Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

 ΠΕΤΡΟΠΗΓΗ – ΔΟΥΚΑΛΙΟΝ - ΚΑΓΙΑΜΠΟΥΝΑΡ (KAYA-BUNAR)


ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

(Με την ιστορία της Πετροπηγής ασχολήθηκε ιδιαίτερα ο αγαπητός φίλος Μανώλης Κοντοστέλιος, στην διπλωματική εργασία που εκπόνησε, με τίτλο «η Εκκλησιαστική Περιφέρεια Χρυσούπολης (Νέστου) κατά τη Βυζαντινή και Οθωμανική Περίοδο και ο Ελληνισμός της». Από την εργασία αυτή προέρχεται ένα μέρος αυτής της εργασίας μου».



ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ας έλθουμε, όμως, τώρα, στην εκκλησιαστική ιστορία του Δουκαλίου - Πετροπηγής.

Υπάρχει, κατ’ αρχάς, μια προφορική παράδοση, που αναφέρεται σε φόνο μοναχών στο χωριό Δουκάλιο. Συνάμα, σε χειρόγραφο του 17ου αιώνα, της Ιεράς Μονής της Παναγίας της Αχειροποιήτου του Παγγαίου, γίνεται λόγος για τη σφαγή των μοναχών της Μονής αυτής, το έτος 1507 και την κατάληψη της Μονής, ενώ γίνεται περαιτέρω αναφορά, στο φύλλο 66 του χειρογράφου, και σε ονόματα μοναχών, που είχαν σχέση με την Μονή αυτή και σφαγιάστηκαν στην τοποθεσία «Δοκάλου». (βλ. και Κατσαρού Β., Ανέκδοτο σημείωμα για τον κτήτορα της Μονής της Παναγίας της Αχειροποιήτου του Παγγαίου και Αθ. Παπαδόπουλος - Κεραμεύς, Εκθεσις παλαιογραφικών και φιλολογικών ερευνών εν Θράκη και Μακεδονία, γενόμενων κατά το έτος 1885 δια την Μαυροκορδάτειον βιβλιοθήκην και αναδημοσιεύθηκε από τον Χρήστο Κοζαρίδη, στο βιβλίο του με τίτλο Επαρχία Νέστου, σ. 112). Με βάση την αναφορά αυτή, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η περιοχή του Δουκαλίου ανήκε στην μητρόπολη Φιλίππων, στα όρια της οποίας βρισκόταν και η μονή της Παναγίας της Αχειροποίητου, στο Παγγαίο και, ενδεχομένως τα ερείπια μοναστηριού, βόρεια της σημερινής Πετροπηγής, ν’ αποτελούν τα απομεινάρια από κάποιο μετόχι, που η πανάρχαια Μονή του Παγγαίου είχε στο Δουκάλιο, (αν και κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα αρχεία της Μονής).

Το έτος 1577 έχουμε μια αναφορά σε χωριά (κώμες), που υπάγονταν στην εξουσία του Πατριάρχη, στην περιοχή της Καβάλας. Η αναφορά αυτή έγινε σ’ επιστολή του Γαβριήλ Καλωνά, ο οποίος ανέφερε ότι βρισκόταν στο Ορφάνι του σημερινού Δήμου Παγγαίου, ως τοποτηρητής κι έξαρχος δεκατεσσάρων κωμών (χωριών) του Πατριαρχείου. Από μετέπειτα αναφορά, (του έτους 1721), την οποία παραθέτει ο Π. Γεωργαντζής, («Συμβολή στην Εκκλησιαστική Ιστορία της Ιεράς Μητρόπολης Ξάνθης και Περιθωρίου», Έκδοση Ιεράς Μητρόπολης Ξάνθης και Περιθωρίου, Ξάνθη 2009, σ. 342), συνάγεται ότι ανάμεσα στα χωριά αυτά, που ανέφερε ο Καλωνάς, ήταν και το χωριό Δουκάλιο.

