ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ, ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΩΜΑΤΙΩΝ, (ΣΗΜΕΡΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ), ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 1913.
Τη μεγάλη προσβολή που αποτέλεσε για την πατρίδα μας η ατυχής έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ξέπλυναν οι μεγαλειώδεις αγώνες των Ελλήνων, στρατευμένων και μη, ελεύθερων και υπόδουλων, στα πεδία των μαχών των δύο Βαλκανικών Πολέμων των ετών 1912-1913, αγώνες οι οποίοι συνετέλεσαν στον υπερδιπλασιασμό της έκτασης της Ελλάδος και στην απελευθέρωση μεγάλου αριθμού υπόδουλων συμπατριωτών μας.
Στα πλαίσια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι συνήψαν συμμαχία κι αγωνίστηκαν για ν’ απελευθερώσουν τους υπόδουλους λαούς τους από τον βαρύ, οθωμανικό ζυγό.
Τον Οκτώβριο του 1912 ο Ελληνικός Στρατός, υπό τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη και λίγο αργότερα ολόκληρη την Ήπειρο και την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, καθ’ ον χρόνο σώματα προσκόπων, υπό τον καπετάν Δούκα Ζέρβα, απελευθέρωναν την περιοχή του Παγγαίου όρους κι εγκαθιστούσαν ελληνικές, διοικητικές Αρχές.
Πλην όμως, οι Βούλγαροι, με την συμπεριφορά τους, ήδη στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, απέδειξαν ότι δεν έβλεπαν τους Έλληνες σαν συμμάχους τους, ούτε την χώρα των Ελλήνων ως συμμαχική χώρα, αλλά ότι επιδίωκαν ν’ αποκτήσουν δικαιώματα πάνω σε τμήματα της Ελληνικής Μακεδονίας και της Θράκης, στα οποία κατοικούσαν ανέκαθεν ακραιφνείς ελληνικοί πληθυσμοί και δεν είχαν κατοικήσει ποτέ βουλγαρικοί πληθυσμοί.
Ειδικά όσον αφορά την περιοχή του Παγγαίου, ο «συμμαχικός» (εντός εισαγωγικών) βουλγαρικός στρατός, αφού κατέλαβε την Καβάλα, έστειλε ένα τμήμα του στην Ελευθερούπολη, το οποίο προέβη στην αντικατάσταση των ελληνικών, τοπικών Αρχών με βουλγαρικές και διόρισε έπαρχο της πόλης τον αρχηγό των Κομιτατζήδων, Μπαϊτσέφ.
Οι βουλγαρικές Αρχές του Παγγαίου άρχισαν αμέσως να φέρονται βάναυσα προς τον ελληνικό πληθυσμό, για την προστασία του οποίου στάλθηκαν προοδευτικά στο Παγγαίο, ήδη από τα τέλη του 1912, ελληνικά, στρατιωτικά τμήματα, δυνάμεως πέντε λόχων περίπου. Συγκεκριμένα, την μεν 7η Δεκεμβρίου 1912 έφθασε στις Ελευθερές ουλαμός Ιππικού, υπό τον Θεσσαλό Ανθυπίλαρχο Κωνσταντίνο Νταή, (καπετάν Τζάρα, που έδρασε κατά τον μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή μας κι αργότερα εκλέχτηκε γερουσιαστής μας), με 24 ιππείς κι ένα λοχία, την 16η Δεκεμβρίου 1912 το τορπιλοβόλο «ΚΑΝΑΡΗΣ» αποβίβασε άγημα 20 ναυτών στον όρμο των Ελευθερών, την 22α Δεκεμβρίου του 1912 το ατμόπλοιο «ΑΘΗΝΑΙ» και το τορπιλοβόλο «ΚΑΝΑΡΗΣ» αποβίβασαν έναν ουλαμό στο Ορφάνι και μια διλοχία του 21ου Συντάγματος Πεζικού, (1ος και 5ος λόχος), στις Ελευθερές, υπό τον λοχαγό Μάρκου, που αναπτύχθηκαν από τον ποταμό Αγγίτη μέχρι τη γραμμή Παλαιοχωρίου - Κηπιών - Εξοχής – Ελευθερών και την 3η Μαρτίου του 1913 έφθασε άλλη μία διλοχία κι ένας ουλαμός Πυροβολικού.
