ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΘΛΙΒΕΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ 100 ΕΤΩΝ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Ο ΕΚΠΑΤΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1922, ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΑΙΩΝΙΕΣ ΕΣΤΙΕΣ ΤΟΥΣ
Τον Ιούνιο του 1920 ο ελληνικός στρατός, έχοντας επικεφαλής τον Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, απελευθέρωσε τη Δυτική Θράκη και κατευθύνθηκε προς την Ανατολική, όπου, ήδη από τον Απρίλιο του 1920, είχε εκδηλωθεί στασιαστικό κίνημα κατά του σουλτάνου, εκ μέρους του διοικητή του Α’ τουρκικού σώματος, Τζαφέρ Ταγιάρ. Σύντομα (τον Ιούλιο του 1920) οι ελληνικές δυνάμεις υποχρέωσαν τον Ταγιάρ να συνθηκολογήσει και αμέσως κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ μέχρι το τέλος Ιουλίου επεκτάθηκαν σ’ ολόκληρη την Ανατολική Θράκη, εκτός από μια μικρή περιοχή ανατολικά της γραμμής Μήδειας-Τσατάλτζας και τη Θρακική χερσόνησο. Ακολούθησε η έλευση του τότε Έλληνα μονάρχη, Αλεξάνδρου, στη Ραιδεστό, τις Σαράντα Εκκλησιές και στην Αδριανούπολη και στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 υπογράφτηκε η συνθήκη των Σεβρών, η οποία παραχώρησε στην Ελλάδα ολόκληρη την Δυτική Θράκη και την Ανατολική με την Καλλίπολη μέχρι την Τσατάλτζα (γραμμή Ποδήματος-Στράντζας-Ηράκλειας). Στις 9 Αυγούστου του 1920 ο Βενιζέλος έστειλε τηλεγράφημα στον ύπατο αρμοστή της Ελλάδας στην Θράκη, Αντ. Σαχτούρη, με το οποίο του ζητούσε να λάβει αμέσως ουσιαστικά μέτρα, για την αναδιοργάνωση των νέων, ελληνικών εδαφών και την εφαρμογή ενός σχεδίου που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη σε όλες τις εθνότητες, θα εξασφάλιζε την ισονομία και την ισοπολιτεία, θα επέβαλε την λήθη στα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί και θα συνέβαλε στην άμεση επιστροφή των εκτοπισμένων, ελληνικών πληθυσμών. Σταδιακά άρχισε, έτσι, η εγκατάσταση των ελληνικών, διοικητικών αρχών στην Θράκη και οι Τούρκοι προϊστάμενοι των υπηρεσιών της Αδριανουπόλεως και των διοικήσεων Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών και Καλλιπόλεως παρέδωσαν τις διοικήσεις τους στους Έλληνες με τακτικά πρωτόκολλα.
Η ελληνική διοίκηση στην Ανατολική και στη Δυτική Θράκη οργανώθηκε με αργά, αλλά σταθερά βήματα. Γενικός διοικητής των δύο επαρχιών ορίσθηκε αρχικά ο ύπατος αρμοστής Αντ. Σαχτούρης. Με τον νόμο 2492 της 10ης Σεπτεμβρίου 1920 ενσωματώθηκε και τυπικά στο ελληνικό κράτος η κατεχόμενη στρατιωτικά Ανατολική και Δυτική Θράκη και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος.
Η Ανατολική Θράκη διαιρέθηκε σε 4 νομούς και 23 υποδιοικήσεις. Αργότερα, μετά την διοικητική ένωση και της Δυτικής Θράκης, η Θράκη χωρίσθηκε σε 6 νομούς (Αδριανουπόλεως, Καλλιπόλεως, Ραιδεστού, Σα-ράντα Εκκλησιών, 'Εβρου και Ροδόπης). Οι πρωτεύουσες των νομών και των υποδιοικήσεων πήραν ελληνικές ονομασίες όπως π.χ. Νίκη (Χάφσα), Μακρά Γέφυρα (Ουζούν-Κιοπρού), Περίσταση (Σάρκιοϊ) κλπ., ενώ παράλληλα με την εσωτερική οργάνωση των κοινοτήτων της Ανατολικής Θράκης η ελληνική διοίκηση κατέβαλλε τεράστιες προσπάθειες για την οργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών.
Τα δικαιώματα των μειονοτήτων της Θράκης έγιναν σεβαστά στα τοπικά διοικητικά συμβούλια και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Οι εκπρόσωποι των εθνικών μειονοτήτων αντιπροσωπεύθηκαν τόσο στα δημοτικά συμβούλια όσο και στην εκτελεστική εξουσία. Στις εκλογές του ελληνικού κράτους της 1ης Νοεμβρίου 1920 συμμετείχε και η ελεύθερη πια Θράκη. Στην ελληνική Βουλή το ελληνικό στοιχείο αντιπροσωπευόταν από 30 βουλευτές, το μουσουλμανικό από 20, το εβραϊκό από 1 και το αρμενικό επίσης από 1 βουλευτή.
Το πολύμοχθο έργο, όμως, της ελληνικής διοίκησης στην ενιαία, ελληνική Θράκη, αλλά και οι ελπίδες εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων δεν μπόρεσαν να δικαιωθούν. Η Θράκη βρέθηκε στη δίνη του κεμαλικού κινήματος, της απαξίωσης της ελληνικής πολιτικής και διπλωματίας από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και της εσωτερικής διάσπασης των συμμάχων, οι οποίοι ενεργούσαν ανάλογα με τα εθνικά τους συμφέροντα απέναντι στους Τούρκους.
Εκείνο που θα βοηθούσε στη διεκδίκηση των ελληνικών κεκτημένων στη Θράκη θα ήταν η σθεναρή, ελληνική, στρατιωτική και πολιτική παρουσία στην περιοχή. Όμως η αρνητική πολιτική εξέλιξη του Νοεμβρίου του 1920, η απουσία του Βενιζέλου και η κομματική διαίρεση, που αντανακλούσε στην ελληνική κοινωνία, δεν έδινε ελπίδες για την αναστροφή του κλίματος. Προτεραιότητα στο μέτωπο της Θράκης δόθηκε πολύ αργά από τους πρωτεργάτες του επαναστατικού κινήματος που εκδηλώθηκε μετά τη μικρασιατική κατάρρευση, Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, με τη συγκρότηση ισχυρού στρατού στη Θράκη υπό τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Ήταν όμως αργά για τη σωτηρία της Ανατολικής Θράκης.
Ένας αξιωματικός, πρωταγωνιστής των βαλκανικών πολέμων και του μικρασιατικού μετώπου, ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, που βρέθηκε στο Παρίσι ένα χρόνο πριν την καταστροφή, έγραφε προφητικά: «Φοβούμαι ότι και τη Θράκη θα χάσωμεν. Από ότι βλέπω, εκεί βαδίζομεν. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι άσπονδοι εχθροί μας, αλλά μήπως και η Αγγλία πάει πίσω; Σήμερον έχει συμφέρον να παρατείνει αυτήν την κατάστασιν, θέλει τας ελληνικάς λόγχας. Όταν αύριον δεν θα τας έχει ανάγκην, διότι θα τα φκιάσει με τον Κεμάλ, τότε θα μας δώσει την κλωτσιά κατάστηθα και ευρισκόμεθα πολύ πλησίον της εποχής αυτής», σημειώνει με απογοήτευση και προφητική επισήμανση ο αγωνιστής αξιωματικός.
Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1921 είχε παγιωθεί η εκτίμηση στους κόλπους των συμμάχων, ότι η Ανατολική Θράκη θ’ αποδοθεί στην Τουρκία, διότι πλέον τα γεωπολιτικά συμφέροντα των δυνάμεων της συμμαχίας, της Αντάντ, αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν μεταστραφεί υπέρ του νέου, ισχυρού, τουρκικού παράγοντα, του Μουσταφά Κεμάλ. Οι άλλοτε σύμμαχοί μας στην Αντάντ, με μυστικές συμφωνίες που συνήψαν, καθένας τους ξεχωριστά, με τον Κεμάλ, με την υπονομευτική, εν γένει και προδοτική συμπεριφορά τους, ξεπούλησαν τα ελληνικά συμφέροντα στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία κι ενώ είχαν την πολιτική και στρατιωτική δύναμη να διατηρήσουν το καθεστώς της ελληνικής επικράτειας στην Ανατολική Θράκη, «καθάρισαν» την υπόθεση εσπευσμένα, σύμφωνα με τη βούληση το νέου ισχυρού παράγοντα της Ανατολής και τα δικά τους συμφέροντα στην πρώην οθωμανική αυτοκρατορία. Η χαριστική βολή δόθηκε από τη Γαλλία τον Οκτώβριο του 1921, η οποία υπέγραψε μυστικά με τους κεμαλιστές τη Συμφωνία της Άγκυρας, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η αρχή μιας γαλλοκεμαλικής συνεργασίας, η οποία διέλυε στην πράξη το γεωπολιτικό καθεστώς της Συνθήκης των Σεβρών.
Δεν ήταν όμως μόνο οι Γάλλοι και οι Ιταλοί που έδωσαν γη και ύδωρ στον Κεμάλ. Ήταν και οι Άγγλοι, που κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων για τη Θράκη είχαν κάνει μυστικές επαφές με τον Κεμάλ, όπως διαβεβαίωνε ο Τούρκος ισχυρός άνδρας σε συνεργάτη του.
Η εύλογη αναταραχή, η οποία είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολικής Θράκης, από τις πληροφορίες που έφθαναν σ’ αυτούς, προκάλεσε, τον Σεπτέμβριο του 1922, την κορύφωση της ένοπλης, τουρκικής και βουλγαρικής δραστηριότητας σε βάρος του ελληνικού στοιχείου, που είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Διασυμμαχική επιτροπή ανακοίνωσε στις 23 Σεπτεμβρίου στον Έλληνα και στον Αρμένιο μητροπολίτη της Αδριανουπόλεως ότι οι Τούρκοι επρόκειτο ν' ανακαταλάβουν την Θράκη και ότι θα έπρεπε να προετοιμάσουν ψυχολογικά τα πνεύματα των συμπατριωτών τους, ώστε ν' αποφεύγονταν δυσάρεστες καταστάσεις, εκφράζοντας παράλληλα υπαινιγμούς για ενδεχόμενη αυτονόμηση της Θράκης. Ανάλογες επαφές είχαν οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών κρατών και με τον Βούλγαρο επίσκοπο και τον μουφτή Αδριανουπόλεως.
Στις 25 Σεπτεμβρίου ο Ελ. Βενιζέλος έστειλε ένα συνταρακτικό τηλεγράφημα προς τους πληρεξούσιους Θράκες στα Μουδανιά, ανακοινώνοντας την απώλεια της ελληνικής, Ανατολικής Θράκης: «Ανακοινώσατε, παρακαλώ, τηλεγράφημα εις πληρεξουσίους Θράκης. Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι' Ελλάδα και επανέρχεται εις άμεσον κυριαρχίαν Τουρκίας, αποκλειόμενης πάσης διαμέσου λύσεως, οία υπονοούμενη εις τηλεγράφημα σας. Επί πλέον υποχρεούμεθα να εκκενώσωμεν από τούδε Θράκην. Ολόκληρος προσπάθειά μου στρέφεται πως χάνοντες Θράκην να σώσωμεν εν μετρώ δυνατώ Θράκας. Γνωρίζετε ότι πάσαι αι εγγυήσεις, ας συνθήκη ειρήνης ηδύνατο να πρόϊδη και ας Τούρκοι θα εδέχοντο, ουδεμίαν ασφάλειαν πραγματικήν αποτελούσι δια χριστιανούς και χαίρω, διότι επί τούτω συμφωνείτε εντελώς. Όσον τραγικόν και αν είνε, ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσι την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν αυτοί και προγονοί των, δεν υπάρχει άλλο μέσον σωτηρίας δι' αυτούς μετά την θριαμβευτικήν επιστροφήν των Τούρκων εις Ευρώπην. Κάμνω ό,τι δυνατόν, όπως επιτύχω, ίνα την αποχώρηση της Ελληνικής Διοικήσεως μη επακολούθηση αμέσως επαναφορά Τουρκικής Διοικήσεως και Χωροφυλακής, αλλά συμμαχικά στρατεύματα αναλάβωσι προσωρινώς διοίκησιν, ίνα δοθή καιρός εις θέλοντας εκ των κατοίκων να μετοικήσωσιν αποκομίζοντες την κινητήν περιουσίαν των……………..»
Το τηλεγράφημα αυτό δεν αποτέλεσε «κεραυνό ε αιθρία» για τους Θράκες, αφού ήδη από τις αρχές του Σεπτεμβρίου ο αντίκτυπος της Μικρασιατικής καταστροφής στον γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Θράκης είχε αρχίσει να γίνεται έντονα αισθητός. Περιγράφει, σχετικά, ο αναπληρωτής γενικός διοικητής Θράκης, Κώστας Γεραγάς, στις «Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922»: «Τα πλοία απεβίβαζον εις Ραιδεστόν, κυρίως ειπείν, πετούσαν έξω, ημέραν και νύκτα τα θύματα της συμφοράς πάσης φυλής και θρησκεύματος, Έλληνας, Αρμενίους και Τούρκους και Κιρκασίους. Μυριάδες γυμνών, πειναλέων και διψαλέων, αλλοφρονούντων κατέκλυζαν την προκυμαίαν, τα κέντρα, τας οδούς της πόλεως, η οποία επήρκει δια ζωήν και κίνησιν μερικών χιλιάδων ανθρώπων. Εις την μορφήν των εφαίνετο ζωηρά ο τρόμος και η αγωνία, την οποία εδοκίμασαν, έως ότου πηδήσουν εις μίαν λέμβον και εκείθεν εις πλοίον και αφήσουν οπίσω μακράν τας ακτάς της Μ. Ασίας, τα ιερά των χώματα, τα οποία αυτήν την φοράν τοις έλεγον, σωθήτε! Και υπήρξαν πολλοί, οι οποίοι δεν επρόλαβον να περάσουν την θάλασσαν του Μαρμαρά και του Ευξείνου. ……. Μαζί με τους πρόσφυγας απεβιβάζετο εις Ραιδεστόν και το Γ' Σώμα Στρατού, όχι βέβαια εν απολύτω τάξει και πειθαρχία……….. Η κατάστασις εν Ραιδεστώ δεν έπαυσε να είνε πολύ δύσκολος. Ο αριθμός των προσφύγων ανήρχετο εις 80.000. Προέκυψεν αμέσως γενική κρίσις και πρώτον ύδατος και άρτου……. Επεβάλλετο και ήρχισεν επειγόντως η αραίωσις δια μετακινήσεως των προσφύγων εις το εσωτερικόν της Θράκης. Και κατά το τελευταίον δεκαήμερον του Σεπτεμβρίου η Ραιδεστός είχεν εκκενωθή υπό των προσφύγων, πολύ δε πρότερον υπό των περισσοτέρων μονάδων του στρατού. Η μεταφορά και η εγκατάστασις των προσφύγων εγίνετο εις το εσωτερικόν της Ανατολικής Θράκης, ωσεί μη υπήρχε φόβος άλλης τόσον προσεχούς μετακινήσεως…………….. Αντιθέτως οι εν Ραιδεστώ ξένοι καταλλήλως παρετήρουν ότι προτιμότερον ήτον να κατευθύνωνται οι πρόσφυγες προς την Μακεδονίαν. Μετά την συμφοράν η χαρά των Μουσουλμάνων δυσκόλως ηδύνατο να αποκρυβή, επίστευον δε πλέον ακραδάντως εις επάνοδον της Τουρκίας. Δεν υπήρχε καμμία αμφιβολία ότι οι Τούρκοι, ευκαιρίας διδομένης, θα εδεικνύοντο οίοι είνε. Τα επακολουθήσαντα κατά την εκκένωσιν γεγονότα διεπίστωσαν τούτο. Το ελληνικόν στοιχείον κατελήφθη υπό συγκινήσεως δια την συμφοράν και υπό αισθημάτων αγωνίας μετά τας αγρίας σφαγάς της Σμύρνης, μάλιστα δε πάντων οι πρόσφυγες, οι οποίοι μετά τόσας δοκιμασίας απώλεσαν την ευψυχίαν και εζήτουν να μεταφερθώσιν εις Μακεδονίαν. Η συγκίνησις, αν μη ο πανικός, των πρώτων ημερών ηδύνατο να διαλυθή, να παρέλθη, αν αποκαθίστατο η πεποίθησις του λαού επί τον στρατόν. Τούτο όμως δεν συνέβαινε και περιττόν να εκταθή κανείς περισσότερον εις πενθίμους σελίδας επί του ζητήματος».
Η ύπουλη τακτική των συμμάχων, την οποία ήδη περιγράψαμε και ο συνεχιζόμενος, εσωτερικός διχασμός, προκάλεσε, τελικά, τη σύνταξη κι υπογραφή του περίφημου Πρωτοκόλλου των Μουδανιών, στις 11 Οκτωβρίου 1922, όπου Τούρκοι και σύμμαχοι (Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί) υπόγραψαν την τελική λύση της Θράκης: δηλαδή, μέσα σε 15 μέρες ο ελληνικός στρατός έπρεπε να εγκαταλείψει τη Θράκη και να παραδώσει τη διοίκηση στους συμμάχους, οι οποίοι αυθημερόν θα την παρέδιδε στους Τούρκους.
Η συμπεριφορά των άλλοτε συμμάχων μας, η έλλειψη συντονισμού της ελληνικής διπλωματίας, οι αλλοπρόσαλλες εντολές της κεντρικής διοίκησης προς την ελληνική αντιπροσωπεία στα Μουδανιά, οδήγησαν στην υπογραφή του επαίσχυντου εκείνου Πρωτοκόλλου. Η κυβέρνηση της Αθήνας, μετά την αποχώρηση του Αλ. Μαζαράκη από τη διάσκεψη, έδωσε εντολή να υπογράψει τη συμφωνία ο αρμοστής της Κωνσταντινούπολης, Ευάγγελος Κανελλόπουλος, ο οποίος έβαλε, με βαριά καρδιά, εκ μέρους της Ελλάδας την υπογραφή του στο κατάπτυστο πρωτόκολλο εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης.
