Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023


ΠΕΤΡΟΠΗΓΗ – ΔΟΥΚΑΛΙΟΝ - ΚΑΓΙΑΜΠΟΥΝΑΡ (KAYA-BUNAR)

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

(Με την ιστορία της Πετροπηγής ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο αγαπητός φίλος Μανώλης Κοντοστέλιος, στην διπλωματική εργασία που εκπόνησε, με τίτλο «η Εκκλησιαστική Περιφέρεια Χρυσούπολης (Νέστου) κατά τη Βυζαντινή και Οθωμανική Περίοδο και ο Ελληνισμός της». Από την εργασία αυτή προέρχεται ένα μέρος αυτής της εργασίας μου».

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Πετροπηγή, (που τα παλιότερα ονόματά της ήταν Δουκάλιον και Καγιάμπουναρ – Kaya-bunar, κατά την βυζαντινή και την οθωμανική περίοδο, αντίστοιχα), είναι δημοτική κοινότητα του Δήμου Νέστου, της περιφερειακής ενότητας Καβάλας, της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Βρίσκεται σε υψόμετρο 66 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας και σε απόσταση 22 χιλιομέτρων ανατολικά της Καβάλας, δίπλα στην Εγνατία οδό.

Η ΠΕΤΡΟΠΗΓΗ ΚΑΙ Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΣ, ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΩΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Η Πετροπηγή είναι ένας τόπος, η ιστορία του οποίου χάνεται στα βάθη του χρόνου. Ένας τόπος, που κατοικείται συνέχεια, από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα. Πολλοί λόγοι συνέτειναν σ’ αυτό, οι σπουδαιότεροι, όμως, ήταν οι εξής δύο:

Ήδη από την απώτερη αρχαιότητα, ολόκληρη η περιοχή του σημερινού Δήμου Νέστου, συμπεριλαμβανομένης και της Πετροπηγής, αποτελούσε μέρος της τεράστιας, γεωγραφικής περιοχής, που ήταν γνωστή υπό το όνομα «Θράκη» και την κατοικούσαν θρακικά φύλα.

Η οικονομία της περιοχής που μας απασχολεί και η ιστορία της συνδέονται με τα πλουσιότατα χρυσωρυχεία της, που έγιναν γνωστά, κατά την κλασική αρχαιότητα, ως χρυσωρυχεία της Σκαπτής Ύλης.