Μετά από λίγα χρόνια, μέσω σιγιλίου, που εξέδωσε ο πατριάρχης Τιμόθεος Β΄, το οποίο εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1614, επανήλθαν στην δικαιοδοσία της Μητρόπολης Φιλίππων έξι (6) χωριά, τα οποία είχε αποσπάσει, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Μητροπολίτης Ξάνθης Γαβριήλ. Τα χωριά αυτά είναι τα κάτωθι: Βασιλάκιον = (εξαφανισμένο χωριό, δίπλα στα σημερινά Αμισιανά) - Κουρουντζού = Κρυονέρι (σημ.) - Ζυγοστού = Ζυγός (σημ.) - Μπόμπλιανη = Ακροπόταμος (σημ.) - Πολύστυλον = Πολύστυλο (σημ.) - Δουκαλού = Πετροπηγή (σημ.)

Το έτος 1721 η εξαρχία Καβάλας καταργείται, «δια της τελείας ενώσεως…μετά της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Ξάνθης», με σιγίλιο του Πατριάρχη Ιερεμία, προκειμένου ν’ αντιμετωπισθούν επιτυχώς τα οικονομικά προβλήματα της Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθωρίου, ορίζεται δε, προς το σκοπό αυτόν, να καταβάλει η Εξαρχία Καβάλας «ογδόντα γρόσια» κάθε χρόνο. Μάλιστα, ο Πατριάρχης και η σύνοδος ονοματίζουν και τα χριστιανικά χωριά, που θα υπάγονται στην εξαρχία αυτή. Τα χωριά αυτά είναι: Καβάλα = Καβάλα (σημ.) - Πολύστυλον = Άβδηρα (σημ.) - Δούκαλον = Πετροπηγή (σημ.)

Έκτοτε, οι περιοχές Καβάλας και Νέστου παρέμειναν στη Μητρόπολη Ξάνθης μέχρι το 1924, οπότε αποχωρίσθηκαν απ’ αυτήν και σχημάτισαν πλέον τη νέα Μητρόπολη Καβάλας (αρχικά).

ΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ, ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΥΚΑΛΙΟ – ΠΕΤΡΟΠΗΓΗ

Πρώτος ο Άγγλος περιηγητής Ed Clarke, στο σύγγραμμά του, με τίτλο «Travels in various countries of Europe, Africa and Asia», (London 1818), περνώντας, περί το έτος 1815, από την περιοχή του Νέστου, αναφέρει ότι «στα βορειοδυτικά (της πορείας του), στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού, είδε μια κωμόπολη (town), που λέγεται Καγιάμπουναρ, σε μια όμορφη τοποθεσία κι ότι πιο ψηλά, στην κορυφή, βρίσκεται ο τόπος διαμονής ενός Τούρκου αγίου.

Σ’ έναν «ταξιδιωτικό οδηγό της ανατολής», τον «Guide en Orient - Itineraire scientifique, artistique et pittoresque», που συνέγραψαν οι Richard και Quitin, (Paris 1851), αναφέρεται πάλι το Καγιάμπουναρ, καθώς και η πληροφορία ότι στην κορυφή του υπερκείμενου βουνού βρίσκεται η κατοικία ενός Τούρκου, ονομαστού για την αγιότητά του.

Και οι δύο αυτές περιγραφές αφορούν το υπερκείμενο της Πετροπηγής Ντεντέ-νταγ, κατά τους οθωμανικούς χάρτες και Αγιοβούνι, κατά τους χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού και τον λατρευόμενο εκεί, Μουσουλμάνο άγιο άνδρα. Για όλα αυτά, δείτε προηγούμενη ανάρτησή μου: https://www.facebook.com/profile/100003724774837/search/?q=%CE%9D%CF%84%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%AD