Τα ελληνικά αυτά τμήματα ανέλαβαν ως αποστολή, να εξασφαλίσουν την τάξη κατά των βουλγαρικών αυθαιρεσιών. Παράλληλα όμως και οι Βούλγαροι ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους κι άρχισαν να δημιουργούν συνεχείς προστριβές, επιδιώκοντας να επεκτείνουν την κατοχή τους προς τα δυτικά, μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα.
Οι Βούλγαροι, αφότου κατέλαβαν την Αδριανούπολη στις 13 Μαρτίου 1913 κι αποδέσμευσαν την 2η Στρατιά τους, που είχε αναλάβει την πολιορκία της, διέταξαν την 8η Μεραρχία της Στρατιάς εκείνης να μετακινηθεί στις Σέρρες και να ενισχύσει τον βουλγαρικό Στρατό που βρισκόταν στη Μακεδονία, ενώ ακολούθησε η 3η Μεραρχία τους, που εγκαταστάθηκε στην περιοχή Κιλκίς - Δοϊράνης, καθ’ ον χρόνο άλλες δυνάμεις τους μετακινήθηκαν στην περιοχή Καβάλας - Ελευθερούπολης. Η εντατική αυτή μεταφορά βουλγαρικών δυνάμεων, καθώς και οι απειλητικές και προκλητικές ενέργειές τους, προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες της Ελληνικής Κυβέρνησης, που υποχρέωσε το Γενικό Στρατηγείο μας να ρυθμίσει ως εξής τη διάταξη των δυνάμεών μας, ανάλογα με αυτήν των βουλγαρικών δυνάμεων: Περί τα μέσα Απριλίου 1913 συγκεντρώθηκε στην περιοχή του Παγγαίου ολόκληρη η υπό τον Συνταγματάρχη Σωτήλη 7η Μεραρχία, με διάταξη του 20ού Συντάγματος από τη θέση «Βίγλα» (στην Ι. Μονή Εικοσιφονίσσης) του Παγγαίου όρους μέχρι τις Ελευθερές και με το αριστερό πλευρό της καλυπτόμενο από το 21ο Σύνταγμα, από το Αγγίτη ποταμό μέχρι τη λίμνη Αχινού. Το 19ο Σύνταγμα παρέμεινε σαν εφεδρεία στο Ορφάνι, ο δε σταθμός Διοίκησης της 7ης Μεραρχίας εγκαταστάθηκε στη Γαληψό. Πίσω από την 7η Μεραρχία, στις εκβολές του Στρυμόνα, είχε συγκεντρωθεί η 1η Μεραρχία του θρυλικού Στρατηγού Μανουσογιαννάκη, στον οποίο ανατέθηκε τότε η διοίκηση του Τμήματος Στρατιάς Παγγαίου, όπως ονομάστηκε η δύναμη αυτή των δύο των Μεραρχιών.
Κι η εγκατάσταση, όμως, του Τμήματος Στρατιάς Παγγαίου στην γύρω από το Παγγαίο περιοχή δεν ανέκοψε την επέκταση των βουλγαρικών, στρατιωτικών δυνάμεων σε καίρια σημεία της πάνω και γύρω από το όρος αυτό περιοχής, η οποία επέκταση αποδείκνυε περίτρανα τον σκοπό των Βουλγάρων, να καταλάβουν ολόκληρο το, στρατηγικής σημασίας για τα επεκτατικά τους σχέδια, όρος Παγγαίο και τον υπ’ αυτό λιμένα Ελευθερών.
