Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015


ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΩΝ ΠΡΑΒΙΝΩΝ ΟΜΗΡΩΝ

(Η ιστορία ενός ταπεινού παρεκκλησίου στην Ελευθερούπολη – άλλοτε Πράβι - του Παγγαίου, το οποίο σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχει)

 

Ήταν τα πέτρινα χρόνια του 1916-1918 όταν οι Βούλγαροι, σύμμαχοι τότε των Γερμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέλαβαν, για δεύτερη φορά, την μαρτυρική περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, εγκαθιστώντας τη «δεύτερη βουλγαρική κατοχή», όπως αυτή είναι χαραγμένη στις μνήμες των Πραβινών, την πιο σκληρή από όλες τις κατοχές που γνώρισε αυτός ο τόπος.

Στα πλαίσια της εθνοκάθαρσης, που τόσες φορές μέσα στα πλαίσια του «πολιτισμένου» εικοστού αιώνα επιχείρησαν οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία, ειδικά στη μαύρη εκείνη περίοδο της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής, περιλαμβάνονταν κάθε είδους προσπάθειες καταστολής κι εξαφάνισης της Ελληνικής εθνικής συνείδησης, μέσα από τις αγγαρείες και την πείνα του ντόπιου πληθυσμού, την εξαφάνιση των ιστορικών και ληξιαρχικών στοιχείων και αρχείων του, την υποχρεωτική αλλαγή των ονομάτων και τοπωνυμίων κλπ., τίποτε όμως δεν συγκρινόταν με το αποτελεσματικό μέσον της «ομηρίας», δηλαδή της υποχρεωτικής μεταφοράς όλων των νέων Ελλήνων της ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή χώρους αναγκαστικής εργασίας και μαρτυρίου, μέσα στα εδαφικά όρια που κατείχε τότε η Βουλγαρία.

Ανάμεσα σ’ αυτούς τους χώρους μαρτυρίου των νέων του μαρτυρικού αυτού τόπου, του Πραβίου τότε και σήμερα Ελευθερούπολης του Παγγαίου, κυρίαρχη θέση κατείχαν τα στρατόπεδα του Καρνομπάτ και του Κιτσόβου, που βρίσκονταν στην περιοχή των Βιτωλίων της σημερινής Δημοκρατίας των Σκοπίων, την οποία τότε κατείχαν οι Βούλγαροι. Ιδιαίτερα το στρατόπεδο του Κιτσόβου «συμβόλιζε για τη νεολαία του Πραβίου εκείνης της εποχής κάτι μεταξύ Άουσβιτς και Νταχάου». Εκεί οι βουλγαρικές, στρατιωτικές αρχές κατοχής της περιοχής μας μετέφεραν εκατοντάδες Πραβινούς και χιλιάδες ακόμη νέους από την υπόλοιπη ανατολική Μακεδονία, για να δουλεύουν σε λατομεία, καρβουνιάρικα και οχυρωματικά έργα και σε όλες τις βαριές δουλειές. «Εκεί, στοιβαγμένοι μέσα σε παραπήγματα, στάβλους και καλύβες σαν τα ζώα, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, με λιγοστό ψωμί και ένα νεροζούμι από λάχανα ή δημητριακά, χωρίς λάδι φυσικά το μεσημέρι, με άφθονο ξύλο για το παραμικρό και χωρίς θέρμανση τον χειμώνα, χιλιάδες Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας άφησαν την τελευταία τους πνοή μαζί με τα σκελετωμένα τους κορμιά, χωρίς να μπορέσουν να ξαναδούν τους δικούς τους και τις πατρίδες των».

«Το 1918 ήταν το τελευταίο έτος του τρομερού εκείνου, Α’ Παγκόσμιου Πολέμου κι ένα πρωινό οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τα τρομερά στρατόπεδα της ομηρίας, στα οποία «η αναλογία των νεκρών ήταν 18 με έναν επιζώντα, όσο δηλαδή και με τους επιζήσαντες του Άουσβιτς και οι όμηροι, (ελεύθεροι πια), πήραν τον δρόμο κατά τον νοτιά, όπου σε λίγο συνάντησαν τους στρατιώτες της μεραρχίας του στρατηγού Μαζαράκη – Αινιάν και φυσικά την ελευθερία και τη ζωή, που λίγο έλειψε να την χάσουν…»

Οι Πραβινοί όμηροι των τρομερών εκείνων στρατοπέδων, βλέποντας καθημερινά τον θάνατο να παίρνει από δίπλα τους αγαπημένους φίλους, αδελφούς, γιους ή πατέρες, έκαναν ένα τάμα: Όσοι απ’ αυτούς θα γλύτωναν από τη φρίκη της ομηρίας, μετά την απελευθέρωση των ίδιων και της πατρίδας τους, μόλις θα γύριζαν στο αγαπημένο τους Πράβι, (ήδη Ελευθερούπολη), θ’ ανακατασκεύαζαν το ιερό προσκυνητάριο της Αγίας Παρασκευής, που βρισκόταν, από παλιά, δίπλα στο ομώνυμο «Αγίασμα» και που το είχαν κατεδαφίσει οι Βούλγαροι κατακτητές.

Λίγοι ήταν οι «τυχεροί» συμπολίτες μας, που επέστρεψαν στο Πράβι από τα τρομερά στρατόπεδα κι όλοι μαζί, στις 5 Μαΐου του 1920, υπέβαλαν στην Ιερά Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως την αίτηση, που παραθέτω.

Επρόκειτο για αίτηση «κατοίκων Πραβίου περί ενεργείας εκδόσεως αδείας προς επανέγερσιν του παρεκκλησίου «Αγία Παρασκευή» (Αγίασμα)», στην οποία, αυτοί που την υπέγραφαν, έλεγαν τα εξής: «Κατεδαφισθέντος υπό των Βουλγάρων του παρά τω ομωνύμω Αγιάσματι προσκυνηταρίου «Αγία Παρασκευή» και επιθυμούντες όπως μη εξακολουθήση ούτω να διατελή κατεδαφισμένον, ημείς οι εν Καρνομπάτ- Κιτσόβω όμηροι, μετ’ άλλην συνομήρων μας πάνυ ευγενώς προσφερθέντων, απεφασίσαμεν ομοφώνως να επανεγείρωμεν το ως άνω κατεδαφισμένον προσκυνητάριον ιδίαις ημών δαπάναις», προς τούτο δε ζητούσαν, με την αίτησή τους, από την Ιερά Μητρόπολη, «όπως εν τη αρμοδιότητι αυτής ενεργήση, ό,τι δει, προς την τε έγκρισιν και έκδοσιν της σχετικής αδείας επανεγέρσεως του ως άνω παρεκκλησίου».

Η Ιερά Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως έκανε δεκτό το αίτημά τους και οι όμηροι, με τα πενιχρά οικονομικά τους μέσα και με πολλή, προσωπική εργασία, ανήγειραν, στη θέση του κατεδαφισθέντος από τους Βουλγάρους προσκυνηταρίου της Αγίας Παρασκευής, ένα νέο προσκυνητάριο, φωτογραφία του οποίου παραθέτω, επίσης, του οποίου τη θέση έλαβε, αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο σημερινός, Ιερός Ναός της Αγίας Παρασκευής.

Στις υπογραφές που συνόδευαν την αίτηση θα δουν αρκετοί σημερινοί Ελευθερουπολίτες τα ονοματεπώνυμα των ευσεβών παππούδων τους, οι οποίοι αφιέρωσαν στο Θεό, που τους έσωσε από τη φρίκη των τρομερών εκείνων στρατοπέδων συγκέντρωσης των Βουλγάρων, την ανέγερση του προσκυνηταρίου της Αγίας Παρασκευής. Θα δουν, έτσι, να υπογράφουν ο Π(αναγιώτης) Παπαευαγγέλου, ο Χριστόδουλος Α. Βακαλόπουλος, ο Ζήσης Βαλαβανίδης, ο Λεκίδης, ο Ευάγγελος Κ. Γοργίας, ο Σωτήριος Σ. Κριτσιανίδας, ο Γεώργιος Αλεξάνδρου, ο Σταύρος Κ. Βουλγαρίδης, ο Νικόλαος και ο Κωνσταντίνος Μπόζης, ο Διονύσιος Βαρέλης, ο αγράμματος Χατζηνάσιος, (αυτός που είχε κατασκευάσει το καμπαναριό του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου, δυο – τρεις δεκαετίες νωρίτερα), ενώ δεν είναι αναγνωρίσιμα τα ονοματεπώνυμα κι άλλων Πραβινών, κάτω από την αίτηση αυτή της ευλαβείας.



Για πολλές δεκαετίες, μόνο η προφορική παράδοση διέσωζε στην πόλη μας το τάμα των Πραβινών ομήρων και την υλοποίησή του απ’ αυτούς, μετά την απελευθέρωσή τους από τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Βουλγάρων. Η ευτυχής όμως συγκυρία και κύρια η μέριμνα κι η ευαισθησία των τριών γιων του αγαπητού ιερέα της πόλης μας, π. Δημητρίου Οικονόμου κι εγγονών του αείμνηστου και ηρωικού Μακεδονομάχου, παπα – Νικόλα Οικονόμου ή Βλάχου, του Νίκου, του Σπύρου και του Σταύρου Οικονόμου, που διέσωσαν και παρέδωσαν στα Γενικά Αρχεία του κράτους, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα τους, το πολύτιμο, έγγραφο αρχείο του ένδοξου παππού τους, οδήγησαν στην αποκάλυψη της αίτησης των Πραβινών ομήρων, την οποία βλέπετε στη διπλανή στήλη, για να μας θυμίζει, πόσο σημαντική για τη συνέχεια της φυλής μας είναι η εκπλήρωση του χρέους μας προς το Θεό και την πατρίδα.

Προτού ολοκληρώσω αυτό το μικρό κείμενο, σαν ελάχιστη, δική μου προσφορά προς τους σπουδαίους εκείνους, ανώνυμους κι επώνυμους συμπατριώτες μας, που με τη θυσία τους μας επέτρεψαν να ζούμε σήμερα ελεύθεροι και να θεωρούμε σαν κάτι αυτονόητο, (που όμως δεν ήταν καθόλου τέτοιο), αυτή την ελευθερία μας, οφείλω να επισημάνω ότι τα εντός εισαγωγικών κείμενα, καθώς και τις πληροφορίες μου άντλησα από το ιστορικό άρθρο του Πραβινού δικηγόρου και ιστορικού, κ. Ανδρέα Κων. Παπανδρέου, με τίτλο «Στάρετς Λόζελ, ένα ανθρωπόμορφο κτήνος στο στρατόπεδο του Κιτσόβου», το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή ιστορικών αφηγήσεων του κ. Παπανδρέου, με τίτλο «Ιστορίες από πολέμους και κατοχές», την οποία εξέδωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ελευθερούπολης και να μνημονεύσω τον αείμνηστο αυτόν συμπατριώτη μας, για την μεγάλη προσφορά του στη διάσωση της ιστορικής μνήμης του τόπου μας.

      ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

 

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015


        Η ΚΑΡΥΑΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ: ΛΙΓΑ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΚΡΑΙΩΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ

 

Κτισμένη πλάι στις τελευταίες, δυτικές πλαγιές του Συμβόλου όρους, πολύ κοντά στο Παγγαίο και στις εκβολές του Στρυμόνα ποταμού, η Καρυανή ή Κάρυανη, όπως επικράτησε να λέγεται στη νεώτερη ελληνική γλώσσα, αποτελεί έναν οικισμό κατοικημένο από Έλληνες, που οι απαρχές της ιστορίας του χάνονται πίσω στους αιώνες.

Στην περιοχή του χωριού εντοπίστηκαν σαφή ίχνη παλαιολιθικής εγκατάστασης, (πριν το 10.000 π.Χ.), μεταξύ άλλων και στην Ακρόπολη του αρχαίου Πιερικού πολίσματος του Φάγρητα, που βρίσκεται στο λόφο «Κανόνι», ο οποίος υψώνεται πάνω και αριστερά από το Ορφάνι, για όποιον πηγαίνει εκεί από τη Γαληψό.

Στη νεολιθική περίοδο (μετά το 7.000 π.Χ.) και μέχρι και την ύστερη εποχή του χαλκού, ανάμεσα στους 31 γνωστούς οικισμούς της Ανατολικής Μακεδονίας, (στους οποίους περιλαμβάνονται και κατοικημένα σπήλαια), περιλαμβανόταν και ο οικισμός που υπήρχε στο λόφο της αρχαίας Γαληψού, ο οποίος βρίσκεται την παραλιακή Εγνατία οδό, στη θέση «Αειδαρόκαστρο», καθώς και ­σε χαμηλό σημείο του Ακροποτάμου.

Πολύ αργότερα, πολύ πριν όμως από την εποχή του Ομήρου οι Θράκες, το μεγαλύτερο, σύμφωνα με τον Στράβωνα, γνωστό φύλο της αρχαιότητας, έφθαναν ακόμη μέχρι τον Όλυμπο και την Χαλκιδική κι έσπευσαν να βοηθήσουν τους Τρώες στον Τρωικό Πόλεμο. Συνεπώς, αυτοί κατείχαν κι ολόκληρη την μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα περιοχή και κατά συνέπεια και το Παγγαίο, που μέχρι την εποχή του βασιλέως των Μακεδόνων Φιλίππου του Β' εθεωρείτο Θράκη.

Γύρω στον 750 π.Χ. τα δύο σπουδαιότερα θρακικά φύλα, που διαδραμάτισαν κυρίαρχο ρόλο στα δρώμενα του Παγγαίου στους ιστορικούς χρόνους, οι Ηδώνες ή Ηδωνοί και οι Πίερες, κατοικούσαν ακόμη στις προγονικές εστίες τους, οι πρώτοι στην πέραν του Στρυμόνος Μυγδονία, (αλλά και βόρεια του Παγγαίου και στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής και στη Θάσο)  και οι δεύτεροι στους πρόποδες του Ολύμπου, την μέχρι και σήμερα καλούμενη Πιερία. Ήδη όμως από τον 7ο αιώνα π.Χ. και μετά εκδιώκονται από τους πρώτους Μακεδόνες βασιλείς, οι μεν Πίερες από τον Περδίκα τον 1ο, οι δε Ηδώνες ή Ηδωνοί από τον Αλέξανδρο τον 1ο κι αναγκάζονται να μετακινηθούν στην εδώθε του Στρυμόνος περιοχή και να εγκατασταθούν, οι μεν Πίερες στην νότια του Παγγαίου εκτεινόμενη Πιερία Κοιλάδα, ανατολικά μέχρι την σημερινή Ελευθερούπολη και νότια μέχρι και την θάλασσα, που πήρε έκτοτε το όνομά τους και ονομάστηκε Πιερικός Κόλπος, ενώ ο Θουκυδίδης μας λέει ότι στην καινούργια πατρίδα τους κατοίκησαν τον Φάγρητα και άλλα χωρία, οι δε Ηδώνες στην κάτω κοιλάδα του Στρυμόνα και στο βορειοδυτικό Παγγαίο. Κι άλλα όμως θρακικά φύλα κατοικούσαν πάνω και γύρω από το Παγγαίο, πολύ πριν έλθουν οι Ηδώνες και οι Πίερες. Ήταν οι Σάτρες, που ζούσαν στις κορυφές του, οι Οδόμαντες, οι Παναίοι, οι Δερσαίοι, που ζούσαν στα βόρειά του και άλλοι.

Κάνω ένα ιστορικό άλμα κι επανέρχομαι στην απώτερη αρχαιότητα, για να επισημάνω ότι ήδη από τη νεολιθική εποχή και την εποχή του χαλκού, αλλά κύρια κατά την εποχή του σιδήρου, το νησί της Θάσου συνδεόταν πολιτιστικά με τους προϊστορικούς οικισμούς της απέναντι ακτής, όπως τον οικισμό του Ακροποτάμου, της αρχαίας Γαληψού, του Ντικιλί τάς, των Σιταγρών κ.λ.π. Στους τελευταίους αιώνες αυτής της περιόδου και ειδικότερα πριν τον 7ο αιώνα π.Χ., οπότε στην Θάσο κατοικούσαν θρακικά φύλα και φοίνικες άποικοι, οι σχέσεις τους με την απέναντι ακτή είναι βέβαιες και μέχρι το πρώτο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα όλοι αυτοί εκμεταλλεύονται μόνοι τους κι ελεύθερα τα μεταλλεία της Σκαπτής Υλης στη περιοχή του Παγγαίου, (ή, κατά νεώτερους ιστορικούς, στην περιοχή των βουνών της Λεκάνης).

Στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. και μετά τον αποικισμό της Θάσου από Παρίους, Πάριοι και Θάσιοι από κοινού εμφανίζονται στην απέναντι της Θάσου ακτή, έχοντας στο μάτι τους κυρίως τον πλούτο των μεταλλευμάτων του Παγγαίου, αποικίζουν ολόκληρη την ακτή αυτή, που την ονομάζουν Θασίων Ηπειρο ή Περαία και ιδρύουν, γύρω στα 650 π.Χ. τη Νεάπολη, τη σημερινή Καβάλα, ενώ σιγά – σιγά και ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. ολοκληρώνουν τα Θασίων Εμπόρια, δηλαδή τους παραλιακούς οχυρούς οικισμούς -αποικίες τους, κτισμένα πάνω σε θέσεις παλαιότερων οικισμών, εν πολλοίς θρακικής προελεύσεως. Τέτοια εμπόρια, που εξελίχθηκαν σε πραγματικές πόλεις - κράτη και βρίσκονταν στην παραλία απ’ όπου διέρχεται η σημερινή Εθνική Οδός Καβάλας – Θεσσαλονίκης, ήταν η Γαληψός, η Απολλωνία και η Οισύμη, αλλά και η πιερική πόλη Φάγρης, στη θέση του λόφου Κανόνι στο σημερινό χωριό Ορφάνι κι άλλοι ανώνυμοι οικισμοί, ένας από τους οποίους πιστεύω ότι ήταν και η Καρυανή, πολύ κοντά στον αρχαίο Φάγρη.

Ο χρυσός και το ασήμι του Παγγαίου όρους εξακολουθούν και στους αιώνες της κλασικής Ελλάδας να τραβούν, σαν μαγνήτες, Έλληνες και βάρβαρους. Οι Πέρσες του Δαρείου και του Ξέρξη, τύραννοι και τυχοδιώκτες όπως ο Αρισταγόρας και ο Ιστιαίος από τη Μίλητο της Μ. Ασίας, Αθηναίοι με τον Κίμωνα και άλλους στρατηγούς τους, αλλά και με τον Άγνωνα, οικιστή της περίφημης αποικίας τους, της Αμφίπολης, οι Μακεδόνες του Φιλίππου και στο τέλος οι Ρωμαίοι του Αντώνιου και του Οκταβιανού (μετέπειτα Αυγούστου)  συνωστίζονται γύρω από το βουνό και θέλουν να βάλουν στο χέρι τους τ’ αμύθητα πλούτη του.

Η Αμφίπολη, η ένδοξη αυτή μεγαλούπολη της περιοχής μας, που η μεγάλη της ιστορία και η φήμη της έκαναν τους ρωμαίους να την σεβαστούν και να την ανακηρύξουν ελεύθερη πόλη, αφήνοντάς την να λειτουργεί αυτόνομα, με την εκκλησία του Δήμου της και τους θεσμούς της, είναι φυσικό να επηρέασε άμεσα τη ζωή της αρχαίας Καρυανής, της οποίας η ιστορία ήταν έκτοτε στενά συνδεδεμένη με τη δική της.
Λίγο δυτικότερα από την Αμφίπολη, σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από τον Στρυμόνα, βρισκόταν η αποικία των κατοίκων ενός άλλου ελληνικού νησιού, της Άνδρου η Άργιλος, η οποία ανασκάπτεται στ’ αριστερά της παλιάς, εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης, μετά τα Κερδύλλια, από Καναδική, Αρχαιολογική Σχολή. Η Άνδρος είχε στην περιοχή της Χαλκιδικής κι άλλες τρεις αποικίες, την Σάνη, την Άκανθο και τα Στάγειρα, πατρίδα του Αριστοτέλη.
Στην εποχή εξ άλλου που ιδρύονται οι παραπάνω ελληνικές αποικίες, πολύ κοντά στην Καρυανή τα τρία σημαντικά Εμπόρια των Θασίων, η Απολλωνία, (που βρισκόταν εκεί περίπου που βρισκόταν αργότερα το Αρβανιτοχώρι), η Γαληψός (στην παραλιακή θέση Αειδαρόκαστρο της αγροτικής περιοχής Ακροποτάμου) και ιδιαίτερα ο Φάγρης, που ανασκάπτεται στο λόφο Κανόνι του Ορφανίου, αποτελούσαν τον άμεσο περίγυρο της Καρυανής και, ασφαλώς, είχαν μαζί της κοινή πορεία στην ιστορία.
Οι λόγοι που ώθησαν ολόκληρους λαούς, πόλεις-κράτη και χιλιάδες τυχοδιώκτες ν’ αγωνίζονται να βάλουν το πόδι τους στην περιοχή μας ήταν ο πλούτος αυτής της περιοχής, με τ’ αγροτικά προϊόντα των εύφορων πεδιάδων της, των Σερρών και των Φιλίππων, που αρδεύονται αντίστοιχα από τους ποταμούς Στρυμόνα και Αγγίτη, τα φημισμένα αμπέλια της, που παρήγαν τον ονομαστό στην αρχαιότητα βίβλινο οίνο, με τ’ απέραντα δάση της, που παρείχαν την περίφημη ναυπηγική ξυλεία, που την αξία της πρώτος διαπιστώνει ο Πέρσης στρατηγός Μεγάβαζος, του οποίου τα λόγια προς τον Πέρση Βασιλέα διέσωσε ο Ηρόδοτος (Ε, 23): Ω βασιλεύ, τί έκανες, που έδωσες το δικαίωμα σ' έναν ικανώτατο και σοφό Ελληνα, (εννοεί τον τύραννο της Μιλήτου Iστιαίο), να κτίσει την Μύρκινο, όπου υπάρχει άφθονη ναυπηγήσιμη ξυλεία, ξύλα για κουπιά κι ασήμι!..", την πλούσια πανίδα της ξηράς, της θάλασσας και του ποταμού Στρυμόνα, (στον οποίο μεταξύ άλλων ψάρευαν χέλια, με τη μέθοδο της θόλωσης των νερών)  και κυρίως με τα πολύτιμα μέταλλα του υπεδάφους της.
Αν σ’ όσα προαναφέραμε, προσθέσουμε κι ότι ελάχιστα χιλιόμετρα βορειότερα από την ακρόπολη της Καρυανής διερχόταν στην αρχαιότητα μια από τις σημαντικότερες οδούς των Βαλκανίων, η αρχαία ή κάτω οδός, που ένωνε τις πόλεις της Ελλάδος από τη μια με το Ιόνιο πέλαγος και την Αδριατική κι από την άλλη με την ενδοχώρα της Θράκης και το Βυζάντιο, μια οδός που υπήρχε από την πρώιμη ήδη αρχαιότητα, που την είχαν χρησιμοποιήσει οι Παίονες, οι Βισάλτες, ο μυθικός βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών του Παγγαίου Ρήσος, αλλά και πάμπολλα στρατεύματα, όπως αυτό του Μεγάβαζου κατά την εκστρατεία του κατά των Σιρριοπαιόνων και του Ξέρξη κατά την εκστρατεία του κατά των πόλεων της Ελλάδος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αλλά κι αναρίθμητοι ταξιδιώτες, που μετέφεραν εμπορεύματα και ιδέες, (4) αντιλαμβανόμαστε το ιστορικό, γεωγραφικό και κύρια οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο πρέπει να δούμε ενταγμένη την αρχαία Καρυανή και ν’ αρχίσουμε να μιλάμε ειδικότερα γι’ αυτήν, ξεκινώντας από την ετυμολογία του ονόματός της.
Μια εκδοχή αποδίδει το όνομα σε κάποια (ανύπαρκτη) πόλη Καρία, που ήταν χτισμένη κάπου εδώ γύρω, χωρίς όμως να υπάρχει η παραμικρή ιστορική ή αρχαιολογική αναφορά για την ύπαρξή της, μια άλλη στα πουλιά κάργιες, ενώ ο καθηγητής κ. Αθ. Καραθανάσης, στο βιβλίο του «Ο κόλπος του Ορφανού και η περιοχή του», μας πληροφορεί ότι σε ορισμένα λόγια κείμενα του 19ου αιώνα το χωριό εμφανίζεται ως Καραγιάννη και μας αναφέρει πως η τοπική παράδοση υποστηρίζει ότι το όνομα μπορεί να σχετίζεται με κάποιον συνώνυμο κτηματία της περιοχής. Εκείνο όμως που αγνοούν οι πιο πάνω εκδοχές είναι ότι το όνομα της Καρυανής φαίνεται σε χρυσόβουλα βυζαντινών αυτοκρατόρων κι έγγραφα των Αγιορείτικων Μοναστηριών ήδη από το έτος 1081 μ.Χ. και μάλιστα γραμμένο με ύψιλον, όπως ακριβώς σήμερα, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ παλιότερο από τις σύγχρονες αυτές ερμηνείες του, από τις οποίες αυτή του κτηματία Καραγιάννη αποτελεί, προφανώς, προσπάθεια κάποιων λόγιων Ελλήνων, να εξηγήσουν ένα δυσερμήνευτο ελληνικό όνομα, αγνοώντας όμως τις ιστορικές πηγές. Τι πιστεύω λοιπόν εγώ; Ότι το όνομα του χωριού προήλθε από την ελληνική έξη κάρυον (καρύδι), που έδωσε τ’ όνομά της και στις Καρυές του Αγίου Όρους, που βρίσκονται απέναντι. Γιατί λοιπόν όλες αυτές οι απίθανες εκδοχές κι όχι η προέλευση της ελληνικότατης Καρυανής από τη ρίζα κάρυ- και την αρχαία ελληνική κατάληξη πολλών αρχαίων πόλεων -ανή (π.χ. Αιανή Κοζάνης); 1.
Η αποδεδειγμένη και όχι απλά υποθετική εμφάνιση της Καρυανής στην ελληνική ιστορία ξεκινάει από πολύ νωρίς.
Στα βόρεια του παλιού χωριού υπάρχουν ίχνη από αρχαία ακρόπολη με χαμηλό περιτείχισμα, ενώ στ’ ανατολικά υπάρχουν αρχαία και βυζαντινά ερείπια κτισμάτων.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Nancy της Γαλλίας Paul Perdrizet, στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε, ήδη από το 1894 δημοσίευσε ένα επιστημονικό άρθρο του με τίτλο ταξίδι στην Μακεδονία Πρώτη, (εννοώντας το πρώτο από τα τέσσερα κομμάτια της Μακεδονίας, στα οποία είχαν διαιρέσει διοικητικά οι ρωμαίοι την Μακεδονία), ένα κεφάλαιο στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφερόταν και στις αρχαίες επιγραφές που είδε ο ίδιος στην παλιά Καρυανή. Ο επιστήμονας, αφού πρώτα ανέφερε ότι η Καρυανή ήταν ένα ελληνικό χωριό, κτισμένο σε μια ορεινή περιοχή, μέσω της οποίας τα νερά της Πιερίας Κοιλάδας σχημάτιζαν δίοδο προς τη θάλασσα, έλεγε στη συνέχεια ότι το χωριό αυτό περιέκλειε αρχαία κατάλοιπα, προερχόμενα, (σύμφωνα με τον ίδιο) από μια αρχαία πόλη που βρισκόταν πιο κοντά στη θάλασσα και πιο ανατολικά και την οποία άλλοι μεν ταύτιζαν με την αρχαία Απολλωνία, ο ίδιος όμως την ταύτιζε με τη Γαληψό, (κι εδώ εννοούσε την αρχαία Γαληψό, που ταυτίστηκε ήδη με το λόφο του Αειδαροκάστρου, που δεσπόζει πάνω από την παραλιακή οδό). Μια πιο προσεκτική, βέβαια παρατήρηση του χώρου δείχνει ότι ο καθηγητής δεν είχε δίκιο όταν έλεγε ότι τα αρχαία κατάλοιπα της Καρυανής προέρχονταν από τη Γαληψό, γιατί σήμερα γνωρίζουμε ότι γύρω και μέσα στην παλιά Καρυανή υπήρχαν αρχαίες οικιστικές εγκαταστάσεις. Εκείνο όμως που έχει σημασία, είναι τι είδε στην παλιά Καρυανή ο καθηγητής, όταν πέρασε από εκεί πριν το έτος 1894:
Στην οικία κάποιου Χρήστου, γιου του Βασίλη, κοντά στο σχολείο, είδε μια επιγραφή του τέλους του 5ου αιώνα ή των αρχών του 4ου π.Χ. αιώνα, γραμμένη πάνω σε λευκό μάρμαρο. Το τμήμα της που μπορούσε να διαβαστεί έγραφε ΔΙΟΣ ΕΡΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΟ ΚΑΙ ΔΙΟΣ ΚΤΗΣΙΟ, με γράμματα ελληνικά, της ιωνικής διαλέκτου. Ο Ζεύς κτήσιος ήταν ο θεός που προστάτευε κι αύξαινε τα αγαθά, τα προϊόντα και τα γεννήματα του σπιτιού. Την εικόνα του τοποθετούσαν οι αρχαίοι, σύμφωνα με τον Αρποκρατίωνα και τον Αθήναιο, μέσα στα κελάρια τους, ενώ μια επιγραφή από την Καρία της Μ. Ασίας τον κατέτασσε ανάμεσα στους σπιτικούς θεούς, (ενοικίδιοι θεοί), μαζί με τη  θεά Τύχη, που κάνει τις δουλειές να πηγαίνουν καλά και τον Ασκληπιό, που προστατεύει από τις ασθένειες.
Ο Ζεύς έρκειος ήταν ο θεός που προστάτευε το έρκος, δηλαδή την εστία, τη φωτιά, το κέντρο του σπιτιού, όπου η οικογένεια, στην απώτερη αρχαιότητα, πρόσφερε λατρείες στους προγόνους. Ο έρκειος Ζευς είχε το βωμό του στο κέντρο της αυλής των ανακτόρων των μυθολογικών Ελλήνων βασιλιάδων. Όταν έπεσε η Τροία, στο βωμό του ερκείου Διός προσέφυγε ο Πρίαμος για προστασία και πάνω σ’ αυτόν το βωμό τον φόνευσε ο Νεοπτόλεμος ο οποίος, επειδή έκανε ένα τέτοιο ανοσιούργημα, έπρεπε, σύμφωνα με την Πυθία των Δελφών, να πεθάνει πάνω στον ίδιο το βωμό του Απόλλωνα των Δελφών, όπως κι έγινε!
Έτσι, ο έρκειος Ζεύς ήταν ο προστάτης της οικογένειας και της οικιακής θρησκείας, ενώ οι αρχαίοι τον θεωρούσαν και προστάτη ολόκληρης της γενιάς κι όχι μόνο αυτής καθαυτής της οικογένειας. Γνωρίζουμε, εξ άλλου, ότι αυτό το όνομα στο Δία το έδιναν οι Ίωνες, πράγμα που σημαίνει ότι Ίωνες ήταν αυτοί που κατοικούσαν στην Καρυανή στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.
Ο καθηγητής στη συνέχεια είδε στο χωριό μια σειρά από επιτύμβιες στήλες, (νεκρικές επιγραφές) και συγκεκριμένα τις εξής:
Στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, στη βάση της Αγίας Τραπέζης, μια επιτύμβια στήλη που διέσωζε το όνομα κάποιου ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ και του πατέρα του, ΘΗΡΩΝΟΣ.