Ο Βασίλειος Νικολαϊδης, στο σύγγραμμά του, με τίτλο «Les Turks et la Turquie contemporaine. Itineraire et compte rendu des voyages dans les provinces ottomans, avec cartes detaillees, t. 2me» (Paris, 1859), περιγράφει την διέλευσή του από την πεδιάδα του Νέστου, ως εξής: (Παραθέτω την αφήγησή του, από το σημείο εκείνο, που ο περιηγητής αφήνει πίσω του το τσιφλίκι του Τσιρπαντή - σημερινή Λεύκη Καβάλας - το οποίο τελείωνε στα ερείπια του Ακοντίσματος): «Η μικρή οδός αφήνει το χωριό Τσιρπαντή, εισέρχεται στην πεδιάδα του Νέστου και την διασχίζει, αφήνοντας στα δεξιά του τις αλυκές που εφοδιάζουν (με αλάτι) ολόκληρη την επαρχία. Σε τρεις ώρες από την Καβάλα, η οδός διαιρείται και παίρνει βόρεια κατεύθυνση. Σε μια ώρα αυτή (η οδός) φθάνει στο Καγιά Βουρνού, που βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Ροδόπη και αποτελείται από εξήντα ελληνικές και τουρκικές οικίες. Από αυτό το χωριό ξεκινούν οι διαφορετικές, μικρές οδοί, που οδηγούν σε μικρούς συνοικισμούς, κατοικούμενους από έναν ημιάγριο πληθυσμό της Ροδόπης και βρίσκονται σε υψόμετρο 300 έως 1.000 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Θάλεγε κανείς ότι είναι αετοφωλιές, πάνω στους απότομους βράχους. Μέχρι το σημείο αυτό η οδός είναι ενιαία, πλατιά και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αμάξια.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1840-1850, ο Γάλλος αξιωματούχος A. Viquesnel, στον 2ο τόμο του έργου του «Voyage dans la Turquie d’ Europe. Description physique et geologique de la Thrace, t. 2me» (Paris, 1868) (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France) και στο κεφάλαιο με τίτλο: «Οδός από την Καβάλα στο Ισμιλάν, κοντά στις πηγές του Άρδα», αναφέρει τα εξής: «Από την Καβάλα στην Γενιτζέ Καρασού (Γενισέα). Χρειάζεται κάποιος δέκα και μισή ώρες, για να καλύψει αυτή την απόσταση με ιππήλατη άμαξα και οκτώμισι ώρες, για να την καλύψει με άλογο με σέλα: Εμείς διανύσαμε την απόσταση αυτή σε οκτώ ώρες και δέκα λεπτά, ως εξής: Μέχρι τα Χάνια (εννοεί τη σημερινή Χρυσούπολη), 4 ώρες και 10 λεπτά, με καλό, συνηθισμένο ρυθμό. Μέχρι τη Γενιτζέ (Γενησέα), 4 ώρες με ρυθμό γρήγορο. Ως εκ τούτου, στην πραγματικότητα η απόσταση της διαδρομής, από τα Χάνια μέχρι τη Γενιτζέ, είναι λίγο μεγαλύτερη αυτής από τα Χάνια μέχρι την Καβάλα και πρέπει να την υπολογίζει κανείς σε τεσσεράμισι ώρες, για ένα άλογο με σέλα.

Βγαίνοντας από την Καβάλα, διασχίζει κανείς την χαμηλή κορυφή ενός αντερείσματος, πλευρίζει έναν χείμαρρο, διασχίζει την κορυφή δύο άλλων αντερεισμάτων, χωρισμένων από μια ρεματιά, της οποίας το κάτω μέρος βρέχεται από τη θάλασσα. Υπάρχει μια φρουρά στην κορυφή του τρίτου αντερείσματος. Αυτή η διαδρομή διαρκεί 45 λεπτά.

Ο χείμαρρος εξακολουθεί να βρίσκεται στ’ αριστερά, για 5-10 λεπτά. Ακολουθεί ένα μικρό ρυάκι και λίγο πιο πέρα βρίσκεται το τσιφλίκι του Τσιρπαντή (σημ. Λεύκη). Η διαδρομή διαρκεί 1 ώρα και 5 λεπτά.