Πράγματι, η πιο σημαντική, χρυσοφόρος περιοχή, μέσα στα όρια της σημερινής, Περιφερειακής Ενότητας Καβάλας, αλλά και γενικότερα, μέσα στα όρια του αρχαίου, ελληνικού κόσμου, ήταν, αναμφισβήτητα, αυτή της Σκαπτής Ύλης. Είναι, βέβαια, γνωστό ότι η Σκαπτή Ύλη δεν ήταν ένα μεμονωμένο χρυσωρυχείο, αλλά μια μακρά σειρά μεταλλευτικών θέσεων, που η παλαιότερη παράδοση και οι παλαιότεροι ιστορικοί, όπως ο P. Perdrizet, την τοποθετούσαν στο Παγγαίο, σήμερα, όμως, η άποψη αυτή δεν γίνεται αποδεκτή, από τη συντριπτική πλειοψηφία των αρχαιολόγων και ιστορικών ερευνητών, οι οποίοι, (μεταξύ των οποίων και η πρώην Έφορος της ΙΗ’ Εφορείας προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων Καβάλας, κ. Χάιδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη), δέχονται ότι η μεταλλευτική περιοχή της Σκαπτής Ύλης εκτεινόταν από τις χαμηλές κορυφές του Συμβόλου όρους, κοντά στο σημερινό χωριό Κοκκινόχωμα του Δήμου Παγγαίου, στα δυτικά, μέχρι τους λόφους «Μεταλλείο» των βουνών της Λεκάνης, νότια του σημερινού Μακρυχωρίου του Δήμου Νέστου, στ’ ανατολικά.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την κ. Κουκούλη, «ο Ηρόδοτος ανέφερε την Σκαπτή Ύλη, ως τμήμα της Θασιακής ηπείρου, στα 491-490 π.Χ. Εκείνη την εποχή, οι Θάσιοι ήταν αδύνατο να έχουν διεισδύσει βαθιά, στην ενδοχώρα του Παγγαίου, όπου άλλωστε δεν κατάφεραν να στεριώσουν ούτε στον 4οπ.Χ. αι. (360-356 π.Χ.)…..Σε καμιά τέλος αρχαία πηγή, εκτός από την αμφισβητούμενη διόρθωση του Hirschwalder στο χωρίο του Μαρκελλίνου, δεν σχετίζεται η Σκαπτή Ύλη με το Παγγαίο. Η μοναδική σχέση της Σκαπτής Ύλης με το Παγγαίο είναι οι μεγάλες ποσότητες χρυσού που και οι δύο περιοχές παρήγαν. Η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει ακόμα εντοπίσει, με απόλυτη ασφάλεια, τη θέση της περίφημης Σκαπτής Ύλης. Σύμφωνα με νεώτερες, συστηματικές έρευνες, οι αναφορές του Ηρόδοτου πρέπει να συνδεθούν με την περιοχή βόρεια και ανατολικά της πόλης της Καβάλας, όπου εντοπίζεται ένας μεγάλος αριθμός εμφανίσεων χρυσοφόρου και αργυρούχου μεταλλεύματος….. Μαρτυρίες έντονης, μεταλλευτικής δραστηριότητας αποτελούν οι πολυάριθμες, υπόγειες και επιφανειακές εργασίες, οι τεράστιοι σωροί εξορυγμένου υλικού και εκκαμινεύσεων, μεταξύ των χωριών Κρηνίδες, Ζυγός- Κρυονέρι, Αμυγδαλεώνας, Παλαιά Καβάλα και Χαλκερό έως και την Πέρνη. Σε μια επιφάνεια περίπου 100 τετρ. χλμ., εντοπίζονται πάνω από 150 εμφανίσεις μεταλλεύματος, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν κατά την αρχαιότητα, τη Ρωμαϊκή και Οθωμανική εποχή και τον 20ο αιώνα. Η εκμετάλλευση στην περιοχή αυτή κατά την αρχαιότητα ήταν προσανατολισμένη στην εξόρυξη του πλούσιου σε χρυσό και άργυρο μεταλλεύματος……»

Η Σκαπτή Ύλη έγινε ονομαστή κυρίως από τον Θουκυδίδη, τον κορυφαίο ιστορικό της αρχαιότητας, που είχε πατρογονικά κτήματα σ' αυτήν, έζησε εδώ εξόριστος, στα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του κι εδώ συνέγραψε την αξεπέραστη «ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου».

Όσον αφορά τις παραγόμενες, στα ορυχεία της Σκαπτής Ύλης, ποσότητες χρυσού, επισημαίνω τα εξής: Η «θασιακή περαία», δηλαδή οι παραθαλάσσιες κτήσεις των Θασίων, μεταξύ των ποταμών Στρυμόνα και Νέστου, απέδιδαν σ’ αυτούς ογδόντα (80) χρυσά τάλαντα τον χρόνο, (1 τάλαντο = 27 κιλά), δηλαδή πολύ περισσότερα από όλες μαζί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους νησιού τους. Όταν, αργότερα, ο Φίλιππος ο Β' κατέλαβε τα μεταλλεία της περιοχής των Φιλίππων και του Παγγαίου και οργάνωσε καλύτερα τις εργασίες και τις μεθόδους εξόρυξής του, έβγαζε, μόνο από τα καινούργια κοιτάσματα, περισσότερα από 100 τάλαντα το χρόνο! Απ' αυτά λοιπόν τα μεταλλεία προήλθαν τα χρυσά νομίσματα της Αμφιπόλεως, γύρω στο 400 π.Χ., της συνομοσπονδίας των Χαλκιδέων της Χαλκιδικής, γύρω στα 392 - 358 π.Χ., των Θασίων της ενδοχώρας (ΘΑΣΙΩΝ ΗΠΕΙΡΟ), γύρω στα 361 π.Χ. και κυρίως ο μεγάλος αριθμός των χρυσών στατήρων του Φιλίππου και του γιου του, Αλεξάνδρου του Μεγάλου, με τους οποίους κατακτήθηκε όλος ο τότε γνωστός κόσμος κι έγινε ένας ενιαίος χώρος ανάπτυξης και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού.

Η εκμετάλλευση των μεταλλείων συνεχίσθηκε και κατά την βυζαντινή, καθώς και κατά την οθωμανική περίοδο. Γι’ αυτή την τελευταία περίοδο εκμετάλλευσης των μεταλλείων, αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν τα κατάστιχα, τα οποία δημοσίευσε η Αιμιλία Στεφανίδου, στην εργασία της με τίτλο «η πόλη – λιμάνι της Καβάλας κατά την περίοδο της Οθωμανική περίοδος – Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391 -1912)» και αφορούν κυρίως τα μεταλλεία της Παλαιάς Καβάλας.

Σύμφωνα, λοιπόν, με όσα ήδη εξέθεσα, η σημερινή Πετροπηγή βρισκόταν στην καρδιά της πλούσιας, μεταλλοφόρου περιοχής της Σκαπτής Ύλης και το γεγονός αυτό, κυρίως, διαμόρφωσε την μακραίωνη ιστορία της.

Ένα δεύτερο, αλλ’ εξ ίσου σημαντικό με το προηγούμενο γεγονός, που επίσης διαμόρφωσε την ιστορική πορεία του συγκεκριμένου τόπου, είναι η γειτνίασή της με μια πανάρχαια, στρατιωτική κι εμπορική οδό, που ένωνε κι εξακολουθεί να ενώνει την Ανατολή με τη Δύση, διασχίζοντας ολόκληρη την περιοχή του σημερινού Δήμου Νέστου.

Κατά την αρχαιότητα, η πανάρχαια αυτή οδός λεγόταν «κάτω οδός», (έτσι την αποκαλούσε κι ο Θουκυδίδης), ερχόταν από το Βυζάντιο της Θράκης, διέσχιζε την Ανατολική Μακεδονία και οδηγούσε στην αρχαία Θέρμη. Το σημείο, στο οποίο η οδός αυτή εισερχόταν στην Ανατολική Μακεδονία, πρέπει ν’ αναζητηθεί βόρεια του σημερινού χωριού Παράδεισος, με δεδομένο ότι η πεδιάδα του Νέστου κατακλυζόταν συνεχώς από τα ορμητικά νερά του ποταμού αυτού. Ο εντοπισμός ερειπίων ρωμαϊκής γέφυρας, βόρεια από το χωριό αυτό, μας κάνει να υποθέσουμε ότι κτίστηκε στη θέση προγενέστερης, παρά το γεγονός ότι η ύπαρξή της δεν μνημονεύεται από κανέναν συγγραφέα της αρχαιότητας.

Πάνω στο ίχνος αυτής της οδού, που στην κλασική κι ελληνιστική αρχαιότητα διερχόταν από την καρδιά της Θράκης, χαράχτηκε, από τον ρωμαίο Εγνάτιο, η περίφημη Εγνατία Οδός, η οποία διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στα ιστορικά δρώμενα της βαλκανικής χερσονήσου, μέχρι την οθωμανική κατάκτηση, οπότε, η ίδια, εν πολλοίς, οδός αποτέλεσε βασικό, στρατιωτικό, οδικό άξονα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα τον αριστερό (δυτικό) βραχίονά της (sol kol).