Εντοιχισμένη αρκετά ψηλά στον τοίχο του σχολείου, είδε μια επιτύμβια στήλη της ελληνιστικής εποχής, σε ωραία, ελληνική γραφή. (Η ζωή, λοιπόν, συνεχίζεται στην Καρυανή και στον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ.). Η επιγραφή είναι γραμμένη πάνω σε αναθηματική στήλη, που απεικονίζει καλλωπισμό γυναίκας. Πρόκειται για την ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΙΑ, τη θυγατέρα του ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ.

Στην οικία του Χρήστου Παπαναστάση σωζόταν το πάνω τμήμα από μια όμορφη στήλη με διακοσμητικά φύλλα και ρόδακες, στην οποία σώζονταν μόνο τα γράμματα ΜΕΝ      Η

Στην ίδια οικία υπήρχε άλλο ένα θραύσμα επιγραφής, διακοσμημένης με ρόδακες, με το όνομα κάποιου ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ, ενώ κάτω απ’ αυτό το όνομα υπήρχε άλλο ένα, σβησμένο.

Στην ίδια πάντοτε οικία, μια μικρή στήλη με σχήμα καμπυλωτό, στο εμπρόσθιο μέρος της οποίας υπήρχε η επιγραφή ΝΙΚΟΒΟΥΛΗ ΦΙΛΙΣΚΟΥ ΗΡΩΙΣΣΑ.

Στην ίδια, τέλος, οικία υπήρχε μια τετράγωνη στήλη, στο πάνω μέρος της οποίας, μέσα σ’ ένα βαθουλωτό τετράγωνο υπήρχε ένα δένδρο, τον κορμό του οποίου αγκάλιαζε ένα φίδι, κάτω από το δένδρο υπήρχε ένας βωμός. Γνωρίζουμε αυτό το μοτίβο από τα επιτύμβια ανάγλυφα που αφιέρωναν οι Θράκες του Παγγαίου (και όχι μόνο) στον θράκα Ήρωα ιππέα, ένα θεό του οποίου ένα ιερό ανασκάφηκε πριν χρόνια κοντά στα Κηπιά της Ελευθερούπολης, μόνο που σ’ εκείνα τ’ ανάγλυφα απεικονίζεται και ο ίδιος ο Ήρωας. Στην στήλη στην οποία αναφερόμαστε υπήρχε επιγραφή που έγραφε ΗΓΙΣΙΠΟΛΙΣ – ΠΟΛΕΜΑΡΧΙΔΟΥ – ΑΔΥΜΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥ – ΕΠΙΚΡΑΤΗΣ ΠΟΛΕΜΑΡΧΙΔΟΥ.

Στον τοίχο, εξ άλλου, του νεκροταφείου που υπήρχε γύρω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου βρισκόταν εντοιχισμένη μια ακόμη, λατινική αυτή τη φορά επιγραφή, που αποδεικνύει τη συνέχεια της κατοίκησης της παλιάς Καρυανής και στη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης. 1.

Στην τοποθεσία «Πιθάρι», ένα χιλιόμετρο ανατολικά από το λόφο όπου βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Γαληψού, υπάρχουν ευρήματα ενός αρχαίου οικισμού από την πρώιμη εποχή του σιδήρου. Μέρος του οικισμού κατέστρεψε η διάνοιξη της παραλιακής εθνικής οδού, μια και ο οικισμός εκτεινόταν βόρεια της εν λόγω οδού, όπου είχαν βρεθεί και τάφοι του 6ου π.Χ. αιώνα. Μια χάλκινη πόρπη που βρέθηκε ανάμεσα στα μπάζα της περιοχής το 1974, πρέπει να προήλθε από τάφο της πρώιμης εποχής του σιδήρου, που σχετιζόταν μ’ αυτό τον οικισμό. Επίσης το 1974, κατά τη διάνοιξη της εθνικής οδού, είχαν βρεθεί και τέσσερις τάφοι της αρχαϊκής εποχής, που προέρχονταν από κάποιο ιερό της Δήμητρας, το οποίο διέσχισε η εν λόγω καταστροφική οδός. Ορισμένες πλίνθοι από πωρόλιθο και μάρμαρο, καθώς και κομμάτια από σπασμένα αττικά αγγεία του 6ου αιώνα π.Χ. σχετίζονται με το ιερό αυτό. (2 και 3)

Στην περιοχή «Παλιόκαστρο» αποκαλύφθηκαν αρχαίοι τάφοι, επιτύμβια στήλη και μυκηναϊκά όστρακα. Ειδικά η παρουσία της μυκηναϊκής κεραμικής σε μια περιοχή τόσο μακρινή από τα μυκηναϊκά κέντρα της νότιας και κεντρικής Ελλάδας, δείχνει την ζωηρή εμπορική σχέση της περιοχής με τα κέντρα αυτά 3.

Στη θέση Πύργος της Καρυανής ανακαλύφτηκαν δύο τάφοι της υστερορρωμαϊκής εποχής. Ο πύργος κτίστηκε στην ύστερη βυζαντινή περίοδο και θα μιλήσουμε γι’ αυτόν και στη συνέχεια, όπως κι ο άλλος πύργος, της Απολλωνίας, λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα. 3.

Στη ρωμαϊκή περίοδο η παλιά Καρυανή, η οποία, όπως είδαμε από τα τυχαία αρχαιολογικά ευρήματα, (πόσο μάλλον αν διενεργηθεί και κάποια συστηματική έρευνα και ανασκαφή), υπήρχε οπωσδήποτε ως ένας μικρός οικισμός ενταγμένος, όπως όλη η ανατολική Μακεδονία, στην πρώτη από τις τέσσερις μερίδες της Μακεδονίας, στην ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΠΡΩΤΗ, όπως έγραφαν τα νομίσματα που εκδίδονταν στην Αμφίπολη, η οποία έγινε πρωτεύουσα της Μερίδας. Η οικονομική ανάπτυξη της περιοχής ήταν μεγάλη και σ’ αυτή την περίοδο, ενώ οι Θάσιοι εξακολουθούσαν, ακόμη και στη ρωμαϊκή εποχή, να διατηρούν υπό στοιχειώδη έλεγχο το ανατολικά της Νεαπόλεως (Καβάλας) εκτεινόμενο τμήμα της Ηπείρου ή Περαίας τους, γνωρίζουμε δε και ότι από τα Εμπόρια των Θασίων ο Φάγρης (που τον αναφέρει ο Στράβων) και η Απολλωνία (που την αναφέρουν ο Στράβων, ο Πλίνιος και ο Πομπώνιος Μέλα), επιβίωσαν και στη ρωμαϊκή εποχή. Άλλωστε, η ανευρεθείσα επιστολή του Ουεινιλούειου Παταίκειου, που μνημονεύει την υποχρέωση των Θασίων να συντηρούν το ανήκον στον τομέα ευθύνης τους τμήμα της Εγνατίας Οδού, δείχνει ότι οι Θάσιοι κατείχαν, πράγματι και στη ρωμαϊκή περίοδο τμήμα της παλιάς Περαίας τους, χωρίς όμως να γνωρίζουμε το είδος της κυριαρχίας που ασκούσαν επ’ αυτής, ενώ, οπωσδήποτε αυτή η Περαία ήταν πια ιδιαίτερα συμπιεσμένη από τη ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων, με την οποία οι Θάσιοι είχαν πάντοτε συνοριακές διαφορές. (7)

Το συμπέρασμά μας είναι ότι η ρωμαϊκή κατάκτηση δεν κατάφερε σοβαρό πλήγμα στην αστική οργάνωση της παραλιακής ζώνης της Αιγαιακής Θράκης κι έτσι εξηγείται και η παρουσία, στην ίδια την παλιά Καρυανή και την γύρω περιοχή της, υπολειμμάτων από τη ζωή της σ’ εκείνη ακριβώς τη περίοδο. Όπως όμως βλέπουμε πια στις επιγραφές και τις επιτύμβιες στήλες, στους εξελληνισμένους Θράκες και στους Έλληνες που ζούσαν στην περιοχή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, προστέθηκε ένα καινούργιο εθνικό στοιχείο, το ρωμαϊκό, σ’ αυτήν όμως την περιοχή που μας ενδιαφέρει αυτό το στοιχείο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν οργανωμένο σε οικιστικές περιοχές, παρά μάλλον σε αγροτικές εγκαταστάσεις, (αγροικίες), που τέτοιες άφθονες ανασκάπτονται τα τελευταία χρόνια στη γύρω περιοχή. Εκείνο όμως που είναι χαρακτηριστικό και δείχνει τη μεγάλη πολιτισμική υπεροχή των Ελλήνων και εξελληνισμένων θρακών της περιοχής, είναι το γεγονός ότι προς το τέλος της ρωμαϊκής εποχής οι κατακτητές ρωμαίοι είχαν πια εξελληνισθεί, μια και οι επιγραφές κι επιτύμβιες στήλες τους είναι και πάλι γραμμένες σ’ ελληνική γλώσσα! (5)

Στη γειτονική Γαληψό αποδόθηκαν κατά καιρούς κάποια ευρήματα από την παλιά Καρυανή. Αναφερόμενοι στη ρωμαϊκή περίοδο, επισημαίνουμε τα εξής ανάγλυφα που δημοσίευσε ο Έφορος Αρχαιοτήτων Καβάλας Γεώργιος Μπακαλάκης, μαζί με τον Γ.Ε. Μυλωνά, σε άρθρο τους με τίτλο «Γαληψός, Θασίων εμπόριον», (6) ως ευρεθέντα μεν στην παλιά Καρυανή, πλην δήθεν προελθόντα από τη Γαληψό, πράγμα που όμως δεν δεχόμαστε, για τους λόγους που ήδη εκθέσαμε, θεωρώντας ότι μάλλον αυτά ανήκαν στην ίδια την αρχαία και στη συνέχεια ρωμαϊκή Καρυανή:

Στην οικία του Ελευθερίου Κ. Καρδαμυλιώτη βρέθηκε ένα επιτύμβιο ανάγλυφο με το γνωστό θέμα των νεκρικών δείπνων, που χρονολογήθηκε στους τελευταίους ρωμαϊκούς χρόνους. Το ανάγλυφο είναι χωρισμένο με ταινία σε δύο τμήματα. Στο κύριο τμήμα υπάρχουν τέσσερις μορφές, ανδρικές και γυναικείες εναλλασσόμενες. Οι γυναίκες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, όχι όμως και οι άνδρες του αναγλύφου, μια κι ο ένας τους είναι νέος, χωρίς γένια, με χιτώνα και ιμάτιο, ενώ ο άλλος είναι ηλικιωμένος. Στο άλλο τμήμα του αναγλύφου υπάρχει το νεκρικό τραπέζι με τρία πόδια, πάνω στο οποίο υπάρχουν καρποί, ενώ γύρω από το τραπέζι έχουμε ένα νεαρό δούλο και μια νεαρή δούλη.

Στην Καρυανή επίσης και στην οικία του Ιωάννη Κατρίτη, σύμφωνα με τους ανωτέρω αρχαιολόγους, βρέθηκε και τμήμα μαρμάρινης λεκάνης, που μπορεί ν’ αναχθεί στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους και φέρει πάνω της την επιγραφή «ΜΕΜΝΗΣΘΑΙ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΡΟΣΕΝΕΓΚΑΝΤΟΣ». (6)

Στη βυζαντινή περίοδο η Καρυανή είναι βέβαιο ότι αποτελεί οικισμό κατοικούμενο από Έλληνες, χαρακτήρα που διατηρεί μέχρι και το τέλος της Οθωμανικής κατάκτησης, με υπερέχοντα πληθυσμιακό στοιχείο το Ελληνικό, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Υπάρχει, κατ’ αρχάς, μια αναφορά ότι στα 1185, κοντά στην Καρυανή οι βυζαντινοί κατατροπώνουν τους Νορμανδούς» (2 και 20), ενώ γνωρίζουμε ότι αυτοί οι τελευταίοι ταλαιπώρησαν ιδιαίτερα την περιοχή, όπως λίγο αργότερα (1196) έκανε κι ο Βούλγαρος τσάρος Ασάν, με τις επιδρομές του. (16).

Στη μεταγενέστερη βυζαντινή περίοδο η αυτοκρατορία ήταν χωρισμένη σε μεγάλες διοικητικές περιφέρειες, τα θέματα, τα οποία, στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής κυριαρχίας είναι χωρισμένα σε μικρότερα τμήματα, τα κατεπανίκια, (από το όνομα του άρχοντα αυτών, που λεγόταν «κατ’ επάνω»). Η Καρυανή λοιπόν ανήκε στο Θέμα Σερρών και Στρυμόνος, που ιδρύθηκε μεταξύ 809-899 και στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες (μετά το 1261) ανήκε σε μια μικρότερη διοικητική υποδιαίρεση, το κατεπανίκιον της Ποπολίας ή Λυκοσχίσματος.

Ένα σημαντικό μνημείο που σχετίζεται με την Καρυανή αυτή την περίοδο των ύστερων βυζαντινών χρόνων είναι ο «Πύργος της Κάριανης» (και μάλιστα το Κάριανης με γιώτα), που περιγράφεται σε άρθρο του A. Dunn με τίτλο «Byzantine topography at southeastern Macedonia», που δημοσιεύτηκε στον τόμο Μνήμη Λαζαρίδη. Πόλις και Χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη. (7). Ο συγγραφέας, επιφανής βυζαντινολόγος, αναφέρεται προφανώς στον Πύργο της Απολλωνίας, για να πει όμως ότι η κοντινότερη προς αυτόν βυζαντινή εγκατάσταση είναι η Κάριανη (με γιώτα), που την ονομάζει ο ίδιος και παλιά Καρυανή. Είναι επίσης σημαντικό ότι ο συγγραφέας αναφέρεται σ’ ένα ελληνικό ναυτικό εγχειρίδιο του 16ου αιώνα, στο οποίο ο πύργος της Απολλωνίας αποκαλείται πύργος της Κάριανης.

Πέραν όμως των ανωτέρω, εκείνο που δεν γνώριζε ο συγγραφέας είναι το ότι υπήρχε κι άλλος ένας πύργος, νότια του σημερινού χωριού Καρυανή, κάτω από την παραλιακή εθνική οδό, του οποίου ίχνη υπάρχουν μέχρι σήμερα. Ο πύργος αυτός ερευνήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας το έτος 1966, οπότε χαρακτηρίσθηκε ως βυζαντινός από την αρχαιολόγο κ. Χάϊδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη. (12).

Ο καθηγητής Γ.Κ. Παπάζογλου, εξ άλλου, στο βιβλίο του «Μεταφρασμένα τούρκικα έγγραφα του μετοχίου «Ορφάνη» της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους (1535-1733), Καβάλα 1987, θεωρεί ότι αυτός ο δεύτερος πύργος της παραλίας της Καρυανής είναι ο πύργος του προαναφερθέντος μετοχίου του Αγίου Ιωάννη της ιεράς Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους. (13)

Μια σημαντική πηγή πληροφοριών για τους οικισμούς και την μορφολογία του Συμβόλου όρους στους τέσσερις τελευταίους αιώνες της βυζαντινής περιόδου είναι τα έγγραφα των Μοναστηριών του Αγίου Όρους, που κατείχαν μεγάλα μοναστηριακά κτήματα πάνω και γύρω από το όρος αυτό, με τους κατοίκους να έχουν τον χαρακτήρα δουλοπαροίκων:

Δύο σημαντικά έγγραφα που ανάγονται στο έτος 1081 μ.Χ. είναι αφενός μεν ένα υποσχετικό, με το οποίο οι μοναχοί της Κοσμιδείου Μονής της Κωνσταντινουπόλεως εγγυούνταν στους μοναχούς της Μονής των Αμαλφιτανών του Αγίου Όρους την κατοχή ενός κτήματος στη περιοχή Πλάτανος των αυτοκρατορικών κτημάτων του Πριναρίου (Συμβόλου) όρους, το οποίο τους είχαν παλιότερα πωλήσει, αφετέρου δε ένα αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του Αλεξίου 1ου Κομνηνού, που επικύρωνε αυτή την κατοχή.

Αυτό το κτήμα λοιπόν, που οι μοναχοί της Κοσμιδείου Μονής της Κωνσταντινούπολης πώλησαν στους μοναχούς της Μονής των Αμαλφιτανών της χερσονήσου του Άθω, «άρχεται από του συνόρου του Πλατάνου (μήπως εννοεί τον Πλατανότοπο;) ένθα και στήλη ίσταται μαρμάρινος, απέρχεται επ’ ανατολάς…… αποδίδωσι (καταλήγει) εις την τούμβαν την επιλεγομένην Ραχώνην, τρέπεται μικρόν προς μεσημβρίαν αριστερά τα δίκαια του Τρεασίου δεξιά τα δίκαια της Βολοβίσδης, (πρόκειται για οικισμούς της περιοχής Ελευθερών – Ελαιοχωρίου), περρά τα λαγγάδια και ακουμβίζει εις τον κατέναντι ράχωνα, κλίνει προς μεσημβρίαν κρατών διόλου τον μεσημβρινόν αέρα ….. περρά τον ποταμόν (εννοεί τον Μαρμαρά) εις το υψηλόν βουνόν, είτα στρέφεται επί δυσμάς κρατών διόλου τον αιγιαλόν και τον δυτικόν αέρα, … είτα στρέφεται επί μεσημβρίαν κρατών τον αυτόν αέρα διόλου κρατών τα μεσονήσια, τα ίσα του μονολίθου, αριστερά τα δίκαια Δοβροβίκειας (Φτέρης) δεξιά δε τα δίκαια Ράμνου και ακουμβίζει εις τον αιγιαλόν εις την μονόλιθον πέτραν, (εννοεί τον βράχο μπροστά στον Πύργο της Απολλωνίας), είτα στρέφεται επί δυσμάς κρατών διόλου τον αιγιαλόν και τον δυτικόν αέρα, είτα στρέφεται επί άρκτον κρατών διόλου τον αρκτικόν αέρα, είτα ανέρχεται εις τον αυχένα και κρατών την ράχην ακουμβίζει εις το μνημείον εν ω ίσταται δρυς, κατέρχεται τα ίσα και εισέρχεται εις τον ξηροπόταμον τον κατερχόμενο από της Καρυάνης, κρατών διόλου τον ξηροπόταμον εών αριστερά τα δίκαια του Πριναρίου δεξιά δε τα δίκαια Αειδαροκάστρου, διέρχεται πλησίον της Καρυάνης και τα πρόποδα του αυτού βουνού και ακουμβίζει άνω της τούμβης όπου εστί και ναός του Σωτήρος Χριστού, είτα κατέρχεται επί ανατολάς και ενούται των ξηροποτάμω τω καταρρέοντι από της Βομπλίανης κλπ. Βλέπετε λοιπόν την Καρυάνη και την Βομπλίανη να υπάρχουν σαν οικισμοί ήδη το έτος 1081 και να συνορεύουν μ’ ένα τεράστιο μοναστηριακό κτήμα, στην περιγραφή του οποίου αναγνωρίζουμε τόσα και τόσα τοπωνύμια, που υπάρχουν μέχρι και σήμερα! Στο ίδιο κείμενο εξ άλλου γίνεται αναφορά σε δύο προηγούμενα χρυσόβουλα, των αυτοκρατόρων Ισαάκιου 1ου Κομνηνού και Νικηφόρου Βοτανειάτη, βάσει των οποίων είχε επικυρωθεί και πάλι η αγορά του μοναστηριακού κτήματος. Εδώ πρέπει επίσης να σημειώσουμε την ύπαρξη, εδώ και χίλια χρόνια, κοντά στην παλιά Καρυανή, Ναού του Σωτήρος Χριστού.

Την ίδια ιδιοκτησία των Αμαλφιτανών μοναχών, που είχε φορολογική ατέλεια και περιλάμβανε και αγρότες με τις οικογένειές τους, συνδεόμενους με το μοναστήρι με μια μορφή ατελούς παροικίας, επικύρωσε αργότερα ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος 2ος, σε χρυσόβουλό του, του έτους 1298, όπου η ιδιοκτησία αυτή αναφέρεται ως «μετόχιον του Αμαλφηνού μετά του ζευγηλατείου αυτού του διακειμένου περί το Λυκόσχισμα εν τη τοποθεσία τη ούτω πως λεγομένη του Αειδαροκάστρου…» (8) Είναι σαφές ότι πλέον στη Μονή Μεγίστης Λαύρας ανήκε πια το μεγάλο κτήμα που περιγράψαμε, μαζί όμως μ’ ένα γειτονικό κτήμα, αυτό του «Αειδαροκάστρου, της περιοχής του Λυκοσχίσματος», στο οποίο στα 1317 εργάζονται 27 οικογένειες, (14 παροίκων και 13 ελεύθερων γεωργών), που στα 1321 γίνονται 38 ή 39 οικογένειες.

Την ίδια εκείνη εποχή, (αρχές και μέσα του 14ου αιώνα), η Μονή των Ιβήρων του Αγίου Όρους έχει στην ανατολική πλευρά του Θερμοποτάμου, του σημερινού Μαρμαρά, ένα δικό της μεγάλο κτήμα, που συνόρευε με τα κτήματα της Δοβροβίκειας, ήτοι του μεταγενέστερου χωριού Φτέρη κι εκτεινόταν από τον βράχο που βρίσκεται κάτω από τον Πύργο της Απολλωνίας και ανατολικά. (χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού, έτους 1351).

Στα 1394 χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου επικυρώνει την κυριότητα ενός κτήματος της Μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, πάλι στο Σύμβολο όρος, που βρισκόταν «κατά το Λυκόσχισμα χωρίον ή Βομπλιανή» και εκτεινόταν «από τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο μέχρι τον Θερμοπόταμο». (9).

Στους αιώνες της βυζαντινής κυριαρχίας ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της ιστορίας της περιοχής ήταν η εγκατάσταση, στην περιοχή του Στρυμόνα, αρχικά ως επιδρομέων και ληστών και πολλούς αιώνες αργότερα, μετά τον εκχριστιανισμό τους, ως μισθοφόρων πολλών βυζαντινών αυτοκρατόρων, των λεγόμενων Στρυμονιτών Σλάβων, ήτοι Σλάβων εγκατεστημένων μόνιμα με τις οικογένειές τους, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό και μετά από αιώνες βλέπουμε στους ονομαστικούς καταλόγους των κατοίκων των χωριών και των μοναστηριακών κτημάτων της περιοχής, κύρια δε της Δοβροβίκειας, (που έχει προφανώς σλαβικό όνομα κι είναι η μεταγενέστερη Φτέρη) και του Οβελού (που είναι το μεταγενέστερο Σαρλή – Κοκκινοχώρι) πολλά σλαβικά ονόματα μελών οικογενειών, των οποίων τα υπόλοιπα μέλη έφεραν ελληνικά ονόματα.

Από πολλά χρόνια πριν, εξ άλλου, έχουν αρχίσει οι βαρβαρικές επιδρομές, αρχικά των Βουλγάρων, επί σειρά αιώνων και αργότερα των Τούρκων, εξ αιτίας των οποίων πολλές φορές τα μεγάλα μοναστηριακά κτήματα ερημώνονται. Ιδιαίτερα όταν άρχισε ο τουρκικός επεκτατισμός, η περιοχή ερημώνεται και καταληστεύεται επανειλημμένα, με αποτέλεσμα η παλιά, μεγάλη ευμάρειά του να μετατραπεί σε απέραντη ερήμωση και φτώχεια. Έτσι, λ.χ., όταν, στα 1342, ο Ιωάννης Καντακουζηνός συμμάχησε με τον Οθωμανό σουλτάνο Ορχάν και του έδωσε μάλιστα για σύζυγο τη θυγατέρα του, ο δυνάστης του Αίδινίου Ουμούρ μπέης ήλθε προς βοήθειά του με στόλο και μαχητές. Τότε, (1337 και 1340) ο πιο πάνω ληστρικός στόλος επέδραμε στην περιοχή του Στρυμόνα και την πρώτη μεν φορά αποκρούστηκε, τη δεύτερη όμως καταλήστεψε τα χωριά και τα κτήματα των Μοναστηριών του Αγίου Όρους. Ασφαλώς αυτή την τύχη είχε τότε και η Καρυανή, μια και τότε καταστράφηκε, μεταξύ άλλων και το Ιβηρίτικο μετόχι του Οβελού (Κοκκινοχωρίου), με την εκκλησία του Γεννεσίου της Θεοτόκου που υπήρχε εντός του. (10).

Στα 1282-1321 ανήλθε στο θρόνο της Σερβίας ο Στέφανος Μιλιούτιν, ο οποίος κατέκτησε την περιοχή των Σερρών και της Χρυσουπόλεως (Τούζλας), καθώς και το λιμάνι του Ορφανού. Αφότου, στη συνέχεια, ο Στέφανος Δουσάν ανέβηκε, στα 1331 στον ίδιο θρόνο, κατέκτησε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας κι αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς και αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας, το κράτος του όμως υπήρξε εφήμερο, αφού οι μεν βυζαντινοί άρχοντες, αδελφοί μέγας στρατοπεδάρχης Αλέξιος και μέγας πριμικίριος Ιωάννης, κατέλαβαν όλα τα παράλια, από την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα, αφήνοντας τους Σέρβους αποκλεισμένους στο εσωτερικό.

Ήδη όμως είχαν πυκνώσει κι οι επιδρομές των Οθωμανών κι απειλούσαν την Μακεδονία, αφότου ιδιαίτερα αυτοί, στα 1361, κατέλαβαν την Ανδριανούπολη και την έκαναν πρωτεύουσα του κράτους τους, με αποκορύφωμα το χρονικό διάστημα 1383-1387, οπότε, έχοντας ως επικεφαλής τον Γαζή Εβρενός μπέη και τον Λάλα Σαχίν, κατέκτησαν και ολόκληρη την περιοχή μας, τις Σέρρες, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη, κατέστρεψαν τα κάστρα της Καβάλας και της Χρυσούπολης (Τούζλας) κι άρχισαν να εγκαθιστούν πολυάριθμους Τουρκομάνους έποικους από τη Μικρά Ασία, κύρια Γιουρούκους και Κονιάριδες.

Στα μέσα του 16ου αιώνα η περιοχή είχε υπαχθεί διοικητικά στην περιφέρεια (ορτά) Πουρνάρ νταγή και τότε παρατηρήθηκε η κάθοδος στην περιοχή Βουλγάρων εργατών και αγροτών, που έρχονταν για να δουλέψουν στην υπηρεσία των Οθωμανών κατακτητών. (21)

Από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά, έμποροι έρχονταν από τη Ραγούζα της Δαλματίας, τη Χίο, τη Βενετία, ακόμη και από την Αίγυπτο, έφθαναν μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα, έμεναν στην περιοχή μέχρι και δύο μήνες, για να πουλήσουν και ν’ αγοράσουν εμπορεύματα, όπως μας πληροφορεί ο Γάλλος βαρώνος Pierre Belon du Mans

Η μακρά περίοδος της Τουρκοκρατίας υπήρξε για την περιοχή ιδιαίτερα επώδυνη. Οι εξισλαμισμοί οδήγησαν μεγάλο μέρος των ελληνικών πληθυσμών στην θρησκευτική πρώτα και στη συνέχεια στην εθνική αφομοίωσή του από τους κατακτητές, μ’ εξαίρεση λίγες νησίδες Ελληνισμού, που μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον Ελληνικό χαρακτήρα των κατοίκων τους. Τέτοιες νησίδες ήταν τα ντόπια χωριά της επαρχίας Παγγαίου, η Νικήσιανη, η Μεσωρόπη, η Φτέρη, το Μυρτόφυτο (Ντρέζνα), η Καρυανή, το Ποδοχώρι κλπ.

Η Καρυανή παρέμεινε στην σκοτεινή αυτή και μακραίωνη περίοδο ένα Ελληνικό χωριό, στη γειτονιά του οποίου σημαντική πόλη και διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της περιοχής υπήρξε το Πράβι, ενώ το Ορφανό (σημερινό Ορφάνι) έγινε ένας σημαντικός οδικός κόμβος και το λιμάνι του Ορφανού ή Τσάγεζι ένα σημαντικό λιμάνι φόρτωσης των προϊόντων της περιοχής, (των περίφημων καπνών και λοιπών αγροτικών προϊόντων, καυσόξυλων και οικοδομήσιμης ξυλείας, βλημάτων που κατασκευάζονταν στο εργοστάσιο που οι Οθωμανοί διατηρούσαν στο Πράβι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα και που τον σίδηρο έπαιρναν από το Σύμβολο όρος, εξ ου και το όνομα του χωριού Σιδηροχώρι κλπ.) Από το λιμάνι αυτό η Πύλη παίρνει σε είδος και την δεκάτη, τον φόρο δηλαδή των ραγιάδων από ολόκληρη την περιοχή, των Σερρών συμπεριλαμβανομένων. Επίσης εδώ αξίζει να μνημονεύσουμε και το μετόχι του Αγίου Ιωάννη, που η Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους διατηρούσε στην περιοχή του Ορφανίου.

Ας πούμε όμως λίγα λόγια γι’ αυτά τα τρία, γειτονικά στην Καρυανή, σημεία ανάπτυξης της περιοχής στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας:

Το Ορφανό ήταν, όπως είπαμε ένας σημαντικός οδικός κόμβος, κτισμένο πάνω στην αρχαία ή κάτω οδό, που εξακολουθούσε ν’ αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική οδό που ένωνε την Ευρώπη με την Οθωμανική πρωτεύουσα. Αναφέρεται απ’ όλους τους περιηγητές και το κατοικούσαν Κονιάριδες, (απόγονοι των Τούρκων κατακτητών, πιθανά από το Ικόνιο της Μ. Ασίας) και Γιουρούκοι.

Το 1591 πέρασε από το Ορφανό ο Βενετός Gabrielle Cavazza, πηγαίνοντας στην  Κωνσταντινούπολη. Είδε το Ορφάνι που ήταν μια πολίχνη, αλλά ήταν ήδη έδρα καδή, ενώ είχε και δύο καραβάν – σεράγια, καθώς και αλυκές στην παραλία του. (21)

Στα τέλη του 16ου αιώνα ήταν ένα σημαντικό οδικό κι εμπορικό κέντρο, με 400 οικίες Χριστιανών, όπως μας πληροφορεί ένας λόγιος της εποχής, ο Γαβριήλ Καλωνάς ο Κορίνθιος, που περί το 1570-1580 ήταν πατριαρχικός έξαρχος Ορφανού. (21)

Στις αρχές του 17ου αιώνα ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή περιγράφει το Ορκάν ή Ορφάν ως ένα αναδυόμενο εμπορικό κέντρο, με αμπέλια, διώροφα σπίτια, το λιμάνι και τον ωραίο πύργο στην παραλία, που είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει, (προφανώς εδώ εννοούσε τον πύργο της παραλίας της Καρυανής, γιατί ο πύργος της Απολλωνίας δεν είχε, ασφαλώς, σχέση με το λιμάνι του Ορφανού;) Ήταν έδρα βοεβόδα, κεχαγιά (επιμελητή του στρατού), αρχηγού γενιτσάρων, ναϊπη (ιεροδίκη) και είχε μουσουλμάνους προκρίτους. (11, 21)

Στα 1714 ο Paul Lucas, στο έργο του  Voyage dans la Grece …, περιγράφει το Ορφάνι σαν μια κωμόπολη με αμπέλια και σπίτια διώροφα, με λιμάνι που είχε κάποια κίνηση, γιατί καράβια μ’ εμπορεύματα μπορούσαν ακόμη τότε ν’ ανεβαίνουν τον Στρυμόνα μέχρι κάποιου σημείου. (11)

Στα 1791 ο Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης Cousinery ιδρύει στο Ορφάνι πρακτορείο του προξενείου του, ενώ περιγράφει μια μεγάλη δασική έκταση, που ξεκινούσε από τη Ρεντίνα κι έφθανε μέχρι τον κόλπο του Ορφανού, γεμάτη με βελανιδιές, πλατάνια κλπ., αναφέρεται δε και στην παραγωγή βαμβακιού.

Το Ορφάνι και η γύρω περιοχή δεν χρωστούσαν όμως την ευημερία τους μόνο στο ότι βρίσκονταν κοντά τη βασική οδική αρτηρία που οδηγούσε από τη Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη. Την χρωστούσαν και στο ότι το λιμάνι του Ορφανού ή του Τσάγεζι, όπως αναφέρεται στις πηγές, ήταν ένα σημαντικό λιμάνι, που επί σειρά αιώνων διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην εξαγωγή των προϊόντων της περιοχής και στην εισαγωγή εμπορευμάτων από άλλους τόπους.

Ας πούμε, επίσης, λίγα λόγια και για το μετόχι του Αγίου Ιωάννη, που η Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους διατηρούσε στην περιοχή του Ορφανίου.

Ως μετόχι της μονής Διονυσίου γνωρίζουμε σήμερα ότι προϋπήρχε του 1500, αφού φιρμάνι του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’ (1481-1512) που δόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το 1495, στον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου Άνθιμο, αναφέρει ακριβώς το μετόχι αυτό, που ήταν «χασίκι» κάποιου Ισκεντέρ πασά, (προφανώς αρνησίθρησκου Έλληνα ίσως από την Τραπεζούντα, αφού το Ισκεντέρ είναι το ελληνικό όνομα Αλέξανδρος). (13)

Η παράδοση κάνει λόγο για μετόχι της Μονής Διονυσίου που υπήρχε στην περιοχή Ορφανίου ακόμη νωρίτερα, προελθόν από δωρεά του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Δαυίδ, στον οποίο, όπως γνωρίζουμε, ο Μωάμεθ ο πορθητής, μετά την πτώση της Τραπεζούντας, πρόσφερε μια έκταση στην περιοχή Στρυμόνα και Παγγαίου, η οποία μπορούσε να του αποφέρει ετησίως 300.000 άσπρα, σύμφωνα με τον W. Miller.

Είναι όμως σίγουρο ότι το μετόχι ανήκε στη Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους τουλάχιστον από το 1530 και κατείχε, ως και μετά την απελευθέρωση κι εγκατάσταση στην περιοχή του προσφύγων από τη Μικρά Ασία, περί τα 4.500 – 5.000 στρέμματα γης.

Από χειρόγραφο χρονικό του 1638 έχουμε την πληροφορία ότι το μετόχι του Ορφανίου και το νεώριο (αρσανάς) του στην παραλία της Καρυανής έκτισαν οι Σερραίοι αδελφοί Μανουήλ και Θωμάς.

Στα 1641 το μετόχι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, εξ αιτίας του οποίου έδωσε ένα μέρος της περιουσίας ως «αμανάτι» (ενέχυρο) σε κάποιον Τούρκο της περιοχής, ονόματι Χατζή Μουσταφά αγά, στον οποίο προφανώς όφειλε χρήματα,

στη συνέχεια όμως φαίνεται ότι αυτό ξεπέρασε τα προβλήματά του, αφού στα 1733 τα κτήματά του, το μποστάνι του κι ο πύργος του περιγράφονται ως ανήκοντα σ’ αυτό, σε φιρμάνι του σουλτάνου Μαχμούτ προς τον μποσταντζήμπαση Ομέρ αγά και προς τον ιεροκριτή της Καβάλας. (14)

Μέχρι το 1821 το μετόχι κατείχε όλη του την αρχική έκταση, έκτοτε όμως και μέχρι το 1878 κατείχε πια το 1/3 αυτής. (14)

Το 1878, κατά την επανάσταση της Χαλκιδικής, το μετόχι με τα κτήματά του καταλήφθηκε αυθαίρετα από Τούρκους μπέηδες, οι οποίοι προηγούμενα κατέσφαξαν όλους τους εκεί αντιπροσώπους της Μονής Διονυσίου. (14)

Κατά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο οι περίοικοι Τούρκοι μπέηδες, επωφεληθέντες από την ανωμαλία,  έδιωξαν τους μοναχούς και κατέλαβαν ολόκληρο το μετόχι, οπότε και πώλησαν σημαντικό μέρος των κτημάτων του. (14)

Υπάρχει όμως κι η άποψη του γέροντα ηγουμένου της Μονής Διονυσίου, του Γαβριήλ, ότι μετά τις ήττες και τις ταπεινώσεις που υπέστησαν οι Τούρκοι της περιοχής από το Νικοτσάρα, μετά την αποχώρησή του επέδραμαν κατά του μετοχίου και τον μεν γέροντα ηγούμενό του, Δανιήλ, κρέμασαν στον μέγα πλάτανο του Ορφανίου, την κινητή περιουσία του άρπαξαν ολόκληρη, τα δε κτήματά του δώρισαν σε δύο οικογένειες μπέηδων από τη Μουσθένη, που είχαν φονευθεί στις μάχες με το Νικοτσάρα. (14)

Το 1912-1913 η Μονή κατέλαβε και πάλι τα κτήματα του μετοχίου, προφανώς με τις ευλογίες της ελληνικής κυβέρνησης και το κατείχε μέχρι το 1930, οπότε η τότε κυβέρνηση θέλησε την περιουσία του να την περιλάβει στις προς διάθεση σε ακτήμονες πρόσφυγες ανταλλάξιμες εκτάσεις κι έτσι άρχισαν μακροί δικαστικοί αγώνες της Μονής με την ελληνική Πολιτεία, για ν’ αποζημιωθεί τελικά η Μονή για 6.000 στρέμματα, παίρνοντας ως αποζημίωση 6.280.000 δρχ. (14)

Στην βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας στα 1915-1917, οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι κατακτητές κατέστρεψαν ολοσχερώς το μετόχι, το οποίο άρχισε ν’ ανοικοδομείται και πάλι τον Μάϊο του 1920, όπως μας πληροφορεί ο αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Διονυσιάτης στον έργο του «καθορισμός των μαχών του Νικοτσάρα το 1806». (15)

Αναφερόμενοι στη συνέχεια στην εκκλησιαστική κατάσταση της Κάρυανης στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής σκόρπια στοιχεία:

Η περιοχή από τη Μεσωρόπη και πέρα, μέχρι το Ορφάνι και την Καρυανή, από τις αρχές του 13ου αιώνα που έχουμε σχετικές πληροφορίες, ανήκε στην πνευματική δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Φιλίππων και όχι σ’ αυτήν του επισκόπου Ελευθερουπόλεως, υπό τον οποίο υπάγεται το 1864. Τούτο προκύπτει α) από την επιστολή του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ προς τον λατίνο Αρχιεπίσκοπο Φιλίππων Γουλιέλμο, όπου περιγράφονταν τα χωριά που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του, στα οποία περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων και το Ορφανό και η Καρυανή και β) από σιγίλλιο του έτους 1618 του Πατριάρχ Τιμόθεου Β’, με το οποίο ενώνονταν πάλι με τη Μητρόπολη Φιλίππων τα πατριαρχικά χωριά, «τον τε Στρυμόνα ποταμόν, την Αμφίπολιν, ήτοι το Μαρμάριον, την Χρυσούπολιν, ήτοι το Ορφάνιον, την Καρίανην, την Μπομπλίανην, το Νεοχώριον, την Ποδογώριανην και το Βοσορόμου. Πριν το 1618 τα χωριά αυτά ανήκαν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, σχηματίζοντας την «πατριαρχική εξαρχία Ορφανίου», οπωσδήποτε πριν το έτος 1577, ενώ μετά την ένωσή τους με τη Μητρόπολη Φιλίππων το 1618 επανήλθαν στην εξαρχία που ανήκαν προηγούμενα, πιθανόν μετά το 1626.

Μετά το 1717 η εξαρχία Ορφανίου συγχωνεύεται με την εξαρχία Καβάλας και το 1721 αποδίδεται η τελευταία στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου, υπό την πνευματική δικαιοδοσία του οποίου παρέμεινε, (όπως και τα χωριά της και, συνεπώς και η Καρυανή) μέχρι το 1924. (Αυτό το βεβαίωσε και ο Γ.Ν. Φιλιππίδης, όταν επισκέφθηκε τις εκκλησιαστικές περιφέρειες της περιοχής και το 1877 δημοσίευσε την περιγραφή των επαρχιών τους με τίτλο «περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως». Το 1905 μάλιστα  ο Γ. Χατζηκυριακού εκπλήττεται όταν διαπιστώνει την περίεργη εκκλησιαστική διαίρεση της περιοχής και σημειώνει στο έργο του «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)» : «Η Μεσορόπη μετά των προηγουμένων, Κάριανης, Μπόμπλιανης και Ποδογόριανης, υπάγονται, κατά παράδοξον όλως τρόπον εκκλησιαστικής διαιρέσεως, εις την εκκλησιαστικήν επαρχίαν Ξάνθης, ήτις ούτω εισχωρεί και ενσφηνούται μεταξύ των κωμών της επαρχίας Ελευθερουπόλεως, σφετεριζομένη, ούτως ειπείν, τα δικαιώματα αυτής).

Μια εκκλησιαστικής φύσεως αναφορά της Καρυανής έχουμε, τέλος, σ’ ένα έγγραφο που έστειλαν 28 κάτοικοι της Μεσωρόπης, 13 της Μπόμπλιανης, 30 της Ποδογοριανής και 34 της Κάρυανης προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με το οποίο, επειδή είχαν παρουσιαστεί προβλήματα στις σχέσεις του τότε Μητροπολίτη Ξάνθης Διονυσίου Μπίστη (1861-1867) κι αυτός αναγκάστηκε να διαμένει στην Καβάλα,  δήλωναν ότι «ημείς οι κατοικούντες την εξαρχίαν Καβάλας και των πέριξ χωρίων θέλομεν διατηρήσει τον αρχιερέα μας ή όντινα άλλον εκτός του Ξάνθης. (17)

Επειδή όμως ο υπογράφων δεν είμαι ιστορικός, αλλ’ απλός φιλίστωρ, παραθέτω μόνο λίγα ακόμη, σκόρπια, ιστορικά στοιχεία, που σχετίζονται με την Καρυανή, τα εξής:

Στον κατάλογο των Μακεδονομάχων Δράμας και Καβάλας, που δημοσιεύθηκε στον «τιμητικό τόμο επί τω Ιωβηλαίω του σεβασμ. Μητροπολίτου Φ.Ν.Θ. Χρυσοστόμου», στην Καβάλα, το 1960, αναφέρεται ότι στη Καρυανή υπήρχε στη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα επιτροπή, με γνωστά μέλη της τους Ελευθεριάδη και Στέργιο Καραγιώργη.

Στο σώμα του καπετάν Τσάρα, που έδρασε ως μακεδονομάχος στην περιοχή του Παγγαίου από το 1905, ανήκε ως μέλος της επιτροπής Καρυανής του σώματος κάποιος ονόματι Παγώνης. (19)

Όταν ο Γ.Ν. Φιλιππίδης επισκέφθηκε τις εν Μακεδονία επαρχίες Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως, περιέγραψε ως εξής την Καρυανή: «Η Καραγιάννη. Η κώμη αύτη, πλησίον της οποίας οι Νορμανδοί κατεστράφησαν υπό των Βυζαντινών τω 1185 μ.Χ., κειμένη μεσημβρινώς και παρά τας υπωρείας του Παγγαίου εν καταφύτω θέσει, κατοικείται υπό 140 περίπου μωαμεθανικών οικογενειών και 160 χριστιανικών, διατηρουσών έν καλόν δημοτικόν σχολείον, μετά δύο τάξεων ελληνικών μαθημάτων» (20)

Σε κατάσταση του Υπουργείου Εξωτερικών, αναφερόμενη στο γενικό προξενείο Σερρών, αναφέρεται ότι κατά τα έτη 1887-1889 η Καρυανή είχε δημοτικό σχολείο, επιδοτούμενο από το Υπουργείο με 10 φράγκα μηνιαία, ενώ το 1887 φέρεται να λειτουργούσε και παρθεναγωγείο. Το ίδιο δημοτικό σχολείο της Καρυανής το 1896 είχε 1 δάσκαλο, 1 δασκάλα, 35 μαθητές κι έπαιρνε επιχορήγηση 1334 φράγκων κατ’ έτος, σύμφωνα με την ίδια κατάσταση που προαναφέραμε. (21)

Το έτος 1886 ο Έλληνας ταγματάρχης του μηχανικού, Νικόλαος Θ. Σχινάς, περιόδευσε στην περιοχή μας και τις εντυπώσεις του περιέλαβε σε άρθρο του με τίτλο «οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας», που εκδόθηκε στο τεύχος Β’ του περιοδικού Μακεδονίας (Μακεδονικά). Αναφέρει λοιπόν ο εν λόγω στρατιωτικός ότι «προς επιτήρησιν της παραλίας, από το λιμάνι του Τσιάγιαζι μέχρι το ρωσικό μετόχι του Αγίου Ανδρέα υπήρχαν φυλάκια στο Τσάγιαζι, δηλαδή στις εκβολές του Στρυμόνα, στο Ορφανό κλπ.» ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι κατά το έτος της περιοδείας του η Καρυανή είχε 980 Έλληνες κατοίκους και μόνο 160 Οθωμανούς, ήτοι συνολικά 1.140 κατοίκους.

Το 1894 εκδόθηκε στη Λειψία της Γερμανίας ένα σύγγραμμα με τίτλο «η κατά το Πάγγαιον χώρα των Λακκοβηκίων, τοπογραφία, ήθη, έθιμα και γλώσσα», από τον Αστέριο Δ. Γούσιο, που ήταν τότε διευθυντής της αστικής σχολής Λακκοβηκίων. Ενώ το βιβλίο δεν αναφέρεται στην Καρυανή, το Ορφάνι κλπ., γιατί δεν ήταν γειτονικά προς τα Λακκοβίκια χωριά, έχει ενδιαφέρον ότι στον κατάλογο φιλομούσων συνδρομητών του βιβλίου περιλήφθηκαν από την Καρυανή οι εξής: Αιδεσιμότατος Χρύσανθος αρχιμανδρίτης, Σωκράτης Στέργιογλους, Παγώνης Χατζηκυριάκου, Χρ. Οικονομίδης, Αργυρή Π. Αποστόλου, Χρ. Μαρίου και Γεώργιος Γκίκας.

Ανέφερα πιο μπροστά το όνομα του Γεωργίου Χατζηκυριάκου, Έλληνα που περιηγήθηκε την υπόδουλη, ακόμη τότε, Μακεδονία στα 1905-1906. Αυτός λοιπόν επισκέφθηκε την Καρυανή και την περιέγραψε ως εξής: «παρακάμπτων την παρά τη ακτή Γαληψόν και καταλείπων προς τα κάτω και αριστερά τον όρμον της Ηιόνος άρχομαι αναβαίνων και πάλιν επί του Πιερικού όρους επί της αντιθέτου αυτού κλιτύος καιμ μετά ώρας άνοδον εισέρχομαι εις την κώμην Κάριανην, εις ύψος και εν απόπτω κειμένην. Και η κώμη αύτη Κάριανη αποτελεί ουκ ευκαταφρόνητον Ελληνικήν Ορθόδοξον κοινότητα, συνοικουμένων υπό ευαρίθμων οθωμανικών οικογενειών. Και εν αυτή η εκκλησία μετά του παρακειμένου αρρεναγωγείου, παλαιού και ευρυχώρου κτιρίου, διαπλάσσουσιν την Ελληνορθόδοξον αυτής ψυχήν. Δια φιλοτίμου προσπαθείας οφείλει να επιμεληθή πλειότερον των σχολείων της, επισκευάζουσα το αρρεναγωγείον της και κτίζουσα παρθεναγωγείον, ού παντελώς σχεδόν στερείται.

Είναι περίεργο αυτό που λέει ο Χατζηκυριάκου, ότι η Καρυανή δεν είχε παρθεναγωγείο στα 1905-1906, εκτός κι αν αυτός πέρασε από την Καρυανή πριν το έτος 1902, αφού η Καρυανή είχε μόνο ελληνικό σχολείο (αρρεναγωγείο) ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στα 1902 όμως είχε πια όχι μόνο δημοτικό ή αστικό σχολείο (αρρεναγωγείο) με 1 δάσκαλο και 33 μαθητές, αλλά, πλέον κι ένα παρθεναγωγείο, με 1 δασκάλα και 18 μαθήτριες, ενώ παράλληλα, το Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών έτους 1888 αναφέρει την ύπαρξη παρθεναγωγείου ήδη από το έτος 1887 στην Καρυανή! (18)

Ο Ανδρέας Αρβανίτης, γιατρός, επισκεφθείς την περιοχή, εξέδωσε το 1909 στην Αθήνα το έργο του «η Μακεδονία εικογραφημένη», στο οποίο δεν περιέγραψε μεν την Καρυανή, περιορισθείς να περιγράψει το Όρφανον, αναφέρει όμως ότι «αι παρά το χωρίον τούτο αλυκαί παράγουσιν άφθονον άλας».

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής του εν Βόλω Γυμνασίου, περιηγούμενος την περιοχή, εξέδωσε, το 1913 στην Αθήνα ένα βιβλίο με τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων ελληνικών χωρών Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών», στο οποίο περιγράφει ότι «… εντεύθεν ο ταξιδιώτης ή προχωρεί μέχρι του στομίου του Στρυμόνος, δια της οδού της δια του χωρίου Ορφάνου (κάτ. 500, εξ ων 100 Τούρκοι) διερχομένης και καταλείπων προς τα ΒΔ. τον όρμον της Ηιόνος, αναβαίνει πάλιν επί του Πιερικού όρους επί της αντιθέτου αυτού κλιτύος … Και κατά μεν την πρώτην περίπτωσιν επισκέπτεται τα ερείπια της αρχαίας Ηιόνος ….. κατά δε την δευτέραν περίπτωσιν ανερχόμενος το όρος μετά ώρας άνοδον, εισέρχεται εις την κώμην Κάριανην, εν απόπτω κειμένην (κάτ. 900 μετά τινων Τούρκων). Εκ Κάριανης οδοιπορών επί γραφικωτάτης λοφοσειράς φθάνει ο ταξιδιώτης μετά ώραν της την κώμην Μπόμπλιανην κλπ.

Ο Μιχαήλ Χουλιαράκης, στο έργο του «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971», τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα,1975», αναφέρει ότι το έτος 1913 η Κάριανη, υπαγόμενη στην υποδιοίκηση Πραβίου, είχε 635 κατοίκους.

Η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού στρατού, στους στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού και της εθνικότητας των νομών Σερρών, Δράμας και Καβάλας που εξέδωσε το έτος 1919 στην Αθήνα, ανέφερε ότι η Καρυανή είχε πριν τους Βαλκανικούς πολέμους 470 ΄Ελληνες κατοίκους, στους οποίους τον Αύγουστο του 1915 είχαν προστεθεί και 157 πρόσφυγες, επίσης Έλληνες. Έτσι συνολικά είχε 627 κατοίκους, από τους οποίους οι 324 ήταν άνδρες και οι 323 γυναίκες.

Παρόλο που η εργασία μου αυτή αφορά την ιστορία της Καρυανής κα της περιοχής της, μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής από τον Οθωμανικό ζυγό, δεν μπορώ ν’ αποφύγω τον πειρασμό να παραθέσω και ορισμένα στοιχεία από την συμπεριφορά των φίλων και συμμάχων μας πια Βουλγάρων, γιατί οι λαοί την ιστορία τους, όσο οδυνηρή κι αν είναι, πρέπει να μη την ξεχνούν, να μη την κρύβουν και να μεν την τροποποιούν χάριν πρόσκαιρων συμφερόντων, αν θέλουν να ζουν ελεύθεροι.

Από τον Αύγουστο του 1916 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1918 οι Βούλγαροι, ως σύμμαχοι των Γερμανών, εισήλθαν και κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία. Την περιοχή μας κατέλαβε τότε η 10η βουλγαρική μεραρχία της άσπρης θάλασσας, όπως αποκαλούσαν οι Βούλγαροι το Αιγαίο. Από τον Οκτώβριο του 1916 μέχρι τον Ιούνιο του 1917 στους Βουλγάρους προστέθηκε και η 58η τουρκική μεραρχία.

Στο μικρό διάστημα της παραμονής τους ο λαός μας έπαθε τα πάνδεινα από βούλγαρους και τούρκους φανατικούς, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την ανώμαλη κατάσταση, προκειμένου να βγάλουν πάνω στους Έλληνες τα παλιά κι άσβεστα μίση τους. Ποια ήταν αυτά; Μας τα διηγείται ανάγλυφα η επίσημη αναφορά που απέστειλε στον τότε Έλληνα Υπουργό Εσωτερικών ο κ. Τίτος Γιαλούρης, έπαρχος της Ελλάδος στην περιοχή, μετά τη λήξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, την ήττα των Γερμανών και των συμμάχων τους και την αποχώρηση των Βουλγάρων, από την οποία αναφορά, (που τη βρήκα γραμμένη στη γαλλική γλώσσα και τη μετέφρασα), διαβάζω ελάχιστα αποσπάσματα, που αφορούν και την τύχη της Καρυανής:

Από την περιοχή του Παγγαίου μόνο εξορίστηκαν στη Βουλγαρία 2.250 άνθρωποι, από τους οποίους γύρισαν πίσω μόνο οι 900.

Ο πληθυσμός του Παγγαίου, από 14.000 ορθοδόξους έπεσε στις 7.000 – 8.000, εξ αιτίας των εκτελέσεων, των εξοριών και της αναγκαστικής μετανάστευσης.

Στο Ορφάνι  οι κατακτητές κατεδάφισαν 40 σπίτια κι άφησαν άστεγους 250 ανθρώπους.

Στην Καραυνή κατεδάφισαν 120 σπίτια κι άφησαν άστεγους 595.

Οι κάτοικοι εξαφανίστηκαν. Πολλοί πέθαναν από τη πείνα και τις κακουχίες, άλλοι δεν γύρισαν από την εξορία κι οι επιζήσαντες διασκορπίστηκαν.

Στην αναφορά υπάρχουν και οι προφορικές μαρτυρίες κάποιων που υπέφεραν τα πάνδεινα, συλληφθέντες, εξορισθέντες ή φυλακισθέντες από τους Βουλγάρους, αλλά η παράθεση των τρομερών καταγγελιών τους ξεφεύγει από τους στόχους αυτής της ομιλίας.

Μια Διασυμμαχική Επιτροπή, εξ άλλου, που συστάθηκε μετά το 1918 για να ελέγξει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία από τον βουλγαρικό στρατό, στις αναφορές κι έρευνες που διεξήγαγε κι οι οποίες εκδόθηκαν στη Γαλλία αλλά και στο Λονδίνο το 1919, περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα όσα υπέστη η Καρυανή από τους Βούλγαρους κατακτητές. Οι τελευταίοι μπήκαν στο χωριό, που είχε 646 κατοίκους, στις 6 Αυγούστου του 1916 κι έφυγαν στις αρχές του 1919, αφήνοντάς την μόνο με 146 κατοίκους, μια και είχαν πεθάνει 35 κάτοικοι, 263 είχαν μεταφερθεί ως όμηροι στη Βουλγαρία, από τους οποίους επέστρεψαν μόνο 62 κι οι υπόλοιποι εκπατρίσθηκαν. Στην αναφορά της Διασυμμαχικής Επιτροπής αναφέρεται επίσης ότι καταστράφηκαν 146 οικίες, (έναντι 120 που είχε καταγράψει ο Γιαλούρης) και κλάπηκαν από τους Βουλγάρους 270 βοοειδή, 140 άλογα και μουλάρια, 100 όνοι, 2.000 πρόβατα και 30.000 κατσίκια. Καταθέσεις στη Διασυμμαχική Επιτροπή έδωσαν τότε οι Καρυανιώτες Γεώργιος Αγγέλου, Δημήτριος Β. Καραμούτας, (όμηρος στη Δοβρουτσά με τους δυο γιους του), Παναγιώτης Ρόκκας, Αγάθων Θ. Βακαλόπουλος, Ανδρέας Παπαδόπουλος, Γεώργιος Α’ Παπαδόπουλος, Ιάκωβος Παπαδόπουλος και άλλοι, όπως και η τότε δασκάλα του χωριού, Σμαράγδα Ευγενίδου, που περιέγραψαν με τα μελανότερα χρώματα την πλήρη λεηλασία του χωριού από τους Βούλγαρους στρατιώτες, την αναγκαστική μετοίκηση, τις εξορίες, τους ξυλοδαρμούς και την ομηρεία των κατοίκων της. (22)

Μετά μερικές δεκαετίες όμως οι φίλοι και σύμμαχοί μας Βούλγαροι ξαναγύρισαν στον τόπο μας. Ήταν η περίοδος της τρίτης βουλγαρικής κατοχής της ανατολικής Μακεδονίας, 1941-1943. Οι Βούλγαροι κατακτητές, και πάλι ακολουθώντας τους Γερμανούς, υπέβαλαν σε νέα, τεράστια δοκιμασία την Ανατολική Μακεδονία. Από στους πολίτες που δεινοπάθησαν δεν εξαιρέθηκαν ούτε οι ιερείς. Στο βιβλίο του με τίτλο «μάρτυρες κληρικοί Μακεδονίας – Θράκης, 1941-195» ο Αθανάσιος Παπαευγενίου περιγράφει όσα υπέστη ο ιερέας της Καρυανής Χριστόδουλος Δημανίδης, που είναι χαρακτηριστικά και ενδεικτικά όσων υπέστησαν κι όλοι οι υπόλοιποι πολίτες της Καρυανής: Τρεις ημέρες μετά την άφιξη των Βουλγάρων τον συνέλαβαν οι στρατιώτες, τον έγδυσαν κι ενώ ο αξιωματικός τους τον έδερνε, οι στρατιώτες του πατούσαν τα χέρια και τον έδερναν σ’ όλο το σώμα. Αυτό επαναλήφθηκε τέσσερις φορές και σ’ ελεεινή κατάσταση τον πέταξαν στο δρόμο, από όπου τον μάζεψε η γυναίκα του και η κόρη του. Παρέμεινε στο κρεβάτι για δυο μήνες, αλλά 15 μέρες μετά την ανάρρωσή του τον συνέλαβαν και πάλι και τον οδήγησαν στο Οφρύνιο. Οι πληγές από τον ξυλοδαρμό του υπήρχαν ακόμη. Στο Ορφρύνιο τον έκλεισαν σ’ ένα σταύλο και του απήγγειλαν κατηγορία, ότι είπε δήθεν στους Έλληνες κατοίκους της Καρυανής να μη παραδώσουν τα όπλα τους, αλλά να τα κρύψουν, για να τα χρησιμοποιήσουν κατά των Βουλγάρων. Στη συνέχεια, τον διέταξαν να φύγει στην ελεύθερη Ελλάδα. Πράγματι, ο ιερέας αναχώρησε, στον Στρυμόνα όμως οι Βούλγαροι του αφαίρεσαν τα χρήματά του και τα ζώα του. Πέρασε τον Στρυμόνα κι εγκαταστάθηκε στα παλιά Κερδύλλια, όπου όμως είχε την ατυχία, λίγο αργότερα, να χάσει δύο γιους του, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό κι εξόντωσαν τους άρρενες κατοίκους!

Σαν ένα σπασμένο τζάμι, σαν ένα παζλ, όπως λέμε σήμερα, η ιστορία χρειάζεται υπομονή κι αγάπη, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα μικρά κομμάτια που την συγκροτούν και να δημιουργήσουν ένα σύνολο, τη ζωή και τον πολιτισμό ενός λαού. Θέλω να ελπίζω ότι μ’ αυτή τη μικρή κι ολότελα ερασιτεχνική προσπάθεια, συνεισέφερα κι εγώ όσο μπορούσα στη συγκρότηση του παζλ της ιστορίας του πανάρχαιου αυτού χωριού του Παγγαίου και της γύρω περιοχής, αφήνοντας απ’ έξω βέβαια τον 20ό αιώνα, του οποίου η ιστορία γράφεται ακόμη στις μέρες μας!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. «Bulletin de correspondence hellenique», έτους 1894. Άρθρο του καθηγητής του Πανεπιστημίου του Nancy της Γαλλίας Paul Perdrizet με τίτλο«Voyage dans la Macedoine premiere».
2. Ομάδα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης 2000-2001 ενιαίου Λυκείου Ποδοχωρίου, «παραδοσιακοί οικισμοί της περιοχής μας».
3. Χρονικά αρχαιολογικού δελτίου, τόμος 37 (1982) – ανάτυπο της ΙΗ’ Εφορείας προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων).
4. Δημ. Σαμσάρη, «το οδικό δίκτυο της Ανατολικής Μακεδονίας από τα αρχαϊκά χρόνια ως τη ρωμαϊκή κατάκτηση», Μακεδονικά 14 (1974), σελ. 123 επόμ.
5. Οι συνέπειες από τη ρωμαϊκή κατάκτηση και πολιτική στις ελληνικές αποικίες των παραλίων της αιγαιακής Θράκης, (Ανακοίνωση από το 2ο Διεθνές Συμπόσιο Thracia Pontica II, που έγινε στη Σωζόπολη της Βουλγαρίας το 1982.
6. Γεωργίου Μπακαλάκη - Γ.Ε. Μυλωνά, «Γαληψός, Θασίων εμπόριον».
7. Μνήμη Λαζαρίδη. Πόλις και Χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη. Άρθρο της ΧάϊδωςΚουκούλη – Χρυσανθάκη με τίτλο «τα μέταλλα της Θασιακής Περαίας».
8. Archives de l’ Athos - Actes de Lavra, τόμος 1ος - έκδοση 1970 στο Παρίσι).
9. Archives de l’ Athos - Actes de Παντοcrator, τόμος 2ος - έκδοση 1964 στο Παρίσι).
10. Κατεπανίκια της Μακεδονίας, άρθρο του καθηγητή Γεωργίου Ι. Θεοχαρίδη στα Μακεδονικά έτους 1954.
11. Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833, σελ. 216.
12. Χάϊδως Κουκούλη – Χρυσανθάκη, αρχαιότητες και μνημεία Ανατολικής Μακεδονίας, Αρχαιολογικό Δελτίο 30 (1975) (μέρος Β’ 2, Χρονικά), σελ. 286.
13. Γ.Κ. Παπάζογλου, «Μεταφρασμένα τούρκικα έγγραφα του μετοχίου «Ορφάνη» της μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους (1535-1733),
14. Γ.Κ. Παπάζογλου, δύο έγγραφα σχετικά με την πώληση του «Ρουφανίου» στον Χατζή Μουσταφάγα, Μακεδονικά, τόμος 27ος, 1989-1990, σελ. 403 επόμ.
15. Αρχιμ,. Γαβριήλ Διιονυσιάτη, ανακοίνωση με τίτλο «καθορισμός τόπου μαχών του Νικοτσάρα το 1806, στα Πρακτικά του Α’ τοπικού συμποσίου «Η καβάλα και η περιοχή της», σελίδα 97.
16. Αθανασίου Ε. Καραθανάση, ο κόλπος του Ορφανού και η περιοχή του, έκδοση του 1998.
17. Αιμίλιου Δημ. Μαυρουδή, η ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως.
18. Πίναξ γενικός των εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία ελληνικών σχολείων, (εν Κωνσταντινουπόλει 1902).
19. Ανακοίνωση της Αγγελικής Κιουρτσή – Μιχαλοπούλου στα Πρακτικά του Β’ τοπικού συμποσίου «Η ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ», (26-29/9/1986),. Τόμος Α’, σελ. 232.
20. Γ.Ν. Φιλιππίδη, «περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως», στα Μακεδονικά, Α’ τόμος (1877), σελ. 286.
21. Αθανασίου Ε. Καραθανάση, Ο κόλπος του Ορφανού και η περιοχή του.
22. Raports et enquetes de la Commission Interalliee sur le violations du droit des gens comisses en Macedoine Orientale par les Armees Bulgares, (Nancy-Paris - Strasburg 1919).
 
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΣΤΕΡΗ 2
64100 ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ
 

 

ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ: ΜΙΑ   ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΑΡΤΗΡΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Η αρχαία Εγνατία Οδός, που η διάρκεια ζωής της ξεπέρασε τις δυο χιλιάδες χρόνια, ήταν ήδη από τη στιγμή που κατασκευάστηκε η βασικότερη, οδική και συνάμα πολιτισμική αρτηρία, μέσω της οποίας διακινούνταν άνθρωποι, εμπορεύματα και κυρίως νέες ιδέες, σε τέτοια έκταση και με τέτοια ένταση, ώστε δίκαια θα μπορούσε να λάβει τον τίτλο ενός από τους βασικότερους άξονες διάδοσης κι ανάπτυξης του σύγχρονου, παγκόσμιου πολιτισμού. Παίρνοντας σαν αφορμή τις πιο πάνω σκέψεις, αλλ' έχοντας προ οφθαλμών και τις αμφιβολίες που γεννήθηκαν κατά καιρούς, σχετικά με την ακριβή πορεία της Οδού από την περιοχή του Παγγαίου, όπως και την μεγάλη σημασία της για την ιστορική και πολιτισμική ανάπτυξη της περιοχής μας, κρίνω σκόπιμο να δημοσιεύσω το κεφάλαιο με τίτλο "ΦΙΛΙΠΠΟΙ, ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΗΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ" από το θαυμάσιο και μέχρι και σήμερα ακόμη μοναδικό σύγγραμμα του μεγάλου Γάλλου αρχαιολόγου P. Collart, που με τον τίτλο: "Philippes, ville de la Macedoine, depuis ses origines jusqu' a la fin de l' epoque romain, (δηλαδή: Οι Φίλιπποι, πόλη της Μακεδονίας, από τις απαρχές τους μέχρι το τέλος της ρωμαϊκής εποχής), εκδόθηκε στο Παρίσι το έτος 1935 σε γαλλική γλώσσα. Η μετάφραση έγινε με την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, δεν επιμένω όμως στο κείμενό μου αυτό στην επακριβή διατύπωση όρων δυσνόητων στον μέσο αναγνώστη, που δεν έχει ειδικές αρχαιολογικές ή ιστορικές γνώσεις. Τέλος θα παραλείψω και κάποιες ακατανόητες ή άχρηστες για τον αναγνώστη παραπομπές κι επεξηγήσεις, ξένων ιδιαίτερα συγγραφέων, με στόχο το ανάγνωσμα αυτό να γίνει όσο γίνεται πιο εύληπτο και κατανοητό, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων. Τέλος οφείλω να δηλώσω ότι δεν κάνω τίποτε περισσότερο, από το να φέρω κοντά σας ένα κείμενο ιδιαίτερα σημαντικό για την γνώση της ιστορίας του τόπου μας, πλην όμως, δυστυχώς μέχρι σήμερα, άγνωστο και μη μεταφρασμένο στα ελληνικά κι ότι αυτό αποτελεί τη μόνη επιδίωξη και την μόνη φιλοδοξία μου.

Τέλος, πρέπει να επισημάνω ότι το κείμενο πρέπει να διαβαστεί με τη σκέψη ότι όταν γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, υπήρχε ακόμη το έλος της πεδιάδος των Φιλίππων).

Θόδωρος Λυμπεράκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η οδός πάνω στην οποία ήταν κτισμένοι οι Φίλιπποι και η οποία διέσχιζε δια μέσου της πόλεως το στενό πέρασμα που άφηναν τα έλη στα ριζά των πλευρών της Ακρόπολης, ήταν παλιότερη από την εγκατάσταση των Ρωμαίων στην περιοχή. Χρησιμοποιώντας την σαν decumanus (= μέσο είσπραξης του φόρου της δεκάτης), οι ιδρυτές της αποικίας εξασφάλιζαν με την βοήθειά της (για την πόλη τους) διαρκή οφέλη από τις μεταφορές τόσο από την Ανατολή όσο κι από την Ιταλία, των οποίων (μεταφορών) αυτή η οδός αποτελούσε το κανάλι.

Ήδη πολύ παλιά, η μόνη δυνατή επικοινωνία, από την ξηρά, ανάμεσα στον Ελλήσποντο και στην ηπειρωτική Ελλάδα, ακολουθούσε σ' όλο το μήκος της την βόρεια ακτή του Αιγαίου πελάγους, ακουμπούσε την πεδιάδα των Φιλίππων και διέσχιζε τον Στρυμόνα κοντά στην Αμφίπολη. Ηταν η οδός την οποία χρησιμοποιούσαν συχνά τα περσικά, ελληνικά και μακεδονικά στρατεύματα. (1) Και πολύ παλιά επίσης, τα προϊόντα της λεκάνης του Αιγαίου πελάγους και της Μαύρης θάλασσας ανταλλασσόταν μ' αυτά της λεκάνης της Αδριατικής μέσω της τομής που παρουσιάζει, στο ύψος του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης, η κεντρική οροσειρά της βαλκανικής χερσονήσου, τομή προκαλούμενη από τις λίμνες του Οστρόβου, της Πρέσπας και της Οχρίδος (2). Συνδεόμενοι ο ένας με τον άλλο, αυτοί οι δυο φυσικοί δρόμοι αποτελούσαν τον πιο άμεσο και τον πιο κατάλληλο σύνδεσμο ανάμεσα στη βόρεια Ιταλία και στη Μικρά Ασία και παρατηρεί κανείς πως δεν απομακρυνόταν καθόλου από μιαν ίσια γραμμή που θα μπορούσε κανείς να χαράξει από το Μπρίντεζι μέχρι την εκβολή του Έβρου και να την επιμηκύνει από εκεί μέχρι το Βυζάντιο.

Οι Ρωμαίοι μπόρεσαν πολύ γρήγορα να εκτιμήσουν τη σπουδαιότητα αυτών των οδών, αφότου πέτυχαν τους στόχους τους προς την ανατολή, στην Μακεδονία και στην ανατολική ακτή της Μικράς Ασίας. Αυτή η σπουδαιότητα δεν μπορούσε παρά να φανεί στα μάτια τους ακόμα μεγαλύτερη, με την κατάκτηση της Ανατολής.

Από το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι είχαν επισκευάσει την εν λόγω οδό. Εν πάση όμως περιπτώσει, επειδή δεν υπάρχει κάποιο κείμενο που ν' αναφέρεται ρητά επ' αυτού του θέματος, μπορούμε να βασιστούμε, αφενός μεν στο γεγονός ότι ο Πολύβιος, που την μνημονεύει (αυτή την οδό), πέθανε στα 125 π.Χ. και αφετέρου στο ότι η Μακεδονία έγινε (Ρωμαϊκή) επαρχία το 146 π.Χ. και να τοποθετήσουμε την κατασκευή της ανάμεσα σ' αυτές τις δύο ημερομηνίες. Εξ άλλου, όπως και οι συνθήκες ένταξής της στο δίκτυο των μεγάλων ρωμαϊκών οδών, έτσι και η ακριβής προέλευση του ονόματός της, Via Egnatia, δεν μας είναι γνωστή. Αναφερθέν από παλιά από τον Στράβωνα και ίσως ήδη κι από τον Πολύβιο (3), αυτό (το όνομα) της δόθηκε πιθανά από κάποιον Εγνάτιο, τον κατασκευαστή της, προσωπικότητα άγνωστη από άλλες πηγές. Πρέπει, πράγματι, οπωσδήποτε να μη δεχθούμε, παρά τη γνώμη πολυάριθμων σοφών, τη σύγκριση του ονόματός της με το όνομα της πόλης Γνάθια (ή Εγνάτια), που βρίσκεται στην ιταλική ακτή της Αδριατικής, ανάμεσα στο Μπάρι και το Μπρίντεζι, σύγκριση που δεν δικαιολογείται, ούτε από την ετυμολογία, ούτε από την τοπογραφία, ούτε από την ιστορία. Από τον Στράβωνα γνωρίζουμε ακόμη ότι αυτή η οδός είχε μετρηθεί και ήταν εφοδιασμένη με οριοδείκτες, σε μιαν απόσταση 535 μιλλίων, από την Αδριατική μέχρι τον Εβρο (4). Τον Μάη του 56 π.Χ. ο Κικέρων ανησυχούσε που την έβλεπε ν' απειλείται από τις επιδρομές των βαρβάρων. Και η στρατιωτική αξία που της απέδιδαν, μνημονεύοντάς την με τις λέξεις via militaris (στρατιωτική οδός) επρόκειτο σύντομα να επιβεβαιωθεί εκ νέου, με τις μεταφορές στρατευμάτων που πραγματοποιούνταν πολύ συχνά, στη διάρκεια των Εμφυλίων Πολέμων, ανάμεσα στο Δυρράχιο και στην Ανατολική Μακεδονία (5). Τέλος, πιο αργότερα ακόμη, η Εγνατία Οδός έγινε το απαραίτητο εργαλείο για την καλή διοίκηση των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας και για τις κατακτήσεις, για τις οποίες η διάβαση των στρατευμάτων προς τα όλο και πιο μακρινά σύνορα έπρεπε να γίνεται ανεμπόδιστα (και να είναι) πιο άνετη και πιο γρήγορη. Για την φροντίδα που επέδειξαν οι από τον Τραϊανό και μετά αυτοκράτορες για να εξασφαλίσουν τη καλή συντήρησή της, μαρτυρούν εννιά μιλλιάρια που βρέθηκαν σε διαφορετικά σημεία στο διάβα της (6).

Απ' αυτούς τους οροδείκτες, αλλά κυρίως από τις περιγραφές του Στράβωνος κι από τις ακριβείς ενδείξεις των Ιtineraires (Δρομολογίων, Οδοιπορικών), η πορεία της Εγνατίας Οδού μας είναι γνωστή με μεγάλη ακρίβεια (7). Από το διπλό σημείο εκκίνησής της στην Αδριατική, το Δυρράχιο και την Απολλωνία (8), την ακολουθούμε βήμα προς βήμα δια μέσου των βουνών της Μακεδονίας, δια της Λυχνιδού, της Ηρακλείας της Λυγκιστικής, της Εδέσσης και της Πέλλης, μέχρι τη Θεσ/νίκη, όπου αυτή άγγιζε για πρώτη φορά το Αιγαίο Πέλαγος (9). Μετά από εκεί, τέμνοντας την Χαλκιδική και πηγαίνοντας γύρω από τη βόρεια πλευρά του Παγγαίου, δια της Απολλωνίας, της Αμφιπόλεως και των Φιλίππων μέχρι το λιμάνι αυτής της αποικίας, τη Νεάπολη, στρεφόταν ήδη προς την Μικρά Ασία. Τέλος, πήγαινε παράλληλα προς την ακτή μέχρι τον Έβρο κι από εκεί προς την Πέρινθο και το Βυζάντιο από τη μια μεριά, ή προς τον Ελλήσποντο από την άλλη (10).

Όσο μακρά κι αν ήταν, εξ άλλου, από την Αδριατική μέχρι την Προποντίδα, αυτή (η οδός) δεν ήταν ειμή ένα τμήμα της μεγάλης οδού που οδηγούσε από την Ρώμη προς την Ανατολή, ο δεσμός όμως με τον οποίο έδενε τη Ρώμη με την Ανατολή ήταν εκείνος που της προσέδιδε όλη τη σπουδαιότητά της. Επίσης οι θαλάσσιες οδοί που την συνέδεαν από τη μια μεριά με τα λιμάνια της νότιας Ιταλίας, από την άλλη μεριά μ' αυτά της Μικράς Ασίας δεν μπορούν να διαχωριστούν (να θεωρηθούν ξένα) απ' αυτήν. Από το Μπρίντεζι περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της κυκλοφορίας που διέσχιζε την Αδριατική και το Ιόνιο Πέλαγος, διότι η αποβίβαση στο Μπρίντεζι θεωρείτο ως η πιο σίγουρη, η πιο ταχεία και η πιο εύχρηστη (κατάλληλη) οδός γι' αυτούς που επέστρεφαν στην Ιταλία από την Ασία, την Ελλάδα ή την Μακεδονία (11). Αυτό το λιμάνι ήταν, πράγματι, απευθείας συνδεδεμένο με τη Ρώμη δια της Αππίας Οδού, της οποίας αποτελούσε το πέρας (το τέρμα) ήδη από την αρχή του 2ου αιώνα π.Χ. και το οποίο (λιμάνι) παρέκαμπτε από το Μπρίντεζι ως το Μπενεβέντουμ, η ημιονική οδός που έγινε αργότερα η Via Trajana. Ετσι ήταν φυσικό να θεωρηθεί η Εγνατία Οδός ήδη από την κατασκευή της, ως προέκταση πέραν της θαλάσσης, αυτής της "βασίλισσας των οδών της Αυτοκρατορίας" (12). Aπό το Μπρίντεζι, το πέρασμα της θάλασσας πραγματοποιούνταν αρχικά αδιακρίτως προς την Απολλωνία ή προς το Δυρράχιο (Επίδαμνο), αργότερα πολύ συχνότερα προς το Δυρράχιο, όπου η ναυσιπλοΐα εύρισκε (συναντούσε), υπό δύο έννοιες, τις πιο ευνοϊκές συνθήκες (13). Διέπλεαν επίσης (τη θάλασσα) προς την Αυλώνα (Βαλόνα) από το Μπρίντεζι και προπάντων από το Οτράντο (Hydruntum), το οποίο απέκτησε όψιμα μεγάλη σπουδαιότητα (14).

Από την πλευρά του Αιγαίου Πελάγους οι ταξιδιώτες διέσχιζαν τον Βόσπορο από το Βυζάντιο, από τον Ελλήσποντο, από την Σηστό ή από την Καλλίπολη. Αλλ' όσοι δεν επιθυμούσαν να πραγματοποιήσουν το ταξίδι τους από τη ξηρά μέχρι τα στενά (του Ελλησπόντου), είχαν τη δυνατότητα να επιβιβαστούν σε πλοίο ήδη από τη Νεάπολη (ενν. τη σημερινή Καβάλα) και να βρεθούν απευθείας στη Μ. Ασία μέσω μιας πολυσύχναστης θαλάσσιας οδού η οποία, περνώντας δίπλα από τη νήσο Σαμοθράκη, ένωνε αυτό το λιμάνι με την Αλεξάνδρεια της Τρωάδος (15).

Εξ αιτίας της ύπαρξης αυτής της θαλάσσιας οδού, οι Φίλιπποι είχαν πάνω στην Εγνατία Οδό μια θέση ιδιαίτερα προνομιακή. Το λιμάνι της Νεαπόλεως, πράγματι, βρισκόταν στην περιοχή της αποικίας και οι Φίλιπποι, στους οποίους αυτό υπαγόταν, γινόταν εξ αιτίας αυτού του γεγονότος για τους ταξιδιώτες ένας σπουδαίος σταθμός στο ταξίδι τους. Η πόλη ωφελήθηκε πολύ κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ύπαρξής της, τότε που η συντήρηση της χερσαίας οδού πέραν του Έβρου παρουσίαζε ίσως προβλήματα και η διάβαση μέσω της συχνά επαναστημένης Θράκης φαινόταν ίσως αβέβαιη (16). Εξ άλλου, από κάθε άποψη, η θαλάσσια οδός αποτελούσε τον πιο σύντομο και πιο ευχάριστο σύνδεσμο ανάμεσα στη Μακεδονία και στη Μικρά Ασία.

Μέσω αυτής (της οδού) οι Φίλιπποι μπορούσαν να διατηρούν συνεχείς σχέσεις με την Πέργαμο, τη Σμύρνη ή την Έφεσο. Και περισσότερο από κάθε άλλη πόλη της βόρειας ακτής του Αιγαίου πελάγους, αυτή ήταν στραμμένη προς την Ανατολή, από την οποία έτσι δεχόταν άμεσα τις επιδράσεις.

Η πορεία της Εγνατίας οδού μέσα από την περιοχή της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων μπορεί επακριβώς να προσδιοριστεί, από τον ένα στον άλλο σταθμό των Οδοιπορικών, τόσο με την μελέτη της μορφολογίας της περιοχής όσο και με τη βοήθεια των αρχαιολογικών ανακαλύψεων οι οποίες παρέχουν πολύτιμες γνώσεις. Από τον Στρυμόνα μέχρι το Νέστο, μπορεί κανείς να την χωρίσει σε τρία τμήματα, τα οποία έκλειναν ανάμεσα στους δυο ποταμούς, τις πόλεις των Φιλίππων και της Νεαπόλεως.

Η απόσταση από την Αμφίπολη μέχρι τους Φιλίππους υπολογιζόταν σε 32 ή 33 ρωμαϊκά μίλλια και μόνο το Ιtineraire (Oδοιπορικό) από το Μπορντό στην Ιερουσαλήμ κατονομάζει δύο ενδιάμεσους σταθμούς (mutationes), τους σταθμούς Ad Duodecim και Domeros, τους οποίους οι αποστάσεις που μας είναι γνωστές, θα μας επιτρέψουν κατά προσέγγιση να εντοπίσουμε (17).

Ακόμη κι αν δεν υπήρχε καμία ένδειξη πάνω στο έδαφος, φαίνεται πιθανό πως η ρωμαϊκή οδός πρέπει να περνούσε γύρω από τη βόρεια πλευρά του ορεινού όγκου του Παγγαίου και του έλους (ενν. των Φιλίππων). Αντιθέτως, η οδός την οποία ακολούθησε ο Ξέρξης, καθώς, στον περασμένο αιώνα και η Τουρκική οδός, πήγαιναν κατά μήκος της νότιας πλευράς του Παγγαίου, ακολουθώντας την Πιερία Κοιλάδα, έβγαιναν (ξεχυνόταν) στη πεδιάδα από το σημείο όπου βρίσκεται το Πράβι και περνούσαν την παραλιακή οροσειρά του Συμβόλου πίσω από την Καβάλα. Αυτές οι δύο τελευταίες οδοί, (ενν. την οδό του Ξέρξη και την Τουρκική οδό) ένωναν πράγματι, κι η μια κι η άλλη, ευθέως, τη διάβαση του Στρυμόνος με το λιμάνι της Νεαπόλεως (Καβάλας), χωρίς να δημιουργούν την υποχρέωση διέλευσης από τους Φιλίππους. Αλλά (για να μεταβεί κανείς) από την Αμφίπολη μέχρι τους Φιλίππους, είναι ακριβώς από τα βόρεια του Παγγαίου που τα φυσικά εμπόδια απαιτούσαν όσο το δυνατό μικρότερους ελιγμούς. Κι όπως αυτά εδώ τα εμπόδια μέχρι σήμερα (εννοεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930), παρέμειναν ίδια, τα ίχνη της ρωμαϊκής οδού θα πρέπει ν' αναζητηθούν κατά μήκος των οδών από τις οποίες δεν μπορεί κανείς, ακόμη και στις μέρες μας ν' απομακρυνθεί, εξ αιτίας των γκρεμών του όρους (Παγγαίου) και της εξάπλωσης των νερών που καλύπτουν την πεδιάδα. Ήδη, η ανακάλυψη ενός μιλλαρίου, (τα μιλλιάρια ήταν πέτρινες στήλες που είχαν πάνω τους γραμμένες τις αποστάσεις μεταξύ των σταθμών της Εγνατίας Οδού), στην Προβίστα, σε μικρή απόσταση από την Αμφίπολη, αλλά στη βόρεια πλευρά του Παγγαίου, είχε έλθει για να επιβεβαιώσει αυτή την άποψη (18). Έκτοτε κι άλλες ενδείξεις βρέθηκαν, πιο κοντά στους Φιλίππους και στην ίδια τη περιοχή της αποικίας. Ανάμεσα στο Παγγαίο και τους Φιλίππους, τα έλη καταλαμβάνουν μια τεράστια αδιάβατη επιφάνεια. Για να τα διασχίσει κανείς, πρέπει ν' ανέβει βόρεια μέχρι το σημείο όπου τα νερά τους μαζεύονται και ρέουν προς το πιθανόν τεχνητό φαράγγι της Μπάνιτσας. Σ' αυτό τον τόπο, που ονομάζεται Κούροβο, μια γέφυρα με πέντε αψίδες υπερπηδά το κανάλι του έλους και, παρά τις επισκευές στις οποίες πρέπει να υποβλήθηκε για να εξασφαλιστεί μέχρι τις μέρες μας η βιωσιμότητα του περάσματος, μπορούμε να θεωρούμε την κατασκευή της πολύ παλιά: Η ιδιαίτερα φροντισμένη εργασία των περιτόξων με τους τέλεια συνδεδεμένους σφηνόλιθους, η παρουσία τριών εμβόλων ανάμεσα στις αψίδες, η θέση του έργου τέλος, στην τοποθεσία ακριβώς όπου αναζητούσαν την Εγνατία Οδό, επιτρέπουν να την θεωρήσουμε ως ρωμαϊκή. Και αν τη συγκρίνουμε, με μια πιο μικρή αλλά καλύτερα διατηρημένη γέφυρα που βρίσκεται εκεί κοντά, και της οποίας δεν αμφισβητείται η παλαιότητα, γίνεται ακόμη πιο σίγουρο αυτό το συμπέρασμα (19). Αυτή η δεύτερη γέφυρα προσδιορίζει την ύπαρξη ενός παρακλαδιού της οδού, στην αρχή του οποίου βρισκόταν, όπως θα δούμε, ένας αρκετά σημαντικός σταθμός. Από κεί, για να φτάσουν στους Φιλίππους, επί της δεξιάς όχθης οι δρόμοι περνούν σήμερα από τα χωριά Καρά - καβάκ, Καλαμπάκι και Μπόριανη. Αλλ' η ρωμαϊκή οδός μπορεί να πήγαινε πιο κοντά στο όριο του έλους, ανάμεσα από τις καλύτερα αποξηραμένες περιοχές, όπως αποδεικνύουν δύο μνημεία που την οριοθετούσαν: το πρώτο, ένα μιλλιάριο, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στους αγρούς όχι μακριά από το χωριό Καλαμπάκι και αποδίδεται οπωσδήποτε στην Εγνατία Οδό από την ίδια την επιγραφή που έχει πάνω του (20). Το δεύτερο, η μνημειακή αψίδα κάτω από την οποία αυτή η οδός περνούσε τη στιγμή που έκοβε την γραμμή του pomerium της πρωτεύουσας της αποικίας (εννοεί την βορειοδυτική μνημειακή πύλη της αρχαίας πόλης των Φιλίππων) και η οποία δείχνει ακριβώς τη κατεύθυνση. Τέλος, στο ίδιο το εσωτερικό της πόλης, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την πορεία της ρωμαϊκής λεωφόρου, που έχει βρεθεί σε πολλά σημεία.

Ανάμεσα στους Φιλίππους και τη Νεάπολη, η απόσταση ήταν από 10 ως 12 μίλλια (21), ανταποκρινόμενη σ' αυτή που μετράμε σήμερα ανάμεσα στα ερείπια των Φιλίππων και την Καβάλα (22). Εκεί πρέπει ν' αναζητήσουμε τη πηγή που αναφέρεται πάνω στον Πευτιγγεριανό Πίνακα με την ονομασία Fons co, της οποίας το νόημα παρέμενε επί μακρόν άγνωστο. Έχοντας θεμελιώσει, με διάφορα παραδείγματα, ότι η ένδειξη co σημαίνει μιαν απόσταση ενός μιλλίου, ο O. Cuntz τοποθετούσε αυτή την πηγή κοντά στην Καβάλα (23), αλλ' οι ενδείξεις του Πίνακα είναι σ' αυτό το σημείο, αποδεδειγμένα εσφαλμένες και είμαστε υποχρεωμένοι, με κάθε τρόπο, να τις διορθώσουμε. Η υπόθεση του Ο. Cuntz χρειάζεται μια προσθήκη και μια διόρθωση, χωρίς να επιβάλλεται από κάποιους λόγους τοπογραφίας. Μια απολύτως ευλογοφανής επίσης εικασία θα επέτρεπε να τοποθετήσουμε την υπό κρίση πηγή στο Ντικιλί - Τάς, δηλαδή ακριβώς ένα (ρωμαϊκό) μίλλι από τους Φιλίππους. Σ' εκείνο το σημείο, μια πλούσια πηγή από την οποία γεννιέται ένα ρυάκι, μια συστάδα δένδρων, μερικά κτίρια προσδιόριζαν ανέκαθεν μια στάση της οδού, κι αυτή η ταύτιση ταιριάζει απόλυτα με την πορεία της οδού που είχε ήδη προτείνει ο L. Ηeuzey (24). Πρέπει συνεπώς να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε αυτή την ταύτιση (εννοεί, του σταθμού της Εγνατίας Οδού που είχε το όνομα Fons, με το Ντικιλί Τας στους Φιλίππους, στα νοτιοανατολικά όρια των σημερινών Κρηνίδων), σε συνάρτηση με τα δεδομένα του Πευτιγγεριανού Πίνακα. Εξ αιτίας του γεγονότος ότι η παραλιακή οροσειρά συνιστά ένα εμπόδιο το οποίο δεν μπορεί κανείς να διασχίσει εύκολα, παρά μόνον από ένα σημείο της, η Εγνατία Οδός και η σύγχρονη οδός πρέπει να έχουν, σ' αυτό (ακριβώς) το σημείο της πορείας τους, ταυτόσημη χάραξη. Αλλ' αν η τοπογραφία ορίζει (δείχνει τη χάραξη αυτή) καθαρά, τα ρωμαϊκά ερείπια εκεί είναι σπάνια.

(Σημείωση μεταφραστού: Ήδη η πιο πάνω άποψη του συγγραφέα του μεταφραζομένου έργου έχει αποδειχθεί εσφαλμένη, μια και η αρχαιολογική σκαπάνη, υπό την εποπτεία της Προϊσταμένης της ΙΗ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, κ. Χάϊδως Κουκούλη - Χρυσανθάκη, έφερε στο φως στο νοτιοδυτικό άκρο του υψώματος "Βασιλάκι", δηλαδή του υψώματος που εκτείνεται αριστερά της σημερινής Εθνικής οδού Θεσσαλονίκης - Καβάλας και στο σημείο ακριβώς πριν από τη στενή διάβαση από την οποία η εν λόγω οδός μπαίνει στο συνοικισμό Σταυρός (ή Διασταύρωση) Αμυγδαλεώνα, μια σημαντική ρωμαϊκή εγκατάσταση, της οποίας η λειτουργία συνεχίστηκε μέχρι και τα βυζαντινά χρόνια, η οποία, σε συνάρτηση και με άλλα ευρήματα, (πηγάδια, πηγή νερού, ένα ρωμαϊκό μιλλιάριο της Εγνατίας οδού που βρέθηκε εκεί κοντά), κάνουν ολότελα πιθανή την ταύτιση αυτής της εγκατάστασης με τον ρωμαϊκό σταθμό της Εγνατίας οδού Fons co και δίνουν δίκιο στον Ο. Cuntz, που υπολόγιζε την απόσταση του ενός μιλλίου του εν λόγω σταθμού πάνω στον Πευτιγγεριανό Πίνακα με αφετηρία τη Νεάπολη, σημερινή Καβάλα κι όχι τους Φιλίππους – Δείτε για όλα αυτά και πολλά άλλα, πολύ ενδιαφέροντα θέματα, την ωραία μελέτη της Σταυρούλας Σαμαρτζίδου με τίτλο "Εγνατία Οδός, από τους Φιλίππους στη Νεάπολη", που περιλαμβάνεται στον μνημειώδη τόμο των Πρακτικών του Αρχαιολογικού Συνεδρίου που έγινε στην Καβάλα στις 9-11 K Xίου 1986 και τα οποία εκδόθηκαν με τίτλο "Μνήμη Δ. Λαζαρίδη - Πόλις και Χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη". Αξίζει επίσης στο σημείο αυτό, επεκτείνοντας ακόμη λίγο την παρένθεση που ανοίξαμε, να παραθέσουμε ένα μόνο μικρό τμήμα από την εν λόγω αξιόλογη μελέτη, που αναφέρεται στην πορεία της Εγνατίας Οδού από τους Φιλίππους μέχρι τη Νεάπολη: "Ξεκινώντας από το Forum (Ρωμαϊκή αγορά των Φιλίππων) η Εγνατία έβγαινε από την πόλη περνώντας την "πύλη της Νεάπολης" και κατευθυνόταν προς το Ντικιλί Τας διασχίζοντας το προάστειο ανατολικά των Φιλίππων. Λίγο πριν από το δεύτερο μιλλιάριο ο δρόμος κάμπτονταν προς τα νοτιοανατολικά και, αποφεύγοντας τα τενάγη με τη βοήθεια γεφυρών πλησίαζε στον Αμυγδαλεώνα παίρνοντας ήδη μία νότια κλίση. Πρέπει δηλαδή μέχρι τον Αμυγδαλεώνα να ακολουθεί μια πορεία περίπου παράλληλα και 100-300 μ. ανατολικώτερα από τον παλιό δρόμο Καβάλας - Δράμας και να διασταυρώνεται με τον σημερινό δημόσιο δρόμο κοντά στο αεροδρόμιο Αμυγδαλεώνα... Στη θέση του μιλλιαρίου VI ο δρόμος, όπως διαπιστώθηκε, κατευθύνεται ήδη προς τα νότια και η λογική προέκτασή του μας οδηγεί στο ύψωμα "Βασιλάκι" και μάλιστα προς την δυτική του πλευρά. Είναι φυσικό λοιπόν να υποθέσουμε ότι η Εγνατία περιέτρεχε τους δυτικούς πρόποδες του υψώματος και μετά, περνώντας από στενή δίοδο μεταξύ Συμβόλου και "Βασιλάκι" (σημ. μεταφρ. εννοεί το στενό από το οποίο και η σημερινή Εθνική Οδός, ερχόμενη από Ελευθερούπολη, "μπαίνει" στη Διαστάυρωση) ανηφόριζε στα υψώματα του βουνού, (εννοεί το τμήμα της  Οδού στο ύψωμα προς Αγιο Σύλλα, όπου φαίνονται πλέον και σήμερα τα ίχνη της. Ας επιστρέψουμε όμως στη μετάφρασή μας:)

Είναι αλήθεια ότι έχει αναγνωριστεί στους Φιλίππους το σημείο αναχώρησης της αρχαίας οδού, στην ίδια τοποθεσία όπου αυτή έτεμνε την οχύρωση της πόλης κι ότι οι τάφοι που υπήρχαν εκατέρωθεν αυτής επιτρέπουν να την ακολουθήσουμε για κάποιο διάστημα. Όμως εσφαλμένα ο C. Fredrich περιέγραψε υπολείμματα (αυτής) στην κορυφή του λόφου του Συμβόλου: Το μονοπάτι που είδε ο τελευταίος σ' εκείνο το σημείο δεν είναι παρά ένα καλντερίμι της τουρκικής εποχής. Αντίθετα, στη Νεάπολη, της οποίας το όνομα φαίνεται όχι μόνο στο μεγαλύτερο μέρος των Οδοιπορικών, αλλ' ακόμη και πάνω στην επιγραφή ενός μιλλιαρίου που ανακαλύφθηκε στη Θεσσαλονίκη (25), βρήκαν ένα μιλλιάριο της Εγνατίας Οδού (26). Πιο πέρα, προς τ' ανατολικά, η ρωμαϊκή οδός ακολουθούσε την ακτή και διέσχιζε, εννέα μίλλια μετά την Καβάλα, τα απόκρημνα στενά του Ακοντίσματος, (σημ. μεταφρ: πρόκειται για ρωμαϊκό σταθμό της Εγνατίας Οδού που βρισκόταν στους λόφους όπου σήμερα βρίσκεται το θεατράκι της Νέας Καρβάλης), τα οποία περικλείονται ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα (27). Στη συνέχεια αυτή διέσχιζε την μεγάλη πεδιάδα που σχηματίζουν οι προσχώσεις του Νέστου, (σημ. μεταφρ. εννοεί τη σημερινή πεδιάδα Χρυσουπόλεως). Ο επόμενος σταθμός, η Τόπειρος, ήταν απολύτως γειτονική στον ποταμό (28), (σημ. μεταφρ.: Πρόκειται για τα ερείπια της αρχαίας πόλης που βρίσκονται δεξιά και αριστερά της Εθνικής Οδού Καβάλας -Ξάνθης, πριν εισέλθει κανείς στη γέφυρα του Νέστου).

Όποια κι αν ήταν η σημασία της, η Εγνατία Οδός δεν εξασφάλιζε από μόνη της τις επικοινωνίες των Φιλίππων με το εξωτερικό. Ένα ολόκληρο δίκτυο από δευτερεύουσες οδούς ένωνε την πόλη με άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης κι εξυπηρετούσε ταυτόχρονα όλα τα σημεία της τεράστιας περιοχής της αποικίας. Διάφορα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία μας ενημερώνουν γι' αυτό.

Δυο ρωμαϊκές γέφυρες, που απέχουν γύρω στα 4 χιλιόμετρα η μια από την άλλη και βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα της πεδιάδας, δίνουν τη θέση (πορεία) μιας απ' αυτές τις οδούς. Η πρώτη (γέφυρα), γνωστή από παλιά με τ' όνομα Καντίμ - κιοπρού, διασχίζει, κοντά στα χωριά Φωτολείβος και Μπάνιτσα, το σημαντικό υδάτινο ρεύμα που έρχεται από το βάθος της κοιλάδας της Προσωτσάνης και πηγαίνει να χυθεί στο κοντινό και ομαλοποιημένο σήμερα κανάλι του έλους (28). Καθώς αυτή η γέφυρα αποτελεί ακόμη (και σήμερα) τμήμα της οδού που οδηγεί στην Αλιστράτη, συχνά επισκευάστηκε, και η μια από τις τρεις αψίδες της καθώς και το κρηπίδωμά της είναι σύγχρονα. Αλλ' η αρχαιότητα των άλλων δύο αψίδων (της) δεν μπορεί ν' αμφισβητηθεί: αυτές είναι κατασκευασμένες από όμορφες λαξευτές πέτρες συναρμοσμένες με φροντίδα. Το βάθρο που τις χωρίζει προστατεύεται, έναντι του ρεύματος, από ένα έμβολο και παρουσιάζει, προς τα κάτω, ένα σηκό κι ένα ορθογώνιο περικόσμημα, που πιθανά είχε σαν προορισμό του να περιέχει μιαν επιγραφή. Επί πλέον, ανάμεσα στα αρχαία υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την αναστήλωση (επισκευή) των πλευρών της γέφυρας καθώς και του επάνω μέρους του εμβόλου, έχουν αποκαλυφθεί πολλά ενεπίγραφα θραύσματα.

Η δεύτερη γέφυρα, την οποία ήδη μνημονεύσαμε, είναι αντιθέτως, άριστα διατηρημένη. Αναμφίβολα ο λόγος γι' αυτή (την άριστη διατήρησή της) είναι το ότι, μην έχοντας χρησιμοποιηθεί από αιώνες, ποτέ δεν φθάρθηκε, ούτε κι επισκευάστηκε. Αυτή διέσχιζε τον χείμαρρο που είναι συχνά ξερός κι έρχεται από τη Δράμα, σε μικρή απόσταση από την συμβολή του με το κανάλι του έλους κι από τη μεγάλη γέφυρα της Εγνατίας στο Κούροβο. Η κατασκευή της ήταν ιδιαίτερα επιμελημένη. Οι πέτρες των δύο αψίδων, τέλεια συναρμοσμένες, συνδέονται επιπλέον μεταξύ τους και με συνδέσμους. Οι βάσεις των πλευρών της περιβαλλόταν, στο ύψος της γεφυρόστρωσης, από μια προεξέχουσα γλυπτική διακόσμηση, της οποίας μερικά θραύσματα είναι ακόμη στη θέση τους. Το βάθρο προστατευόταν, έναντι του ρεύματος, από ένα έμβολο, του οποίου οι υψηλότερες βάσεις είναι στο πίσω μέρος, οι μεν πάνω στις δε και παρουσιάζει, προς τα κάτω, ένα σηκό όμοιο προς αυτόν της γέφυρας του Καντίμ – κιοπρού (29).

Η κατ' αυτό τον τρόπο προσδιορισθείσα ρωμαϊκή οδός, της οποίας υπάρχουν ακόμη ίχνη, επεξέτεινε με μεγάλη ακρίβεια προς τα δυτικά - βορειοδυτικά το τμήμα της Εγνατίας Οδού το περιλαμβανόμενο ανάμεσα στους Φιλίππους και το Κούροβο κι απομακρυνόταν απ' αυτό στο σημείο όπου η Εγνατία άρχιζε και πάλι να κατευθύνεται προς τα νοτιοδυτικά, (δηλαδή) προς το Παγγαίο και την Αμφίπολη. Στη συμβολή των δύο οδών βρισκόταν ένας σταθμός με πανδοχεία (καταστήματα), από τα οποία το ένα, που είχε τ' όνομα της πόλεως Άπρι, μας είναι γνωστό από το επιτύμβιο ενός από τους πανδοχείς (καταστηματάρχες) του, που ανακαλύφθηκε στο γειτονικό χωριό Καρά -καβάκ (30). Εφόσον η απόσταση ανάμεσα σ' αυτό τον σταθμό και τους Φιλίππους ήταν ακριβώς ίση με 12 ρωμαϊκά μίλλια, δεν διστάζουμε καθόλου να τον ταυτίσουμε με τον σταθμό Ad Duodecimum, (= Στα Δώδεκα) που τοποθετείται πάνω στην Εγνατία από το Οδοιπορικό της Ιερουσαλήμ (31), πράγμα που μας επιτρέπει να εντοπίσουμε στο έδαφος με αρκετή ακρίβεια και τον επόμενο σταθμό, τον Δόμηρο, (που βρισκόταν) στην περιοχή της Πρώτης (Κιούπ κιοϊ) ή της Αγγίστας (32). Η χρησιμότητα αυτής της διακλάδωσης ήταν διπλή: ξεκινώντας από την βασική γωνία που σχημάτιζε προς τα βόρεια η Εγνατία Οδός, αυτή (η διακλάδωση) επέτρεπε στους ταξιδιώτες που έφθαναν από τη Δύση χρησιμοποιώντας την (Εγνατία) οδό, να συνεχίζουν την πορεία τους κατ' ευθείαν προς τη Νικόπολη του Νέστου και προς την Φιλιππούπολη, αφήνοντας τους Φιλίππους στα δεξιά τους, δια μιας οδού μέσα από τα βουνά, της οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώθηκε από ένα μιλλιάριο που ανακαλύφθηκε κοντά στο Νευροκόπι (33). Αυτή (η διακλάδωση) επέτρεπε εξ άλλου στους Φιλίππους και στην ανατολική λεκάνη του Αιγαίου πελάγους να επικοινωνούν άμεσα με την οδό η οποία, μέσω της άνω κοιλάδος του Στρυμόνος και της Σερδικής (Σόφιας) επικοινωνούσε με τη μέση κοιλάδα του Δουνάβεως (34). Έτσι, οι τρεις ρωμαϊκές γέφυρές μας βρισκόταν σχεδόν στο κεντρικό σημείο ενός μεγάλου Χ, του οποίου οι κάτω βραχίονες σχηματιζόταν από την έχουσα σχήμα γωνίας κατεύθυνση της οδού Εγνατίας, οι δε επάνω βραχίονες από τις εγκάρσιες οδούς που κατευθυνόταν προς τη Θράκη.

(Ακολουθώντας κάποιος) την οδό που απομακρυνόταν από την Εγνατία Οδό στο σταθμό Ad Duodecimum, συναντούσε πολύ σύντομα και αναμφίβολα κοντά στην Αλιστράτη, την πιο βόρεια από τις δύο οδούς που, σύμφωνα με τον Πευτιγγεριακό Πίνακα, ένωναν τους Φιλίππους με την Ηράκλεια τη Σιντική από δυο διαφορετικά δρομολόγια: Το ένα ήταν αυτό που περνούσε από τον Δαραβέσκο, τον Στρυμόνα, την Σάρξα και τη Σκοτούσα (κι είχε) συνολικό μήκος 55 ρωμ. μιλλίων, ενώ το άλλο ήταν αυτό που περνούσε από τους (ρωμαϊκούς σταθμούς) Τrinlο, Graero, Euporea (κι είχε) συνολικό μήκος 52 ρωμ. μιλλίων Ας επιχειρήσουμε να χωροθετήσουμε την πορεία (ίχνη) τους.

Τα ονόματα των διαφόρων σταθμών και οι αποστάσεις που τους χώριζαν είναι ξεκάθαρα γραμμένες στον (Πευτιγγεριανό) Πίνακα, έτσι δεν μπορούμε ν' ακολουθήσουμε εδώ την ερμηνεία του K. Miller, ο οποίος τροποποιεί σοβαρά αυτές τις ενδείξεις προκειμένου να υποστηρίξει δύο _αποδεδειγμένα εσφαλμένες_ απόψεις του, ήτοι πρώτον το ότι η Εγνατία Οδός περνούσε νότια του Παγγαίου μέσω της Πιερίας (κοιλάδος) και όχι βόρεια και δεύτερον το ότι μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένη η ταύτιση της Ηράκλειας της Σιντικής με το Σιδηρόκαστρο (Ντεμίρ - χισάρ) (35). Εν τούτοις, παρόλο που εμείς έχουμε αποδεχθεί ως βέβαιο το ότι η Εγνατία Οδός περιτριγύριζε τον ορεινό όγκο του Παγγαίου από τη βόρεια πλευρά του, δεν μπορούμε παρά ν' απορούμε με τη δυσκολία που συναντάει η άποψή μας ότι από την αρκετά στενή διάβαση της Αγγίστας περνούσαν τρεις ξεχωριστοί δρόμοι. Αυτή τη δυσκολία μπορούμε να άρουμε, όπως θα δούμε, χωρίς να μεταβάλουμε τη πορεία των οδών που αναφέρονται στον Πίνακα, ούτε των σταθμών τους, ούτε των αποστάσεων που τους χώριζαν. Και κατ' αρχάς ενδιαφέρει να συγκεντρώσουμε όλες τις τοπογραφικές πληροφορίες τις αναφερόμενες στις πόλεις που μας έχουν κατονομαστεί.

Αν επιμείνουμε να εντοπίζουμε στο Ντεμίρ – χισάρ (Σιδηρόκαστρο) το πέρας (κατάληξη) των δύο οδών, (δηλαδή) την Ηράκλεια τη Σιντική, η απόσταση από τους Φιλίππους θα ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που έχει καθοριστεί. Για να την φέρουμε στα δεδομένα νούμερα, πρέπει ν' αναζητήσουμε τη θέση (της Ηράκλειας της Σιντικής) νοτιότερα. (36). Εξ άλλου η υπόθεση που υποστήριζε ο Κ. Miller προσκρούει σε μιαν ακόμη μεγαλύτερη αντίρρηση: κατά τα συμφωνούντα μεταξύ τους κείμενα του Τίτου Λιβίου, του Διοδώρου, του Στράβωνος, του Πλινίου και του Πτολεμαίου, η Ηράκλεια βρισκόταν πάνω στη δεξιά όχθη του Στρυμόνα, η δε Σιντική εφάπτετο της Βισαλτίας (37).

Είναι αλήθεια πως αυτή η πόλη στον Πευτιγγεριανό Πίνακα φαινόταν σαν να βρισκόταν πάνω στην αριστερή όχθη. Αλλά πρέπει ταυτόχρονα να σημειώσουμε πως (κι) ο ποταμός δεν ήταν σχεδιασμένος στη θέση του, καθόσον, αντί να περνάει κοντά από την Αμφίπολη, αυτός ερχόταν και χυνόταν στη θάλασσα κοντά στη Θεσσαλονίκη (39). Μεταφέροντάς τον πιο ανατολικά, όπως πρέπει, με μιαν ανάλογη πορεία, αυτός θα περνούσε από τους σταθμούς της Σκοτούσσας και της Ευπορίας. Πράγματι η Σκοτούσσα περιγράφεται από τον Στράβωνα σαν μια πόλη παρόχθια του Στρυμόνα, την οποία ο Πλίνιος και ο Πτολεμαίος την τοποθετούσαν στην αριστερή όχθη (40). H Ευπορία, της οποίας και μόνο το όνομα προδίδει (δείχνει) ότι αυτή βρισκόταν κοντά στον ποταμό, τοποθετείται από τον Πτολεμαίο στη Βισαλτία (41). Αυτές οι παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν και δικαιολογούν την προταθείσα κατά τον προηγούμενο αιώνα από τον W. M. Leake ταύτιση της (αρχαίας) Ηράκλειας της Σιντικής με το (σημερινό) χωριό Ζερβοχώρι (Σερρών), που βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Στρυμόνα στη περιοχή της Νιγρίτας και στην κατάλληλη απόσταση από τους Φιλίππους, όπως και η υπόθεση που διατύπωσε ο ίδιος περιηγητής, σύμφωνα με την οποία οι δύο οδοί που απομακρυνόταν η μία από την άλλη, διέσχιζαν τον ποταμό η μία στα βόρεια κι η άλλη στα νότια της λίμνης του Αχινού (42). Αυτές τις οδούς είναι τώρα δυνατό να τις ακολουθήσουμε χωρίς την παραμικρή αβεβαιότητα. Αυτή από τα βόρεια, αφήνοντας τους Φιλίππους συναντούσε αρχικά, στα 12 μίλλια, τον σταθμό του Δαραβέσκου, που πρέπει να ταυτίσουμε με τη (σημερινή) Δράμα (43). Διέσχιζε, οκτώ μίλλια παραπέρα, ένα υδάτινο ρεύμα ονομασθέν Στρυμών από τον χάρτη μας, (εννοεί τον Πευτιγγεριανό Πίνακα), που όμως δεν ήταν στη πραγματικότητα ο Στρυμών, αλλά ένας παραπόταμος αυτού του ποταμού, ο Αγγίτης, που έρχεται από την κοιλάδα της Προσωτσάνης. Η Σάρξα, ο επόμενος σταθμός, απέχων δεκατρία μίλλια, μπορεί να ταυτισθεί με τη (σημερινή) Ζίχνη. Από κεί η οδός έφθανε στη Σκοτούσσα, μετά από δεκαοκτώ μίλλια, όπου διέσχιζε τον Στρυμόνα και τέσσερα μίλλια πέρα από τον ποταμό έφθανε στην Ηράκλεια τη Σιντική (44). _Η δεύτερη οδός, αφήνοντας τους Φιλίππους, περιτριγύριζε γύρω από τη νότια πλευρά του έλους και συναντούσε στα δέκα μίλλια (από τους Φιλίππους) τον σταθμό Trinlo, που μπορούμε να τοποθετήσουμε στην περιοχή του Πραβίου (η υπογράμμιση είναι του μεταφραστή) (45). Ύστερα διέσχιζε την Πιερία σ' όλο το μήκος της, νοτίως του Παγγαίου, για να φθάσει, μετά από δεκαεπτά μίλλια στον (ρωμαϊκό σταθμό) Graero ή Φάγρη, κοντά στο Ορφανό (σημερινό Ορφάνι). Από κεί αυτή έφθανε μετά από οκτώ μίλλια στο πέρασμα του Στρυμόνα, την Ευπορία, αναμφίβολα ολότελα γειτονική προς την Αμφίπολη (46). Και μετά από ένα τελευταίο διάστημα δεκαεπτά μιλλίων πέραν του ποταμού, αυτή (η οδός) έφθανε, δια μέσου της Βισαλτίας, στην Ηράκλεια τη Σιντική (47).

Γι' αυτές τις δύο οδούς, οι αποστάσεις σε μίλλια που δίνει ο Πευτιγγεριανός Πίνακας ταιριάζουν ικανοποιητικά μ' αυτές που μετρούμε (σήμερα) ανάμεσα στους σταθμούς που προσδιορίζουμε (48). Από την άλλη μεριά, τοποθετώντας στο έδαφος κατ' αυτό τον τρόπο την νότια οδό, κρίνουμε με μεγάλη αυστηρότητα όλες τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Χάρτης. Για να κάνουμε τον χάρτη απόλυτα σύμφωνο με την αλήθεια, αρκεί να δεχθούμε ότι η Εγνατία Οδός συναντούσε αυτή την νότια οδό κοντά στην Ευπορία κι ότι το τμήμα της Εγνατίας Οδού το περιλαμβανόμενο ανάμεσα στην Αμφίπολη και τους Φιλίππους πρέπει να είχε χαραχθεί ανάμεσα στις δυο οδούς που ένωναν τους Φιλίππους με την Ηράκλεια. Το σφάλμα της τοποθέτησης αυτού του τμήματος στα νότια των άλλων δύο οδών διαπράχθηκε ίσως λόγω της προθέσεως να παραμείνει ελεύθερη η πορεία της αρχικής οδού (49), ή ίσως πάλι από απλή απροσεξία, σαν αυτή που τοποθέτησε τον Στρυμόνα πολύ δυτικότερα. Οπωσδήποτε είναι αρκετό το ότι ξαναβρήκαμε να μνημονεύεται στη ρωμαϊκή εποχή η μεγάλη οδός που συνέδεε με τον Στρυμόνα, δια της Πιερίας, το νότιο τμήμα της πεδιάδος των Φιλίππων και την ακτή, διότι εκτιμούμε έτσι τη τεράστια σπουδαιότητα που πρέπει να διατηρούσε, παρά την κατασκευή της Εγνατίας Οδού, αυτή η οδός φυσικής επικοινωνίας, της οποίας η ύπαρξη μαρτυρείται από την πλέον απώτερη εποχή μέχρι τις μέρες μας.

Για τους Φιλίππους εν τούτοις, ο ρόλος της Εγνατίας Οδού παρέμενε θεμελιώδης (πρωταρχικός). Αυτή η οδός αποτελούσε την απόλυτη εγγύηση των σχέσεων της πόλεως με το εξωτερικό. Κατασκευασθείσα και συντηρηθείσα προκειμένου να χρησιμεύσει σαν εργαλείο της ρωμαϊκής πολιτικής στην Ανατολή, υπήρξε, επί τέσσερις αιώνες, για την αποικία, το θεμέλιο της ζωής της και των ανταλλαγών της και οι Φίλιπποι δεν έπαψαν ν' αποκερδαίνουν (απ' αυτήν) πάντοτε οφέλη πιο σημαντικά από εκείνα που η Ρώμη τους είχε απονείμει.

Λόγω του στρατιωτικού χαρακτήρα της Εγνατίας Οδού, οι Φίλιπποι πρέπει να έβλεπαν συχνά να περνούν τα στρατεύματα που στρατολογούνταν για τους πολέμους της Ανατολής. Έτσι εξηγείται το μεγαλύτερο μέρος των στενών δεσμών που διατηρούσε η πόλη με τους αυτοκράτορες, είτε μ' αυτούς που την είχαν διασχίσει επικεφαλής κάποιας στρατιάς, είτε μ' αυτούς που είχαν μεριμνήσει για τη βελτίωση της καταστάσεως της οδού ενόψει μιας μελλοντικής εκστρατείας.

Ήδη η ίδια η ίδρυση της αποικίας, αμέσως μετά τη μάχη του 42 π.Χ., είχε αποφασισθεί από την Τριανδρία (σημ. μεταφρ.: εννοεί τους Οκταβιανό, Αντώνιο και Λέπιδο) αναμφίβολα τόσο προκειμένου να καταλάβουν στρατιωτικά μια περιοχή της οποίας ο πόλεμος που μόλις είχε τελειώσει είχε αποκαλύψει την σπουδαιότητα όσο και λόγω της δυνατότητας να εγκαταστήσουν επιτόπου έναν μεγάλο αριθμό βετεράνων που απολυόταν. Κι οφείλεται στον ρόλο της φρούρησης που μπορούσε να διαδραματίσει η ακρόπολή τους, στα όρια μιας Θράκης που απείχε ακόμη πολύ από το να ειρηνεύσει και που απειλούσε κάθε στιγμή να διακόψει τις επικοινωνίες που κρινόταν αναγκαίες για την σωστή διοίκηση της Αυτοκρατορίας, το γεγονός ότι οι Φίλιπποι επιλέχθηκαν, δώδεκα χρόνια αργότερα, για την εγκατάσταση των ιταλών αποίκων (50). Το ενδιαφέρον που έδειξε ο Αύγουστος για την Εγνατία Οδό αποδεικνύεται πλήρως από το γεγονός ότι τρεις μακεδονικές πόλεις που έλαβαν από τον ίδιο τον τίτλο της αποικίας κι εμπλουτίστηκαν ανάλογα με νέους κατοίκους, το Δυρράχιο, η Πέλλα και οι Φίλιπποι, υπήρξαν σταθμοί αυτής της οδού (51). Ο Τιβέριος τις διέσχισε, δέκα χρόνια αργότερα, επικεφαλής μιας στρατιάς που οδηγούσε στη Συρία και, στο πεδίο της μάχης των Φιλίππων, παράδοξα (θεϊκά) σημάδια σημάδεψαν τον ερχομό του (52). Υπό τον Νέρωνα, η μέριμνα του αυτοκράτορα για την καλή κατάσταση των στρατιωτικών οδών της Θράκης, όπου πανδοχεία ιδρύθηκαν κατ' εντολή του, επεξέτεινε ίσως τ' αποτελέσματά της μέχρι τη νότια πλαγιά του Ορβήλου, όπου αναφέρονται, όπως είδαμε, tabernae. Αλλ' ο Τραϊανός ήταν εκείνος που, πρώτος, μερίμνησε για τη βελτίωση σε μέγα μήκος, της επίστρωσης της Εγνατίας Οδού, της οποίας η συντήρηση είχε παραμεληθεί ήδη προ πολλού. Η επισκευή της οδού που αυτός διέταξε, από το Δυρράχιο μέχρι τη Νεάπολη και που σύντομα επεκτάθηκε μέχρι το Ακόντισμα, δια μέσου ολόκληρης της έκτασης της επαρχίας της Μακεδονίας, μας είναι γνωστή από δυο μιλλιάρια, από τα οποία το ένα, που βρέθηκε κοντά στη Θεσσαλονίκη, ανάγεται ίσως στο 107 μ.Χ. και το άλλο, που βρέθηκε κοντά στους Φιλίππους, χρονολογείται με σιγουριά στο 112 μ.Χ. (53).

Εξηγήσαμε αλλού την έννοια και την σπουδαιότητα αυτών των επιγραφών. Αποτελώντας συνέχεια, αφενός μεν των επισκευών που εκτελέστηκαν στην Via Appia στην Ιταλία, αφετέρου δε της κατασκευής της Via Trajana, η οποία τελείωσε το 109, η επισκευή της Εγνατίας Οδού, που αναμφίβολα αποφασίστηκε την ίδια εποχή, αποτελούσε μέρος ενός τεράστιου σχεδίου: Η φροντίδα του πιο άμεσου δρόμου διείσδυσης από την Ρώμη προς την Ασία έγινε απαραίτητη για την προετοιμασία των μεγάλων ανατολικών επιχειρήσεων του Τραϊανού, που άρχισαν το 105, με την κατάκτηση της Αραβίας, την οποία έμελλε να συμπληρώσει (επιστέψει) ο παρθικός πόλεμος. Εφεξής αυτή η οδός έτυχε τακτικής συντηρήσεως μέχρι την αρχή του 3ου αιώνα μ.Χ., όπως αποδεικνύουν τα μιλλιάρια επ' ονόματι του Αδριανού, του Μάρκου Αυρηλίου και του Λουκίου Βέρου, του Σεπτιμίου Σεβήρου και του Καρακάλλα, που βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της πορείας της. Η μαρτυρία του μιλλιαρίου επ' ονόματι του Αδριανού που βρέθηκε κοντά στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σε συνδυασμό μ' αυτή των δύο αναθημάτων προς τον Αδριανό που βρέθηκαν στους Φιλίππους, προκειμένου να δείξει ότι μια αυτοκρατορική επίσκεψη έλαβε χώρα σ' αυτή τη πόλη: Η μια απ' αυτές ανατέθηκε μετά το 129, (54), η άλλη ανάμεσα στις 10 Δεκεμβρίου του 130 και στις 9 Δεκεμβρίου του 131, (55), ενώ η επιγραφή του μιλλιαρίου χαράχθηκε ανάμεσα στις 10 Δεκεμβρίου του 123 και 9 Δεκεμβρίου του 124 μ.Χ. Tίποτε από την άλλη μεριά δεν δείχνει μέσα σ' αυτά τα κείμενα ότι ο αυτοκράτωρ ήταν παρών. Εν πάση περιπτώσει, κι αν θεωρηθεί βάσιμο ότι ο Αδριανός περιέτρεξε τη Θράκη και τη Μακεδονία, η ημερομηνία αυτού του ταξιδιού παραμένει (εν τούτοις) αβέβαιη (56). Αργότερα, οι επισκευές της οδού που μας κάνουν γνωστές τα μιλλιάρια, μπορούν πάντοτε να συνδεθούν με τις ανάγκες κάποιας μακρινής εκστρατείας και ιδιαίτερα των συνεχών πολέμων κατά των Πάρθων. Η χρονολογία του μιλλιαρίου των Βοδενών, επ' ονόματτι του Μάρκου Αυρηλίου και του Λουκίου Βέρου, συμφωνεί μ' αυτήν της επιστροφής του Λουκίου Βέρου από τη Συρία, στις αρχές του θέρους του 166 μ.Χ., αλλά δεν μαρτυρείται από άλλη πηγή ότι ο ίδιος αυτοκράτωρ πέρασε από τους Φιλίππους (57). Εκείνη την ίδια χρονιά ο γιατρός Γαληνός διέσχισε την πόλη. Ηταν τότε 37 χρόνων!  επέστρεφε στην πατρίδα του για ν' αποφύγει την πανούκλα η οποία, μεταφερθείσα από την Ανατολή, λυμαινόταν βίαια μέχρι και τη Ρώμη (58). Το μιλλιάριο που βρέθηκε στην Καβάλα, με τα ονόματα του Σεπτιμίου Σεβήρου και του Καρακάλλα, κι επιπλέον ακόμη η αναθηματική στήλη που η πόλη της Αμφιπόλεως είχε χαράξει προς τιμή του Σεπτιμίου Σεβήρου και των γιών του (59), δείχνουν ότι αυτός ο αυτοκράτωρ πρέπει ν' αναμενόταν (ότι θα επισκεπτόταν αυτήν) την περιοχή κατά την επιστροφή του από τον παρθικό πόλεμο. Αλλά παρόλο που είναι βέβαιο ότι το 202 (μ.Χ.) ο Σεπτίμιος Σεβήρος πέρασε από την Ανδρο, ότι επισκέφθηκε το Βυζάντιο καθώς και πολλές πόλεις της Θράκης και τέλος ότι αυτός έφθασε στις λεγεώνες της Μοισίας και της Παννονίας, τα έγγραφα στοιχεία δεν είναι επαρκή για να θεμελιώσουν το αν αυτός ήλθε επίσης στην Αμφίπολη και τους Φιλίππους (60).

Φαίνεται όμως ότι μπορούμε με βεβαιότητα να συνδέσουμε με μιαν επίσκεψη που θα πρέπει να έκανε στις πόλεις αυτές ο Καρακάλλας, μια σημαντική ομάδα μνημείων: τρία μιλλιάρια της Εγνατίας Οδού χρονολογηθέντα στους τελευταίους μήνες της βασιλείας του, από τα οποία το ένα βρέθηκε στην Προβίστα, βορείως του Παγγαίου. Μια μικρή βάση, που βρέθηκε στο forum (ρωμαϊκή αγορά) των Φιλίππων, που πάνω της έχει μια αναθηματική επιγραφή στην Victoria Germanica, κολακευτικό υπαινιγμό στη νίκη που είχε επιτύχει ο Καρακάλλας το 213 και σαν επακόλουθο της οποίας είχε πραγματοποιήσει, ταυτόχρονα με τον τίτλο του Germanicus Maximus, τον τρίτο του αυτοκρατορικό χαιρετισμό (θρίαμβο). Ένα τεράστιο μαρμάρινο κεφάλι που βρέθηκε στη Δράμα, αλλά του οποίου η προέλευση είναι αναμφίβολα ταυτόσημη, αναπαριστάνει δε αυτό τον ίδιο αυτοκράτορα (61). Τ' αποικιακά νομίσματα των Φιλίππων με την εικόνα του Καρακάλλα. Ένα μεγάλο ανάθημα σ' αυτόν τον αυτοκράτορα, ανασυρθέν από τον Στρυμόνα στην Αμφίπολη (62). Στη Θάσο τέλος, η μνημειακή αψίδα η αφιερωμένη στον Καρακάλλα, την Ιουλία Δόμνα και τον θεοποιηθέντα Σεπτίμιο Σεβήρο, η οποία ανηγέρθη κοντά στο Ηρακλείο (Ιερό του Ηρακλέους) ανάμεσα στο τέλος του 213 και την αρχή του 217 μ.X., όπως και τα πόδια και ο θωρακοφόρος κορμός του μαρμάρινου αγάλματος ενός αυτοκράτορα, ο οποίος θα μπορούσε νάναι επίσης ο Καρακάλλας. Και για πολύ (μεν) καιρό ήταν θεμιτό να υποθέσει κανείς πως αυτή η επίσκεψη είχε πραγματοποιηθεί στη διάρκεια του ταξιδιού πούκανε ο Καρακάλλας στη Θράκη, το 214, όταν κατευθυνόταν προς την Ανατολή. Ότι ο ενθουσιασμός του για τον Αλέξανδρο, που τον ωθούσε στις χειρότερες παραξενιές, είχε μπορέσει να οδηγήσει τον αυτοκράτορα μέχρι τη Μακεδονία, απ' όπου θα είχε επιστρέψει στον Ελλήσποντο ακολουθώντας την Εγνατία Οδό. Κι ότι θα είχε τότε δεχθεί κατά το πέρασμά του, τιμές από την Αμφίπολη, τους Φιλίππους και τη Θάσο και θα είχε δώσει διαταγή για την επισκευή της οδού, την οποία (επισκευή) επιβεβαιώνουν, τρία χρόνια αργότερα, τα μιλλιάριά μας. Όμως σήμερα το δρομολόγιο αυτού του ταξιδιού μας είναι καλύτερα γνωστό. Γνωρίζουμε πως ο Καρακάλλας ακολούθησε την οδό του Δουνάβεως μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, κι ότι, ακόμη και στη Θράκη, αρνήθηκε να επισκεφθεί ορισμένες πόλεις, οι οποίες εν τούτοις είχαν κάνει δαπανηρότατες προετοιμασίες για να τον δεχθούν (63). Φαίνεται συνεπώς ολότελα απίθανο ο αυτοκράτωρ να άλλαξε την πορεία του και να έφθασε μέχρι το Παγγαίο. Όμως, όλα τα έγγραφα στοιχεία για τα οποία μιλούσαμε και ιδιαίτερα η μεταγενέστερη χρονολογία των μιλλιαρίων εξηγούνται με ικανοποιητικό τρόπο αν δεχθούμε πως η Εγνατία Οδός ήταν το δρομολόγιο που προβλέφθηκε για την επιστροφή του (64): Η υπό κρίση επισκευή είχε διαταχθεί και εκτελεστεί στους πρώτους μήνες του έτους 217. Στη Θάσο, φυσικό (θαλάσσιο) σταθμό στο ταξίδι από την Αλεξάνδρεια της Τρωάδος στη Νεάπολη, καθώς και στους Φιλίππους και την Αμφίπολη, πρώτους Μακεδονικούς σταθμούς της χερσαίας οδού, μνημεία είχαν ανεγερθεί προς τιμή του. Αλλ' ο Καρακάλλας πέθανε στην Ανατολή, δολοφονηθείς στις 8 Απριλίου του 217 και η αναμενόμενη επίσκεψη δεν έλαβε ποτέ χώρα.

Τον 3ο μ.Χ. αιώνα τους Φιλίππους, που ήταν πάνω στο δρόμο των στρατευμάτων, πρέπει να τους διέσχιζαν συχνά στρατεύματα που τα οδηγούσαν σ' εκστρατείες οι αυτοκράτορες. Αυτό μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε σε δύο περιπτώσεις: Όταν την άνοιξη του έτους 231 ο Αλέξανδρος Σεβήρος ξεκίνησε για πόλεμο ενάντια στους Πέρσες, ακολούθησε την Εγνατία Οδό από το Δυρράχιο μέχρι τη Θράκη, όπου επιβιβάστηκε (σε πλοία) για την Μικρά Ασία (65). Μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε πως μια ανάγλυφη επιτύμβια στήλη, που φέρει αφιέρωση στον Carino, είχε στηθεί το 283 στην αγορά της αποικίας, επ' ευκαιρία του περάσματος του Carus, του πατέρα του, ο οποίος επίσης βάδισε εναντίον των Περσών (66). Αργότερα ακόμη, πιθανόν κι ο Κωνσταντίνος να πέρασε από τους Φιλίππους κατά τη δεύτερη εκστρατεία του ενάντια στον Λικίνιο (67). Εντούτοις η αναθηματική στήλη προς αυτόν τον αυτοκράτορα, της οποίας ένα θραύσμα βρέθηκε κατά τις ανασκαφές, είναι πιθανά μεταγενέστερη αυτής της ημερομηνίας (68).

Οι Φίλιπποι όφειλαν από την άλλη μεριά τη φυσιογνωμία τους και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ανάπτυξής τους στο γεγονός ότι η Εγνατία Οδός ήταν, σ' ένα μεγάλο βαθμό, μια οδός πολιτισμού. Η θέση τους πάνω σ' αυτή την οδό μπορεί από μόνη της να εξηγήσει το ότι οι ρωμαϊκοί θεσμοί, οι ρωμαϊκές λατρείες, η λατινική γλώσσα εκεί παρέμειναν επί μακρόν ζώσες, παρ’ όλη τη δράση που πρέπει ν' ασκούσαν πάνω στους αποίκους οι τοπικές συνήθειες και οι θρησκευτικές ιδέες της Θράκης, δια μέσου των αυτοχθόνων πληθυσμών με τους οποίους αυτοί ερχόταν σ' επαφή καθημερινά, καθώς και παρ’ όλες τις ελληνικές κι ανατολικές επιρροές τις οποίες αυτοί είχαν δεχθεί ευθέως, εξ αιτίας των εύκολων και συχνών σχέσεών τους με την απέναντι ακτή της Μ. Ασίας.

Η Εγνατία Οδός ήταν ο λόγος και το εργαλείο του τεράστιου εκλατινισμού της Μακεδονίας, τον οποίο αποδεικνύουν πλήθος αποδεικτικών στοιχείων. Για τη Ρώμη ήταν σημαντικό (ζωτικό) να κρατάει γερά και να ελέγχει αυτή την επαρχία, που ήταν τοποθετημένη πάνω στον δρόμο προς την Ασία και η οποία μπορούσε να γίνει, υποταγμένη ή εχθρική, είτε μια άνετη και γρήγορη λεωφόρος, είτε ένα σχεδόν ανυπέρβλητο εμπόδιο μεταξύ της Ιταλίας και των ανατολικών κτήσεών της.

Εύφορη αλλά ερημωμένη, στο κατώφλι της αυτοκρατορίας, εξαιτίας μιας μακράς σειράς πολέμων και λεηλασιών, η Μακεδονία πρόσφερε στον αποικισμό μεγαλειώδεις δυνατότητες. Ιδρύοντας σ' αυτήν αποικίες από Ιταλούς και απομάχους από το στρατό αποίκους, κατασκευάζοντας σ' αυτήν κοινότητες ανθρώπων, παρέχοντας στις πόλεις προνόμια, ο Αύγουστος έδωσε μιαν αποφασιστική ώθηση στη μετανάστευση. Οι Ρωμαίοι εισέρρεαν σ' αυτά τα χώματα αδέσποτοι. Επάνδρωσαν και πάλι τους αρχαίους οικισμούς. Εγκαταστάθηκαν επίσης στην ύπαιθρο, συγκεντρωμένοι σε μικρές ομάδες κι ασχολούμενοι εν γένει με την αγροκαλλιέργεια. Αρκετά πολυάριθμοι ώστε να διατηρήσουν τη γλώσσα και τις συνήθειές τους, αντιστεκόταν στην αφομοίωση και συχνά ασκούσαν πάνω στους παλιούς (ντόπιους) κατοίκους μιαν αισθητή και διαρκή επίδραση. Eίδαμε ποιες είναι στους Φιλίππους οι μαρτυρίες της δραστηριότητάς τους και μελετήσαμε τα μνημεία που μας άφησαν. Στ' ανατολικά σύνορα της επαρχίας οι Φίλιπποι διατηρούσαν, όμοια με το Δυρράχιο, που το κατοικούσαν την ίδια εποχή, όπως και τους Φιλίππους Ιταλοί άποικοι, τον χαρακτήρα μιας ρωμαϊκής πόλης. Και οφειλόταν στην Εγνατία Οδό που τις ένωνε, επεκτεινόμενη μέχρι το Μπρίντεζι από το τόσο πολυσύχναστο πέρασμα της Αδριατικής, το γεγονός ότι αυτές οι δύο πόλεις εξακολουθούσαν κι η μια κι η άλλη να μένουν στραμμένες προς την Ιταλία.

Επί μακρόν η εν λόγω οδός χρησίμευσε σαν όχημα αυτής της ειρηνικής διείσδυσης κι αυτό που αυτή ήταν επί Αυγούστου για την Μακεδονία, έγινε επί Τραϊανού για τη Θράκη. Η φροντίδα του Τραϊανού για την επισκευή της Εγνατίας Οδού κατά μήκος όλης της περιοχής της Μακεδονίας ερμηνευόταν απόλυτα, όπως ήδη είπαμε, από την ανάγκη του εφοδιασμού αυτής της οδού με ό,τι χρειαζόταν, ενόψει της προοπτικής των μακρινών εκστρατειών που αυτός σχεδίαζε Αλλά μπορούμε για το ίδιο ζήτημα να δώσουμε κι άλλες ερμηνείες. Γνωρίζουμε την προσπάθεια που κατέβαλε για τη Θράκη ο Τραϊανός, για να ολοκληρώσει τ' αποτελέσματα των δακικών πολέμων: Αναδιοργάνωσε αυτή την επαρχία (69), έφτιαξε εκεί καινούργιες πόλεις και φρόντισε για την ανάπτυξη αυτών που ήδη υπήρχαν (70). Πολλές απ' αυτές εξυπηρετούσαν την δια της Εγνατίας Οδού συγκοινωνία, η οποία οδηγούσε επίσης στην Πέρινθο, έδρα του επάρχου (επαρχιακού διοικητού) (71). Αυτή η οδός αποτελούσε ακόμη και τον συντομότερο δρόμο για την μετάβαση από την Ρώμη προς τη Βιθυνία, όπου ο Τραϊανός έστειλε τον Πλίνιο το Νεότερο, στα 111, υπό την ιδιότητα του Αυτοκρατορικού απεσταλμένου (legatus, πρεσβευτής). Η επισκευή λοιπόν της Εγνατίας Οδού έμελλε να υπηρετήσει σ' αυτές τις περιοχές, όπου φανερωνόταν έτσι η φροντίδα του (Τραϊανού), τα ρωμαϊκά συμφέροντα και την πολιτική του τελευταίου.

Αλλά καθ' ον χρόνο περνούσε ταχύτατα από τους Φιλίππους αυτός ο ισχυρός εκπολιτιστής από τη Ρώμη, η αποικία για τον ίδιο λόγο ερχόταν επίσης σ' επαφή και με τις ανατολικές ιδέες οι οποίες ελκυόταν από την Ρώμη προς την οποία πορευόταν, με αντίστροφη πορεία, ακολουθώντας αυτή την λεωφόρο. Άμεσα συνδεδεμένη με την Μικρά Ασία δια της θαλασσίας οδού από την Αλεξάνδρεια της Τρωάδος προς τη Νεάπολη, αυτή (η οδός) διατηρούσε άμεση επαφή με τον ελληνισμό: τα ελληνικά στους Φιλίππους εξακολουθούσαν να γίνονται κατανοητά και να ομιλούνται παράλληλα με τα λατινικά, (που ήταν η επίσημη γλώσσα). Ανάμεσα στα μνημεία που ανήγειραν οι άποικοι κατά τον 2ο αιώνα (μ.Χ.) και σ' αυτά που κάλυπταν τη Μικρά Ασία την ίδια εποχή, υπήρχε μια ολοφάνερη ομοιότητα (72). Και οι νιόφερτες από την Ανατολή δοξασίες (θρησκευτικές πεποιθήσεις) προτιμούνταν ιδιαίτερα από εκείνους που ακόμη τηρούσαν, σύμφωνα με την παράδοση, τα πλαίσια της ρωμαϊκής θρησκείας (73).

Μπορούμε συνεπώς να πούμε, χωρίς να υπάρχει φόβος μεγαλοποίησης, πως ολόκληρη η ιστορία των Φιλίππων κατά την Ρωμαϊκή εποχή ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με τη θέση της πάνω στην Εγνατία Οδό. Εξ αιτίας του ότι βρισκόταν πάνω σ' αυτή την οδό επικοινωνίας, το 42 π.Χ. οι Φίλιππποι έγιναν αποικία. Σαν ρωμαϊκή αποικία, η σημασία τους, ο βασικός τους χαρακτήρας, καθώς και η οικονομική τους ευμάρεια εξαρτιόταν από τις συναλλαγές που γινόταν ανάμεσα στη Ρώμη και στην Ανατολή μέσω αυτής της οδικής αρτηρίας. Αλλ' η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως διέρρηξε αυτή την ισορροπία από την οποία οι Φίλιπποι ζούσαν. Έκτοτε, η Ρώμη έπαψε νάναι πόλος για τη λεκάνη του Αιγαίου πελάγους. Η Εγνατία Οδός έχασε την έννοια και τη σημασία της, εκμηδενίζοντας, προς όφελος του Βυζαντίου, τη ρωμαϊκή επιρροή στους Φιλίππους κι η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας μεταμόρφωσε την πόλη. Οι ελληνο – ανατολικές δυνάμεις που εκδηλωνόταν σ' αυτήν (την πόλη) ήδη από καιρό κατόρθωσαν να δρούν εφεξής χωρίς αντίλογο. Η αρχιτεκτονική εξελίχθηκε αποφασιστικά προς νέες φόρμες, τις οποίες ήδη ορισμένα κτίρια προϊδέαζαν. Η λατινική γλώσσα εξαφανίστηκε μπροστά στην ελληνική, της οποίας η χρήση είχε ήδη από έναν αιώνα νωρίτερα αρχίσει να γενικεύεται και μέσα στον θριαμβεύοντα Χριστιανισμό, του οποίου αυτή η πόλη κρατούσε την τριακοσιετή αρχαία παράδοση, οι Φίλιπποι βρήκαν λόγο νέας ύπαρξής τους. Από εκείνη τη στιγμή, η ρωμαϊκή αποικία παραχωρούσε τη θέση της σε μια βυζαντινή πόλη.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Αρκεί να μνημονεύσουμε, υπό τύπον παραδειγμάτων, τις εκστρατείες του Μαρδονίου και του Ξέρξη ενάντια στην Dλλάδα (δείτε Ηροδ. VI, 43-45. VII, 33 επόμ. VIII, 113- 120. Αισχύλου Πέρσαι, 480-514), αυτή του Βρασίδα ενάντια στην Αμφίπολη (δείτε Θουκυδίδη, IV, 78-108), αυτές του Φιλίππου ενάντια στη Θράκη και του Αλεξάνδρου κατά της Ασίας (δείτε Αρριανού Ανάβασις, Ι, 11, 3-6. Διοδώρου, ΧVII, 17,1. Πλουτάρχου Αλέξανδρος, 15).

2. Δείτε Αριστοτέλους, De mirab. ausc., 104: ... είναί δέ καί τινα τόπον εν τοις ανά μέσον διαστήμασιν, εις όν αγοράς κοινής γινομένης, πωλείσθαι παρά μεν των εκ του Πόντου εμπόρων αναβαινόντων τα Λέσβια και Χία και Θάσια, παρά δε των εκ του Αδρίου τους Κερκυραϊκούς αμφορείς.

3. Στράβωνος Γεωγραφικά, VII, 7,4, C 322 και 323. VII 7,8, Ψ 327. fragm. 10 και 13, C 329. fragm. 21, C 330. Πολυβίου Ιστορίαι, XXXIV, 12, 2 έως και 6.

4. Στράβωνος, Γεωγραφικά, VII, 7, 4, C. 322-323 (= Πολυβ. Ιστορίαι, XXXIV, 12, 2, α): εκ δε της Απολλωνίας εις Μακεδονίαν η Εγνατία εστίν οδός προς έω, βεβηματισμένη κατά μίλιον και κατεστηλωμένη μέχρι Κυψέλων και Εβρου ποταμού. Μιλίων δ' εστί πεντακοσίων τριάκοντα πέντε ... κ.τ.λ.

5. Δείτε κυρίως, για την μάχη των Φαρσάλων, Καίσαρος, Bell. civ. III, 79, 2. Γι' αυτή των Φιλίππων, Aππιανού, Βell. civ., IV, 87-88, UU 368 - 371. 101 - 105,  426-438, 107, 447. 108, 453. V, 41- Δίωνος Κασσίου, Ιστορία Ρωμ. XLVII, 35, 1-5. 37, 2-3. XLVIII, 2,4. Πλουτάρχου Βρούτος, 38 και πιο πάνω, σελ. 191 επόμ, κεφ. 6ο. 6. Κανένα από τα μιλλιάρια που αναφέρονται από τον Στράβωνα (Γεωγραφικά, VII, 7, 4, C, 322) δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Αλλά δύο μιλλιάρια με τ' όνομα του Τραϊανού, που μαρτυρούν μιαν επισκευή της οδού (που έγινε) εκείνη την εποχή, ανακαλύφθηκαν, το ένα στ' ανατολικά της Θεσσαλονίκης, το άλλο στο Καλαμπάκι, κοντά στους Φιλίππους. Ένα μιλλιάριο στ' όνομα του Αδριανού, που ξαναχρησιμοποιήθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ., ανακαλύφθηκε δυτικά της Θεσ/νίκης. Ένα μιλλιάριο με τα ονόματα του Μάρκου Αυρηλίου και του Λούκιου Βέρου ανακαλύφθηκε στα Βοδενά. Ένα μιλλιάριο με τα ονόματα του Σεπτιμίου Σεβήρου και του Καρακάλλα ανακαλύφθηκε στην Καβάλα. Τρία μιλλιάρια με τ' όνομα του Καρακάλλα ανακαλύφθηκαν στην Οχρίδα, στη Στρούγκα και στην Προβίστα. Ένα μιλλιάριο με τα ονόματα του Κωνσταντίνου Χλωρού και του Γαλερίου, ξαναχρησιμοποιηθέν τον 4ο αιώνα μ.Χ., ανακαλύφθηκε στη Ρόσνα. Και δεν υπολογίζουμε σ' αυτή τη λίστα άλλα μιλλιάρια που μερικές φορές αποδόθηκαν στην Εγνατία Οδό, άδικα όμως και χωρίς επαρκείς αποδείξεις.

7. Στράβωνος Γεωγρ., VII, 7, 4, C 322-323 (=Πολυβ. Ιστορ. ΧΧΧΙV, 12, 2 α έως 8).

8. Αυτή η διακλάδωση υφίστατο πιθανόν από της κατασκευής της οδού, διότι ο Πολύβιος και ο Στράβων την σημειώνουν (Στράβ. Γεωγρ., VII, 7,4, C. 323. 7,8, C. 327. Πολυβ. Ιστορ. ΧΧΧΙV, 12, 5-6).

9. Πρόκειται αναμφίβολα για το αποτέλεσμα λάθους το ότι η Θεσ/νίκη μοιάζει (φαίνεται) ενίοτε να θεωρείται ως το σημείο κατάληξης της Εγνατίας Οδού (Στράβωνος Γεωγρ. VII, fragm. 10 και 13,, C. 330), εφόσον η ύπαρξη αυτής της οδού μέχρι τον Έβρο μαρτυρείται από την εποχή του Στράβωνος και ίσως κι απ' αυτή του Πολυβίου, (Στράβ. Γεωγρ. VII, 7,4, C. 322-323. Πολυβ.Ιστορ. XXXIV, 12, 2 α κι επόμ. δείτε πιο πάνω, σελ. 489, σημ. 4).

10. Η Εγνατία Οδός συνεχιζόταν αναμφίβολα πολύ παλιά και πέραν του Έβρου κι αν είναι αληθές οτι ο Στράβων προσδιορίζει πρώτος ως πέρας αυτής τα Κύψελα (Στράβ. Γεωγρ. VII, 7, 4, C.322), αυτός αλλού αναφέρει, σύμφωνα με τον Πολύβιο, την προέκτασή της μέχρι το Βυζάντιο, σαν εκείνο το δρομολόγιο που συνήθως ακολουθείτο από τα στρατεύματα που πήγαιναν προς την Ασία ή επέστρεφαν απ' αυτήν (δείτε για παράδειγμα, Liv. XXXVIII, 4041. Αππιανού, Bell. Civ., IV, 87-88,  370- 371 και 101, 426 και πιο πάνω, σελ. 487, σημ. 1, ότι η Εγνατία Οδός ενωνόταν, πέραν του Έβρου, με το πέρασμα του Ελλησπόντου (δείτε επίσης Itin. Anton. Έκδοση Wesseling, σελ. 333).

11. Στράβωνος Γεωγρ. VΙ, 3, 7, C 282, Πλινίου Φυσική Ιστορία, ΙΙΙ, ΙΙ (16), 101. Τακίτου, Αnn., III, 1. 12. Stat. Silv., II, 2, 12: Appia longarum regina viarum.

13. Στράβωνος Γεωγραφικά, VI, 3, 8, C 283. Πλινίου, Φυσική Ιστορία, ΙΙ, (16), 101. Για το Δυρράχιο (Επίδαμνο), κεφαλή της Εγνατίας οδού, δείτε επίσης Στράβωνος Γεωγραφικά, VII, 7,4, C 323 (= Πολυβ. Ιστορία, XXXIV, 12, 5-6).

14. Πλινίου, Φυσική Ιστορία, ΙΙΙ, 11 (16), 100. Ο Αυλών συνδεόταν με την Απολλωνία, της οποίας το ποτάμιο λιμάνι αναμφίβολα δεν χρησιμοποιούνταν πια.

15. Αυτή η οδός λαμπρύνθηκε προπάντων από τα ταξίδια του αποστόλου Παύλου, ο οποίος πολλές φορές την χρησιμοποίησε, (δείτε Πράξεις των Αποστόλων, XVI, 11. XX, 5-6. 11 Kορινθ., ΙΙ, 12-13). 16. Η Θράκη δεν μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία παρά μόνο από τον Κλαύδιο, στα 46 μ.Χ., μετά από ένα και πλέον αιώνα αγώνων που χωρίς παύση ξανάρχιζαν κι οι οποίοι κρατούσαν την περιοχή σε μια συνεχή αναταραχή και η διοίκησή της δεν ανατέθηκε σε αυτοκρατορικό απεσταλμένο της συγκλητικής τάξεως παρά μόνον από τον Τραϊανό. Είναι πιθανόν ότι οι δυσκολίες που είχε συναντήσει στα 188 π.Χ. ο ανθύπατος Cn. Manlius Vulso για να την διασχίσει δεν είχαν ακόμη καθόλου εξαφανιστεί στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. Επιβιβαζόμενος όμως κάποιος στη Νεάπολη σε πλοίο, απέφευγε τελείως την περιοχή αυτή.

17. Δείτε τώρα, σύμφωνα με τις ενδείξεις που παρέχουν τα Οδοιπορικά, τις αποστάσεις τις μετρηθείσες σε μίλλια επί της Εγνατίας Οδού, μεταξύ του Στρυμόνος και του Νέστου, (τα Οδοιπορικά, ή Itineraria στην λατινική γλώσσα, είναι ρωμαϊκά γραπτά κείμενα των πρώτων αιώνων μετά Χριστόν, που διέσωσαν μέχρι τις μέρες μας την πορεία των μεγάλων ρωμαϊκών οδών και τις πόλεις και σταθμούς που βρισκόταν πάνω σ' αυτές): α) Σύμφωνα με το Οδοιπορικό του Αντωνίνου (Itinerarium Antonini):_ Aπό Στρυμόνα προς Νέστο: Αμφίπολις - Φίλιπποι 33 ρωμαϊκά μίλλια, Φίλιπποι - Νεάπολις (η σημερινή Καβάλα) 12 ρωμ. μίλλια, Νεάπολις - Ακόντισμα (σημερ. Νέα Καρβάλη), 9 ρωμ. μίλλια, Ακόντισμα - Τόπειρος, (σημερ. Παράδεισος), 17 ρωμ. μίλλια. _β) Σύμφωνα με το Itinerarium Ηieros:_Aπό Nέστο προς Στρυμόνα: Epyrum (μάλλον πρόκειται για την Τόπειρο) - Σταθμός Purdis (άγνωστη η θέση του), 8 ρωμ. μίλλια, Σταθμός Purdis -Σταθμός Hercontroma (πρόκειται μάλλον για το Ακόντισμα) 9 ρωμ. μίλλια, Σταθμός Hercontroma - Σταθμός Νεαπόλεως 9 ρωμ. μίλλια, Σταθμός Νεαπόλεως - Φίλιπποι 10 ρωμ. μίλλια, Πόλις Φιλίππων - Σταθμός Ad Duodecimum (σημαίνει στη λατινική γλώσσα, "στα δώδεκα"), 12 ρωμ. μίλλια, Σταθμός Ad Duodecimum - Σταθμός Δομήρου 7 ρωμ. μίλλια, Σταθμός Δομήρου - Αμφίπολις 13 ρωμ. μίλλια. γ) Σύμφωνα με τον Πευτιγγεριανό Πίνακα: Από Στρυμόνα προς Νέστο: Αμφίπολις - Φίλιπποι 33 ρωμ. μίλλια, Φίλιπποι - Σταθμός FONS co (fons = πηγή στα λατινικά και co = ένα ρωμαϊκό μίλλι: πρόκειται για ρωμαϊκό σταθμό της Εγνατίας κοντά στη σημερινή Διασταύρωση Αμυγδαλεώνος, όπου υπήρχε πηγάδι νερού), Σταθμός FONS co - Νεάπολις, (εδώ τίθεται η απόσταση της Νεαπόλεως από την Αμφίπολη, μέσω της Εγνατίας οδού), 43 ρωμ. μίλλια, Νεάπολις - Ακόντισμα 18 ρωμ. μίλλια και Ακόντισμα - Τόπειρος 13 ρωμ. μίλλια.

18. "Imperator Caesar M. Aurelius Antoninus, Pius, Felix, Augustus, Parthicus Maximus, Britannicus Maximus, Germanicus Maximus, Pontifex maximus, tribunicia potestate XX, imperator III, consul IIII, proconsul, restituit, milia passuum VII.." που σημαίνει, "Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, Ευσεβής, Ευτυχής, Αύγουστος, Μέγας Παρθικός, Μέγας Βρεταννικός, Μέγας Γερμανικός, μέγας Αρχιερεύς, εν ονόματι της εξουσίας του Δήμου, αυτοκράτωρ, ύπατος, ανθύπατος το τοποθέτησε, στάδια (πρόκειται για μονάδα μήκους) επτά..." Αυτή η επιγραφή .χαράχθηκε ανάμεσα στις 10 Δεκεμβρίου του 216 και 8 Απριλίου του 217. Η απόσταση (στην οποία αναφέρεται), και της οποίας ο προσδιορισμός είναι ίσως ημιτελής (ελλιπής), είχε όπως φαίνεται μετρηθεί  με αφετηρία την Αμφίπολη.

19. Η δεύτερη αψίδα, όπως φεύγουμε από την αριστερή όχθη, είναι μεγαλύτερη και υψηλότερη από τις τέσσερις άλλες. Πάνω στη δεξιά όχθη, μια έκτη αψίδα, διαφορετικά προσανατολισμένη αλλ' αναμφίβολα κι αυτή επίσης αρχαία, υπερπηδά ένα μικρό βραχίονα του χειμάρρου. Η κοίτη αυτού του τελευταίου μπροστά έχει μετατοπιστεί από τις εργασίες που είναι τώρα σε εξέλιξη κι η ρωμαϊκή γέφυρα δεν θα χρησιμοποιείται πια και θάναι του λοιπού δυνατή ευχερής η εξέταση της κατασκευής της.

20. Imperator Caesar divi Nervae filius, Nerva Traianus Augustus, Germanicus, Dacicus, Pontifex maximus, tribunicia potestate XVI, imperator VI, consul VI, Pater Patriae, viam a Dyrrachio usque Acontisma per provinciam Macedoniam longa intermissione neglectam restituendam curavit, a Dyrrachio milia passuum ... που σημαίνει: "Ο Αυτοκράτωρ και Καίσαρ, υιός του θείου Νέρβα, Νέρβας Τραϊανός Αύγουστος, Γερμανικός, Δακικός, Μέγας Αρχιερεύς, εν ονόματι της εξουσίας του Δήμου, αυτοκράτωρ, ύπατος, Πατήρ της Πατρίδος, φρόντισε για την επισκευή της οδού από το Δυρράχιο μέχρι το Ακόντισμα, δια μέσου της επαρχίας Μακεδονίας (ενν. διερχομένης), η οποία για μακρό χρονικό διάστημα ήταν παραμελημένη, από το Δυρράχιο σταδίους ... " Αυτή η επιγραφή χαράχθηκε μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 9ης Δεκεμβρίου του 112 μ.Χ. Η απόδοση του μιλλιαρίου στην Εγνατία Οδό επιβεβαιώθηκε από τα ονόματα των τοποθεσιών ανάμεσα στις οποίες πραγματοποιήθηκε η επισκευή που είχε διαταχθεί από τον Τραϊανό, το Δυρράχιο και το Ακόντισμα, πόλεις που και οι δυο είναι γνωστές σαν σταθμοί αυτής της οδού. Αν και ο προσδιορισμός της αποστάσεως έχει εξαφανιστεί, μπορούμε να δεχτούμε, δεδομένου του τόπου της ανεύρεσής της, ότι η πέτρινη αυτή στήλη δεν είχε μετακινηθεί μέχρι τις μέρες μας.

21. Οι εκτιμήσεις αυτής της ίδιας απόστασης, σύμφωνα με τον Αππιανό περίπου 70 στάδιοι (Αππιανού, Εμφ. Πόλ. ΙV, 106, 446) και σύμφωνα με τον Γαλιανό περίπου 120 στάδιοι (Γαλ. Περί της των απλών φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως, βιβλ. ΙΧ, κεφ. 2, έκδ. Kuhn, t. XII, σελ. 172), είναι η μία μικρότερη και η άλλη μεγαλύτερη από την πραγματική.

22. Πάνω στην οδό (που οδηγεί) από Καβάλα προς Δράμα, τα ερείπια των Φιλίππων βρίσκονται στο 16ο χιλιόμετρο. Η σύμπτωση όλων αυτών των ενδείξεων θ' αρκούσε ήδη να δείξει το σφάλμα που διέπραξε ο Fr. Tafel, τοποθετώντας τη Νεάπολη στην παραλία του λιμένος Dλευθερών (Viae Egnatiae pars orientalis, σελ. 14. δείτε πιο πάνω, σελ. 105 επ.)

23. O O. Cuntz έδειξε οτι το σημείο     = 1000, ακατανόητο στον αντιγραφέα, είχε αντικατασταθεί επτά φορές στον Πευτιγγεριανό Πίνακα, από τα γράμματα co, πάνω από τα οποία μπήκε σε τρεις περιπτώσεις μια οριζόντια γραμμή. Σε συνέχεια αυτής της διαπίστωσης και μετά τα συνδυασμένα δεδομένα των Οδοιπορικών (Ιtineraires), ο Cuntz τοποθέτησε τον σταθμό Fons co που μας ενδιαφέρει ένα μίλλι από τη Νεάπολη (Καβάλα) και ένδεκα από τους Φιλίππους.

24. Ομοίως και ο Fr. Tafel παραδεχόταν (δείτε πιο πάνω) ότι ο σταθμός Fons έπρεπε να βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με τους Φιλίππους. Ο Ο. Cuntz δεν έχει επαρκή ερείσματα, το δείξαμε, για να εναντιωθεί και στη μία και στην άλλη (γνώμη) (δείτε Jahresh, II, 1899, σελ. 86 και σημ. 22).

25. ...viam a Dyrrac(hio) usq(ue) Neapoli(m) per provinciam Macedo-/niam longa inter/missione neglect(am)/ restituendam cu/ravit - (δείτε την μετάφραση στη σημείωση υπ' αύξ. αριθ. 20). Αυτό το μιλλιάριο, χρονολογούμενο στην εποχή του Τραϊανού, ανήκε σίγουρα στην Εγνατία Οδό, όπως αποδεικνύουν τα ονόματα των τοποθεσιών που αναφέρει η επιγραφή (του).

26. Imp(erator) Caes(ar) L. Septi/mius Severus, Pius, /Pe<p>rtinacis (sic), Ayg(ustus), A(rabicus), |Adiab(enicus), Part(hicus) Max(imus), Pont(ifex) /max(imus), imp(erator) XI, trib(unicia) pot(estate) V[...;] / co(n)s(ul) II, P(ater) Pa(triae) και Imp(erator) C[aes(ar) L. Sept(imi)] / Severi, Pi(i), Pert(inacis) που σημαίνει: "Αυτοκράτωρ Καίσαρ Λ. Σεπτίμιος Σεβήρος, Ευσεβής, Ισχυρός, Αύγουστος, Αραβικός, Αδιαβενικός, Μέγας Παρθικός, μέγας Αρχιερεύς, αυτοκράτωρ, δυνάμει της εξουσίας του Δήμου... Αυτή η επιγραφή χαράχθηκε ανάμεσα στο καλοκαίρι του 198 και στις 9 Δεκεμβρίου του 201.

27. Αυτή η τοποθεσία περιγράφηκε από τον Αμμιανό - Μαρκελλίνο. Το όνομά της εμφανίζεται, παρεφθαρμένο ενίοτε, στα Οδοιπορικά του Αντωνίνου και του Μπορντώ στην Ιερουσαλήμ, στον Πευτιγγεριανό Πίνακα, στις γεωγραφικές εργασίες του Ιεροκλή, του Ανωνύμου της Ραβέννας και του Guido. Η επιγραφή (πάντως) ενός μιλλιαρίου της Εγνατίας Οδού που ανακαλύφθηκε κοντά στο Καλαμπάκι, περιέχει την αρχαιότερη αναφορά (του ονόματος αυτού).

28. Και μάλιστα πάνω στη δεξιά όχθη (του ποταμού), αν πιστέψει κανείς τον Πλίνιο, ο οποίος, με αφετηρία του τον Στρυμόνα, απαριθμεί ως εξής τις τοποθεσίες που είναι δίπλα στην ακτή του Αιγαίου Πελάγους (Πλιν. Φυσική Ιστορία, IV, 11 (18), 42): cujus in ora a Strymone Apollonia, Oesyma, Neapolis, Datos; intus Philippi colonia -absunt a Dyrrachio CCCXXV -, Scotusa, Topiros civitas; Mesti amnis ostium, mons Pangaeus.." που σημαίνει: " στην ακτή από τον Στρυμόνα (βρίσκονται) η Απολλωνία, η Οισύμη, η Νεάπολις, η Δάτος. Στα ενδότερα η αποικία των Φιλίππων - απέχουν από το Δυρράχιο 325 (ρωμ.) μίλλια -, η Σκοτούσα, η πόλις Τόπειρος. Εκβολή ποταμού Νέστου, όρος Παγγαίον.

29. Αυτό το υδάτινο ρεύμα φέρει, στους σύγχρονους χάρτες, το όνομα του Αγγίτη, το οποίο o Ηρόδοτος (VII, 113) είχε δώσει στον σπουδαιότερο χείμμαρο μέσα στον οποίο αυτό (το ρεύμα) χύνεται και ο οποίος φέρνει στον Στρυμόνα τα νερά του έλους. Αλλά οι αρχαίοι πίστευαν πως η κυριότερη πηγή αυτού του χειμάρρου βρισκόταν στο Μπουνάρ - μπασί, κοντά στους Φιλίππους, (δείτε Αππιανού, Εμφ. Πόλ., IV, 106, 446. Heuzey-Daumet, Mission archeologique de Macedoine, σελ. 106.....) Ο L. Heuzey ονόμαζε (αυτό το υδάτινο ρεύμα) Μαχαρίτσα. Αυτό πηγάζει από ένα σπήλαιο γειτονικό προς την Προσωτσάνη όπου φτάνουν, από μιαν υπόγεια κοίτη, τα νερά της λεκάνης του Κάτω Νευροκοπίου (Ζίρνοβο) (δείτε E. M. Cousinery, Voyage dans la Macedoine, τόμος ΙΙ, σελ. 45-48) και συγκεντρώνει μέσω ενός παραποτάμου (και τα νερά) της κοιλάδας της Κιρλίκοβα.

30. Το άνοιγμα της κάθε αψίδας είναι 5,27 μέτρα. το πλάτος της γέφυρας κάτω από τον θόλο, 3,17 μέτρα.

31. Vitalis C. Lavi Fausti servus, idem f(ilius), verna domi natus, hic situs est. Vixit annos XVI, institor tabernas Aprianas, ab populo acceptus idem ab dibus ereptus. Rogo vos, viatores, si quid minus dedi me(n)sura, ut patri meo adicere ignoscatis. Rogo per superos et inferos ut patrem et matre(m) commentatos habeatis. Et vale. (Που σημαίνει: Εδώ βρίσκεται του Βιταλίου Γ. Λαβίου Φαύστου ο δούλος και γιος (δηλ., που ήταν σαν γιος), που έζησε και γεννήθηκε στο σπίτι (αυτό. Έζησε 16 χρόνια, μεταπράτης στις ταβέρνες του Άπρι, ήταν αποδεκτός (αγαπητός) από τον κόσμο, απαλλασσόμενος ο ίδιος από τους πλουσίους. Σας παρακαλώ, οδοιπόροι, αν κάτι λιγότερο έδωσα στο μέτρημα, ν' αξιώσετε από τον πατέρα μου την καταβολή του. Σας ζητώ, στ' όνομα των θεών του πάνω και του κάτω κόσμου, να έχετε τον πατέρα και την μητέρα ευτυχείς. Και υγιαίνετε) - Οι ταβέρνες για τις οποίες πρόκειται εδώ ήταν από κείνα τα πανδοχεία με τις μεγάλες καμινάδες σαν κι αυτά που συναντούσε κανείς συχνά στους σταθμούς των οδών της αυτοκρατορίας κι οι οποίες μερικές φορές έδιναν τ' όνομά τους στους τόπους (οικισμούς) που γεννιούνταν γύρω τους... Στα 61 μ.Χ. ο Νέρων είχε ιδρύσει κατά μήκος των στρατιωτικών οδών της Θράκης (... tabernas et praetoria per vias militares fieri jussit..., που σημαίνει: Διέταξε να ιδρυθούν στις στρατιωτικές οδούς, ταβέρνες και στρατόπεδα...) - Ο P. Perdrizet ορθά ερμήνευσε τη μνεία "στην πόλη Απρι" που έφερε η δική μας (ταβέρνα), από τη θέση αυτού του οικισμού, αποικίας του Κλαυδίου, κειμένης πάνω στην προέκταση της Εγνατίας Οδού, χάρη στην οποία αυτός (ο οικισμός) διατηρούσε με τους Φιλίππους σχέσεις επιβεβαιωθείσες από την επιγραφική (επιστήμη). Αυτός έδειξε επίσης την πολύ ακριβή νομική έννοια που είχε η συμβουλή που εκφραζόταν στο δεύτερο μέρος της επιγραφής και με την οποία ο αποθανών εξέφραζε την ελπίδα ότι θ' ασκηθούν κατά του πατρός και κυρίου του, C. Lavius, διώξεις δια της actio institoria (που ήταν ένα μέσο δικαστικής προστασίας που υπάρχει μέχρι σήμερα, ονομάζεται "αγωγή κατά του προστήσαντος" και μ' αυτήν ο ζημιωθείς από πράξη ή παράλειψη υπαλλήλου ή εργάτη, ζητά αποζημίωση από τον εργοδότη (αφεντικό) του) - Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποξήρανσης κι άλλα αρχαία λείψανα ανακαλύφθηκαν στη γύρω περιοχή: Δύο θραύσματα επιγραφών, της μιας ελληνικής, προγενέστερης της ρωμαϊκής αποίκισης, της άλλης λατινικής, επιτύμβιας, αρκετά μεταγενέστερης εποχής. Ενας μπρούντζινος αστρονομικός δίσκος που φέρει μια μεγάλη λατινική επιγραφή. Τμήματα ιωνικής αρχιτεκτονικής μικρών διαστάσεων. Τέλος ένας μεγάλος αριθμός πέτρινων σφαιρών που φέρουν σφραγίδες.

32. 12 ρωμαϊκά μίλλια μας κάνουν 17.742 μέτρα και η απόσταση σ' ευθεία γραμμή, από τους Φιλίππους μέχρι τη μικρή γέφυρα του Κούροβο είναι 17,5 χιλιόμετρα.

33. Πρέπει ν' αποφύγει κανείς να συγκρίνει το όνομα του σταθμού του Δομήρου που με τόση ακρίβεια εντοπίζεται στα βόρεια του Παγγαίου, μ' αυτό της παιονικής πόλης Δοβήρου, που αναφέρεται από διάφορους συγγραφείς (Θουκ., ΙΙ, 98, 1. Στράβωνα Γεωγρ. VII, fragm. 36. Πτολ. Γεωγρ., ΙΙΙ, 12, 23. Ιεροκλή, έκδοση Wesseling, σελ. 639. Στεφ. Βυζαντ. δείτε λέξη. Κωνστ. Πορφυρογ., De them., ΙΙ, 49), την οποία όλοι συμφωνούν ότι βρισκόταν πολύ μακριά από εκεί, στην περιοχή της λίμνης Δοϊράνης.

34. Ο οδοδείκτης αυτός φέρει πάνω του πολλές επιγραφές, από τις οποίες η παλαιότερη χρονολογείται από το 337 ως το 340, οι οποίες μαρτυρούν τις διαδοχικές επισκευές της οδού, της οποίας (ασφαλώς) θα σώζονται στη Ροδόπη κάποια ίχνη (ερείπια).

35. Η αμαξιτή οδός που στις μέρες μας συνδέει τις Σέρρες με τη Σόφια ακολουθεί, σχεδόν επακριβώς, την πορεία αυτής της οδού. 36. Κ. Miller, Itineraria romana, Strecke 85, στ. 583 - 585 και εικ. 163, στ. 522. Ο συγγραφέας υποθέτει οτι το νότιο παρακλάδι (της οδού) ξεκινούσε από την Αμφίπολη κι όχι από τους Φιλίππους κι ότι αυτό έφθανε στο Ντεμίρ – χισάρ (Σιδηρόκαστρο) από τη δεξιά όχθη του Στρυμόνα. Στο βόρειο παρακλάδι αυτός προσθέτει ένα σταθμό, τις Σέρρες, με μιαν απόσταση 10 μιλλίων, τον οποίο λέγει πως οι αντιγραφείς (του Πευτιγγεριανού Πίνακα) έχουν παραλείψει. Είναι φανερό ότι μετατοπίζοντας τις οδούς που φαίνονται πάνω στον χάρτη, επιμηκύνοντάς τες κατά βούληση, παρεμβάλλοντας σ' αυτές νέους σταθμούς, μπορούμε να κάνουμε τον Πευτιγγεριανό Πίνακα να λέει ό,τι θέλουμε. Εμείς (όμως) θεωρούμε ως καλύτερη μέθοδο το ν' αναζητήσουμε να κατανοήσουμε αυτό τον Πίνακα χωρίς να τον αλλάξουμε στο παραμικρό. Εξ άλλου η ταύτιση της Ηρακλείας της Σιντικής με το Ντεμίρ –χισάρ (Σιδηρόκαστρο) δεν στηρίζεται πουθενά και το γεγονός ότι ο Miller εσφαλμένα θεώρησε ότι η Εγνατία Οδός περνούσε νοτίως του όρους (Παγγαίου) και του έλους οφείλεται στο γεγονός ότι αυτός μπέρδεψε τα ονόματα των δύο μικρών κωμοπόλεων του Παγγαίου, της Προβίστας στα βόρεια (σημ. μεταφρ: σήμερα στο Νομό Σερρών) και του Πραβίου ή Πραβίστας στα νοτιοανατολικά. Απορούμε που τα επιχειρήματα που αντιπρότεινε ο P. Perdrizet (BCH, XIX, 1895, σελ. 111 επ., XXIV, 1909, σελ. 546) δεν τα συγκράτησε ο S. Casson (Macedonia, Thrace and Illyria, σελ. 26) ο οποίος διέπραξε με τη σειρά του το ίδιο λάθος.

37. Η απόσταση από τους Φιλίππους ως την Ηράκλεια τη Σιντική ήταν, σύμφωνα με τον Πευτιγγεριανό Πίνακα, από τη βόρεια οδό 55 μίλλια, από τη νότια 52 μίλλια ή αντίστοιχα, 81,32 χιλιόμετρα και 76,88 χιλιόμετρα, καθ' ον χρόνο η απόσταση από τους Φιλίππους μέχρι το Ντεμίρ - χισάρ (Σιδηρόκαστρο), μετρούμενη σ' ευθεία γραμμή πάνω από το έλος και τα βουνά είναι ήδη 80 χιλιόμετρα. Ομοίως, η απόσταση που χώριζε, επί της βορείας οδού, την Ηράκλεια από τον Δαραβέσκο, τον οποίο όλοι συμφωνούν ότι ταυτίζεται με τη Δράμα ήταν, σύμφωνα με τον Πίνακα 43 μίλλια, ήτοι 63,57 χιλιόμετρα, τη στιγμή που αυτή η απόσταση από τη Δράμα ως το Σιδηρόκαστρο, μετρούμενη δια της σιδηροδρομικής γραμμής είναι 98 χιλιόμετρα. Από κάθε άποψη βλέπουμε ότι πρέπει να τοποθετήσουμε την Ηράκλεια τη Σιντική, ταυτόχρονα, και πιο νότια και πιο κοντά προς τους Φιλίππους.

38. Το γεγονός ότι η Ηράκλεια η Σιντική βρισκόταν πάνω στη δεξιά όχθη του Στρυμόνα προκύπτει καθαρά από το γεγονός ότι ο Τίτος Λίβιος και ο Διόδωρος μνημονεύουν αυτή τη πόλη ανάμεσα στις περιοχές που προσαρτήθηκαν στην έκταση την περιλαμβανόμενη ανάμεσα στον κάτω ρου του Στρυμόνα και σ' αυτόν του Νέστου, για να σχηματίσουν την πρώτη περιφέρεια ("μερίδα") της Μακεδονίας, (Λιβ., ΧLV, 29: ... accessurum huic parti ... trans Strymonem autem vergentia ad occasum, Bisalticam omnem cum Heraclea, quam Sinticem appellant (που σημαίνει: ... προσαρτηθείσα σ' αυτή την μερίδα (δηλαδή την περιφέρεια) ... πέραν του Στρυμόνος μεν βλέπουσα προς δυσμάς, ολόκληρη η Βισαλτία μετά της Ηρακλείας, την οποία ονομάζουν Σιντική) – Διοδώρου ΧΧΧΙ, 8, 7, ap. Georg. Syncell. Chronografia, σελ. 267 επ.: .. πρός δυσμάς δε τού Στρυμόνος Βισαλτία πάσα μετά της εν τη Σιντική Ηρακλείας) - Γι' αυτό ο Στράβων την τοποθετεί στα όρια της Βισαλτίας (Στράβωνος Γεωγραφία, VII, 331, fragm. 36: υπέρ δέ της Αμφιπόλεως Βισάλται καί μέχρι πόλεως Ηρακλείας, έχοντες αυλώνα εύκαρπον, όν διαρρεί ο Στρυμών .. επί δε άρκτους ιόντι από Ηρακλείας και τα στενά δι' ων ο Στρυμών φέρεται, δεξιόν έχοντι τον ποταμόν ..., που σημαίνει: πάνω από την Αμφίπολη βρίσκονται οι Βισάλται, μέχρι την πόλη Ηράκλεια, οι οποίοι κατέχουν μιαν εύφορη κοιλάδα που την διασχίζει ο Στρυμόνας... αυτός δε που έρχεται προς τα βόρεια και μέσα από τα στενά από τα οποία περνάει ο Στρυμόνας, έχει τον ποταμό στα δεξιά του). Γι' αυτό ο Πλίνιος την περιλαμβάνει στις πόλεις και τους λαούς της Μακεδονίας (Πλιν. Φυσ. Ιστορία, ΙV, 10 (17), 35: Scotusaei liberi, Heraclea Sintica ... που σημαίνει: οι ελεύθεροι Σκοτουσαίοι, η Ηράκλεια η Σιντική..), ούτως ώστε για τον ίδιο αυτή η χώρα (εννοεί την Μακεδονία) τελειώνει στον Στρυμόνα (του ίδιου, 38: dein Macedoniae terminus amnis Strymon (που σημαίνει, εντεύθεν όριο πάσης της Μακεδονίας ο Στρυμών) -Δείτε Λιβίου, ΧLII, 51 (Ηeraclea ex Sintis) - Πτολεμαίου Γεωγραφία, ΙΙΙ, 12, 27 (πόλεις Σιντικής: Τρίστωλος...., Παρθικόπολις..., Ηράκλεια Σιντική...) - Ιεροκλέους, έκδοση Wesseling, σελ. 639 (...Παρθικόπολις, Ηράκλεια Στρυμνού, Σέρραι...) - Στεφάνου Βυζαντίου δείτε λέξη Ηράκλεια . (... κγ' Μακεδονίας, Αμύντου του Φιλίππου κτίσμα). Και για τους Σιντούς και την χώρα τους δείτε, Θουκυδίδη, ΙΙ, 98, 1.  Στεφάνου Βυζαντίου στη λέξη Σιντία. Όμως κάποιο κείμενο του Καίσαρος όπου συναντάται το όνομα της Ηρακλείας της Σιντικής αναφέρεται αποδεδειγμένα σε μιαν άλλη Ηράκλεια, αυτή των Λυγκηστών (Καίσαρος Εμφύλιος Πόλεμος, III, 79,3: ... Heracliam /(Senticam), quae est subjecta Candaviae, δηλαδή: την Ηράκλεια την Σιντική, η οποία είναι υποτελής στην Κανταβία, (που ήταν μια περιοχή της Ιλλυρίας).

39. Πευτιγγεριανός Πίναξ, segm. VIII, 2. Ο K. Miller δεν παρατήρησε (στο: Itineraria romana, στ. 522) ότι ο ποταμός που είναι σχεδιασμένος εδώ δεν μπρούσε νάναι άλλος από το Στρυμόνα, καθόσον κανένα άλλο υδάτινο ρεύμα τέτοιας σπουδαιότητας που να έρχεται (κι) από το βορρά δεν χύνεται στη θάλασσα ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την Αμφίπολη. Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί τον Βαρδάρη, αλλά (τότε) η (υδάτινη) πορεία την οποία αναπαριστούσε ο πίνακας θάταν ακόμη πιο δύσκολο να ερμηνευθεί: Κι αυτός ο ποταμός, όπως κι ο Νέστος, δεν αναφέρεται στον χάρτη. Το σφάλμα του Πίνακα είναι εδώ αποδεδειγμένο και δεν διστάζουμε να το διορθώσουμε.

40. Στράβωνος Γεωγραφία, VΙΙ, 331, fragm. 36: "εντός δε του Στρυμόνος προς αυτώ μεν τω ποταμώ η Σκοτούσσα εστι .." - Πλινίου Φυσική Ιστορία ΙV, 11 (18), 42 (Scotusa) - Πτολεμαίου Γεωγραφία, ΙΙΙ, 12, 28: "Οδομαντικής και Ηδωνίδος, Σκοτούσσα ..."41. Πτολεμαίου Γεωγραφία, ΙΙΙ, 12, 32: "Βισαλτίας: Άρρωλος ..., Ευπορία... -  Στεφάνου Βυζαντίου, λέξη Ευπορία: "πόλις Μακεδονίας, ήν Αλέξανδρος ταχέως νικήσας έκτισε και ωνόμασε δια το εύπορον".

42. W. M. Leake, Travels in Northern Greece, (Ταξίδια στη Βόρειο Ελλάδα), τόμος ΙΙΙ, σελ. 225 -229. Δείτε C. Muller, στον Πτολεμαίο, ΙΙΙ, 12, 27 και 32, σελ. 510 και 513 επ., Th. Desdevises du Dezert, Geographie ancienne de la Macedoine, σελ. 389. Η αφθονία των νομισμάτων που ανακαλύπτονται στους αγρούς, τόσο του Ζερβοχωρίου όσο και της Νιγρίτας, πρέπει να μας οδηγήσει στη σκέψη ότι αυτές οι τοποθεσίες διαδέχθηκαν αρχαίες πόλεις. καμιά υλική απόδειξη, είναι γεγονός δεν μας δόθηκε για την υποστήριξη της ταύτισης του Ζερβοχωρίου με την Ηράκλεια τη Σιντική. αλλ' οι λόγοι γεωγραφικής τάξεως που προβλήθηκαν από τον W. M. Leake προς υποστήριξη αυτής διατηρούν όλη την αξία τους και δεν έχουν ανασκευασθεί από εκείνους οι οποίοι, χωρίς να την λάβουν υπόψη τους, αναζήτησαν αλλού τη θέση αυτής της πόλης. Στη Νιγρίτα ή στην περιοχή της θα βρισκόταν η Παρθικόπολις που μνημονεύουν ο Πτολεμαίος (Γεωγρ., ΙΙΙ, 12, 27) και ο Ιεροκλής (έκδ. Wesseling, σελ. 639), από την οποία καταγόταν πολλοί πρεσβύται που τους κατονομάζει ο Φλέγων από τις Τράλλεις (FHG, τόμος ΙΙΙ, σελ. 609 = Jacoby, F. Gr. Hist., τόμ. 2 B, σελ. 1187, αριθμοί 48, 51, 52, 53, όπου η ανάγνωσις "Παροικόπολις", "Παροικοπολίτης" παρέμεινε, παρά τις ορθές παρατηρήσεις του Wesseling, στον Ιεροκλή, σελ. 639, του C. Muller στον Πτολεμαίο, ΙΙΙ, 12, 27, σελ. 509 και του P. Perdrizet στο BCH, XXIV, 1900, σελ. 309 επ., σημ. 1).

43. Εξ αιτίας της αναλογίας των δύο ονομάτων και της αποστάσεως που αναφέρεται πάνω στον Πίνακα μεταξύ του Δαραβέσκου και των Φιλίππων, η ταύτιση του Δαραβέσκου με τη Δράμα δεν συζητείται καθόλου (δείτε C. Muller, στον Πτολ., ΙΙΙ, 12, 27, σελ. 510). Όμως η τοποθέτηση στη Δράμα του Δραβήσκου, όπου οι Αθηναίοι έπαθαν στα 465 π.Χ. μια φημισμένη καταστροφή, συναντάει τεράστιες αντιρρήσεις Ο Κ. J. Beloch, που το ανέφερε, πρότεινε να τροποποιηθούν τα δεδομένα του Πευτιγγεριανού Πίνακα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο Δαραβέσκος να μπορέσει να τοποθετηθεί κοντά στον Στρυμόνα και στη Μύρκινο (Griechische Geschichte, 2η έκδ., τόμος ΙΙ, 1, σελ. 148, σημ. 1). Αυτή η υπόθεση (όμως) δεν συμβιβάζεται με τ' αποτελέσματα της έρευνάς μας πάνω στο οδικό δίκτυο της περιοχής των Φιλίππων, και θα δεχθούμε μαζί με τον P. Perdrizet (Klio, X, 1910, σελ. 17), την ύπαρξη σ' αυτή την περιοχή, δύο διαφορετικών τοποθεσιών με παρόμοια ονόματα, τη μια, την Δραβησκό του 5ου αιώνα π.Χ.  στο Σδραβίκι (δηλαδή τον σημερινό Δραβήσκο Σερρών) και την άλλη, τον Δαραβέσκο της ρωμαϊκής εποχής, στη Δράμα.

44. Η εγγύτητα του ποταμού αποδεικνύεται επίσης από το όνομα "Ηράκλεια Στρύμνου" που φέρει αυτή η πόλη στο κείμενο του Ιεροκλή (έκδ. Wesseling, σελ. 639), όπως κι από τον τίτλο "επί Στρυμόνι" που έχουν τα νομίσματά της.

45. Δείτε Κ. Miller, Itineraria romana, στ. 583 επ. Αυτός ο συγγραφεύς θεωρεί, εσφαλμένα ότι αυτή η ταύτιση θα μας οδηγούσε στην Εγνατία Οδό. Αυτή (η οδός) όμως περνούσε, όπως είδαμε όχι από το Πράβι, αλλά από τα βόρεια του Παγγαίου_ (Η υπογράμμιση είναι του μεταφραστή).

46. Πρέπει να δεχθούμε ότι είναι πιθανό πως ο Στρυμών ήταν πιο εύκολα διαβατός λίγο πιο κάτω από την Αμφίπολη, μπροστά στο τεράστιο λιοντάρι που στεκόταν τότε πάνω από την δεξιά του όχθη και στο σημείο ακριβώς όπου το ρεύμα του ποταμού αργότερα ανακόπηκε από ένα μεγάλο ανάχωμα, (δείτε Α. Κεραμόπουλος, Εφ. αρχ., 1932, σελ.  1. για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας κατασκευής του αναχώματος, οι επιγραφές και τα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν εκεί ξαναχρησιμοποιημένα δίνουν ένα terminus post quem = καταληκτικό χρονικό σημείο αρκετά βέβαιο). Η Ευπορία πρέπει να βρισκόταν εκεί κοντά, πάνω στη δεξιά όχθη, όπου έχουν παρατηρηθεί αρχαία λείψανα (δείτε P. Perdrizet, BCH, XVIII, 1894, σελ. 432).

47. Αναχωρώντας από τη Νεάπολη, ο Ανώνυμος της Ραβέννης απαριθμεί τους σταθμούς αυτής της ίδιας οδού, αφού έχει ήδη κατονομάσει τις πόλεις που είναι κλιμακωτά τοποθετημένες πάνω στην Εγνατία Οδό (Ανωνύμου Ραβέννης ΙV, 9, σελ. 195, 16 έως 196: Τrillon (σημείωση μεταφραστού: το όνομα του Ρωμαϊκού σταθμού που υπήρχε εδώ όπου σήμερα βρίσκεται το Πράβι μας), item Greron, Arason, Euporia, Eraclia Xantica...) αυτή η μαρτυρία επιβεβαιώνει σ' αυτό το σημείο, την αποδεικτική αξία του Πευτιγγεριανού Πίνακος, καθώς και την ερμηνεία που του δίνουμε.

48. Μπορούμε να το δείξουμε αυτό καθαρά παραθέτοντας έναν πίνακα συγκριτικό αυτών των οδών σύμφωνα με τον Πευτιγγερ. Πίνακα και σύμφωνα μ' έναν πρόσφατο (σημερινό) χάρτη.

Philippis (Φίλιπποι) -  Daravescos (Δράμα) XII = 17,8 μίλλια, σήμερα 19 χιλιόμετρα,

Δράμα – Strymon(εννοεί τη διάβαση του Αγγίτη κοντά στην Προσωτσάνη) VIII μίλλια = 11,8 χιλιόμετρα

Διάβαση Αγγίτη - Sarxa (Νέα Ζίχνη) XIII μίλλια, = 19,2 χιλιόμετρα, σήμερα 18,5 χιλιόμετρα,

Νέα Ζίχνη - Scotusa XVIII μίλλια = 26,6 χιλιόμετρα     διάβαση

Στρυμόνος  18

Heraclea Santica IIII  = 5,9      Ζερβοχώρι          10

 

ΙΙ. Philippis                       Φίλιπποι

   Τrinlo        X     = 14,8     Πράβι             12

   Graero        XVII  = 25,1     Oρφανό            30

   Euporea       VIII  = 11,8     διάβαση

Στρυμόνος 10

Ηeraclea Santica XVII  = 25,1     Ζερβοχώρι         23

49. Αυτό αναμφίβολα ήταν το λάθος που έκανε τον P. Perdrizet να πει οτι η Εγνατία Οδός δεν παριστανόταν πάνω στον Χάρτη σ' αυτό το σημείο (Klio, X, 1910, σελ. 17). Η ερμηνεία αυτού του ντοκουμέντου που εμείς προτείνουμε έχει το πλεονέκτημα ότι την ξαναβρίσκουμε (την Εγνατία) στον χάρτη αυτόν, στην αληθινή της θέση, ενώ δίνουμε μιαν ικανοποιητική εξήγηση και για τις πορείες των δύο άλλων οδών.

50. Δίωνος Κασσίου, Ρωμαϊκή Ιστορία, LI, 4, 6.

51. Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει κατηγορηματικά ότι το Δυρράχιο και οι Φίλιπποι δεν ήταν οι μόνες μακεδονικές πόλεις που δέχθηκαν, το 30 π.Χ. έναν αριθμό ιταλών αποίκων. Και μπορεί να πιστέψει κανείς πως οι πόλεις που αυτός υπονοεί, χωρίς να τις κατονομάζει, ήταν οι λοιπές αποικίες που είχε ιδρύσει ο Οκταβιανός στην Μακεδονία: Η Πέλλα, το Δίον, η Κασσάνδρεια και η Φυλλίς, από τις οποίες οι τρεις πρώτες έφεραν, όπως κι οι Φίλιπποι, τα επίθετα Iulia Augusta. Είναι αλήθεια οτι οι Φίλιπποι και η Κασσάνδρεια είχαν ήδη λάβει νωρίτερα τον τίτλο των αποικιών, αλλ' ο Οκταβιανός τις αναδιοργάνωσε εξ ολοκλήρου και, φερόμενος σαν αληθινός ιδρυτής τους, τις προίκισε με προνόμια και μ' ένα καινούργιο όνομα.

52. Σουετωνίου, Τιβέριος, 14. Δίωνος Κασσίου Ρωμαϊκή Ιστορία, LIV, 9, 6.

53. P. Collart, Une refection de la Via Egnatia sous Trajan (= Μια επισκευή της Εγνατίας Οδού υπό τον Τραϊανό) , BCH, LIX, 1935, σελ. 395 έως 415.

54. P. Collart, BCH, LXI, 1937: Imp(eratori) Hadri[a]no/ Olympio / et Iunoni Con/iugali Sabina[e] (που σημαίνει: (Αφιερωμένη) στον Αυτοκράτορα Ολύμπιο Αδριανό και στην θεϊκή (Ηρα) Σύζυγό (του) Σαβίνα). Ο τίτλος του Ολυμπίου δόθηκε στον Αδριανό το φθινόπωρο του έτους 129 μ.Χ., επ' ευκαιρία της εορτής των εγκαινίων του Ολυμπιείου.

55. P. Lemerle, BCH, LVIII, 1934, σελ. 454 επ., αριθ. 2: Imp(eratori) Caesari, / divi Traiani / Parthici fil(io), / divi Nervae / nepoti, Traiano / Hadriano Aug(usto), / Pontifici max(imo), / tribunic(ia) pot(estate) XV, / co(n)s(uli) III, P(atri) P(atriae), / publice dec(reto) dec(uriorum), (που σημαίνει: (Αφιερωμένη) στον Αυτοκράτορα, Καίσαρα, γιό του θείου, Παρθικού Τραϊανού, εγγονό του θείου Νέρβα, στον Τραϊανό Αδριανό Αύγουστο, Μέγα αρχιερέα, εξ ονόματος της εξουσίας του Δήμου, ύπατο, Πατέρα της Πατρίδος, δια δημοσίου ψηφίσματος των βουλευτών).

56. Την απόδειξη των περιοδειών που έκανε ο Αδριανός στη Μακεδονία και τη Θράκη μας την παρέχουν τα νομίσματα που φέρουν την επιγραφή ADVENTVI AVG. MACEDONIAE S. C. ή ADVENTVI AVG. THRACIAE S. C. Αλλά η χρονολογία αυτών των περιοδειών συζητιέται πολύ: O I. Durr τις τοποθετεί στα 124-125 και τη γνώμη του αυτή ακολούθησε κι ο Ο. Schulz και, λιγότερο κατηγορηματικά, ο W. Weber, ενώ ο von Rohden, δεχόμενος κατά γράμμα, για εκείνη την εποχή, την τόσο συνοπτική αναφορά της Vita (Ael. Spart., Hadrian, XIII, 1: post haec per Asiam et insulas ad Achaiam navigavit...) (που σημαίνει, "μετά ταύτα δια μέσου της Ασίας και των νησιών (εννοεί του Αιγαίου) έπλευσε προς την Αχαϊα (εννοεί την Ελλάδα), συνδέει τις περιοδείες με το δεύτερο ταξίδι στη Μοισία και τη Δακία, στα 132, χρονολογία που την δέχθηκε επίσης κι ο L. Homo αλλά την απέρριψε ο W. Henderson, o οποίος, διαχωρίζοντας τις δύο περιοδείες την μια από την άλλη, συνέδεσε εύκολα την επίσκεψη στη Θράκη μ' αυτήν της Τρωάδος, (την γενομένη) κατά τη διάρκεια του πρώτου μεγάλου ταξιδιού του Αδριανού και αυτή της Μακεδονίας με το ένα από τα ταξίδια του στην Ελλάδα. Η υπόθεση η σχετική μ' ένα μακρύ χερσαίο ταξίδι μέχρι το Δυρράχιο, ακολουθώντας την Εγνατία Οδό, υπόθεση προταθείσα από τον I. Durr, που την δέχθηκε ο P. Perdrizet, γενικά δεν επικράτησε. Στις ενδείξεις που την επιβεβαίωναν, μπορούμε να επισυνάψουμε σήμερα το μιλλιάριο που βρέθηκε κοντά στη Θεσσαλονίκη. Αντιθέτως (από την άλλη), τα δύο αναθήματα των Φιλίππων, το ένα μεταγενέστερο του φθινοπώρου του 129, το άλλο της 10ης Δεκεμβρίου του 130 μ.Χ. θα ταίριαζαν καλύτερα με το ενδεχόμενο ενός αυτοκρατορικού ταξιδιού το 132. Πρέπει εντούτοις να επιμείνουμε και πάλι στο ότι τέτοια στοιχεία έχουν μικρό κύρος στο ν' αποδείξουν την παρουσία του Αδριανού μέσα σε μια πόλη και πολύ περισσότερο να την χρονολογήσουν κιόλας.

57. Αυτό το ταξίδι έλαβε χώρα μεταξύ της 24ης Μαϊου και της 23ης Αυγούστου του 166.

58. Γαληνού, Περί της των απλών φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως, ΙΧ, 2, έκδ. Kuhn,, σελ. 172: "... ως γαρ από της Ιταλίας διαβαλών εις την Μακεδονίαν και σχεδόν όλην αυτήν οδοιπορήσας εν Φιλίπποις εγενόμην, ήπερ εστίν όμορος τη Θράκη πόλις, εντεύθεν επί την πλησίον θάλατταν είκοσιν επί τοις εκατόν απέχουσαν στάδια κατελθών, έπλευσα πρότερον μεν εις Θάσον, εγγύς που διακοσίους σταδίους, εκείθεν δέ εις Λήμνον επτακοσίους, είτ' αύθις από Λήμνου τους ίσους επτακοσίους εις Αλεξάνδρειαν Τρωάδα". Ο Γαληνός περνάει λοιπόν από τη Λήμνο, αντί να κατευθυνθεί απευθείας από τη Νεάπολη στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδος ακολουθώντας τον συνήθη θαλάσσιο δρόμο, για να συνεχίσει ένα σχέδιο που είχε κάνει πέντε έτη νωρίτερα, καθ' ον χρόνο κατευθυνόταν από την Πέργαμο στη Ρώμη. Είχε περάσει τότε από τη Λήμνο για πρώτη φορά, με σκοπό να επισκεφθεί εκεί την πόλη Ηφαιστεία, αλλά δεν είχε μπορέσει τότε να την δει, μια και το πλοίο του δεν αγκυροβόλησε παρά μόνο στη Μύρινα. Ετσι είχε υποσχεθεί να επιστρέψει εκεί με την πρώτη ευκαιρία (δείτε Γαληνού, όπου παραπάνω, σελ. 171 επ.)

59. "Αγαθή Τύχη. / Αυτοκράτορι Καίσαρι / Λ. Σεπτιμίω Σεουήρω, / Ευσεβεί, Περτίνακι, / Σεβαστώ, Αραβικώ, / Αδιαβηνικώ, Παρθικώ / Μεγίστω και Μ. Αυρηλίω /Αντωνείνω Σεβαστώ, / [και Ποπλίω ;] Σεπτιμίω / [Γέτα] Καίσαρι η Αμφιπολειτών πόλις". Αυτή η επιγραφή χαράχθηκε ανάμεσα στο 198 και το 210. Οι ενδείξεις που παρέχει το κείμενο δεν επιτρέπουν να την προσδιορίσουμε επακριβώς εκ των προτέρων, αλλά είχε ήδη γίνει σκέψη να συνδεθεί (αυτή η επιγραφή) με την επιστροφή του Σεπτιμίου Σεβήρου το 202 (δείτε BCH, XLVII, 1923, σελ. 83). Το όνομα του Γέτα σ' αυτήν σφυρηλατήθηκε αργότερα.

60. Όπως υπογράμμισε δίκαια ο B. W. Henderson για τον Αδριανό (Τhe life and principale of the emperor Hadrien, σελ. 283 επ. και 293 επ.), σπάνιες είναι οι τιμητικές επιγραφές που επιτρέπουν να συμπεράνουμε την παρουσία του αυτοκράτορα στον τόπο ανεύρεσής τους. Αλλ' αν το μεγαλύτερο μέρος αυτών δεν μπορεί να βεβαιώσει μια αυτοκρατορική επίσκεψη, τουλάχιστον αυτές αφήνουν ανοιχτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το παράδειγμα του ταξιδιού του Καρακάλλα, το 214, δείχνει ότι οι αυτοκράτορες άλλαζαν μερικές φορές, τη τελευταία στιγμή, το δρομολόγιο που είχε αρχικά προβλεφθεί και ετοιμαστεί.

61. Αυτό το κεφάλι είδε στη Δράμα το 1705 ο Paul Lucas (Voyage du sieur Paul Lucas fait par ordre du Roy dans la Grece, Asie Mineure, la Macedoine et l' Afrique ..., Paris, 1712, τ. Ι, σελ. 252 επ.) κι έναν αιώνα αργότερα ο Ε-Μ. Cousinery (Voyage dans la Macedoine, τ. ΙΙ, σελ. 12 επ.). Βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου.

62. Α. Κεραμόπουλος, Εφημερίς αρχαιολογική, 1932, σελ. Ι επ. και εικ. 1 (δείτε Rev. arch., 1934, σελ. 39, σημ. 4): [...κ]α(ί) μέγισ[τον] / και θειότατον /αυτοκράτορα Καίσα/ρα Μ. Αυρήλιον Αντω/νείνον Σεβαστόν, του με/γίστου και θειοτάτου αυτο/κράτορος Λ. Σεπτιμίου Σε/ουήρου, Ευσεβούς, Περτίνα/κος σεβαστού, Αραβικού, Α[δ]ια/βηνικού υιόν, θεού Μ. Αντων[εί]/νου, Ευσεβούς, Γερμανικού, Σαρμα/τικού υιωνόν, θεού Αντωνείνου / Ευσεβούς έκγονον, θεού Αδρια/νού Παρθικού και θεού Νερουά / απόγονον, η πόλις.

63. O D. van Berchem εξέθεσε ότι το Οδοιπορικό του Αντωνίνου ήταν μια συλλογή καταλόγων με mansiones (= σταθμούς), καθένας από τους οποίους (καταλόγους) έπαιρνε την μορφή αυτοκρατορικού διατάγματος, για κάποιαν ιδιαίτερη περίσταση. Κατ' αυτό τον τρόπο προετοίμαζαν λεπτομερώς, κατά τον 3ο αιώνα (μ.Χ.), κάθε μετακίνηση στρατευμάτων, καθορίζοντας εκ των προτέρων τα βήματα (σταθμούς) του ταξιδιού και φροντίζοντας εκ των προτέρων για τον ομαλό ανεφοδιασμό τους. Όλα τα περιγραφέντα οδοιπορικά έχουν λοιπόν πραγματικά εκτελεστεί και το πιο φημισμένο ανάμεσά τους, το οποίο οδηγούσε από την Ρώμη στην Αίγυπτο (Itinerarium Antonini, Οδοιπορικό του Αντωνίνου, έκδ. Wesseling, σελ. 123 επ.) είναι αυτό ακριβώς που μας ενδιαφέρει. Αυτός (ο αυτοκράτωρ) είναι που έδωσε και τ' όνομά του στη συλλογή: (Αυτή η τελευταία), συνταχθείσα για τον Καρακάλλα το 214, ανταποκρίνεται στις βασικές του γραμμές προς το ταξίδι που είχε πραγματοποιήσει τότε αυτός ο αυτοκράτωρ. Παρατηρούμε εν τούτοις κάποιες ασυμφωνίες. Και στον κάτω Δούναβη, ιδιαίτερα, η οδός την οποία ακολούθησε ο Καρακάλλας απομακρύνθηκε από το αρχικό σχέδιο που είχε καθορίσει το Οδοιπορικό. Κατ' αυτό τον τρόπο φαίνεται ότι αγνοήθηκε (εγκαταλείφθηκε) η Φιλιππούπολη, μολονότι είχε οργανώσει με μεγάλες δαπάνες γι' αυτή την περίπτωση αλεξανδρινούς αγώνες, οι οποίοι μνημονεύθηκαν από τα νομίσματα που κόπηκαν με την εικόνα του Καρακάλλα (δείτε Mionnet, Description de medailles antiques grecques et romaines, τόμος Ι, σελ. 417 επ., αρ. 349- 353. και Δίωνος Κασσίου, Ρωμ. Ιστορ., LXXVII, 9).

64. Το αυτοκρατορικό διάταγμα που καθόριζε εκ των προτέρων τις λεπτομέρειες των σταθμών ενός ταξιδιού κοινοποιούνταν στους διοικητές των επαρχιών τους επιφορτισμένους να προνοήσουν για τον επισιτισμό των στρατευμάτων. Οι οδοί τότε επισκευαζόταν κι ο ανεφοδιασμός εξασφαλιζόταν. Ετσι και το σχεδιασθέν οδοιπορικό ήταν γνωστό. Κι όταν επρόκειτο για κάποιον αυτοπράτορα, οι πόλεις που βρισκόταν στο δρόμο του μπορούσαν να προετοιμαστούν να τον υποδεχτούν.

65. Τα σχετικά μ' αυτό το ταξίδι στοιχεία συγκεντρώθηκαν από τον Κ. Honn, Quellenuntersuchungen zu den Vitten des Heliogabalus und des Severus Anexander, Λειψία και Βερολίνο, 1911, σελ. 64 επ. - δείτε επίσης Groebe, στου Pauly-Wissowa, RE, λήμμα Aurelius, 221, στ. 2535 επ. Μπορούμε κάλλιστα να προσθέσουμε σ' αυτά και το στοιχείο (ντοκουμέντο) των δύο περιγραφών της Εγνατίας Οδού που μας έδωσε το Οδοιπορικό του Αντωνίνου, των οποίων το σημείο εκκίνησης είναι το Δυρράχιο (Itin. Anton., έκδ. Wesseling, σελ. 317-323). Το πέρασμα του Αλεξάνδρου Σεβήρου στο Δυρράχιο το υποδεικνύει μια επιγραφή που αποδίδει σ' αυτόν τον αυτοκράτορα την επισκευή μιας οδού και ενός υδραγωγείου. Εξ αιτίας του τόπου ανεύρεσης της επιγραφής, ο L. Heuzey απέδειξε ότι αυτή η οδός δεν μπορεί να ήταν η Εγνατία, (Heuzey-Daumet, Mission archeologique de Macedoine, σελ. 387 επ.)

66. P. Collart, BCH, LXI, 1937: M. Aur(elio) Carino, / nobiliss(imo) Caes(ari), / filio Imp(eratoris) Caes(aris) M. Aur(elii) Cari, P(ii), F(elicis), / Invicti, Aug(usti), / Aur(elius) Nestor, v(ir) p(erfectissimus), / praes(es) prov(inciae) / Maced(oniae), dev(otus) / num(ini) maiest(ati)q(ue)ius (που σημαίνει: Στον Μάρκο Αυρήλιο Καρίνο, ευγενέστατο Καίσαρα, γιό του Αυτοκράτορος Καίσαρος Μάρκου Αυρηλίου Κάρου, τον Πράο, τον Ευτυχή, τον Ανίκητο, τον Αύγουστο (= Σεβαστό), ο Αυρήλιος Νέστωρ (ανέθηκε), άνδρας τελειότατος, προστάτης (έπαρχος) της επαρχίας Μακεδονίας, αφοσιωμένος, εξ ονόματος και δια της εξουσίας εκείνου (ενν. του Αυτοκράτορος). Εξ αιτίας της μικρής διάρκειας της βασιλείας του Carus, αυτή η επιγραφή μπορεί να χρολογηθεί με απόλυτη ακρίβεια.

67. Δείτε Fr. Tafel. Via Egnatia, Prolegomena, σελ. vi. O. Seeck, Gescichte des Untergangs der antiken Welt, 4η έκδ., τ. Ι, σελ. 175 - 183. Υπάρχουν εν τούτοις λόγοι να πιστέψει κανείς ότι ο Κωνσταντίνος είχε επισκεφθεί τους Φιλίππους μετά το φθινόπωρο του 314 (δείτε Anon. Valens., V, 17. και H. Schiller, Gescichte der romischen Kaiserzeit, τ. ΙΙ, σελ. 197), αλλά φαίνεται πιο πιθανό ότι αυτή η υπόθεση προήλθε από κάποια σύγχιση κι ότι επρόκειτο εν προκειμένω για την Φιλιππούπολη, (την οποία επισκέφθηκε ο Κωνσταντίνος) κι όχι για τους Φιλίππους, (δείτε O. Seeck, όπου παραπάνω).

68. P. Collart, BCH, LVI, 1932, σελ. 209 επ., αριθμ. 7. [... Imp(eratorem)] Caes(arem) Fl(avium) C[onstantinum ;..) / ... Max(imum) Victo(rem...] /[...c]onditorem.. / [..c]oloniae Phili[ppensium...], που σημαίνει: Αυτοκράτορα Καίσαρα Φλάβιο Κωνσταντίνο, Μέγιστο Νικητή, οικιστή της αποικίας των Φιλλιπησίων. Ακριβώς μετά απ' αυτήν την δεύτερη εκστρατεία του ενάντια στον Λικίνιο, ο Κωνσταντίνος πήρε τον τίτλο του Victor (= νικητής, νικηφόρος), τον οποίο φέρει στην προκείμενη περίπτωση Σήμερα γίνεται αποδεκτό ότι ο Κωνσταντίνος επικράτησε απόλυτα το 324.

69. Η διοίκηση της Θράκης, που μέχρι τότε ήταν επιτροπική επαρχία (δηλαδή τελούσε υπό την εξουσία επιτρόπου, επάρχου), ανατέθηκε εφεξής σ' έναν legatus Aug(usti) pr(o) pr(aetore) από τη συγκλητική τάξη.

70. Η Τραϊανούπολις, η Πλωτινόπολις, η Νικόπολις του Νέστου, η Μαρκιανούπολις είχαν ανεγερθεί στη Θράκη από τον Τραϊανό. Η Σερδική, η Βέροια, η Αγχίαλος, κι άλλες πόλεις ακόμη, βελτιώθηκαν (αναπτύχθηκαν).

71. Έφθανε κανείς πιο άνετα στην Τραϊανούπολη, την Πλωτινούπολη και τη Νικόπολη του Νέστου, ακολουθώντας  την Εγνατία οδό. Η Τραϊανούπολη ήταν επίσης και σταθμός αυτής της οδού. (Δείτε Itin. Anton. και Itin. Hieros, έκδ. Wesseling, σελ. 322, 332 και 602). Η Πέρινθος (μετέπειτα, Ραιδεστός) βρισκόταν πάνω στην προέκταση αυτής της οδού πέραν του Έβρου, προς το Βυζάντιο, (δείτε στα ίδια (Itin.), σελ. 323 και Κ. Miller, Itineraria romana, στ. 527).

72. Δεν θα μπορούσε κανείς να μην εκπλαγεί, συγκρίνοντας το διακοσμητικό στύλ των οικοδομημάτων που κατασκευάστηκαν στους Φιλίππους κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. καθώς επίσης και το σχέδιο ορισμένων από αυτά, από τα οποία το πιο χαρακτηριστικό είναι το θέατρο, από τις ομοιότητες που αυτά παρουσιάζουν με τα σύγχρονά τους οικοδομήματα στη Μ. Ασία, (δείτε για παράδειγμα, Forschungen in Ephesos και Lanckoronski, Les villes de la Pamphylie et de la Pisidie, assim).

73. Η τέχνη των πέτρινων αναθημάτων (αφιερωμάτων), που υιοθετήθηκε εν γένει στους Φιλίππους κι από τους αποίκους κι από τους αυτόχθονες, ως έκφραση της λαϊκής ευλάβειας, είχε αυτή καθεαυτή ανατολική προέλευση.

 

 

ΜΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ:

Η «αρχαία» ή «Κάτω» οδός, (σε αντιδιαστολή με την «Άνω οδό», που περνούσε βορείως του Παγγαίου), ήταν εκείνη που, αφήνοντας τους Φιλίππους, περιτριγύριζε γύρω από τη νότια πλευρά του έλους και συναντούσε στα δέκα μίλια (από τους Φιλίππους) τον σταθμό Trinlo, που μπορούμε να τοποθετήσουμε στην περιοχή του Πραβίου. Ύστερα διέσχιζε την Πιερία κοιλάδα σ' όλο το μήκος της, νοτίως του Παγγαίου, για να φθάσει, μετά από άλλα δεκαεπτά μίλια στον (ρωμαϊκό σταθμό) Graero ή Φάγρη, δίπλα στο Ορφανό (σημερινό Ορφάνι). Από εκεί αυτή έφθανε μετά από ακόμη οκτώ μίλια στο πέρασμα του Στρυμόνα, την Ευπορία, αναμφίβολα ολότελα γειτονική προς την Αμφίπολη και μετά από ένα τελευταίο διάστημα δεκαεπτά μιλίων πέραν του ποταμού, αυτή (η οδός) έφθανε, δια μέσου της Βισαλτίας, στην Ηράκλεια τη Σιντική (σημερινό Ζερβοχώρι Σερρών). Η οδός αυτή, δια της οποίας είχε διέλθει ο Ξέρξης με το στράτευμά του, όταν είχε εκστρατεύσει κατά των Ελλήνων, αφεθείσα στους Ελληνιστικούς χρόνους στη φθορά και στην εγκατάλειψη, επισκευάστηκε τη ρωμαϊκή εποχή και ήταν πολύ σημαντική για τις επικοινωνίες μεταξύ των πόλεων και των οικισμών από όπου διερχόταν, παρά την κατασκευή της Εγνατίας Οδού, γι’ αυτό κι απεικονίστηκε στον Πευτιγγεριανό Πίνακα, ένα χάρτη του 3ου μετά Χριστόν αιώνος.