Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

 
YAYAGAÇ (ΚΑΛΟΔΕΝΔΡΟ): ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ, ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ, ΟΡΕΙΝΑ ΓΑΝΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

YAYAGAÇ (KALODENΤRO): ONE OF THE UNKNOWN, MOUNTAIN GANOCHORA, OF EASTERN THRACE,


Ι) Άλλη μια μικρή αλλά ακμαία, ελληνική κοινότητα των Γανοχώρων της Προποντίδας, (στα οποία αναφέρθηκα στην αμέσως προηγούμενη ανάρτησή μου, για την γειτονική Λιμνίσκη), ήταν το Καλόδενδρο (τουρκ. Γιαγάτς – Yayağaç).

II) ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Προτού αναφερθώ λεπτομερώς στο χωριό αυτό, το μικρότερο των Γανοχώρων, θέλω να σας καταθέσω τις εξής, αλησμόνητες εμπειρίες, που είχα όταν, στο παρελθόν, το επισκέφθηκα δυο φορές:

Η πρώτη αλησμόνητη εμπειρία μου ήταν το έτος 2001, όταν επισκέφθηκα το Καλόδενδρο για πρώτη φορά, Ήταν μαζί μου ο Πασχάλης Βαλσαμίδης, σήμερα καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, που, ως ομογενής από την Κωνσταντινούπολη, γνώριζε άριστα την τουρκική γλώσσα, κυρίως, όμως, τον τρόπο σκέψης των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Ήταν, επίσης, και άλλοι, αγαπητοί φίλοι από την Ελευθερούπολη.

Μόλις φθάσαμε στο χωριό, οι περισσότεροι από τους κατοίκους του ήλθαν για να μας προϋπαντήσουν. Είχαν, απ’ ότι αντιληφθήκαμε, Πομακική καταγωγή και ήταν εγκάρδιοι και πολύ φιλικοί μαζί μας.

Μας έδειξαν το τέμενος του χωριού τους, (τζαμί), που βρισκόταν στην θέση από του Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος, (στον οποίο αναφέρθηκα, στο κεφάλαιο VII), το «ρέμα του Καρανίκα», το «Καρά ντάγ» (Μαύρο όρος), μια βρύση κλπ.

Μας έδειξαν, επίσης, «το σπίτι του παππά», ενός κληρικού, που, όπως μας διαβεβαίωσαν, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν δει το φάντασμά του! Εμείς, όμως, στο «σπίτι του παππά» και συγκεκριμένα στην εξωτερική σκάλα είδαμε μόνο εντοιχισμένη μια επιγραφή, με το έτος γραφής της: 1825!

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε, όμως, η πληροφορία που μας μετέφερε κάτοικος του χωριού, ότι κάπου έξω από το χωριό υπήρχε ένα κομμάτι μαρμάρου, (μάλλον τμήμα επιτύμβιας στήλης), που ήταν στολισμένο με διάφορα σχήματα κι έγραφε επάνω μια λέξη, την οποία είχε γραμμένη σε πρόχειρο χαρτί ένας κάτοικος, με την ελληνική γραφή της: ΔΙΟΓΕΝΗΣ (!)

Η ύπαρξη αυτής της επιγραφής, (την οποία, φυσικά, δεν ήταν δυνατό να δούμε in situ), καθώς και λίγα αρχαία νομίσματα, που έφεραν και μας έδειξαν κάποιοι κάτοικοι, λέγοντάς μας ότι προέρχονται από την ίδια περιοχή, όπου βρισκόταν η επιτύμβια στήλη, μας έκαναν να πιστέψουμε, βάσιμα, ότι κάπου εκεί κοντά υπήρχε μια αρχαία, ελληνική πόλη.

Μια δεύτερη, εξ ίσου όμορφη εμπειρία, είχα όταν, το έτος 2015, μαζί με τον αγαπητό φίλο και ακούραστο συνοδοιπόρο, στα προσκυνήματά μας στην κοινή πατρίδα μας, την Ανατολική Θράκη, Νίκο Τσουμπάκη, πρόεδρο της Θρακικής Εστίας Καβάλας και τον επίσης αγαπητό φίλο με καταγωγή από τον Γάνο, γιατρό Καρυοφύλλη Μπλάμη, επισκεφθήκαμε το Καλόδενρο. (Από αυτή την επίσκεψη προέρχονται όλες οι φωτογραφίες που αναρτώ – Στην προηγούμενη επίσκεψή μου, το έτος 2001, κρατούσα βιντεοκάμερα).

Οι κάτοικοι του χωριού μας υποδέχθηκαν και πάλι εγκάρδια, (τους βλέπετε στις αναρτώμενες φωτογραφίες), μας έδειξαν και πάλι το μουσουλμανικό τέμενος – πρώην Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος, του οποίου σώζεται μέχρι σήμερα ο γυναικωνίτης και μας έδωσαν την ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι οι πατέρες και παππούδες τους, στην είσοδο του σημερινού τεμένους, είχαν βρει τον τάφο ενός ιερέα. Επίσης, μας είπαν ότι εντός του ναού υπήρχε καταπακτή, που οδηγούσε σε αγίασμα, το οποίο περνούσε κάτω από το ναό.

IΙΙ) ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ

Το χωριό αυτό βρίσκεται περί τα επτά (7) χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Μυριοφύτου. Είναι κτισμένο σε μία δασώδη τοποθεσία, μεταξύ δύο ρεμάτων, «του Καρκανίκα» και «του Μεγάλου Ρεύματος», τα οποία παρακάτω ενώνονται και σχηματίζουν τον ποταμό Καβάκ-Ντερέ. Δυτικά του χωριού, σε απόσταση 2 1/2 ωρών, υπάρχει το όρος «Κουρού-Ντάγ».

Έχει κλίμα ξηρό και υγιεινό.

Πριν το έτος 1922, ήταν το πιο μικρό χωριό των Γανοχώρων, με 40 οικογένειες Ελλήνων και μονώροφα, λιθό­κτιστα σπίτια, που περιβάλλονταν από μεγάλες αυλές (έκτασης 1-2 στρεμμάτων).

Το χωριό ονομάζεται Γιαγάτς ή Εϊ αγάτς (Καλόδενδρο). Η Ελλη­νική του ονομασία Καλόδενδρο είναι μετάφραση της τουρκικής Για­γάτς και επικράτησε, μετά από πρόταση του μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως Σωφρονίου (1917-1924), κατά την περίοδο της ελληνικής κατοχής (1920-1922) της Ανατολικής Θράκης.

IV) Η ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ

Το 1892, στο Καλόδενδρο κατοικούσαν 35 ελληνικές οικογένειες, που ασκούσαν τα επαγγέλματα του ποιμένα, του ανθρακέως (καρβουνιάρη) και του υολοτόμου.

Το 1911, αυτό είχε 235 κατοίκους, (125 άνδρες και 110 γυναίκες - Γενικά Αρχεία Κράτους, Φάκελος Κ 85δ’)

Μια στατιστική της Ιεράς Μητροπόλεως Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που συντάχθηκε στις 18-05-1917, ανέφερε ότι το χωριό είχε Χριστιανούς άνδρες: 47 κάτω των 25 ετών και 47 άνω των 25 ετών, (στη στατιστική δεν αναφέρονταν οι γυναίκες).

Το 1920, σε στατιστική του καζά Σάρκιοϊ, είχε 76 άνδρες και 98 γυναίκες.

Τον Οκτώβριο του 1922, λίγο πριν οι κάτοικοι φύγουν για την Ελλάδα, το χωριό είχε 40 οικογένειες.

Το έτος 1926, είχε εποικισθεί ήδη, από 99 Μουσουλμάνους πρόσφυγες, Πομακικής καταγωγής, (συνθήκη Λωζάνης 1922).

V) ΝΕΡΑ - ΒΡΥΣΕΣ

Στο χωριό υπήρχαν πολλές πηγές, (οι λεγόμενοι «τσεσμέδες»), καθώς και τρεις άλλες, οι οποίες βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από το χωριό, στις θέσεις «Τζαμί», «Μπουναρτζίκ» και «Ορτά-ντερέ». Ακόμη, σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το χωριό, στη θέση «Άγιος Γεώργιος», υπήρχε πηγή με άφθονο νερό, το οποίο χρησιμοποιούσαν για να ποτίζουν τους κήπους.

VI) Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Η κοινότητα διοικούνταν από το κοινοτικό συμβούλιο, το οποίο αποτελούνταν από έναν τσορμπατζή (μουχτάρη) και τρεις συμβού­λους (αζάδες).

Σ’ έγγραφο της 21-09-1922 των Γ.Α.Κ. (φάκελος Κ.85 γ’), το Γιαγάτς είχε πρόεδρο (Μουχτάρη) τον Θεόδωρο Φέλιο και κοινοτικούς συμβούλους τους Χρυσάφη Χατζηαθανάση, Γιαννάκη Χαρανά, Αντώνιο Νικολάου και Νικόλαο Παναγιωτάκη.

VII) Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Οι παλαιότερες πληροφορίες που έχουμε, για την εκπαίδευση στην κοινότητα, προέρχονται από έκθεση της εκπαιδευτικής επιτροπής, που υποβλήθηκε την 7η Μαΐου του 1872 στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως 6 (1871-1872), 191), Στην έκθεση αυτή τονιζόταν η έλλειψη σχολικού κτιρίου στην κοινότητα, γι’ αυτό οι μαθητές διδάσκονταν τα γράμματα στο νάρθηκα του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδος.

Είναι αξιοσημείωτο ότι για την εκπαιδευτική κατάσταση στο Γιαγάτς δεν μας παρέχουν πληροφορίες οι γνωστές εκθέσεις της Επετηρίδος Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, του 1873 και του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ραιδεστού, του 1882, ούτε οι εκθέσεις του Ευστρατίου Δράκου, του 1892 και αυτή του 1902. Είναι πολύ πιθανόν, ως εκ τούτου, την περίοδο εκείνη να μην υπήρχε σχολικό κτίριο και οι λίγοι μαθητές της κοινότητας να συνέχισαν να διδάσκονται τα γράμματα στο νάρθηκα του ναού, προφανώς από τον ιερέα. Η κατάσταση βελτιώθηκε κατά το έτος 1905, όπως συνάγεται από την έκθεση του Βιλαετιού Αδριανουπόλεως, που καταρτίσθηκε τη χρονιά εκείνη, σύμφωνα με την οποία, λειτουργούσε στο Γιαγάτς ένα γραμματοδιδασκαλείο, με 30 μαθητές, στους οποίους δίδασκε ένας γραμματοδιδάσκαλος. Η ετήσια δαπάνη για τη λειτουργία του ανερχόταν στο ποσό των 230 φράγκων. Δυο χρόνια αργότερα, η κατάσταση των εκπαιδευτηρίων της κοινότητας χειροτέρευσε και πάλι. Σύμφωνα με την έκθεση του 1907, που δημοσιεύτηκε στην Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως, υπήρχε στο Γιαγάτς μικρός ναός με έναν ιερέα, ενώ οι 15 μαθητές παρακολουθούσαν μαθήματα στο σχολείο, το οποίο λειτουργούσε στο κελί του ναού.

Οι κάτοικοι της κοινότητας, παρά τα μικρά, οικονομικά μέσα που είχαν, κατόρθωσαν, τελικά, να κτίσουν σχολικό κτίριο. Αυτό συνάγεται από έκθεση της Μητροπόλεως Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που συντάχθηκε την 31η Οκτωβρίου του 1911. Την περίοδο αυτή στο Γιαγάτς λειτουργούσε μικτή, τριτάξια σχολή, με 20 μαθητές, 10 μαθήτριες και ένα διδάσκαλο, ο δε ετήσιος προϋπολογισμός ανερχόταν ποσό των 981 γροσίων. Περιγραφή του σχολικού κτιρίου έχουμε στο κτηματολόγιο της κοινότητας Γιαγάτς, που συντάχθηκε την 23η Αυγούστου του 1917. Το σχολείο ήταν ένα μικρό κτίσμα, που είχε εμβαδόν 50 πηχών τετραγωνικών. Δυστυχώς, όμως, το νεοίδρυθέν, σχολικό κτίριο της κοινότητας καταστράφηκε στο σεισμό της 27ης Ιουλίου του 1912.