Η ιστορία της Πετροπηγής σχετίζεται με την ευρύτερη ιστορία της περιοχής, στις χρονικές περιόδους που μόλις ανέφερα. Όλες οι αναφορές για την περιοχή της, μετά την καταστροφή της σπουδαίας πόλης Τοπείρου, το 549 μ.Χ., από Σλάβους επιδρομείς, (βλ. Προκοπίου «υπέρ των Πολέμων Λόγοι»), τα ερείπια της οποίας είναι ορατά κοντά στο χωριό Παράδεισος του Δήμου Νέστου, αφορούν και την Πετροπηγή, στην οποία σώζονται ερείπια ρωμαϊκής κώμης, αλλά και κτιρίων, που ανήκουν σε οχυρό σταθμό της Εγνατίας οδού, ο οποίος, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Βασίλη Πούλιο, βρίσκεται κτισμένος πάνω σε εννέα διαδοχικά στρώματα οχυρώσεων, ενώ έχει εντοπιστεί και νεκροταφείο, από το οποίο προέρχεται η μνημονευόμενη στο επόμενο κεφάλαιο επιγραφή ρωμαϊκών χρόνων.

Η ΣΠΟΥΔΑΙΑ, ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΕΠΙΓΡΑΦΗ, ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΤΡΑΪΑΝΟΥ

Στην Πετροπηγή βρέθηκε και δημοσιεύτηκε μια μεγάλης σπουδαιότητας λατινική επιγραφή, που καθόριζε τα βόρεια όρια της θασιακής Περαίας, στην περιοχή του σημερινού χωριού της Πετροπηγής, κατά την ρωμαϊκή εποχή και ειδικότερα κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού. Για την επιγραφή αυτήν αντιγράφω από το έργο με τίτλο «ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΑ ΤΗΣ ΘΑΣΙΑΚΗΣ ΠΕΡΑΙΑΣ», της σπουδαίας αρχαιολόγου, πρώην Εφόρου στην ΙΗ’ Εφορεία προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων Καβάλας, κ. Χάϊδως Κουκούλη – Χρυσανθάκη, που περιλήφθηκε στον τιμητικό τόμο «ΜΝΗΜΗ Δ’ ΛΑΖΑΡΙΔΗ – ΠΟΛΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΔΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ», (σελ. 503 επόμ.):

Η επιγραφή, που βρέθηκε σπασμένη και εντοιχισμένη στον περίβολο του νεκροταφείου της Πετροπηγής, δημοσιεύτηκε στην αρχή αποσπασματικά και αργότερα συμπληρωμένη, (D. Hereward, «nscriptions from Amorgos, Hagios Eustratios and Thrace», Palaeologia, 16.2 (1968), σ. 25-28).

Μετά την αποτείχιση των θραυσμάτων της επιγραφής και την συγκόλλησή τους στο Μουσείο Καβάλας, δόθηκε η δυνατότητα να διαβαστούν οι τελευταίοι στίχοι της επιγραφ,ς που ήταν αδύνατο να διαβάσει, στα εντοιχισμένα θραύσματα, η D. Hereward:

Imp(eratore). Caesare/

Nerva. Trajano/

A[u]g(usto). Germanico./

4 [I]III. Articuleio. Pae/ to. Co(n)s(uli).ex. auctoiY tate. Imp(eratoris). Caesaris./

Nervae Trajani. Aug(usti)/

8 Germanici. Fines./

inter. Thracas. et. Tha/ sios. Terminus. secur^/

[d]us. infra. v[i]cum. Rha 12 deloninijm [ ]

Στη χρονολόγηση της επιγραφής στα 101 μ.Χ., που έδωσε η D. Hereward, με βάση το όνομα του υπάτου Articuleius Paetus, δεν προσθέτει τίποτε η νέα ανάγνωση της επιγραφής. Οι προσθήκες βρίσκονται στον στίχο 6, όπου προστίθεται το Imp(eratoris) πριν από το Caesaris και προπαντός στους τελευταίους στίχους 11 και 12, όπου μετά το infra, στο οποίο σταματούσε η ανάγνωση της D. Hereward, προστίθεται το vicum Rha/deloninum. Προφανώς πρόκειται για το όνομα της κώμης, κάτω από την οποία είχε στηθεί, ως terminus secundus, η ενεπίγραφη, οριοθετική στήλη, μετά την οριοθέτηση που έκανε στην περιοχή ο Τραϊανός.

