασκευα­σμένοι με πλάκες μαρμάρινες, τάφοι, από τους οποίους δύο, μπροστά στην είσοδο προς τον κυρίως ναό, έφεραν επιτύμβιες επιγραφές:

A. + Κοιμιτίριον τού

θεοφιλ(εστάτου) Βασιλίου πρ(εσ)β(υτέρου)


Β. + Κοιμητήριον

τού θε<ι>οφ(ι)λ(εστάτου) Στε

φάνου πρ(ε)σβ(υτέρου) δσ

τις έπ<ε>ιβουλεύ

σει δόσι λόγον

Θ(ε)ω όδε κ(αί) έν ήμέρα

κρίσεος|

Στο νάρθηκα υπάρχει ασυνήθιστα πλατύ θρανίο (Εικ. 3), κτιστό με σπασμένα κεραμίδια στέγης, όλα ιδίου τύπου, ανάμεσα στα οποία βρέθηκαν και κομμάτια μαρμάρινων κιονίσκων τέμπλου. Συνεπώς υποθέτει κανείς ότι το θρανίο ιδρύθηκε σε δεύτερη περίοδο λειτουργίας της βασιλικής, μετά την κατάρρευση της στέγης και διά­λυση του μαρμάρινου τέμπλου.

Από τις τρεις εισόδους, που οδηγούσαν από το νάρθηκα στον κυρίως ναό, η μεσαία (πλ. 1,66 μ.), κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας της εκκλησίας, ήταν πλατύτερη (5,50 μ.) και είχε μορφή τριβήλου. Το δάπεδο του μεσαίου κλίτους, όπως βρέθηκε, ανήκει στη δεύτερη περίοδο λειτουργίας της εκκλησίας. Είναι στρωμένο με κομμάτια μαρμάρινων πλακών δαπέδου, θωρακίων και επιτύμβιας παλαιοχριστιανι­κής επιγραφής. Μόνο στο ανατολικό τμήμα της εκκλησίας διατηρήθηκαν τμήματα της προσεγμένης πλάκωσης της πρώτης περιόδου, όπως και το ημικυκλικό σύνθρονο στην κόγχη του Ιερού Βήματος.

Τρίτος, με επιτύμβια επιγραφή στη θέση της, κιβωτιόσχημος τάφος βρέθηκε στο κεντρικό κλίτος, μπροστά στη δυτική είσοδο:

+ Κοιμητήριον τού

θεοφιλ(εστάτου) Πέτρου πρ(εσ)β(υτέρου)

όστις έπ<ε>ιβου

λεύσ<ετ>ει έτερον θόσει δόσι λό

γον το Θ(ε)ώ όδε κ(αί) έν ήμέρα κρίσεος|

Στη ΝΔ γωνία του κεντρικού κλίτους βρέθηκε κιβωτιόσχημος με κτιστά τοιχώματα τάφος, του οποίου μόνον το κάτω τμήμα διέφυγε της καταστροφής του σκαπτικού μηχανήματος (Εικ. 4). Στο δάπεδο του τάφου αυτού βρέθηκαν τρεις σιδερένιοι σταυροί, από τους οποίους οι δύο ήσαν τοποθετημένοι δίπλα στο κεφάλι του νεκρού και ο τρίτος πακτωμένος στο κονίαμα του δυτικού στενού τοιχώματος του τάφου.

Κανένας κορμός κίονα από τις κιονοστοιχίες δε βρέθηκε στην ανασκαφή2. Στη θέση της βόρειας κιονοστοιχίας βρέθηκε συνεχής τοίχος, με δύο ανοίγματα προς το βόρειο κλίτος, ένα στο ανατολικό άκρο και δεύτερο στο μέσο του τοίχου, το οποίο και σύντομα φράχτηκε με όμοια τοιχοποιία. Ανάλογος τοίχος πιστεύω ότι είχε αντι­καταστήσει και τη νότια κιονοστοιχία.

Το βόρειο κλίτος φέρει πλινθόστρωτο δάπεδο και κατά μήκος του βόρειου, δυτικού και ανατολικού τοίχου κτιστό έδρανο (Εικ. 5). Ο εξωτερικός τοίχος στη ΒΑ γωνία παρουσιάζει δύο μεγάλες ρωγμές, ανάμεσα στις οποίες η τοιχοποιία είναι διαφορετική. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η ΒΑ γωνία της εκκλησίας είχε κάποτε καταστραφεί.

Συνεπώς βλέπουμε ότι η πρώτη περίοδος λειτουργίας της παλαιοχριστιανικής βασιλικής τελείωσε με κατάρρευση όχι μόνο της στέγης και του τέμπλου, αλλά και των κιονοστοιχιών και του τριβήλου και της ΒΑ γωνίας του οικοδομήματος. Τέτοιας έκτασης καταστροφή μόνον από σεισμό μπορούσε να είχε προκληθεί. Παρόμοια φαινόμενα καταστροφής των κτιρίων έχουν παρατηρηθεί και στους Φιλίππους και στη Θάσο, όπου μάλιστα χρονολογήθηκαν στα 575. (Fr. Blonde - A. Muller · D. Mulliez, RA 1987, 1, 38-9. X. Μπακιρτζής, Η ημέρα μετά την κατα­στροφή στους Φιλίππους, Πρακτικά Α' Διεθνούς Συμποσίου «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο», 1989, 695-710).

Κατά τη δεύτερη περίοδο λειτουργίας η βασιλική στα Κηπιά σχεδόν ξανακτί­στηκε: οι κιονοστοιχίες και το τρίβηλο αντικαταστάθηκαν με τοίχους, το ρήγμα της ΒΑ γωνίας επιδιορθώθηκε, καινούργια στέγη κατασκευάστηκε και η λειτουργία της εκκλησίας περιορίστηκε στο μεσαίο μόνον κλίτος, του οποίου το δάπεδο επιστρώθηκε με διάφορα κομμάτια μαρμάρινων πλακών, ενώ ο νάρθηκας και τα πλάγια κλίτη χρησιμοποιήθηκαν ως στεγασμένοι βοηθητικοί χώροι.

Είναι φανερό ότι οι συνθήκες, που επικρατούσαν μετά μια τέτοια καταστροφή, κατά τη δεύτερη περίοδο λειτουργίας της εκκλησίας, ήσαν διαφορετικές, με κύριο χαρακτηριστικό τη χρήση σπολίων. Οι μαρμάρινοι κίονες, ακέραιοι ή σε κομμάτια, μεταφέρθηκαν αλλού, για να χρησιμοποιηθούν και μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη χρησίμευσαν ως οικοδομικό υλικό στους νέους τοίχους της εκκλησίας. Επάνω στο κατασκευασμένο με σπόλια δάπεδό της και κάτω από τα κεραμίδια της πεσμένης στέγης βρέθηκαν μαζί όστρακα τυπικής παλαιοχριστιανικής κεραμικής (Εικ. 7α) και όστρακα χειροποίητων (Εικ. 7β) ή στημένων σε αργό χειροκίνητο τροχό αγγείων από ακάθαρτο πηλό. Και τα μεν πρώτα ανήκουν σε αγγεία μεγάλου σχήματος παρα­δοσιακής προηγμένης τεχνολογίας, ενώ τα δεύτερα είναι μικρά και εύκολα στην κατα­σκευή τους μαγειρικά σκεύη (τσουκάλια) καθημερινής χρήσης, ντόπιας πιθανότατα παραγωγής. Το φαινόμενο συνύπαρξης τεχνολογικά προηγμένης και καθυστερημέ­νης κεραμικής δεν είναι μοναδικό αλλά ευρέως διαδεδομένο, όπως προκύπτει από νεότερα ανασκαφικά ευρήματα στην Καρυούπολη Πελοποννήσου, στη γιουγκοσλαβι­κή περιοχή του Δούναβη και στο Λιμένα της Θάσου κάτω από χρονολογημένο στρώμα καταστροφής στα 619. Την καταστροφή αυτή του Λιμένα απέδωσα σε νέα περίοδο σεισμών στα 615-620, (X. Μπακιρτζής, Τι συνέβη στη Θάσο στις αρχές του 7ου αι.; Τρίτο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, 1983, Περιλήψεις ανακοινώσεων, 58, Φίλια Έπη εις Γ. Ε. Μυλωνά, Γ', 1989, 339-341), οι οποίοι πιστεύω ότι ήταν η αιτία της οριστικής καταστροφής των παλαιοχριστιανικών κτιρίων στους Φιλίππους αλλά και της εκ νέου καταστροφής της εκκλησίας στα Κηπιά του Παγγαίου.

Δε γνωρίζουμε το μέγεθος της νέας καταστροφής της εκκλησίας, οπωσδήποτε όμως η στέγη θα είχε καταρρεύσει, γιατί, ενώ οι τοίχοι της μέχρι ένα σημείο ήταν ακόμη όρθιοι, κτίστηκε στη θέση του ιερού βήματος ναύδριο, διαστ. 5,50x3,70 μ., οι τοίχοι του οποίου πατούν απ’ ευθείας στο παλαιοχριστιανικό πλακόστρωτο δάπεδο και είναι πολύ πρόχειρα κτισμένοι, με οικοδομικά υλικά και σπόλια από τη βασιλική και σκέτη λάσπη ως συνδετικό κονίαμα (Εικ. 6). Στη θέση του εγκαινίου της βασιλι­κής υπάρχει φυτεμένο κομμάτι μαρμάρινου κορμού κίονα, που χρησίμευε ως υποστή­ριγμα της Αγίας Τράπεζας του ναϋδρίου, η οποία ήταν παλαιοχριστιανικό ιωνίζον σύνθετο κιονόκρανο, ανεστραμμένο.

Παρόμοια ναύδρια, που μαρτυρούν συνέχιση της χριστιανικής λατρείας στους χώρους των παλαιοχριστιανικών εκκλησιών, έχουν αποκαλυφτεί και άλλα στην περιοχή, όπως στη βασιλική Ποδοχωρίου, δυτικά των Κηπιών στην Πιερίδα κοιλάδα, στην εκτός των τειχών κοιμητηριακή βασιλική των Φιλίππων, στο Οκτάγωνο των Φιλίππων και στις βασιλικές Εβραιοκάστρου και Αγίου Αντωνίου στη Θάσο.

Επειδή κεραμική από ακάθαρτο πηλό αργού χειροκίνητου τροχού βρέθηκε και κάτω και πάνω από το στρώμα των πεσμένων κεραμιδιών της στέγης, ήταν δηλαδή σε χρήση και αμέσως πριν και αμέσως μετά την καταστροφή της εκκλησίας, πιστεύω ότι η ανέγερση του ναϋδρίου δεν απέχει χρονικά από την καταστροφή του 615-620.

Συνεπώς, στην επίχωση γύρω από το ναύδριο βρέθηκαν:

α) όστρακα από τσουκάλια χωρίς λαβές με κοφτό επίπεδο πάτο από ακάθαρτο πηλό κατασκευασμένα σε αργό χειροκίνητο τροχό με εγχάρακτη ενίοτε διακόσμηση (Εικ. 7γ).

β) όστρακα από τσουκάλια ίδιου τύπου από καθαρότερο πηλό, κατασκευασμένα σε γρήγορο ποδοκίνητο τροχό (Εικ. 7δ).

γ) όστρακα από τσουκάλια με κοφτό πάτο, μία λαβή και λεπτά τοιχώματα προηγμένης τεχνολογίας, που μπορούν να χρονολογηθούν έως το τέλος της δυνα­στείας των Μακεδόνων (Εικ. 7ε).

Η απουσία εφυαλωμένης κεραμικής, η οποία από τον 9ο/10ο αι. παρουσιάζει ιδιαίτερη διάδοση και έχει βρεθεί στους Φιλίππους, είναι ενδεικτική ότι η λειτουργία του ναϋδρίου δε διάρκεσε πολύ πέρα από την περίοδο αυτή.


Καβάλα,                                                                                             Χαράλαμπος Μπακιρτζής

Εφορεία Βυζαντινών αρχαιοτήτων

















Παρασκευή 22 Απριλίου 2022



Η ΙΕΡΗ ΧΩΡΑ «ΝΥΣΑ» ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΟΡΟΣ ΠΑΓΓΑΙΟ

(Διάφορες όψεις του ιστορικού αυτού όρους βλέπετε στις δεκαέξι (16) πρώτες φωτογραφίες, που αναρτώ).


Έχω επανειλημμένα αναρτήσει κείμενά μου, σχετικά με το ιστορικό Παγγαίο όρος της Ανατολικής Μακεδονίας. Πιστεύω ότι, σ’ όλες αυτές τις αναρτήσεις μου, η αγάπη μου, αγάπη ενός φιλίστορα, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη σκιά του σπουδαίου αυτού όρους, δεν με οδήγησε στο να το εξυμνήσω περισσότερο, από όση ήταν η σημασία του, για την αρχαία, Ελληνική, αλλά και για την παγκόσμια ιστορία. Άλλωστε, ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος να μιλήσει για το όρος αυτό, ο αείμνηστος Δημήτριος Λαζαρίδης, Έφορος Αρχαιοτήτων στην Καβάλα και πρώτος ανασκαφέας της Αμφιπόλεως, περιέγραψε ως εξής το μεγαλείο του, γράφοντας γι’ αυτό στα ΧΡΟΝΙΚΑ της Καβάλας, το 1979: «Από τα πιο όμορφα βουνά της Ελλάδος, το Παγγαίο, απ' όπου κι αν το δει κανείς, υψώνεται γεμάτο μεγαλείο προς τα ύψη, αιώνιο κι ακατάλυτο από τον χρόνο, με όγκους γεμάτους πλαστική έκφραση, με καμπύλες και τόνους που συνθέτουν αρμονία, με χρώματα όλο ευαισθησία και ποίηση. Κι οι κορυφές του καθώς προβάλλονται στη γαλάζια απεραντοσύνη του ουρανού, άλλοτε μενεξεδένιες, ρόδινες ή γεμάτες χρυσάφι, άλλοτε χιονισμένες ολόλευκες κι άλλοτε πάλι σκεπασμένες από βαριά σύννεφα, είναι γεμάτες μυστήριο κι ασκούν μιαν υποβλητική επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή. Κι από τις κορυφές αυτές ξεχύνονται δάση από οξυές, έλατα, καστανιές, πλατάνια και δρύς, που σκεπάζουν πλαγιές και ρεματιές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως εδώ ακριβώς στα πολύ παλιά χρόνια συγκροτήθηκαν οι πρώτοι διονυσιακοί θίασοι με τις έξαλλες μαινάδες και τους γεμάτους ζωώδη δύναμη σατύρους, που στο χορό και στην έκσταση ζήτησαν τη λύτρωση και την επικοινωνία με το θεό. Κι ακόμη, ότι στο βουνό αυτό πλάστηκαν οι πιο παλιές δοξασίες για την αθανασία της ψυχής. Πιο υπέροχο, πιο θείο φυσικό σκηνικό δεν θα μπορούσε να ζητήσει πουθενά αλλού ο μεγάλος θεός της Θράκης, ο Διόνυσος».

Στο Παγγαίο, πράγματι, που στις κορυφές του και στις πλαγιές του, ήδη από την περίοδο της προϊστορίας, κατοικούσαν διάφορα, θρακικά φύλα, (Σάτρες, Οδόμαντες, Ηδωνοί, Πίερες κλπ.), μια θεϊκή μορφή, φωτεινή σαν ήλιος και ταυτόχρονα σκοτεινή σαν Άδης, πότε συσπασμένη από βακχικό οίστρο, πότε ήρεμη, όπως τα φύλλα του ιερού του φυτού, του κισσού, κυριαρχούσε ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους. Ο Διόνυσος, που το Ελληνικό του επίθετο Βάκχος και το θρακικό του Σαβάζιος προέρχονται πιθανά από τελετουργικές κραυγές των πιστών του και ο οποίος είχε το μεγάλο μαντείο του στο Παγγαίο, ήταν αρχικά ένας θεός του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές, αργότερα, όμως, όταν η λατρεία του μπολιάστηκε από την Ορφική διδασκαλία, απέκτησε μια πολύ πιο σπουδαία ιδιότητα, αυτήν του μεγάλου θεού, που υποσχόταν να εξασφαλίσει κι εξασφάλιζε την επιβίωση του μύστη (πιστού) και μετά θάνατον, του έδινε, δηλαδή, τη δυνατότητα να ξαναγεννηθεί μετά τον θάνατό του, σε κάποια άλλη, αιώνια ύπαρξη.

Πάνω στο ίδιο αυτό όρος, με πρωταγωνιστή τον μεγάλο αυτόν θεό των Θρακών, διαδραματίστηκε κι ο τραγικός μύθος του Θράκα βασιλέα Λυκούργου, τον οποίο περιέγραψε πρώτος ο Όμηρος, στην έβδομη ραψωδία της Ιλιάδος, (στίχ. 130 επόμ.) και αργότερα κι ο Απολλόδωρος, στη Μυθολογική Βιβλιοθήκη του (3ο βιβλίο, στ. 34 επόμ.). Σύμφωνα μ' αυτό τον μύθο, ο φοβερός βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, ο Λυκούργος, γιος του Δρύαντα, συγκρούστηκε με τους αθανάτους θεούς. Συγκεκριμένα, κατεδίωξε τις τροφούς του μικρού Διονύσου, τις Βάκχες και τους Σατύρους μέσα στην ίδια την ιερή, μυθική χώρα που γέννησε τον θεό, την ονομαζόμενη στην Ιλιάδα Νύσα. Και τις μεν Βάκχες και τους Σατύρους τους συνέλαβε, όμως οι τροφοί του Διονύσου του ξέφυγαν, πετώντας τους θύρσους τους κι όλα τα τελετουργικά τους αντικείμενα, ενώ ο Λυκούργος τις χτυπούσε. Ο ίδιος ο μικρός Διόνυσος, από τον φόβο του βούτηξε μέσα στη θάλασσα, όπου η θεά Θέτιδα, τον δέχθηκε τρεμάμενο στην αγκαλιά της. Τότε η οργή του Δία έπεσε πάνω στον Λυκούργο, που τυφλώθηκε και δεν άργησε να πεθάνει, κλεισμένος σε σπήλαιο του Παγγαίου από τον ίδιο τον Διόνυσο. Σύμφωνα όμως με άλλη παραλλαγή του μύθου, που την διέσωσε και ο Απολλόδωρος, ο Διόνυσος τρέλανε με την ιερή μανία τον Λυκούργο, ο οποίος μ' ένα τσεκούρι σκότωσε τον γιο του Δρύαντα, νομίζοντας ότι αυτός ήταν κλήμα αμπελιού. Στη συνέχεια οι Ηδωνοί Θράκες, για να επαναφέρουν τη γονιμότητα της γης τους που είχε χαθεί, τον οδήγησαν σύμφωνα με ένα χρησμό του Παγγαιικού Διονύσου στο Παγγαίο, όπου τον έδεσαν κι εκεί, σύμφωνα με τη θέληση του Διονύσου, κομματιάστηκε από άγρια άλογα. (Το πρωτότυπο κείμενο του Απολλοδώρου έχει ως εξής: «Λυκούργος δε παις Δρύαντος, Ήδωνών βασιλεύων, οί Στρυμόνα ποταμόν παροικούσι, πρώτος υβρίσας, εξέβαλεν αυτόν. Και Διόνυσος μεν εις θάλασσαν προς Θέτιν την Νηρέως κατέφυγε, Βάκχαι δε εγένοντο αιχμάλωτοι και τό συνεπόμενον Σατύρων πλήθος αυτώ. Αύθις δε αι Βάκχαι έλύθησαν εξαίφνης, Λυκούργω δε μανίαν ενεποίησε Διόνυσος. O δε μεμηνώς, Δρύαντα τον παίδα, αμπέλου νομίζων κλήμα κόπτειν, πελέκει πλήξας απέκτεινε, και ακρωτηριάσας αυτόν εσωφρόνησε. Της δε γής ακάρπου μενούσης, έχρησεν ο θεός καρποφορήσειν αυτήν, αν θανατωθή Λυκούργος. Ηδωνοί δε ακούσαντες, εις το Παγγαίον αυτόν απαγαγόντες όρος έδησαν, κακεί κατά Διονύσου βούλησιν υπό ίππων διαφθαρείς απέθανε»).

Ας δούμε την ίδια αυτή αφήγηση, στην Ζ’ ραψωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, (στίχοι 130 – 137):

«Και ο τρομερός Λυκούργος, του Δρύαντος ο γόνος

εφιλονείκα με θεούς, αλλ’ έζησεν ολίγο,

που έναν καιρόν του μανικού Διονύσου ταις βυζάστραις

σκόρπισε στα πανάγια βουνά του Νυσηίου.

με βούκεντρ’ ο Λυκούργος ταις έπληττε ο φονέας,

ώστε τους κλάδους έρριξαν, και ο Διόνυσος στα βάθη

της θάλασσας εβύθισε, και η Θέτις στην αγκάλην

τον δέχθηκε που ετρόμαζεν, ακόμη απ' την βοήν του».

(Κάποιες παραλλαγές του ίδιου μύθου παραθέτουν ο Υγίνος και ο Διόδωρος Σικελιώτης).

Είπαμε, όμως, ήδη, ότι όλη αυτή η γοητευτική περιπέτεια έλαβε χώρα στη Νύσα, «κατ' ηγάθεον Νυσήϊον». Η λέξη ηγάθεον σήμαινε «αγιασμένο». Επρόκειτο για μια ιερή χώρα, που οι Έλληνες της κλασικής εποχής τοποθετούσαν κάπου στην Ανατολή, η Ομηρική όμως Νύσα πρέπει να βρισκόταν, ασφαλώς, στην περιοχή όπου βασίλευε ο Λυκούργος και, δεδομένου ότι αυτός ήταν βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, που κατοικούσαν στο βόρειο και δυτικό Παγγαίο, Νύσα δεν μπορούσε παρά να είναι αυτό το ίδιο το βουνό, μέσα στις κοιλάδες και τα σπήλαια του οποίου, όπως λέγει ο ομηρικός ύμνος στον Διόνυσο, το παιδί - θεός μεγάλωσε: «Νύσης εν γυάλοις». Άλλωστε, το όνομα Νύσα υπάρχει και μέσα στο ίδιο το όνομα του Διο - νύσου, του οποίου το όνομα έτσι σήμαινε για τους Θράκες: θεός της Νύσας, δηλαδή θεός του ιερού βουνού, πιθανότατα του Παγγαίου. Και πράγματι, κατά τη γνώμη πολλών επιστημόνων, (όπως ο σοφός αρχαιολόγος και καθηγητής P. Perdrizet, στο βιβλίο του με τίτλο Cultes et mythes du Pangee», που εξέδωσε το έτος 1910), το όνομα Νύσα δεν είναι άλλο, από το πανάρχαιο, μυστικιστικό όνομα του Παγγαίου, πράγμα που προκύπτει κύρια από την τραγωδία του Ευρυπίδη «Βάκχες».

Και οι Ρωμαίοι, όμως, την ιερή χώρα Νύσα τοποθετούσαν στην περιοχή του Παγγαίου, όπως προκύπτει από το παρακάτω κείμενο του Αππιανού, στο οποίο ο Ρωμαίος αυτός ιστορικός περιέγραψε την μάχη των Φιλίππων, το 42 π.Χ., (Appian., Bell. civ., IV, 105): «….ο Βρούτος και ο Κάσσιος, με μια εκπληκτική πράξη θράσους, προχώρησαν στους Φιλίππους, όπου αποβιβάστηκε και ο Τίλλιος και ολόκληρος ο στρατός ήταν συγκεντρωμένος εκεί. Οι Φίλιπποι είναι μια πόλη, που παλαιότερα ονομαζόταν Δάτον και πριν από αυτό Κρηνίδες, γιατί εκεί γύρω από έναν λόφο αναβλύζουν πολλές πηγές. Ο Φίλιππος την οχύρωσε, γιατί την θεωρούσε εξαιρετικό οχυρό κατά των Θρακών και την ονόμασε, από τον εαυτό του, «Φίλιπποι». Βρίσκεται σ’ έναν απόκρημνο λόφο……. Υπάρχουν δάση στα βόρεια, μέσα από τα οποία ο Ρασκούπορις (Βασιλιάς των Θρακών) οδήγησε τον στρατό του Βρούτου και του Κάσιου. Στα νότια υπάρχει ένα έλος, που εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα. Στα ανατολικά είναι τα φαράγγια των Σαπαίων και των Κορπιλαίων και στα δυτικά μια πολύ εύφορη και όμορφη πεδιάδα που εκτείνεται στις πόλεις Murcinus και Drabiscus και τον ποταμό Στρυμόνα, περίπου 350 στάδια. Εδώ λέγεται ότι παρέσυρε (ο θεός Άδης) την Περσεφόνη, ενώ μάζευε λουλούδια και εδώ είναι ο ποταμός Ζυγάκτης, στη διάβαση του οποίου λένε ότι έσπασε ο ζυγός του άρματος του θεού, από την οποία και πήρε το όνομά του το ποτάμι………….» (δείτε και το γειτονικό στον ποταμό Ζυγάκτη χωριό Ζυγός, που διατήρησε και στην διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης και διατηρεί μέχρι σήμερα το πανάρχαιο αυτό όνομά του)!

Ας δούμε, όμως, τώρα, ποιος είναι αυτός ο μύθος, στον οποίο αναφερόταν ο Αππιανός και για τον οποίο πίστευε (όπως πίστευαν και όλοι οι Ρωμαίοι) ότι έλαβε χώρα στην περιοχή του Παγγαίου και συγκεκριμένα κοντά στον Ζυγάκτη ποταμό, που μέχρι σήμερα κυλάει τα νερά του, δίπλα από τα λαμπρά ερείπια των αρχαίων Φιλίππων, (τον βλέπετε, στην 17η από τις φωτογραφίες που αναρτώ – πρόκειται για φωτογραφία της kefthimia, από την ιστοσελίδα Greece.gr - στην 18η φωτογραφία βλέπετε τα ερείπια των Φιλίππων και στις φωτογραφίες 19η έως και 21η βλέπετε το όρος Παγγαίο, όπως φαίνεται από την ακρόπολη των Φιλίππων): Ο μύθος περιλαμβάνεται στον Ομηρικό ύμνο προς την (θεά) Δήμητρα, ένα επικό ποίημα, που συντάχθηκε στα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου αιώνα προ Χριστού:


Τη Δήμητρα - θεά καλλίκομη, σεμνή - θα υμνήσω,

την ίδια και την κόρη της με τα λεπτά σφυρά·

ο Αϊδωνεύς την άρπαξε, ο Ζευς τού την εχάρισε,

βαρύχτυπος, βροντόφωνος· κι από τη Δήμητρα, οπού κρατεί

χρυσό σπαθί κι ωραίους καρπούς,

τη χώρισε, την ώρα που έπαιζε με τις βαθύκολπες Ωκεανίδες.

Μαζεύοντας λουλούδια, ρόδα και κρόκο,

όμορφους μενεξέδες σε μαλακό λιβάδι,

κρίνα, υάκινθο και νάρκισσο - η Γη τον έσπειρε τον νάρκισσο,

δόλο της Κόρης με το πρόσωπο ανθισμένο,

γιατί ο Δίας το θέλησε, κάνοντας χάρη στον Πολυδέκτη.

Έλαμπε ο νάρκισσος, θαύμα και θέαμα σε όλους όσοι τον είδαν,

αθάνατοι θεοί και άνθρωποι θνητοί·

από την ίδια ρίζα φύτρωναν μοσχομυρίζοντας άνθη εκατό -

γέλασε τότε ο ουρανός απέραντος από ψηλά,

η γη ολάκερη και τ' αλμυρό το κύμα της θαλάσσης.

Θαμπώθηκεν κι η Κόρη κι έσκυψε, απλώνοντας τα δυο της χέρια,

να πιάσει του κόσμου αυτό το χάρμα.

Ξάφνου ανοίγει η γη, στο Νύσιο πεδίο,

από βαθιά έγινε πλατιά, κι ανέβηκε ο βασιλιάς του κάτω κόσμου

με τα άλογά του αθάνατα, ο πολυώνυμος του Κρόνου γιος.

Βίαια την άρπαξε, την έσυρε επάνω στο χρυσό του άρμα, ολοφυρόμενη,

ενώ η φωνή της κατακόρυφη αντηχούσε,

καλώντας τον πατέρα της Κρονίδη, μέγα και πρώτον.

Κι όμως κανείς δεν βρέθηκε, αθάνατος ή και θνητός,

ν' ακούσει την κραυγή της,

μήτε λαμπρόκαρπες οι Ελιές».

ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:

«Δήμητρ’ ἠύκομον, σεμνὴν θεόν, ἄρχομ’ ἀείδειν,

αὐτὴν ἠδὲ θύγατρα τανύσφυρον, ἣν Ἀιδωνεὺς

ἥρπαξεν, δῶκεν δὲ βαρύκτυπος εὐρύοπα Ζεύς,

νόσφιν Δήμητρος χρυσαόρου, ἀγλαοκάρπου,

παίζουσαν κούρῃσι σὺν Ὠκεανοῦ βαθυκόλποις

ἄνθεά τ’ αἰνυμένην, ῥόδα καὶ κρόκον ἠδ’ ἴα καλὰ

λειμῶν’ ἂμ μαλακὸν καὶ ἀγαλλίδας ἠδ’ ὑάκινθον

νάρκισσόν θ’, ὃν φῦσε δόλον καλυκώπιδι κούρῃ

Γαῖα Διὸς βουλῇσι χαριζομένη Πολυδέκτῃ,

θαυμαστὸν γανόωντα: σέβας τό γε πᾶσιν ἰδέσθαι

ἀθανάτοις τε θεοῖς ἠδὲ θνητοῖς ἀνθρώποις:

τοῦ καὶ ἀπὸ ῥίζης ἑκατὸν κάρα ἐξεπεφύκει:

κὦζ’ ἥδιστ’ ὀδμή, πᾶς τ’ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν

γαῖά τε πᾶσ’ ἐγελάσσε καὶ ἁλμυρὸν οἶδμα θαλάσσης.

ἣ δ’ ἄρα θαμβήσασ’ ὠρέξατο χερσὶν ἅμ’ ἄμφω

καλὸν ἄθυρμα λαβεῖν: χάνε δὲ χθὼν εὐρυάγυια

Νύσιον ἂμ πεδίον, τῇ ὄρουσεν ἄναξ Πολυδέγμων

ἵπποις ἀθανάτοισι, Κρόνου πολυώνυμος υἱός.

ἁρπάξας δ’ ἀέκουσαν ἐπὶ χρυσέοισιν ὄχοισιν

ἦγ’ ὀλοφυρομένην: ἰάχησε δ’ ἄρ’ ὄρθια φωνῇ,

κεκλομένη πατέρα Κρονίδην ὕπατον καὶ ἄριστον.

οὐδέ τις ἀθανάτων οὐδὲ θνητῶν ἀνθρώπων

ἤκουσεν φωνῆς, οὐδ’ ἀγλαόκαρποι ἐλαῖαι…»

Υπήρχε, ως εκ τούτου, προφανής σχέση του όρους Παγγαίου με τον μυθικό τόπο «Νύσα», τον τόπο γέννησης του Διονύσου, οι αποδείξεις, όμως, για τη σχέση αυτήν, δεν σταματούν εδώ! Άλλη μια σημαντική απόδειξη αυτής της σχέσης αποτελεί η διατήρηση του ονόματος αυτού του μυθικού τόπου, της Νύσας, μέχρι τα νεώτερα χρόνια, ως ονόματος μιας πανάρχαιας, γηγενούς, Ελληνικής κώμης του Παγγαίου όρους, της σημερινής Νικήσιανης. Αφήνω, λοιπόν, για το θέμα αυτό, να μας μιλήσει ο Δ. Παπαδόπουλος Κεραμεύς, στην «Έκθεσιν παλαιογραφικών και φιλολογικών ερερυνών εν Θράκη και Μακεδονία, γενομένων κατά το έτος 1885 δια την Μαυρογορδάτειον Βιβλιοθήκην», η οποία δημοσιεύθηκε στο Παράρτημα του ΙΖ’ τόμου των πρακτικών του «εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού φιλολογικού Συλλόγου», που εκδόθηκε το έτος 1886 και, ειδικότερα, στο κεφάλαιο της Εκθέσεώς του, που έχει τίτλο «περί της επί του Παγγαίου όρους Μονής Κοσινίτζης». Στο κεφάλαιο αυτό ο συγγραφέας παραθέτει ένα πατριαρχικό έγγραφο, που εκδόθηκε το έτος 1567, του οποίου εγώ μεταφέρω μόνο το τμήμα που ενδιαφέρει την παρούσα ανάρτηση, μαζί με τα σχόλια του συγγραφέα του:

«Μητροφάνης ελέω θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης και οικουμενικό πατριάρχης.

………. Οι οσιώτατοι μοναχοί, οι ενασκούμενοι εν τη σεβασμία και αγία πατριαρχική μονή, της εις το όνομα τιμωμένη της υπεράγνου δεσποίνης ημών θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας της επικεκλημένης Κοσινίσσης, ενεφάνισαν ημίν τιμίαν πατριαρχικήν γραφήν του αγιωτάτου και αοιδίμου πατριάρχου κυρ Ιερεμίου, διαλαμβάνουσαν και επιβεβαιούσαν και τα προ εκείνου αγιωτάτων πατριαρχών γράμματα κυρ Μαξίμου τε και κυρού Διονυσίου και εμπεριέχουσαν αυταίς λέξεσιν, ως ίνα είη αυτή τε και τα υπ’ αυτήν ευρισκόμενα πατριαρχικά σταυροπήγια, ήγουν, ο περί το Βρανόκαστρον μέγας Γεώργιος, η εις τας Σέρρας σεβασμία Μονή της Παναγίας μου, η λεγομένη της Ηλιοκάλλου και τα λοιπά σταυροπήγια, όσα υπό αυτήν τυγχάνουσι, προς τούτοις δε και τα χωρία αυτής, ήγουν το λεγόμενον των Ποσιανών, η Χωρεμίστα και η Νύσσα, ακαταπάτητος και ανεπειρέαστος από παντός πλησιοχώρου μητροπολίτου, καθώς και τα παλαιγενή έτερα πατριαρχικά διαλαμβάνουσι γράμματα…»

Αναφέρει, λοιπόν, στο πιο πάνω έγγραφό του, που εξέδωσε το έτος 1567, ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Μητροφάνης, ότι στην Ιερά Μονή της Εικοσιφοινίσσης του Παγγαίου υπάγονταν εκκλησιαστικά, και τότε και παλαιότερα, όχι μόνο σταυροπηγιακές Μονές, (όπως ήταν «ο μέγας Γεώργιος του Βρανοκάστρου», δηλαδή ο Άγιος Γεώργιος ο Διασωρείτης, κοντά στο σημερινό Παλαιοχώρι του Δήμου Παγγαίου), αλλά και ολόκληρα χωριά, γειτονικά προς την Μονή, τα ονόματα των οποίων σχολιάζει ο Δ. Παπαδόπουλος Κεραμεύς, σε υποσημειώσεις του, ως εξής:

Χωρίον Ποσιανών: Το χωρίον τούτο, αρπαγέν και καταστραφέν προ χρόνων ουκ ολίγων, είνε τανύν απλούν οθωμανικόν τσιφλίκιον.

Χωρεμίστα (η σημερινή Κορμίστα Σερρών): Χωρίον κείμενον εις απόστασιν μιας και ημισείας ώρας περίπου από της μονής…. Το αυτό χωρίον εν τοις σιγιλλίοις ονομάζεται Χωρεμίστα (1567 και 1703), Χωρομίστα (1661) και Κορομίστα (1628).

Νύσσα: Ούτω καλείται ενταύθα η νυν κώμη Νικήσιανη, περί ης γράφει τινά ο κ. Ν. Γ. Φιλιππίδης υπό τον τύπον Νικησιανή.. Υπό το όνομα Νύσσα αναφέρεται το χωρίον και εν τοις πατριαρχικοίς σιγιλλίοις των ετών 1628 και 1661. Νικησιγιανή γράφεται εν τω σιγιλλίω του Καλλινίκου Β’, Νικισιανή δε εν τω του Αθανασίου Ε’ (1709).

Το συμπέρασμα που μπορούμε, με ασφάλεια, να εξαγάγουμε, από το πιο πάνω πατριαρχικό σιγίλλιο, είναι ότι το όνομα της μυθικής χώρας Νύσσας (ή Νύσας) επιβίωσε, μέχρι το έτος 1661, στο όνομα της αρχαιότατης, γηγενούς, Μακεδονικής κώμης Νικήσιανης, η οποία βρίσκεται στην ανατολική αγκαλιά του όρους Παγγαίου και ακριβώς απέναντι από την αρχαία πόλη των Φιλίππων, (την βλέπετε στην 9η φωτογραφία)!

Άλλη μια, όμως, περίτρανη κατά τον γράφοντα, απόδειξη, της σχέσης της μυθικής χώρας Νύσας (ή Νύσσας) με το όρος Παγγαίο, μας αποκάλυψε, ολότελα πρόσφατα, (το έτος 2014), η αρχαιολογική σκαπάνη: Πρόκειται για το υπέροχο ψηφιδωτό της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, (το βλέπετε στην 22η φωτογραφία που αναρτώ, παρμένη από δημοσίευμα του youmagazine.gr), το οποίο κοσμεί έναν από τους θαλάμους του μοναδικού σε μέγεθος και μεγαλοπρέπεια, Μακεδονικού τύμβου, που βρέθηκε στις δυτικές παρυφές του Παγγαίου όρους, ανατολικά της αρχαίας Αμφιπόλεως! Ασφαλώς, αυτό το σπουδαίο εύρημα δίνει την οριστική και αδιαμφισβήτητη απάντηση, στο ερώτημα, που πλανιόταν για χιλιάδες χρόνια, σχετικά με τον τόπο όπου βρισκόταν η μυθική χώρα Νύσα, όπου γεννήθηκε κι ανδρώθηκε ο Θεός Διόνυσος και σε μια πεδιάδα του οποίου ο Θεός Άδης ή Πλούτων άρπαξε την Περσεφόνη! Ο τόπος αυτός ήταν το όρος Παγγαίο και η γύρω απ’ αυτό περιοχή!