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο Α Παγκόσμιος πόλεμος, που ακολούθησε, ανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν το χωριό τους (1912-1918). Μόλις επέστρεψαν, μία από τις πρώτες τους φροντίδες ήταν η κατασκευή νέου, σχολικού κτιρίου, στη θέση αυτού που καταστράφηκε στο σεισμό το 1912. Το σχολείο στεγαζόταν σε ιδιαίτερο κτίριο, δίπλα στο ναό της αγίας Τριάδος.

Σύμφωνα με έκθεση της (ελληνικής) υποδιοικήσεως Περιστάσεως, που συντάχθηκε την 22 Σεπτεμβρίου του 1922, στο Γιαγάτς λειτουργού­σε μονοτάξια, μικτή σχολή, με 17 μαθητές και 17 μαθήτριες, (σύνολο 34 μαθητές). Για πρώτη φορά αναφέρεται και το όνομα του διδασκάλου· Κοσμάς Λουπιδιώτης.

Η ελληνική διοίκηση, (1920-1922), έκτισε νέο σχολικό κτίριο, του οποίου τα εγκαίνια δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, λόγω της αναχώρησης του ελληνικού πληθυσμού για την Ελλάδα.

Τέλος, για όσα χρόνια λειτουργούσε το σχολείο, υπήρχε διμελής, εκκλησιαστική επιτροπή, η οποία φρόντιζε και για το ναό του χωριού και για το σχολείο.

VIII) ΝΑΟΙ – ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ - ΑΓΙΑΣΜΑΤΑ

Ο ναός του χωριού τιμώνταν στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Στην κοινότητα του ναού ανήκε μία αξιόλογη περιουσία, με την οποία αντιμετώπιζε τα έξοδά της. Στο κτηματολόγιο της κοινό­τητας, το οποίο συντάχθηκε την 23η Αυγούστου του 1917, κατα­γράφονται ο ναός, τα παρεκκλήσια, τα αγιάσματα και το σχολείο. Στο όνομα του ναού υπήρχαν οι παρακάτω αγροί: «Αγρός 5 με­γάλων σοινίκων εκτάσεων εις θέσιν Τσιρίκ Ταρλά (τσακιλίκια), αφιερωθείς υπό του Π. Αθανασίου. Σύνορα πανταχόθεν δάσος. Το μέρος δεν ήταν καλό, δια τούτο δεν καλλιεργείται». «Αγρός εις τοπο­θεσίαν Παππά βρύση, 8 μεγ. σοινίκων αφιερωθείς ύπό Ασήμη. Σύ­νορα Ν. ρεύμα (μέγα ρεύμα), Β. δάσος, Α αγρός Στυλιανού Κων­σταντίνου, Δ. δάσος, ρεύμα».

Στην κοινότητα, καθήκοντα ιερατικά επιτελούσαν οι εξής γνωστοί ιερείς: από το 1917 έως το 1919 ο π. Πολύχρονης, ενώ το 1918 ο π. Διομήδης.

Από το κτηματολόγιο της κοινότητας, του έτους 1917, πληροφορούμαστε ακόμη ότι σ’ αυτήν υπήρχε κοιμητήριο μήκους 90 πήχεων και πλάτος 10 πήχεων περίπου.

Στο χωριό υπήρχαν τρία αγιάσματα:

α) Του Αγίου Ιωάννου.

β) Της Παχνιώτισσας, που γιόρταζε την 8η Σεπτεμβρίου και βρισκόταν «παρά την βρύση του χωρίου».

γ) Αγίασμα αφιερωμένο στην αγία Παρασκευή. Βρισκόταν έξω από το χωριό και γιόρταζε την 26η Ιουλίου.

Υπήρχαν, επίσης, δύο παρεκκλήσια:

α) Του Αγίου Γεωργίου.

β) Του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Βρισκόταν έξω από το χωριό και γιόρταζε στις 29 Αυγούστου.

Όπως, τέλος, προανέφερα, στο Γιαγάτς υπήρχε διμελής, εκκλησιαστική επιτροπή, η οποία φρόντιζε και για το ναό και για το σχολείο.

IX) ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ – ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Αν και μικρό σε πληθυσμό, το Γιαγάτς - Καλόδενδρο είχε μεγάλες εκτάσεις εύφορης, καλλιεργήσιμης γης και βοσκοτοπιών, με φυσική συνέπεια να έχει πολύ ανεπτυγμένη γεωργία και κτηνοτροφία.

Τα κύρια, γεωργικά προϊόντα του ήταν σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι, καλα­μπόκι και σίκαλη) και όσπρια, ιδιαίτερα φακές και ρεβύθια. Καλλιεργούσαν επίσης και λίγα αμπέλια.

Ή κτηνοτροφία περιελάμβανε περί τις 10.000 αιγοπρόβατα, 200 αγε­λάδες και βουβάλια, 60 βόδια για άροση και αρκετά άλογα επιβατικά (μπινέκια), όνους και χοίρους. Μεγάλοι κτηνοτρόφοι ήταν ο Χατζηκυριαζής, μέ 700 γίδια και 50 πρόβατα, Γραμμένος Κεχαγιάς, με 500 γίδια και 200 πρό­βατα, Γιαννάκης Κεχαγιάς, με 400 γίδια και 200 πρόβατα, Αργύρης Έξαρχος, με 400 γίδια και 100 πρόβατα κ.ά.

Τα ποίμνιά τους οι Καλοδενδρινοί τα βοσκούσαν στα γύρω βοσκοτόπια, την «Σιμελιά», το «Τσερέκ ταρλά», το «Αράπ ταρλά», τα «Σκιάρια» (ή Σκλαριά), το «Μέγα Ρέ­μα», τον «Τόλη» κ.ά. Στα βοσκοτόπια αυτά, που ήταν κατάφυτα από δρύες (μεσέδες) και γάβρους, οι κάτοικοι έκαναν ξυλοκάρβουνα, μέχρι 40-50 χιλιάδες οκάδες κάθε χρόνο, που τα πουλούσαν στο Μυριόφυτο, την Περίστασι και την Καλλίπολη.

Μεγάλη, φυσικά, ήταν και η παραγωγή σφαγίων και γαλακτοκομικών προϊόντων. Μόνο το κασέρι, που παρασκεύαζαν οι Καλοδενδρινοί, έφθανε τις 10.000 οκάδες το χρόνο κι αυτό έρχονταν και το αγόραζαν τυρέμποροι, που το πήγαιναν στην Καλλίπολι, τη Ραιδεστό και την Κωνσταντινούπολη για κατανάλωση.

X) ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ, Η ΔΙΠΛΗ ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥΣ, (1914 ΚΑΙ 1922), ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Οι κάτοικοι του Γιαγάτς (Yayağaç), όπως και αυτοί του κοντινού Γενίκιοϊ, ανα­γκάστηκαν, λόγω των βαλκανικών πολέμων και του πρώτου, ευρω­παϊκού πολέμου, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς.

Ο Μ. Μαραβελάκης και ο Α. Βακαλόπουλος, βέβαια, σε μελέτη τους, αναφέρουν ότι οι κάτοικοι του Γιαγάτς, κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και του ευρωπαϊκού πολέμου δεν μετακινήθηκαν από το χωριό τους, (Μ. Μαραβελάκη - Α. Βακαλόπουλου, Αι προσφυγικαί εγκαταστά­σεις, 206), ο Πασχάλης Βαλσαμίδης, όμως, βρήκε ένα αχρονολόγητο πρακτικό, (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Φακ., Κ 85ε), το οποίο συνέταξε ένας δημογέροντας και ένας πάρεδρος της κοινότητας Καλοδένδρου και αναφέρει ότι οι κάτοικοι της κοινότητας αναγκάστηκαν το 1914 να εγκαταλείψουν το χωριό. Στο πρακτικό δεν αναφέρεται η πόλη ή το χωριό της Μικράς Ασίας, όπου, προφανώς, θα κατέ­φυγαν οι κάτοικοι του Γιαγάτς, αναφέρει, όμως, τις καταστροφές, που προκλήθηκαν στο Γιαγάτς κατά το διάστημα της απουσίας των κατοίκων (1914-1918). Συγκεκριμένα, τονίζεται στο πρακτικό αυτό ότι από τις 50 οικίες που υπήρχαν στην κοινότητα κατά το 1914, κατα­στράφηκαν οι 20. Από τα 85 στρέμματα αμπέλων, καταστράφηκαν τα 82. Συνολικά, από τα 1.600 καλλιεργήσιμα στρέμματα αγρών που υπήρχαν στην κοινότητα, μπορούσαν να καλλιεργηθούν μόνο τα 100 στρέμματα. Από τα 40 ζεύγη βοών απέμειναν τα 10, ενώ από τα 60 συνολικά άροτρα βρέθηκαν μόνο 10. Όλες αυτές οι ελλείψεις, δυσκόλεψαν πολύ τη ζωή των κατοίκων του Γιαγάτς, μετά το 1918. Οι προσπάθειες που κατέβαλαν, μόλις επέστρεψαν, για την ανοικοδόμηση του χωριού τους, δεν ολοκληρώθηκαν, διότι, με την ανακωχή των Μουδανιών (1922), αναγκάστηκαν, (στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών), να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα.

Οι Καλοδενδρινοί αναχώρησαν, από την πατρίδα τους για την Ελλάδα, την 1η Οκτω­βρίου του 1922, ημέρα Κυριακή. Πεζοί οι περισσότεροι, ορισμένοι με κάρα και με τα ζώα τους, ακολουθώντας την πορεία: Γιαγάτς – Καντήκιοϊ - Κουρού Ντάγ (όρος) – Κεσσάνη -'Ύψαλα – Φέρρες – Αλεξανδρούπολη - Κομοτηνή. Εδώ 27 οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο χωριό Μπουλάτκιοϊ (Ασώματος Ροδόπης). Από το Μπουλάτκιοϊ, το 1925 μετακόμισαν στο Τσιριμπάσκιοϊ (Πρωτάτο Ροδόπης), το οποίο βρίσκεται μεταξύ Κομοτηνής και Σαππών. Οι υπόλοιπες 13 οικογένειες συνέχισαν το ταξίδι τους σιδηροδρομικώς και κατέ­ληξαν στο Άδενδρο Θεσσαλονίκης.

XI) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαλσαμίδη Πασχάλη, Η Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1924, που εκδόθηκε το 1996.

Γεδεών Μανουήλ, «Μνήμη Γανοχώρων», που εκδόθηκε το 1913.

Γερμίδη Άγγελου, «Τα Γανόχωρα της Ανατολικής Θράκης», που εκδόθηκε το 1976.

Δράκου Ευστρατίου, «ΘΡΑΚΙΚΑ, ήτοι διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου», που εκδόθηκε το 1892.

ΧΙΙ) ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ

1η έως 11η : Απόψεις του χωριού, όπως ήταν το έτος 2015.

12η : Σχολικό κτίριο, (μάλλον αυτό που κατασκεύασε η Ελληνική Διοίκηση Θράκης και δεν πρόλαβε να το εγκαινιάσει).

13η. Το μουσουλμανικό τέμενος, στην θέση του Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος.

14η και 15η. Ο γυναικωνίτης του τεμένους του χωριού, που διατηρείται από τότε που αποτελούσε τον γυναικωνίτη του Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος, (δείτε και τα παμπάλαια, ξύλινα υποστυλώματα).

16η. Με κατοίκους του χωριού, μέσα στο μουσουλμανικό τέμενος – άλλοτε Ιερό Ναό Αγίας τριάδος.

17η και 18η. Με κατοίκους, στο μοναδικό καφενείο του χωριού.

19η. Το ξεπροβόδισμά μας, από κατοίκους του Καλόδενδρου.






















Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024



GÖLCÜK (ΛΙΜΝΙΣΚΗ): ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ, ΟΡΕΙΝΑ ΓΑΝΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

GÖLCÜK (LIMNISKI): ONE OF THE UNKNOWN, MOUNTAIN GANOCHORA, OF EASTERN THRACE,



Ι) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ

Στην Ανατολική Θράκη, την πανάρχαια γη των προγόνων μου, περίοπτη θέση καταλάμβαναν, ήδη κατά την απώτερη αρχαιότητα, οι πόλεις και οι οχυρές θέσεις των θρακικών παραλίων της Προποντίδας. Ειδικά στην περιοχή του Ιερού Όρους, υπήρχαν οι αρχαίες πόλεις Τειρίστασις (ή Περίστασις), Ηράκλεια (η μετέπειτα Ηρακλείτσα), η Γάνος (αργότερα ο Γάνος), αι Γανίαι και το Νέο τείχος, κτισμένες σε επίλεκτα σημεία της θρακικής παραλίας, είτε από γηγενείς Θράκες, είτε από Έλληνες αποίκους, (όπως λ.χ. η Γάνος, την οποία ίδρυσε ο οικιστής του Βυζαντίου, Βύζας ο Μεγαρεύς ή, κατ’ άλλους, Σάμιοι άποικοι).

Το Ιερό Όρος αποτελεί εκτεταμένη, χαμηλή σχετικά οροσειρά, η οποία ξεκινά από το ύψος περίπου των χωριών Σιμιτλή και Κουμβάου και φθάνει μέχρι τη χερσόνησο της Καλλιπόλεως, καλύπτοντας το αντίστοιχο τμήμα της θρακικής παραλίας της Προποντίδας. Είναι πολύ δασωμένο και στ’ απέραντα δάση ποικιλίες δένδρων οικο­δομήσιμης και καύσιμης ξυλείας, ενώ σε ορισμένα σημεία της παραλίας της Προποντίδας, μεταξύ Αυδημίου και Κουμβάου, καταλήγει σε απόκρημνες και πετρώ­δεις πλαγιές, αδιάβατες ακόμα και σήμερα, που ήταν γνωστές με το όνομα «Βαρδαλάκος».

Δύο από τις κορυφές του είναι ψηλότερες. Η μια, με υψόμετρο 877 μέτρα, βρίσκεται στα βόρεια του Γάνου και λέγεται «Πύργος», η δε άλλη, με υψόμετρο 689 μέτρα, βρίσκεται στα βόρεια της Περιστάσεως και της Ηρακλείτσας και λέγεται "Αγιος Ηλίας» ("Αη-Λιας).

Η θέα από την κορυφή του Πύργου είναι τόσο υπέροχη, ώστε συναρπάζει τον θεατή. Προς τ’ ανατολικά, νότια και νο­τιοδυτικά φαίνεται η θάλασσα της Προποντίδας, από το Βόσπορο μέχρι τον Ελλήσποντο και κατ' ευθείαν απέναντι τα Μικρασιατικά παράλια, με τα Μαρμαρόνησα και στο βάθος τα μεγαλοπρεπή όρη του Ολύμπου και της Ίδης της Βιθυνίας. Προς τα δυτικά και βόρεια, ολόκληρη η Θράκη μέχρι τη Ροδόπη και τις νότιες παραφυάδες του Αίνου, με τις πόλεις Αδριανούπολη και Σαράντα Εκκλησίες και ακόμα ανατολικότερα η οροσει­ρά της Στράντζας.

Στη βυζαντινή περίοδο, η περιοχή των Γανοχώρων παρουσίασε μεγάλη ακμή, γιατί βρισκόταν πολύ κοντά στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, ενώ ιδιαίτερα γνωστή έγινε όταν στις δασωμένες πλαγιές του Ιερού Όρους, ιδιαίτερα πάνω από το Γάνο, ιδρύθηκε, κατά τον 11ο αιώνα, ονομαστό, μοναστικό κέντρο, με πλήθος μοναστηριών, όπου μόνασαν σπουδαίες μορφές της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, όπως ο ιδρυτής της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης.

Αυτή η ευμάρεια των Γανοχώρων δεν σήμαινε, όμως, ότι ήταν απαλλαγμένα από συμφορές. Οι για αιώνες επιδρομές διάφορων, βαρβαρικών λαών, που κατέβαιναν από τη βόρεια Βαλκανική και ιδιαίτερα οι συνεχείς επιθέσεις και λεηλασίες της Θράκης από τους Βουλγάρους δεν άφηναν αθικτα τα Γανόχωρα.

Το έτος 1354 καταλήφθηκε από το Σουλεϋμάν, γιο του οθωμανού σουλτάνου Ορχάν, η Καλλίπολη, την κατάληψη της οποίας ακολούθησαν τα γειτονικά Γανόχωρα, τα οποία, έτσι, ‘ηταν τα πρώτα εδάφη της Ευρώπης, τα οποία περιήλθαν υπό την οθωμανική κυριαρχία.

Η κατάληψη της Θράκης γενικότερα και των Γανοχώρων ειδικότερα, με τις σφαγές και την υποδούλωση των κατοίκων, τις λεηλασίες και τις αναγκαστικές μετοικεσίες, κύρια δε τον βίαιο εξισλαμισμό των Χριστιανών κατοίκων, οδήγησε στην ερήμωση της Θράκης, καθώς και των ευρισκόμενων στην θρακική παραλία της Προποντίδας βυζαντινών φρουρίων, μετά όμως την κατάκτηση, αργά – αργά το Ιερό Όρος και τα παράλιά του εποικίστηκαν και πάλι από Έλληνες Θρακιώτες, που ίδρυσαν, αρχίζοντας από το δυτικό, Ιερό Όρος, μια σειρά κωμοπόλεων και χωριών, με αμιγώς ελληνική σύσταση και χαρακτήρα, τα οποία αργότερα ονομάστηκαν Γανόχωρα, από τα ονόματα των δύο αρχαιοτέρων και σημαντικοτέρων απ’ αυτά, του Γάνου και της Χώρας. Οι δύο μάλιστα αυτοί γεωγραφικοί όροι έγιναν τόσο αλληλένδετοι μεταξύ τους, ώστε να μη νοείται ό ένας διάφορος από τον άλλον. Στην πράξη, Γανόχωρα σήμαινε Ιερό Όρος και Ιερό Όρος σήμαινε Γανόχωρα.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα Γανόχωρα αποτελούσαν ένα σύνο­λο 21 ακραιφνώς ελληνικών κωμοπόλεων και χωριών, με συνολικό πληθυσμό 32.000 περίπου ψυχών, από τα όποια τα πέντε κυριότερα, Γάνος, Χώρα, Μυριόφυτο, Περίσταση και Στέρνα, ήταν πραγματικές κωμοπόλεις, με πληθυ­σμό ο οποίος, πριν από τους διωγμούς του 1914, έφθανε, σύμφωνα με στοι­χεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τις 4000, 4500, 5000,5000 και 3000, αντίστοιχα. Αποτελούσαν δύο εκκλησιαστικές επαρχίες, τη Μητρόπολη Γάνου και Χώρας, που περιλάμβανε τις κοινότητες, Γάνου, Χώρας, Αυδημίου, Νεο­χωρίου, Μηλιού, Κερασιάς, Ιντζέκιοΐ, Κασταμπόλεως, Σεντουκίου και Παλαμουτίου και την Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που ιδρύθηκε το έτος 1909 και περιλάμβανε τις Κοι­νότητες Μυριοφύτου, Περιστάσεως, Ηρακλείτσας, Πλατάνου, Στέρνας, Λούπιδας, Καλαμιτσίου, Καλοδένδρου, Λιμνίσκης και Νεοχωρίου, με τελευταίους Μητροπολίτες, τον σεβασμιότατο Τιμόθεο Λαμνή (Λέσβιο την καταγωγή) η πρώτη και τον Σωφρόνιο Σταμούλη (Σηλυβριανό την καταγωγή) η δεύ­τερη.

Ο πληθυσμός των κωμοπόλεων και χωριών αυτών, γνησιότατα ελλη­νικός, (απότις 32.000 κατοίκους των αρχών του 20ού αιώνα, οι 30.500 ήταν Έλληνες), ζούσε σχεδόν ελεύθερος ως το 1913, οπότε άρχισε ο φρικτός εκείνος διωγμός των Ελλήνων της Ανατ. Θράκης, που κράτησε ως την κήρυξη του Α' παγκοσμίου πολέμου και συνεχίσθηκε σ' όλη σχεδόν την διάρκειά του. Ήταν ένας πληθυσμός με πλήρη επίγνωση των εθνικών του υποχρεώσεων, εμφορούμενος από το όραμα της εθνικής αποκατάστασής του. Ήταν τόσο έντονη η υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στις δύο εκεί­νες εκκλησιαστικές επαρχίες, ώστε μετά την κήρυξη του τουρκικού Συντάγματος του 1908, Καϊμακάμηδες (Έπαρχοι) διορίζονταν Έλληνες.

Μια από τις ακμαίες, ελληνικές κοινότητες των Γανοχώρων της Προποντίδας ήταν και η Λιμνίσκη (τουρ. Γκιολτζίκ - Gölcük).

ΙΙ) ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ – ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΣΙΩΝ ΤΟΥ

Ένα από τα πιο άγνωστα χωριά των Γανοχώρων της Ανατολικής Θράκης, ήταν η Λιμνίσκη, (τουρ. Γκιολτζίκ - Gölcük), η οποία βρισκόταν μέσα σε μια χαράδρα, στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Iερού Όρους, ανάμεσα στο «Μεγάλο Ρέμα» και στο «Ρέμα Καρκανίκα», (τα οποία ενώνονταν λίγο παρακάτω από το χωριό και χύνονταν στον μικρό ποταμό «Καβάκ Σουγιού - Kavak suyu») και πάνω στον δρόμο, που ερχόταν από τα Μάλγαρα (Malkara) στην Περίσταση (Sarkoy).

Πλησιέστερη κωμόπολη προς το Γκιολτζίκ (Gölcük) ήταν η Περίσταση, από την οποία απέχει μόλις 10 χιλιόμετρα· γύρω από το Γκιολτζίκ (Gölcük) υπήρχαν και άλλα χωριά της επαρχίας: Η Λούπιδα (Arapli) απέχει 5 χιλιόμετρα, το Γιαγάτς (Yaya agac) 5 χιλιόμετρα, ο Πλάτανος (Cinarli) 8 χιλιόμετρα, το Γενίκιοϊ (Yenikoy) 10 χιλιόμετρα, η Στέρνα (Tepekoy) 10 και το Σεντούκι (Esendik?) 10 χιλιόμετρα.

Το κλίμα του χωριού ήταν ξηρό και υγεινό.

Το τουρκικό όνομά του - Gölcük - σήμαινε «μικρό έλος» ή «μικρή λίμνη», «γκιόλα» και προήλθε, κατά πάσα πιθα­νότητα, από ένα μικρό έλος, έκτασης 20 περίπου στρεμμάτων, που βρισκόταν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το χωριό και το οποίο το καλοκαίρι ξεραινόταν.

Η ελληνική ονομασία Λιμνίσκη επικράτησε, μετά από πρόταση του τελευταίου μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Σωφρο­νίου Σταμούλη, κατά την περίοδο της Ελληνικής κατοχής της Ανατολικής Θράκης·

ΙΙΙ) Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Η περιοχή του χωριού, σύμφωνα με την διατηρηθείσα στους Έλληνες κατοίκους παράδοση, ήταν, σε πολύ παλιά χρόνια, τσιφλίκι (ciftlik) κάποιου Τούρκου Μπέη. Στην αρχή, άγνωστο πότε, ήλθαν σ’ αυτό, άγνωστο από πού, περί τις 15- 20 οικογένειες και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό σαν κολλήγοι. Με το πέρασμα των χρόνων, οι αρχικές εκείνες οικογένειες πλήθυναν, με τις γεννήσεις και τον ερχομό κι άλλων Ελλήνων, κυρίως από την Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο και σιγά – σιγά, με την εργασία τους, εξαγόρασαν, λίγα – λίγα, τα κτήματα του τσιφλικιού, έκτισαν σπίτια, εκκλησία, σχολείο κι έτσι δημιούργησαν ένα αρκετά μεγάλο χωριό, που ευημερούσε κι έφθασε να έχει 120 οικογένειες, όλες ελληνικές. Τα περισσότερα σπίτια ήταν μονώροφα, πέτρινα, με τετράριχτες στέγες, σκεπασμένες με εγχώρια κεραμίδια και μεγάλες αυλές 2-3 στρεμμάτων, μέσα στις οποίες, σε ξεχωριστά οικήματα, ήταν οι στάβλοι, οι αχυρώνες κι οι αποθήκες. Ένα τμήμα της αυλής χρησιμοποιούνταν σαν λαχανόκηπος και κήπος οπωροφόρων δένδρων, από την οικογένεια.

IV) Η ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ

Το έτος 1874 το χωριό είχε 360 κατοίκους, οι οποίοι το έτος 1882 έγιναν 300.

Το 1892 σ’ αυτό κατοικούσαν 70 ελληνικές οικογένειες.

Το 1911 είχε 474 κατοίκους (237 άνδρες και 237 γυναίκες - Γενικά Αρχεία Κράτους, Φάκελος Κ 85δ’)

Μια στατιστική της Ιεράς Μητροπόλεως Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που συντάχθηκε στις 18-05-1917, ανέφερε ότι το χωριό είχε Χριστιανούς άνδρες: 118 κάτω των 25 ετών και 108 άνω των 25 ετών, (στη στατιστική δεν αναφέρονταν οι γυναίκες).

Το 1920, σε στατιστική του καζά Σάρκιοϊ, το Γκιολτζίκ (Gölcük) είχε 148 άνδρες και 177 γυναίκες.

Τον Οκτώβριο του 1922, λίγο πριν οι κάτοικοι φύγουν για την Ελλάδα, το χωριό είχε 120 κατοίκους, (οι υπόλοιποι είχαν φύγει νωρίτερα).

Το έτος 1926, το χωριό είχε εποικισθεί ήδη, από 520 Μουσουλμάνους πρόσφυγες (συνθήκη Λωζάνης 1922).

V) ΝΕΡΑ - ΒΡΥΣΕΣ

Το χωριό είχε άφθονα και καλά, πόσιμα νερά. Μέσα σ’ αυτό υπήρχαν δύο μεγάλες βρύσες, ή «πάνω βρύση» καί ή «κάτω βρύση», από τις οποίες έτρεχαν άφθονα τα νερά, που μεταφέρονταν, με πήλινους υδροσωλήνες, από τις πηγές των γύρω υψωμάτων. Υπήρχαν και άλλες βρύσες, όπως η «Νελέξ», ο «μεγάλος τσεσμές», ο «Καλπίν τσεσμές». Κοντά στο χωριό κυλούσαν δύο ρέματα, το «ρέμα» και ο «Κουτρουλάς», που χύνονταν στο μικρό ποταμάκι «Καβάκ Σουγιού», το οποίο χυνόταν στον κόλπο του Σάρρου, κοντά στο Εξαμίλλι. Υπήρχε ακόμη, σε απόσταση 500 περίπου μέτρων, στο δρόμο προς την Περίσταση, η πηγή του Αγίου Ιωάννη, της οποίας το νερό το θεωρούσαν σαν Αγίασμα.

VI) Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Το Γκιολτζίκ (Gölcük) είχε πενταμελές, Κοινοτικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από τον Μουχτάρη και 4 μέλη (αζάδες), το οποίο διαχειριζόταν τα κοινοτικά πράγματα, με τρεις πληρωμένους υπαλλήλους, (τον κλητήρα και δυο αγροφύλακες, έναν για τα αμπέλια και ένα για τους υπόλοιπους αγρούς).

Σε έγγραφο της 21-09-1922 των Γ.Α.Κ. (φάκελος Κ.85 γ’), η Λιμνίσκη είχε πρόεδρο (Μουχτάρη) τον Δημήτριο Κιουσσέ και κοινοτικούς συμβούλους το Νικόλαο Γεωργίου, τον Αθανάσιο Μανίκα, τον Σταυράκη Παναγιώτου και τον Σταυράκη Γεωργίου.
 
VII) Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Στο Γκιολτζίκ (Gölcük) δεν υπήρχε, αρχικά, σχολικό κτίριο. Η έκθεση της εκπαιδευτικής επιτροπής, της 7ης Μαΐου του 1872, (Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως 6 (1871-1872), 191), μας πληροφορεί ότι οι μαθητές διδάσκονταν τα γράμματα στο νάρθηκα του ναού της κοινότητας.

Σύμφωνα με την έκθεση της Ε.Θ.Φ.Σ., (Επετηρίς Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου), του σχολικού έτους 1872-1873, υπήρχαν 30 μαθητές και ένας δάσκαλος, που έπαιρνε ετησίως 8 λίρες Τουρκίας (Ε.Θ.Φ.Σ., έτος Α’, 66).

Στην έκθεση του Θ.Φ.Σ.Ρ., (Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ραιδεστού), που υποβλήθηκε την 25η Νοεμβρίου 1882 στο Φ.Σ.Κ., (Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως), δεν αναφέρεται ούτε αριθμός μαθητών, ούτε ύπαρξη δασκάλου· Προφανώς, κατά την περίοδο εκείνη, οι λίγοι μαθητές της κοινότητας διδάσκονταν τα γράμματα από τον ιερέα, στο νάρθηκα του ναού.

Για πρώτη φορά αναφέρεται σχολή το 1892· ο Ευστράτιος Δράκος, στο έργο του «ΘΡΑΚΙΚΑ, ήτοι διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου», που εκδόθηκε το 1892, γράφει ότι το 1892 στο σχολείο του χωριού φοιτούσαν 35 μαθητές και ο δάσκαλός του πληρωνόταν με 15 λίρες τον χρόνο. Ο ναός του χωριού ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Αθανάσιο.

Το 1902, λειτουργούσε στο Γκιολτζίκ (Gölcük) γραμματοδιδασκαλείο (σχολείο), με 55 μαθητές και ένα δάσκαλο. Η συνολική, ετήσια δαπάνη συντήρησής του ανερχόταν στο ποσό των 600 φράγκων.

Το 1905 στο χωριό αυτό λειτουργούσε μία δημοτική σχολή, με 50 μαθητές και ένα δάσκαλο. Η ετήσια δαπάνη για τη λειτουργία σχολείου ανερχόταν στο ποσό των 460 φράγκων.

To 1907 λειτουργούσε μία μικτή σχολή, με 30 μαθητές και ένα δάσκαλο, ο οποίος ήταν συγχρόνως και ψάλτης στο ναό της κοινότητας.

Από την έκθεση της Ιεράς Μητροπόλεως Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που συντάχθηκε στην Περίσταση την 31η Οκτωβρίου του 1911, γνωρίζουμε την εκπαιδευτική κατάσταση της κοινότητας. Στην εν λόγω έκθεση αναφέρεται η λειτουργία μιας μικτής, τετρατάξιας σχολής, με 36 μαθητές, 31 μαθήτριες και ένα δάσκαλο. Η ετήσια δαπάνη της ανερχόταν στο ποσό των 2.300 γροσίων.

Από πατριαρχικό γράμμα της 26ης Σεπτεμβρίου 1912, πληροφο­ρούμαστε ότι καθήκοντα διδασκάλου εκτελούσε στην κοινότητα ο Χρίστος Χουρμουζάκης.

Το Γκιολτζίκ (Gölcük), κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων υπέστη πολλά δεινά. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, το σχολείο της κοινότητας πρέπει να υπολειτουργούσε, γι’ αυτό και δεν έχουμε καμία πληροφορία για την εκπαίδευση στην κοινότητα, για τα έτη 1912-1918.

Κατά το σχολικό έτος 1919-1920 λειτουργούσε σ’ αυτό μικτή σχολή, με δύο τάξεις, στις οποίες φοιτούσαν 22 μαθητές και 17 μαθήτριες. Το επόμενο σχολικό έτος, 1920-1921, καθήκοντα διδασκάλου εκτελού­σε ο Καρακατσάνης.

Λίγο πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922, λει­τουργούσε στην κοινότητα μονοτάξια, μικτή σχολή, με 31 μαθητές και 27 μαθήτριες, (σύνολο 58 μαθητές). Η σχολή ήταν μονώροφη, με δύο αίθουσες διδασκαλίας.

Την διοίκηση του σχολείου ασκούσε διμελής, σχολική εφορεία.

VIII) ΝΑΟΙ – ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ - ΑΓΙΑΣΜΑΤΑ

Στο χωριό υπήρχε παλαιός ναός, επ’ ονόματι του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος ανακαινίσθηκε εκ θεμελίων το 1851, κατέρρευσε από σεισμό, εντός του 19ου αιώνα και κατασκευάστηκε εκ νέου. Το 1907 υπηρετούσαν στο ναό αυτόν δύο ιερείς. Τελούνταν το χρόνο 3 έως 5 γάμοι, 12 έως 15 βαπτίσεις και 5 έως 6 κηδείες. Κατά τα έτη 1912-1913, ιερείς ήταν ο π. Αβέρκιος και ο π. Άνθιμος. Το 1917 ιερέας ήταν ο π. Γρηγόριος Αθανασίου, ενώ από το 1917 έως το 1922, ο αρχιμανδρίτης Αντώνιος Ταβλαρίδης.

Από τον υπ’ αριθμό 49Θ κώδικα της Μητροπόλεως Μυριοφύτου - Περιστάσεως, ο οποίος φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, πληροφορούμαστε ότι στο Γκιολτζίκ (Gölcük) είχαν αρχίσει εργασίες, επί βουλγαρικής κατοχής, (1912-1913, μετά τον σεισμό του 1912, οπότε είχε καταρρεύσει το κτίριο του ναού), για την ανέγερση νέου ναού του Αγίου Αθανασίου, λόγω, όμως, του πολέμου και των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι, αυτός είχε παραμείνει ημιτελής έως τη στέγη, γι’ αυτό η Ιερά Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως ζήτησε από τον διοικητή της Περιστάσεως, με επιστολή της, την 23η Αυγούστου 1913, τακρίρι, για την αποπεράτωσή του.

Στο ναό του Αγίου Αθανασίου, την διοίκηση ασκούσε τριμελής, εκκλη­σιαστική επιτροπή.

Εκτός από το ναό του Αγίου Αθανασίου, στο χωριό υπήρχε και ένα παρεκκλήσι, επίσης του Αγίου Αθανασίου, στην παρυφή τού χωριού, που γιόρταζαν και οι δυο στις 2 Μαΐου, με θρησκευτική τελετή και ολοήμερο γλέντι στην πλατεία τού χωριού, με συνοδεία λαϊκών οργάνων.

Υπήρχαν, επίσης, δυο αγιάσματα:

Ένα Αγίασμα αφιερωμένο στον άγιο Αθανάσιο, που βρισκόταν μέσα στον ομώνυμο ναό του χωριού και

Ένα Αγίασμα του Αγίου Ιωάννη, που ήταν μία πηγή, η οποία βρισκόταν έξω από το χωριό, σε απόσταση 300 περίπου μέτρων.

IX) ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ – ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Η Λιμνίσκη (Gölcük) είχε εξαιρετικά εύφορα χωράφια, στα οποία καλλιεργούνταν κυρίως σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη), με ετήσια παραγωγή 120.000 οκάδες, ουζιά (ένα δημητριακό, που έμοιαζε με κριθάρι και χρησίμευε για ζωοτροφή) περί τις 25.000 οκάδες, καναβούρι περί τις 1.500 οκάδες και λινάρι περί τις 10.000 οκάδες. Όλα αυτά τα προϊόντα τα μετέφεραν και τα πωλούσαν στις αγορές της Περίστασης (Sarkoy), Μυριοφύτου (Murefte), ακόμα και της Καλλίπολης Gellibolu).

Αναπτυγμένη ήταν και η σηροτροφία, με 3.500 περίπου δένδρα μουριάς και παραγωγή 1.700 περίπου κιλών κουκουλιών, πού ήταν όμως συγκεντρωμένη στα χέρια ελάχιστων κτηματιών, όπως του Παπαανθίμου, με 700 δένδρα μουριάς και 400 κιλά παραγωγή κουκουλιών, του Πασχάλη Κεχαγιά και του Ραβέρκιου Παπαστέφου, με 600 δένδρα και 320 κιλά κουκούλια ο καθένας, της Θεοπούλας Μπόνου και του Θανασάκη Κεχαγιά, με 550 δένδρα και 280 κιλά κουκουλιών ο καθένας και της Γιακείμης Κεχαγιά, με 500 δένδρα μουριάς και 280 κιλά κουκουλιών.

Καλή ήταν και η καλλιέργεια οπωροφόρων δένδρων, όπως οι δαμασκηνιές (ερικιές), μηλιές, αμυγδαλιές, κερασιές, βυσινιές, αχλαδιές, κα­ρυδιές, που ικανοποιούσαν τις ανάγκες των κατοίκων.

Ανάλογα ανεπτυγμένη ήταν και η κτηνοτροφία, με 3.000 περίπου αιγοπρόβατα, 200 αγελάδες, 90 βόδια, 80 βουβάλια και 40 ά­λογα. Στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας βοηθούσαν τα γύρω εκτεταμένα βοσκοτόπια: Για τα αιγοπρόβατα, στις τοποθεσίες Χαϊνταρλή, Σαρή Γιοβάν, Κου - Κουνάκι, Καράκαγιά, Τσομπάν τσεσμέ, Καλές και Σπαχλίκια. Για τα μεγάλα ζώα, οι τοποθεσίες Μελέγια, Μεγάλος Τσεσμές, Μπρούκια. Μεγάλοι κτηνοτρόφοι (κεχαγιάδες) ήταν ο Γιουβάν Κεχαγιάς με 1.000 περίπου αιγο­πρόβατα, ο Βασιλάκης με 500, ο Αρχοντής Κιοσές με 400 γίδια και ο Στρατής Στρίκος με 250 γίδια. Εκτός από τον μεγάλο αριθμό σφαγίων, μικρών και μεγάλων, που α­πέδιδε κάθε χρόνο η κτηνοτροφία τού χωριού, απέδιδε ετησίως και περί τις 20-22 χιλιάδες οκάδες γάλα, από το οποίο παρασκευάζονταν, στα μαντριά τού χωριού, περί τις 7-8 χιλιάδες οκάδες λευκού τυριού. Την ποσότητα αυτή του τυριού έρχονταν και την αγόραζαν τυρέμποροι από τα Μάλγαρα (Malkara), την Ραιδεστό (Rodostu) και άλλες πόλεις και την έκαμναν κασέρι (kaskaval). Κάθε χρόνο παρασκευάζονταν περί τις 2.500 οκάδες εκλεκτού κασεριού, που προ­ωθείτο στις αγορές της Καλλίπολης, της Ραιδεστού και της Κωνσταντινούπολης (Istambul).

Τέλος, από το κοντινό έλος, στο οποίο φύτρωναν άφθονα βούρλα, οι κάτοικοι κατασκεύαζαν όμορφες και στερεές ψάθες, τόσο στερεές, πού τις έλεγαν «απέθαντες» (δηλαδή, που δεν χαλούν ποτέ).

X) Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 1912

Κατά τον φoβερό σεισμό της νύκτας 26 προς 27 Ιουλίου του 1912, το χωριό έπαθε ολοκληρωτική καταστροφή. Από τα 120 σπίτια της, τα 113 καταστράφηκαν τελείως, μαζί με την εκκλησία και το σχολείο και 32 άνδρες και γυναίκες βρήκαν τον θάνατο, κάτω από τα ερείπια των γκρεμισμένων σπιτιών και πολλοί τραυματίσθηκαν. Τα θύματα θα ήταν πιο πολλά, αν οι κά­τοικοι δεν βρίσκονταν, λόγω της εποχής, έξω, στα αλώνια.

XI) ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ, Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΕΤΟΣ 1922, ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Οι κάτοικοι του Γκιολτζίκ (Gölcük) υπέφεραν πολλά με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, λόγω των βιαιοπραγιών του βουλγαρικού στρατού κατά τη διάρκεια της κατοχής του (1912-1913).

Με την ανακωχή των Μουδανιών (1922), αναγκάστηκαν, (στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών), να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Αναχώρησαν από την πατρίδα τους, με τα κάρα και τα ζώα τους, την 2 Οκτωβρίου του 1922. Ακολούθησαν την εξής πορεία: Γκιολτζίκ – Καντήκιοϊ - Ρέμα Καρκανίκα - Κουρού Ντάγ –Κεσσάνη -Μαύρες –Ύψαλα – Φέρρες - Αλεξανδρούπολη (όπου έμειναν 12 οικογένειες) - Κομοτηνή (όπου έμειναν 2 οικογένειες) - Ξάνθη (έμειναν 25 οικογένειες) - Οξιλάρ (Τοξότες) - Σαρή Σαμπάν (Χρυσούπολη) (έμειναν 4 οικογένειες) – Καβάλα – Σέρρες – Λαχανάς - Θεσσαλονίκη (έμειναν 2 οι­κογένειες). Από τις εναπομείναντες οικογένειες, οι 26 εγκατα­στάθηκαν στο Ζαγκλιβέρι, οι 38 στο Τσαλτζιλάρ (Φιλώτα) Πτολεμαΐδας, ενώ οι υπόλοιπες 11 σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

XII) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαλσαμίδη Πασχάλη, Η Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1924, που εκδόθηκε το 1996.

Γεδεών Μανουήλ, «Μνήμη Γανοχώρων», που εκδόθηκε το 1913.

Γερμίδη Άγγελου, «Τα Γανόχωρα της Ανατολικής Θράκης», που εκδόθηκε το 1976.

Δράκου Ευστρατίου, «ΘΡΑΚΙΚΑ, ήτοι διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου», που εκδόθηκε το 1892.




GÖLCÜK (LIMNISKI): ONE OF THE UNKNOWN, MOUNTAIN GANOCHORA, OF EASTERN THRACE



I) HISTORY OF GANOCHORA

In Eastern Thrace, the ancient land of my ancestors, the cities and fortified places of the Thracian beaches of the Propontis occupied a prominent position, already in the most ancient times. Especially in the area of the Holy Mountain (Ieron Oros), there were the ancient cities of Teiristasis (or Peristasis), Heraklia (later Heraklitsa), Ganos, Ganiai and Neon Teichos, built on selected points of the Thracian coast, either by natives Thrace, either by Greek settlers, (such as Ganos, which was founded by the settler of Byzantion - later, Konstantinople – today, Istambul - Byzas (Vyzas) from Megara or, according to others, by Samian settlers).

The Holy Mountain is an extensive, relatively low mountain range, which starts from approximately the height of the villages of Simitli and Kumvao and reaches the peninsula of Kallipolis, covering the corresponding part of the Thracian beach of Propontis. It is very wooded and in the vast forests there are varieties of trees for constructions and firewood, while in some parts of the beach of Propontis, between Avdimi and Kumvao, it ends in steep and stony slopes, impassable even today, which were known with the name "Vardalakos".

Two of its peaks are higher. One, with an altitude of 877 meters, is located to the north of Ganos and was called "Pyrgos" (Tower) and the other, with an altitude of 689 meters, is located to the north of Peristasis and Heraklitsa and was called "Agios Ilias" ("Ai-Lias").

The view from the top of the "Pyrgos" is so magnificent, that it fascinates the viewer. To the east, south and south-west, you can see the sea of Propontis, from the Bosphorus to the Hellespont and directly opposite the coast of Asia Minor, with the Marmaronesa and in the background the majestic mountains of Olympus and Ida of Bithynia. To the west and north, the whole of Thrace up to the Rhodopi and the southern tributaries of the Enos, with the cities of Adrianople and Saranda Ecclesies and even further east the mountain range of Strandza.

​ In the Byzantine period, the area of Ganochora showed great prosperity, because it was very close to the capital of the empire, Constantinople, while it became particularly famous when, in the 11th century, a famous, monastic center, with a number of monasteries, was founded, where great figures of our ecclesiastical history monasticized, such as the founder of the Monastery of the Great Lavra of Mount Athos, Holy Athanasios the Athonites.

This prosperity of the Ganochora did not mean, however, that they were free of calamities. The centuries-long raids of various barbarian people, that came down from the northern Balkans and especially the continuous attacks and plundering of Thrace by the Bulgarians did not leave Ganochora untouched.

In the year 1354, Gallipoli was occupied by Suleiman, the son of the Ottoman Sultan Orhan, whose occupation was followed by the neighboring Ganochora, which, thus, were the first lands in Europe, that came under Ottoman rule.

The occupation of Thrace, in general, and of Ganochora, in particular, with the massacres and enslavement of the inhabitants, looting and forced resettlement, mainly the violent conversion to Islam of the Christian inhabitants, led to the desolation of Thrace, as well as those located on the Thracian beach of the Propontis Byzantine fortresses, but after the conquest, slowly the Holy Mount and its beaches were settled again by Greek Thracians, who founded, starting from the western Holy Mount, a series of towns and villages, with a purely Greek structure and character, which were later called Ganochora, from the names of the two most ancient and important of them, Ganos and Chora. In fact, these two geographical terms became so intertwined with each other, that one could not be understood as different from the other. In practice, Ganochora meant Holy Mountain and Holy Mountain meant Ganochora.

At the end of the 19th century, Ganochora was a group of 21 distinctly Greek towns and villages, with a total population of approximately 32,000 souls, of which the five main ones, Ganos, Chora, Myriophyto, Peristasis and Sterna, were real towns, with a population the number of which, before the persecutions of 1914, reached, according to data from the Ecumenical Patriarchate, 4000, 4500, 5000, 5000 and 3000, respectively. They consisted of two ecclesiastical provinces, the Metropolis of Ganos and Chora, which included the communities of Ganos, Chora, Avdimi, Neochori, Milio, Kerasia, Indzekioi, Kastamboli, Sendouki and Palamouti, and the Metropolis of Myriophyto and Peristasis, which was founded in 1909 and included the Communities of Myriofyto, Peristasis, Heraklitsa, Platanos, Sterna, Lupida, Kalamitsi, Kalodendro, Limniski and Neochori, with the last Metropolitans, the most venerable Timotheos Lamnis (of Lesbian origin) the former and Sophronios Stamoulis (of Silyvrian origin) the latter second.

The population of these towns and villages, genuinely Greek, (of the 32,000 inhabitants, at the beginning of the 20th century, 30,500 were Greeks), lived almost freely until 1913, when that horrible persecution of the Greeks of Eastern Thrace begun, which lasted until the declaration of the First World War and continued almost throughout its duration. It was a population fully aware of its national obligations, concerned with the vision of its national restoration. The predominance of the Greek element, in those two ecclesiastical provinces, was so strong, that after the promulgation of the Turkish Constitution of 1908, Kaymakams (governors of the Province) were appointed Greeks.

One of the prosperous Greek communities of Ganochora in Propontis was Limniski (Turkish: Gölcük).

II) DESCRIPTION OF THE VILLAGE - ORIGIN OF ITS NAMES

One of the most beautiful villages of Ganochora, in Eastern Thrace, (which were inhabited by Greeks and were built along the Thracian coast of the Propontis, on the slopes and at the foot of the Holy Mountain – today, Tekfur dag), was Limniski, (Turkish: Gölcük) , which was located in a ravine, on the southwestern slopes of the Holy Mountain, between the "Megalo Rema" and "Rema Karkanika", (which joined a little below the village and flowed into the small river "Kavak Suyu" ) and on the road that comes from Malkara to Sarkoy(Peristasis).

The nearest town to Gölcük was Peristasis (Sarkoy), from which it is only 10 kilometers away • around Gölcük there were other villages, in the province: Arapli (Lupida) is 5 kilometers away, Yaya agac (Kalodendro) 5 kilometers, Cinarli (Platanos) 8 kilometers, Yenikoy (Neochori) 10 kilometers, Tepekoy (Sterna) 10 and Esendik(?) Senduki, 10 kilometers.

The climate of the village was dry and healthy.

Its Turkish name - Gölcük - meant "small marsh" or "small lake" and it is very possible that it came from a small marsh, about 20 acres in area, located at a distance of one kilometer from the village and which in the summer dried up.

The Greek name Limniski prevailed, following the proposal of the last metropolitan of Myriophyto and Peristasis, Sofronios Stamoulis, during the period of the Greek occupation of Eastern Thrace.

III) THE ESTABLISHMENT OF THE VILLAGE

The area of ​​the village, according to the tradition, preserved among the Greek inhabitants, was, in very old times, the ciftlik of a Turkish Bey. In the beginning, (it’s unknown when), about 15-20 families came to it, (we don’t know, from where) and settled there, as colleagues. Over the years, those original families grew in number, with the births and arrival of other Greeks, mainly from Western Macedonia and Epirus, and by the time, with their work, they bought the estates of the farmhouse (ciftlik), they built houses, a church, a school and thus created a fairly large village, which prospered and reached to have 120 families, all Greek. Most of the houses were single-story, stone, with four-pitched roofs, covered with domestic tiles and large yards of 2-3 acres, inside which, in separate buildings, were the stables, barns and storerooms. A part of the yard was used as a vegetable garden and fruit tree garden, by the family.

IV) THE EVOLUTION OF ITS POPULATION

In the year 1874, the village had 360 inhabitants, which, in the year 1882, became 300.

In 1892, 70 Greek families lived there.

In 1911, it had 474 inhabitants, (237 men and 237 women - General State Archives, File K 85d)

A statistic of the Holy Metropolis of Myriophyto and Peristasis, drawn up on 18-05-1917, stated that the village had Christian men: 118 under 25 and 108 over 25, (women were not mentioned in that statistic).

In 1920, according to Kaza Sarkioi's statistics, Gölcük had 148 men and 177 women.

In October 1922, shortly before the inhabitants left for Greece, the village had 120 inhabitants, (the rest had left earlier).

In the year 1926, the village had already been settled by 520 Muslim refugees (Treaty of Lausanne 1922).

V) WATER - TAPS

The village had abundant and good, potable water. Inside it, there were two large fountains, the "upper fountain" and the "lower fountain", from which water flowed abundantly, which was transported, with clay water pipes, from the springs of the surrounding hills. There were other fountains, such as "Nelex", "megalos cesmes" (buyuk cesme), "Kalpin cesme".

Two streams flowed near the village, the "rema" and the "Koutroulas", which flowed into the small stream "Kavak Suyu", which flowed into the bay of Sarros, near Examilli. There was still, at a distance of about 500 meters, on the road to Peristasis, the spring of Agios Ioannis, whose water was considered as holy water.

VI) THE ADMINISTRATION OF THE VILLAGE

Gölcük had a five-member Community Council, consisting of the Mukhtar and 4 members (aza), which managed community affairs, with three paid employees, (the usher and two field guards, one for the vines and one for the rest fields).

In a document, dated 21-09-1922, of General State Archives (file K.85 c'), Limniski had a president (Muchtar) called Theodoros Felios and community councilors Chrysafis Chatziathanasis, Giannakis Charanas, Antonios Nikolaou and Nikolaos Karathanasis.

VII) GREEK EDUCATION

In Gölcük, there was, initially, no school building. The report of the educational committee, of May 7, 1872, (Hellenic Philological Association of Constantinople 6 (1871-1872), 191), informs us that the students were taught the Greek letters in the narthex of the community church.

According to the report of the Anniversary of the Thracian Phileducational Association, for the school year 1872-1873, there were 30 students and one teacher, who was paid 8 Turkish liras per year.

In the report of the Thracian Educational Association of Raidestos (Rodostu), which was submitted on November 25, 1882, to the Educational Association of Constantinople, neither the number of students, nor the existence of a teacher were mentioned. During that period, the few students of the community were taught the letters by the priest, in the narthex of the church.

For the first time, a school is mentioned in 1892 • Efstratios Drakos, in his work "THRAKIKA, i.e. lectures on the ecclesiastical provinces of Silivria, Ganos and Chora, Metra and Athira, Myriophyto and Peristasis, Kallipolis and Madytos", published in 1892, wrote that, in 1892, the village school had 35 students and the teacher was paid with 15 pounds a year. The village church was dedicated to Agios Athanasios.

In 1902, a grammar school was operating in Gölcük, with 55 students and one teacher. Its total annual maintenance cost amounted to 600 francs.

In 1905, a primary school was operating in this village, with 50 students and one teacher. The annual expenditure for running the school amounted to 460 francs.

In 1907, a mixed school was operating, with 30 students (boys and girls) and a teacher, who was also a cantor in the community church.

From the report of the Holy Metropolis of Myriophyto and Peristasis, drawn up in Peristase, on October 31, 1911, we know the educational situation of the community. This report mentions the operation of a mixed, four-grade school, with 36 male and 31 female pupils and one teacher. Her annual expenses amounted to 2,300 kuruş.

From a patriarchal letter of September 26, 1912, we are informed that Christos Kourmouzakis was the teacher of the scholl of the community.

Gölcük suffered a lot, during the Balkan wars. During that period, the community school must have been under-functioning, thas’s why we have no information, on community education, for the years 1912-1918.

During the school year 1919-1920, a mixed school operated there, with two classes, attended by 22 male and 17 female students. In the following school year, 1920-1921, Karakatsanis performed teaching duties.

Shortly before the exchange of populations, in 1922, a single-class, mixed school operated in the community, with 31 male and 27 female students, (a total of 58 students). The school was one-story, with two classrooms.

The school was administered by a two-member school board.

VIII) TEMPLES - CHAPELS – SANCTUARIES (SACRED SPRINGS)

In the village, there was an old church, named after Agios Athanasios, which was renovated, from the ground, up in 1851, collapsed due to an earthquake in the 19th century and was rebuilt. In 1907, two priests served in this church. There were 3 to 5 weddings, 12 to 15 baptisms and 5 to 6 funerals per year. During the years 1912-1913, the priests were Fr. Averkios and Fr. Anthimos. In 1917 the priest was Fr. Grigorios Athanasiou and, from 1917 to 1922, Archimandrite Antonios Tavlaridis.

From code no. 49Θ of the Metropolis of Myriophyto and Peristasis, which is kept in the General Archives of the State, we are informed that works had begun in Gölcük, during the Bulgarian occupation, (1912-1913, after the earthquake of 1912, when the building of the church was collapsed), for the construction of a new church of Agios Athanasios, however, due to the war and the difficulties faced by the inhabitants, it had remained incomplete up to the roof, for this reason the Holy Metropolis of Myriophyto and Peristasιs asked the administator, with its letter, on August 23, 1913, to give it a “takriri”, for its completion.

In the church of Agios Athanasios, the administration was carried out by a three-member ecclesiastical committee.

In addition to the church of Agios Athanasios, in the village there was also a chapel, also of Agios Athanasios, which both celebrated on May 2, with a religious ceremony and an all-day feast in the village square, accompanied by folk instruments.

There were also two sanctuaries:

A Holy Spring (Ayiasma), dedicated to Saint Athanasios, which was located inside the church of the same holy man, in the center of the village and

a Holy Spring (Ayiasma) of Agios Ioannis, which was outside the village, at a distance of about 300 meters.

IX) OCCUPATIONS OF RESIDENTS – PRODUCTIONS

Limniski (Gölcük) had extremely fertile fields, where grains (wheat, barley, oats) were cultivated, with an annual production of 120,000 okas, uzia (a cereal, similar to barley, used for animal feed) about 25,000 okas, kanavuri about 1,500 okades and flax about 10,000 okades. All these products were transported and sold in the markets of Peristasis (Sarkoy), Myriofyto (Murefte), and even Gallipoli (Gellibolu).

Sericulture was also developed, with approximately 3,500 mulberry trees and a production of approximately 1,700 kilograms of cocoons, but it was concentrated in the hands of a few landowners, such as Papaanthimos, with 700 mulberry trees and 400 kilograms of cocoons production, Paschalis Kehayas and Raverkios Papastefos, with 600 trees and 320 kg of cocoons each, of Theopoula Bonou and Thanasaki Kehagia, with 550 trees and 280 kg of cocoons each, and of Joakim Kehagia, with 500 mulberry trees and 280 kg of cocoons.

The cultivation of fruit trees, such as plums (heathers), apples, almonds, cherries, sour cherries, pears, walnuts, which satisfied the needs of the inhabitants, was also good.

Animal husbandry was similarly developed, with approximately 3,000 sheeps and goats, 200 cows, 90 oxen, 80 buffaloes and 40 horses. The development of animal husbandry was helped by the surrounding extensive pastures: For sheep and goats, in the locations of Haidarli, Sari Yovan, Kou - Kunak, Karakayia, Tsoban cesme, Kale and Spahlik. For large animals, the locations Melegia, Megalos Cesmes (Buyuk Cesme), Brukia. Large breeders (kehayias) were Yovan Kehagias with around 1,000 sheep and goats, Vasilakis with 500, Archontis Kioses with 400 goats and Stratis Strikos with 250 goats. In addition to the large number of carcasses, small and large, that the village's livestock produced every year, it also produced about 20-22 thousand okas of milk, from which, around 7-8 thousand okas of white cheese were produced in the village's barns.. This amount of cheese was bought by cheese merchants from Malkara, Rodostu and other towns and made, also, into kaskaval.

Finally, from the nearby marsh, in which there grew plenty of rushes, the inhabitants made beautiful and solid mats, so solid that they were called "immortal" (that is, never decaying).

X) THE EARTHQUAKE OF 1912

During the terrible earthquake on the night of July 26 to 27, 1912, the village was completely destroyed. Of its 120 houses, 113 were completely destroyed, along with the church and school, and 32 men and women were killed under the rubble of the collapsed houses and many were injured. The victims would have been more, if the inhabitants were not, due to the season, outside, in the threshing floor.

XI) THE PROBLEMS OF THE INHABITANTS, THEIR EXIT IN THE YEAR 1922, FROM THEIR VILLAGE AND THEIR TRANSITION TO GREECE

The inhabitants of Gölcük suffered a lot, at the beginning of the Balkan wars, due to the atrocities of the Bulgarian army, during its occupation (1912-1913).

With the armistice of Moudania (1922), they were forced (as part of the exchange of populations) to immigrate to Greece. They left their homeland, with their carts and animals, on October 2, 1922.

They followed the following route: Giolzik - Kadikoy - Rema Karkanika - Kourou Dag - Kesan - Mavres - Ypsala - Ferres - Alexandroupolis (where 12 families stayed) - Komotini (where 2 families stayed) - Xanthi (25 families stayed) - Oxilar (Toxotes) - Sari Saban (Chrysoupoli) (4 families left) - Kavala - Serres - Lachanas - Thessaloniki (2 families left). Of the remaining families, 26 settled in Zagliveri, 38 in Chaltzilar (Filota) of Ptolemais, while the remaining 11 settled in various parts of Greece.

XII) BIBLIOGRAPHY

Valsamidis Paschalis, The Metropolis of Myriophyto and Peristasis, from the end of the 19th century to 1924, published in 1996.

Gedeon Manuel, "Memory of Ganochora", published in 1913.

Germidis Angelos, "The Ganochora of Eastern Thrace", published in 1976.

Drakou Efstratios, "THRACE, i.e. lectures on the ecclesiastical provinces of Silyvria, Ganos and Chora,

 Metra and Athira, Myriophyto and Peristasis, Kallipolis and Madytos", published in 1892.







 



Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024



ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, ΣΤΗΝ ΜΙΕΖΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ ΜΕ ΤΕΡΑΣΤΙΟ, ΕΙΔΙΚΟ ΒΑΡΟΣ, ΜΕ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ.



Την περασμένη Δευτέρα, (5-2-2024), πραγματοποίησα ένα προσκύνημα, που ονειρευόμουν από χρόνια να κάνω: Επισκέφθηκα την Σχολή του Αριστοτέλη, στην αρχαία, μακεδονική πόλη Μίεζα, η οποία βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από τη σημερινή Νάουσα.

Βέβαια, την προηγούμενη ημέρα επισκέφθηκα και τον αρχαιολογικό χώρο των αρχαίων Αιγών, (σημερινής Βεργίνας), αλλά τις τραυματικές εμπειρίες μου απ’ αυτόν θα σας μεταφέρω κάποια άλλη φορά. Σήμερα, θέλω να σας μεταφέρω τα έντονα συναισθήματα που ένοιωσα, όταν βρέθηκα, μόνος, σ’ έναν τόπο που διαδραμάτισε τεράστιο ρόλο στην ιστορία της πατρίδας μας και ειδικότερα της Μακεδονίας, ακόμη μεγαλύτερο, όμως, στην παγκόσμια ιστορία!

Όλα τα ιστορικά στοιχεία που σας παραθέτω στη συνέχεια, τα πήρα από το ευσύνοπτο, αλλά εξαιρετικό βιβλίο του Εμμανουήλ Βαλσαμίδη, με τίτλο «ΜΙΕΖΑ – ΝΥΜΦΑΙΟ - ΣΧΟΛΗ – ΤΑΦΟΙ». Πιο συγκεκριμένα, αντιγράφω μερικές παραγράφους του βιβλίου, αφήνοντας στους ενδιαφερομένους να δουν σ’ αυτό, όταν το πάρουν στα χέρια τους, τις παραπομπές σε βιβλιογραφικές πηγές κλπ.

Οι φωτογραφίες είναι δικές μου, τραβηγμένες την περασμένη Δευτέρα. Στην τελευταία, βλέπετε και το αρχαίο θέατρο της Μίεζας, που βρισκόταν σε μικρή, σχετικά, απόσταση από την Σχολή.

Ξεκινώ από την Μίεζα, μια σπουδαία πόλη του αρχαίου, μακεδονικού Βασιλείου, η οποία, σύμφωνα με την μυθολογία, ήταν κόρη του Βέρητα και αδελφή της Βέροιας και του Όλγανου, (μια ποτάμιας Θεότητας της Δυτικής Μακεδονίας).

Στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας πόλης, (που απέχει ελάχιστα από τη Νάουσα), έχουμε αρχαιολογικά ευρήματα σε μεγάλη έκταση, με οικισμούς, επαύλεις, ψηφιδωτά, δρόμους, γέφυρες, ταφικά μνημεία, θεμέλια κτισμάτων, ακροπόλεις κλπ.,, που βεβαιώνουν ότι η Μίεζα ήταν μεγάλη και αξιόλογη πόλη.

Γραπτές μαρτυρίες για την πόλη έχουμε πολλές και εξ αφορμής της ύπαρ­ξης του Νυμφαίου. Ο Πλούταρχος αναφέρει τη Μίεζα, ο Αρριανός, επίσης. Ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του Πευκέστα, εταίρου, υπασπιστή, ναύαρχου, διοικητή της Περσίδος, επιτελή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος αποκαλούνταν Μιεζεύς και του οποίου ο τύμβος ανασκάφηκε στα γειτονικά Λευκάδια.

Η Μίεζα ήταν ξακουστή για τα νερά, τους κήπους της, την εξαιρετική ομορφιά της, γιατί βρισκόταν στην καρδιά της «Ημαθίας της Ερατεινής», όπως αποκάλεσε την Ημαθία, πρώτος, ο Όμηρος.

Στην αρχαία, αυτή, μακεδονική πολιτεία υπήρχε Νυμφαίον, το ξεκίνημα του οποίου χάνεται στα βάθη των μύθων και ασφαλώς η λειτουργία του, ως χώρου λατρείας της Φύσης, πάει πιο πίσω και από τους χρόνους ίδρυσης της Μίεζας, που τοπογραφικά το προσδιορίζει.

Νυμφαία ήταν τα ιερά των Νυμφών και οι Νύμφες ήταν η προσωποποίηση της φύσης. Διακρίνονταν σε Δρυάδες ή Αμαδρυάδες, Ναϊάδες ή Κρηναίες, Ορειάδες ή Ορεστιάδες και Αγρονόμες. Ήταν, έτσι, αντίστοιχα, οι Νύμφες του δάσους, των υδάτων, των ορέων και των πεδιάδων, και ήταν άπειρες τον αριθμό, μια και κάθε δένδρο, κάθε πηγή και λι­βάδι, είχε τη νύμφη του!

Το Νυμφαίο της Μίεζας ήταν ιερό Ναϊάδων ή Κρηναίων Νυμφών. Το νερό ήταν κι εξακολουθεί να είναι πηγαίο, διότι είναι πολλές οι πηγές στο χώρο του Νυμφαίου, από την αριστερή, στον κατερχόμενο, πλευρά του δρόμου.

Στο Νυμφαίο της Μίεζας αναφέρθηκαν οι συγγραφείς Πλούταρχος, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Πτολεμαίος ο Γεωγράφος και Στέφανος ο Βυζάντιος κ. ά.

Ο επισκέπτης του χώρου έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει μια ιδέα της έκτασης του οικοδομήματος του Νυμφαίου, από το πλακόστρωτο δάπεδό του, που εί­ναι ορατό μέσα στα διαυγή νερά των πηγών, όταν δεν το καλύπτουν τα αυ­τοφυή, υδροχαρή φυτά. Ακόμη, μπορεί να επισκεφθεί ο επισκέπτης τρία σπήλαια, με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, τα οποία ήσαν σε λατρευτική χρήση, από τον 9ο μέχρι τον 2ο π. X. αιώνα. Παράλληλα με το Νυμφαίο και τα σπήλαιά του, ο επισκέπτης του χώ­ρου παρατηρεί εγκοπές στους βράχους, κατά διαστήμα­τα και κατά μήκος του χώ­ρου του Νυμφαίου, πριν και μετά το χώρο της Σχολής, που φανερώνουν την ύπαρξη υπόστεγων, προς χρήση των επισκεπτών.

Ο χώρος, όμως, που περιγράφω σ’ αυτή την ανάρτηση δεν θα είχε καμιά ιστορική αξία, χωρίς τον Αριστοτέλη, τον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο και επιστήμονα, που τον επέλεξε για να ιδρύσει σ’ αυτόν τη Σχολή του!

Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγειρα (σημερινή Ολυμπιάδα) της Χαλκιδικής. Ήταν γιος του Νικομάχου, βασιλικού γιατρού του Αμύντα του Γ’, βασιλιά της Μακεδονίας και πατέρα του Φιλίππου. Ο πατέρας του, ο Νικόμαχος, καταγόταν από τα Στάγειρα ενώ η μητέρα του, η Φαιστίς, από την Εύβοια.

Σε ηλικία 17 ετών, το 367 π. X., ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα και σπούδασε στην ονομαστή Σχολή του Πλάτωνα, την Ακαδημία, στην οποία παρέμεινε επί 20 χρόνια, στην αρχή ως μαθητής του Πλάτωνα, στη συνέχεια ως βοηθός του και τέλος, συνεργάτης του, φι­λόσοφος και συνδιδάσκαλος.

Με τον θάνατο του Πλάτωνα, που συνέβη το 347/348, ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Ακαδημία και μετέβη στην Άσσο, πόλη της Τρωάδος, όπου είχε δημιουργηθεί Σχολή, από τους Πλατωνικούς φιλοσόφους Έραστο και Κορίσκο και όπου έμεινε για τρία χρόνια, (προς τιμήν του, οι κάτοικοι του τουρκικού χωριού, που καταλαμβάνει σήμερα την θέση της αρχαίας Άσσου, ανήγειραν, στην είσοδο του χωριού τους, ένα άγαλμά του) και μετά εγκαταστάθηκε στη Λέσβο, που βρίσκεται απέναντι από την Άσσο, όπου έμεινε γι’ άλλα τρία χρόνια. Εκεί, έλαβε επιστολή του Φιλίππου του Β’, που του ζήτησε να έλθει στη Μακεδονία και ν’ αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του, του Αλεξάνδρου.

Ο Αριστοτέλης έφθασε στην Μακεδονία, περί το 341 π.Χ., έχοντας μαζί του τον μαθητή και βοηθό του, τον Θεόφραστο. Ο Αλέξανδρος ήταν τότε 13 – 14 ετών.

Ο Αριστοτέλης δεν αποδέχθηκε τη θέση ενός ιδιωτικού διδασκάλου του Αλεξάνδρου. Αντίθετα, απαίτησε, προκειμένου να διαπαιδαγωγήσει τον Αλέξανδρο, α) η διαπαιδαγώγηση να λάβει χώρα μακριά από το βασιλικό παλάτι και β) να συγκροτηθεί μια ομάδα συνομηλίκων, περίπου, του Αλεξάνδρου, ισότιμων προς αυτόν.

Ο Φίλιππος βρήκε αξιόπιστο το σχεδιασμό του Αριστοτέλη και τον υπηρέτησε με συνέπεια. Διαλέχτηκαν νέα παιδιά των βασιλικών οικογενειών της Μακεδονίας, που ήσαν πλέον υποτελείς στο Φίλιππο, περίπου δεκαπέντε. Αυτά τα παιδιά, οι συμμαθητές του Αλεξάνδρου, έγιναν αργότερα υπασπιστές του και, μετά τον θάνατό του, κάποια από αυτά, ιδρυτές των βασιλικών δυναστειών, που δημιουργήθηκαν στις πρώην κτήσεις του Αλεξάνδρου, στην Ασία.

Στη Σχολή, που ίδρυσε ο Αριστοτέλης στην Μακεδονία και συγκεκριμένα στην Μίεζα, δίδαξε επί αρκετά χρόνια, στo διδακτήριο, που ονομαζόταν περίπατος. Πέθανε στην Εύβοια, σε ηλικία 63 ετών, στα κτήματα της μητέρας του.

Την περασμένη Δευτέρα, λοιπόν, κι εγώ, ακολουθώντας τις πινακίδες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, έφθασα στη θέση «Ισβόρια», στις παρυφές της Νάουσας. Εκεί, ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, στο πρώτο πλάτωμα, προς τα δεξιά μου, όπως ακριβώς τα περιέγραφε ο κ. Βαλσαμίδης, στο εξαίρετο βιβλίο του, είδα τις πηγές, τα «διαυγή ύδατα» και την βάση του Νυμφαίου. Συνέχισα να βαδίζω στο μονοπάτι κι έφθασα στο χώρο της Σχολής. Τη Σχολή ανέσκαψε ο Φώτης Πέτσας. Εργασία για τη Σχολή, με βάση το ημερολόγιο ανασκαφής και τα ευρήματα του Φώτη Πέτσα, δημοσίευσε η Ολυμπία Στεφανή.

Ο χώρος επιλέχθηκε από τον Αριστοτέλη, σύμφωνα με πάγια τακτική των αρχαίων, Ελλήνων Φιλοσόφων, να ιδρύουν τις Σχολές τους σε χώρους ιερούς. Η διαμόρφωση του χώρου έγινε από τους βασιλικούς αρχιτέκτονες του Φιλίππου.

Η Σχολή, στο ένα της τμήμα, ήταν διώροφη, με έξοδο στο επάνω από το χώρο επίπεδο. Μπορούμε ακόμη να δούμε στον τοίχο τα υποστυλώματα του πα­τώματος του άνω ορόφου και επίσης τη διαδρομή της σκάλας, από το ισό­γειο στο ανώγειο. Υλικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο τοπικός πωρόλιθος, τα κιτρινοκόκκινα κεραμικά και ξυλεία του Βερμίου. Όλο το κτίριο ήταν επιχρισμένο και επιζωγραφισμένο, εξωτερικά και εσωτερικά. Σε συνέχεια με το κτίριο υπήρχε στεγασμένη στοά. Η Σχολή, ο Περίπατος, περίτεχνο, βασιλικό οικοδόμημα, ήταν αντικείμενο θέας και θαυμασμού, στον ανερχόμενο από τον κάμπο προς το Νυμφαίο περιπατητή.

Η επιλογή του χώρου είναι θαυμαστή. Ήπιο κλίμα, θαυμάσιος προσανα­τολισμός, πανέμορφο, φυσικό περιβάλλον (νερό, βλάστηση, ωδικά πουλιά), περίκλειστος χώρος, συνιστούσαν τους πλέον κατάλληλους όρους για την λει­τουργία της Σχολής.

Το υψηλής αισθητικής αυτό κτίριο χρησιμοποιήθηκε για τη λειτουργία της Σχολής για τέσσερα χρόνια, όσον αφορούσε την ομάδα των μαθητών του Αριστοτέλη, ο τελευταίος, όμως, μαζί με τον βοηθό του Θεόφραστο έμειναν σ’ αυτήν για μεγαλύτερο διάστημα, όπως ήδη είπα.