Το τοπωνυμικό Rhadeloninum εντάσσεται στη σειρά των θρακικών τοπωνυμικών, των οποίων η κατάληξη είναι συχνά anus, enus, inus. Το τοπωνυμικό Rhadelonini εμφανίζεται για πρώτη φορά στην περιοχή κι έρχεται να προστεθεί στη γνωστή σειρά θρακικών εθνικών – τοπωνυμικών, που είναι γνωστά από την περιοχή της χώρας της ρωμαϊκής αποικίας Φιλίππων.

Η επιγραφή ήταν εντοιχισμένη στην είσοδο του περιβόλου του νεκροταφείου της Πετροπηγής, αλλά, κατά ζωντανή μαρτυρία, βρέθηκε ακέραιη έξω από την βόρεια πλευρά του περιβόλου του νεκροταφείου, στην άροση. Στη θέση αυτή υπάρχουν ερείπια σπιτιών του παλιού χωριού «Καγιά Μπουνάρ», όπου θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί και ως οικοδομικό υλικό, αλλά, οπωσδήποτε, δεν πρέπει να είχε μεταφερθεί από μακριά, γιατί στην βραχώδη περιοχή του παλιού χωριού δεν δικαιολογείται η μεταφορά λίθων από μακριά, για να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό.

Επειδή, λοιπόν, η οριοθετική επιγραφή δεν πρέπει να έχει βρεθεί μακριά από την αρχική της θέση, θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε την θρακική αυτή κώμη των Rhadeloninum (Ραδελονινών;) σε μικρή απόσταση ψηλότερα από τη θέση όπου βρέθηκε η επιγραφή. Μια τέτοια θέση, που προσφέρεται για θέση οικισμού, είναι η κορυφή του λόφου «Καγιά Μπουνάρ», όπου βρισκόταν και το παλιό χωριό της Πετροπηγής, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. (Ερείπια του παλιού χωριού των χρόνων της Τουρκοκρατίας σώζονται, στους λόφους βόρεια και βορειοανατολικά του σημερινού νεκροταφείου της Πετροπηγής. Το χωριό ήταν ακμάζουσα, ελληνική κοινότητα, στα χρόνια της Ύστερης Τουρκοκρατίας. Η κεντρική εκκλησία του σημερινού χωριού (Άγιος Γεώργιος) χρονολογείται στα 1874 και πιθανότατα σχετίζεται με τη μετατόπιση του χωριού νοτιότερα, στην πεδιάδα).

Δυστυχώς, η μεταγενέστερη κατοίκηση του λόφου, οι καλλιέργειες και η πυκνή, σε μερικό σημεία, βλάστηση δεν δίδουν και μεγάλα περιθώρια, για περισυλλογή από το λόφο επιφανειακής κεραμεικής, που θα μπορούσε να βεβαιώσει τις αρχαιότερες φάσεις του οικισμού της Τουρκοκρατίας. Σε επιφανειακή, ωστόσο, έρευνα του λόφου, συγκεντρώθηκαν ορισμένα δείγματα αρχαίας κεραμεικής, που βεβαιώνουν την κατοίκηση του λόφου στην ρωμαϊκή εποχή, με ενδείξεις όμως και προγενέστερης κατοίκησης.

Η θρακική κώμη των Rhadeloninum θα μπορούσε να τοποθετηθεί σ’ αυτόν, τον προσφερόμενο για οικισμό, οχυρό λόφο. Αν όχι, τότε, με βάση πάντα το infra της επιγραφής, θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε την κώμη αυτή στην κορυφή του ορεινού συγκροτήματος, που υψώνεται στα βόρεια της Πετροπηγής, η δυσπρόσιτη, ωστόσο, κορυφή του οποίου δεν προσφέρεται για κατοίκηση. Στα νοτιοδυτικά του λόφου «Καγιά Μπουνάρ», σε κορυφή χαμηλότερου λόφου, εντοπίστηκαν επίσης ίχνη περιβόλου, άγνωστης εποχής. Ελάχιστα τμήματα από το τείχος αυτού του περιβόλου σώζονται σήμερα, κυρίως στην ανατολική πλευρά του λόφου. Ο περίβολος ήταν κτισμένος με μεγάλους, ακατέργαστους, τοπικούς λίθους, χωρίς χρήση συνδετικού κονιάματος. Στο εσωτερικό του περιβόλου δεν σώζεται κανένα ίχνος κτίσματος. Ο απογυμνωμένος βράχος εμφανίζει φανερά δείγματα μεταλλοφορίας και ενδείξεις εξορυκτικών εργασιών, άγνωστης εποχής. Σύμφωνα με πληροφορίες των κατοίκων της Πετροπηγή,ς ο περίβολος καταστράφηκε πρόσφατα, από τους κατοίκους της περιοχής, που μετέφεραν και πουλούσαν τους λίθους του περιβόλου στο εργοτάξιο κατασκευής της γέφυρας του Νέστου. Αν, κατά την πιθανότερη άποψη, η κώμη Rhadeloninum τοποθετηθεί στο ύψωμα «Καγιά Μπουνάρ», το βάθος της θασιακής «χώρας», στην περιοχή αυτή της Θράκης, εμφανίζεται πολύ μικρό στη ρωμαϊκή εποχή, με δεδομένη την άποψη ότι ο terminus secundus, που αντιπροσωπεύει η επιγραφή, ορίζει το βόρειο όριο της θασιακής επικράτειας.

Η οριοθέτηση όμως του Τραϊανού δεν είναι βέβαιο ότι καλύπτει τα όρια της θασιακής περαίας, την εποχή της ακμής του θασιακού, αποικιακού κράτους. Η Θάσος έχανε και επανακτούσε την περαία της, στις διάφορες περιόδους της ιστορίας της, σε έκταση που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε. Στην ρωμαϊκή, οπωσδήποτε, εποχή, είχε επανακτήσει ένα τμήμα της περαίας, όπως προκύπτει από τις γνωστές επιγραφές του senates consultum του Σύλα, την επιστολή του ανθύπατου Μακεδονίας Gn. Cornelius Dolabella (80-78 π.Χ.) ή την επιστολή του προκουράτορα της Θράκης στην εποχή του Βεσπασιανού, L. Vinuleius Pataecius.

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, «ΔΟΥΚΑΛΙΟΝ»

Το όνομα Δουκάλιο, το οποίο έφερε παλιότερα ο οικισμός της Πετροπηγής, σύμφωνα με διάφορους μελετητές προέρχεται από την λέξη Δούκας, πλην όμως, δεν υπάρχει κάποια γραπτή μαρτυρία, ότι το χωριό ήταν έδρα Δούκα, κατά την Βυζαντινή περίοδο ή κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Εν πάση περιπτώσει, όμως, η θέση του χωριού, πάνω στο λόφο, ήταν ιδιαίτερης, στρατηγικής σημασίας, καθώς ήλεγχε την πεδιάδα του Νέστου, σε μεγάλη έκταση, αλλά και την σπουδαιότατη οδό, που προανέφερα ότι ένωνε, ανά τους αιώνες, την Δύση με την Ανατολή και η οποία διερχόταν νότια του χωριού. Η αρχαιολόγος X. Κουκούλη - Χρυσανθάκη θεωρεί ότι, ακριβώς επειδή η Εγνατία Οδός διερχόταν νοτίως του Δουκαλίου, για το λόγο αυτό υπήρχε και το στρατιωτικό φυλάκιο – σταθμός, για τους οδοιπόρους, στο οποίο αναφέρθηκα πιο μπροστά, [σχ. και Αρχαιολογι­κό Δελτίο 33 (1978)].