Στα πλαίσια ακριβώς αυτής της επεκτατικής δραστηριότητας των Βουλγάρων, που, ελάμβανε χώρα από σύμμαχο προς σύμμαχο χώρα, οι τελευταίοι προκάλεσαν πολλά πολεμικά επεισόδια σε βάρος του ελληνικού Στρατού, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν αυτά που έλαβαν χώρα στο Παλαιοχώρι, στην περιοχή των Ελευθερών και της Πιερίας Κοιλάδας και στον Αγγίτη ποταμό.
Και στη μεν μάχη του Παλαιοχωρίου ο δημοσιογράφος Άρης Μεντίζης αναφέρθηκε εμπνευσμένα κι εμπεριστατωμένα την προηγούμενη Κυριακή, 22 Απριλίου, στα πλαίσια της σεμνής τελετής των αποκαλυπτηρίων του λιτού μνημείου που ανεγέρθηκε γι’ αυτήν στο πεδίο όπου η εν λόγω μάχη έλαβε χώρα, η μάχη του Αγγίτη ποταμού δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας ομιλίας, οι άλλες, όμως, μάχες, που έλαβαν χώρα στην περιοχή μας, είχαν, σε γενικές γραμμές, ως εξής:
Το 20ό Σύνταγμα, το οποίο, κατά τον Απρίλιο του 1913, είχε πλέον υπό την ευθύνη του την επιτήρηση της Πιερίας κοιλάδας και της κορυφογραμμής του Συμβόλου όρους μέχρι τις Ελευθερές, είχε αναπτυχθεί ως εξής: Το 1ο Τάγμα του είχε εγκατασταθεί στη Μουσθένη, το 2ο νότια της Μουσθένης, στη θέση «Αγία Παρασκευή» και το 3ο Τάγμα στο Σιδηροχώρι, με διλοχία του, (με στρατιώτες που προέρχονταν από τους 9ο, 10ο και 11ο λόχους), εγκατεστημένη στο χωριό Ελευθερές, η οποία θα είχε για τομέα επιτήρησής της την έκταση από την Εξοχή μέχρι το λιμάνι των Ελευθερών.
Στις 03.00 το πρωί της 26ης Απριλίου του 1913, το ελληνικό φυλάκιο βόρεια των Ελευθερών δέχτηκε αιφνιδιαστικά και τελείως αναίτια πυρά από γειτονικό του, βουλγαρικό φυλάκιο. Οι άνδρες του ελληνικού φυλακίου απάντησαν αμέσως στα βουλγαρικά πυρά και σε λίγο αυτά γενικεύτηκαν σε ολόκληρη τη γραμμή, από το λιμάνι των Ελευθερών μέχρι την Εξοχή και από εκεί προς την Πιερία κοιλάδα, μέχρι τα χωριά Μελισσοκομείο και Δωμάτια, όπου οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν πολυβόλα και πυροβολικό.
Οι βουλγαρικές επιθέσεις αποκρούστηκαν μ’ επιτυχία κι η διλοχία των Ελευθερών, υπό τον υπολοχαγό διοικητή της, Δημοσθένη Ζωϊτόπουλο, βοηθούμενη από τους γηγενείς κατοίκους (άνδρες και γυναίκες) των Ελευθερών και του Μυρτοφύτου και ενισχυθείσα, την ίδια ημέρα, κατόπιν διαταγής του Στρατηγού Μανουσογιαννάκη, από δύο ακόμη λόχους του 20ού Συντάγματος Πεζικού, ενεπλάκη σε φονική μάχη με τους δήθεν συμμάχους Βουλγάρους κι αντιμετώπισε μ’ επιτυχία τις αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις τους, που βρίσκονταν στο τοπικό φυλάκιο κι είχαν ενισχυθεί και με άνδρες και πυροβολικό που είχε έλθει από το Πράβι, όπου στρατοπέδευαν. Όταν, μάλιστα, η προαναφερθείσα, ελληνική δύναμη, με αντεπίθεση κατέλαβε τον αυχένα απ' όπου περνούσε και τότε η οδός Ελευθερούπολης - Ελευθερών, απέκοψε σημαντικές, βουλγαρικές δυνάμεις στην περιοχή του χωριού «Άγιος Ανδρέας» (τότε «Νουζλά») κι αποδεκάτισε ένα λόχο που ερχόταν από την Ελευθερούπολη για ενίσχυσή τους.
Ο Διοικητής του 20ού Συντάγματος Πεζικού, μετά τη βουλγαρική αυτή επίθεση, αλλά και μετά από σχετική αίτηση της διλοχίας Ελευθερών, για την αποστολή ενισχύσεων, διέταξε γενική προέλαση των τμημάτων του προς τα ανατολικά, μέσω της Πιερίας κοιλάδας. Έτσι η διλοχία που ήταν στο Σιδηροχώρι, αφού ενισχύθηκε και μ’ ένα λόχο του 1ου Τάγματος, κινήθηκε από τη βόρεια πλευρά του Συμβόλου όρους προς το χωριό «Τόβλιανη» (μετέπειτα Εξοχή). Το 2ο Τάγμα κινήθηκε μέσω του χωριού «Σαμάκοβο» (μετέπειτα Δωμάτια) κι αυτό προς την Εξοχή, ενώ το 1ο Τάγμα, χωρίς τον ένα λόχο του, παρέμεινε στη Μουσθένη.
Η 7η Μεραρχία, (που είχε διοικητή τον συνταγματάρχη Σωτήλη), δεν ενέκρινε την ενέργεια αυτή του Συντάγματος και διέταξε να παραμείνουν τα τμήματα στις θέσεις τους και να καταβληθεί προσπάθεια συνεννόησης με τους Βουλγάρους, για την κατάπαυση του πυρός, (γιατί, ας μη ξεχνούμε, ήμασταν, ακόμη τότε, τυπικά σύμμαχοι). Για το σκοπό αυτό πήγε επί τόπου κι επιτελής αξιωματικός της 7ης Μεραρχίας. Η διαταγή όμως βρήκε τα τμήματα του 20ού Συντάγματος να έχουν ήδη εμπλακεί σε αγώνα ως εξής:
Το 2ο Τάγμα κατέλαβε τα Δωμάτια κι έφθασε μέχρι το Μελισσοκομείο (τότε «Τσιτακλή»), παρόλο ου είχε τη δυνατότητα να καταλάβει ολόκληρη την Πιερία κοιλάδα.
Η διλοχία του 3ου Τάγματος με το λόχο του 1ου Τάγματος, αφού προέλασε βόρεια του Συμβόλου όρους, έφτασε, στις 9 περίπου το βράδυ, στην Εξοχή που την βρήκε κενή, γιατί ο ουλαμός της διλοχίας Ελευθερών που ήταν προηγούμενα εκεί, μετά από σφοδρή επίθεση ενός βουλγαρικού Τάγματος, υποστηριζόμενου κι από πυροβολικό, είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει προς το ελληνικό χωριό Μυρτόφυτο. Τα ελληνικά τμήματα επιτέθηκαν κι ανάγκασαν τους Βουλγάρους να υποχωρήσουν από τα υψώματα του χωριού Εξοχή, τα οποία και κατέλαβαν. Μετά τη διαταγή της Μεραρχίας, ανεστάλη η προέλαση κι έτσι σταμάτησαν οι συμπλοκές.
Οι απώλειες των Ελλήνων κατά τις συμπλοκές αυτές ήταν στις Ελευθερές 14 νεκροί και 28 τραυματίες, (από τους οποίους ο ένας αποβίωσε την επομένη), στην Εξοχή 5 νεκροί και 1 τραυματίας και στα Δωμάτια 11 νεκροί και 14 τραυματίες.
Οι απώλειες των Βουλγάρων ήταν πολύ μεγαλύτερες, υπολογιζόμενες επίσημα μεν σε περίπου 300, ανεπίσημα δε σε περίπου 400 νεκρούς και τραυματίες στρατιωτικούς, ανάμεσα στους οποίους κι ένας ανώτερος αξιωματικός, ο οποίος είχε μεγάλη φήμη στον βουλγαρικό στρατό.
Ειδικότερα, στις Ελευθερές νεκροί έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ο λοχίας Αλέξανδρος Πετρίτης από την Αθήνα και οι στρατιώτες: Κων/νος Ξανθάκης από τη Γιάνιτσα Μεσσηνίας, Δημήτριος Κοντονής από το Βανάτο Ζακύνθου, Γεώργιος Διάκος από το χωριό Λουκάς Ηλείας, Αναστάσιος Αρέθας από το Σπαρτοχώρι Κερκύρας, Κυριάκος Κυριακίδης από την Αγιά Κύπρου, Ιωάννης Βενιζέλος από το Λαμπάδι Λετρίνων, Κυριάκος Τζωρτζής από την Κύπρο, Τριαντάφυλλος Δεφαράνος από τη Λευκάδα, Νικόλαος Πυρικός από το Ρίπεσι Τριφυλλίας, Κων/νος Πέγκος από τα Μέγαρα, Κων/νος Χατζάρας από τα Περίχωρα Ιωαννίνων, Γεώργιος Σαχινίδης από την Κρίμσκαγια της Ρωσίας, Αριστείδης Λιόφας από το Χατζίμ της Λάρισας. Ο στρατιώτης που τραυματίσθηκε στη μάχη και απεβίωσε την επομένη ήταν ο Παναγιώτης Παπαγιάννης από το Παλαιοχώρι Φθιώτιδας.
Την επομένη των συμπλοκών, το πρωί, πλησίασαν στον κόλπο των Ελευθερών δύο ελληνικά πλοία, ο «Κανάρης» και ο «Ιέραξ», που έφεραν φάρμακα και γιατρό και ρίχνοντας μερικές ομοβροντίες με τα κανόνια τους, ανάγκασαν τους Βουλγάρους να συνθηκολογήσουν. Τότε μεταφέρθηκαν οι Έλληνες τραυματίες πάνω στον «Κανάρη», ενώ οι νεκροί θάφτηκαν έξω από τον βόρειο τοίχο των παλιών νεκροταφείων του χωριού, που βρίσκονται κοντά στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών.
Οι τραυματίες της μάχης των Ελευθερών ήταν οι εξής: Ο επιλοχίας Απόστολος Πολυμενόπουλος από τις 40 Εκκλησιές της Θράκης, ο λοχίας Γεώργιος καπερνέκας από την Καλαμάτα, ο δεκανέας Γεώργιος Μίχας από τη Σπάρτη, ο δεκανέας Γεράσιμος Νομικός ή Μαρκοσλής από τη νήσο Θήρα και οι στρατιώτες Γεώργιος Τραυλός και Δημήτριος Πριμινώριος από τη Νάξο, Μιχαήλ Σταύρου και Νικόλαος Θεμιστοκλέους από την Κύπρο, Δημήτριος Κότσιφας και Λυμπέρης Λυμπερόπουλος από την Κυνουρία, Σπυρίδων Τζιώρας από το Καρπενήσι, Διονύσιος Γούλιαρης και Διονύσιος Μουζάκης από τη Ζάκυνθο, Ευθύμιος Μουλιώτης από τη Μάδυτο της Ανατολ. Θράκης, Δημήτριος Κατωπόδης και Νικόλαος Μανωλίτσας από τη Λευκάδα, Σωτήριος Σφήκας από τη Μεσσηνία, Άγγελος Κωνσταντινίδης από την Κωνσταντινούπολη, Δημήτριος Λίγγας από την Κόρινθο, Αθανάσιος Αλεξίου από το Βελεστίνο, Αναστάσιος Τζωρτζόπουλος από την Άρτα, Στέφανος Παπαστεφάνου από τα Φιλιατρά, Αθανάσιος Κτενής από το Βαλτέτσι, Δημήτριος Βαλιάζης από τον Τύρναβο, Νικόλαος Κουτσόπουλος από το Άργος και ο υποδεκανέας Αθανάσιος Φαρμάκης από τα Θεραπειά της Πόλης.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα ν’ αφήσω τον κυβερνήτη του τορπιλοβόλου «Κανάρης», ονόματι Γούδα, να μιλήσει για την απαράμιλλη ανδρεία των Ελλήνων στρατιωτών που αγωνίστηκαν στη μάχη των Ελευθερών, στην από 29-04-1913 αναφορά του προς το Γενικό Στρατηγείο: «.. Το ηθικόν των υπ’ εμού μετενεχθέντων ενταύθα τραυματιών ήτο άριστον, παρείχον δε πάντες, με το μειδίαμα εις τα χείλη, την εντύπωσιν ανδρών ευχαριστημένων, διότι τοις παρεσχέθη η ευκαιρία να τραυματισθώσι μαχόμενοι υπέρ της πατρίδος και της τιμής του ελληνικού στρατεύματος. Πάντες, άνευ εξαιρέσεως, και αυτοί οιμ σοβαρώς τραυματισθέντες, εδήλουν την επιθυμίαν των να αποθεραπευθώσι ταχέως, δια να επανέλθωσιν εις τας θέσεις των…»
Στη μάχη των Δωματίων νεκροί έπεσαν οι στρατιώτες: Διονύσιος Γουρζής από τη Λευκάδα, Λεωνίδας Κανάκης από τη Σαλαμίνα, Ιωάννης Μουρτζούχος από την Κερπινή, Γεώργιος Σκούπας από τις Κλεωνές, Σπυρίδων Ζορμπάς, με δυσανάγνωστο τόπο προέλευσης, Μάρκος Κωβαίος από την Αμοργό (που ήταν και σαλπιγκτής), Ιωάννης Μασταντίνος από τη Μεγαρίδα, Σταλύρος Παραχωρίτης από τις Κλεωνές, Κωνσταντίνος Μητρόπουλος από τη Λευκασία, Λάμπρος Παπαμανώλης από τη Μικρά Ασία και Σπυρίδων Γεννάτος από την Άσσο της Μ. Ασίας, ενώ τραυματίστηκαν στην ίδια μάχη οι λοχίες Αρίσταρχος Τσοπανέλης από τη Θεσσαλονίκη και Αλέξανδρος Κώτσης από το Δήμο Κτημενίων, ο δεκανέας Ευ. Θεοδώρου από τον Πειραιά και οι στρατιώτες Ιωάννης Αρχόντης από τον Τύρναβο, Γεώργιος Κώστας από τα Βίλλια, Εμμανουήλ Ξενάκης από το Δήμο Τραγαίας, Δημήτριος Κανάκης και Ευάγγελος Δημητρακόπουλος από το Δήμο Αθηναίων, Στ. Σαρακινός από τον Δήμο Αδαμάτου, Κ. Παπαστέργιος από το Δήμο Αγνάντων, Γεώργιος Ναυπλιώτης από το Δήμο Βίβλου, Δημήτριος Μπόζας από την Κυπαρισσία, Βασίλειος Ροδόπουλος και Σωτήριος Τσούδας από το Δήμο Λαπαθών.
Τέλος, πεσόντες στη μάχη της Εξοχής ήταν οι στρατιώτες Ιωάννης Χριστόπουλος από το Δήμο Αιγιαλείας, Χαράλαμπος Σαβούδης από τη Μικρά Ασία, Ιωάννης Παπαιωάννου από τα Άγραφα, Θεόδωρος Μπομπότσης από το Δήμο Κεφαλληνίας και Βασίλειος Χατζηπέτρου από το Δήμο Ναξίων, τραυματισθείς δε ο στρατιώτης Κωνσταντίνος Μίχας από τα Τρίκαλα.