Όλα όσα προανέφερα, περιγράφονται στο βιβλίο του κ. Βαλσαμίδη, τα οποία εγώ όχι μόνο διάβασα, αλλά, συνάμα, τα είδα και «τα έζησα», όταν, μόνος, περιηγήθηκα στον χώρο της Σχολής. Εκείνο, όμως, που έρχομαι σας μεταφέρω, είναι τα απερίγραπτα συναισθήματα που με κατέκλυσαν, όταν περιηγήθηκα στον χώρο αυτόν και κάθισα στα ίδια έδρανα, στα οποία είχαν καθίσει ο Αριστοτέλης και ο Αλέξανδρος! (Δείτε φωτογραφίες). Αισθάνθηκα δέος, απέραντη συγκίνηση και μεγάλη περηφάνια, ως Έλληνας και ως Μακεδόνας, συναισθάνθηκα, όμως, και το τεράστιο, ιστορικό και ηθικό βάρος αυτού του τόπου, στον οποίο ανδρώθηκαν νέοι, που διαμόρφωσαν, εν πολλοίς, την πορεία ολόκληρης της ανθρωπότητας, από την εποχή που έζησαν, μέχρι τις μέρες μας!

Θέλω, κατόπιν αυτών, να σας καλέσω όλους να επισκεφθείτε αυτόν τον μαγικό χώρο, στον οποίο, βέβαια, δεν θα δείτε τα εντυπωσιακά ευρήματα των Αιγών, όμως, να είστε σίγουροι ότι θα αισθανθείτε περήφανοι που είστε Έλληνες, γιατί εδώ, οι διδαχές του Αριστοτέλη οδήγησαν τον Αλέξανδρο και τους εταίρους του στην δημιουργία μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, στην οποία μεταλαμπαδεύτηκε ολόκληρος ο ελληνικός πολιτισμός, ο οποίος επηρέασε κι εξακολουθεί να επηρεάζει, έστω και άδηλα, πλήθος λαών και δισεκατομμύρια ανθρώπων, εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια.


Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024


ΜΙΑ ΟΧΥΡΗ ΘΕΣΗ ΚΙ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΙΕΡΩΝ ΘΡΑΚΩΝ, ΣΤΗΝ ΠΙΕΡΙΑ ΚΟΙΛΑΔΑ, (ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΟΡΕΩΝ ΠΑΓΓΑΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΟΥ)


Στην εποχή του Ομήρου, οι Θράκες, το μεγαλύτερο έθνος στον κόσμο μετά τους Ινδούς, σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα, ζούσαν ακόμη, από τον ποταμό Δούναβη μέχρι τον Όλυμπο και την Χαλκιδική. Συνεπώς, αυτοί κατείχαν κι ολόκληρη την μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα περιοχή και βέβαια και τα όρη Παγγαίο και Σύμβολο, που μέχρι την εποχή του βασιλέως των Μακεδόνων Φιλίππου του Β' εθεωρείτο ότι ανήκαν στην Θράκη.

Γύρω στον 750 π.Χ., τα δύο σπουδαιότερα θρακικά φύλα που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στα δρώμενα του Παγγαίου στους ιστορικούς χρόνους, οι Ηδώνες ή Ηδωνοί και οι Πίερες, κατοικούσαν ακόμη στις προγονικές εστίες τους, οι πρώτοι στην πέραν του Στρυμόνος Μυγδονία και οι δεύτεροι στους πρόποδες του Ολύμπου, την μέχρι και σήμερα καλούμενη Πιερία. Ήδη όμως από τον 7ο αιώνα π.Χ. και μετά εκδιώχθηκαν από τους πρώτους Μακεδόνες βασιλείς, οι μεν Πίερες από τον Περδίκα τον 1ο, οι δε Ηδώνες ή Ηδωνοί από τον Αλέξανδρο τον 1ο κι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην εδώθε του Στρυμόνος περιοχή και να εγκατασταθούν, οι μεν Πίερες στην νότια του Παγγαίου εκτεινόμενη Πιερία Κοιλάδα, ανατολικά μέχρι την σημερινή Ελευθερούπολη και νότια μέχρι και την θάλασσα, που πήρε έκτοτε το όνομά τους και ονομάστηκε Πιερικός Κόλπος, (δείτε Θουκυδίδη ΙΙ, 99, 3: "Την δε παρά θάλασσαν νυν Μακεδονίαν Αλέξανδρος ο Περδίκκου πατήρ και οι πρόγονοι αυτού Τημενίδαι, το αρχαίον όντες εξ Άργους, πρώτοι εκτήσαντο και εβασίλευσαν, ­αναστήσαντες μάχη, εκ μεν Πιερίας Πίερας, οί ύστερον υπό το Παγγαίον, πέραν του Στρυμόνος, ώκησαν Φάγρητα και άλλα χωρία (και έτι νυν Πιερικός Κόλπος καλείται η υπό τω Παγγαίω προς θάλασσαν γη­"), οι δε Ηδώνες στην κάτω κοιλάδα του Στρυμόνα και στο βορειοδυτικό Παγγαίο.

Σ’ εκείνη, την αρχαϊκή εποχή, η Πιερία κοιλάδα βρισκόταν στο περιθώριο της Θασιακής περαίας, των αποικιών, δηλαδή, που είχαν δημιουργήσει οι Θάσιοι στην ακτή. Οι σχέσεις μεταξύ των Πιέρων και των Θασίων είναι ακόμη αδιευκρίνιστες, αφού οι ιστορικές πηγές δεν προσφέρουν πληροφορίες σχετικά με το θέμα. Διατηρούσαν προφανώς σχέσεις, αλλά δεν είχαν ενταχθεί στην επικράτεια της Θάσου στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., όπως και το Παγγαίο και τα μεταλλεία του, που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο εξακολουθούσαν να είναι στα χέρια των Θρακών. Η θασιακή, Σκαπτή Ύλη αναζητείται από την πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα ανατολικά της Καβάλας, στις νότιες υπώρειες των βουνών της Λεκάνης, ως τον ποταμό Νέστο.

Όπως προανέφερα, οι σπουδαιότερες πόλεις των Πιέρων Θρακών, στη νέα, πλέον, κοιτίδα τους, την Πιερία κοιλάδα, που εκτείνεται μεταξύ των ορέων Παγγαίου και Συμβόλου, ήταν ο Φάγρης, που ανασκάπτεται από την αρχαιολογική Υπηρεσία της Καβάλας και το Πέργαμον, στην ακρόπολη του οποίου θα ξεκινήσουν ανασκαφές το προσεχές καλοκαίρι, (δείτε για το Πέργαμον πρόσφατη ανάρτησή μου: https://www.facebook.com/theodoros.lymperakis/posts/pfbid0XMmPWEBdatH1jHehorTjfo1Zx5fQL5THoy2uMRqcMbr1cFXw96ER98uVVDjHnHdcl

Εκτός, όμως, από τις πόλεις τους, οι Πίερες διατηρούσαν στην Πιερία κοιλάδα κι άλλες οχυρές θέσεις ή μικρούς οικισμούς. Μια τέτοια οχυρή θέση κι έναν μικρό και άγνωστο οικισμό τους σας παρουσιάζω σήμερα, στην παρούσα ανάρτησή μου.



Η ΟΧΥΡΗ ΘΕΣΗ (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ 1η έως 22η )


Πρόκειται για ισχυρή οχύρωση, κατασκευασμένη από αργόλιθους, χωρίς συγκολλητική ουσία, που σχηματίζουν, όμως, μια συνολική, οχυρωματική κατασκευή, η οποία έχει το εξής χαρακτηριστικό: Είναι δύσκολο, σήμερα, ν’ αντιληφθούμε την σκοπιμότητα του τρόπου, με τον οποίο έχουν κατασκευαστεί στο έδαφος οι γραμμές οχύρωσης!

Η οχύρωση αυτή καταλαμβάνει έναν από τους λόφους, με τους οποίους το Σύμβολο όρος «εισβάλλει», κυριολεκτικά, στην Πιερία κοιλάδα, έναν λόφο που βρίσκεται, φυσικά, στην αριστερή όχθη του Μαρμαρά (του Θερμοποτάμου των Βυζαντινών), καναδυό χιλιόμετρα δυτικά της εξόδου της Εγνατίας οδού στην Μουσθένη.

Ο λόγος ύπαρξης της οχύρωσης αυτής ήταν, φυσικά, κατά κύριο λόγο, ο έλεγχος της Πιερίας κοιλάδας, όχι, όμως, μόνο αυτός, διότι στον οχυρό λόφο υπάρχουν σαφή ίχνη επεξεργασίας μετάλλων!

Στις φωτογραφίες που αναρτώ, βλέπετε:

1η έως 6η: Τον λόφο με την οχύρωση, από κάποια απόσταση.

7η έως 11η: Απομεινάρια των οχυρώσεων, (ότι επιβίωσε από τις «επεμβάσεις» των αρχαιοκαπήλων).

12η : Ερείπια κτιρίου, πάνω στον οχυρό λόφο.

13η έως 15η: Όστρακα αρχαίων αγγείων, από την επιφάνεια του λόφου.

16η: Σκωρία μεταλλεύματος – έναν από τους λόγους ύπαρξης της οχυρής θέσης.

17η: Νεώτερο βραχογράφημα (1957) αλλά και περίεργες λακκούβες στον ίδιο βράχο, (cup marks);

18η έως 22η: Την θέα από τον οχυρό λόφο, προς κάθε κατεύθυνση της Πιερίας κοιλάδος.



Ο ΜΟΝΟΛΙΘΟΣ (ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ 23η έως 34η)


Με αυτό το όνομα, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά την βυζαντινή εποχή, ήταν, δηλαδή, άγνωστο κατά την αρχαιότητα, είναι γνωστός ο αρχαιολογικός χώρος, που εκτείνεται στην αριστερή όχθη του Μαρμαρά (ή Θερμοποτάμου, κατά την βυζαντινή εποχή), του ρέματος, δηλαδή, που διασχίζει την Πιερία κοιλάδα. Ο χώρος αυτός βρίσκεται στο σημείο, όπου ο Μαρμαράς «αλλάζει κατεύθυνση», στο ύψος, περίπου, του Πλατανοτόπου κι αρχίζει να κατευθύνεται νότια, προς τα λουτρά Ελευθερών και τις εκβολές του.

Ανατολικά του αρχαιολογικού χώρου του Μονολίθου, στους λόφους που Συμβόλου όρους, που βρίσκονται ακριβώς πάνω απ’ αυτόν και στην τοποθεσία «τσεσμέ τ’ αγά», εκτείνεται ένας απέραντος, απίστευτα λεηλατημένος από τους αρχαιοκαπήλους, αρχαιολογικός χώρος, ο οποίος, προφανώς, είχε σχέση με τον Μονόλιθο και αποτελείται από μια οχυρή θέση, κάτι σαν «ακρόπολη», φτιαγμένη από ένα υλικό που μοιάζει με πωρόλιθο, εκατοντάδες ανοιχτούς τάφους, με τα οστά των προγόνων μας πεταμένα έξω από αυτούς, ερείπια κατασκευών επεξεργασίας μετάλλου, (όλα αυτά εκτείνονται σε αρκετούς λόφους, που απέχουν αρκετά μεταξύ τους), καθώς και μια παλαιότατη κατασκευή με κρήνες, που κι αυτές τις ξήλωσαν, κυριολεκτικά, οι αρχαιοκάπηλοι και η οποία δικαιολογεί το όνομα της τοποθεσίας (τσεσμέ τ’ αγά = βρύση του αγά). Στον ταλαιπωρημένο αυτόν αρχαιολογικό χώρο θ’ αφιερώσω μια προσεχή ανάρτησή μου!

Στις φωτογραφίες που αναρτώ, βλέπετε:

23η έως 27η: Γενικές απόψεις του αρχαιολογικού χώρου.

28η έως 30η: Ερείπια κτισμάτων, (κάποια από τα οποία είναι νεώτερα, όπως αυτά ενός οθωμανικού χανιού).

31η: Όστρακο αρχαίου αγγείου.

32η και 33η: Παλαιότατο υδραγωγό, άριστα κατασκευασμένο και διατηρημένο, που μετέφερε νερό σε απόσταση χιλιομέτρων, (μεταξύ άλλων και σε υδρόμυλο του 14ου αιώνα, της Ιεράς Μονής Ιβήρων, του Αγίου όρους, που βρισκόταν επίσης στην αριστερή όχθη του Μαρμαρά – Θερμοποτάμου και τον οποίο πρόλαβα και φωτογράφισα, διότι, στη συνέχεια, τον κατέστρεψαν αρχαιοκάπηλοι)

34η. Ο γράφων, ανάμεσα στα ερείπια του Μονολίθου.