Στην Ανατολική Θράκη, την πανάρχαια γη των προγόνων μου, περίοπτη θέση καταλάμβαναν, ήδη κατά την απώτερη αρχαιότητα, οι πόλεις και οι οχυρές θέσεις των θρακικών παραλίων της Προποντίδας. Ειδικά στην περιοχή του Ιερού Όρους, υπήρχαν οι αρχαίες πόλεις Τειρίστασις (ή Περίστασις), Ηράκλεια (η μετέπειτα Ηρακλείτσα), η Γάνος (αργότερα ο Γάνος), αι Γανίαι και το Νέο τείχος, κτισμένες σε επίλεκτα σημεία της θρακικής παραλίας, είτε από γηγενείς Θράκες, είτε από Έλληνες αποίκους, (όπως λ.χ. η Γάνος, την οποία ίδρυσε ο οικιστής του Βυζαντίου, Βύζας ο Μεγαρεύς ή, κατ’ άλλους, Σάμιοι άποικοι).
Το Ιερό Όρος αποτελεί εκτεταμένη, χαμηλή σχετικά οροσειρά, η οποία ξεκινά από το ύψος περίπου των χωριών Σιμιτλή και Κουμβάου και φθάνει μέχρι τη χερσόνησο της Καλλιπόλεως, καλύπτοντας το αντίστοιχο τμήμα της θρακικής παραλίας της Προποντίδας. Είναι πολύ δασωμένο και στ’ απέραντα δάση ποικιλίες δένδρων οικοδομήσιμης και καύσιμης ξυλείας, ενώ σε ορισμένα σημεία της παραλίας της Προποντίδας, μεταξύ Αυδημίου και Κουμβάου, καταλήγει σε απόκρημνες και πετρώδεις πλαγιές, αδιάβατες ακόμα και σήμερα, που ήταν γνωστές με το όνομα «Βαρδαλάκος».
Δύο από τις κορυφές του είναι ψηλότερες. Η μια, με υψόμετρο 877 μέτρα, βρίσκεται στα βόρεια του Γάνου και λέγεται «Πύργος», η δε άλλη, με υψόμετρο 689 μέτρα, βρίσκεται στα βόρεια της Περιστάσεως και της Ηρακλείτσας και λέγεται "Αγιος Ηλίας» ("Αη-Λιας).
Η θέα από την κορυφή του Πύργου είναι τόσο υπέροχη, ώστε συναρπάζει τον θεατή. Προς τ’ ανατολικά, νότια και νοτιοδυτικά φαίνεται η θάλασσα της Προποντίδας, από το Βόσπορο μέχρι τον Ελλήσποντο και κατ' ευθείαν απέναντι τα Μικρασιατικά παράλια, με τα Μαρμαρόνησα και στο βάθος τα μεγαλοπρεπή όρη του Ολύμπου και της Ίδης της Βιθυνίας. Προς τα δυτικά και βόρεια, ολόκληρη η Θράκη μέχρι τη Ροδόπη και τις νότιες παραφυάδες του Αίνου, με τις πόλεις Αδριανούπολη και Σαράντα Εκκλησίες και ακόμα ανατολικότερα η οροσειρά της Στράντζας.
Στη βυζαντινή περίοδο, η περιοχή των Γανοχώρων παρουσίασε μεγάλη ακμή, γιατί βρισκόταν πολύ κοντά στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, ενώ ιδιαίτερα γνωστή έγινε όταν στις δασωμένες πλαγιές του Ιερού Όρους, ιδιαίτερα πάνω από το Γάνο, ιδρύθηκε, κατά τον 11ο αιώνα, ονομαστό, μοναστικό κέντρο, με πλήθος μοναστηριών, όπου μόνασαν σπουδαίες μορφές της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, όπως ο ιδρυτής της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης.
Αυτή η ευμάρεια των Γανοχώρων δεν σήμαινε, όμως, ότι ήταν απαλλαγμένα από συμφορές. Οι για αιώνες επιδρομές διάφορων, βαρβαρικών λαών, που κατέβαιναν από τη βόρεια Βαλκανική και ιδιαίτερα οι συνεχείς επιθέσεις και λεηλασίες της Θράκης από τους Βουλγάρους δεν άφηναν αθικτα τα Γανόχωρα.
Το έτος 1354 καταλήφθηκε από το Σουλεϋμάν, γιο του οθωμανού σουλτάνου Ορχάν, η Καλλίπολη, την κατάληψη της οποίας ακολούθησαν τα γειτονικά Γανόχωρα, τα οποία, έτσι, ‘ηταν τα πρώτα εδάφη της Ευρώπης, τα οποία περιήλθαν υπό την οθωμανική κυριαρχία.
Η κατάληψη της Θράκης γενικότερα και των Γανοχώρων ειδικότερα, με τις σφαγές και την υποδούλωση των κατοίκων, τις λεηλασίες και τις αναγκαστικές μετοικεσίες, κύρια δε τον βίαιο εξισλαμισμό των Χριστιανών κατοίκων, οδήγησε στην ερήμωση της Θράκης, καθώς και των ευρισκόμενων στην θρακική παραλία της Προποντίδας βυζαντινών φρουρίων, μετά όμως την κατάκτηση, αργά – αργά το Ιερό Όρος και τα παράλιά του εποικίστηκαν και πάλι από Έλληνες Θρακιώτες, που ίδρυσαν, αρχίζοντας από το δυτικό, Ιερό Όρος, μια σειρά κωμοπόλεων και χωριών, με αμιγώς ελληνική σύσταση και χαρακτήρα, τα οποία αργότερα ονομάστηκαν Γανόχωρα, από τα ονόματα των δύο αρχαιοτέρων και σημαντικοτέρων απ’ αυτά, του Γάνου και της Χώρας. Οι δύο μάλιστα αυτοί γεωγραφικοί όροι έγιναν τόσο αλληλένδετοι μεταξύ τους, ώστε να μη νοείται ό ένας διάφορος από τον άλλον. Στην πράξη, Γανόχωρα σήμαινε Ιερό Όρος και Ιερό Όρος σήμαινε Γανόχωρα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα Γανόχωρα αποτελούσαν ένα σύνολο 21 ακραιφνώς ελληνικών κωμοπόλεων και χωριών, με συνολικό πληθυσμό 32.000 περίπου ψυχών, από τα όποια τα πέντε κυριότερα, Γάνος, Χώρα, Μυριόφυτο, Περίσταση και Στέρνα, ήταν πραγματικές κωμοπόλεις, με πληθυσμό ο οποίος, πριν από τους διωγμούς του 1914, έφθανε, σύμφωνα με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τις 4000, 4500, 5000,5000 και 3000, αντίστοιχα. Αποτελούσαν δύο εκκλησιαστικές επαρχίες, τη Μητρόπολη Γάνου και Χώρας, που περιλάμβανε τις κοινότητες, Γάνου, Χώρας, Αυδημίου, Νεοχωρίου, Μηλιού, Κερασιάς, Ιντζέκιοΐ, Κασταμπόλεως, Σεντουκίου και Παλαμουτίου και την Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που ιδρύθηκε το έτος 1909 και περιλάμβανε τις Κοινότητες Μυριοφύτου, Περιστάσεως, Ηρακλείτσας, Πλατάνου, Στέρνας, Λούπιδας, Καλαμιτσίου, Καλοδένδρου, Λιμνίσκης και Νεοχωρίου, με τελευταίους Μητροπολίτες, τον σεβασμιότατο Τιμόθεο Λαμνή (Λέσβιο την καταγωγή) η πρώτη και τον Σωφρόνιο Σταμούλη (Σηλυβριανό την καταγωγή) η δεύτερη.
Ο πληθυσμός των κωμοπόλεων και χωριών αυτών, γνησιότατα ελληνικός, (απότις 32.000 κατοίκους των αρχών του 20ού αιώνα, οι 30.500 ήταν Έλληνες), ζούσε σχεδόν ελεύθερος ως το 1913, οπότε άρχισε ο φρικτός εκείνος διωγμός των Ελλήνων της Ανατ. Θράκης, που κράτησε ως την κήρυξη του Α' παγκοσμίου πολέμου και συνεχίσθηκε σ' όλη σχεδόν την διάρκειά του. Ήταν ένας πληθυσμός με πλήρη επίγνωση των εθνικών του υποχρεώσεων, εμφορούμενος από το όραμα της εθνικής αποκατάστασής του. Ήταν τόσο έντονη η υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στις δύο εκείνες εκκλησιαστικές επαρχίες, ώστε μετά την κήρυξη του τουρκικού Συντάγματος του 1908, Καϊμακάμηδες (Έπαρχοι) διορίζονταν Έλληνες.
Μια από τις ακμαίες, ελληνικές κοινότητες των Γανοχώρων της Προποντίδας ήταν και η Λιμνίσκη (τουρ. Γκιολτζίκ - Gölcük).
Ένα από τα πιο άγνωστα χωριά των Γανοχώρων της Ανατολικής Θράκης, ήταν η Λιμνίσκη, (τουρ. Γκιολτζίκ - Gölcük), η οποία βρισκόταν μέσα σε μια χαράδρα, στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Iερού Όρους, ανάμεσα στο «Μεγάλο Ρέμα» και στο «Ρέμα Καρκανίκα», (τα οποία ενώνονταν λίγο παρακάτω από το χωριό και χύνονταν στον μικρό ποταμό «Καβάκ Σουγιού - Kavak suyu») και πάνω στον δρόμο, που ερχόταν από τα Μάλγαρα (Malkara) στην Περίσταση (Sarkoy).
Πλησιέστερη κωμόπολη προς το Γκιολτζίκ (Gölcük) ήταν η Περίσταση, από την οποία απέχει μόλις 10 χιλιόμετρα· γύρω από το Γκιολτζίκ (Gölcük) υπήρχαν και άλλα χωριά της επαρχίας: Η Λούπιδα (Arapli) απέχει 5 χιλιόμετρα, το Γιαγάτς (Yaya agac) 5 χιλιόμετρα, ο Πλάτανος (Cinarli) 8 χιλιόμετρα, το Γενίκιοϊ (Yenikoy) 10 χιλιόμετρα, η Στέρνα (Tepekoy) 10 και το Σεντούκι (Esendik?) 10 χιλιόμετρα.
Το κλίμα του χωριού ήταν ξηρό και υγεινό.
Το τουρκικό όνομά του - Gölcük - σήμαινε «μικρό έλος» ή «μικρή λίμνη», «γκιόλα» και προήλθε, κατά πάσα πιθανότητα, από ένα μικρό έλος, έκτασης 20 περίπου στρεμμάτων, που βρισκόταν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το χωριό και το οποίο το καλοκαίρι ξεραινόταν.
Η ελληνική ονομασία Λιμνίσκη επικράτησε, μετά από πρόταση του τελευταίου μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Σωφρονίου Σταμούλη, κατά την περίοδο της Ελληνικής κατοχής της Ανατολικής Θράκης·
Η περιοχή του χωριού, σύμφωνα με την διατηρηθείσα στους Έλληνες κατοίκους παράδοση, ήταν, σε πολύ παλιά χρόνια, τσιφλίκι (ciftlik) κάποιου Τούρκου Μπέη. Στην αρχή, άγνωστο πότε, ήλθαν σ’ αυτό, άγνωστο από πού, περί τις 15- 20 οικογένειες και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό σαν κολλήγοι. Με το πέρασμα των χρόνων, οι αρχικές εκείνες οικογένειες πλήθυναν, με τις γεννήσεις και τον ερχομό κι άλλων Ελλήνων, κυρίως από την Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο και σιγά – σιγά, με την εργασία τους, εξαγόρασαν, λίγα – λίγα, τα κτήματα του τσιφλικιού, έκτισαν σπίτια, εκκλησία, σχολείο κι έτσι δημιούργησαν ένα αρκετά μεγάλο χωριό, που ευημερούσε κι έφθασε να έχει 120 οικογένειες, όλες ελληνικές. Τα περισσότερα σπίτια ήταν μονώροφα, πέτρινα, με τετράριχτες στέγες, σκεπασμένες με εγχώρια κεραμίδια και μεγάλες αυλές 2-3 στρεμμάτων, μέσα στις οποίες, σε ξεχωριστά οικήματα, ήταν οι στάβλοι, οι αχυρώνες κι οι αποθήκες. Ένα τμήμα της αυλής χρησιμοποιούνταν σαν λαχανόκηπος και κήπος οπωροφόρων δένδρων, από την οικογένεια.
Το έτος 1874 το χωριό είχε 360 κατοίκους, οι οποίοι το έτος 1882 έγιναν 300.
Το 1892 σ’ αυτό κατοικούσαν 70 ελληνικές οικογένειες.
Το 1911 είχε 474 κατοίκους (237 άνδρες και 237 γυναίκες - Γενικά Αρχεία Κράτους, Φάκελος Κ 85δ’)
Μια στατιστική της Ιεράς Μητροπόλεως Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που συντάχθηκε στις 18-05-1917, ανέφερε ότι το χωριό είχε Χριστιανούς άνδρες: 118 κάτω των 25 ετών και 108 άνω των 25 ετών, (στη στατιστική δεν αναφέρονταν οι γυναίκες).
Το 1920, σε στατιστική του καζά Σάρκιοϊ, το Γκιολτζίκ (Gölcük) είχε 148 άνδρες και 177 γυναίκες.
Τον Οκτώβριο του 1922, λίγο πριν οι κάτοικοι φύγουν για την Ελλάδα, το χωριό είχε 120 κατοίκους, (οι υπόλοιποι είχαν φύγει νωρίτερα).
Το έτος 1926, το χωριό είχε εποικισθεί ήδη, από 520 Μουσουλμάνους πρόσφυγες (συνθήκη Λωζάνης 1922).
Το χωριό είχε άφθονα και καλά, πόσιμα νερά. Μέσα σ’ αυτό υπήρχαν δύο μεγάλες βρύσες, ή «πάνω βρύση» καί ή «κάτω βρύση», από τις οποίες έτρεχαν άφθονα τα νερά, που μεταφέρονταν, με πήλινους υδροσωλήνες, από τις πηγές των γύρω υψωμάτων. Υπήρχαν και άλλες βρύσες, όπως η «Νελέξ», ο «μεγάλος τσεσμές», ο «Καλπίν τσεσμές». Κοντά στο χωριό κυλούσαν δύο ρέματα, το «ρέμα» και ο «Κουτρουλάς», που χύνονταν στο μικρό ποταμάκι «Καβάκ Σουγιού», το οποίο χυνόταν στον κόλπο του Σάρρου, κοντά στο Εξαμίλλι. Υπήρχε ακόμη, σε απόσταση 500 περίπου μέτρων, στο δρόμο προς την Περίσταση, η πηγή του Αγίου Ιωάννη, της οποίας το νερό το θεωρούσαν σαν Αγίασμα.
Το Γκιολτζίκ (Gölcük) είχε πενταμελές, Κοινοτικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από τον Μουχτάρη και 4 μέλη (αζάδες), το οποίο διαχειριζόταν τα κοινοτικά πράγματα, με τρεις πληρωμένους υπαλλήλους, (τον κλητήρα και δυο αγροφύλακες, έναν για τα αμπέλια και ένα για τους υπόλοιπους αγρούς).
Σε έγγραφο της 21-09-1922 των Γ.Α.Κ. (φάκελος Κ.85 γ’), η Λιμνίσκη είχε πρόεδρο (Μουχτάρη)
VII) Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Στο Γκιολτζίκ (Gölcük) δεν υπήρχε, αρχικά, σχολικό κτίριο. Η έκθεση της εκπαιδευτικής επιτροπής, της 7ης Μαΐου του 1872, (Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως 6 (1871-1872), 191), μας πληροφορεί ότι οι μαθητές διδάσκονταν τα γράμματα στο νάρθηκα του ναού της κοινότητας.
Σύμφωνα με την έκθεση της Ε.Θ.Φ.Σ., (Επετηρίς Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου), του σχολικού έτους 1872-1873, υπήρχαν 30 μαθητές και ένας δάσκαλος, που έπαιρνε ετησίως 8 λίρες Τουρκίας (Ε.Θ.Φ.Σ., έτος Α’, 66).
Στην έκθεση του Θ.Φ.Σ.Ρ., (Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ραιδεστού), που υποβλήθηκε την 25η Νοεμβρίου 1882 στο Φ.Σ.Κ., (Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως), δεν αναφέρεται ούτε αριθμός μαθητών, ούτε ύπαρξη δασκάλου· Προφανώς, κατά την περίοδο εκείνη, οι λίγοι μαθητές της κοινότητας διδάσκονταν τα γράμματα από τον ιερέα, στο νάρθηκα του ναού.
Για πρώτη φορά αναφέρεται σχολή το 1892· ο Ευστράτιος Δράκος, στο έργο του «ΘΡΑΚΙΚΑ, ήτοι διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου», που εκδόθηκε το 1892, γράφει ότι το 1892 στο σχολείο του χωριού φοιτούσαν 35 μαθητές και ο δάσκαλός του πληρωνόταν με 15 λίρες τον χρόνο. Ο ναός του χωριού ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Αθανάσιο.
Το 1902, λειτουργούσε στο Γκιολτζίκ (Gölcük) γραμματοδιδασκαλείο (σχολείο), με 55 μαθητές και ένα δάσκαλο. Η συνολική, ετήσια δαπάνη συντήρησής του ανερχόταν στο ποσό των 600 φράγκων.
Το 1905 στο χωριό αυτό λειτουργούσε μία δημοτική σχολή, με 50 μαθητές και ένα δάσκαλο. Η ετήσια δαπάνη για τη λειτουργία σχολείου ανερχόταν στο ποσό των 460 φράγκων.
To 1907 λειτουργούσε μία μικτή σχολή, με 30 μαθητές και ένα δάσκαλο, ο οποίος ήταν συγχρόνως και ψάλτης στο ναό της κοινότητας.
Από την έκθεση της Ιεράς Μητροπόλεως Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που συντάχθηκε στην Περίσταση την 31η Οκτωβρίου του 1911, γνωρίζουμε την εκπαιδευτική κατάσταση της κοινότητας. Στην εν λόγω έκθεση αναφέρεται η λειτουργία μιας μικτής, τετρατάξιας σχολής, με 36 μαθητές, 31 μαθήτριες και ένα δάσκαλο. Η ετήσια δαπάνη της ανερχόταν στο ποσό των 2.300 γροσίων.
Από πατριαρχικό γράμμα της 26ης Σεπτεμβρίου 1912, πληροφορούμαστε ότι καθήκοντα διδασκάλου εκτελούσε στην κοινότητα ο Χρίστος Χουρμουζάκης.
Το Γκιολτζίκ (Gölcük), κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων υπέστη πολλά δεινά. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, το σχολείο της κοινότητας πρέπει να υπολειτουργούσε, γι’ αυτό και δεν έχουμε καμία πληροφορία για την εκπαίδευση στην κοινότητα, για τα έτη 1912-1918.
Κατά το σχολικό έτος 1919-1920 λειτουργούσε σ’ αυτό μικτή σχολή, με δύο τάξεις, στις οποίες φοιτούσαν 22 μαθητές και 17 μαθήτριες. Το επόμενο σχολικό έτος, 1920-1921, καθήκοντα διδασκάλου εκτελούσε ο Καρακατσάνης.
Λίγο πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922, λειτουργούσε στην κοινότητα μονοτάξια, μικτή σχολή, με 31 μαθητές και 27 μαθήτριες, (σύνολο 58 μαθητές). Η σχολή ήταν μονώροφη, με δύο αίθουσες διδασκαλίας.
Την διοίκηση του σχολείου ασκούσε διμελής, σχολική εφορεία.
VIII) ΝΑΟΙ – ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ - ΑΓΙΑΣΜΑΤΑ
Στο χωριό υπήρχε παλαιός ναός, επ’ ονόματι του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος ανακαινίσθηκε εκ θεμελίων το 1851, κατέρρευσε από σεισμό, εντός του 19ου αιώνα και κατασκευάστηκε εκ νέου. Το 1907 υπηρετούσαν στο ναό αυτόν δύο ιερείς. Τελούνταν το χρόνο 3 έως 5 γάμοι, 12 έως 15 βαπτίσεις και 5 έως 6 κηδείες. Κατά τα έτη 1912-1913, ιερείς ήταν ο π. Αβέρκιος και ο π. Άνθιμος. Το 1917 ιερέας ήταν ο π. Γρηγόριος Αθανασίου, ενώ από το 1917 έως το 1922, ο αρχιμανδρίτης Αντώνιος Ταβλαρίδης.
Από τον υπ’ αριθμό 49Θ κώδικα της Μητροπόλεως Μυριοφύτου - Περιστάσεως, ο οποίος φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, πληροφορούμαστε ότι στο Γκιολτζίκ (Gölcük) είχαν αρχίσει εργασίες, επί βουλγαρικής κατοχής, (1912-1913, μετά τον σεισμό του 1912, οπότε είχε καταρρεύσει το κτίριο του ναού), για την ανέγερση νέου ναού του Αγίου Αθανασίου, λόγω, όμως, του πολέμου και των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι, αυτός είχε παραμείνει ημιτελής έως τη στέγη, γι’ αυτό η Ιερά Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως ζήτησε από τον διοικητή της Περιστάσεως, με επιστολή της, την 23η Αυγούστου 1913, τακρίρι, για την αποπεράτωσή του.
Στο ναό του Αγίου Αθανασίου, την διοίκηση ασκούσε τριμελής, εκκλησιαστική επιτροπή.
Εκτός από το ναό του Αγίου Αθανασίου, στο χωριό υπήρχε και ένα παρεκκλήσι, επίσης του Αγίου Αθανασίου, στην παρυφή τού χωριού, που γιόρταζαν και οι δυο στις 2 Μαΐου, με θρησκευτική τελετή και ολοήμερο γλέντι στην πλατεία τού χωριού, με συνοδεία λαϊκών οργάνων.
Υπήρχαν, επίσης, δυο αγιάσματα:
Ένα Αγίασμα αφιερωμένο στον άγιο Αθανάσιο, που βρισκόταν μέσα στον ομώνυμο ναό του χωριού και
Ένα Αγίασμα του Αγίου Ιωάννη, που ήταν μία πηγή, η οποία βρισκόταν έξω από το χωριό, σε απόσταση 300 περίπου μέτρων.
IX) ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ – ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Η Λιμνίσκη (Gölcük) είχε εξαιρετικά εύφορα χωράφια, στα οποία καλλιεργούνταν κυρίως σιτηρά (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη), με ετήσια παραγωγή 120.000 οκάδες, ουζιά (ένα δημητριακό, που έμοιαζε με κριθάρι και χρησίμευε για ζωοτροφή) περί τις 25.000 οκάδες, καναβούρι περί τις 1.500 οκάδες και λινάρι περί τις 10.000 οκάδες. Όλα αυτά τα προϊόντα τα μετέφεραν και τα πωλούσαν στις αγορές της Περίστασης (Sarkoy), Μυριοφύτου (Murefte), ακόμα και της Καλλίπολης Gellibolu).
Αναπτυγμένη ήταν και η σηροτροφία, με 3.500 περίπου δένδρα μουριάς και παραγωγή 1.700 περίπου κιλών κουκουλιών, πού ήταν όμως συγκεντρωμένη στα χέρια ελάχιστων κτηματιών, όπως του Παπαανθίμου, με 700 δένδρα μουριάς και 400 κιλά παραγωγή κουκουλιών, του Πασχάλη Κεχαγιά και του Ραβέρκιου Παπαστέφου, με 600 δένδρα και 320 κιλά κουκούλια ο καθένας, της Θεοπούλας Μπόνου και του Θανασάκη Κεχαγιά, με 550 δένδρα και 280 κιλά κουκουλιών ο καθένας και της Γιακείμης Κεχαγιά, με 500 δένδρα μουριάς και 280 κιλά κουκουλιών.
Καλή ήταν και η καλλιέργεια οπωροφόρων δένδρων, όπως οι δαμασκηνιές (ερικιές), μηλιές, αμυγδαλιές, κερασιές, βυσινιές, αχλαδιές, καρυδιές, που ικανοποιούσαν τις ανάγκες των κατοίκων.
Ανάλογα ανεπτυγμένη ήταν και η κτηνοτροφία, με 3.000 περίπου αιγοπρόβατα, 200 αγελάδες, 90 βόδια, 80 βουβάλια και 40 άλογα. Στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας βοηθούσαν τα γύρω εκτεταμένα βοσκοτόπια: Για τα αιγοπρόβατα, στις τοποθεσίες Χαϊνταρλή, Σαρή Γιοβάν, Κου - Κουνάκι, Καράκαγιά, Τσομπάν τσεσμέ, Καλές και Σπαχλίκια. Για τα μεγάλα ζώα, οι τοποθεσίες Μελέγια, Μεγάλος Τσεσμές, Μπρούκια. Μεγάλοι κτηνοτρόφοι (κεχαγιάδες) ήταν ο Γιουβάν Κεχαγιάς με 1.000 περίπου αιγοπρόβατα, ο Βασιλάκης με 500, ο Αρχοντής Κιοσές με 400 γίδια και ο Στρατής Στρίκος με 250 γίδια. Εκτός από τον μεγάλο αριθμό σφαγίων, μικρών και μεγάλων, που απέδιδε κάθε χρόνο η κτηνοτροφία τού χωριού, απέδιδε ετησίως και περί τις 20-22 χιλιάδες οκάδες γάλα, από το οποίο παρασκευάζονταν, στα μαντριά τού χωριού, περί τις 7-8 χιλιάδες οκάδες λευκού τυριού. Την ποσότητα αυτή του τυριού έρχονταν και την αγόραζαν τυρέμποροι από τα Μάλγαρα (Malkara), την Ραιδεστό (Rodostu) και άλλες πόλεις και την έκαμναν κασέρι (kaskaval). Κάθε χρόνο παρασκευάζονταν περί τις 2.500 οκάδες εκλεκτού κασεριού, που προωθείτο στις αγορές της Καλλίπολης, της Ραιδεστού και της Κωνσταντινούπολης (Istambul).
Τέλος, από το κοντινό έλος, στο οποίο φύτρωναν άφθονα βούρλα, οι κάτοικοι κατασκεύαζαν όμορφες και στερεές ψάθες, τόσο στερεές, πού τις έλεγαν «απέθαντες» (δηλαδή, που δεν χαλούν ποτέ).
X) Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 1912
Κατά τον φoβερό σεισμό της νύκτας 26 προς 27 Ιουλίου του 1912, το χωριό έπαθε ολοκληρωτική καταστροφή. Από τα 120 σπίτια της, τα 113 καταστράφηκαν τελείως, μαζί με την εκκλησία και το σχολείο και 32 άνδρες και γυναίκες βρήκαν τον θάνατο, κάτω από τα ερείπια των γκρεμισμένων σπιτιών και πολλοί τραυματίσθηκαν. Τα θύματα θα ήταν πιο πολλά, αν οι κάτοικοι δεν βρίσκονταν, λόγω της εποχής, έξω, στα αλώνια.
XI) ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ, Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΕΤΟΣ 1922, ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Οι κάτοικοι του Γκιολτζίκ (Gölcük) υπέφεραν πολλά με την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων, λόγω των βιαιοπραγιών του βουλγαρικού στρατού κατά τη διάρκεια της κατοχής του (1912-1913).
Με την ανακωχή των Μουδανιών (1922), αναγκάστηκαν, (στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών), να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Αναχώρησαν από την πατρίδα τους, με τα κάρα και τα ζώα τους, την 2 Οκτωβρίου του 1922. Ακολούθησαν την εξής πορεία: Γκιολτζίκ – Καντήκιοϊ - Ρέμα Καρκανίκα - Κουρού Ντάγ –Κεσσάνη -Μαύρες –Ύψαλα – Φέρρες - Αλεξανδρούπολη (όπου έμειναν 12 οικογένειες) - Κομοτηνή (όπου έμειναν 2 οικογένειες) - Ξάνθη (έμειναν 25 οικογένειες) - Οξιλάρ (Τοξότες) - Σαρή Σαμπάν (Χρυσούπολη) (έμειναν 4 οικογένειες) – Καβάλα – Σέρρες – Λαχανάς - Θεσσαλονίκη (έμειναν 2 οικογένειες). Από τις εναπομείναντες οικογένειες, οι 26 εγκαταστάθηκαν στο Ζαγκλιβέρι, οι 38 στο Τσαλτζιλάρ (Φιλώτα) Πτολεμαΐδας, ενώ οι υπόλοιπες 11 σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
XII) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαλσαμίδη Πασχάλη, Η Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1924, που εκδόθηκε το 1996.
Γεδεών Μανουήλ, «Μνήμη Γανοχώρων», που εκδόθηκε το 1913.
Γερμίδη Άγγελου, «Τα Γανόχωρα της Ανατολικής Θράκης», που εκδόθηκε το 1976.
Δράκου Ευστρατίου, «ΘΡΑΚΙΚΑ, ήτοι διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου», που εκδόθηκε το 1892.
GÖLCÜK (LIMNISKI): ONE OF THE UNKNOWN, MOUNTAIN GANOCHORA, OF EASTERN THRACE
I) HISTORY OF GANOCHORA
In Eastern Thrace, the ancient land of my ancestors, the cities and fortified places of the Thracian beaches of the Propontis occupied a prominent position, already in the most ancient times. Especially in the area of the Holy Mountain (Ieron Oros), there were the ancient cities of Teiristasis (or Peristasis), Heraklia (later Heraklitsa), Ganos, Ganiai and Neon Teichos, built on selected points of the Thracian coast, either by natives Thrace, either by Greek settlers, (such as Ganos, which was founded by the settler of Byzantion - later, Konstantinople – today, Istambul - Byzas (Vyzas) from Megara or, according to others, by Samian settlers).
The Holy Mountain is an extensive, relatively low mountain range, which starts from approximately the height of the villages of Simitli and Kumvao and reaches the peninsula of Kallipolis, covering the corresponding part of the Thracian beach of Propontis. It is very wooded and in the vast forests there are varieties of trees for constructions and firewood, while in some parts of the beach of Propontis, between Avdimi and Kumvao, it ends in steep and stony slopes, impassable even today, which were known with the name "Vardalakos".
Two of its peaks are higher. One, with an altitude of 877 meters, is located to the north of Ganos and was called "Pyrgos" (Tower) and the other, with an altitude of 689 meters, is located to the north of Peristasis and Heraklitsa and was called "Agios Ilias" ("Ai-Lias").
The view from the top of the "Pyrgos" is so magnificent, that it fascinates the viewer. To the east, south and south-west, you can see the sea of Propontis, from the Bosphorus to the Hellespont and directly opposite the coast of Asia Minor, with the Marmaronesa and in the background the majestic mountains of Olympus and Ida of Bithynia. To the west and north, the whole of Thrace up to the Rhodopi and the southern tributaries of the Enos, with the cities of Adrianople and Saranda Ecclesies and even further east the mountain range of Strandza.
In the Byzantine period, the area of Ganochora showed great prosperity, because it was very close to the capital of the empire, Constantinople, while it became particularly famous when, in the 11th century, a famous, monastic center, with a number of monasteries, was founded, where great figures of our ecclesiastical history monasticized, such as the founder of the Monastery of the Great Lavra of Mount Athos, Holy Athanasios the Athonites.
This prosperity of the Ganochora did not mean, however, that they were free of calamities. The centuries-long raids of various barbarian people, that came down from the northern Balkans and especially the continuous attacks and plundering of Thrace by the Bulgarians did not leave Ganochora untouched.
In the year 1354, Gallipoli was occupied by Suleiman, the son of the Ottoman Sultan Orhan, whose occupation was followed by the neighboring Ganochora, which, thus, were the first lands in Europe, that came under Ottoman rule.
The occupation of Thrace, in general, and of Ganochora, in particular, with the massacres and enslavement of the inhabitants, looting and forced resettlement, mainly the violent conversion to Islam of the Christian inhabitants, led to the desolation of Thrace, as well as those located on the Thracian beach of the Propontis Byzantine fortresses, but after the conquest, slowly the Holy Mount and its beaches were settled again by Greek Thracians, who founded, starting from the western Holy Mount, a series of towns and villages, with a purely Greek structure and character, which were later called Ganochora, from the names of the two most ancient and important of them, Ganos and Chora. In fact, these two geographical terms became so intertwined with each other, that one could not be understood as different from the other. In practice, Ganochora meant Holy Mountain and Holy Mountain meant Ganochora.
At the end of the 19th century, Ganochora was a group of 21 distinctly Greek towns and villages, with a total population of approximately 32,000 souls, of which the five main ones, Ganos, Chora, Myriophyto, Peristasis and Sterna, were real towns, with a population the number of which, before the persecutions of 1914, reached, according to data from the Ecumenical Patriarchate, 4000, 4500, 5000, 5000 and 3000, respectively. They consisted of two ecclesiastical provinces, the Metropolis of Ganos and Chora, which included the communities of Ganos, Chora, Avdimi, Neochori, Milio, Kerasia, Indzekioi, Kastamboli, Sendouki and Palamouti, and the Metropolis of Myriophyto and Peristasis, which was founded in 1909 and included the Communities of Myriofyto, Peristasis, Heraklitsa, Platanos, Sterna, Lupida, Kalamitsi, Kalodendro, Limniski and Neochori, with the last Metropolitans, the most venerable Timotheos Lamnis (of Lesbian origin) the former and Sophronios Stamoulis (of Silyvrian origin) the latter second.
The population of these towns and villages, genuinely Greek, (of the 32,000 inhabitants, at the beginning of the 20th century, 30,500 were Greeks), lived almost freely until 1913, when that horrible persecution of the Greeks of Eastern Thrace begun, which lasted until the declaration of the First World War and continued almost throughout its duration. It was a population fully aware of its national obligations, concerned with the vision of its national restoration. The predominance of the Greek element, in those two ecclesiastical provinces, was so strong, that after the promulgation of the Turkish Constitution of 1908, Kaymakams (governors of the Province) were appointed Greeks.
One of the prosperous Greek communities of Ganochora in Propontis was Limniski (Turkish: Gölcük).
II) DESCRIPTION OF THE VILLAGE - ORIGIN OF ITS NAMES
One of the most beautiful villages of Ganochora, in Eastern Thrace, (which were inhabited by Greeks and were built along the Thracian coast of the Propontis, on the slopes and at the foot of the Holy Mountain – today, Tekfur dag), was Limniski, (Turkish: Gölcük) , which was located in a ravine, on the southwestern slopes of the Holy Mountain, between the "Megalo Rema" and "Rema Karkanika", (which joined a little below the village and flowed into the small river "Kavak Suyu" ) and on the road that comes from Malkara to Sarkoy(Peristasis).
The nearest town to Gölcük was Peristasis (Sarkoy), from which it is only 10 kilometers away • around Gölcük there were other villages, in the province: Arapli (Lupida) is 5 kilometers away, Yaya agac (Kalodendro) 5 kilometers, Cinarli (Platanos) 8 kilometers, Yenikoy (Neochori) 10 kilometers, Tepekoy (Sterna) 10 and Esendik(?) Senduki, 10 kilometers.
The climate of the village was dry and healthy.
Its Turkish name - Gölcük - meant "small marsh" or "small lake" and it is very possible that it came from a small marsh, about 20 acres in area, located at a distance of one kilometer from the village and which in the summer dried up.
The Greek name Limniski prevailed, following the proposal of the last metropolitan of Myriophyto and Peristasis, Sofronios Stamoulis, during the period of the Greek occupation of Eastern Thrace.
III) THE ESTABLISHMENT OF THE VILLAGE
The area of the village, according to the tradition, preserved among the Greek inhabitants, was, in very old times, the ciftlik of a Turkish Bey. In the beginning, (it’s unknown when), about 15-20 families came to it, (we don’t know, from where) and settled there, as colleagues. Over the years, those original families grew in number, with the births and arrival of other Greeks, mainly from Western Macedonia and Epirus, and by the time, with their work, they bought the estates of the farmhouse (ciftlik), they built houses, a church, a school and thus created a fairly large village, which prospered and reached to have 120 families, all Greek. Most of the houses were single-story, stone, with four-pitched roofs, covered with domestic tiles and large yards of 2-3 acres, inside which, in separate buildings, were the stables, barns and storerooms. A part of the yard was used as a vegetable garden and fruit tree garden, by the family.
IV) THE EVOLUTION OF ITS POPULATION
In the year 1874, the village had 360 inhabitants, which, in the year 1882, became 300.
In 1892, 70 Greek families lived there.
In 1911, it had 474 inhabitants, (237 men and 237 women - General State Archives, File K 85d)
A statistic of the Holy Metropolis of Myriophyto and Peristasis, drawn up on 18-05-1917, stated that the village had Christian men: 118 under 25 and 108 over 25, (women were not mentioned in that statistic).
In 1920, according to Kaza Sarkioi's statistics, Gölcük had 148 men and 177 women.
In October 1922, shortly before the inhabitants left for Greece, the village had 120 inhabitants, (the rest had left earlier).
In the year 1926, the village had already been settled by 520 Muslim refugees (Treaty of Lausanne 1922).
V) WATER - TAPS
The village had abundant and good, potable water. Inside it, there were two large fountains, the "upper fountain" and the "lower fountain", from which water flowed abundantly, which was transported, with clay water pipes, from the springs of the surrounding hills. There were other fountains, such as "Nelex", "megalos cesmes" (buyuk cesme), "Kalpin cesme".
Two streams flowed near the village, the "rema" and the "Koutroulas", which flowed into the small stream "Kavak Suyu", which flowed into the bay of Sarros, near Examilli. There was still, at a distance of about 500 meters, on the road to Peristasis, the spring of Agios Ioannis, whose water was considered as holy water.
VI) THE ADMINISTRATION OF THE VILLAGE
Gölcük had a five-member Community Council, consisting of the Mukhtar and 4 members (aza), which managed community affairs, with three paid employees, (the usher and two field guards, one for the vines and one for the rest fields).
In a document, dated 21-09-1922, of General State Archives (file K.85 c'), Limniski had a president (Muchtar) called Theodoros Felios and community councilors Chrysafis Chatziathanasis, Giannakis Charanas, Antonios Nikolaou and Nikolaos Karathanasis.
VII) GREEK EDUCATION
In Gölcük, there was, initially, no school building. The report of the educational committee, of May 7, 1872, (Hellenic Philological Association of Constantinople 6 (1871-1872), 191), informs us that the students were taught the Greek letters in the narthex of the community church.
According to the report of the Anniversary of the Thracian Phileducational Association, for the school year 1872-1873, there were 30 students and one teacher, who was paid 8 Turkish liras per year.
In the report of the Thracian Educational Association of Raidestos (Rodostu), which was submitted on November 25, 1882, to the Educational Association of Constantinople, neither the number of students, nor the existence of a teacher were mentioned. During that period, the few students of the community were taught the letters by the priest, in the narthex of the church.
For the first time, a school is mentioned in 1892 • Efstratios Drakos, in his work "THRAKIKA, i.e. lectures on the ecclesiastical provinces of Silivria, Ganos and Chora, Metra and Athira, Myriophyto and Peristasis, Kallipolis and Madytos", published in 1892, wrote that, in 1892, the village school had 35 students and the teacher was paid with 15 pounds a year. The village church was dedicated to Agios Athanasios.
In 1902, a grammar school was operating in Gölcük, with 55 students and one teacher. Its total annual maintenance cost amounted to 600 francs.
In 1905, a primary school was operating in this village, with 50 students and one teacher. The annual expenditure for running the school amounted to 460 francs.
In 1907, a mixed school was operating, with 30 students (boys and girls) and a teacher, who was also a cantor in the community church.
From the report of the Holy Metropolis of Myriophyto and Peristasis, drawn up in Peristase, on October 31, 1911, we know the educational situation of the community. This report mentions the operation of a mixed, four-grade school, with 36 male and 31 female pupils and one teacher. Her annual expenses amounted to 2,300 kuruş.
From a patriarchal letter of September 26, 1912, we are informed that Christos Kourmouzakis was the teacher of the scholl of the community.
Gölcük suffered a lot, during the Balkan wars. During that period, the community school must have been under-functioning, thas’s why we have no information, on community education, for the years 1912-1918.
During the school year 1919-1920, a mixed school operated there, with two classes, attended by 22 male and 17 female students. In the following school year, 1920-1921, Karakatsanis performed teaching duties.
Shortly before the exchange of populations, in 1922, a single-class, mixed school operated in the community, with 31 male and 27 female students, (a total of 58 students). The school was one-story, with two classrooms.
The school was administered by a two-member school board.
VIII) TEMPLES - CHAPELS – SANCTUARIES (SACRED SPRINGS)
In the village, there was an old church, named after Agios Athanasios, which was renovated, from the ground, up in 1851, collapsed due to an earthquake in the 19th century and was rebuilt. In 1907, two priests served in this church. There were 3 to 5 weddings, 12 to 15 baptisms and 5 to 6 funerals per year. During the years 1912-1913, the priests were Fr. Averkios and Fr. Anthimos. In 1917 the priest was Fr. Grigorios Athanasiou and, from 1917 to 1922, Archimandrite Antonios Tavlaridis.
From code no. 49Θ of the Metropolis of Myriophyto and Peristasis, which is kept in the General Archives of the State, we are informed that works had begun in Gölcük, during the Bulgarian occupation, (1912-1913, after the earthquake of 1912, when the building of the church was collapsed), for the construction of a new church of Agios Athanasios, however, due to the war and the difficulties faced by the inhabitants, it had remained incomplete up to the roof, for this reason the Holy Metropolis of Myriophyto and Peristasιs asked the administator, with its letter, on August 23, 1913, to give it a “takriri”, for its completion.
In the church of Agios Athanasios, the administration was carried out by a three-member ecclesiastical committee.
In addition to the church of Agios Athanasios, in the village there was also a chapel, also of Agios Athanasios, which both celebrated on May 2, with a religious ceremony and an all-day feast in the village square, accompanied by folk instruments.
There were also two sanctuaries:
A Holy Spring (Ayiasma), dedicated to Saint Athanasios, which was located inside the church of the same holy man, in the center of the village and
a Holy Spring (Ayiasma) of Agios Ioannis, which was outside the village, at a distance of about 300 meters.
IX) OCCUPATIONS OF RESIDENTS – PRODUCTIONS
Limniski (Gölcük) had extremely fertile fields, where grains (wheat, barley, oats) were cultivated, with an annual production of 120,000 okas, uzia (a cereal, similar to barley, used for animal feed) about 25,000 okas, kanavuri about 1,500 okades and flax about 10,000 okades. All these products were transported and sold in the markets of Peristasis (Sarkoy), Myriofyto (Murefte), and even Gallipoli (Gellibolu).
Sericulture was also developed, with approximately 3,500 mulberry trees and a production of approximately 1,700 kilograms of cocoons, but it was concentrated in the hands of a few landowners, such as Papaanthimos, with 700 mulberry trees and 400 kilograms of cocoons production, Paschalis Kehayas and Raverkios Papastefos, with 600 trees and 320 kg of cocoons each, of Theopoula Bonou and Thanasaki Kehagia, with 550 trees and 280 kg of cocoons each, and of Joakim Kehagia, with 500 mulberry trees and 280 kg of cocoons.
The cultivation of fruit trees, such as plums (heathers), apples, almonds, cherries, sour cherries, pears, walnuts, which satisfied the needs of the inhabitants, was also good.
Animal husbandry was similarly developed, with approximately 3,000 sheeps and goats, 200 cows, 90 oxen, 80 buffaloes and 40 horses. The development of animal husbandry was helped by the surrounding extensive pastures: For sheep and goats, in the locations of Haidarli, Sari Yovan, Kou - Kunak, Karakayia, Tsoban cesme, Kale and Spahlik. For large animals, the locations Melegia, Megalos Cesmes (Buyuk Cesme), Brukia. Large breeders (kehayias) were Yovan Kehagias with around 1,000 sheep and goats, Vasilakis with 500, Archontis Kioses with 400 goats and Stratis Strikos with 250 goats. In addition to the large number of carcasses, small and large, that the village's livestock produced every year, it also produced about 20-22 thousand okas of milk, from which, around 7-8 thousand okas of white cheese were produced in the village's barns.. This amount of cheese was bought by cheese merchants from Malkara, Rodostu and other towns and made, also, into kaskaval.
Finally, from the nearby marsh, in which there grew plenty of rushes, the inhabitants made beautiful and solid mats, so solid that they were called "immortal" (that is, never decaying).
X) THE EARTHQUAKE OF 1912
During the terrible earthquake on the night of July 26 to 27, 1912, the village was completely destroyed. Of its 120 houses, 113 were completely destroyed, along with the church and school, and 32 men and women were killed under the rubble of the collapsed houses and many were injured. The victims would have been more, if the inhabitants were not, due to the season, outside, in the threshing floor.
XI) THE PROBLEMS OF THE INHABITANTS, THEIR EXIT IN THE YEAR 1922, FROM THEIR VILLAGE AND THEIR TRANSITION TO GREECE
The inhabitants of Gölcük suffered a lot, at the beginning of the Balkan wars, due to the atrocities of the Bulgarian army, during its occupation (1912-1913).
With the armistice of Moudania (1922), they were forced (as part of the exchange of populations) to immigrate to Greece. They left their homeland, with their carts and animals, on October 2, 1922.
They followed the following route: Giolzik - Kadikoy - Rema Karkanika - Kourou Dag - Kesan - Mavres - Ypsala - Ferres - Alexandroupolis (where 12 families stayed) - Komotini (where 2 families stayed) - Xanthi (25 families stayed) - Oxilar (Toxotes) - Sari Saban (Chrysoupoli) (4 families left) - Kavala - Serres - Lachanas - Thessaloniki (2 families left). Of the remaining families, 26 settled in Zagliveri, 38 in Chaltzilar (Filota) of Ptolemais, while the remaining 11 settled in various parts of Greece.
XII) BIBLIOGRAPHY
Valsamidis Paschalis, The Metropolis of Myriophyto and Peristasis, from the end of the 19th century to 1924, published in 1996.
Gedeon Manuel, "Memory of Ganochora", published in 1913.
Germidis Angelos, "The Ganochora of Eastern Thrace", published in 1976.
Drakou Efstratios, "THRACE, i.e. lectures on the ecclesiastical provinces of Silyvria, Ganos and Chora,
Metra and Athira, Myriophyto and Peristasis, Kallipolis and Madytos", published in 1892.