Την ίδια πάντοτε, επομένη των συμπλοκών ημέρα, οι Βούλγαροι ύψωσαν λευκές σημαίες κι επιτροπή από Έλληνες και Βούλγαρους αξιωματικούς συμφώνησε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και όλα τα τμήματα να επανέλθουν στις θέσεις που κατείχαν προτού αρχίσουν οι τελευταίες, όπως κι έγινε.
Στις 28 Απριλίου το Τμήμα Στρατιάς Παγγαίου ανέφερε στο Γενικό Στρατηγείο την κατάσταση των μονάδων του, καθώς και την πρόθεσή του να αναλάβει αντεπίθεση, σε περίπτωση βουλγαρικής επιθέσεως. Επίσης διέταξε την 7η Μεραρχία να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να είναι σε θέση ν’ αποκρούσει κάθε βουλγαρική επίθεση και ν’ αναλάβει αντεπίθεση.
Το Τμήμα Στρατιάς Μακεδονίας, εξάλλου, αφού ανέφερε στο Γενικό Στρατηγείο τις συμπλοκές του Παγγαίου και διαμαρτυρήθηκε σχετικά στον Βούλγαρο Στρατηγό Χεσαψίεφ, διέταξε, όπως το Τμήμα Στρατιάς Παγγαίου αποκρούσει κάθε νέα βουλγαρική επίθεση κι έχει ετοιμότητα ν’ αναλάβει αντεπίθεση.
Το Γενικό Στρατηγείο, με διαταγή που εξέδωσε στις 30 Απριλίου, ενέκρινε τις προθέσεις του Τμήματος Στρατιάς Παγγαίου κι έθεσε προσωρινά υπό τις διαταγές του την 6η Μεραρχία, για να συνδυαστεί η ενέργειά της μ’ εκείνες των 1ης και 7ης Μεραρχιών, σε περίπτωση γενικότερης επίθεσης των Βουλγάρων.
Στις 11 Μαΐου οι πρεσβευτές της Ελλάδας και της Σερβίας στη Σόφια, μετά από σχετικές οδηγίες της Ελληνικής Κυβέρνησης, διαμαρτυρήθηκαν προς τη Βουλγαρική Κυβέρνηση για τις συμπλοκές του Παγγαίου. Ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Γκέσωφ τους ενημέρωσε ότι εξέδωσε αυστηρότατες διαταγές για την κατάπαυση των εχθροπραξιών και τους δήλωσε ότι θα έφτανε μέχρι την παραίτηση, αν δεν εκτελούνταν οι διαταγές του.
Μετά την παραπάνω διπλωματική ενέργεια, δεν σημειώθηκαν μεν σοβαρές εχθροπραξίες στην περιφέρεια του Παγγαίου όρους, οι Βούλγαροι όμως συνέχισαν να ενισχύουν τις εκεί δυνάμεις τους, με προφανή σκοπό την κατάληψη και της νότιας πλευράς του όρους αυτού. Επίσης, στις 15 Μαΐου ένα βουλγαρικό τάγμα κατέλαβε το χωριό Εξοχή και τα γύρω υψώματα και συνέλαβε αιχμάλωτο μια ελληνική διμοιρία, που είχε αποκλειστεί μέσα στο χωριό. Ύστερα απ' αυτό, το Τμήμα Στρατιάς Παγγαίου ενίσχυσε τις δυνάμεις στην Πιερία κοιλάδα, μ’ ένα τάγμα της 1ης Μεραρχίας.
Επειδή, όμως, οι Βούλγαροι, παράλληλα με την ενίσχυση των δυνάμεων τους στην περιοχή Παγγαίου και τις συμπλοκές που προκαλούσαν εκεί, συνέχισαν να μεταφέρουν μεγάλες δυνάμεις γενικότερα από τη Θράκη στη Μακεδονία, σκοπεύοντας, σύμφωνα με θετικές πληροφορίες, όταν θα ολοκλήρωναν αυτή τη μεταφορά στρατευμάτων, (πράγμα που υπολόγιζαν ότι θα γινόταν μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιουνίου), να επιτεθούν κατά των Ελλήνων και των Σέρβων, προκειμένου να ικανοποιήσουν τα επεκτατικά τους σχέδια, στις δε 25 Μαίου του 1913 οι στρατιωτικοί τους εξανάγκασαν την μετριοπαθή κυβέρνηση Γκέσωφ σε παραίτηση, έγινε ολοφάνερο ότι η συμμαχία του Α’ Βαλκανικού Πολέμου δεν θα κρατούσε για πολύ και πράγματι, πολύ σύντομα, στα μέσα Ιουνίου του 1913 ξέσπασε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, που ξεκίνησε με γενικευμένη επίθεση των Βουλγάρων σ’ όλα τα μέτωπα της Μακεδονίας, μετέτρεψε και πάλι σ’ εχθρούς τους μέχρι τότε, πρόσκαιρα διατελέσαντες άσπονδους φίλους, Έλληνες και Βουλγάρους κι οδήγησε τον ελληνικό Στρατό και τον λαό που τον βοηθούσε, να γράψουν μερικές από τις πιο ένδοξες σελίδες της νεώτερης Ιστορίας μας.
Αυτά σκεπτόμενη, το έτος 2012, μια ομάδα πολιτών, με τη βοήθεια του Δήμου Παγγαίου και της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, επειδή πίστευε ότι η ιστορική μνήμη είναι ο καλύτερος τρόπος, για να διατηρήσει ένας λαός την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του, αποφάσισε την τέλεση μιας σειράς εκδηλώσεων ιστορικής μνήμης, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την απελευθέρωση του Παγγαίου από τον τουρκικό ζυγό, για να βοηθήσει ώστε ν’ αντιληφθούμε όλοι οι Έλληνες, κύρια δε οι νέοι, ότι η ελευθερία την οποία απολαύουν στη σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι και κυρίως δεν ήταν ποτέ κάτι το αυτονόητο, αλλά γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες και τις θυσίες άλλων, παλαιότερων, νεαρών Ελλήνων, τις οποίες οφείλουμε τουλάχιστον να γνωρίζουμε!
Στα πλαίσια εκείνων ακριβώς των εκδηλώσεων μνήμης, ανεγέρθηκαν και εγκαινιάστηκαν μνημεία πεσόντων στα Δωμάτια, την Εξοχή, αλλά και στο Παλαιοχώρι, (γιατί κι εκεί έγινε μάχη, την ίδια εποχή, μ’ ένα νεκρό, αλλά τη σχετική ομιλία έκανε ο δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής Αριστείδης Μεντίζης, ο οποίος, ως εκ τούτου, δικαιούται να κάνει τη σχετική ανάρτηση). Η σημερινή ανάρτησή μου αποτελεί, λοιπόν, περίληψη των ομιλιών μου εκείνων, που έγιναν στα εγκαίνια των ανεγερθέντων μνημείων.
ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΒΛΕΠΕΤΕ:
1. ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΣΤΑ ΔΩΜΑΤΙΑ
2. ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ
3-4. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΒΑΖΟΠΕΤΡΑΣ
5-6. ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΒΑΖΟΠΕΤΡΑΣ
ΣΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΒΛΕΠΕΤΕ ΤΗ ΘΕΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΒΑΖΟΠΕΤΡΑΣ:
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 7. ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΟΡΟΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 8. ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 9. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ – ΕΛΑΙΟΧΩΓΡΙΟΥ – ΝΕΑΣ ΠΕΡΑΜΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 10. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΝΕΑΣ ΠΕΡΑΜΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 11. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΙ ΤΗ ΝΕΑ ΗΡΑΚΛΕΙΤΣΑ