Το όνομα Δουκάλιο αποτελούσε το επίσημο όνομα της κοινότητας Πετροπηγής μέχρι το 1961, όπως μας πληροφορεί το σχετικό βιβλίο της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. Για το ίδιο θέμα κάνει λόγο και το βιβλίο του Τούρκου ερευνητή Sefer Guvenc, με τίτλο «KUZEY YUNANISTAN YER ADLARI ATLASI», σ. 30, στο οποίο το χωριό Πετροπηγή αναφέρεται και ως Δουκάλιο, πέρα από την τουρκική ονομασία του. Αυτή την άποψη περί Δουκαλίου εξέφρασε και ο καθ. Απ. Γλαβήνας, σε δημοσίευσή του στην επιστημονική, περιοδική επιθεώρηση «Περί Θράκης» 2 (Ξάνθη 2002) 72-73, με τίτλο «τρία έγγραφα από τη Νομική Συναγωγή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσιθέου για την εκκλησιαστική ιστορία της Ξάνθης κατά τον 17ο αιώνα».

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ

Στις 1η έως και 4η από τις φωτογραφίες βλέπετε την πηγή μέσα στο βράχο, (σε περιόδους ξηρασίας και μη, αντίστοιχα), που ύδρευε αρχικά την αρχαία, θρακική κώμη, μετά τον ρωμαϊκό οικισμό, από τον οποίο προήλθε η λατινική επιγραφή που παρέθεσα και, τέλος, τον ελληνικό οικισμό της οθωμανικής περιόδου, ο οποίος χτίστηκε πάνω στα ερείπια των προηγούμενων, (Kaya-bunar ήταν το «επίσημο» όνομα του ελληνικού χωριού «Δουκάλιον», κατά την οθωμανική περίοδο, όπου kaya σημαίνει βράχος, στην τουρκική γλώσσα). Τέλος, το τουρκικό αυτό όνομα του ελληνικού οικισμού της οθωμανικής περιόδου «μεταφράστηκε» αργότερα, από το ελληνικό κράτος, σε Πετροπηγή.

Στις 5η και 6η από τις φωτογραφίες, βλέπετε ένα μικρό γεφύρι του Kayna-bunar (Δουκαλίου) της οθωμανικής περιόδου.

Στις 7η, 8η και 9η από τις φωτογραφίες, βλέπετε τον κεντρικό δρόμο του ελληνικού χωριού της οθωμανικής περιόδου, κατασκευασμένο, ολοφάνερα, πάνω στα ίχνη αρχαιότερου δρόμου.

Στις φωτογραφίες 10η έως και 13η, ερείπια του ελληνικού χωριού «Δουκάλιον» - «kaya-bunar», της οθωμανικής περιόδου.

Στις φωτογραφίες 14η και 15η, βλέπετε την λατινική επιγραφή, με το όνομα της ρωμαϊκής κώμης, που βρισκόταν στην θέση του ελληνικού χωριού της οθωμανικής περιόδου, ενώ στην 16η τον τρόπο, με τον οποίο ήταν εντοιχισμένη αυτή η επιγραφή, στον τοίχο του σύγχρονου νεκροταφείου της Πετροπηγής.

Στο βάθος, δεξιά, στην 17η φωτογραφία, βλέπετε τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου της Πετροπηγής, όπου βρέθηκε η λατινική επιγραφή, σπασμένη και εντοιχισμένη σε δύο διαφορετικά σημεία.




















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου