Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

(Διάλεξη του Θεοδώρου Δημ. Λυμπεράκη, που δόθηκε στις 7-12-2009, επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 250 χρόνων από την ανέγερση του Ιερού Ναού).

Το Πράβι (η σημερινή Ελευθερούπολη) είναι μια από τις αρχαιότερες κωμοπόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας.

Είναι κτισμένη στους πρόποδες των βουνών Παγγαίου και Συμβόλου, από τα οποία το πρώτο υπήρξε σπουδαιότατο, θρησκευτικό κέντρο της αρχαιότητας, αλλά και αξιόλογη πηγή πλούτου, με τα μεγάλα δάση του και τα περίφημα μεταλλεία χρυσού και αργύρου.

Στην κορυφή του υπήρχε, ήδη πριν την εποχή του Ηροδότου, το μαντείο του Διονύσου, που το κατείχε και το εκμεταλλευόταν το πολεμικό, θρακικό φύλο των Σατρών.

Ή ύπαρξη αρχαίων ευρημάτων στην περιοχή του Πραβίου είχε επισημανθεί ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ο Γάλλος περιηγητής E. Cousinery, γενικός πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, περνώντας στα 1786 από το Πράβι, ανέφερε την ύπαρξη «ορισμένων αρχαιοτήτων», χωρίς ωστόσο να τις περιγράψει.

Πολύ αργότερα ο Γάλλος αρχαιολόγος L. Heuzey, που πέρασε από το Πράβι μαζί με τον επίσης Γάλλο αρχιτέκτονα Daumet, δημοσίευσε δύο επιγραφές από το Πράβι, που τις είδε εντοιχισμένες στον τότε «επισκοπικό» ναό της επισκοπής Ελευθερουπόλεως, δηλαδή στον Άγιο Νικόλαο. Απ’ αυτές η μία ήταν μια επιτύμβια επιγραφή των παλαιοχριστιανικών χρόνων, που βρισκόταν εντοιχισμένη στον τοίχο του εξωτερικού περιβόλου του Ναού. Μια τρίτη επιγραφή, την οποία δημοσίευσε ο Salac, ήταν αυτή για την οποία ο Ρ. Perdrizet είχε επισημάνει ότι χρησίμευε ως κατώφλι του ναού. Δυστυχώς και οι τρεις παραπάνω επιγραφές είναι σήμερα χαμένες. Πάντως, ακόμη και σήμερα, στο νότιο περιστύλιο, αριστερά της εισόδου του ναού και δίπλα στο εικονοστάσι, σώζεται μια λατινική επιτύμβια επιγραφή, αφιερωμένη σ’ ένα μικρό, πεντάχρονο θράκα.

Οι μαρτυρίες για την ύπαρξη ρωμαϊκής κώμης στην Ελευθερούπολη, που υπήρχαν μέχρι τότε, αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών αναστήλωσης και ανάπλασης του ναού του Αγίου Νικολάου, που πραγματοποιήθηκαν μετά το 1971, όταν, μετά την καταστροφή του ναού από πυρκαγιά και την απομάκρυνση των εξωτερικών επιχρισμάτων του, αποκαλύφθηκε ένα πλήθος θραυσμάτων αρχιτεκτονικών μελών παλαιοχριστιανικών χρόνων, καθώς και θραύσματα επιγραφών ρωμαϊκών χρόνων, εντοιχισμένα σε διάφορα σημεία του ναού και στην αψίδα του ιερού, όπου και η κτητορική επιγραφή του 1759.

Ωστόσο, οι ανασκαφές που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια της αναστήλωσης του ναού, έφεραν στο φως κι άλλα ευρήματα, τα οποία βεβαίωσαν και προγενέστερες φάσεις της ιστορίας αυτού του ρωμαϊκού οικισμού της Ελευθερούπολης, του οποίου γνωρίζουμε με μεγάλη πιθανότητα δύο ονόματα, αυτό του 2ου αιώνα μ.Χ. (Trillon ή Trinlo) και αυτό του 3ου αιώνα μ.Χ. (κώμη των Ανθεριτηνών). Η αποκάλυψη μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, κάτω από τον μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου, απέδειξε τη συνέχεια τής ζωής του ρωμαϊκού οικισμού στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, η οποία είχε ήδη τεκμηριωθεί με τα εντοιχισμένα στο μεταβυζαντινό ναό αρχιτεκτονικά μέλη, καθώς και τη χαμένη σήμερα επιτύμβια επιγραφή των παλαιοχριστιανικών χρόνων, ενώ η ανεύρεση ενός ελληνιστικού τάφου του 2ου π. Χ. αιώνα με πλούσια κτερίσματα και της διάσπαρτης κεραμικής του 4ου και 5ου π. Χ. αιώνα βεβαίωσε την ύπαρξη του οικισμού στους ελληνιστικούς και κλασικούς χρόνους.

Η θέση του αρχαίου αυτού οικισμού, στον οποίο ανήκουν τα ευρήματα του νεκροταφείου των ρωμαϊκών, ελληνιστικών και κλασσικών χρόνων κάτω από τον Άγιο Νικόλαο, εντοπίσθηκε το 1979 στο λόφο πού υψώνεται ανάμεσα στις βορειοανατολικές παρυφές της πόλης και στο σύγχρονο νεκροταφείο, στην περιοχή «Παλιάμπελα».

Ο οικισμός αυτός, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα από την επιφανειακή, κυρίως, έρευνά του, κατοικήθηκε αδιάκοπα ήδη από την ύστερη νεολιθική εποχή, (4.000 π.Χ. περίπου), μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου.

Ο λόγος της διαχρονικής ανάπτυξης του οικισμού, αρχικά στο λόφο πάνω από τα σημερινά νεκροταφεία και στη συνέχεια, ήδη από την πρώιμη, βυζαντινή περίοδο, στο σημείο όπου είναι κτισμένη η σημερινή Ελευθερούπολη, ήταν η θέση του οικισμού. Πράγματι, από την πόλη μας περνούσε, ήδη από τη πρώιμη αρχαιότητα, η αρχαία (ή Κάτω) Οδός, που ήταν αυτή την οποία είχε ακολουθήσει ο Ξέρξης, κατά την εκστρατεία του στην Ελλάδα. Η Κάτω Οδός εγκαταλείφθηκε γύρω στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα, για να ξαναχρησιμοποιηθεί από τους Ρωμαίους, οι οποίοι πάνω στα παλιά της ίχνη χάραξαν τη (δευτερεύουσα) οδό που συνέδεε τους Φιλίππους με την Αμφίπολη. Μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες, οπότε άλλαξαν οι συγκοινωνιακές συνθήκες της ευρύτερης περιοχής, το Πράβι εξακολουθούσε να είναι ένας σημαντικός, οδικός κόμβος και σ’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητά του όφειλε την ευημερία του.

Πάνω σ’ αυτό τον σημαντικό, οδικό άξονα, που για πολλούς αιώνες χρησίμευσε για τη μετακίνηση ανθρώπων, εμπορευμάτων και ιδεών, ήταν επόμενο ν ανεγερθεί πολύ πρώιμα, ήδη στην παλαιοχριστιανική περίοδο, (6ο αιώνα μ.Χ.), ένας περίλαμπρος ναός, του οποίου τη λαμπρότητα αποδεικνύουν τ’ αρχιτεκτονικά μέλη του, τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα, εντοιχισμένα στον πολύ αργότερα ανεγερθέντα, Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου.

Δεν γνωρίζουμε, βέβαια, πότε ακριβώς εκείνος ο περίλαμπρος ναός είχε καταστραφεί, αλλ’ από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια και μέχρι το έτος 1759 δεν φαίνεται να υπήρξε άλλος ναός πάνω στα θεμέλιά του. Επειδή όμως ήταν επί αιώνες ορατά κάποια ίχνη του παλαιοχριστιανικού ναού, ενώ παράλληλα διατηρούνταν προφανώς κι η ανάμνησή του, όπως ίσως να διατηρούνταν στην προφορική παράδοση και το ότι αυτός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Μηνά, γι’ αυτό μέχρι σήμερα ο ναός γιορτάζει δυο φορές το χρόνο, μια στη γιορτή του Αγίου Μηνά και μία σ’ αυτή του Αγίου Νικολάου. Το γεγονός, άλλωστε, ότι σώζεται προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία, στη διάρκεια των απελευθερωτικών πολέμων των αρχών του 20ού αιώνα, οι κάτοικοι του Πραβίου έβλεπαν τον προστάτη Άγιό τους με το άλογό του πάνω από την πόλη, καθώς και το γεγονός ότι το τελούμενο προς τιμή του Αγίου Μηνά «κουρμπάνι» προδίδει μια λατρεία του Αγίου, προφανώς παλαιότερη αυτής του Αγίου Νικολάου, αποτελούν ισχυρά τεκμήρια, ότι ίσως ο παλαιοχριστιανικός ναός που βρίσκεται κάτω από τον Άγιο Νικόλαο ετιμάτο στη μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος Μηνά, παρόλο που τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια δεν βεβαιώνουν κάτι τέτοιο..

Πάνω στα θεμέλια του παλαιού εκείνου ναού άρχισε, λοιπόν, ν' ανεγείρεται το έτος 1759 ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, γεγονός για το οποίο μας πληροφορεί μια επιγραφή, χαραγμένη στο πάνω μέρος σπασμένου αμφικιονίσκου, τοποθετημένου ανεστραμμένα. Ό αμφικιονίσκος, που στη σημερινή του θέση, στην εξωτερική επιφάνεια της κόγχης του ιερού, τοποθετή­θηκε σε δεύτερη χρήση, ως οικοδομικό υλικό, φέρει πρόχειρα χαραγμένο, εκτός από το έτος που αναφέρθηκε, κι ένα μικρό σταυρό και είναι πολύ πιθανό να προέρχεται από παράθυρο της παλαιοχριστιανικής βασιλικής.

Για την ανέγερση του νέου ναού χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό, πέραν του κυρίου υλικού του, που το αποτελούσαν οι σχιστολιθικές πέτρες και οι σχιστολιθικές πλάκες της στέγης του, καθώς και τα ξύλα των ξύλινων μερών του, πολλά αρχιτεκτονικά μέλη (κίονες, αμφικίονες, κιονόκρανα κλ.π.) της παλαιοχριστιανικής βασιλικής που βρισκόταν κάτω από τα θεμέλιά του, η Αγία Τράπεζα της βασιλικής, που αποτελεί και τη σημερινή Αγία Τράπεζα του Ναού, ορισμένες, ρωμαϊκές επιγραφές και πλάκες, άγνωστης προέλευσης και μια ρωμαϊκή πεσόσχημη βάση, πού χρησιμοποιήθηκε και στην παλαιοχριστιανική εκκλησία, πιθανόν ως φιάλη, γιατί έχει ανάγλυφους σταυ­ρούς στις τρεις πλευρές και σήμερα βρίσκεται τοποθετημένη στην ανατολική άκρη της νότιας πλευράς του περίστωου κλπ.

Θα πρέπει, όμως, προτού αρχίσουμε ν’ αναφερόμαστε στην ιστορία του ναού του Αγίου Νικολάου, από την ανέγερσή του και μετά, να κάνουμε κι ορισμένες σκέψεις για τη θρησκευτική κατάσταση των Χριστιανών Πραβινών, στα χρόνια πριν την ανέγερση του ναού: Ήδη από το έτος 1212, σ' ένα γράμμα του, ο τότε Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ', απευθυνόμενος στον τότε καθολικό (λόγω της λατινικής κατάκτησης) Μητροπολίτη Φιλίππων Γουλιέλμο, ανέφερε ανάμεσα στις περιοχές της δικαιοδοσίας του τελευταίου και την "Pravicaresta" που πιθανώτατα είναι το Πράβι. Από πατριαρχικά έγγραφα, εν συνεχεία, αναφερόμενα στη δικαιοδοσία των Μητροπολιτών της Μητροπόλεως Φιλίππων, γνωρίζουμε ότι από παλαιών χρόνων, («έκπαλαι»), το Πράβι ανήκε, ως ενοριακό, στη μητρόπολη εκείνη. Είναι, επίσης, αναμφίβολο ότι και στη διάρκεια όλης της μακραίωνης δουλείας του, το Πράβι είχε και Χριστιανούς κατοίκους. Αυτό το τελευταίο επιβεβαιώνεται από ένα. Σιγίλιο, που εξέδωσε στη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του ο Νεόφυτος ο Β', ο από Αθηνών, το έτος 1608, με το οποίο ξαναπροσαρτήθηκαν στη Μητρόπολη Φιλίππων, από την οποία είχαν παλιότερα (άγνωστο όμως πότε) αποσπασθεί και προσαρτηθεί στη Μητρόπολη Δράμας, τα χωριά Πράβι και Αικισίανη (σημερινή Νικήσιανη), «προκειμένου ν’ αποκατασταθεί η αρχαία τάξη».

Στα χρόνια πριν την ανέγερση του Αγίου Νικολάου οπωσδήποτε υπήρξε μια σημαντική αναζωογόνηση του χριστιανικού πληθυσμού του Πραβίου, που δεν ήταν, βέβαια, άσχετη με την έναρξη της οικονομικής ανάπτυξής του, η οποία, με τη σειρά της, οφειλόταν στην εξαιρετική θέση του και στη μεγάλη, εμπορική κίνησή του. Πράγματι, περιηγητές που πέρασαν από το Πράβι στις αρχές του 18ου αι., (όπως ο Πώλ Λούκας κ.λ.π.), μας πληροφορούν ότι αυτό είχε πολλά χάνια, είχε εργοστάσιο κατασκευής βλημάτων ("τοπούζια") για πυροβόλα όπλα, (στη σημερινή στοά Νάτσιου), τα οποία μεταφέρονταν από τα λιμάνια της Καβάλας και του Τσάγεζι (Ορφανίου) στο ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, ενώ την ίδια περίοδο, λόγω των πολλών νερών της περιοχής, άκμαζε ήδη η βυρσοδεψία και η κατασκευή των περίφημων γεμενιών, ελαφρών υποδημάτων που τα λέγανε "τουλούμπες" - γιατί τα χρησιμοποιούσαν οι πυροσβέστες ή τουλουμπατζήδες - και τα οποία κατέκλυζαν τις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Φιλιππούπολης, (ανάμνηση αυτής της απασχόλησης αποτελεί ίσως η ονομασία της σημερινής συνοικίας "Τουλούμπα»). Εξ άλλου, περίτρανη απόδειξη της αναζωογόνησης της δράσης του χριστιανικού στοιχείου που διέθετε το Πράβι αποτελεί το γεγονός ότι από εδώ πέρασε κι ο Κοσμάς ο Αιτωλός για να διδάξει, το πέρασμά του, όμως, τοποθετείται οπωσδήποτε μετά το έτος 1760, οπότε ο πατριάρχης Σεραφείμ Β' του έδωσε την άδεια να περιοδεύσει και να διδάξει στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία, πράγμα που σημαίνει ότι η ανέγερση του ναού δεν συνδέεται με την προηγούμενη διέλευση του Αγίου, αφού ο ναός του Αγίου Νικολάου είχε ήδη ανεγερθεί, όταν πέρασε ο Άγιος, αλλά η διέλευση του Αγίου οφειλόταν στην αναζωογόνηση του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής.

Αυτή η οικονομική αναζωογόνηση των χριστιανών κατοίκων του Πραβίου δεν ήταν, όμως, η μόνη αιτία για την ανέγερση του ναού στα 1759. Μια δεύτερη, σημαντική αιτία συνδέεται άμεσα με την αρχαία επισκοπή Ελευθερουπόλεως.

Η βυζαντινή Ελευθερούπολη τοποθετείται από τους ιστορικούς, τους αρχαιολόγους και τους ερευνητές στα ερείπια του βυζαντινού κάστρου της Ανακτορούπολης, (τη Νέα Πέραμο) Πράβι και αργότερα στις σημερινές Ελευθερές. Εκεί, συνεπώς, έδρευε όλους τους αιώνες που υφίστατο (και γνωρίζουμε ότι η επισκοπή Ελευθερουπόλεως, ή Αλεκτρυοπόλεως ή Ανακτοροπόλεως υπήρχε τουλάχιστον από το 879 μ.χ., οπότε στην υπό τον Φώτιο σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως μνημονεύεται ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Θεόδωρος), η υπαγόμενη στην Αποστολική Μητρόπολη των Φιλίππων, επισκοπή Ελευθερουπόλεως, η οποία, στο β' μισό του 15ου αιώνα, (περίοδο Τουρκικής κατάκτησης), ήταν η μόνη ζώσα επισκοπή της Μητροπόλεως Φιλίππων, σ’ αυτήν υπαγόταν ακόμη και η άλλοτε επισκοπή Χριστουπόλεως (Καβάλας) και στο εξής ο τίτλος "επίσκοπος Ελευθερουπόλεως" ήταν ο μοναδικός σε χρήση.

Από τους "επισκοπικούς καταλόγους της Εκκλησίας της Ελλάδος απ' αρχής μέχρι σήμερον" που δημοσίευσε ο Β.Γ. Ατέσης στην Αθήνα το έτος 1975, (σελ. 61), προκύπτει ότι οι τελευταίοι επίσκοποι της επισκοπής Ανακτοροπόλεως ή Ελευθερουπόλεως στην παλαιά της έδρα ήταν ο Δαμιανός, εκλεγείς το 1615 και ο Παρθένιος, εκλεγείς το 1624. Μετά τον τελευταίο μεσολάβησε ένα μεγάλο χρονικό κενό 142 (ή κατ' άλλους 159) χρόνων, μέσα στο οποίο δεν αναφέρεται κανένα όνομα επισκόπου της επισκοπής. Τούτο αποδίδεται από τους μελετητές στο ότι η έδρα της επισκοπής είχε παρακμάσει ή ίσως και να είχε καταστραφεί ολότελα, ο δε τίτλος της επισκοπής είχε παραμείνει ενδεχόμενα σε κάποιον αρχιερέα, υπαγόμενο στη Μητρόπολη Δράμας και Φιλίππων.

Το έτος 1766, όμως, επανιδρύθηκε από τον Πατριάρχη Σαμουήλ Α' τον Χαντζερή, μετά από αίτηση του επισκόπου Φιλίππων και Δράμας Καλλινίκου, η επισκοπή Ελευθερουπόλεως, οπότε εξελέγη επίσκοπος Ελευθερουπόλεως ο Γεράσιμος, που αργότερα διετέλεσε Μητροπολίτης Φιλίππων και Δράμας. Ήδη όμως η επανίδρυση της επισκοπής συνδέθηκε με τη νέα έδρα της, που δεν ήταν πλέον η αρχαία έδρα που είχε επί σειρά αιώνων, είτε στην περιοχή της σημερινής Νέας Περάμου, είτε στην περιοχή των Ελευθερών, αλλά το Πράβι. Υπάρχουν, ως εκ τούτου, δύο πιθανότητες: Είτε ότι το σπουδαίο γεγονός, της μεταφοράς της έδρας της επισκοπής, από τις Ελευθερές στο Πράβι, αποτέλεσε την αιτία της προηγούμενης ανέγερσης του ναού του Αγίου Νικολάου, προκειμένου ο ναός αυτός ν’ αποτελέσει τον επισκοπικό ναό της αρχαίας επισκοπής στη νέα έδρα της, είτε ότι η μεταφορά της έδρας στο Πράβι έγινε ακριβώς επειδή στο τελευταίο, το οποίο ήδη αποτελούσε ένα είδος επαρχιακού, ημιαστικού κέντρου, με μεγάλη εμπορική κίνηση, υπήρχε ιδιαίτερα ευσεβές, χριστιανικό στοιχείο, το οποίο πρόσφατα είχε κτίσει ένα ωραίο ναό, που άξιζε ν’ αποτελέσει τον επισκοπικό ναό της αρχαίας επισκοπής.

Γύρω από το ναό του Αγίου Νικολάου, πάντως, που ευθύς μετά την μεταφορά της έδρας της επισκοπής Ελευθερουπόλεως στο Πράβι έγινε επισκοπικός, (ίσως μάλιστα και η αφιέρωσή του στ' όνομα του "θαλασσινού" Αγίου Νικολάου να οφείλεται ή και να προέρχεται ακριβώς από την παλαιά έδρα της επισκοπής, που βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, όπως ήδη αναφέραμε), υπήρχε και συνέχισε να υπάρχει (ακόμη και μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους, ασχέτως του ότι ήδη πλέον δεν χρησιμοποιούνταν παρά μόνο για έκτακτα περιστατικά, ήτοι ταφές αβάπτιστων νεογνών ή ταφές τιμωμένων προσώπων), το νεκροταφείο των Χριστιανών της πόλης, ενώ τον χώρο περιέβαλλε υψηλός τοίχος ύψους 3,5 μέτρων, (που σωζόταν μέχρι το 1960), με 4 εισόδους, εντός και μέχρι του ύψους του οποίου υπήρχε το παλαιό, λιθόκτιστο καμπαναριό του ναού, που το έτος 1915 επεκτάθηκε καθ’ ύψος γύρω στα 11 μέτρα από Καλλιπολίτες μάστορες, με δωρεά του ντόπιου κατοίκου Α. Χατζηνάσιου, αγωγιάτη το επάγγελμα. Μέσα στον περίβολο επίσης υπήρχαν και οι τάφοι του νεκροταφείου καθώς και 2 πηγάδια, δύο λιθόκτιστα δωμάτια, ένας υπόστεγος, ημιυπαίθριος χώρος και, τέλος, ένα παλαιότατο παρεκκλήσι ταφής, (πίσω από το ιερό), με ωραιότατες τοιχογραφίες και με τα οστά των παλιών Πραβινών.

Εδώ, συγκεκριμένα, ήταν θαμμένοι προύχοντες του τόπου, όπως λ.χ., ο Μητροπολίτης Ιωσήφ, μέλη της οικογένειας Διαμαντή, η Ασπασία Αλ. Παπουτσοπούλου, το γένος Π. Κολοβού, που γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 14-7-1869 και πέθανε στις 15-1-1901 κι ήταν συγγενής του Μάνθου Κολοβού, γραμματέα του Αλή πασά, ο Βασίλειος Παπαχρηστίδης, (που πέθανε στην Αθήνα το 1941) κ.α.

Μόλις κατά το έτος 1930 έπαψε η ταφή των Πραβινών στον χώρο του Αγίου Νικολάου, αφού ήδη από το 1923 είχε ανεγερθεί ο μικρός ναός των Αγίων Θεοδώρων, από τους πρόσφυγες που μετά την Μικρασιατική καταστροφή κατέκλυσαν την πόλη μας, ο οποίος έγινε ο Ιερός Ναός του κοιμητηρίου της.

Στο σημείο αυτό θ’ αναφερθούμε και σ’ ένα άλλο, ιστορικό πρόβλημα, που συνδέεται με το ναό μας. Γνωρίζουμε ότι η ελληνική συνοικία της ανέκαθεν μεικτής, (αποτελούμενης από Τούρκους, Έλληνες και Αθίγγανους), κοινωνίας του Πραβίου εκτεινόταν νότια της σημερινής λεωφόρου Φρίξου Παπαχρηστίδη (ή αλλιώς Εθνικής Οδού Καβάλας - Θεσσαλονίκης) και ταυτίζεται με τον διατηρητέο σήμερα οικισμό της παλιάς πόλης. Μέσα στα όρια όμως της ελληνικής συνοικίας δεν υπάρχει οποιοδήποτε ιστορικό στοιχείο, που να πιστοποιεί την ύπαρξη τυχόν Ιερού Ναού, ικανού να εξυπηρετήσει τις εκκλησιαστικές ανάγκες του χριστιανικού στοιχείου. Η σκέψη όμως ότι το επισκοπείο της επισκοπής Ελευθερουπόλεως, ανεγερθέν αμέσως μετά την μεταφορά της έδρας της τελευταίας στο Πράβι και λίγο μετά την ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου (και κατεδαφισθέν το έτος 1967) βρισκόταν στην καρδιά της ελληνικής συνοικίας και δίπλα στο σημερινό Β' Δημοτικό Σχολείο, δημιούργησε στους ερευνητές την υποψία, ότι ίσως εκεί δίπλα υπήρχε κάποιος ναός, για την ύπαρξη του οποίου όμως δεν έχουμε καμία πληροφορία. Την υποψία αυτή επιτείνει το γεγονός της επιλογής της προ του επισκοπείου εκείνου πλατείας, ως χώρου κατάλληλου για την ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Ελευθερίου το έτος 1929, σε συνδυασμό και με την πληροφορία ότι μέχρι την ανέγερση του τελευταίου, στην ίδια θέση υπήρχε κάποιο "στασίδι", (μικρό, προσκυνηματικό εκκλησάκι), που είχε, επίσης κατά πληροφορίες, ανεγερθεί εκεί στις αρχές του 20ού αιώνα και το οποίο κατεδαφίστηκε το 1929.


Η ΧΗΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΕΛΕΥΘ/ΛΕΩΣ, ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΥΣΧΙΔΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΣΤΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΕΚΕΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ .

Τον Μάρτιο του 1917 οι Βούλγαροι, μη μπορώντας να συγχωρήσουν στον εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Γερμανό Σακελλαρίδη το γεγονός της ενεργού συμμετοχής του, αρχικά στην τελευταία φάση του Μακεδονικού αγώνα και στη συνέχεια στους εναντίον τους αγώνες, μόλις κατέλαβαν εκ νέου την Ανατολική Μακεδονία, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο Πράβι, όπου, αφού τον βασάνισαν και τον εξευτέλισαν επί πολλούς μήνες, τελικά, τη βροχερή νύχτα της 5ης προς 6η Ιουλίου του 1917 τον έσυραν έξω από τη φυλακή του, με ισχυρή συνοδεία στρατιωτών, δήθεν για να τον οδηγήσουν στη Δράμα ή στη Βουλγαρία, στην πραγματικότητα όμως για να τον οδηγήσουν στο μαρτύριο, που έλαβε χώρα με την κατακρεούργησή του δίπλα σ’ ένα πηγάδι, κοντά στο χωριό Δάτο του σημερινού Δήμου Φιλίππων, από τις λόγχες των Βούλγαρων στρατιωτών, οι οποίοι στη συνέχεια τον απαγχόνισαν, ανάβοντας μάλιστα φωτιά κάτω από το μαρτυρικό σώμα του, μέχρις ότου εξέπνευσε.

Από το πρωί, λοιπόν, της 6ης Ιουλίου του 1917 τύποις, από το Μάρτιο όμως του ίδιου έτους στην ουσία, ο μητροπολιτικός θρόνος Ελευθερουπόλεως έμεινε κενός. Το βάρος της ουσιαστικής διοικήσεως της Ιεράς Μητροπόλεως και της πνευματικής καθοδηγήσεως του ποιμνίου της, σ’ εκείνες τις χαλεπές εποχές, ανέλαβε μια άλλη, ηρωική μορφή, ο στενός φίλος και συνεργάτης του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Γερμανού στον Μακεδονικό αγώνα και στην κατά των Βουλγάρων αντίσταση, ο Αρχιερατικός Επίτροπος παπα – Νικόλας Οικονόμος ή Βλάχος, του οποίου το πολύτιμο αρχείο, αποτελούμενο από εκατοντάδες έγγραφα αλλά και φωτογραφίες, με τη δική του επιμέλεια, με τη μετέπειτα φροντίδα του γιου του, αγαπητού Πραβινού ιερέα παπα - Δημήτρη Οικονόμου, κυρίως όμως χάρη στην ευαισθησία των τριών εγγονών του από το γιο του Παπα- Δημήτρη, του Νίκου, του Σπύρου και του Σταύρου Οικονόμου, παραδόθηκε, με τη μεσολάβηση του ομιλούντος, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Παράρτημα Καβάλας, επιτρέποντας, έτσι, να διασωθεί ένα ιδιαίτερα πολύτιμο κομμάτι της εκκλησιαστικής (και όχι μόνο) ιστορίας του τόπου μας και της περιοχής στην οποία εκτεινόταν η Ιερά Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως.

Με μια ενδεικτική, λοιπόν κι όχι, ασφαλώς, αποκλειστική σειρά εγγράφων, στα οποία θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια περιληπτικά και τα οποία προέρχονται από το πολύτιμο αρχείο που προαναφέραμε, θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε εκείνη την περίοδο της εκκλησιαστικής ιστορίας του τόπου μας, προσπαθώντας συνάμα να δείξουμε τον αγώνα και τη συμβολή της τοπικής εκκλησίας στους κόπους και το μόχθο του χειμαζόμενου λαού μας.

Στις 18 Ιανουαρίου του 1918, μόλις είχαν φύγει οι Βούλγαροι κατακτητές, αφήνοντας ρημαγμένη και λεηλατημένη την Ανατολική Μακεδονία και τους κατοίκους της, όσους είχαν επιζήσει, απόρους, ο υποδιοικητής Πραβίου στέλνει στον αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο, ένα έγγραφο, με το οποίο του δηλώνει ότι συνιστά μια τετραμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τον ίδιο τον ιερέα, τον Δήμαρχο Πραβίου και τις δεσποινίδες Γλυκερία Υφαντοπούλου και Μαρία Κυριακού, την οποία επιφορτίζει με το καθήκον να διανείμει δωρεάν, στους πιο άπορους Πραβινούς, 90 υποκάμισα και 25 δεκάδες καλτσών!

Στη συνέχεια έρχεται ένα σημαντικό έγγραφο, που φέρει ημερομηνία 19 Οκτωβρίου 1918, υπογράφεται από τον «αρχιερατικό επίτροπο Οικονόμου Νικόλαο» και περιέχει μια κατάσταση που περιγράφει τα ιερά άμφια, τα κειμήλια και τα βιβλία που άρπαξαν οι Βούλγαροι κατακτητές από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου του Πραβίου, (σήμερα Ελευθερούπολης), στις 24 Ιουνίου του 1917, η συνολική αξία των οποίων, όπως στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται, ανερχόταν σε 19.555 δραχμές εκείνης της εποχής!

Στις 20 Δεκεμβρίου του 1918 ο «Μητροπολίτης Ξάνθης και Καβάλλας Άνθιμος», όπως υπέγραφε, απέστειλε στον «Αιδεσ. παπά Νικόλα» μια επιστολή, με την οποία τον πληροφορούσε ότι του ανατέθηκε, από το Εκκλησιαστικό, Αρχιερατικό Συμβούλιο της Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλας, η εποπτεία της επαρχίας Ελευθερουπόλεως και γι’ αυτό τον καλούσε στην Καβάλα «δια τα περαιτέρω», προφανώς, δηλαδή, για να του αναθέσει καθήκοντα κι αρμοδιότητες.

Στις 26 Δεκεμβρίου του 1918 ο πρόεδρος της κοινότητας Μουσθένης απηύθυνε προς τον αρχιερατικό επίτροπο παπα – Νικόλα μια επιστολή, με την οποία, αφού τον πληροφορούσε ότι κι οι δυο ψάλτες της κοινότητάς του είχαν πεθάνει όμηροι στη Βουλγαρία, του ζητούσε να μεσολαβήσει, ώστε ο κ. Στέργιος Σιμιτσής, άλλοτε δάσκαλος στο χωριό Κάρυανη, να διοριστεί δάσκαλος στη Μουσθένη, γιατί συνάμα αυτός είχε τη δυνατότητα «να μετέρχεται και την ψαλτικήν». Μέσα απ’ αυτό το έγγραφο φαίνεται γυμνή η αλήθεια της πλήρους και ολοσχερούς αποδιοργάνωσης της ελληνικής διοίκησης στην επαρχία της Ιεράς Μητροπόλεως, που έλαβε χώρα στη διάρκεια της τρομερής, βουλγαρικής κατοχής 1915-1917, καθώς και του ολέθρου που έσπειραν οι κατακτητές, αφαιρώντας χιλιάδες ζωές σ’ εκτελέσεις κι ομηρίες κι αφήνοντας ακόμη και τις εκκλησιές έρημες, χωρίς ιερείς και ψάλτες.

Στις 4 Φεβρουαρίου του 1919 ο αρχιερατικός επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλας, στην εποπτεία της οποίας εξακολουθούσε να υπάγεται η επαρχία Ελευθερουπόλεως, απέστειλε στον παπα – Νικόλα μια επιστολή, με την οποία του ζητούσε να πληροφορήσει την εποπτεύουσα Ιερά Μητρόπολη για την τύχη των αρχιερατικών και λοιπών περιουσιακών στοιχείων του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Γερμανού, ποια ήταν τα ονοματεπώνυμα των ιερέων της επαρχίας Ελευθερουπόλεως, οι οποίοι είχαν απαχθεί στη Βουλγαρία κι αν κάποιοι απ’ αυτούς εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη Βουλγαρία, τον πληροφορούσε ότι οι καταστάσεις με τις ζημίες που είχαν υποστεί τα χωριά της επαρχίας Ελευθερουπόλεως από τους κατακτητές δεν είχαν φτάσει ακόμη στα χέρια της εποπτεύουσας Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλας και του ζητούσε να στείλει τα χρήματα από τις εκδοθείσες άδειες γάμου, γιατί η Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Καβάλας «είχε απόλυτον ανάγκην χρημάτων».

Στις 9 Φεβρουαρίου του 1919 ο υποδιοικητής Πραβίου στέλνει στον Δήμαρχο Πραβίου, στον αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο και στις δεσποινίδες Μαρίκα Κυριάκου και Ελένη Αθανασίου Νικολάου ένα έγγραφό του, με το οποίο τους ενημερώνει ότι συνιστά μια νέα, τετραμελή επιτροπή διανομής ιματισμού, την οποία επιφορτίζει με το καθήκον, να συντάξει ονομαστικό κατάλογο των εντελώς απόρων της περιφερείας Πραβίου, των εχόντων ανάγκη ιματισμού, επισημαίνοντάς τους ότι έπρεπε να προτιμηθούν οι χήρες και τα ορφανά των φονευθέντων, στην Ελλάδα ή στη Βουλγαρία, των αποθανόντων από κακουχίες και στερήσεις, καθώς και οι οικογένειες των ομήρων και των προσφύγων.

Στις 26 Φεβρουαρίου του 1919 ο Δήμαρχος Πραβίου, κ. Κωνσταντίνος Εμμανουηλίδης, αποστέλλει προς τον αρχιερατικό επίτροπο, «Αιδεσ. Ιερέα Νικόλαον», δύο έγγραφα: Με το πρώτο απ’ αυτά του κοινοποιεί την εγκύκλιο του Υπουργείου των Στρατιωτικών, «περί προσκλήσεως προς κατάταξη των στρατευσίμων της απογραφής του 1919 και τον παρακαλεί να φροντίσει, ώστε αυτή ν’ αναγνωστεί στους Ιερούς Ναούς της επαρχίας της Ιεράς Μητροπόλεως, ενώ με το δεύτερο του κοινοποιεί έγγραφο του Υποδιοικητή Πραβίου, «περί περιθάλψεως των θυμάτων του πολέμου», αξιωματικών ή οπλιτών, που είχαν περιέλθει σε κατάσταση απορίας.

Την επομένη, 27η Φεβρουαρίου του 1919, η Εκκλησιαστική Επιτροπή, οι κοινοτικές αρχές κι όλοι οι κάτοικοι του χωριού Κορμίστα (που σήμερα ανήκει στο Νομό Σερρών), απευθύνουν προς τον αρχιερατικό επίτροπο, παπά – Νικόλα Οικονόμο, επιστολή, με την οποία τον παρακαλούν να διορίσει τον πατέρα Στέργιο Παπαθανασίου ως ιερέα του χωριού, με τον οποίο η κοινότητα Κορμίστης είχε προβεί σε σχετική συμφωνία. Στην επιστολή αυτή βλέπουμε την Κορμίστα, (Χορομίτσα των υστεροβυζαντινών εγγράφων του Αγίου Όρους), να υπάγεται, ακόμη τότε, στην εκκλησιαστική και ποιμαντική δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως.

Στις 20 Μαρτίου του 1919 ο αρχιερατικός επίτροπος, παπα – Νικόλας Οικονόμος, απαντώντας σε σχετικό αίτημα του Γενικού Διοικητή Ανατολικής Μακεδονίας, αποστέλλει προς αυτόν μια πολύ ενδιαφέρουσα, όσο και τραγική επιστολή: Πρόκειται για την ονομαστική κατάσταση των ιερέων της επαρχίας Ελευθερουπόλεως, που είχαν αποσταλεί όμηροι στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας της Βουλγαρίας επί δεκαπεντάμηνο και άλλοι μεν εξ αυτών επέστρεψαν, άλλοι όμως άφησαν τη τελευταία τους πνοή στα τρομερά εκείνα στρατόπεδα ή στο δρόμο της επιστροφής. Τα ονόματα των ιερέων εκείνων και ο τόπος όπου αυτοί λειτουργούσαν, αντί για μνημόσυνο, θα δημοσιευτούν στα Πρακτικά του παρόντος συνεδρίου.

Μετά το παραπάνω τραγικό έγγραφο παραθέτουμε ένα ακόμη, τραγικότερο, το οποίο συνέταξε ο παπα – Νικόλας Οικονόμος ως «Αρχιερατικός επίτροπος του αγίου Ελευθερουπόλεως». Το έγγραφο αυτό δεν φέρει χρονολογία, πλην όμως από το περιεχόμενό του προκύπτει ότι συντάχθηκε αμέσως μόλις ο συντάκτης του επέστρεψε από την ομηρία στα βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το έγγραφο απευθύνεται «προς την Αυτού Σεβασμιότητα τον Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος» και αποφεύγοντας, λόγω της τραγικότητάς του, να το σχολιάσουμε, παραθέτουμε αυτούσιο το πιο σημαντικό κομμάτι του: «……. Άμα τη κατά το χιλιοστόν εννεακοσιοστόν δέκατον έκτον έτος αφίξει των προαιωνίων εχθρών του έθνους και της εκκλησίας ημών, των απαισίων Βουλγάρων, οίτινες με εξοντωτικόν πρόγραμμα ήλθον, (στρεφόμενοι;) μεταξύ των άλλων κυρίως (κατά;) επιστημόνων, εκ των οποίων άλλοι μεν εξορίσθησαν, άλλοι εφυλακίσθησαν και άλλοι εδολοφονήθησαν, δεν ηδυνήθη να υπεκφύγει και ο ημέτερος Μητροπολίτης Άγιος Ελευθερουπόλεως, παρά (των) τα μένεα πνεόντων κατ’ αυτού από το δεκατρία (εννοεί τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο του 1913), δεν ήργησαν να προσάψωσιν κατ’ αυτού κατηγορίαν ως κατασκόπου και την 6ην Φεβρουαρίου το 917 συλληφθείς ερρίφθη εις τα φυλακάς όπου εκρατήθη μέχρι της απαγωγής του εις εξορίαν γεννησομένης τη 23 Ιουνίου του ιδίου έτους και την 28 του ιδίου μηνός και έτους απήχθη νύκτωρ εκ Πραβίου, κατ’ αφήγησιν των ενταύθα εναπομεινάντων…» (και περιγράφεται ακολούθως το γνωστό μαρτύριο του εθνομάρτυρα).

Από τις 23 Μαρτίου του 1919 έρχεται ένα έγγραφο του Δημάρχου Πραβίου, Κωνσταντίνου Εμμανουηλίδη προς τον αρχιερατικό επίτροπο, με το οποίο παρακαλείται ο τελευταίος να μεριμνήσει για την τελετή της επίσημης δοξολογίας της εορτής της 25ης Μαρτίου, η οποία εορτή δεν είχε τελεστεί ποτέ στα προηγούμενα χρόνια, λόγω των εχθρικών κατακτήσεων.

Στις 20 Απριλίου του 1919 ο Υποδιοικητής Πραβίου ζητά από τον αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο, να τον ενημερώσει για τα επιδόματα που θα εισέπρατταν οι παλλινοστήσαντες από την τρομερή, δεκαπεντάμηνη εξορία ιερείς της Ιεράς Μητροπόλεως.

Από τις 6 Μαίου του 1919 έχουμε τρία (3) έγγραφα της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλλας, τα οποία υπογράφει ο Μητροπολίτης Άνθιμος, με τα οποία η ως άνω Ιερά Μητρόπολη ζητά από τον αρχιερατικό Επίτροπο της χηρεύουσας ακόμη Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως:

Με το υπ’ αρ. πρωτ. 187 έγγραφο, να συγκεντρώσει από τους εφημερίους και τις εκκλησιαστικές επιτροπές των ιερών ναών της επαρχίας Ελευθερουπόλεως λεπτομερείς δηλώσεις «περί των ζημιών των προελθουσών εκ του πολέμου εις τας περιουσίας των ιερών ναών, (τόσον του Πραβίου, όσον και των λοιπών κοινοτήτων), τις οποίες να υποβάλει στην Υποδιοίκηση Πραβίου.

Με το υπ’ αρ. πρωτ. 188 έγγραφο, να ειδοποιήσει τις εκκλησιαστικές επιτροπές των ιερών ναών της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, ν’ αποστείλουν στην εποπτεύουσα Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Καβάλας πληροφορίες σχετικές με τον αριθμό των ενοριακών ναών και εξωκκλησίων, καθώς και των ιδιωτικών εκκλησιδίων που υπήρχαν σε κάθε χωριό, στη μνήμη τίνος αγίου τιμάται κάθε ναός, τα πλήρη στοιχεία όλων των εφημερίων των ναών αυτών, τις γραμματικές τους γνώσεις κλπ.

Με το υπ’ αρ. πρωτ. 189 έγγραφο, να ειδοποιήσει τις εκκλησιαστικές επιτροπές των ιερών ναών της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, σε συνεργασία με λογίους που υπήρχαν σε κάθε χωριό, (αρχαιολόγους, δασκάλους κλπ.), ν’ αποστείλουν στην εποπτεύουσα Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Καβάλας πληροφορίες σχετικές με τ’ αντικείμενα και ιερά σκεύη των ναών, εξωκκλησίων, νεκροταφείων κλπ. που είχαν αρχαιολογική αξία, καθώς και με τις παλαιές εικόνες αυτών.

Στις 24 Μαίου του 1919 ο Μητροπολίτης Ξάνθης και Καβάλλας, κ. Άνθιμος αποστέλλει στον αρχιερατικό επίτροπο της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως επιστολή, με την οποία του ζητά πληροφορίες για το σεπτό σκήνωμα του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως κ. Γερμανού, το οποίο είχε βρεθεί πρόσφατα, για τον τόπο όπου αυτό βρέθηκε και για την πάνδημη κηδεία του, της οποίας προέστη ο Μητροπολίτης Θεουπόλεως, ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Σ’ ένα έγγραφο της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως με ημερομηνία 14 Οκτωβρίου 1919 η εκκλησιαστική επιτροπή του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Ελευθερουπόλεως, συνελθούσα σε συνεδρίαση μετά του αρχιερατικού επιτρόπου, αποφασίζει να καταθέσει στο υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος στην Καβάλα 8.000 δραχμές, για να υπάρχουν για τις ανάγκες του ναού. Το ενδιαφέρον του εγγράφου αυτού συνίσταται στο ότι το τη γνησιότητα των υπογραφών των μελών της επιτροπής, (Νικολάου Νικολάου, μετέπειτα Δημάρχου Πραβίου και Ιωσήφ Στεφάνου), καθώς και του αρχιερατικού επιτρόπου, επικυρώνει με την σφραγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Καβάλλας και με την υπογραφή του ο Μητροπολίτης της, κ. Άνθιμος.

Την 21η Οκτωβρίου του 1919 ο ίδιος πιο πάνω Μητροπολίτης Ξάνθης και Καβάλλας ζητά από τον παπα – Νικόλα να φροντίσει, ώστε η τοπική εκκλησία (εννοεί, προφανώς, την Ιερά Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως), να συνδράμει  με κάποιο χρηματικό ποσό στην αγορά θρανίων από την επιθεώρηση των σχολείων, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η έναρξη της λειτουργίας των σχολείων της περιφέρειας Ελευθερουπόλεως.

Ακολουθεί ένα σημαντικό έγγραφο, με αριθμό πρωτοκόλλου 2272 της 7ης Νοεμβρίου 1919 της Υποδιοικήσεως Πραβίου, με το οποίο η εν λόγω Υποδιοίκηση ζητά από τον αρχιερατικό επίτροπο, παπα – Νικόλα Οικονόμο, να ζητήσει από τους καταγόμενους από τη Δυτική Θράκη ιερείς της Ιεράς Μητροπόλεως, να παλινοστήσουν στους τόπους καταγωγής τους, γιατί οι εκεί παλινοστήσαντες Έλληνες παραπονούνταν για την έλλειψη ιερέων. Οι συντάκτες του παρόντος έχουν τη γνώμη ότι εν προκειμένω η Υποδιοίκηση αναφερόταν, οπωσδήποτε και στους ιερείς εκείνους που είχαν έλθει στην Ελλάδα από την Ανατολική Θράκη (ή, ενδεχομένως μόνο σ’ εκείνους), οι οποίοι όφειλαν να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους, δεδομένου ότι μετά τη Συνθήκη των Σεβρών και την υπαγωγή ολόκληρης της Θράκης υπό ελληνική διοίκηση, πολλοί Έλληνες είχαν επιστρέψει στους τόπους όπου διαβίωναν πριν την αναγκαστική μετανάστευσή τους στην Ελλάδα κι είχαν ανάγκη ιερέων.

  Σ’ ένα έγγραφό της από την 29η Δεκεμβρίου του 1919 η εκκλησιαστική επιτροπή του ενοριακού ναού της Μουσθένης στέλνει στον αρχιερατικό επίτροπο το πρακτικό με το προϊόν του εράνου υπέρ των ορφανών των πολέμων, τον οποίο είχε διενεργήσει, κατόπιν εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εδώ μνημονεύεται κι η πληροφορία, ότι η επαρχία Πραβίου υπαγόταν τότε διοικητικά στο Νομό Δράμας.

Μ’ έγγραφο που αποστέλλει ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Προύσης, κ. Δωρόθεος, στις 30 Απριλίου του 1920, πληροφορεί τους ιερείς και τους πιστούς Χριστιανούς της Ιεράς Μητροπόλεως ότι η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου όρισε ως τοποτηρητή της χηρεύουσας, από του μαρτυρικού θανάτου του Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως κ. Γερμανού, Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, «τον Πανιερώτατον Μητροπολίτην Νευροκοπίου κ. Δαμασκηνόν», τον οποίο τους προτρέπει να δεχθούν ασμένως, να τον τιμούν και να τον αγαπούν και να μνημονεύουν το όνομά του κατά τις ιερές τελετές.

Τον Απρίλιο του 1921 βρίσκεται σ’ εξέλιξη η μικρασιατική εκστρατεία του ελληνικού στρατού και πολλοί επίστρατοι από την επαρχία της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως βρίσκονται ήδη στο μέτωπο. Γι’ αυτό στις 26 Απριλίου του 1921 ο παπα – Νικόλας στέλνει στον τοποτηρητή Μητροπολίτη Νευροκοπίου κ. Δαμασκηνό μια επιστολή, με την οποία, αφού του αναφέρει ότι ο ίδιος είναι πρόεδρος της επιτροπής εράνου υπέρ των απόρων οικογενειών των επιστράτων, του ζητά όπως επιτραπεί στην επιτροπή να ψηφίσει ένα μηνιαίο βοήθημα υπέρ των οικογενειών των επιστράτων, από το εκκλησιαστικό ταμείο. Πάνω στο ίδιο έγγραφο ο τοποτηρητής Μητροπολίτης αναγράφει την εγκριτική του απόφαση και αφού την σφραγίζει με την σφραγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, την υπογράφει ως «τοποτηρητής Ελευθερουπόλεως Δαμασκηνός»

Στις 9 Αυγούστου του έτους 1921 ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτης Καισαρείας Νικόλαος, αποστέλλει έγγραφο στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Καβάλας, κ. Άνθιμο, με το οποίο τον ενημερώνει ότι λόγοι πολιτικοί και εθνικοί, των παρουσών μάλιστα περιστάσεων, επιβάλλουν όπως η πνευματική διακυβέρνηση της χηρευούσης Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως διεξάγεται υπό τον ίδιο, ως πλησιέστερο αρχιερέα και τον πληροφορεί ότι παύει η προσωρινή Τοποτηρητεία του Μητροπολίτη Νευροκοπίου.

Η Τοποτηρητεία της χηρεύουσας Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως από τον Μητροπολίτη Νευροκοπίου, κ. Δαμασκηνό, διήρκεσε από τις αρχές Μαΐου του 1920 μέχρι τον Οκτώβριο του 1921, αυτό δε το τελευταίο χρονικό σημείο προκύπτει, μεταξύ άλλων εγγράφων κι από το φέρον αριθμό πρωτοκόλλου 417 και εκδοθέν την 5η Φεβρουαρίου του 1922 έγγραφο του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου προς τον Μητροπολίτη Νευροκοπίου κ. Δαμασκηνό, στο οποίο αναφέρεται ότι «γνωρίζομεν τη Υμετ. Πανιερότητι, ότι από του μηνός Οκτωβρίου παρελθόντος έτους διωρίσθη Τοποτηρητής Ελευθερουπόλεως ο Πανιερ. Ξάνθης…».

Η Τοποτηρητεία του Μητροπολίτου Ξάνθης και Καβάλλας κ. Ανθίμου λήγει, με τη σειρά της, την Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 1922, οπότε εκλέγεται Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως ο τιτουλάριος επίσκοπος Λεύκης, κ. Κωνσταντίνος Μεγκρέλης, στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου.

Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε, έστω και ακροθιγώς, στα προσωπικά ημερολόγια του παπα Νικόλα, που με λεπτομέρειες περιγράφουν γεννήσεις, γάμους και θανάτους των κατοίκων της επαρχίας Παγγαίου και δείχνουν, (και μόνο λ.χ. μέσα από την αναλογία 10 περίπου θανάτων για κάθε γέννηση), την τραγικότητα και την σκληρότητα της τρομερής εκείνης, εχθρικής κατοχής.

Επιλέξαμε μόνο λίγα, χαρακτηριστικά έγγραφα της εκκλησιαστικής ιστορίας του τόπου μας, που αφορούν την χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται η παρούσα ανακοίνωση, από το πλούσιο αρχείο της οικογένειας Οικονόμου, τα οποία, μαζί και με κάποια ακόμη που παραλείψαμε, θ’ αναλύονται στο κείμενο που θα δημοσιευτεί στα πρακτικά του συνεδρίου, όπου θ’ αναφέρονται και οι αριθμοί καταχώρησής τους στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Πιστεύουμε ότι μέσα απ’ αυτά καταφάνηκε η πολυσχιδής, κοινωνικά σωτήρια κι εθνικά απαραίτητη προσφορά της ακέφαλης τότε Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως στην ιδιαίτερα δύσκολη εκείνη περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Βλέπουμε την Ιερά Μητρόπολη και όλη την τοπική εκκλησία, όσο μεν διαρκεί η βουλγαρική κατάκτηση, να δίνει το αίμα του Μητροπολίτη της και των ιερέων της για την πατρίδα και να υφίσταται τα πάνδεινα, γιατί στέκεται σαν ένα επικίνδυνο εμπόδιο στην προσπάθεια αφελληνισμού της Ανατολικής Μακεδονίας, την βλέπουμε όμως και μετά την απελευθέρωση, ν’ αγωνίζεται με κάθε τρόπο και μέσο για την ανακούφιση των πασχόντων, την περίθαλψη των ορφανών και των χηρών και για την αναδιοργάνωση των κοινωνικών και διοικητικών δομών της επαρχίας της. Θεωρώντας, λοιπόν, ότι αυτός ο ρόλος της τοπικής εκκλησίας έπρεπε να γίνει γνωστός, επιλέξαμε το θέμα της παρούσας ανακοίνωσης.

 

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΟΒΗΛΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΜΕΤΟΧΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΙΒΗΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.

Ανάμεσα στα σημερινά χωριά Ποδοχώρι και Κοκκινοχώρι, στον χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού φαίνεται ένα τοπωνύμιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μοναστήρι». Μια επιτόπια αναζήτηση αποκάλυψε εύκολα στον γράφοντα την ύπαρξη των ερειπίων ενός μοναστηριακού συγκροτήματος, από το οποίο σήμερα, όπως καταδεικνύουν οι δημοσιευόμενες στα πλαίσια του παρόντος πονήματος φωτογραφίες, σώζονται, ένα τμήμα της θεμελίωσης του πύργου, ένα μεγάλο μέρος του περιβόλου του, που έχει μεγάλο πάχος και είναι κατασκευασμένος από ξερολιθιά και μια μισοβυθισμένη κρήνη, υστεροβυζαντινής τεχνοτροπίας και κατασκευής, μαζί με μια τεράστια διασπορά οστράκων, (μικρών κομματιών από εφυαλωμένα και αβαφή, πήλινα αγγεία), των τελευταίων αιώνων της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η ύπαρξη αυτού του άγνωστου μοναστηριού, (του οποίου την ιδιότητα ως μοναστηριού γνωρίζουν μεν οι γηγενείς κάτοικοι του Ποδοχωρίου, χωρίς όμως να γνωρίζουν οποιοδήποτε άλλο στοιχείο σχετικά μ’ αυτό), παρακίνησε τον υπογράφοντα να ερευνήσει, με τις ελάχιστες, ερασιτεχνικές του γνώσεις, την ιστορία αυτής της άγνωστης σελίδας της (εκκλησιαστικής αλλά και πολιτικής) ιστορίας του τόπου μας και τον καρπό αυτής της έρευνας να τον θέσει υπόψη σας, με το σύντομο αυτό πόνημα.
Η Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, στην οποία στο εξής θ’ αναφερθούμε, βρισκόταν πολύ κοντά σ’ ένα μικρό, βυζαντινό οικισμό, ο οποίος είχε το όνομα «Οβηλός» και ο οποίος ταυτίζεται με τα βυζαντινά ερείπια που εντοπίζονται στο σημείο ακριβώς όπου βρισκόταν ο μεταγενέστερος μουσουλμανικός οικισμός «Σαρλή», (περίπου πεντακόσια μέτρα βόρεια από το σημερινό Κοκκινοχώρι), στους πρόποδες του Παγγαίου όρους.
Η πρώτη αναφορά («περιορισμός») του βυζαντινού Οβηλού αναφέρεται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, στο ανορθόγραφο έγγραφο με αριθμό 30 της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους: «Χωρίον Οβίλος κατά τον γενόμενον περιορισμών. Καθός απάρχεται από του ρύακος της Κνειζάς, κατέρχεται προς δυσμάς αίος του εσφραγισμένου δρυός, και κάμπτει προς μεσημβρίαν, και απέρχεται εις τον δρόμον τον Κουνδούρων, και παρατρέχει δια του αυτού δρόμου προς ανατολάς αίος του εισταμένου λίθου του γράφοντος «όρος των Βουλγάρων», και εκνεύει αριστερά, κατέρχετε προς μεσημβρίαν, εισέρχεται εις το ρυάκιον την Κνειζάν και παρατρέχει αυτό ομύως προς μεσημβρίαν, και αποδίδει ένθα και ήρξατο».
Ο βυζαντινός αξιωματούχος, με τον τίτλο «Σπαθαροκανδιδάτος» και με το οικονομικής (φορολογικής) φύσεως αξίωμα του «Χαρτουλαρίου του Γενικού Λογοθεσίου», (το οποίο του παρείχε την εξουσία επί όλων των οικονομικών θεμάτων που αφορούσαν μια μεγάλη, επαρχιακή περιοχή, δυτικά της Κωνσταντινουπόλεως και εφ’ όλων των υποκειμένων σε φόρο πολιτών της ίδιας περιοχής), ο οποίος συνέταξε και υπέγραψε τον ανωτέρω «περιορισμό», προκειμένου να καταγράψει τις φορολογικές υποχρεώσεις των κατόχων κτημάτων στην αναφερθείσα, ευρεία, γεωγραφική περιοχή, ήταν ο Γρηγόριος Χαλκούτζης και ο χρόνος συγγραφής του κειμένου εντοπίζεται μεταξύ των ετών 1042-1044 ή ελάχιστα αργότερα. (Όλα τα προαναφερθέντα δημοσιεύθηκαν στις «Actes dIviron, Ι, des origines au milieu du XIe siecle», Παρίσι 1985, σελ. 262-269), από τους ιστορικούς ερευνητές των αρχείων του Αγίου Όρους, Jaques Lefort, Nicolas Oikonomides και Denise Papachryssanthou).
Ας σταθούμε όμως λίγο στο ανωτέρω κείμενο, για να επισημάνουμε δύο σημαντικά σημεία αυτού: Το πρώτο είναι το αρχικό τοπογραφικό σημείο, από το οποίο αρχίζει η περιγραφή του χωρίου του Οβηλού, (όπου ως χωρίο ή περιορισμός νοείται όχι μόνο η έκταση που κατελάμβανε αυτός καθαυτός ο οικισμός του Οβηλού, αλλά και όλη η γύρω περιοχή των κτημάτων που υπάγονταν σ’ αυτό, που όλα μαζί αποτελούσαν ένα οικονομικό σύνολο, υπαγόμενο στην κυριότητα του κράτους και στην οικονομική διαχείριση του βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος είχε την δυνατότητα να εκχωρήσει τα επ’ αυτού δικαιώματα σε τρίτους): Πρόκειται για το ρέμα της «Κνείζας» (ή «Κνειζάς»). Στη σλαβική γλώσσα, πράγματι, η λέξη υποδηλώνει το χτένι, την χτένα. Μέχρι σήμερα, λοιπόν, πεντακόσια περίπου μέτρα δυτικά από τις τελευταίες οικίες του σημερινού Ποδοχωρίου, υπάρχει ένα μεγάλο ρέμα που κατέρχεται από το Παγγαίο και το οποίο οι ντόπιοι ονομάζουν «Χτένι»! Αυτό, είναι, συνεπώς, το ρέμα στο οποίο αναφέρεται το υπό εξέταση κείμενο. Σ’ αυτό το ρέμα βρισκόταν το ανατολικό όριο των εδαφών του Οβηλού. Το δεύτερο στοιχείο είναι η όρθια πέτρα («ειστάμενος λίθος») που έγραφε ότι ήταν «όρος των Βουλγάρων», η οποία, όπως πιστεύουν οι Γάλλοι ερμηνευτές που δημοσίευσαν για πρώτη φορά, το έτος 1985, το κείμενο που μας αφορά, βρισκόταν σε απόσταση τριών χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του σημερινού Ποδοχωρίου, πάνω στην αρχαία οδό η οποία ένωνε τον Οβηλό με τη βυζαντινή Χρυσούπολη, (την βυζαντινή, δηλαδή, πολιτεία που βρισκόταν δίπλα στην αριστερή κοίτη του Στρυμόνα, ακριβώς στις εκβολές του, εκεί όπου σήμερα ακόμη, δίπλα στην υφιστάμενη λιμνοθάλασσα, φαίνονται τα τείχη της). Όμοια ορόσημα είχε στήσει, άλλωστε, ο βασιλιάς των Βουλγάρων Συμεών στην περιοχή της Θεσσαλονίκης.
Προτού όμως συνεχίσουμε την αναφορά μας στον Οβηλό και την επεκτείνουμε και στην Ιερά Μονή της Γενέσεως της Θεοτόκου, θα πρέπει να λύσουμε τις απορίες των αναγνωστών, σχετικά με την παρουσία Βουλγάρων, σλαβικών τοπωνυμίων, (όπως λ.χ. το ρέμα της «Κνείζας», στο οποίο μόλις προηγούμενα αναφερθήκαμε), αλλά και σλαβικών κυρίων ονομάτων, στην περιοχή της έρευνάς μας. Θα κάνουμε, προς τον σκοπό αυτόν, μια σύντομη, ιστορική αναδρομή, για να δούμε την ιστορία της περιοχής του Στρυμόνα, στα χρόνια που μας ενδιαφέρουν, αλλά και στα προηγούμενα απ’ αυτά.
 Από την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, στην περιοχή της Μακεδονίας εγκαταστάθηκαν Σλάβοι και σχημάτισαν «Σκλαβηνίας», δηλαδή περιοχές κατοικούμενες αποκλειστικά από Σλάβους, διοικούμενες από δικούς τους άρχοντες και στηριζόμενες σε δικούς τους θεσμούς. Ο λόγος που ευθύς εξ αρχής η βυζαντινή Διοίκηση ανέχθηκε το αυτοδιοίκητο των Σλάβων των Σκλαβηνιών ήταν γιατί επιθυμούσε την προοδευτική και ομαλή ένταξη του αλλόγλωσσου, αλλόθρησκου και πολιτιστικά κατώτερου, ξένου λαού στην υπάρχουσα πολιτική τάξη
Τέτοιες Σκλαβηνίες υπήρχαν, φυσικά και στην περιοχή του Στρυμόνα κι οι Σλάβοι κάτοικοί τους έμειναν γνωστοί στους ιστορικούς με το όνομα «Στρυμονίται Σλάβοι». Αυτοί οι Σλάβοι, ήδη από της εγκαταστάσεώς τους διενεργούσαν συχνά επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη, φθάνοντας, μάλιστα, να πολιορκήσουν επανειλημμένα και την ίδια τη Θεσσαλονίκη, ενώ ειδικά οι Στρυμονίτες Σλάβοι, με τα μονόξυλά τους λήστευαν τους ταξιδιώτες που περνούσαν από τον Στρυμόνα, όπως μας δείχνει η περιπέτεια του «Γρηγορίου του Δεκαπολίτου», που έλαβε χώρα στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα και περιγράφηκε στον βίο του, τον οποίο δημοσίευσε το έτος 1926 ο F. Dvornik, «La Vie de saint Grégoire de Décapolite et les Slaves macédoniens au IXe siècle, Paris 1926». Αυτή η συνεχής παρενόχληση των βυζαντινών εδαφών από τους Σλάβους των Σκλαβηνιών ανάγκασε τους βυζαντινούς αυτοκράτορες επανειλημμένα να εκστρατεύσουν εναντίον τους, με πρώτο τον Κωνσταντίνο Δ’ και δεύτερο τον Ιουστινιανό Β’, (685-695 και 705-711), οι οποίοι, κατά τα έτη 680 και  688/689, αντίστοιχα, εξαπέλυσαν μεγάλες εκστρατείες κατά των Σκλαβηνιών της Μακεδονίας και των Βουλγάρων της βορειοανατολικής περιοχής της αυτοκρατορίας, διέσχισαν τις περιοχές τους, ο δεύτερος δ’ εξ αυτών εισήλθε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη. Μετά την μεγάλη εκστρατεία του Ιουστινιανού Β’ οι Σλάβοι αναγνώρισαν την επικυριαρχία του βυζαντινού κράτους κι ένα μεγάλο μέρος τους μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα στη Μικρά Ασία, όπου εγκαταστάθηκε «γεωργικώς», στο εκεί Θέμα «Οψικίου», ενώ ένα άλλο μέρος τους ο ίδιος αυτοκράτορας το εγκατέστησε στα όρη και τις κλεισούρες του Στρυμόνα, για να φρουρούν τις διαβάσεις προς την κοιλάδα του ποταμού, απέναντι στους εισβολείς από τον Βορρά, Βουλγάρους και ανυπότακτους Σλάβους. Αυτοί ακριβώς οι Στρυμονίτες Σλάβοι, υπαγόμενοι πλέον υπό βυζαντινούς αξιωματικούς, υπήχθησαν στην «Κλεισούρα του Στρυμόνα», ήτοι μια μικρή, στρατιωτική διοίκηση, που δημιουργήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό και περιλάμβανε την ορεινή περιοχή μεταξύ του σημερινού Ρούπελ και του Μελενίκου, (σήμερα Μέλνικ, κοντά στην πόλη Σαντάνσκι), ο διοικητής της οποίας, ο κλεισουράρχης, εξαρτιόταν διοικητικά από το Διοικητή του Θέματος (ήτοι της Διοικητικής και στρατιωτικής περιφέρειας της) Θράκης, (μια και τότε ακόμη δεν υπήρχε αυτοτελές Θέμα Στρυμόνος).
Στο διάβα των επόμενων αιώνων, τα προβλήματα που προκαλούσαν οι αυτοδιοικούμενοι αυτοί Σλάβοι των Σκλαβηνιών εξακολούθησαν να υπάρχουν, σιγά σιγά όμως αυτοί, είτε τέθηκαν υπό την υπηρεσία του Κράτους ως «φοιδεράτοι», όπως οι Σμολεάνοι Σλάβοι, είτε νικήθηκαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, διαλύθηκε η αυτοδιοίκησή τους κι έγιναν φόρου υποτελείς, όπως οι Δρογουβίτες και οι Σαγουδάτοι, (που ζούσαν στην περιοχή της σημερινής Βέροιας) κι έτσι, από το έτος 836 ή 837 χάνονται πια τα ίχνη των «Σκλαβηνιών» και δεν αναφέρονται σε κανένα ιστορικό κείμενο, στις αρχές δε του 10ου αιώνα ο Ιωάννης Καμενιάτης, περιγράφοντας την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς, το έτος 904, μας πληροφορεί ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας ζουν ειρηνικά με τον Ελληνικό πληθυσμό, έχοντας βαπτισθεί Χριστιανοί κι ότι υπάρχουν Σλάβοι, έμπειροι τοξότες, που ζουν πλησίον της Θεσσαλονίκης και βρίσκονται στην υπηρεσία του στρατηγού του Θέματος του Στρυμόνος, (πρόκειται, προφανώς, για τους Στρυμονίτες Σλάβους).
Η διαδικασία εξελληνισμού των Σλάβων της Μακεδονίας υπήρξε αργή, αλλά είναι ιστορικά βεβαιωμένη. Μετά την διάλυση κι εξαφάνιση των Σκλαβηνιών, οι Σλάβοι της Μακεδονίας υποτάχθηκαν, βίαια ή ειρηνικά, στο Βυζαντινό Κράτος, όντας δε ολιγάριθμοι, ζώντας ανάμεσα σε πολυπληθέστερους Ελληνικούς πληθυσμούς, υπηρετώντας στον βυζαντινό στρατό κι ευρισκόμενοι υπό την ισχυρή επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, λησμόνησαν με τον καιρό τη γλώσσα και την εθνική τους ταυτότητα κι εξελληνίστηκαν, ήδη από την εποχή του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού, (886-912), κατά τρόπον ώστε τα μεταγενέστερα Οδοιπορικά των Σταυροφόρων και των Καταλανών, κατά την περιγραφή των διελεύσεών τους από τη Μακεδονία και τη Θράκη, να μην αναφέρουν κανένα ενεργό, σλαβικό οικισμό, ενώ ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα τα έγγραφα των Μονών του Αγίου Όρους, στα οποία περιγράφονταν οι οικισμοί, τα χωριά και τα μεγάλα κτήματα αυτών των τελευταίων στη Μακεδονία, περιλάμβαναν λίγα, σχετικά, σλαβικά ονόματα και ακόμη λιγότερα τοπωνύμια κι αυτά μόνο σε περιοχές πολύ κοντά στον Στρυμόνα ποταμό, χωρίς, μάλιστα, να αποδεικνύει καν ότι οι φέροντες τέτοια ονόματα κάτοικοι ή πάροικοι εξακολουθούσαν να διατηρούν σλαβική εθνική συνείδηση, τη στιγμή που οι περισσότεροι μάλλον προέρχονταν από μικτούς (με τους Έλληνες) γάμους!
Ας πούμε όμως και λίγα λόγια για τη διοικητική και στρατιωτική κατάσταση της περιοχής που μας ενδιαφέρει, ώστε να γίνονται κατανοητά όσα θ’ αναφέρουμε στη συνέχεια: Ήδη εντός του 9ου αιώνα και συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 809 και 899, η περιοχή του Στρυμόνα, λόγω της στρατηγικής σημασίας της, ως εκ της ευκολίας διεισδύσεως των Βουλγάρων, μέσα από την κοιλάδα του ποταμού, στα βυζαντινά εδάφη, (κάτι που είχε επαναληφθεί κατά κόρον στο παρελθόν), αποτέλεσε μια μεγάλη, αυτοτελή, διοικητική και στρατιωτική μονάδα, το «Θέμα του Στρυμόνος» (ή, σε κάποιες χρονικές περιόδους, το «Θέμα Σερρών και Στρυμόνος»), αποχωρισθείσα από το Θέμα της Θράκης, στο οποίο υπαγόταν μέχρι τότε, η οποία, όπως όλα τα Θέματα, στα οποία ήταν χωρισμένη η αυτοκρατορία, διοικούνταν από έναν στρατιωτικό και συνάμα πολιτικό άρχοντα, ονομαζόμενο «στρατηγό» (και αργότερα «Δούκα» ή «Κατεπάνω»). Από τον 12ο αιώνα και μετά, εξ άλλου, εμφανίζονται στην αυτοκρατορία, στα πλαίσια της μεγάλης, διοικητικής και στρατιωτικής μεταρρύθμισης της δυναστείας των Κομνηνών, μικρότερες διοικητικές μονάδες, που ονομάζονται «κατεπανίκια» κι έχουν επικεφαλής τον «κατεπάνω», που ήταν διοικητικός άρχοντας, υπαγόμενος στον Δούκα (διοικητή) του Θέματος. Ένα τέτοιο «κατεπανίκιο» ήταν κι αυτό της «Ποπολίας» ή «Λυκοσχίσματος», στο οποίο περιλαμβανόταν και ο Οβηλός, αλλά και η Ιερά Μονή της Γενέσεως της Θεοτόκου και όλη εν γένει η Πιερία κοιλάδα.
Μετά, όμως, από τις πιο πάνω, απαραίτητες διευκρινίσεις, επανερχόμαστε στο θέμα του πονήματός μας.
Η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Υπεραγίας Θεοτόκου (ή της «Υπεραγίας Θεοτόκου του Γενέση», όπως είναι γνωστή από τ’ αγιορείτικα κείμενα), μνημονεύεται για πρώτη φορά σε υπόμνημα του κριτή Λέοντος, για την Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, το οποίο συντάχθηκε το έτος 1059 ή 1079. Το υπόμνημα όμως αυτό παραπέμπει σε προγενέστερους χρόνους. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα μ’ αυτό, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ’ ο Παφλαγών (1034-1041) δώρισε στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους διάφορα μοναστήρια και κτήματα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, καθώς και «το προάστειον Δοβροβίκεια», (που ήταν ένας βυζαντινός οικισμός, ευρισκόμενος στη θέση του μεταγενέστερου χωριού Φτέρη, πολύ κοντά στη σημερινή Φωλεά – Για τον βυζαντινό οικισμό της Δοβροβίκειας – Φτέρης και τον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου αυτής, θ’ αναφερθούμε σ’ επόμενο, ιστορικό σημείωμά μας). Το κείμενο του κριτού Λέοντος ανέγραφε επί λέξει: «…. Και χρυσόβουλλος άλλος του μακαρίτου βασιλέως κυρού Μιχαήλ του Παφλαγόνος, γεγονώς επί τη μονή του Άθω, ήτοι των Ιβήρων, δωρούμενος …… την μονή του Γενεσίου..» (Actes dIviron, I, σελ. 11-12). (Εδώ πρέπει να επισημάνουμε, ότι «βασιλικά προάστεια» ήταν επαρχιακά κτήματα που ανήκαν στο βυζαντινό κράτος και τα οποία ο αυτοκράτορας μπορούσε να παραχωρήσει σε Μονές ή σε υπηκόους του).
Ο έγκριτος αρχαιολόγος Νικόλαος Ζήκος θεωρεί εν προκειμένω ως πιθανότερο το ότι η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου και το χωριό Δοβροβίκεια περιήλθαν στη μονή Ιβήρων λίγο νωρίτερα, όταν ηγούμενος της μονής αυτής ήταν ο Γεώργιος Α’, (1019-1029), ενώ ο Οβηλός περιήλθε στην ίδια Μονή λίγο αργότερα, επί ηγουμενίας του Γεωργίου Γ’ του Αγιορείτη (1044-1056), ((Actes dIviron, I, σελ. 41, σημ. 1).
Σε κάθε περίπτωση, συνεπώς, για να περιέλθει η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου στη δικαιοδοσία της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, μεταξύ των ετών 1019-1029, είναι βέβαιο ότι αυτή προϋπήρχε ως αυτόνομη κι ανεξάρτητη, οργανωμένη Μονή, αρκετά πριν από το πιο πάνω χρονικό διάστημα, ίσως και πριν το έτος 1000.
Στο έγγραφο που μνημονεύσαμε σε προηγούμενη παράγραφο, όταν αναφερόμασταν στον Οβηλό, δηλαδή στο συνταγμένο μεταξύ των ετών 1042-1044, από τον Γρηγόριο Χαλκούτζη, έγγραφο με αριθμό 30 της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, εκτός από τον Οβηλό, («χωρίον Οβίλος»), απογράφηκαν και τα ευρισκόμενα «εν τη διοικήσει Βολερού και Στρυμόνος, κάστρον  Χρυσοπόλεως, αρχοντία του Λοικοσχίσματος» «κτήματα από της ενορίας του Λοικοσχείματος εις το χωρίον Ποδωγοριάνους. Δια Ευσταθίου μοναχού και ηγουμένου της υπεραγίας Θεοτόκου του Γενέση», ενώ σε άλλο σημείο του ίδιου εγγράφου αναφέρεται επίσης «υδρόμυλος και κτήματα εις το ρυάκιον της Βελάς. Δια της μονής της υπεραγίας Θεοτόκου του Γενέση».
Θα σταθούμε γι’ άλλη μια φορά στο σημαντικό για την ιστορία της υπό εξέταση Ιεράς Μονής έγγραφο, για να σημειώσουμε τα εξής: Την εποχή που συντάχθηκε το έγγραφο κι ο Γρηγόριος Χαλκούτζης απέγραψε τα κτήματα της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, ως περιουσιακές μονάδες, υποκείμενες σε φόρο, το βυζαντινό κράτος, («Διοίκησις Βολερού και Στρυμόνος»), είχε στην κυριότητά του κτήματα, τα οποία παραχωρούσε σε χωριά, πολίτες ή Ιερές Μονές, προκειμένου να τα εκμεταλλεύονται και να καταβάλλουν τον αναλογούντα φόρο. Βλέπουμε, λοιπόν, στο υπό κρίση φορολογικό έγγραφο (ή μάλλον κατάλογο), ότι η Ιερά Μονή Ιβήρων είχε στην κυριότητά της: 1) Κτήματα ευρισκόμενα στην περιοχή του χωριού Ποδογωριάνους, (που είναι, ασφαλώς, το σημερινό Ποδοχώρι, το οποίο φαίνεται ότι έχει διατηρήσει το σημερινό του όνομα για πάνω από χίλια χρόνια), αλλ’ ανήκοντα στην ενορία του Λοικοσχείματος, (εδώ, προφανώς, πρόκειται για τον σημερινό Ακροπόταμο, αφού το τοπωνύμιο Λυκόσχισμα υπάρχει μέχρι σήμερα στην περιοχή, καίτοι το ίδιο χωριό αναφέρεται σε άλλα έγγραφα και με το όνομα «Βομπλιανή»), τα οποία όμως εκμεταλλευόταν και διαχειριζόταν, για λογαριασμό της, η Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, ο ηγούμενος της οποίας, ονόματι Ευστάθιος, ήταν κι ο φορολογούμενος, δηλαδή ο φορολογικά υπόχρεος σε καταβολή του καθορισθέντος φόρου («τέλους), που ήταν ίσος με μισό νόμισμα. 2) Κτήματα ευρισκόμενα στο χωριό Οβηλός, χωρισμένα σε δύο φορολογικές μονάδες (φορολογούμενους, που ήταν προφανώς οι δύο πιο εύποροι κάτοικοί του κι ήταν αυτοί που εκμεταλλεύονταν τα εν λόγω κτήματα για λογαριασμό της Μονής Ιβήρων). Οι φορολογούμενοι αυτοί ήταν, ο Πέτρος, που ήταν γαμπρός του πρωτοσπαθάριου Βιλέλη κι είχε σύζυγο τη Μαρία, ο οποίος όφειλε να καταβάλει φόρο («τέλος») ίσο προς ένα νόμισμα και ο Βασίλειος Κοπτόχειλος, που είχε γιο τον Ιωάννη, ο οποίος όφειλε να καταβάλει ως φόρο άλλο ένα νόμισμα. 3) Τέλος, κτήματα και υδρόμυλο στο «ρυάκιον της Βελάς», ήτοι σε χείμαρρο που βρισκόταν κοντά σε κάποιον οικισμό με το όνομα «Βελά», του οποίου το όνομα φαίνεται και σε αρκετά μεταγενέστερα έγγραφα του Αγίου Όρους, μέχρι και τα έτη 1355 και 1356, του οποίου όμως μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστή η ακριβής θέση, πλην του ότι βρισκόταν κάπου κοντά στην Ιερά Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία διαχειριζόταν τα κτήματά του κι ήταν υπεύθυνη για την πληρωμή του φόρου («τέλους») που αναλογούσε σ’ αυτά, το ποσό του οποίου όμως δεν μνημονεύθηκε στο έγγραφο, για να συμπληρωθεί αργότερα, ότι επρόκειτο για το 1/6 ενός νομίσματος.
Σε «κυρωτικόν» χρυσόβουλλο λόγο που εξέδωσε τον Ιούλιο του 1079 ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Βοτανειάτης, επικύρωσε, γι’ άλλη μια φορά, τις κτήσεις της Μονής Ιβήρων, στις οποίες περιλαμβανόταν και «το προάστειον Οβηλός συν τω μετοχίω τω Γενεσίω», Actes dIviron, τ. ΙΙ, σελ. 129-135, (αρ. 41 και 60-61).
Σε Πρακτικό του «Σεβαστού Ιωάννη Κομνηνού», που συντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1104, κατά «βασιλικήν πρόσταξιν», υπέρ της Μονής Ιβήρων, του τότε βυζαντινού αυτοκράτορα, Αλεξίου 1ου Κομνηνού, στο οποίο μνημονεύεται το «προάστειον ο Οβηλός, ου ο περιορισμός έστιν ούτως. Άρχεται από του ρύακος της Κνένζας του κατερχομένου από του βουνού, κρατεί το αυτό ρυάκιον κατ’ ευθείαν, απέρχεται προς δυσμάς κλείων τα σπήλαια έσωθεν του περιοριζομένου, κάμπτει προς μεσημβρίαν και εξέρχεται τον δρόμον, περικόπτει τον αυτόν δρόμον και απέρχεται κατ’ ευαθείαν και ακουμβίζει τον δρόμον των Κουντούρων. Είτα κλίνει προς ανατολάς, κρατεί τον αυτόν δρόμον, περά το ρυάκιον το κατερχόμενον από του ρύακος του Οβηλού, ανέρχεται έως της λιθοσωρέας και του εκείσε ευρεθέντος εσφραγισμένου λιθίου λαυράτου, βαδίζει ομοίως τον αυτόν δρόμον, διέρχεται την σελλάδα και την στεφανέαν πέτραν, πάλιν βαδίζει ομοίως τον αυτόν δρόμον έως του διστράτου, καταλιμπάνει τον αριστερόν δρόμον, κρατεί τον δεξιώτερον, βαδίζει ομοίως δι’ όλου αυτού του δρόμου έως του λιθίνου λαυράτου του ισταμένου πλησίον του δρόμου του Γράτου, εν με τω προς την στράταν αποβλέποντι μέρει αυτού ευθύνον, εν δε το έσωθεν του περιοριζομένου στρογγύλον, καταλιμπάνει τον δρόμον, κλίνει προς άρκτον, ανέρχεται δι’ όλου δεξιώτερον, περικόπτει τα πρινωτά και πετρωτά, διαιρών δεξιά μεν τα δίκαια των Ποτγοριάνων, αριστερά δε τα περιοριζόμενα και ακουμβίζει εις τα πρόποδα του βουνού, ένθα και σταυρός ευρέθη εν ριζιμαία πέτρα εγκεχαραγμένος. Απ’ εκείσε ανέρχεται επ’ ίσης τον βουνόν εών αριστερά την καθέδραν του περιοριζομένου χωρίου και την εκκλησίαν της υπεραγίας Θεοτόκου του Γενέση και ανέρχεται εις τας κορυφάς των βουνών, περά το λαγκάδιον της Κνεσόβας, διέρχεται τα παλαιομάνδρια και ανέρχεται εις τον αυχένα του βουνού, βαδίζει δι’ όλης της κορυφής και ακομβίζει εις το ακρόβουνον εις την αρχήν του ρύακος της Κνένζας, αποδίδει ένθα και ήρξατο».
Παραθέσαμε ολόκληρο το ενδιαφέρον αυτό βυζαντινό κείμενο, όχι μόνο γιατί είναι, οπωσδήποτε, ενδιαφέρουσα, η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε κι η οποία τόσο μοιάζει με τη σύγχρονη, καθομιλούμενη Ελληνική γλώσσα, αλλά και γιατί περιέχει κάποια σημαντικά, κατά την άποψή μας, στοιχεία, που προσδιορίζουν το μέγεθος του κτήματος, που ο Σεβαστός Ιωάννης Κομνηνός απέγραψε ως ανήκον στη Μονή των Ιβήρων: Το μεν ανατολικό όριο του κτήματος είναι, οπωσδήποτε, το ρέμα της Κνένζας, (Χτένι), που απέχει, όπως προαναφέραμε, πεντακόσια μέτρα περίπου από το δυτικό άκρο του σημερινού Ποδοχωρίου, το δε δυτικό άκρο του κτήματος αυτού προσδιορίζεται από τα σπήλαια που εσωκλείει και τα οποία είναι, ολοφάνερα, τα σπήλαια που φαίνονται από την παλιά εθνική οδό Καβάλας – Θεσσαλονίκης, δεξιά για τον κινούμενο προς Θεσσαλονίκη, λίγες εκατοντάδες μέτρα πριν το σημερινό χωριό Γαληψός. Επισημαίνουμε, επίσης, «τα δίκαια των Ποτγοριάνων», δηλαδή τα κτήματα των κατοίκων του Ποδοχωρίου, τα οποία δεν ανήκαν στο κτήμα της Μονής Ιβήρων, την εκκλησία της υπεραγίας Θεοτόκου του Γενέση, δηλαδή το καθολικό της υπό εξέταση Ιεράς Μονής του Γενεσίου της Θεοτόκου και, τέλος, τη μνεία του ρυακιού που διερχόταν από το ίδιο το χωριό Οβηλός, που είναι, προφανώς, ο χείμαρρος που μέχρι σήμερα διασχίζει το ερειπωμένο μουσουλμανικό χωριό Σαρλή, στη θέση του οποίου προϋπήρχε ο Οβηλός.
Στο ίδιο όμως αυτό, ιδιαίτερα ενδιαφέρον για την εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία της περιοχής μας έγγραφο, παρέχονται και ορισμένα ακόμη, σημαντικότατα στοιχεία: Μνημονεύονται, συγκεκριμένα, στο έγγραφο αυτό, 18 «πάροικοι», οι οποίοι, δυνάμει της αυτοκρατορικής εντολής, κατοικούν στο κτήμα της Μονής Ιβήρων στον Οβηλό και το καλλιεργούν για λογαριασμό της. Πρόκειται για 5 ζευγαράτους, (δηλαδή κυρίους ζεύγους βοών), έξι βοϊδάτους, (δηλαδή κυρίους ενός βοός), 2 ονικάτους, (δηλαδή κυρίους όνου) και 5 ακτήμονες κι όχι μόνο αυτό, αλλά μνημονεύονται επίσης τα ονόματα των ιδίων και των συζύγων τους. Προτού όμως παραθέσουμε τα ονόματα των παροίκων και των συζύγων τους, ας εξηγήσουμε την έννοια του όρου «πάροικος», από τα μέσα του 11ου αιώνα και μετά: Πάροικοι ήταν εκείνοι οι αγρότες που είτε δεν είχαν δική τους γη και καλλιεργούσαν τη γη άλλων ιδιοκτητών, από τους οποίους τη μίσθωναν, είτε είχαν μεν δική τους γη, πλήρωναν όμως φόρους όχι απευθείας στο κράτος, αλλά σε κάποιον τρίτο δικαιούχο. Στην περίπτωση του κτήματος της Μονής Ιβήρων στην περιοχή του Οβηλού, οι πάροικοι ήταν άνθρωποι που η ίδια η Μονή είχε εγκαταστήσει στο κτήμα αυτό που της είχε παραχωρηθεί από το βυζαντινό κράτος, προκειμένου να το καλλιεργούν ως μισθωτές αυτού, απαλλαγμένοι από φόρους και βάρη κι υποχρεούμενοι νομικά μόνο σε απόδοση του μισθώματος έναντι της Μονής.
Ας επιστρέψουμε, όμως, μετά από τη σύντομη αυτή παρένθεση, στην παράθεση των ονομάτων των παροίκων του κτήματος της Ιεράς Μονής Ιβήρων στην περιοχή του Οβηλού, το έτος 1104, για να επισημάνουμε αυτό που και σε προηγούμενη παράγραφο του παρόντος πονήματος είχαμε επισημάνει, ότι, δηλαδή, προκειμένου για την περιοχή του Στρυμόνα, όπου επί πολλούς αιώνες ζούσαν οι Στρυμονίτες Σλάβοι, ήταν φυσικό και στη διάρκεια του 11ου και των επομένων αυτού αιώνων να ζουν μαζί και στο κτήμα της Μονής Ιβήρων στον Οβηλό, Έλληνες και Σλάβοι, (οι τελευταίοι, εξελληνισμένοι ήδη από αιώνες), πράγμα που προκύπτει από τα ονόματά τους, (σημειωτέον ότι σε άλλα σημεία του εγγράφου, που περιγράφουν κτήματα της Μονής Ιβήρων ευρισκόμενα σε άλλες, πλην του Στρυμόνα, περιοχές της Μακεδονίας, η υπεροχή των ελληνικών ονομάτων των κατοίκων ή παροίκων είναι συντριπτική):
Ζευγαράτοι πάροικοι ήταν: 1) Ο Ηλίας, που είχε γυναίκα την Άννα και γιο τον Νικόλαο, 2) ο Πέτρος, που είχε γυναίκα την Ιωαννίλα (σλαβικό όνομα), 3) ο Κριστίλας που είχε γυναίκα την Δοβράνα, (σλαβικά ονόματα), 4) ο Δημήτριος του Ιωακείμ και 5) Νικήτας ο Επισκεπτίτης, ο από του κάστρου Χρυσοπόλεως.
Βοϊδάτοι πάροικοι ήταν: 1) Ο Βελκωνάς της Μαρίας, που είχε γυναίκα την Μαρία, 2) ο Δημήτριος ο Πιστικός, 3) ο Θεόδωρος ο Καγάνος, που είχε γυναίκα την Ιωαννίλα, (σλαβικά ονόματα), 4) ο Λέων ο του Αρδέρη (γιος), που είχε γυναίκα την Μαρία και γιο τον Νικόλαο, 5) ο Θεόδωρος του Δοβρίλα, (σλαβικό όνομα) και 6) ο Μιχαήλ του Δοβρίλα.
Ονικάτοι πάροικοι ήταν: 1) Ο Ιωάννης ο Περατικός, που είχε γυναίκα την Άννα και 2) η Κυριακή, χήρα, που είχε γιο τον Σιράχ.
Ακτήμονες, τέλος, ήταν: 1) Η χήρα του Μιχαήλ, που είχε γιο τον Δραγωνά, 2) ο Δεμής, που είχε γυναίκα την Ρωσίτζα, (σλαβικό όνομα), 3) η Μαρία χήρα Θεοφυλάκτου, 4) ο Ιωάννης του Κυρκαλού, που είχε γυναίκα την Ευφροσύνη και 5) η Ειρήνη, χήρα, που είχε γιο τον Δοβρίλα (σλαβικό όνομα).
Ο Οβηλός όμως και η Ιερά Μονή της Γενέσεως της Θεοτόκου συνέχισαν να μνημονεύονται στα έγγραφα του Αγίου Όρους και μετά το 1104, στο οποίο συντάχθηκε το έγγραφο που αναλύσαμε στις προηγούμενες παραγράφους. Έτσι:
Σε χρυσόβουλλο λόγο που εξέδωσε τον Ιανουάριο του 1259 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, υπέρ της Μονής Ιβήρων, («Actes dIviron, ΙΙΙ, du milieu du XIe siecle a 1204», Παρίσι 1994, σελ. 87-92), έδωσε εντολή να διατηρήσει η Μονή τις τοποθεσίες, αγρούς, ησυχαστήρια ή μετόχια που της ανήκαν, χωρίς να έχει δικαίωμα να τα πειράξει κανείς και σ’ αυτά περιέλαβε και το προάστειο τον Οβηλό, με το μετόχι που ονομαζόταν Γενέσιον, («παρακελεύεται μένειν την τοιαύτην μονήν και τα εν αυτή πάντα χωρία, προάστεια, αγρίδια, ησυχαστήρια, μετόχια, πάσης βλάβης αθιγή ….. ήγουν το προάστειον ο Οβηλός συν τω μετοχίω τω καλουμένω Γενεσίω»).
Σε χρυσόβουλλο λόγο που εξέδωσε τον Αύγουστο του 1310 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγος, υπέρ της Μονής Ιβήρων, («Actes dIviron, ΙΙΙ, du milieu du XIe siecle a 1204», Παρίσι 1994, σελ. 180-187), με παρόμοια διατύπωση μ’ αυτή του χρυσόβουλλου του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, ο αυτοκράτορας και πάλι έδωσε εντολή, να εξακολουθήσει η Μονή να διατηρεί όσες τοποθεσίες, αγρούς, ησυχαστήρια ή μετόχια είχε μέχρι τότε στην κυριότητά της, την οποία είχαν επικυρώσει με χρυσόβουλλα ο πάππος του και ο πατέρας του κι αυτά να μην έχει δικαίωμα να τα πειράξει κανείς, ένα δε από αυτά ήταν και το προάστειο ο Οβηλός με το μετόχι που ονομαζόταν Γενέσιον, («παρακελεύεται και προστάσσει ίνα διαμένη και εις το εξής η …. τοιαύτη σεβασμία μονή και τα εν αυτή πάντα χωρία, προάστεια, αγρίδια, ησυχαστήρια, μετόχια πάσης βλάβης αθιγή ….. ήγουν το προάστειον ο Οβηλός συν τω μετοχίω τω καλουμένω Γενεσίω»).
Τις κτήσεις αυτές της Μονής Ιβήρων, που τις επικύρωσε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγος από πολιτειακή άποψη, τις επιβεβαίωσε και ο τότε Πατριάρχης Νίφων ο Α’, από εκκλησιαστική άποψη, με γράμμα του προς τη Μονή, το οποίο συνέταξε τον Απρίλιο του 1311, επιβεβαιώνοντας, έτσι για τους μεταγενέστερους ερευνητές και την αυθεντικότητα του αυτοκρατορικού χρυσοβούλλου.
Τον Ιανουάριο του έτους 1316 ο Ορφανοτρόφος Τρύφων Κεδρηνός έλαβε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο την εντολή, να εξετάσει και να καταγράψει όλες τις εκκλησιαστικές, μοναστηριακές ή αστικές (ιδιωτικές) περιουσίες που είχαν παραχωρηθεί με χρυσόβουλλα ή με άλλους τρόπους και να καθορίσει για καθεμιά το φορολογικό αντίτιμο (φόρο) που αυτές έπρεπε ν’ αποδώσουν στο (βυζαντινό) Δημόσιο. Ο ανωτέρω προχώρησε, κατόπιν τούτου, μεταξύ άλλων και στην πλήρη καταγραφή των παροίκων των χωριών Δοβροβίκειας (μετέπειτα Φτέρης), Οβηλού, Ραδολίβους (σημερινού Ροδολείβους) και Βορίσκου, (που βρισκόταν στα στενά της Ρεντίνας), τα οποία υπάγονταν στο θέμα Σερρών και Στρυμόνος και στο κατεπανίκιον της Ζαβαλτίας, καθώς και των περιουσιών αυτών και καθόρισε τον φόρο που καθένας έπρεπε να πληρώσει. Προκειμένου, λοιπόν, για το χωριό Οβηλός, περιέγραψε 38 φορολογικές μονάδες (δηλαδή φορολογήσιμες περιουσίες) και επέβαλε τον αναλογούντα φόρο, που ήταν, λ.χ., το ¼ ενός υπερπύρου, (νομίσματος εκείνης της εποχής) για κάθε φορολογήσιμη μονάδα (περιουσία), το 1/10 του υπερπύρου για κάθε βόδι, το 1/20 του υπερπύρου για κάθε αγελάδα ή χοίρο, το 1/100 του υπερπύρου για κάθε αίγα ή πρόβατο κλπ. Έχει, έτσι, ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παραθέσουμε, μαζί με τον απογραφέα Τρύφωνα Κεδρηνό, μερικά από τα ονόματα και τα περιουσιακά στοιχεία των κατοίκων του Οβηλού σε μια τόσο μακρινή εποχή, που απέχει περίπου 700 χρόνια από τη δική μας, για να επισημάνουμε και πάλι αυτό που και σχολιάζοντας προηγούμενα έγγραφα είχαμε επισημάνει, ότι εξακολουθούσε, ακόμη και στις αρχές του 14ου αιώνα, να είναι αρκετά μεγάλη η παρουσία σλαβικών ονομάτων στα χωριά αυτά που βρίσκονταν κοντά στην κοιλάδα του Στρυμόνα.
Στις φορολογήσιμες περιουσίες του Ροδολείβους περιέλαβε ο απογραφέας, (κι είναι ενδεικτική η απαρίθμηση που κάνω), την περιουσία της Μαρίας χήρας Δόμβρου, που κατοικούσε στον Οβηλό, είχε γιο τον Φωτεινό, θυγατέρα την Δοβράνα, είχε οικία, 9 χοίρους και της επιβλήθηκε φόρος ίσος προς το 1/3 του υπερπύρου. Παρόμοια και ο κατοικών στον Οβηλό Γεώργιος ο χαλκέας, (σιδηρουργός), που είχε σύζυγο την Άννα, γιο τον Στέφανο, δική του οικία και ο φόρος που του αναλογούσε ήταν ½ του υπερπύρου, καθώς και ο Γεώργιος, που είχε σύζυγο την Άννα, γιο τον Ιωάννη, θυγατέρα την Σταματική, είχε δική του οικία, ένα ζεύγος βοών, αμπέλι και ο φόρος που του αναλογούσε ήταν δύο υπέρπυρα.
Στον ίδιο τον Οβηλό αναφέρονται, ο Νικόλαος Σφικτάριος με την οικογένειά του, την οικία του, ένα ζευγάρι βοών, έξι χοίροι, ένα αμπέλι έκτασης τριών μοδίων - ένας μόδιος ήταν ίσος προς περίπου 1.000 τετρ. μέτρα γης - ο Γεώργιος ο γιος του Τούντουρου, που είχε σύζυγο την Μαρία, θυγατέρα την Καλή, αδελφό τον Θεόδωρο, είχε δική του οικία, ένα ζεύγος βοών, οκτώ πρόβατα και αμπέλι, ο Γεώργιος Βελκάνος, με σύζυγο την Μαρία, γιο τον Μιχαήλ και θυγατέρα την Ειρήνη, ο Θεόδωρος, αδελφός του προηγούμενου, που είχε σύζυγο την Μαρία και δύο θυγατέρες, την Καλή και τη Ζωή, η Δράγνα χήρα του Μιχαήλ, με γιο τον Κωνσταντίνο και θυγατέρα την Μύχνα, ο Νικόλαος Φωτεινός από τη Δοβροβίκεια (Φτέρη), που είχε σύζυγο την Άννα, γιο τον Ιωάννη, θυγατέρα την Μαρία και άλλα πολλά ονόματα, μέσα από τα οποία αναδύεται μια αγροτική κοινωνία, στην οποία ζουν Έλληνες και εξελληνισμένοι Σλάβοι, καλλιεργούν τη γη της Μονής Ιβήρων, στην οποία φυτεύουν ως επί το πλείστον αμπέλια, έχουν οι περισσότεροι δικές τους οικίες και δικά τους ζώα, (χοίρους, βόες, αγελάδες, πρόβατα κλπ.) και φροντίζουν τα κτήματα της Μονής, ενώ πληρώνουν, πλέον, φόρους στο βυζαντινό κράτος, όπως φροντίζουν και το μετόχι της Μονής, το Γενέσιον της Θεοτόκου, το οποίο όμως παύει πια να μνημονεύεται στα έγγραφα που υπάρχουν στη βιβλιοθήκη της Μονής, μετά το έτος 1311.
Η καταγραφή, έτσι, του Ορφανοτρόφου Τρύφωνα Κεδρηνού, που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 1316, ήταν η τελευταία που περιγράφει τον ίδιο τον Οβηλό ως κατοικούμενο οικισμό.
Σε πρακτικό του απογραφέα Πρωτοκυνηγού Ιωάννη Βατάτζη, που έγινε το έτος 1341 για την Μονή Ιβήρων, αναφέρεται ότι στο τότε υφιστάμενο κατεπανίκιο Λυκοσχίσματος υπήρχε το αγρίδιον Οβηλός και η Δοβροβίκεια, τα οποία, επειδή ο απογραφέας τα βρήκε να είναι ακατοίκητα, εξ αιτίας των επιθέσεων των Τούρκων, τα κατέγραψε όπως τα βρήκε καταγεγραμμένα στο πρακτικό του Ορφανοτρόφου Τρύφωνα Κεδρηνού, (του έτους 1316), επειδή όμως οι πάροικοι της Μονής Ιβήρων, που κατοικούσαν παλαιότερα στους δύο αυτούς οικισμούς, είχαν ξεσπιτωθεί από την επίθεση των εχθρών και είχαν πάει να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη, η μονή όφειλε να τους αναζητήσει και να τους επαναφέρει στις κατοικίες τους. («…έχει η τοιαύτη Μονή και παρά το κατεπιανίκιον Λυσκοσχίσματος το αγρίδιον τον Οβηλόν και την Δοβροβίκειαν …. Άτινα δια το ευρίσκεσθαι νυν άοικα από της επιθέσεως των Τούρκων εγράφησαν και εν τω παρόντι πρακτικώ ως ευρεθήναι καταγεγραμμένα εν τω πρακτικώ του ορφανοτρόφου του Κεδρηνού εκείνου…  πλην επεί οι εις τα ειρημένα αγρίδια τον Οβηλόν και την Δοβροβίκειαν ευρισκόμενοι πάροικοι της τοιαύτης μονής εξωκίσθησαν από της των εχθρών επιθέσεως και απήλθον και προσκάθηνται αλλαχού … οφείλει η μονή λαμβάνειν ακωλύτως αυτούς…».
Οι δύο οικισμοί, (Οβηλός και Δοβροβίκεια) αναφέρονται και σε χρυσόβουλλο, του έτους 1341, του αυτοκράτορα Ιωάννη του Καντακουζηνού, για τη Μονή Ιβήρων, σαν παλαιοχώρια, δηλαδή παλιά χωριά, των οποίων οι κάτοικοι έχουν φύγει και κατοικούν σε διάφορα κάστρα: «…περί το Λυκόσχισμα παλαιοχώρια δύο, ήτε Δοβροβίκεια και ο Οβηλός, ών τινων οι έποικοι ευρίσκονται αρτίως εν διαφόροις κάστροις…»
Τον Ιανουάριο του 1346, με χρυσόβουλο του Σέρβου κράλλη Στεφάνου Δουσάν, που είχε, εν τω μεταξύ, εγκαθιδρύσει το βραχύβιο Σερβικό κράτος των Σερρών, τα κτήματα της Μονής Ιβήρων στον Οβηλό και σε άλλα χωρία απαλλάχθηκαν από τους φόρους που πλήρωναν μέχρι τότε στο Βυζαντινό κράτος.
Οι ίδιοι αυτοί οικισμοί μνημονεύονται, τέλος και σε χρυσόβουλλο, του έτους 1351, του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, για την Μονή Ιβήρων: «… εις το Πρινάριον χωρία δύο, τον Οβηλόν και την Ηδοβροβίκειαν…». (Βλέπουμε εδώ να μνημονεύονται το Παγγαίο και το Σύμβολο όρος ως ένα, ενιαίο όρος, με την ονομασία Πρινάριον).
Από το έτος 1316 λοιπόν και μετά ο Οβηλός και, οπωσδήποτε και το μετόχι του Γενεσίου της Θεοτόκου, μαζί με το οποίο αυτός αποτελούσε ένα μεγάλο κτήμα της Μονής, έμειναν έρημα μέχρι το έτος 1341, εξ αιτίας επιδρομών Τούρκων. Ποιες ήταν, όμως, αυτές οι επιδρομές, που ερήμωσαν τον Οβηλό και την Δοβροβίκεια και που έκαναν το μετόχι του Γενεσίου της Θεοτόκου να μη μνημονευθεί πια ποτέ στο μέλλον, εν αντιθέσει προς τον Οβηλό, ο οποίος, όπως και η Δοβροβίκεια, φαίνονται να κατοικούνται και πάλι το έτος 1357; (Dolger Fr., Auw den Schatzkammern des Heilingen Berges, Textband, Munchen 1948, Nr. 9, 8-9);
Μεταξύ των ετών 1316 και 1341, οι μόνες Τουρκικές επιδρομές προς την Μακεδονία έγιναν από τη θάλασσα, (για πρώτη φορά μετά το 1342 έχουμε χερσαίες επιδρομές Τούρκων της Μ. Ασίας στη Θράκη και την Μακεδονία. Πρόκειται για τους Τούρκους που έφερε ο Ιωάννης Καντακουζηνός, όταν συμμάχησε με τον σουλτάνο Ορχάν και ο δυνάστης του Αϊδινίου Ομούρμπεης ήλθε το 1342 προς βοήθειά του, με στόλο και μαχητές). Πράγματι, αμέσως μόλις οι Οθωμανοί απέκτησαν στόλο, μετά την κατάληψη της Περγάμου και της επαρχίας του Καρασή, (πρόκειται για την αρχαία Μυσία ή Τρωάδα), κατανικώντας τους Τουρκομάνους δυνάστες που υπήρχαν εκεί, πραγματοποίησαν δύο θαλάσσιες επιδρομές, κατά τα έτη 1337 και 1340, στα ευρωπαϊκά παράλια της αυτοκρατορίας, από τις οποίες την πρώτη την απέκρουσαν οι Βυζαντινοί, κατά τη δεύτερη όμως οι Τούρκοι επιδρομείς πήραν μαζί τους άφθονη λεία από τις περιοχές του Στρυμόνα κι από τα εκεί ευρισκόμενα από αιώνες μετόχια των Μονών του Αγίου όρους, χωρίς όμως να μπορέσουν να πετύχουν να εγκατασταθούν μόνιμα σε κάποια από τις περιοχές που είχαν επιδράμει. (Μια τρίτη επιδρομή των Τούρκων από τη θάλασσα έγινε το έτος 1331, όταν 60 πλοία τους λεηλάτησαν τα παράλια της Χαλκιδικής, εξορμώντας από την χερσόνησο της Κασσάνδρας και του Άθω, πλην όμως ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος, που βρισκόταν στρατοπεδευμένος στη λίμνη Βόλβη, ειδοποιήθηκε, έσπευσε κι έδιωξε τους επιδρομείς, χωρίς αυτοί να επιτεθούν οπουδήποτε αλλού, εκτός από την ίδια την Χαλκιδική χερσόνησο).
Είναι, κατόπιν τούτων, πολύ πιθανό, η καταστροφή κι ερήμωση του μετοχίου του Γενεσίου της Θεοτόκου να έλαβε χώρα στη δεύτερη από τις προαναφερθείσες Τουρκικές, θαλάσσιες επιδρομές, χωρίς πια το μετόχι αυτό να ξαναμνημονευθεί σε οποιοδήποτε έγγραφο της Μονής Ιβήρων ή οπουδήποτε αλλού, πράγμα που σημαίνει ίσως ότι καταστράφηκε τότε ολοσχερώς, ποτέ πια δεν ανέκαμψε και παρέμεινε ερημωμένο μέχρι τις ημέρες μας.
Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, ο οικισμός του Οβηλού, μετά την ερήμωσή του, ανάμεσα στα έτη 1316 και 1341, φαίνεται ότι ξανακατοικήθηκε, για να επιβιώσει, μέχρι την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους, (που έγινε περί το έτος 1383), ως μουσουλμανικός πλέον οικισμός, με το όνομα Σαρλή, ο οποίος είχε 400 μουσουλμάνους κατοίκους το έτος 1886, (Νικολάου Σχινά, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και  Θεσσαλίας, 1886), 321 κατοίκους το 1913, 270 κατοίκους το 1920 και μέχρι το 1922 που εγκαταλείφθηκε από τους μουσουλμάνους κατοίκους του, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών και οι πρόσφυγες που ήλθαν στην περιοχή, από τη Νικόπολη και την Γαρέσαρη του Πόντου, αφού έκτισαν το χωριό τους λίγο ψηλότερα από το Σαρλή, όπου ανήγειραν σχολείο και ιερό ναό, τιμώμενο στη μνήμη του Προφήτη Ηλία, στη συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισαν να κατέρχονται νοτιότερα, όπου έχτισαν εκ βάθρων το σημερινό Κοκκινοχώρι, προκειμένου να είναι πλησιέστερα στα κτήματά τους.
Τόση ιστορία, τόσο αίμα, τόσοι μοναχοί και λαϊκοί μάρτυρες σχετίζονται μ’ αυτό το ελάχιστο κομμάτι του τόπου μας, που κείτεται σήμερα λησμονημένο, περιμένοντας την αρχαιολογική σκαπάνη, για ν’ αποκαλύψει τα μυστικά του. Ελπίζουμε ότι το παρόν, ταπεινό πόνημα θα πετύχει έστω και μόνο αυτό τον σκοπό: Να ευαισθητοποιήσει κάποιους συμπολίτες, που θα μπορέσουν να πείσουν τους «αρμόδιους», να σκύψουν πάνω από τη μακραίωνη ιστορία αυτού του μικρού και ταπεινού κομματιού της μαρτυρικής Μακεδονίας μας, του Οβηλού και της Ιεράς Μονής του Γενεσίου της Θεοτόκου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Actes dIviron I, Des origins au milieu du XIeme siecle, Paris, 1985.
Actes dIviron II, Du milieu du XIeme siecle a 1204, Paris, 1990.
Actes dIviron III, De 1204 a 1328. Paris, 1994.
Paul Lemerle, Philippes et la Macedoine orientale a l’ époque chretienne et Byzantine. Paris 1945.
Paysages de Macedoine, leurs caracteres, leur evolution a travers les documents et les recits des voyageurs. Paris 1986.
Γεωργίου Ι. Θεοχαρίδου. Κατεπανίκια της Μακεδονίας, συμβολή εις την διοικητικήν ιστορίαν και γεωγραφίαν της Μακεδονίας κατά τους μετά την Φραγκοκρατίαν χρόνους. Έκδοση του περιοδικού συγγράμματος «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ», έτους 1954, της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών.
Γεωργίου Ι. Θεοχαρίδου. Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, (285 – 1354 μ.Χ.). Έκδοση της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών του έτους 1980.
Αιμιλίου Δημ. Μαυρουδή. Η ιστορία της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως. Έκδοση 2006.
Διεθνές Συμπόσιο: Βυζαντινή Μακεδονία, 324 – 1430 μ.Χ., έκδοση του 1995 της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών.
Αφιέρωμα στη Μακεδονία, περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Χριστούγεννα 1992.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΣΤΕΡΗ 2
564100 ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