Το ζοφερό κλίμα στο δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου του 1922, με τον καταιγισμό των φημών και την ανύπαρκτη, επίσημη ενημέρωση, εξηγεί η αφήγηση ενός πρόσφυγα της πρώτης γενιάς, του Φωτίου Αποστολίδη, από την κωμόπολη Τσαντώ, στην περιφέρεια Σηλυβρίας και Τυρολόης, όπως την κατέγραψε ο δημοσιογράφος Χρήστος Ζαφείρης στο θαυμάσιο έργο του «ΜΝΗΜΗΣ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ – ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ»: «Οι Θράκες αφυπνίσθησαν έντρομοι από τον κρότον της ειδήσεως περί της υπογραφής του απαίσιου πρωτοκόλλου των Μουδανιών και αντελήφθησαν διαμιάς όλην την τραγικότητα της καταστάσεως, η οποία δεν επεδέχετο πλέον ουδεμίαν αναβολήν και θεραπείαν. Έπαθαν δε τότε μίαν απότομον ψυχολογικήν μεταστροφήν. Έπεσαν ακριβώς εις το αντίθετον άκρον, της τελείας απογνώσεως, χωρίς να γνωρίζουν τι κάμνουν, χωρίς να θέλουν ν' ακούσουν τίποτε, ένα μόνον εκοίταζαν, πώς να φύγουν μίαν ώραν αρχύτερα εγκαταλείποντες τα πάντα. Έτσι μόνον είναι δυνατόν να εξηγηθή το παράδοξον γεγονός ότι η εκκένωσις της Ανατολικής Θράκης μολονότι ημπορούσε να γίνη με κάποιαν ψυχραιμίαν και τάξιν εντός των ωρισμένων προθεσμιών, όπως ήτο κανονισμένον με τας σχετικάς συμφωνίας, έγινε απεναντίας τόσο παραζαλισμένη και βιαστική και τόσας επέφερεν οικονομικάς απωλείας, ώστε ν' αμιλλάται προς ταύτην με την απερίγραπτον συμφοράν της Μικρασίας... Μόλις συνήφθη η σύμβασις των Μουδανιών, η ιδέα της φυγής επικράτησεν απ' άκρου εις άκρον της Θράκης και οι πλέον εκτεθειμένοι εις τον κίνδυνον αψηφούντες εκ του φόβου των τα υπάρχοντα αυτών και ουδέ στιγμή σκεφθέντες τους βωμούς, τα ιερά και τους τάφους των πατέρων τους, ήρπασαν ό,τι έτυχεν εμπρός των και ερρίφθησαν έξω φρενών εις τους δρόμους, αρκούμενοι να σώσουν έστω και μόνη την ζωήν των..».
Αυτό το κλίμα πανικού που περιγράφει ο Αποστολίδης είχε καταλάβει όλους σχεδόν τους Θρακιώτες το φθινόπωρο του 1922, αμέσως μετά την απόφαση για την εκκένωση της Θράκης, με το επαίσχυντο Πρωτόκολλο των Μουδανιών, μετά την υπογραφή του οποίου ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε μέσα σε 15 μέρες να εκκενώσει την Ανατολική Θράκη και ν' αποσυρθεί δυτικά του Έβρου. Συμμαχικές δυνάμεις ανέλαβαν να μεταβιβάσουν τις πολιτικές εξουσίες στις τουρκικές αρχές, 30 μέρες μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τους κατοίκους της. Τότε ο πανικός των ντόπιων και των προσφυγικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης έγινε πια απέραντος κι ανεξέλεγκτος. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1922 ο αναπληρωτής του γενικού διοικητή Θράκης Κ. Γεραγάς ανέλαβε επίσημα να συντονίσει το άχαρο έργο του ξεριζωμού του ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης κι έστειλε τηλεγράφημα στις ελληνικές πολιτικές, διοικητικές και στρατιωτικές αρχές, με το οποίο τους υποδείκνυε τους έλεγε ότι η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Ανατολική Θράκη θ' αρχίσει την 1η Οκτωβρίου, μέχρι την 7η Οκτωβρίου αυτά θα έχουν αποσυρθεί από τις περιφέρειες των Υποδιοικήσεων 40 Εκκλησιών, Αρκαδιουπόλεως, Μυριοφύτου, Περιστάσεως, Αρτισκού, Μαλγάρων, Κεσσάνης, Μακράς Γέφυρας, Νίκης, Δρογγυλίου και την 15η Οκτωβρίου θα είναι συγκεντρωμένα στη δυτική όχθη του ποταμού 'Εβρου. Στη συνέχεια έδινε οδηγίες για τα σημεία προς τα οποία έπρεπε να κατευθυνθούν οι κάτοικοι των περιφερειών της Ανατολικής Θράκης, προκειμένου ν’ αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Ειδικά όσον αφορά τα Γανόχωρα, το τηλεγράφημα έλεγε ότι οι κάτοικοι της περιφέρειας Μυριοφύτου θα μεταφέρονταν ατμοπλοϊκώς από τα λιμάνια του λιμένας Μυριοφύτου ή της Περιστάσεως, όσοι μπορούσαν να κατέβουν στην Περίσταση. Οι κάτοικοι της Περιστάσεως θ' αναχωρούσαν ατμοπλοϊκώς από το λιμάνι τους. Υποδείκνυε, τέλος, στις αρχές της Ανατολικής Θράκης, το εθνικό καθήκον που είχαν, ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση με ψυχραιμία και να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να προλάβουν τον πανικό και τις τυχόν υπερβασίες εκ μέρους κακοποιών στοιχείων.
Στις 2 Οκτωβρίου του 1922 έφτασε στην Αδριανούπολη κι ανέλαβε καθήκοντα γενικού διοικητή ο υποστράτηγος Γ. Κατεχάκης. Βρήκε μια τραγική κατάσταση, καθώς έφταναν συγκινητικές εκκλήσεις για την αποστολή πλοίων στη Μήδεια, όπου είχαν συγκεντρωθεί 4.000 περίπου Έλληνες, οι οποίοι αντιμετώπιζαν δυσμενέστατες, καιρικές συνθήκες, αλλά και άμεσο κίνδυνο να εξοντωθούν. Η στρατιωτική εκκένωση της Μήδειας και της Αινιάδας έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι την επομένη, 3η Οκτωβρίου. Την μέρα εκείνη ο γενικός διοικητής Γ. Κατεχάκης οριστικοποίησε το σχέδιο εκκένωσης της Ανατολικής Θράκης, υποδεικνύοντας τα σημεία κα τους τρόπους αναχώρησης των προσφύγων, ανάλογα με τις περιοχές προέλευσής τους. Όσοι έμεναν σε περιοχές κοντά στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και της Προποντίδας, θα συγκεντρώνονταν και θα αποχωρούσαν από τα λιμάνια της Αινιάδας, της Μήδειας, του Εξάστερου, των Επιβατών, της Σηλύβριας, της Ηράκλειας, της Ραιδεστού, του Μυριοφύτου, της Περιστάσεως και άλλων μικρών όρμων της Προποντίδας. Υπολογίζονταν ότι 6.000 Έλληνες επρόκειτο ν' αποπλεύσουν από τον Εύξεινο Πόντο και 100.000 από την Προποντίδα. Οι Θράκες που ζούσαν σε περιοχές που γειτνίαζαν με το Αιγαίο θα συγκεντρώνονταν στον κόλπο του Ξηρού (περίπου 30.000) και στον όρμο της Αίνου (περίπου 5.000) και θα κατευθύνονταν, οι μεν αστικοί πληθυσμοί στην Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα, οι δε αγροτικοί στην Κασσάνδρα και στην μονή του Αγ. Νικήτα. Παράλληλα, σε όσους είχαν τη δυνατότητα να το πραγματοποιήσουν, συστήθηκε να κατευθυνθούν οδικά στις διαβάσεις του Έβρου προς την Δυτική Θράκη. Αντίθετα εκείνοι, οι οποίοι δεν είχαν την δυνατότητα, όφειλαν να συγκεντρωθούν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς Σαράντα Εκκλησιών, Αρτίσκου και Αρκαδιουπόλεως, όπου θα είχαν την προστασία της ελληνικής Χωροφυλακής μέχρι να επιβιβασθούν στα τραίνα.
Στις 3 Οκτωβρίου (1922) αποβιβάσθηκαν στην Ραιδεστό αγγλικά στρατεύματα. Η παρουσία τους ενίσχυσε σημαντικά το ηθικό των Θρακών. Ενώ όμως είχαν ληφθεί αυστηρά μέτρα, ώστε ν' αποτραπούν έκτροπα σε βάρος του ελληνικού στοιχείου, άρχισαν ήδη οι πρώτες επιθέσεις των ένοπλων, τουρκικών ομάδων. Η αγωνία των ελληνικών πληθυσμών κορυφωνόταν, καθώς πραγματοποιούνταν σταδιακά η εκκένωση των αστικών κέντρων, κάτω από τα άγρυπνα βλέμματα των καραδοκούντων αυτονομιστών Βουλγάρων. Τον τομέα Σηλύβριας, Σιδηροχωρίου, Βιζύης και Τυρολόης είχαν καταλάβει τα ιταλικά στρατεύματα. Όλοι βιάζονταν να φύγουν. Το θέαμα της τραγικής εξόδου των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης (προς την Δυτική), με κύρια περάσματα την Αρκαδιούπολη και την Μακρά Γέφυρα, ήταν σπαρακτικό. Μόνο οι αυτόπτες μάρτυρες και οι εκθέσεις των ελληνικών Αρχών μπόρεσαν ν’ αποδώσουν ένα μέρος της τραγικότητας των ημερών εκείνων:
Το απαίσιο θέαμα της εξόδου των προσφύγων περιγράφει με μελαγχολικό λυρισμό ο Κώστας Γεραγάς, αναπληρωτής γενικός διοικητής της Θράκης, στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε: «Επί πολλάς ημέρας η αμαξιτή οδός Αρκαδιουπόλεως και πολύ πέραν αυτής μέχρι το Κάραγατς εκαλύπτετο υπό συνεχούς σειράς αραμπάδων, εκ των οποίων έκαστος κατά κανόνα μετέφερεν ανά μίαν οικογένειαν μετά των κινητών της. Την τραγικήν σιωπήν ετάρασσεν ο ιδιόρρυθμος ήχος των τριζόντων τροχών των οχημάτων με τους πελιδνούς άφωνους οδηγούς, κινούντας αδιακόπως προς την οδόν της σωτηρίας. Αν εσταμάτα ιδίως εκ βλάβης των τροχών εις αραμπάς, όλη η όπισθεν πένθιμος συνοδεία έπρεπε να σταματήση και όλοι προσεπάθουν να επιδιορθώσουν την βλάβην. Έλαβον χωράν και τοκετοί καθ' οδόν και θάνατοι με απλοποιημένος στιγμιαίας κηδείας...».
Ο υποδιοικητής της Μακράς Γέφυρας, Αποστολίδης, στη δική του έκθεση, γράφει τα εξής: «Η έξοδος αύτη παριστά σπαραξικάρδιον θέαμα. Δια της πόλεως Μ. Γέφυρας, κεντρικής οδού πολλών περιφερειών, επί ημέρας και νύκτας πολλάς διήρχοντο μυριάδες προσφύγων της Μ. Ασίας και Θράκης. Θρήνοι και οδυρμοί και αραί στυγεραί κατά των υπαιτίων της τραγικής συμφοράς επλήρουν τους αιθέρας. Κατά σατανικήν σύμπτωσιν βροχή ραγδαία και χάλαζα χονδρά έπλητταν τους ατυχείς τούτους πληθυσμούς. Θα έλεγε τις ότι και αυτά τα στοιχεία της φύσεως συνώμοσαν μετά των φανερών και κρύφιων εχθρών της φυλής προς εξόντωσιν αυτής. Το θέαμα προυξένησε βαθυτάτην αίσθησιν και εις την Διασυμμαχικήν Επιτροπήν, η οποία μετά καταφανούς ψυχικής οδύνης παρηκολούθει άφωνος τας ατέρμονας συνοδείας των προσφύγων. Οι πληθυσμοί φεύγοντες εγκατέλειπον κινητήν περιουσίαν εις εμπορεύματα, σιτηρά και έπιπλα αξίας ανυπολογίστου. Μάτην αι αρχαί ετόνιζον ότι παρέχεται μηνιαία και πλέον προθεσμία ελευθέρας εξόδου, εις μάτην συνίστων ψυχραιμίαν. Αι σκηναί τηςΜ. Ασίας, η αγρία και προκλητική στάσις των Τούρκων και αι επιθέσεις αυτών κατά την διέλευσιν εκ της υπαίθρου χώρας εναντίον των προσφύγων ενέσπειρον τον τρόμον και την απόγνωσιν. Έφευγαν εγκαταλείποντες τα πάντα, με την ελπίδα ότι μετά την απομάκρυνσιν των γυναικόπαιδων θα ηδύναντο επανερχόμενοι ν' αποκομίσωσι σιτηρά και ζώα των, δεν εφαντάζοντο ότι άμα τη αποχωρήσει του στρατού θα σχηματισθώσιν ένοπλοι, τουρκικαί συμμορίαι εν τη υπαίθρω. Ωσεί μη ήρκουν ταύτα, ο προσφυγικός κόσμος επέπρωτο να δοκιμάση και αιματηράς περιπέτειας κατά την οδόν του μαρτυρίου του (και παραθέτει η έκθεσις σειρά εγκληματικών πράξεων των Τούρκων κατά των αποχωρούντων προσφύγων). Υπό τοιαύτας λοιπόν τραγικάς και καταστρεπτικάς συνθήκας έλαβε χώραν η έξοδος των κατοίκων της Θράκης, ως πάλαι ποτέ των Εβραίων εξ Αιγύπτου! Λαός, κατοικών την χώραν ταύτην από αμνημονεύτων χρόνων, αναγκάζεται να εγκατάλειψη την γην των πατέρων του, μεθ' ης συνδέεται δι' αρρήκτων ιστορικών και εθνολογικών δεσμών, εις το άκουσμα της επανόδου των Τούρκων, ως έφευγαν άλλοτε οι Λαοί της Ανατολής και ανατολικής Ευρώπης κατά την εξόρμηση των βαρβάρων, ούς εξήμει ο άγριος βορράς εκ των εγκάτων της Ασίας...»
Ο Υποδιοικητής Αρκαδιουπόλεως κ. Λέφας, στην έκθεσή του, αναφέρει: «Η είδησις περί των εν Μουδανίοις ληφθεισών αποφάσεων ελήφθη εν τη περιφερεία Αρκαδιουπόλεως την 27 Σεπτεμβρίου παρά των επί τούτω σταλέντων υπό του Στρατηγείου εκ Ραιδεστού κ. Αγγελοπούλου, υπαλλήλου της Γενικής Διοικήσεως και του κ. Γεωργαντοπούλου, λοχαγού. Την αυτήν νύκτα ήρξαντο οι οδυρμοί και η ημέρα αύτη δέον να θεωρηθή η απαρχή της τεραστίας τραγωδίας. Ουδείς των ομογενών, ουδείς των Αρμενίων ευρέθη εκφράζων γνώμην διάφορον της γενικώς επικρατούσης. Κοινή αντιλήψει και μια φωνή υπεδεικνύετο εν μέτρον και διετυπώθη ως σύνθημα: Να φύγωμεν!! Παρά της υποδιοικήσεως εζητείτο η μόνη πληροφορία ημέρας και νυκτός. Πόσας ημέρας ακόμη έχομεν δια να φύγωμεν; Παρά τας νουθεσίας ημών και προσπθείας, όπως πείσωμεν τους πληθυσμούς ότι υπάρχει καιρός προς εκκένωσιν της Ανατολικής Θράκης, μία ήτο η απόφασι, περί αμέσου αναχωρήσεως. Και έφευγαν οι άνθρωποι σιδηροδρομικώς, επί αμαξών, πεζή, όπως έκαστος ηδύνατο. Οι αστοί, πλούσιοι και πτωχοί, μεγάλοι και μικροί, παιδία, ηγωνίζοντο να περισυλλέξωσιν ότι ηδύνατο να μεταφερθή, όπως εύρωσιν αμάξας και επιβιβάζοντες γυναίκας, τέκνα και όσα εκ των κινητών επέτρεπαν τα μεταγωγικά μέσα φύγωσι το ταχύτερον. Έτι τραγική ήτο η θέσις των αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι σχηματίζοντες καραβάνια διέσχιζαν την περιφέρειαν με διεύθυνσιν προς τον 'Εβρον αίροντας τον σταυρόν του μαρτυρίου... Είδον γυναίκα πεσούσαν εξ εξαντλήσεως από την υπερπληρωμένην άμαξαν και εκπνεύσασαν. Είδον πρόσφυγα εξ ατονίας μη συγκρατηθέντα επί των ποδών του και πεσόντα άπνουν εκ του βαγονίου. Είδον βρέφη αποθανόντα εξ ασφυξίας εις τας αγκάλας δυστυχών χωρικών μητέρων... Εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν εν αναμονή των βαγονιών και της χορηγίας θέσεων οι πρόσφυγες έμεναν εκτεθειμένοι εις τας ιδιοτροπίας του θρακικού φθινοπώρου με τον άγριον άνεμον και την βροχήν. Βηξ, άτονοι και κλαυθμοί ηκούοντο διαρκώς. Φωναί ως από τάφων εζήτουν επίσπευσιν της αναχωρήσεως, ενώ χείρες ικέτιδες των ιερέων ηυλόγουν δια τελευταίαν φοράν την γενέτειραν γην και τους τάφους των προγόνων. Οι ασθενείς κατέκειντο υπό βρεγμένα εφαπλώματα πυρέσσοντες. Ο εκ της Διασυμμαχικής επιτροπής αντισυνταγματάρχης της Γαλλικής Χωροφυλακής κ. Αλλάρ ουχί άπαξ βλέπων τα γινόμενα εκ του παραθύρου του εθεάθη δακρύων και λέγων: «Απαίσιον θέαμα, δεν αντέχω να βλέπω τα βάσανα των δυστυχών τούτων». Επί πολλάς ημέρας η αμαξιτή οδός Αρκαδιουπόλεως και πολύ πέραν αυτής μέχρι Καραγάτς εκαλύπτετο υπό συνεχούς σειράς αραμπάδων, εκ των οποίων έκαστος κατά κανόνα μετέφερεν ανά μίαν οικογένειαν μετά των κινητών της. Την τραγικήν σιωπήν ετάρασσεν ο ιδιόρρυθμος ήχος των τριζόντων τροχών των οχημάτων με πελιδνούς άφωνους οδηγούς, κινούντας αδιακόπως προς την οδόν της σωτηρίας. Αν εσταμάτα ιδίως εκ βλάβης των τροχών είς αραμπάς, όλη η όπισθεν πένθιμος συνοδεία έπρεπε να σταματήση και όλοι προσεπάθουν να επιδιορθώσουν την βλάβην. 'Ελαβον χωράν και τοκετοί καθ' οδόν και θάνατοι με απλοποιημέ-νας στιγμιαίας κηδείας. Εις την συνοδείαν αυτήν ενεμφανίσθη μίαν ημέραν και η εν Αδριανουπόλει Διασυμμαχική επιτροπή προς εξέτασιν του ζητήματος των λαμβανομένων τουρκικών αραμπάδων μετά των ζώων. Τόσον όμως βαθείαν εντύπωσιν προυξένησεν η δυστυχία εκείνη και τόσον προσήκοντας πικρούς λόγους ήκουσεν από ένα αναξιοπαθούντα λαόν, ώστε απήλθε, χωρίς να εξέταση ή να διάταξη τα όσα εμελέτα μέτρα προς έλεγχαν των οχημάτων».
Η πιο δραματική όμως περιγραφή, για τη σιωπηλή και μακάβρια έξοδο των Θρακών το φθινόπωρο του 1922 είναι μια δημοσιογραφική ανταπόκριση απεσταλμένου αμερικανικής εφημερίδας, που κάλυψε εκείνα τα μοιραία χρόνια την ελληνοτουρκική σύγκρουση και τα κοσμογονικά, ευρωπαϊκά γεγονότα. Είναι η ανταπόκριση του δημοσιογράφου και αργότερα διάσημου πεζογράφου, βραβευμένου με Νόμπελ, του 'Ερνεστ Χέμινγουεϊ: «Σε μια ατέλειωτη, ιλιγγιώδη πορεία ο χριστιανικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης στριμώχνεται στους δρόμους προς τη Μακεδονία. Η κυρία φάλαγγα, που περνάει τον ποταμό Έβρο, έχει μήκος τριάντα δυο χιλιομέτρων. Μια φάλαγγα τριάντα δύο χιλιομέτρων, με κάρα που τα σέρνουν αγελάδες, ταύροι και λασπωμένοι νεροβούβαλοι, ενώ δίπλα τους, εξουθενωμένοι και ζαλισμένοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κουβέρτες πάνω από τα κεφάλια τους, περπατούν στα τυφλά κάτω από τη βροχή, δίπλα στα εγκόσμια αγαθά τους. Τα κύριο αυτό ρεύμα τροφοδοτείται από ολόκληρη την ενδοχώρα. Δεν ξέρουν που πάνε. Άφησαν τα κτήματά τους, τα χωριά τους και τα ώριμα, σκουρόχρωμα χωράφια τους, για να προστεθούν στο κύριο ρεύμα των προσφύγων, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Τούρκος. Τώρα, το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι να κρατούν τη φρικαλέα φάλαγγα, ενώ το πιτσιλισμένο με λάσπες ελληνικό ιππικό τους οδηγεί όπως οι γελαδάρηδες τα γελάδια...».
«Είναι μια σιωπηλή φάλαγγα», συνεχίζει. «Ούτε που γκρινιάζει κανένας. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να συνεχίσουν να κινούνται. Οι όμορφες, τοπικές τους ενδυμασίες είναι βρεγμένες και λασπωμένες. Κοτόπουλα κρέμονται από τα πόδια στα κάρα. Τα μοσχαράκια μαζεύονται γύρω από τα ζεμένα βόδια, κάθε φορά που ένα φρακάρισμα σταματάει τη φάλαγγα. Ένας γέρος περπατάει γέρνοντας από το βάρος ενός γουρουνιού, ενός δρεπανιού κι ενός όπλου, με ένα κοτόπουλο κρεμασμένο στο δρεπάνι. Ένας άντρας απλώνει μια κουβέρτα πάνω από μια γυναίκα που δουλεύει πάνω σ' ένα κάρο, για να την προστατεύσει από τη βροχή. Εκείνη είναι ο μόνος άνθρωπος που κάνει κάποιο θόρυβο. Η μικρή της κόρη την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η φάλαγγα συνεχίζει να κινείται. Μόνο από την Ανατολική Θράκη πρέπει να απομακρυνθούν 250 χιλιάδες χριστιανοί πρόσφυγες. Σχεδόν μισό εκατομμύριο πρόσφυγες βρίσκονται τώρα στη Μακεδονία. Πώς θα τραφούν; Κανείς δεν ξέρει. Τον άλλο μήνα όμως όλος ο χριστιανικός κόσμος θα ακούσει την κραυγή: "Ελάτε στη Μακεδονία να μας βοηθήσετε"... Περπάτησα οχτώ χιλιόμετρα με τη φάλαγγα των προσφύγων πάνω στο δρόμο, αποφεύγοντας τις καμήλες που κινούνταν και προχωρούσαν απρόθυμα, δίπλα από χαλασμένα κάρα με ψηλές στοίβες από κουβέρτες, καθρέπτες, έπιπλα, δεμένα γουρούνια, μάνες χωμένες κάτω από τις κουβέρτες με τα μωρά τους, γέρους και γριές που ακουμπούσαν στα κάρα και απλώς κουνούσαν τα πόδια τους πάνω στο δρόμο, με κεφάλια σκυφτά, μουλάρια που κουβαλούσαν πυρομαχικά, τουφέκια δεμένα σε δέσμες σαν δεμάτια από σιτάρι και, πότε πότε, ένα σαραβαλιασμένο Φορντ με Έλληνες επιτελικούς αξιωματικούς, με κόκκινα και βρόμικα από την αϋπνία μάτια, και πάντα την αργή, μουσκεμένη αγροτιά της Θράκης, που βάδιζε με κόπο μέσα στη βροχή, αφήνοντας πίσω τα σπίτια της...».
Κι αλλού: «Ο στρατός περίμενε, μη πιστεύοντας ότι η κυβέρνηση του θα υπέγραφε τη Συνθήκη των Μουδανιών. Το έκανε όμως και ο στρατός, όντας στρατός υπάκουσε στην ηγεσία του. Όλη μέρα περνούσα από δίπλα τους, από βρόμικους, κουρασμένους, αξύριστους, ανεμοδαρμένους στρατιώτες που περπατούσαν στα μονοπάτια της καφετιάς, ατέλειωτης, γυμνής, λοφοσκέπαστης θρακικής υπαίθρου. Φορτηγά κάρα με βαριές ρόδες, που σέρνονται από λασπωμένα βουβάλια με κέρατα γυρτά προς τα πίσω, κινούνται κοπιαστικά στο σκονισμένο δρόμο. Μερικοί φαντάροι είναι ξαπλωμένοι πάνω στα μπαγκάζια, ενώ άλλοι οδηγούν τα βουβάλια. Μπροστά και πίσω από τα φορτηγά απλώνονται τα στρατεύματα. Αυτό είναι το τέλος της ελληνικής στρατιωτικής περιπέτειας. Ούτε ορχήστρες ούτε σταθμοί οργανώσεων βοήθειας, ούτε άδειες. Τίποτα άλλο από ψείρες, βρόμικες κουβέρτες και κουνούπια για τις νύχτες. Είναι οι τελευταίοι της ελληνικής δόξας, της δόξας που ήταν κάποτε η Ελλάδα. Αυτό είναι το τέλος του δεύτερου Τρωικού πολέμου τους... Το τι θα μπορούσε να γίνει, πιθανότητες και δυνατότητες, είναι μια θλιβερή ιστορία, όπως και το τέλος της ελληνικής στρατιωτικής ισχύος. Δεν φταίει όμως ο απλός Έλληνας στρατιώτης. Ακόμη και στην υποχώρηση, οι Έλληνες φαντάροι φάνηκαν καλοί στρατιώτες. Φάνηκαν σκληρά καρύδια, αποφασισμένοι, πράγμα που σήμαινε ότι θα δυσκόλευαν τα πράγματα για τον Τούρκο, αν ο κεμαλικός στρατός ήταν υποχρεωμένος να πολεμήσει για τη Θράκη, αντί να την πάρει σαν δώρο στα Μουδανιά...».
Από κάθε πόλη που αποχωρούσε ο ελληνικός στρατός, οι τοπικές, ελληνικές αρχές παρέδιδαν τα αρχεία τους και την εξουσία στις συμμαχικές διοικήσεις, οι οποίες τα παρέδιδαν εν συνεχεία στην τουρκική διοίκηση, που καταλάμβανε την περιοχή. Παρά τις υποσχέσεις των αρχών, ότι η αποχώρηση των Ελλήνων θα γινόταν με ηρεμία, ο πανικός τους έδινε φτερά. Οι διασυμμαχικές επιτροπές που επιτηρούσαν την ομαλή έξοδο των Ελλήνων αδυνατούσαν να παρεμποδίσουν τα μιλιούνια των προσφύγων, που κατέβαιναν αλλόφρονες στα λιμάνια και τους σταθμούς. Όλοι, παρά τις διαφορετικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στη Θράκη, φοβούνταν τις σφαγές και τις πυρπολήσεις της Σμύρνης, γι' αυτό και έτρεχαν πανικοβλημένοι να σωθούν. Στα λιμάνια της Ραιδεστού, της Σηλύβριας και του Μυριόφυτου είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο, από τους χιλιάδες πρόσφυγες που στοιβάζονταν στα ελάχιστα διαθέσιμα ατμόπλοια. Οι εικόνες που αποτυπώθηκαν, στα ίδια σχεδόν θύματα και στα ίδια λιμάνια πριν εφτά χρόνια, επαναλαμβάνονταν, πιο έντονα και οριστικά πλέον, για το θρακιώτικο ελληνισμό.
Οι συνθήκες εγκατάλειψης, όπως συμβαίνει σ' αυτές τις περιπτώσεις, ήταν δραματικές. Παρά τις υπομνήσεις των συμμαχικών επιτροπών για συντεταγμένη αποχώρηση, ο πανικός άλλαξε το κλίμα και η εγκατάλειψη γινόταν με ταχύτατες ενέργειες. Σε μερικά χωριά που κάποιοι Έλληνες αρνήθηκαν να απομακρυνθούν, περικυκλώθηκαν από ένοπλους Τούρκους και εγκατέλειψαν κι αυτοί φοβισμένοι τα σπίτια τους για να αποφύγουν τα χειρότερα. Σε αυτήν την άναρχη κατάσταση, οι Έλληνες προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από τις πατρίδες τους πριν εγκαταλείψει οριστικά ο ελληνικός στρατός τη Θράκη.
Η υποστολή της ελληνικής σημαίας στις θρακικές πόλεις και τα χωριά, ο ύστατος χαιρετισμός του εθνικού συμβόλου, ήταν από τις πιο δραματικές διαδικασίες της αποχώρησης. Αυτό το θλιβερό καθήκον το είχαν κυρίως οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι και χωροφύλακες που είχαν διαταχθεί από τη διοίκηση της Θράκης να μείνουν στις έδρες τους, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Πρωτοκόλλου των Μουδανιών, για να παραδώσουν τις πόλεις στη Διασυμμαχική Επιτροπή, η οποία στη συνέχεια θα τις παρέδιδε στους Τούρκους. Ήταν η τελεσίδικη εγκατάλειψη της πατρογονικής γης, η πιο θλιβερή πράξη έμπρακτης υπογραφής για μια εποχή που έκλεινε οριστικά. Μέσα στη μαυρίλα της επώδυνης πορείας τους στόμωνε το παράπονο κι ο θρήνος κι έπιαναν μακρόσυρτα μοιρολόγια, που ήταν το ξέσπασμα του καημού, του ξεριζωμού και της καταραμένης προσφυγιάς.
Αυτή τη σκληρή ώρα της οριστικής υποστολής του εθνικού συμβόλου περιγράφει ο Αδριανουπολίτης στρατιωτικός Αγγελος Γερμίδης: «Στις 18 Οκτωβρίου, τα τελευταία ελληνικά τμήματα εγκατέλειπαν την Αδριανούπολη, αφήνοντας τη φύλαξή της στους Γάλλους στρατιώτες. Στις 10 το πρωί της ημέρας αυτής γινόταν στο Στρατηγείο της Στρατιάς Θράκης η υποστολή της ελληνικής σημαίας και η έπαρσις της τουρκικής. Παρατεταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, ένας λόχος του 50ού Συντάγματος Πεζικού υπό τον τότε λοχαγόν Δράκον Γιαννουκάκο και ένας τουρκικός που είχε εισέλθει συμβολικά στην πόλη. Οι δυο λόχοι παρουσιάζουν όπλα. Στιγμές εξόχως συγκινητικές για τους Έλληνες αξιωματικούς και στρατιώτες και ασφαλώς και για τους Τούρκους, με αντίθετα ασφαλώς συναισθήματα. Η ελληνική σημαία κατεβαίνει αργά - αργά από τον ιστό, ενώ οι αξιωματικοί και οπλίτες του λόχου, με τα μάτια δακρυσμένα, με κόπο συγκρατούνται για να μην ξεσπάσουν σε γοερό κλάμα. Ακολούθησεν η έπαρσις της τουρκικής σημαίας, που επισημοποιούσε την επάνοδο της τουρκικής κυριαρχίας στη μαρτυρική πόλη. Και μέχρι που ζούσε ακόμα, αντισυνταγματάρχης εν αποστρατεία και σεβαστός πρεσβύτης ο λοχαγός του 1922 Δράκος Γιαννουκάκος, με κόπο συγκρατούσε τα δάκρυα του όταν μου αφηγείτο τις δραματικές εκείνες στιγμές της στρατιωτικής του ζωής...».
Από τους τελευταίους Έλληνες που άφησαν τη Θράκη ήταν οι κάτοικοι της Καλλίπολης. Οι σύμμαχοι κατέλαβαν τη Καλλίπολη στις αρχές Νοεμβρίου του 1922 κι έδωσαν εικοσαήμερη προθεσμία στους Έλληνες να εγκαταλείψουν τη χερσόνησο. Με προκλήσεις των Τούρκων και την ανοχή της συμμαχικής διοίκησης 25.000 κάτοικοι της χερσονήσου μπήκαν στα πλοία και πήραν το δρόμο της οριστικής προσφυγιάς.
Οι τελευταίοι Θρακιώτες που άφησαν συντεταγμένα την πατρίδα τους ήταν οι κάτοικοι του φημισμένου προαστίου της Αδριανούπολης, του Κάραγατς, της παλιάς Ορεστιάδας. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν απέναντι απότην Αδριανούπολη, ιδρύοντας τη Νέα Ορεστιάδα, την προσφυγική πολιτεία που θέριεψε στην περιοχή του Βόρειου Έβρου, βλέποντας προς την ανοιχτή πεδιάδα, πίσω από τα καραγάτσια του Έβρου, την παλιά πατρίδα.
Ως το 1924 οι εναπομείναντες Θρακιώτες έφτασαν με την ανταλλαγή στην Ελλάδα, ολοκληρώνοντας το μεγάλο ελληνικό εκπατρισμό. Ο ελληνισμός της ανατολικής Θράκης μετεγκαταστάθηκε με τη βούληση των ισχυρών αναγκαστικά στην Ελλάδα, αναζωογονώντας με την πολιτισμική παράδοση και την εργατικότητα άλλα ελληνικά μέρη. Η ελληνική ενδοχώρα αναδημιουργήθηκε με τις πολιτισμικές αξίες και την αξιοσύνη του θρακιώτικου ελληνισμού.
Ας έλθουμε όμως, πιο ειδικά, στην αναχώρηση των συμπατριωτών μας, των Γανοχωριτών, από την πατρώα γη. Όπως όλοι οι Ανατολικοθρακιώτες, έτσι κι αυτοί πήραν τον δρόμο της εξορίας, εγκαταλείποντας, οριστικά αυτή τη φορά, τις πατρογονικές τους εστίες. Αφήνανε τα αγαπημένα τους χωριά, τα σπίτια και τα μαγαζιά, τα χωράφια και τα βοσκοτόπια τους, τα σχολεία, τις εκκλησίες και τα ιστορικά μοναστήρια τους, τα νεκροταφεία με τους τάφους των γονέων, αδελφών και συγγενών τους, για να καταφύγουν σαν πρόσφυγες στη Μάνα Ελλάδα.
Στον εκπατρισμό τους οι Γανοχωρίτες ακολούθησαν δύο δρόμους. Οι κάτοικοι των παραλιακών κωμοπόλεων και χωριών, μερικών χωριών που ήταν στις προς την Προποντίδα πλαγιές του Ιερού Όρους, καθώς και μερικών από τα ορεινά χωριά των Βορειοδυτικών πλαγιών του, πού ανήκαν στην Εκκλησιαστική Επαρχία Γάνου και Χώρας, (Καστάμπολις, Ιντζέκιοϊ, Σιμιτλή), ακολούθησαν τον θαλάσσιο δρόμο, μεταφερθέντες με πλοία, πού διέθετε το Ελληνικό Κράτος και μερικοί με ναυλωμένα από τους ίδιους, από τα λιμάνια των Δελλιώνων, της Ραιδεστού, Κουμβάου, Γάνου, Χώρας, Ηρακλείτσας, Μυριοφύτου και Περιστάσεως στην Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Εύβοια. Οι κάτοικοι των μεσογειακών χωριών της Εκκλησιαστικής Επαρχίας Μυριοφύτου και Περιστάσεως (Λιμνίσκης, Καλόδενδρου) και αυτής Γάνου και Χώρας (Σεντουκίου, Παλαμουτίου), ακολούθησαν τον δρόμο της ξηράς, πού περνούσε από το Κούρου Ντάγ - Κεσσάνη, ή Μάλγαρα - Κεσσάνη και εν συνεχεία τα Ύψαλα, τον Έβρο με πορθμεία (μεγάλες πλάβες) έφθασαν στην Αλεξανδρούπολη, από την οποία προωθήθηκαν σε διάφορα μέρη της Βορείου Ελλάδος.
Αλλά και από ορισμένα χωριά που ακολούθησαν τον θαλασσινό δρόμο, αρκετές οικογένειες, κυρίως γεωργοκτηνοτροφικές, πού διέθεταν δικά τους μεταφορικά μέσα, αφού επιβίβασαν τα γυναικόπαιδα και ότι άλλο μπορούσαν να πάρουν μαζί τους στα πλοία, οι άνδρες σχημάτισαν φάλαγγες και ακολούθησαν τον δρόμο της ξηράς, παίρνοντας μαζί τους, εκτός από αρκετά είδη της οικοσκευής τους και τα ποίμνια αιγοπροβάτων και μεγάλων ζώων (βόδια, αγελάδες κ.λ.π.) και ύστερα από πολυήμερη, δυσκολότατη και κοπιαστικότατη πορεία, έφθασαν στους τόπους προορισμού τους, οπού είχαν φθάσει και τους περίμεναν οι οικογένειές τους.
Οι κάτοικοι των χωριών πού ακολούθησαν τον θαλασσινό δρόμο, εκτός από τους Αυδημιώτες, πού μεταφέρθηκαν στην Αιδηψό Ευβοίας, αποβιβάσθηκαν όλοι στα δυο μεγάλα λιμάνια της Βορείου Ελλάδος, στη Θεσσαλονίκη οι κάτοικοι των χωριών Περιστάσεως, Λούπιδας, Κερασιάς, Ίντζέκιοϊ και Σιμιτλή και στην Καβάλα αυτοί των άλλων κωμοπόλεων και χωριών.
Οι περισσότεροι από τους Γανοχωρίτες των μεγάλων, παραλιακών κωμοπόλεων, πού ήταν κυρίως επιχειρηματίες, έμποροι, επαγγελματίες, βιοτέχνες, επιστήμονες, εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα, αστικά Κέντρα της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, ιδιαίτερα στην Θεσσαλονίκη, Καβάλα, καθώς και στην Αθήνα και τον Πειραιά, κυρίως στην Νίκαια, ενώ οι υπόλοιποι, κυρίως αγρότες, κτηνοτρόφοι, αμπελουργοί, σηροτρόφοι κ.ά., στερημένοι από τα ηγετικά τους στελέχη, σκόρπισαν στη Μακεδονία και σε μικρότερο ποσοστό στη Δυτική Θράκη. Έτσι, για παράδειγμα:
Οι Γ α ν ί τ ε ς, πού μεταφέρθηκαν ατμοπλοϊκώς στην Καβάλα, αφού άφησαν σ' αυτή αρκετές οικογένειες, σκόρπισαν, κατά ένα σημαντικό ποσοστό, στην Έλευθερούπολη, Θεσσαλονίκη, Κατερίνη, άλλοι μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου ήταν ήδη εγκατεστημένοι από παλαιότερα συγγενείς τους. Οι περισσότεροι όμως εγκαταστάθηκαν στα χωριά του Νόμου Καβάλας, Φιλίππους, Ζυγό και πολλοί στην Παλιά Καβάλα, μαζί με τον αλησμόνητο παπά τους, Παπαστυλιανό Βαφείδη, ο οποίος, μη θέλοντας να αποχωρισθεί από τους παλιούς συμπατριώτες του, έζησε κοντά τους σαν εφημέριος άλλα 19 χρόνια και πέθανε την 1η Μαρτίου του 1942.
Οι Χ ω ρ ι ν ο ί, πού μεταφέρθηκαν κι' αυτοί στην Καβάλα, σκόρπισαν όπως και οι Γανίτες. Πολλοί έμειναν οριστικά στην ίδια την Καβάλα, άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Ελευθερούπολη κι άλλοι σε διάφορα χωριά του Παγγαίου και του Συμβόλου, όπου εγκαταστάθηκαν αγροτικώς. Αρκετές επίσης οικογένειες μετακινήθηκαν στο Νομό Πιερίας και εγκαταστάθηκαν, άλλοι μέσα στην Κατερίνη, άλλοι κοντά στο χωριό Κεραμίδι, όπου ίδρυσαν τα «Νέα Γανόχωρα», στα οποία εγκαταστάθηκαν 140 περίπου οικογένειες, όλες Χωρινές.
Οι Μ υ ρ ι ο φ υ τ ι ν ο ί μεταφέρθηκαν επίσης στην Καβάλα, στην οποία εγκαταστάθηκε ένα μεγάλο μέρος από αυτούς. Πολλοί ήλθαν και εγκαταστάθηκαν και στη Θεσσαλονίκη και αρκετές οικογένειες προωθήθηκαν στη Νέα Ποτίδαια Χαλκιδικής, μαζί με τους Πλατανιώτες και ίδρυσαν στο χωριό δικό τους συνοικισμό, πού τον ονόμασαν «Νέο Μυριόφυτο».
Οι Περιστασιανοί, μαζί με άλλους των γειτονικών χωριών, συνολικά περί τις 9.000 άτομα, επιβιβάσθηκαν σε δυο πλοία, στο φορτηγό «ΩΡΑΙΑ ΕΛΛΑΣ» και στο μικρό επιβατηγό «ΑΘΗΝΑΙ», πού είχε στείλει ή Ελληνική Κυβέρνηση κι αναχώρησαν από την Περίσταση στις 20 Οκτωβρίου και στις 22 έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Περί τους 300 όμως Περιστασιανοί, αφού επιβίβασαν στα πλοία τις οικογένειές τους, πήραν τον δρόμο της ξηράς με τα δικά τους μεταφορικά μέσα, συναποκομίζοντας ότι πολύτιμα πράγματα μπόρεσαν να πάρουν κι υστέρα από πολυήμερη, κοπιαστική πορεία, ήλθαν κι' αυτοί στη Θεσσαλονίκη. Παρέμειναν σ' αυτήν προσωρινά επί 2 περίπου χρόνια κι ύστερα σκόρπισαν σε διάφορα μέρη της Βορείου Ελλάδος. Περί τις 550 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης, 130 οικογένειες στην παραλιακή ζώνη της Κατερίνης, όπου ίδρυσαν την Νέα Περίσταση, 17 οικογένειες στην Νέα Ποτίδαια Χαλκιδικής, 17 οικογένειες στο Καλοχώρι Κοζάνης, 11 οικογένειες στην Αγία Παρασκευή Βασιλικών, 18 οικογένειες στην Άνω Βρόντου Σερρών, 15 οικογένειες στην περιοχή του Σωχού, 5 οικογένειες στην Φλώρινα και οι υπόλοιπες σε διάφορα άλλα μέρη, στη Θάσο, Λήμνο, Θεσσαλονίκη, Αθήνας, Πειραιά και Πάτρας.
Τα ιερά σκεύη των εκκλησιών της Περιστάσεως, συσκευασμένα σε 18 κιβώτια, μεταφέρθηκαν κι' αυτά στην Θεσσαλονίκη και παραδόθηκαν στον Ιερό Ναό της Οσίας Ξένης του Χαριλάου. 5 χρόνια αργότερα οι Περιστασιανοί της Νέας Περιστάσεως πήραν ένα μέρος από αυτά, κυρίως εικόνες και τις τοποθέτησαν στη νέα εκκλησία τους. Τα Έξαπτέρυγα και τον Επιτάφιο τα μετέφερε μία ηλικιωμένη γυναίκα, ονομαζόμενη Καλλιώ, ή οποία, αφού τα φύλαξε μ’ ευλάβεια αρκετά χρόνια, τα παρέδωσε στη νέα εκκλησία της Νέας Περιστάσεως, του Αγίου Γεωργίου.
Με όμοιους τρόπους κι οι κάτοικοι όλων των άλλων χωριών των Γανοχώρων, του Αυδημιού και του Νεοχωρίου (Γενίκιοϊ), του Σιμιτλί, του Ιντζέκιοϊ, της Καστάμπολης, του Σεντουκιού, του Παλαμουτιού και του Μηλιού, της Κερασιάς και του Πλατάνου, του Καλόδενδρου, της Στέρνας, της Λιμνίσκης, του Καλαμιτσίου, της Λούπιδας και της Ηρακλείτσας, εγκατέλειψαν με σπαραγμό την πατρώα γη, σκόρπισαν σαν τα πουλιά κι εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία της Μακεδονίας κυρίως και λιγότερο της Θράκης. Τα ονόματα των καινούργιων χωριών που ίδρυσαν στην ελεύθερη Ελλάδα, ομωνύμων προς τα παλιά των Γανοχώρων, θα θυμίζουν για πάντα τις παλιές γενέτειρες τους, εκεί στα όμορφα, ηρωικά και πάντα αξέχαστα Γανόχωρα της Ανατ. Θράκης, προς τα οποία στρέφεται πάντα, με συγκίνηση και νοσταλγία, η σκέψη τους.
Μετά όμως από αυτή τη στιγμιαία, συναισθηματική παρέκβαση, επιστρέφουμε, για λίγο ακόμη, στη ψυχρή, ιστορική αφήγηση:
Με την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού στρατού και του πληθυσμού δημιουργήθηκε μια έκρυθμη κατάσταση σ' ολόκληρο τον γεωγραφικό αυτό χώρο. Ότι ελληνικό είχε απομείνει, εντοπιζόταν βασικά στις ελληνικές, πολιτικές αρχές και στην ελληνική Χωροφυλακή. Τουρκικές ένοπλες ομάδες κορύφωναν την ανθελληνική δραστηριότητα τους με αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά της ελληνικής Χωροφυλακής. Ακόμη παρατηρούνταν φόνοι προσφύγων, αρπαγές και ληστείες ξένων περιουσιών και διακοπή των τηλεγραφικών και των τηλεφωνικών επικοινωνιών. Ήταν αδύνατο ν' αποκατασταθεί η τάξη. Από τα μέσα Οκτωβρίου άρχισε η παράδοση των πολιτικών αρχών των μεγαλύτερων αστικών κέντρων της Ανατολικής Θράκης στους Γάλλους εκπροσώπους της διασυμμαχικής επιτροπής. Οι τελευταίοι Έλληνες υπάλληλοι ικέτευαν να συντομευθεί η μαρτυρική παραμονή τους. Η Αρκαδιούπολη έμοιαζε με ρημαγμένη πόλη, μετά την απομάκρυνση του ελληνικού στρατού. Στις 8 Οκτωβρίου λεηλατήθηκε από τον τουρκικό όχλο η ελληνική εκκλησία του Αγ. Δημητρίου. Ανάλογη τύχη είχε και η ελληνική συνοικία στη Μακρά Γέφυρα (Ουζούν-Κιοπρού) μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων υπαλλήλων. Στις 24 Οκτωβρίου η ελληνική πολιτική διοίκηση των Σαράντα Εκκλησιών παράδωσε στη διασυμμαχική επιτροπή. Ο Γάλλος πρόεδρος της διασυμμαχικής επιτροπής αναγνώρισε την ελληνικότητα της Θράκης και υπογράμμισε την τραγική ειρωνεία. Στις Σαράντα Εκκλησιές παρέμειναν τελικά 150 ελληνικές οικογένειες, οι οποίες υποχρεώθηκαν και αυτές από τις τραγικές περιστάσεις να εκπατρισθούν τον Μάρτιο του 1924. Στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου (1922) ολοκληρώθηκε και η παράδοση της Καλλιπόλεως στον διοικητή των γαλλικών στρατευμάτων. Το τελευταίο τμήμα του ελληνικού στρατού έφυγε από την Αδριανούπολη στις 18 Οκτωβρίου και η τελευταία εκκλησιαστική λειτουργία πραγματοποιήθηκε στην ελληνική μητρόπολη στις 9 Οκτωβρίου.
«Στις 9 Οκτωβρίου, γράφει ο Άγγελος Γερμίδης, γινόταν στον μητροπολιτικό ναό Αδριανουπόλεως η τελευταία λειτουργία, σαν εκείνη την τελευταία λειτουργία της Αγίας Σοφίας την παραμονή της Αλώσεως. Και με δάκρυα στα μάτια οι παρευρισκόμενοι σ’ αυτήν ακούγανε τον γέρο μητροπολίτη Πολύκαρπο να αναπέμπει με διακοπτόμενη από συγκίνηση φωνή τη στερνή προς τον Ύψιστο επίκληση. Ήταν ο τελευταίος μητροπολίτης της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως, Υπέρτιμος και Έξαρχος παντός Αιμιμόντου", που κατά μια μοιραία σύμπτωση είχε το ίδιο όνομα με τον τελευταίο μητροπολίτη του 1361, τότε που για πρώτη φορά οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αδριανούπολη……
Μετά από όλα όσα εκθέσαμε, απομένει ανοιχτό το απλό ερώτημα, που τίθεται στην καρδιά του κάθε απλού Έλληνα, ακόμη κι ύστερα από έναν περίπου αιώνα, αν θα μπορούσε να κρατηθεί η Ανατολική Θράκη υπό την ελληνική διοίκηση, μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου. Η άποψη του ελευθερωτή της Θράκης στρατηγού Αλέξανδρου Μαζαράκη-Αινιάνος, που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις του Πρωτοκόλλου των Μουδανιών, δίνει μια απάντηση: «Κι αν ακόμη υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να διασωθεί η Ανατολική Θράκη (παρά την κατάπτωση του ηθικού του ελληνικού στρατού και την αποδιοργάνωση του), φρόντισαν τόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο Παρίσι όσο και η επαναστατική κυβέρνηση στην Αθήνα, να δώσουν τη χαριστική βολή, γιατί αποδέχτηκαν αμέσως και μάλιστα την άμεση εκκένωση της.» Αυτή ήταν η απάντηση του Αλ. Μαζαράκη-Αινιάνος στο ερώτημα «Ηδυνάμεθα να σώσωμεν την Θράκην;».
Παρακολουθώντας τις διπλωματικές ενέργειες, λίγους μήνες πριν από το Πρωτόκολλο των Μουδανιών, διαπιστώνει και ο πιο αρχάριος σε ιστορικά και πολιτικά ζητήματα, πως η Ανατολική Θράκη έπεσε θύμα πολιτικής ανευθυνότητας, πολιτικών διαπλοκών, απαράδεκτων υποχωρήσεων από την ελληνική πλευρά και άγνοιας της συγκυρίας. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όπως φαίνεται από τα αρχεία, είχε αποδεχτεί την εκχώρηση της Θράκης στους Τούρκους, υποκινούμενος από μια ρεαλιστική αντιμετώπιση, ενώ η ελληνική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη των Μουδανιών ήταν ολότελα παρείσακτη, παρακολουθούσε από μακριά τις διαπραγματεύσεις κι ενημερωνόταν για τα τεκταινόμενα από την αγγλική αντιπροσωπεία!
Αυτό ήταν το τέλος του προαιώνιου Ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης κι η αρχή του αφελληνισμού του πανάρχαιου εκείνου κομματιού της ελληνικής γης. Απομένει σε μας το μεγάλο χρέος, να διατηρήσουμε άσβεστη την ιστορική μνήμη μας, να παραδειγματιστούμε από τα δικά μας λάθη και τις συμφερολοντολογικές συμπεριφορές των ξένων, κύρια των «συμμάχων» μας και να επιτύχουμε και να διατηρήσουμε σαν κόρη οφθαλμού την ενότητα του λαού μας, ιδιαίτερα τώρα, που το Έθνος μας περνάει και πάλι δύσκολες στιγμές.
ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΒΛΕΠΕΤΕ:
1η έως και 4η. Οκτώβριος του 1922. Η αναχώρηση των Χριστιανών κατοίκων του Γάνου της Ανατολικής Θράκης, από την πατρίδα τους.
5η. Σχετικά μ’ αυτή την φωτογραφία, έχουν διατυπωθεί δύο γνώμες: Κατά την μία, η φωτογραφία έχει τραβηχτεί λίγο μετά τον τρομερό σεισμό των Γανοχώρων, τον Ιούλιο του 1912. Κατά την άλλη, πρόκειται για την αναχώρηση του Χριστιανικού πληθυσμού του Γάνου, τον Οκτώβριο του 1922.
6η. Η εκκένωση της Καλλιπόλεως, στα τέλη Νοεμβρίου του 1922.
7η και 8η. Ραιδεστός Ανατολικής Θράκης, 13-11-1922. Πλήθη Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης περιμένουν τα Ελληνικά πλοία, για να τους παραλάβουν και να τους μεταφέρουν στην Ελλάδα.
9η και 10η. Ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε ανάμεσα στη ναυτιλιακή επιχείρηση «Ε. ΛΕΒΑΝΤΗΣ» και τον κ. Καλλισθένη Περπατούλη, ως αντιπρόσωπο των Ελλήνων κατοίκων του χωριού Δελλιώνες της Ανατολικής Θράκης, (που βρισκόταν πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη). Μ’ αυτό, συμφωνήθηκε η, έναντι ναύλων, μεταφορά των κατοίκων του χωριού στο λιμάνι του Πόρτο Λάγο.