Το πέρασμα του ρέματος του «Χατζί-σου», το οποίο αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στους καζάδες του Σαρή Σαμπάν και της Καβάλας, γίνεται σε 8 λεπτά. (Σημ. δική μου: Πρόκειται για ρέμα που βρίσκεται κοντά στα ερείπια του Ακοντίσματος)»

(Σε άλλο σημείο του πονήματός του, ο Viquesnel αναφέρει ότι η μικρή περιοχή του Σαρή Σαμπάν αρχίζει δυο λεύγες στ’ ανατολικά της Καβάλας. Το όριο ανάμεσα στις δύο περιοχές το χαράζει το ρεύμα του μικρού χειμάρρου του Χατζί-σου. Η περιοχή του Σαρή Σαμπάν χωρίζεται από την περιοχή της Γενιτζέ από τον Καρασού. Οι τελευταίες ράχες των νότιων αντερεισμάτων του Μπόζνταγ σχηματίζουν το βόρειο όριο της περιοχής).

Λίγο μετά το πέρασμα του Χατζί - σου, ο συγγραφέας αφήνει την ακροθαλασσιά. Μετά από 40 λεπτά συναντά μια φρουρά στην πεδιάδα, στους πρόποδες των βουνών στ’ αριστερά.

Στα δεξιά του εκτείνεται μια πεδιάδα, σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας και εν μέρει καλυμμένη με λακκούβες, που έχουν όμως αλμυρό νερό. Περνάει από το Καγιά μπουνάρ, (Πετροπηγή), που βρίσκεται μέσα σε μια ρεματιά, ένα τέταρτο της λεύγας στ’ αριστερά του. Έχουν περάσει άλλα 30 λεπτά, αφότου συνάντησε την φρουρά».

Τέλος, ο Ζώτος Μολοσσός, στο έργο του «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ, ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ, ΤΟΜΟΣ Δ’», που εκδόθηκε στην Αθήνα, το έτος 1887, αναφέρει το Καγιά – Μπουνάρ, ερμηνεύει το όνομά του ως «καθαρά βρύση», λέει ότι απέχει μία ώρα από το τσιφλίκι του Τσαρμπαντή, (που βρισκόταν στη σημερινή Νέα Καρβάλη) και αναφέρει ότι σ’ αυτό υπάρχουν 150 οίκοι Χριστιανών και Μουσουλμάνων.

ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Περί τις αρχές του 18ου αιώνα, το (εσκή) Σαρή Σαμπάν, μια ακμαία, περιτειχισμένη, μουσουλμανική κωμόπολη, που βρισκόταν πολύ κοντά στο σημερινό Ερατεινό, είχε αναπτυχθεί αρκετά και μάλιστα, σε βάρος του Τσάγκλαϊκ (σημερινού Διποτάμου), με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο καζάς του Σαρή Σαμπάν, με έδρα το ίδιο, ιδιότητα την οποία διατήρησε μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής από τον Ελληνικό Στρατό, το 1913.

Μετά την ίδρυση του ομώνυμου καζά, ξανασυναντούμε το Σαρή Σαμπάν στην πρώτη γενική απογραφή του Οθωμανικού κράτους, το 1831, η οποία διεξήχθη από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ (1808 – 1839), για δημοσιονομικούς λόγους. Σ’ αυτήν αποτυπώθηκε ο πληθυσμός των αρρένων, κατά καζάδες. Στον καζά του Τσάγκλαϊκ - Σαρή Σαμπάν έχουμε 4.986 μο­υσουλμάνους, 131 Χριστιανούς, 22 ξένους (όπως αναφέρεται στην απογραφή) και 54 τσιγγάνους. Το σύνολο του πληθυσμού του καζά είναι 5.171. Αυτή ήταν η πρώτη αναφορά στον χριστιανικό πληθυσμό του καζά του Σαρή Σαμπάν και αφορούσε, προφανώς, τους Χριστι­ανούς κατοίκους του Καγιά Μπουνάρ (Πετροπηγής).

Σε στατιστικό πίνακα, που συντάχθηκε το 1876, για λογαριασμό του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, ο πληθυσμός του καζά Σαρή Σαμπάν αυξήθηκε στις 35.000 κατοίκους, με 33.500 Οθωμανούς, 1.295 αθίγγανους, 200 Χριστιανούς ελληνικής καταγωγής και 2 Έλληνες υπηκόους (sic. υπάρχει βέβαια μια μικρή διαφο­ρά στο συνολικό άθροισμα των επιμέρους εθνοθρησκευτικών ομάδων και στον συνολικό αριθμό του πληθυσμού, κατά 3 άτομα).

Σε μεταγενέστερο πίνακα, πάλι του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, ο συνολικός πλη­θυσμός του καζά φαίνεται αυξημένος και ανέρχεται στα 35.968 άτομα, 33.355 εξ αυτών Τούρκοι, 2.338 αθίγγανοι και 275 Έλληνες.

Αξίζει ν’ αναφερθεί κι ένα άρθρο, που δημοσιεύθηκε στην εφη­μερίδα Ανατολικός Αστήρ (Κωνσταντινούπολη, αριθμός φύλλου 20, 1886) στο οποίο αναφέρονται και τα εξής, για τον οικισμό που μας απασχολεί: «Καγιά Μπουνάρ, μιαν ώραν μακράν του Σαρισαμπάν κείμενον, οικείται υπό 120 ψυχών. Ενταύθα υπάρχει εκκλησία, αλλά ο αριθμός των κατοίκων οσημέραι ελαττούται. Οι κάτοικοι ασχολούνται εις την φυτείαν του καπνού».

Ο Στέφανος Παπαδόπουλος, στο έργο του «Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, υπό τον τίτλο «ΚΑΖΑΣ ΣΑΡΗΣΑΜΠΑΝ», αναφέρει ότι ο καζάς αυτός, πού αποτελούσε το νοτιοανατολικό τμήμα του σαντζακιού της Δράμας, κατοικούνταν αποκλειστικά από Τούρκους. Σε σύνολο πληθυσμού (πριν από το 1912) 20.083 κατοίκων, κατανεμημένων σε 59 χωριά, υπήρχαν μόνο 120 βούλγαροι και 400 Έλληνες, ανά 200 στο Σαρισαμπάν και στο Καγιά Μπουνάρ (Δουκάλιο). Το δεύτερο μάλιστα χωριό είχε μόνο Έλληνες κατοίκους. Στα δυο αυτά χωριά λειτουργούσαν και δημοτικά σχολεία αρρένων και θηλέων, με άγνωστο όμως αριθμό μαθητών.

Στην αναφορά του Γενικού Επιθεωρητού των Σχολείων Δ. Μ. Σάρρου, η οποία συντάχθηκε το 1906 και εκθέτει τη εθνολογική κατάσταση της περιοχής του καζά Σαρή Σαμπάν, μετά την εγκατάσταση των Λαϊστινών στην περιοχή και το πώς επέδρασε αυτή η εγκατάσταση στον εθνολογικό χάρτη της περιοχής, διαβάζουμε, μεταξύ άλλων:

Εν Θεσ-κη τη 30 Απριλίου 1906

Καζάς Σαρίσαμπάν

Εν τω υπό Οθωμανών κυρίως κατοικουμένω τούτω καζά δύο μόνας οάσεις ελληνικάς απαντώμεν. Το παλαιόν ελληνικόν χωρίον Καγιά Μπουνάρ και τη νεοπαγή ελληνική κοινότητα Σαρίσαμπαν.

……………………………………………………………………….

Καγιά Μπουνάρ.

Οικίαι ελληνικαί και ελληνόφωνοι και τουρκική μία, ψυχαί δε 138.

Το χωρίον τούτο ηρίθμει άλλοτε περί τας 800 οικίας, μετοικήσασαι εις Καββάλαν και Βολούστραν (Άβδηρα), δια τούτο έχει και μεγάλην έκτασιν εξικνουμένην μέχρι της θαλάσσης και κατά το πλείστον μένουσαν ακαλλιέργητον. Έχει εισόδημα 60 περίπου λίρας εκ βοσκησίμων γαιών, αν δε οι κάτοικοι ήσαν φιλόπονοι θα ευημέρουν. Ατυχώς μεγάλη ακαταστασία κρατεί παρ΄ αυτοίς, (προ οκταετίας έχουσι καταλάβει οι Τούρκοι τας πλησίον του Καρατζάκιοϊ βοσκησίμους αυτών γαίας, αποφέρουσας εισόδημα 50 λιρών). Οι πλείστοι αγράμματοι. Το σχολείον τους ισόγαιον, άστρωτον, ετοιμόρροπον και ρυπαρόν, λειτουργεί κάκιστα. Ενεγράφησαν εφέτος 26 μαθηταί διδασκόμενοι υπό του εκ Λευκάδος ιερομοναχού παπά Ευσεβίου όστις φαίνεται όλως αναίσθητος και άμοιρος εθνικού φρονήματος και γνώσεως. Λαμβάνει μισθόν 27 λιρών και άλλας 15 εκ των εγχωρίων. Πληρώνει και εις διαίτην το χωρίον 7 λίρας. Το χωρίον τούτο ευρισκόμενον εν μέσω τουρκικών οικισμών είναι όλως εγκαταλελειμμένον. Πολλοί παραπονούνται ότι δεν ευρίσκουσι γυναίκας να νυμφευθώσι, μένοντες ως εκ τούτου εν ακουσία αγαμία. Όλοι πλέον είναι συγγενείς αναμεταξύ τους. …»

Σε στατιστικό πίνακα πληθυσμού της περιοχής Σαρή Σαμπάν, του έτους 1912, ο οικισμός Δουκάλιο - Καγιά Μπουνάρ είχε 200 Έλληνες κατοίκους και κανέναν Τούρκο ή Βούλγαρο.

Σύμφωνα τόσο με τον Μιχαήλ Χουλιαράκη, («γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971», τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, του έτους 1975): όσο και τον Χρυσοχόου, (απαρίθμηση των κατοίκων των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913), κατά το έτος 1913 το Καγιά μπουνάρ είχε 265 κατοίκους.

Στους στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού, κατά εθνικότητες, των Νομών Δράμας, Σερρών και Καβάλας, που εκδόθηκαν το 1919, από την Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, αναφέρεται ότι στο χωριό Καγιά μπουνάρ κατοικούσαν, μέχρι το 1912, 200 Έλληνες, στους οποίους, τον Αύγουστο του 1915, προστέθηκαν και 168 πρόσφυγες, οπότε το χωριό είχε 368 κατοίκους, (188 άρρενες, 180 θήλεις).

Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, κατά τα έτη 1922-1924, σ’ εκτέλεση των όρων της Συνθήκης της Λωζάνης, στο χωριό εγκαταστάθηκαν άλλες 62 προσφυγικές οικογένειες.

Το έτος 1928, το Δουκάλιον, (όπως ονομαζόταν, πλέον, το Καγιά μπουνάρ), είχε 460 κατοίκους, που έγιναν 722 κατά το 1940, 791 κατά το 1951 και 847 κάτοικοι το έτος 1961.

Τέλος, κατά την απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδος, το έτος 2011, η Πετροπηγή είχε 522 κατοίκους.

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ

Η «Κοινότης Δουκαλίου» συστάθηκε το έτος 1927, με απόσπαση του οικισμού Δουκάλιον από την Κοινότητα Φιλίππων, (έτσι είχε ονομασθεί αρχικά η Πέρνη!) και τον ορισμό του ως έδρας της Κοινότητας, (ΦΕΚ τεύχος 167/Α/10-08-1927). Με την ίδια πράξη, ο οικισμός Νέα Κώμη αποσπάσθηκε από την κοινότητα Φιλίππων και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Δουκαλίου. Τέλος, ο οικισμός Ποντολείβαδο αποσπάσθηκε από την κοινότητα Μακρυχωρίου και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Δουκαλίου.

Με πράξη που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 384/Α/25-10-1929, ο οικισμός Νέα Κώμη αποσπάσθηκε από την κοινότητα Δουκαλίου και ορίστηκε ως έδρα της νέας κοινότητας Νέας Κώμης. Ο οικισμός Παλαιά Κώμη αποσπάσθηκε από την κοινότητα Δουκαλίου και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Νέας Κώμης.

Με πράξη που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 77/Α/27-03-1933, ο οικισμός Ποντολειβάδου αποσπάσθηκε από την κοινότητα Δουκαλίου και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Νέας Κώμης.

Με πράξη που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 25/Α/13-02-1954, ο οικισμός Δουκάλιον μετονομάσθηκε σε οικισμό Πετροπηγής και η Κοινότης Δουκαλίου μετονομάσθηκε σε Κοινότητα Πετροπηγής.

Με πράξη που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 244/α/04-12-1997, η Κοινότητα Πετροπηγής καταργήθηκε και υπήχθη στον Δήμο Χρυσούπολης.

Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, με το σχέδιο «Καποδίστριας», μέχρι το 2010, η Πετροπηγή αποτέλεσε το Τοπικό Διαμέρισμα Πετροπηγής, του πρώην Δήμου ΧΡΥΣΟΥΠΟΛΗΣ, του Νομού ΚΑΒΑΛΑΣ.

Τέλος, η Πετροπηγή έγινε «Τοπική Κοινότητα Πετροπηγής», της Δημοτικής Ενότητας ΧΡΥΣΟΥΠΟΛΗΣ, του Δήμου ΝΕΣΤΟΥ, της Περιφερειακής Ενότητας ΚΑΒΑΛΑΣ, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα «Καλλικράτης».

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ

Στις φωτογραφίες 1η έως 4η, βλέπετε τα ερείπια του Μοναστηριού, στο οποίο έγινε, κατά την διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, η σφαγή των μοναχών, στην οποία αναφέρομαι στο κείμενο της ανάρτησής μου αυτής. Η ιερότητα του χώρου, που είναι γνωστή στους γηγενείς κατοίκους της γειτονικής Πετροπηγής, είναι ο λόγος ύπαρξης του μικρού «στασιδιού» (εκκλησιδίου).

Στις φωτογραφίες 5η έως και 14η, βλέπετε τα ερείπια του παλαιότατου οικισμού, (πιθανόν της βυζαντινής και υστεροβυζαντινής περιόδου), που είχε αναπτυχθεί γύρω και νότια από τον χώρο της Μονής. Τα ερείπια βρίσκονται βόρεια από το σύγχρονο νεκροταφείο της Πετροπηγής κι έχει βρεθεί, ανάμεσά τους, βυζαντινή κεραμική. Ίσως αυτά τα ερείπια να δείχνουν την θέση, όπου βρισκόταν το παλαιό «Δουκάλιον».

Στις φωτογραφίες 15η και 16η, βλέπετε τον χώρο του Μοναστηριού και των παρακείμενων ερειπίων, όπως φαίνεται από το μουσουλμανικό χωριό Καγιά-μπουνάρ.

Στις δύο τελευταίες φωτογραφίες, βλέπετε κι άλλα δείγματα, της θρησκευτικότητας των γηγενών κατοίκων του Δουκαλίου – Πετροπηγής.




















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου