Σάββατο 21 Μαρτίου 2015



ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΜΩΝΥΜΟΥ, ΣΗΜΕΡΙΝΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ, ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΛΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ - ΚΑΒΑΛΑΣ

 
Η περιοχή όπου εκτείνεται το σημερινό προσφυγικό χωριό του Αγίου Ανδρέα Καβάλας και τα κτήματά του, στη διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης και πριν το έτος 1869 ήταν ολόκληρη ενταγμένη σ’ ένα τσιφλίκι, με τ’ όνομα «τσιφλίκι του Νουζλά», που ανήκε κάποτε σε κάποιον Τζαφέρ μπέη.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και αμέσως μετά τη λήξη του Ρωσο-τουρκικού πολέμου και την σύναψη της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, με την οποία επιχειρήθηκε η ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας, οι Ρώσοι, «αδελφοί των Βουλγάρων», δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό ν’ αγωνίζονται για μια ελεύθερη πρόσβαση της χώρας τους (και της «αδελφής βουλγαρικής» χώρας) στο Αιγαίο Πέλαγος και, εν γένει, στη Μεσόγειο Θάλασσα. Στα πλαίσια αυτών των προσπαθειών εντασσόταν, λοιπόν, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, η ρωσική πολιτική στο Άγιο Όρος, το οποίο τότε βρισκόταν ακόμη μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι έμπειροι διπλωμάτες του τσαρικού υπουργείου των εξωτερικών έγκαιρα αντιλήφθηκαν ότι ο έλεγχος, μεταξύ άλλων, αυτού του παγκόσμιας ακτινοβολίας Ορθόδοξου μοναστικού Κέντρου, θα τους επέτρεπε μια άνετη διείσδυση στην Βαλκανική, προς εξυπηρέτηση των τότε ιδιαίτερα διαδιδόμενων πανσλαβιστικών ιδεών. Ως μέσο για την επίτευξη των σκοπών τους επέλεξαν τη διείσδυσή τους στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και στη σκήτη του Αγίου Ανδρέα (αλλιώς «Σαράϊ»), του Αγίου Όρους, ίσως γιατί στην πρώτη, ήδη από τη βυζαντινή εποχή, μόναζαν και Ρώσοι μοναχοί, γι’ αυτό και στα βυζαντινά κείμενα η εν λόγω Μονή, μεταξύ άλλων αναφέρεται και ως Μονή «των Ρώσων». Έτσι, ήδη το έτος 1830 δύο Ρώσοι μοναχοί αγόρασαν το τότε ακόμη ασήμαντο Βατοπεδινό κελί του Αγίου Ανδρέα (ή «Σαράϊ»), στα όρια των Καρυών, ενώ Ρώσοι επίσης μοναχοί, από το 1834 αρχίζουν να εγκαθίστανται στη Μονή Αγίου Παντελεήμονος, η οποία, στις αρχές του 20ού αιώνα έφθασε να έχει περί τους 1.900 μοναχούς και άλλους 2.100 βοηθητικούς, (εργάτες, δόκιμους μοναχούς κλπ.), ενώ η πρώην ασήμαντη Σκήτη είχε, την ίδια εποχή, περί τους 600 μοναχούς και 500 εργάτες.

Ευθύς εξ αρχής, άρχισαν να συρρέουν στα δύο θρησκευτικά ιδρύματα άφθονα χρήματα από τη Ρωσία και να κατασκευάζονται και στα δύο εντυπωσιακά, ακόμη και στα μάτια του σημερινού επισκέπτη, κτίρια κελιών, εργαστηρίων, βοηθητικών χώρων και υπέροχα καθολικά εκκλησιών και παρεκκλησιών. Ενδεικτικό του ρωσικού ενδιαφέροντος για το Άγιο Όρος αποτελεί το γεγονός ότι τα δύο προαναφερθέντα ρωσικά θρησκευτικά ιδρύματα επισκέφθηκαν κατά καιρούς ανώτεροι και ανώτατοι άρχοντες της Ρωσίας, (Μεγάλοι Δούκες, Πρίγκιπες, στρατηγοί, πρόξενοι κλπ.), ενώ στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, εγκαθίσταντο εκεί, καλυμμένοι υπό το μοναχικό ράσο, ακόμη και αξιωματικοί του ρωσικού στρατού!

Στα πλαίσια της πιο πάνω «διεθνούς» ρωσικής πολιτικής, η δυναμωμένη, πια, Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, στο Άγιο Όρος, αγόρασε, κατά το έτος 1869, από τον Οθωμανό μπέη του Νουζλά, Ελιάς μπέη, ο οποίος διέμενε στη Δράμα, το «τσιφλίκι του Νουζλά» ή «τσιφλίκι του Τζαφέρ μπέη», (από το όνομα κάποιου παλιότερου κτήτορά του), αντί τιμήματος 3.000 χρυσών τουρκικών λιρών. Η έκταση του τσιφλικιού ήταν, προφανώς, πολύ μεγάλη, αν κρίνει κανείς από το υπέρογκο ύψος του τιμήματος, καταλάμβανε δε ολόκληρη την περιοχή του σημερινού Αγίου Ανδρέα και των κτημάτων του κι έφθανε μέχρι τη σημερινή Νέα Ηρακλείτσα, όπου είχε τον «αρσανά» του, κατά το πρότυπο όλων των Μονών του Αγίου Όρους, ενώ συνάμα είχε και εκτάσεις, με μια σκάλα ελλιμενισμού στην περιοχή της σημερινής Νέας Περάμου. (Εδώ σημειώνουμε και το ότι ο μεγάλος Γάλλος αρχαιολόγος και ανασκαφέας των Φιλίππων, Paul Collart,  στο έργο του “Philippes, ville de la Macedoine, des ses origins jusqua la fin de l’ époque romain”, που εξέδωσε στη δεκαετία του 1930,  αναφερόμενος στο κάστρο της Ανακτορούπολης, στην αρχή του ακρωτηρίου «Βρασίδας» του λιμένος των Ελευθερών, το αναφέρει ως «Καλέ τσιφλίκ» ή «Καλέ Μετόχι», αποδίδοντας έτσι, έμμεσα, τη σπουδαιότητα του Μετοχίου για την περιοχή και τον ίδιο τον λιμένα των Ελευθερών).

Αμέσως μόλις αγοράστηκε το τσιφλίκι του Νουζλά, από την Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό περίπου 30 Ρώσοι μοναχοί, που το κατέστησαν κανονική Μονή, με το Καθολικό της, κατασκευασμένο κατά το πρότυπο των ρωσικών Καθολικών του Αγίου Όρους και τιμώμενο στη μνήμη του Αγίου Ανδρέα, (Σφέτι – Αντρέα - από το όνομα της Σκήτης που το αγόρασε) και διακοσμημένο με εικόνες της εικονογραφικής σχολής του Νοβγκορόντ .

Για την αγορά του μετοχίου και την εγκατάσταση των πρώτων μοναχών σ’ αυτό είναι χαρακτηριστικά όσα έγραφε ο τότε Έλληνας πρόξενος στην (οθωμανική) Θεσσαλονίκη, Γ. Δοκός, στην υπ’ αρ. πρωτ. 767/8-11-1886 αναφορά του προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών: «Κατά τας αρχάς του έτους 1869 οι Ρώσοι της εν Άθω Σκήτης του Σεραϊου, οικουμένης υπό 500 περίπου μοναχών, υπαγομένης δε δικαίω μόνον εις την μονήν Βατοπεδίου, ηγόρασαν αντί 3.000 λιρών οθωμανικών παρά του εν Δράμα Ελιάς Βέη… κτήμα μέχρι του λιμένος των Ελευθερών …. Διέμενον συνήθως 18-23 μοναχοί, ων προϊστάμενος ήτο μέχρι του παρελθόντος έτους πολυμήχανός τις και ραδιούργος Ρώσος, Βαρνάβας καλούμενος, όστις είναι ήδη Δικαίος της Σκήτης Σαραϊου..»   

Σε μεταγενέστερη αναφορά του, με αριθμό πρωτ. 1051/24-8-1887, ο ίδιος πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, εξέφρασε την αγωνία του για τον «ρωσικό αποικισμό» της περιοχής των Ελευθερών, (εννοώντας το Μετόχι του Αγίου Ανδρέα και τα δύο λιμάνια που αυτό διέθετε) και πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση, να φροντίσει, ώστε οι ελληνικές Ιερές Μονές του Αγίου Όρους ν’ αγοράσουν κτήματα στην ίδια περιοχή, για να μην αλλοιωθεί ο ελληνικός χαρακτήρας της.

Αλλά και οι εκθέσεις που έστειλε το 1878, στον Κ. Βατικιώτη και τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, ο τότε υποπρόξενος της Ελλάδος στην Καβάλα, είναι διαφωτιστικές για τους σκοπούς της ίδρυσης του Μετοχίου, αφού, μεταξύ άλλων, αυτές αναφέρονται στο γεγονός της έλευσης, στην περιοχή, του πρώην προξενικού πράκτορα της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, Έλληνα από την Τήνο, Μάρκου Φώσκολου, ο οποίος, με τον γιο του και τον αναφερθέντα Ρώσο ηγούμενο του Μετοχίου, μοναχό Βαρνάβα, περιέτρεχαν την Καβάλα και την Ελευθερούπολη, για να τονίσουν το φρόνημα των Βουλγάρων εργατών και να τους καλέσουν σε θεία λειτουργία που θα γινόταν στη βουλγαρική γλώσσα, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, σε Ναό της Καβάλας, πλην όμως τα σχέδιά τους απέτυχαν, από την ενεργό κινητοποίηση, από τον Έλληνα πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, όλου του ελληνικού πληθυσμού, 1500 ένοπλα μέλη του οποίου προσήλθαν στο Ναό και δεν επέτρεψαν την υλοποίηση των σχεδίων.

Χαρακτηριστική, για το είδος των εγκαταστάσεων των Ρώσων μοναχών στο Μετόχι του Αγίου Ανδρέα, είναι και η υπ’ αρ. πρωτ. 1473/14-11-1884 απόρρητη αναφορά του Έλληνα προξένου στη Θεσσαλονίκη, Λογοθέτη, προς το Υπουργείο Εξωτερικών, σύμφωνα με την οποία, πλησίον του λιμένα των Ελευθερών, που έχει μεγάλη στρατιωτική σπουδαιότητα, οι Ρώσοι μοναχοί του εκεί υφισταμένου Μετοχίου είχαν ανεγείρει ισχυρές οικοδομές, οι οποίες έμοιαζαν μάλλον με προμαχώνες, παρά με αποθήκες, γεγονός που προκάλεσε το ενδιαφέρον του ίδιου του σουλτάνου της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος κι έστειλε στην περιοχή μηχανικό των ανακτόρων, για να ελέγξει τ’ ανωτέρω, ενώ σκόπευε να ιδρύσει, .σ’ επίκαιρες θέσεις του λιμένα Ελευθερών, στρατιωτικούς πύργους, για ν’ αντιμετωπίσει τον κίνδυνο από την πολιτική της Ρωσίας στην περιοχή.

Αμέσως, λοιπόν μετά την ίδρυσή του, το Μετόχι του Αγίου Ανδρέα ενισχύθηκε από ισχυρά οικοδομήματα, έκτασης άνω των 20.000 τετρ. πήχεων, όπως άλλη αναφορά (του έτους 1880) του Έλληνα προξένου στη Θεσσαλονίκη ανέφερε, ενώ ένα τέτοιο οικοδόμημα ήταν και ο πύργος του (αρσανάς) στην παραλία της Νέας Ηρακλείτσας, του οποίου ο στρατηγικός σκοπός ήταν προφανής.

Η επικοινωνία του Μετοχίου με τη Ρωσία και ο εφοδιασμός του γινόταν μέσω του αρσανά του, στην παραλία της Νέας Ηρακλείτσας, από ατμόπλοια που έρχονταν απευθείας από την Οδησσό και μετέφεραν εφόδια και στα Ρωσικά Μοναστήρια του Αγίου Όρους.

Ήδη πριν το έτος 1877 πέρασε από την περιοχή του Νουζλά ο Νικόλαος Φιλιπίδης ο οποίος, σε άρθρο του στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, α’ τόμος, του έτους 1877, υπό τον τίτλο «Περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως», αναφέρεται στο Μετόχι ως εξής: «Νοζηλά και Νοσηλά (η). Το χωρίον τούτο προς μεσημβρίαν του Παγγαίου, και παρά την θάλασσαν κείμενον ηγοράσθη παρά τινος Βέη Οθωμανού εκ Δράμας, αντί αδροτάτης τιμής, υπό των υπό τον γηραιόν Άθω καταλυσάντων και δια πολλών μηχανορραφιών κατακτησάντων τας οποίας ήδη κατέχουσιν εν τη αγιωνύμω και Ελληνικωτάτη εκείνη χώρα θέσεις, Ρώσων ρασοφόρων, επί σκοπώ, ον πάνυ ευμαρώς δύναταί τις να μαντεύση. Επί του παρόντος διαμένουσι αυτόθι πεντήκοντα περίπου Ρώσοι μοναχοί! Η Νοζηλά κείται επί χλοερού και τερπνού λεκανοπεδίου, έχουσα άφθονα ύδατα και απέχει μίαν και ημίσειαν ώραν του Πραβίου».

Λίγο πριν το 1886 πέρασε επίσης από την περιοχή ο Έλληνας ταγματάρχης του Μηχανικού, Νικόλαος Θ. Σχινάς, ο οποίος το 1886 εξέδωσε στην Αθήνα την αναφορά του, με τίτλο «Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας», συνταχθείσα, όπως στο εξώφυλλό του ρητά ανέφερε, «τη εντολή του επί των στρατιωτικών Υπουργού». Αυτός, αναφερόμενος στο Μετόχι, αναφέρει τα εξής: «Από της προς βορράν ακτής του λιμένος Ελευθερουπόλεως (ενν. της Νέας Ηρακλείτσας), παρά τη οποία υπάρχει φρέαρ μετ’ αντλίας, καλή οδός, διερχομένη δια δάσους και αγρών, μετά ¾ ώρας φέρει εις ρωσικόν μετόχιον, εκ τούτου δε φέρουσιν, αμαξιτή οδός εις την εντός του αυτού λιμένος αποβάθρα (αρσανάν) και ημιονική εις Καβάλλαν. Επί των σκοπώ διαδόσεως πανσλαβιστικών ιδεών ηγόρασαν αδρώς οι Ρώσσοι, παρά του εν Δράμα οθωμανού Ηλιάζ βέη, το κατά την θέσιν ταύτην τσιφλίκιόν του, Νουσλά καλούμενον. Επ’ αυτού αλλ’ ουχί εις οχυράν θέσιν, διότι προσβάλλεται ου μόνον από θαλάσσης αλλά και υπό των υπερκειμένων αυτού υψωμάτων του όρους, εις τους πρόποδας του οποίου κείται, ανήγειραν μετόχιον, έχον καλόν και πολυτελή ναόν, μετά πολλών στερεών οικοδομών και ενεκατέστησαν συνάμα και σιδηρουργείον, ξυλουργείον, αμαξοπηγείον, δύο ιππομύλους, δύο κλιβάνους, αποθήκας εισοδημάτων και νομής και σταύλους 500 κτηνών. Διαμένουσιν εν τω μετοχίω τούτω 80 μοναχοί Ρώσοι και 100 χριστιανοί καλλιεργηταί, έχοντες ου μόνον άπαντα τ’ αναγκαιούντα αυτοίς, άτινα δια ρωσσικού του μετοχίου πλοίου μεταφέρονται κατ’ έτος εξ Οδησσού, αλλά και καλόν οπλισμόν και πολεμοφόδια, 40 κτήνη και 6 αμάξας, ων μία επιβατών, συρομένας δι’ ίππων».

Από την ενδιαφέρουσα αυτή περιγραφή, εκείνο που μένει σαν πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι στην υπηρεσία του Μετοχίου υπήρχαν περί τους 100 χριστιανούς καλλιεργητές, που συνέχισαν, ούτως ειπείν, την υπό καθεστώς δουλοπαροικίας εκμετάλλευση του τσιφλικιού από τους προγενέστερους κτήτορές του, Οθωμανούς μπέηδες ή ανεξάρτητους Κονιάρους καλλιεργητές.

Τέλος, σχετικά επίσης με την ρωσική πολιτική στην περιοχή μας και στο Άγιο Όρος, περί το τέλος του 19ου αιώνα, ενδιαφέροντα είναι και όσα στην ανακοίνωσή του, στα πλαίσια του Β’ τοπικού συμποσίου «Η ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ», περιέλαβε ο θεολόγος καθηγητής κ. Σωκράτης Ν. Καπλανέρης, αντληθέντα από τα έγγραφα του προξένου της Αυστρίας στην Καβάλα στα έτη 1872-1885, τα οποία βρίσκονται σήμερα στα Αυστριακά Αρχεία, στα οποία απλώς αναφερόμαστε.

Στα έτη 1898-1900 η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα του Αγίου Όρους διεξήγαγε σοβαρούς δικαστικούς αγώνες με την Οθωμανική Κυβέρνηση, η οποία ήθελε να καταλάβει το Μετόχι με τα κτήματά του, χαρακτηρίζοντάς το σαν «μαχλούλι», δηλαδή αδέσποτο κτήμα. Τα Δικαστήρια δικαίωσαν την Σκήτη, αλλά το έτος 1901 οι περίοικοι του Μετοχίου Οθωμανοί Κονιάρηδες κατέλαβαν αυθαίρετα ένα σημαντικό τμήμα των κτημάτων του Μετοχίου.

Γύρω στα 1900 το Μετόχι είχε περί τους 100 μοναχούς, εκείνο όμως που πρέπει να ομολογήσουμε είναι, αφενός μεν ότι οι σχέσεις του με τους γύρω απ’ αυτό κατοικούντες υπόδουλους Έλληνες ήταν καλές, αφετέρου δε ότι ήταν παροιμιώδης, όπως αφηγούνταν οι γέροντες της Ελευθερούπολης και των Ελευθερών, η φιλοξενία των Ρώσων μοναχών, ακόμη και στη διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής της περιοχής, (1913 και 1916, αντίστοιχα).

Περί το έτος 1905 περιόδευσε στην περιοχή ο Γεώργιος Χατζηκυριάκου, ο οποίος, στο έργο του «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)», περιέγραψε ως εξής την πορεία του προς τις Ελευθερές: «Πριν ή καταλήξωμεν εις ταύτην (ενν. τις Ελευθερές) διερχόμεθα εκ τερπνής παραλιακής κοιλάδος, εν η ίδρυται μετόχιον της εν Άθω Ρωσσικής μονής, περιλαμβάνον ουχί σμικράς εκτάσεως γαίας και δάση. Ημίωρος αμαξητός δρόμος άγει εξ αυτού εις μικρόν και ασφαλή λιμένα, (ενν. αυτόν της Νέας Ηρακλείτσας), ον ως επίνειον αυτού ανέδειξαν οι Ρώσσοι μοναχοί  Εν γένει το μετόχιον τούτο, η διακρίνουσα τους Ρώσσους μοναχούς ήρεμος πρόνοια κατέστησε τερπνόν ενδιαίτημα και ασφαλές ορμητήριον. Μετά ώρας εκ του μετοχίου τούτου πορείαν φθάνομεν εις Ελευθεράς..»

Το 1913 ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής του Γυμνασίου Βόλου, στο έργο που εξέδωσε στην Αθήνα κατά το έτος εκείνο, με τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων Ελληνικών χωρών: Ηοείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών», αναφέρει τα εξής: «Εκ Πραβίου ο περιηγητής έρχεται ή εις Καβάλλαν δια της παρά το τέναγος των Φιλίππων αμαξιτής οδού εντός 2 ½ ωρών ή λαμβάνει την δια της κοιλάδος Συμβόλου και Παγγαίου, ην βρέχει ο χείμαρρος Λιβάδι εις τον κόλπον του Στρυμόνος άγουσαν ή την παραλιακήν δια Νουζλά – Ελευθερουπόλεως, (εδώ ως Ελευθερούπολη ο συγγραφέας εννοεί τις Ελευθερές, όπου βρισκόταν η βυζαντινή Ελευθερούπολις)… Προχωρών τις ΜΔ δια της παρά την θάλασσαν οδού δια Νουζλά φθάνει εις Ελευθερούπολιν (Ελευθεραί), αλλά πριν ή φθάσωμεν εις αυτήν διερχόμεθα δια του πλουσίου Μετοχίου της εν Αγίω Όρει ρωσσικής Μονής του Αγίου Παντελεήμονος (δύναταί τις να διανυκτερεύση). Το Μετόχιον τούτο περιλαμβάνει πολλά συνεχόμενα οικοδομήματα, ευπρεπώς ωκοδομημένα, μετά γαιών και δασών απεράντων. Εκ τούτου οδός δενδρόφυτος κατάγει εις τον λιμένα παρά το χωρίον Νουζλά, (εννοεί το λιμάνι της Νέας Ηρακλείτσας), τας νησίδας ων η μεν καλείται Κιζήλ αδά (ερυθρά νήσος), κατασκευασθέντα υπό των Μοναχών του Μετοχίου, προς εξυπηρέτησιν των συμφερόντων αυτών».

Το 1913, επίσης, ο Μελέτιος Μεταξάκης, στη σελίδα 132 του έργου του για το Άγιον Όρος έγραφε ότι «το εις τον μυχόν του κόλπου των Ελευθερών παρά την Καβάλλαν Μετόχιον της Σκήτης του Αγίου Ανδρέου είναι έν των μεγαλυτέρων τσιφλικίων της περιφερείας του Παγγαίου, με πλουσίας παντοειδείς εγκαταστάσεις, επί του παρόντος μόνο γεωργικάς».

Στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων η περιοχή του Αγίου Ανδρέα και των Ελευθερών έγινε θέατρο σκληρών επιχειρήσεων μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων, για τις οποίες δεν είναι εδώ  ο κατάλληλος χώρος παράθεσης, αλλά των οποίων μια ιδέα παρέχει το μνημείο των πεσόντων, που έχει ανεγερθεί πάνω στην οδό Ελευθερούπολης – Ελευθερών, λίγο πριν τις Ελευθερές, προς τιμή των πεσόντων στη μάχη της Βαζόπετρας, η οποία έλαβε χώρα στις 26 Απριλίου του 1913.

Όταν στα 1916 διατάχθηκε το 63ο Σύνταγμα Πρεβέζης του Ελληνικού στρατού ν’ αποχωρήσει αμέσως από την έδρα του, στην περιοχή της Μεσωρόπης του Παγγαίου και να επιβιβαστεί στα πλοία, στον λιμένα των Ελευθερών, για να μη συλληφθεί αιχμάλωτο, ο Ηγούμενος του Μετοχίου, που λεγόταν κι αυτός Βαρνάβας, παρέθεσε στους αξιωματικούς γεύμα, με συναγρίδες που είχαν ψαρέψει οι ίδιοι οι μοναχοί, στη διάρκεια του οποίου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους Έλληνες αξιωματικούς η γνώση του Ηγουμένου σε στρατιωτικά θέματα.

Στο Μετόχι αυτό, όταν μετά την Μικρασιατική καταστροφή αναδιοργανώθηκε ο ελληνικός στρατός, από τον Πάγκαλο, είχε την έδρα του επιτελείου του ο Στρατηγός Κονδύλης, περιμένοντας να επιβιβασθεί στα πλοία και να επιτεθεί.

Στα κτήματα του Μετοχίου, επειδή ο Βενιζέλος, θέλοντας  να συνυπογράψει με την Τουρκία τη συνθήκη της Λωζάνης, διέταξε να πάψει κάθε πολεμική προετοιμασία εναντίον της Τουρκίας, ο ίδιος ο προαναφερθείς στρατηγός Κονδύλης σύναξε τους στρατιώτες του και τους μίλησε, αποκαλώντας τον Βενιζέλο «Ιούδα», για να εισπράξει τις έντονες διαμαρτυρίες των Κρητών στρατιωτών του, ενώ από την σκάλα ελλιμενισμού του Μετοχίου, στην παραλία της Νέας Περάμου, ο ίδιος επιβιβάστηκε σε πλοίο κι αναχώρησε για τον Πειραιά, προκειμένου να σπεύσει να υποβάλει την παραίτησή του, όπως όλα αυτά τ’ αφηγήθηκε ο άλλοτε Δήμαρχος Ελευθερούπολης, Δήμιος Δημάδης, που ήταν αυτήκοος μάρτυράς τους, στον δικηγόρο και ιστορικό της Ελευθερούπολης, Ανδρέα Κ. Παπανδρέου.

Η παρακμή των ρωσικών ιδρυμάτων του Αγίου Όρους και, συνακόλουθα και του Μετοχίου τους στην περιοχή μας φάνηκε αμέσως μετά την πτώση της Τσαρικής Ρωσίας. Τα ρωσικά ατμόπλοια δεν ξαναφάνηκαν στον κόλπο της Νέας Ηρακλείτσας, οι μοναχοί περιορίστηκαν σε όσα παρήγαν τα κτήματά τους και η θάλασσα κι έτσι το Μετόχι παρήκμασε και το 1919 εγκαταλείφθηκε, όταν οι μοναχοί του εκδιώχτηκαν, κακήν κακώς, από τους «κρατούντες» της εποχής εκείνης, εξορισθέντες στην Βουλγαρία, (σύμφωνα με την άποψη του Αιμιλίου Μαυρουδή, στο πρόσφατα εκδοθέν έργο του «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ»), αφού προηγούμενα τους μετέφεραν σιδηροδέσμιους, ως κακούργους, στην Καβάλα. Εδώ, πράγματι, αξίζει να παραθέσουμε όσα αναφέρει ο Γεώργιος Κουκλιάτης, στην Ανακοίνωση που περιέλαβε στον 6ο, τιμητικό τόμο Αποστόλου Ε. Βακαλόπουλου της περιοδικής έκδοσης της Θασιακής Ένωσης Καβάλας «ΘΑΣΙΑΚΑ» (σελ. 95): «Σε γράμμα του μακαριστού γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτου, ο οποίος, πριν γίνει ηγούμενος της Μονής Διονυσίου (του Αγίου Όρους) παρέμεινε στο μετόχι αυτής «Άγιο Ιωάννη» στο Ορφάνι Καβάλας για 13 χρόνια, γράφει σχετικά: «Καβάλα, 16-6-1919. Προς τον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου…. Οι σήμερον όμως ιθύνοντες τα πράγματα, εμφορούμενοι υπό αντιθρησκευτικών ιδεών προσπαθούσι παντί σθέσει εις την διάλυσιν κάθε ευαγούς ιδρύματος, ως έπραξαν και χθες, εκδιώξαντες βία τους εν τω εν Ελευθεραίς Ρωσικώ Μετοχίω μοναχούς και τους οποίους έφερον ενταύθα ως τινάς κακούργους υπό συνοδείαν..».

Το 1923, μετά την Συνθήκη της Λωζάνης του 1922, Έλληνες πρόσφυγες, κυρίως ποντιακής καταγωγής, ήλθαν κι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή όπου βρισκόταν το άλλοτε ακμαίο ρωσικό Μετόχι, ενώ στη γειτονική Νέα Ηρακλείτσα εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Το Κράτος έπρεπε να βρει τρόπους αποκατάστασης όλων αυτών των πονεμένων Ελλήνων κι έτσι το 1924 απαλλοτρίωσε τα κτήματα του Μετοχίου, για να τα διανείμει στη συνέχεια στους πρόσφυγες των δύο νεοϊδρυθέντων γειτονικών χωριών, απέμεινε δε μόνο το Καθολικό (ο Ναός) του Μετοχίου, τιμώμενο στη μνήμη του Αγίου Ανδρέα, από το οποίο πήρε το όνομα το νέο προσφυγικό χωριό, το οποίο αποτελούσε την μοναδική εκκλησία του σημερινού χωριού του Αγίου Ανδρέα μέχρι το 1960 κι από το οποίο σήμερα δεν σώζονται παρά λίγα ερείπια, παρόλο που θα ήταν φόρος τιμής στην μακραίωνη ιστορία του τόπου αυτού η αναστήλωσή του. Τέλος, την εξαφάνιση των ιχνών του Μετοχίου συντόμευσε η ανάγκη των προσφύγων για οικοδομικό υλικό, το οποίο αυτοί έλαβαν, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γερόντων, από τα μεγάλα κτίρια αυτού.

Όσον αφορά τους κατοίκους της περιοχής του σημερινού Αγίου Ανδρέα, αφού υπενθυμίσουμε και πάλι όσα αναφέραμε σχετικά με τους χριστιανούς κολήγους που εργάζονταν παλιότερα στα κτήματα των Οθωμανών τσιφλικάδων και στη συνέχεια στην υπηρεσία του ρωσικού Μετοχίου και τους οθωμανούς Κονιάρους (από την περιοχή του Ικονίου της Ανατολικής Μικράς Ασίας καταγομένους), σημειώνουμε ότι  το 1920 ήδη κατοικούσαν εδώ 120 κάτοικοι, (προφανώς Οθωμανοί), μετά όμως την έλευση των προσφύγων ο πληθυσμός αυξήθηκε κι έτσι το 1940 κατοικούσαν εδώ 335 κάτοικοι, το 1951 389, το 1961, 353 και στην απογραφή της 17ης-3-1991, 282 κάτοικοι.

Το 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ο οικισμός του Νουζλά, (ουσιαστικά οι μοναχοί του Μετοχίου, οι εργαζόμενοι σ’ αυτό και οι απομείναντες Οθωμανοί), μαζί με τους οικισμούς Ελευθερών, Δρέζνας, Τσιούστης, Κοτσκάρι, Καλιά – τσιφλίκ Ελευθερών υπήχθη στην κοινότητα Ελευθερών, το 1928 μετονομάσθηκε επίσημα, από Νουζλά σε Άγιο Ανδρέα και το 1934, με Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ – τεύχος 3 του 1935, αναγνωρίσθηκε ως ξεχωριστή κοινότητα.

ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ   

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α) ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Γιαννικόπουλου Ι. Δ., ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ, έκδοση της Δημοτικής Επιχείρησης Τουρισμού.

Ευαγγελίδου Τρύφωνος, «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, ήτοι ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και αρχαιολογική περιγραφή των νέων Ελληνικών χωρών: Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, νήσων και οδηγός σαφής και ακριβής των ταξιδιωτών και περιηγητών», Αθήνα, 1913.

Κουκλιάτη Γεωργίου, Τα μετόχια του Αγίου Όρους στην Καβάλα και την Θάσο, Ανακοίνωση στον έκτο, τιμητικό τόμο Αποστόλου Α’ Βακαλόπουλου, της περιοδικής έκδοσης της Θασιακής Ένωσης Καβάλας «ΘΑΣΙΑΚΑ»

Μαυρουδή Αιμιλίου, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ»,

Παπανδρέου Κ. Ανδρέα, Το ρωσικό μετόχι στο Νουζλά Παγγαίου, άρθρο στο Μακεδονικό Ημερολόγιο του 1972.

Πετρόχειλου Ιωακείμ, Ρωσική πολιτική στο Άγιον όρος τον 19ον αιώνα, ανακοίνωση στο Α΄ τοπικό συμπόσιο με θέμα Η ΚΑΒΑΛΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ, σελίδες 405 επόμ.

Σμυρνάκη Γεράσιμου, Το Άγιον Όρος, Φωτοτυπική ανατύπωση από την έκδοση του έτους 1903, εκδόσεις ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, Καρυές Αγίου Όρους, 1988.

Σχινά Θ. Νικολάου, «Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας», Αθήνα, 1886.

Τουφεξή Χαραλάμπου, Ο Άγιος Ανδρέας Παγγαίου, άρθρο στην εφημερίδα της Καβάλας ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ της 12ης-12-1983.

Φιλιππίδη Νικολάου, άρθρο στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ, α’ τόμος, έτους 1877.

Χατζηκυριάκου Γεωργίου, «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)»,

Χουλιαράκη Μιχαήλ, Γεωργική, Διοικητική και Πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971, τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, 1975.

Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων – τόμος 20 Νομός Καβάλας, Αθήναι, 1962.

Β) ΞΕΝΗ

Actes de Kutlumus, Paris 1946, αρ. 46, 14, 15 

Collart Paul,  Philippes, ville de la Macedoine, des ses origins jusqua la fin de l’ époque romain”.

Paysages de Macedoine, leurs caracteres a travers les documents et les recits des voyageurs, σύγγραμμα του Κέντρου Έρευνας της Ιστορίας και του Πολιτισμού του Βυζαντίου, (Centre de recherches, dhistoire et civilization de Byzance), που ανήκει στο College de France, (έκδοση De Boccard, Paris, 1986).

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015


ΛΙΓΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ, ΓΙΑ ΤΑ ΤΕΝΑΓΗ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ.

 

Στη θέση του σημερινού, απέραντου κάμπου των Φιλίππων, που διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα τύρφης στη γη, εκτεινόταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ένα μεγάλο έλος, τα «τενάγη των Φιλίππων», η πλήρης αποξήρανση του οποίου, με την κατασκευή μιας κεντρικής αποστραγγιστικής τάφρου, (σήμερα, «κεντρικό κανάλι») και πολλών μικρότερων τάφρων, η διευθέτησή του και η χάραξη αγροτικών δρόμων και αγρών σ’ αυτό, που έγιναν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, επέτρεψαν στο Ελληνικό Κράτος να διαμοιράσει, ως αγροτικούς κλήρους, τους αγρούς που σχηματίστηκαν, στους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν εγκατασταθεί στις γύρω από τη νέα αυτή πεδιάδα κωμοπόλεις και χωριά.

Πριν όμως από το 1930 μία μόνο αξιόλογη προσπάθεια αποξήρανσης ενός σημαντικού τμήματος του έλους των Φιλίππων είχε επιχειρηθεί, από τον Φίλιππο τον Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, ο οποίος, θέλοντας, στη θέση του θρακικού πολίσματος των Κρηνίδων, (το όνομα των οποίων είχε προέλθει από τη λέξη κρήνη, που δείχνει ότι η περιοχή είχε - κι εξακολουθεί να έχει μέχρι σήμερα - άφθονα νερά και το οποίο, μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν καταλάβει κι αποικίσει Θάσιοι άποικοι, μ’ επικεφαλής τον εξόριστο Αθηναίο στρατηγό Καλλίστρατο), να δημιουργήσει μια νέα, σημαντική, Μακεδονική πόλη, που της έδωσε τελικά τ’ όνομά του, αντιλήφθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν, με τα έλη να φθάνουν μέχρι τις παρυφές της και χωρίς αυτή να διαθέτει καλλιεργήσιμη γη.

Πράγματι, ο Φίλιππος, διαβλέποντας, ευθύς εξ αρχής, τη μεγάλη σπουδαιότητα της σημερινής πεδιάδας των Φιλίππων, αποξήρανε και παρέδωσε στην καλλιέργεια μεγάλα τμήματα του απέραντου τότε έλους των Φιλίππων. Για το σπουδαίο αυτό έργο ο Θεόφραστος, στην "περί φυτών αιτίας" εργασία του, μιλώντας για την περιοχή αυτή, που την γνώριζε πολύ καλά, αφού είχε κτήμα στην περιοχή των Σταγείρων, μιλάει ως εξής για την αποξήρανση του έλους, που έλαβε χώρα τον 4ο αιώνα π.Χ. και η οποία χρειάστηκε να περάσουν άλλα 2.300 χρόνια για να ολοκληρωθεί, στη δεκαετία του 1930, από το νεώτερο Ελληνικό κράτος: «Στους Φιλίππους παλαιότερα είχε περισσότερους παγετούς, τώρα δε, επειδή αποστραγγίστηκαν τα νερά και το έδαφος καλλιεργείται, έχει πολύ λιγότερους. Κι ο αέρας είναι πιο αραιός (ξηρός) και γιατί αποστραγγίστηκαν τα νερά και γιατί το έδαφος υπόκειται σε κατεργασία. Διότι εκείνη η περιοχή η οποία παραμένει χέρσα, και πιο ψυχρή είναι και πιο πυκνό (υγρό) αέρα έχει, γιατί είναι δασωμένη κι ούτε οι ακτίνες του ηλίου φθάνουν εύκολα προς αυτήν, ούτε οι άνεμοι πνέουν, ενώ συνάμα αυτή (η περιοχή) έχει και πολλά νερά, τρεχούμενα ή στάσιμα. Τούτο συνέβαινε και γύρω από τις Κρηνίδες όταν τις κατοικούσαν οι Θράκες, γιατί όλη η πεδιάδα ήταν γεμάτη με δένδρα και νερά.».

Παρατίθεται στη συνέχεια αυτούσιο αυτό το τόσο σημαντικό, όχι μόνο για την ιστορία της περιοχής, αλλά και για την ιστορία του παγκόσμιου κλίματος, κείμενο του Θεοφράστου: «Έν τε Φιλίπποις πρότερον μεν μάλλον εξεπήγνυντο, νυν δ’ επεί καταποθείς εξήρανται το πλείστον, ή τε χώρα πάσα κάτεργος γέγονεν ήττον πολύ. Καίτοι λεπτότερος ο αήρ, δι’ άμφω, και δια το ενεξηράνθαι το ύδωρ και δια το κατειργάσθαι την χώραν. Η γαρ αργός, ψυχροτέρα και παχύτερον έχει τον αέρα, δια το υλώδης είναι και μήτε τον ήλιον ομοίως διικνείσθαι, μήτε τα πνεύματα διαπνείν, άμα δε και αυτήν έχειν υδάτων συρροάς και συστάσεις πλείους. Ό και περί τας Κρηνίδας ήν, των Θρακών κατοικούντων. Άπαν γαρ το πεδίον δένδρων πλήρες ήν και υδάτων. Οπότε νυν μάλλον πρότερον εκπήγνυσιν, εξηραμμένων των υδάτων, ου την λεπτότητα του αέρος αιτιατέον ως τινές φασιν».

Στο πιο πάνω σημαντικό κείμενο αναφέρθηκε ιδιαίτερα ο μεγάλος ανασκαφέας των Φιλίππων, αρχαιολόγος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, Collart, στις σελίδες 41 και 185 του έργου του, «Philippes, ville de la Macedoine, dcepuis ses origins jusqua la fin de l’ époque romain”, λέγοντας ότι ο Πλίνιος, στο έργο του «Φυσική Ιστορία», αναφερόμενος στον ιστορικό Μαρσύα από τους Φιλίππους, έλεγε ότι αυτός είχε προσελκυσθεί, παρόλο που ήταν ιστορικός, από το ενδιαφέρον που παρουσίαζε η ιδιαίτερη πατρίδα του για τους βοτανολόγους. Έγραψε, επίσης, ο Collart, ότι «το βοτανολογικό ενδιαφέρον της περιοχής των Φιλίππων «αποτελεί τη αιτία για την οποία συχνά αυτή η περιοχή μνημονεύθηκε εκείνη την εποχή, (ενν. τον 4ο αιώνα π.Χ.) κι η ίδια αυτή περιοχή αποτέλεσε το πεδίο των παρατηρήσεων του Θεόφραστου. Είναι βέβαιο ότι αυτός ο συγγραφέας πρέπει να διέμεινε στους Φιλίππους, γιατί γνώριζε την ποιότητα του εδάφους τους, όπου τα φυτά μπορούν κι αναπαράγονται χωρίς αλλοιώσεις, όπου μπορούν και φύονται οι ιτιές με μια ασυνήθιστη ζωηράδα, όπου μεταφυτεύθηκαν και καλλιεργούνται τα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, που βρήκαν οι κάτοικοι της πόλης στο Παγγαίο. Γιατί αυτός (Θεόφραστος) είναι καλά πληροφορημένος για τις ιδιαιτερότητες του κλίματος της περιοχής αυτής, οι οποίες, για έναν αναγνώστη όχι καλά πληροφορημένο, μοιάζουν αδιανόητες: Για τον βίαιο άνεμο που σηκώνεται κάθε μέρα, γύρω στο μεσημέρι και σκληραίνει τα κουκιά, αποσπώντας τα από τα στελέχη τους. Για την βλαβερή ακινησία του αέρα κατά τις νυχτερινές ώρες, στα χαμηλότερα σημεία του έλους. Για τις πηγές που είδε ο ίδιος ο Θεόφραστος κοντά στα μεταλλεία του Παγγαίου και των οποίων η παροχή διαφέρει ανάλογα με την εποχή, (τούτο μας το μετέφερε κι ο Αθήναιος, ως εξής, «εν δε Θράκη περί το Πάγγαιον ιστορεί Θεόφραστος είναι κρήνην, αφ’ ης ταυτό γέμον ύδατος αγγείον ιστάμενον χειμώνος, έλκειν διπλάσιον αριθμόν ή θέρους»). Σχετική, εξ άλλου με το κλίμα είναι κι η σπουδαία πληροφορία που μας δίνει ο Θεόφραστος, όταν αναφέρεται στη γόνιμη δραστηριότητα των Μακεδόνων αποίκων της πόλης των Φιλίππων: Ενώ κατά την εποχή των Θρακών και της κώμης των Κρηνίδων, λέει, η πεδιάδα ήταν ακόμη σκεπασμένη από δένδρα και νερά και η χέρσα γη διατηρούσε το κρύο και την υγρασία, χάρη στην αποξήρανση του έλους και τη βελτίωση της καλλιέργειας της γης, οι συνθήκες ζωής έγιναν πιο υγιεινές».

Αλλά κι ο αείμνηστος έφορος αρχαιοτήτων Δημ. Λαζαρίδης, στο έργο του «οι Φίλιπποι», που εκδόθηκε το 1956, έγραφε ότι «ο Θεόφραστος, πού γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή των Φιλίππων, μας πληροφορεί πώς στον 4° π.Χ. αιώνα, με την εγκατάσταση των Μακεδόνων αποίκων, εκτελείται ένα τεράστιο πλου­τοπαραγωγικό έργο: ή αξιοποίηση των τεναγών της πεδιάδας, πού ως τότε ήταν σκεπασμένη με νερά και δέντρα. Τα αποξηραντικά έργα, πού έγιναν τότε, είχαν σαν αποτέλεσμα και την καλυτέ­ρευση του κλίματος. Η πληροφορία του Θεοφράστου βεβαιώνεται κι' από μια ακρωτηριασμένη επιγραφή της εποχής του Μεγάλου Αλε­ξάνδρου, πού βρέθηκε στις ανασκαφές των Φιλίππων. Τα κομμά­τια της επιγραφής αυτής εκτίθενται στο Μουσείο της Καβάλας».

Το 42 π.Χ., πολύ κοντά στην πόλη των Φιλίππων, στον αποξηραμένο από τον Φίλιππο κάμπο τους, η ιστορία επιφυλάσσει στην περιοχή μια προνομιακή μεταχείριση, που σφραγίζει ανεξίτηλα την πορεία της. Έξω από τα παλιά μακεδονικά τείχη των Φιλίππων παίζεται η τελευταία πράξη του δράματος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αφού εκεί οι δημοκρατικοί Ρωμαίοι με στρατηγούς τον Βρούτο και τον Κάσσιο αντιμετωπίζουν τους οπαδούς της Μοναρχίας υπό τον Αντώνιο, τον Οκταβιανό (μετέπειτα Καίσαρα Αύγουστο, πρώτο Αυτοκράτορα των Ρωμαίων) και τον Λέπιδο, στην περίφημη μάχη των Φιλίππων, όπου ηττώνται οι δημοκρατικοί, αυτοκτονούν οι επικεφαλής αυτών και ξεκινά για τη Ρώμη η Αυτοκρατορική περίοδος διακυβέρνησής της. Μέσα στον κάμπο διακρίνεται ακόμη και σήμερα ο χαμηλός λόφος, στον οποίο οι δημοκρατικοί Ρωμαίοι είχαν στήσει το στρατόπεδό τους.

Μια ενδιαφέρουσα περιγραφή των ελών της περιοχής των Φιλίππων μας δίνει επίσης ο ανασκαφέας της βυζαντινής πόλης των Φιλίππων, Paul Lemerle στο έργο του «Philippes et la Macedoine orientale a l’ époque chretienne et byzantine», βασισμένος σε κείμενα του Καντακουζηνού: Αναφερόμενος στη χρονική περίοδο μετά τον θάνατο του Σέρβου κράλλη Στεφάνου Δουσάν, που είχε κατακτήσει την Ανατολική Μακεδονία, πλην της Χριστουπόλεως (σημερινής Καβάλας) και είχε εγκαθιδρύσει εδώ το εφήμερο Σερβικό κράτος του, με έδρα τις Σέρρες και ειδικότερα στο έτος 1355 και στην διαμάχη για την εξουσία, ανάμεσα στο νόμιμο αυτοκράτορα Ιωάννη 5ο Παλαιολόγο και τον διεκδικητή του θρόνου, Ματθαίο Καντακουζηνό, μας λέει τα εξής, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για την περιοχή των Φιλίππων: «Το έτος εκείνο ο Ματθαίος Καντακουζηνός, επικεφαλής μιας στρατιάς που την αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά Τούρκοι και αυτόχθονες Έλληνες, που είχαν στρατολογηθεί στο Θέμα του Βολερού, (σημειώνουμε εδώ ότι ήταν η πρώτη φορά που οι Τούρκοι πατούσαν τα χώματα της Ανατολικής Μακεδονίας, φερμένοι, δυστυχώς, από έναν Έλληνα, διεκδικητή του βυζαντινού θρόνου!) διέσχισε τις στενές διόδους της Χριστουπόλεως και διείσδυσε στην περιοχή που ανήκε στον (Σέρβο) καίσαρα Βόϊνα, ληστεύοντας και καταστρέφοντας τα χωριά που βρίσκονταν γύρω από τους Φιλίππους, τα οποία ήταν μεν Ελληνικά, αλλά ήταν από πολύ καιρό υποταγμένα στους Σέρβους. Ο Βόϊνα υποχώρησε από τη Δράμα (όπου ήταν εγκατεστημένος) στις Σέρρες, κοντά στις οποίες έλαβε χώρα μια σύγκρουση, στην οποία τα στρατεύματα του Ματθαίου νίκησαν τους Σέρβους. Στη συνέχεια ο Ματθαίος εγκατέστησε το στρατόπεδό του δίπλα στον Πάνακα (Αγγίτη) ποταμό, όπου, όμως, έλαβε χώρα ένα συμβάν, που έμελλε να είναι μοιραίο γι’ αυτόν: Οι στρατιώτες του εξέλαβαν ως Σερβικό στράτευμα ένα φιλικό προς τον Ματθαίο τμήμα στρατού, το οποίο επέστρεφε από λεηλασία και καταληφθέντες από ξαφνικό πανικό, τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν. Πήραν το δρόμο προς την κατεύθυνση των Φιλίππων, γιατί πίστευαν ότι αν τους προλάβαινε η νύχτα και οι κάτοικοι των Φιλίππων αντιλαμβάνονταν τη φυγή τους, τίποτε δεν θα μπορούσε να εμποδίσει τον ολοκληρωτικό όλεθρό τους: Οι κάτοικοι των Φιλίππων που κατείχαν το πέρασμα, (ανάμεσα στα έλη και στην πόλη τους), δεν θα τους επέτρεπαν να περάσουν στη Θράκη και ο Σερβικός στρατός θα τους σφαγίαζε. Σ’ αυτό το σημείο ο (συγγραφέας) Καντακουζηνός, για να εξηγήσει τον πανικό των Τουρκικών στρατευμάτων, κάνει μια περιγραφή της περιοχής των Φιλίππων, που είναι η πιο ακριβής την οποία ένας ιστορικός θα μπορούσε να μας αφήσει…: «Επί τινος γαρ υπωρείας της Φιλιππησίων πόλεως κειμένης, το μεν υπέρ την πόλιν άβατόν εστι δια σκληρότητα, φάραγξι βαθείαις και κρημνοίς και πέτραις περιειλημμένον, το δ’ υπό την πόλιν λείον ον, τέναγός εστι και τέλμα βαθύ, ελώδες και ύδασι πολλοίς κατάρρυτον. Στενή δε τις δίοδός εστι μεταξύ της πόλεως και του τενάγους», (δηλαδή, επειδή η πόλη των Φιλίππων βρίσκεται σε μια υπώρεια, το μεν έδαφος πάνω από την πόλη είναι αδιάβατο, εξ αιτίας του ότι είναι βραχώδες και περιβάλλεται από βαθιά φαράγγια, γκρεμούς και βράχους, το δε έδαφος κάτω από την πόλη, που είναι λείο, αποτελεί ένα βαθύ τέναγος, ελώδες και γεμάτο με πολλά νερά. Κι υπάρχει μια στενή δίοδος, ανάμεσα στην πόλη και στο τέναγος). Σ’ αυτό ακριβώς το στενός πέρασμα, (λοιπόν), ανάμεσα στα τείχη της πόλης και στο έλος, οι φυγάδες έλπιζαν να φθάσουν, χωρίς να προσελκύσουν την προσοχή των κατοίκων. Ένας μικρός όμως αριθμός τους μόνο το πέρασε, ενώ οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν. Οι Έλληνες (της περιοχής) πήραν μέρος σ’ αυτή την κατατρόπωση των Τούρκων (μισθοφόρων) κι οι προσπάθειες του Ματθαίου Καντακουζηνού δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν αυτή τη συμμετοχή. Ο Βόϊνα και το Σερβικό στράτευμα των Σερρών αγνοούσαν τι είχε συμβεί, αλλά οι Σέρβοι που κατοικούσαν στα χωριά γύρω από τους Φιλίππους έσπευσαν κι έπεσαν πάνω στους φυγάδες, τους οποίους ο Ματθαίος επιδίωξε μάταια να προστατεύσει. Ο βασιλέας ο ίδιος, (δηλ. ο Ματθαίος), θέλοντας να προστατέψει τον ίδιο του τον εαυτό, πλησίασε κι αυτός τους Φιλίππους. Το άλογό του, εξαντλημένο από τις επιθέσεις και τις αδιάκοπες εφόδους, έπεσε. Ο βασιλέας βρέθηκε σε απελπιστική κατάσταση μέχρις ότου ένα μέλος του βασιλικού οίκου, ονόματι Κυπαρισσιώτης, ο οποίος ήταν άνθρωπος που ελάχιστη σχέση είχε με τον πόλεμο και τις μάχες, ήταν όμως πολύ μορφωμένος, έκανε αυτό που μπορούσε να κάνει για να τον σώσει: Κατέβηκε από το άλογό του και το έδωσε στον βασιλέα, εκθέτοντας τον εαυτό του σε ολοφάνερο, θανάσιμο κίνδυνο. Αυτόν, πράγματι, τον συνέλαβαν σύντομα οι Σέρβοι κι έμεινε για λίγο καιρό φυλακισμένος απ’ αυτούς, μέχρις ότου απελευθερώθηκε, χάρη στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, (που ήταν ίδιες μ’ αυτές με των Σέρβων). Έτσι ο βασιλέας έφθασε μόνος στους Φιλίππους, όμως βρήκε το στενό πέρασμα κατειλημμένο από τόσους πολλούς ανθρώπους, ώστε δεν διανοήθηκε καν να το περάσει. Μην έχοντας, μετά απ’ αυτό, τίποτε καλύτερο να κάνει, μπήκε μέσα στο έλος, που ήταν καλυμμένο από καλαμιές, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να μείνει κρυμμένος εκεί, μέχρι νάρθει η νύχτα. Καθώς όμως το έλος δεν μπορούσε ν’ αντέξει το βάρος του αλόγου, του οποίου οι οπλές βούλιαζαν στη λάσπη και παρέμεναν παγιδευμένες, ο βασιλέας κατέβηκε από το άλογο και το άφησε ελεύθερο. Αλλά οι κάτοικοι των Φιλίππων είχαν τρέξει στο κατόπι του, γνωρίζοντας ποιος ήταν: Κάποιος Γαβράς, που ήταν ένας από τους οικείους του, είχε πέσει τραυματισμένος στα χέρια τους και την ώρα που παρέδινε το πνεύμα του τον είχε αναγνωρίσει από μακριά και τους είχε πει ότι ήταν ο βασιλιάς αυτός που πλησίαζε. Οι κάτοικοι των Φιλίππων, λοιπόν, άρχισαν να ερευνούν τις καλαμιές και τα δένδρα του έλους με σκύλους, βρήκαν τον βασιλιά και τον οδήγησαν στην πόλη τους. Την επόμενη ημέρα ο καίσαρας Βόϊνα, μόλις έμαθε ότι ο βασιλιάς ήταν φυλακισμένος στους Φιλίππους, τον παρέλαβε και τον οδήγησε στην κατοικία του, στους Φιλίππους, για να τον παραδώσει λίγο αργότερα στον Ιωάννη 5ο Παλαιολόγο, ο οποίος έτσι απαλλάχθηκε από όλους τους διεκδικητές του θρόνου του κι έμεινε μόνος κύριος των βυζαντινών εδαφών».

Μια ακόμη, γλαφυρή περιγραφή του κάμπου και των ελών των Φιλίππων έχουμε, τέλος, από τον Θ. Αθανασιάδη, σε δημοσίευμά του στο «Ημερολόγιον Δράμας», που εκδόθηκε το έτος 1930, (πριν την αποξήρανση του έλους), της οποίας διατηρήσαμε την αρχική σύνταξη κι ορθογραφία: «Ό κάμπος των Φιλίππων προς τα γύρω και πέρα βαθύτερα δυτικά ο κάμπος της Δράμας:. Απέναντί του το Παγγαίον με την ιστορία των χρυσορυχείων του. Οι ηφαιστειοειδείς υψηλοί λόφοι του Πραβίου, (ενν. την σημερινή Ελευθερούπολη), το Σύμβολον όρος με την οροσειρά του λόφου που βρίσκομαι. Πέρα βόρεια ο Όρβηλος, δυτικά το Μενοίκιον όρος, πιο κάτω η Αλιστράτη με τα υψώματά της που σταματούν το μάτι και κάτω από αυτά μια έκταση απέραντη προς την Αγγίστα. Στον κάμπο κάτω εμπρός ο μικρός Ιορδάνης, που ξετυλίγεται μέσα στα χωράφια με τα διάφορα σχήματά των, σαν γαλάζια λωρίδα, παρέκει άλλα νερά και παραπέρα προς τη Στημένη Πέτρα (Δεκιλή Τας) με τες καταπράσινες ακόμα λεύκες της, άλλα προς τα Πραβινά και άλλα που σχηματίζουν βάλτους και σκεπάζουν τόσο χρήσιμη γη μα και πόσα ιστορικά μνημεία δεν κρύβουν και δεν παραχώνουν βαθύτερα! Νερά, πηγές με βίο κι αυτά τόσων αιώνων! Θαυμάζω τη φυσική αυτή μεγαλοπρέπεια και δεν χορταίνει το μάτι μου βλέποντας. Κυριαρχεί μια απερίγραπτη ευχαρίστησι απ’ τη θέα αυτή. Ή φθινοπωριάτικη πρασινάδα, τα λουλούδια, οι καλαμιές, τα τόσα υδροχαρή φυτά παρουσιάζουν τον κάμπο αυτό σαν πλουμπισμένο τάπητα με τέχνη αφάνταστη, που κανένας άλλος απ’ τον Μεγάλο αυτό τεχνίτη, τη Φύσι, δεν θα μπορούσε, όχι να τον κάνη, αλλά και να τον φαντασθή. Χρειάζεται κάλαμος γερός για να μπόρεση να δώση στο χαρτί με λέξεις μια τέτοια εικόνα που είναι μπροστά μου. Γι' αυτό καταλαβαίνοντας την αδυναμία του καλάμου μου φέρω μόνο στο νου μου με γρηγοράδα το παρελθόν αυτού του τόπου απ’ την κορυφή του λόφου που περήφανα υψώνεται σε τέτοιες και τόσες ωμορφιές και φαίνεται σαν κύριος και δεσπότης όλων... Είχαν δίκαιο οι ευφάνταστοι πρόγονοί μας στην αρχαιότητα, στη μυθο­λογία, να πουν πως εδώ έγινε ή αρπαγή της Περσεφόνης απ’ τον Πλούτωνα. Και πού αλλού μπορούσαν να βρουν τέτοιο συνδυασμό ευφορίας, γονιμότητας και μαγευτικής, ωμορφιάς κάμπου; Ή ωραία Κόρη, η θυγατέρα της Δήμητρας, θεάς της Γεωργίας, μαγευμένη από την ωμορφιά αυτή της πεδιάδος των Κρηνίδων (Φιλίππων), ενώ έπαιζε εδώ με τάς Νύμφας και έκοβε λουλούδια από τον φυσικό αυτό ανθόκηπο, έγινε σεισμός και άνοιξε η γη και τότε βγήκε ό βασιλιάς του Άδου και των Υποχθονίων Πλούτων άρπαξε στην αγκαλιά του την ώμορφη Περσεφόνη και την έφερε στο υπόγειο βασίλειό του για γυναίκα του».

Τα λιγοστά αυτά κείμενα που παραθέσαμε αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος από τη πλούσια βιβλιογραφία που ανά τους αιώνες αναφέρθηκε στην ευλογημένη αυτή περιοχή, αυτή στην οποία, πέρα από την πλούσια φύση της, ακόμη μεγαλύτερο πλούτο παρείχαν τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του Παγγαίου και των βουνών της Λεκάνης, που έκαναν το «Δάτον», το αρχαίο πόλισμα που αργότερα ονομάστηκε «Κρηνίδες» κι ακόμη αργότερα «Φίλιπποι», να γίνει ονομαστό σ' όλη την αρχαιότητα για τον τεράστιο πλούτο του, η δε έκφραση "Δάτον αγαθών" να γίνει μια παροιμιώδης έκφραση των προγόνων μας, που σήμαινε την πιο μεγάλη αφθονία και τον πιο μεγάλο πλούτο που μπορούσε κανείς να φανταστεί.

Σαν ελάχιστο φόρο τιμής, λοιπόν, σ’ αυτή την πλούσια, γοητευτική αλλά και τόσο άγνωστη ιστορία του τόπου μας, παραθέτει και ο υπογράφων το παρόν, ταπεινό του πόνημα.

ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

            ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΣΤΕΡΗ 2

          64100 ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015



Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΣ   ΑΛΜΩΠΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ

Μέσα στα όρια της Ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή που εκτείνεται ανατολικά του κάτω ρου του ποταμού Στρυμόνα, δεσπόζει ο όγκος του Παγγαίου όρους, που υψώνεται απότομα μέχρι τα 1956 μέτρα, (κορυφή «Μάτι») και καλύπτει τμήματα των Νομών Σερρών και Καβάλας.

Απομονωμένο απ’ όλες τις πλευρές του από τη θάλασσα κι από τις πεδιάδες των Φιλίππων και των Σερρών, με τις απόκρημνες πλαγιές του, τις βαθιές χαράδρες του τις γεμάτες με δάση οξιάς και βελανιδιάς, με τις υψηλές κορυφές του, που πολλούς μήνες του χρόνου παραμένουν σκεπασμένες από χιόνια, το Παγγαίο όρος ασκούσε από τ’ αρχαία χρόνια μιαν ακατανίκητη έλξη στην ανθρώπινη ψυχή. Όχι τυχαία, λοιπόν, πάνω σ’ αυτό οι Πίερες, οι Οδόμαντες και κύρια οι ορεσίβιοι Σάτρες, οι αδάμαστοι κι ανυπόταχτοι, διατήρησαν επί μακρόν, σε πείσμα των διαδοχικών καταλήψεων του βουνού από διάφορους κατακτητές, τους καθάριους χαρακτήρες τους και τις μυστηριακές λατρείες τους. Ακόμη και στη διάρκεια των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων, το αρχαίο μαντείο του Διονύσου, για το οποίο μίλησε, αιώνες πριν ο Ηρόδοτος, συνέχισε να εμπνέει τους Διονυσιακούς θιάσους που είχαν δημιουργηθεί πολυάριθμοι στις πλαγιές του.
Οι μύθοι της πανάρχαιας μυθολογίας του βουνού δεν είχαν χάσει καθόλου από τον μυστηριακό τους χαρακτήρα κι από την έλξη που ασκούσαν στους αυτόχθονες. Έτσι, όταν οι Φίλιπποι έγιναν ρωμαϊκή αποικία και ρωμαίοι άποικοι κατέκλυσαν και τις πλαγιές του ιερού όρους κι ολόκληρη την Πιερία κοιλάδα, η ρωμαϊκή θρησκεία συνάντησε εδώ μύθους καθάριους και ζωντανούς, που τους ενσωμάτωσε στον βασικό κορμό της κι ο θρησκευτικός αυτός συγκρητισμός δημιούργησε μια βαθιά πνευματική θρησκεία, με ενεργή προσήλωση και πίστη στη μέλλουσα ζωή, που έκανε τους μυημένους της έτοιμους να δεχθούν το πνευματικό μήνυμα της νέας Χριστιανικής θρησκείας, η οποία τότε είχε αρχίσει ν’ ανατέλλει. Κι έτσι, δεν είναι τυχαία, όπως πιστεύει ο υπογράφων, η επιλογή αυτού ακριβώς του τόπου από τον Απόστολο των Εθνών, τον Παύλο, για την έναρξη της Χριστιανικής διδασκαλίας, για πρώτη φορά πάνω στο Ευρωπαϊκό έδαφος.

Παράλληλα, εξ άλλου, ποιος ιστορικός, αρχαίος ή σύγχρονος δεν θα φέρει αμέσως στο νου του, με μόνο το άκουσμα του ονόματος του ιερού αυτού βουνού, ότι εδώ ακριβώς βρισκόταν ο τόπος όπου ο Θουκυδίδης έγραψε την Ιστορία του, ο Φίλιππος της Μακεδονίας είχε τις πρώτες κατακτήσεις του, όπου αποφασίστηκε το μέλλον της Ρώμης, όπου η ρωμαϊκή δημοκρατία έδωσε τη θέση της στην αυτοκρατορική διακυβέρνηση, μετά την μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ.; 

Οι νότιες πλαγιές του όρους καταλήγουν στην Πιερία κοιλάδα, μια κοιλάδα που το χωρίζει από το γειτονικό (και πολύ πιο χαμηλό) όρος Σύμβολο, το οποίο κι αυτό οι αρχαίοι μας πρόγονοι το θεωρούσαν σαν ανώνυμη κορυφή του Παγγαίου.

Ο παλιός αμαξιτός δρόμος από την Καβάλα προς την Θεσσαλονίκη ακολουθεί τους πρόποδες του βουνού, διασχίζοντας τα κατάφυτα, γραφικά χωριουδάκια που από αιώνες είναι χτισμένα στη σκιά του. Ένα από αυτά τα χωριά, ο γραφικός Πλατανότοπος, που τ’ όνομά του και μόνο αρκεί για να δροσίσει την σκέψη του ταξιδευτή, πόσο μάλλον τα γάργαρα νερά του, στεφανώνεται από δυο παλιούς (σήμερα ερειπωμένους) οικισμούς, αναγόμενους στην εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, το Αχατλάρ (που μετά το 1929 μετονομάστηκε σε Μικροχώρι) και το Τζιφλίκ, που μετονομάστηκε σε Τρίτα, οι οποίοι ήταν κτισμένοι, αντίστοιχα, στα βόρεια και βορειοανατολικά του, (το δεύτερο, βορείως του 42ου χιλιομέτρου της υπό κρίση εθνικής οδού).

Τον Σεπτέμβριο του 1936 το χωριό Τρίτα είχε ακόμη λιγοστούς κατοίκους όταν δέχθηκε την επίσκεψη ενός εκλεκτού φιλέλληνα επιστήμονα, του Γάλλου αρχαιολόγου και ερευνητή, ανασκαφέα των Φιλίππων, του Paul Collart. Ο μεγάλος εκείνος επιστήμονας ήλθε ως εδώ, ακολουθώντας τα βήματα ενός επίσης σπουδαίου Έλληνα αρχαιολόγου και ακούραστου ερευνητή της ιστορίας του τόπου μας, του τότε Επιμελητή Αρχαιοτήτων στην Καβάλα, Γεωργίου Μπακαλάκη, που πρώτος είχε φθάσει στην Τρίτα, μετά από υπόδειξη του αειμνήστου φιλίστορος Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως κ. Σωφρονίου και κατοίκων του χωριού κι είχε εντοπίσει την επιγραφή με την οποία ασχολείται το παρόν άρθρο, για την οποία, μάλιστα, συνέγραψε και σχετικό άρθρο, με τίτλο «περί Αλμώπων και Αλμωπίας θεάς», το οποίο ανακοινώθηκε από τον Α. Κεραμόπουλο και περιλήφθηκε στα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, (ΧΙΙ, 1937, σελ. 484-488). Ήλθε, έτσι στην Τρίτα κι ο μεγάλος Γάλλος ερευνητής, για να συμπληρώσει την έρευνα που είχε ήδη διενεργήσει ο Μπακαλάκης και πάνω στον μεγάλο φυσικό βράχο, τον μαρμαρούχο σχιστόλιθο ο οποίος δέσποζε τότε του χωριού, καθώς υψωνόταν στα δυτικά του, βρήκε και μελέτησε μια επιγραφή που ήταν πλέον, (ακόμη και τότε), τόσο άσχημα διατηρημένη, λόγω της επί αιώνες έκθεσής της στα κάθε είδους καιρικά φαινόμενα, ώστε με δυσκολία μπορούσε, ακόμη και τότε να διακριθεί, ακόμη κι από το προσεκτικό μάτι του ερευνητή.

Η επιγραφή έχει χαραχθεί πάνω στην καμπύλη επιφάνεια του βράχου, χωρίς καμιά προηγούμενη επεξεργασία, καταλαμβάνει χώρο διαστάσεων 0,68 μέτρων ύψους και 0,86 μέτρων πλάτους και είναι γραμμένη σε δύο στήλες, σαφώς χωρισμένες η μια από την άλλη, από τις οποίες η πρώτη (αριστερή γι’ αυτόν που τις κοιτάζει) έχει οκτώ σειρές γραμμάτων και η δεύτερη (δεξιά) δεκατρείς σειρές. 

Οι δύο τελευταίες από τις σειρές της δεξιάς στήλης δεν διατηρούν την κάθετη ευθυγράμμιση των υπολοίπων ένδεκα.

Το μέσο ύψος των γραμμάτων είναι γύρω στα τρία εκατοστά του μέτρου, εκτός από εκείνων της πρώτης σειράς της πρώτης στήλης, που αναφέρουν το όνομα της θεότητας και έχουν ύψος περίπου πέντε εκατοστών.

Οι χαρακτήρες (τα γράμματα) είναι μεν σχεδιασμένοι χονδροειδώς, είναι όμως σκαλισμένοι αρκετά βαθιά στον βράχο κι έτσι είναι ορατοί ακόμη και σήμερα, που έχουν περάσει άλλα εξήντα και πλέον χρόνια από την μελέτη τους από τον Γάλλο σοφό. Εν τούτοις, η συνεχής διέλευση του νερού της βροχής πάνω από τον κεκλιμένο βράχο έφθειρε πολύ την επιφάνεια αυτού κι εξαφάνισε ορισμένους από τους χαρακτήρες.

Τέλος, τον βράχο χωρίζουν μεγάλες αυλακώσεις, οι οποίες όμως υπήρχαν και την εποχή που χαράχθηκε η επιγραφή η οποία, γι’ αυτό τον λόγο, γράφηκε σε δύο στήλες κι έλαβε υπόψη της τις αυλακώσεις αυτές.

Το κείμενο της επιγραφής ήταν το ακόλουθο (οι χαρακτήρες μέσα σε αγκύλες είναι υποθετικοί, διότι οι πραγματικοί έχουν σβηστεί):








   

ΘΕΑΣ                                             ΚΕ ΟΙ [Α]

ΑΛΜΩΠΙ                                       ΠΟΣΤΟ

ΑΣ ΑΜΠΕΛΟΣ                             ΛΟΙ ΣΕΡΩΗΝΙ

[Η]ΓΟΡΑΣΜΕΝΗ                         ΚΕ Η[Ρ]ΟΥΝΙ

ΠΑΣ Ο ΚΙΝΩΝ                             ΚΕ ΗΛΙ[ΟΔ]ΩΡΩ

[ΔΩΣΕΙ] *..........                            ΚΕ ΕΥΠΟΡΩ

                                                       ΚΕ ΚΑΛΠΡΙΩ

Ο ΙΕ[Ρ]Ε[Υ]Σ                                 ΚΕ ΕΥΠΟΥΛΩ

ΦΙΛΙ[ΠΠΩΝ]                                 Ρ[Μ] Ο [Θ]Υ[Σ]ΑΣ

                                                                ΡΜ ΖΙΠΑΣ ΖΙΠΟΔΟΥ

                                                                ΡΜ ΚΑΠΙΑΠΟΣ

                                                   ΖΗΝΟΝΟΣ

                                                   ..........Κ....

Δεν θα προχωρήσω σε σχολιασμό των συμβόλων της επιγραφής, η οποία, παρά την μακραίωνη ηλικία της και την επί τόσους αιώνες έκθεσή της στη φύση, έχει ένα σαφές νόημα, που το παραθέτω στη συνέχεια. Περιορίζομαι, συνεπώς εδώ να σημειώσω ότι το μεν σύμβολο * της έκτης σειράς της πρώτης στήλης είναι αυτό που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για τα δηνάρια, το νόμισμα της αυτοκρατορίας τους, η δε ανάγνωση των γραμμάτων ΡΜ στην αρχή των σειρών 9-11 της δεύτερης στήλης υπονοεί τον αριθμό 140 και, συνεπώς, την αξία της αμπέλου, για την οποία η επιγραφή κάνει λόγο.

Ας δούμε, λοιπόν, μετά από όλα αυτά, το νόημα της επιγραφής, ακολουθώντας την σκέψη του μεγάλου Γάλλου σοφού:

Η επιγραφή σημαδεύει τη θέση ενός αμπελιού αφιερωμένου σε κάποια θεά Αλμωπία και πιστοποιεί την απόκτηση αυτού του αμπελιού για λογαριασμό της θεάς. Απειλεί με χρηματική ποινή, (της οποίας το ποσό έχει σβηστεί), όποιον τολμήσει να την μετακινήσει (καταστρέψει). Απαριθμεί τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην ανάθεση της προσφοράς του αμπελιού στη θεά, τον ιερέα και τις αντιπροσωπείες (αποστόλους - απεσταλμένους) ορισμένων γειτονικών οικισμών ή πόλεων. Αναφέρει, τέλος, σύμφωνα με τον Γάλλο επιστήμονα, το ποσό (ΡΜ = 140 δηνάρια), αντί του οποίου οι πιστοί, που τα ονόματά τους αναγράφονται σε δοτική πτώση, αγόρασαν το αμπέλι για την θεά τους.

Έχουμε, συνεπώς, εν προκειμένω να κάνουμε μ’ ένα θρησκευτικό κείμενο, που αναφέρεται σε μια τοπική, Παγγαική λατρεία και που το σχήμα και ο τύπος, γενικά, των χαρακτήρων (γραμμάτων) του το παραπέμπει και το χρονολογεί γύρω στον τρίτο (3ο) μετά Χριστόν αιώνα, (μια χρονολόγηση) που εξηγεί με τη σειρά της την χρήση της Ελληνικής γλώσσας στο κείμενο της επιγραφής, η οποία μόλις τότε είχε αρχίσει να υποσκελίζει την επίσημη λατινική γλώσσα και να παίρνει στην περιοχή αυτή, που εξακολουθούσε ν’ αποτελεί ρωμαϊκή αποικία, την μοναδική, κυρίαρχη θέση που κατείχε, αιώνες πριν. Αποκαλυπτικές, εξ άλλου, για την ασφαλή χρονολόγηση της επιγραφής είναι και οι ορθογραφικές ιδιαιτερότητές της, όπως η χρήση του ΚΕ αντί του ΚΑΙ, του Ι αντί του ΟΙ, που δείχνουν πώς προφερόταν οι αντίστοιχοι γραμματικοί τύποι εκείνη την εποχή.

Πάντως κι αυτή η χρονολόγηση της επιγραφής γίνεται από τον Γάλλο σοφό με επιφύλαξη, γιατί δεν στηρίζεται σε ακλόνητα τεκμήρια. Έτσι ο συνετός επιστήμονας συμπληρώνει, ότι οι χαρακτήρες της επιγραφής, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον δείχνουν την αρχαιότητά της.

Ο θρακικός, εξ άλλου, χαρακτήρας της επιγραφής επιβεβαιώνεται από τα θρακικά κύρια ονόματα που περιέχει, μεταξύ των οποίων τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα ΖΙΠΑΣ - ΖΙΠΟΔΟΥ, που επανειλημμένα κοσμούν επιγραφές που έχουν βρεθεί στα όρια της αρχαίας Θράκης, αλλ’ ακόμη και στην περιοχή μας, όπως λ.χ. στη λατινική επιγραφή που βρίσκεται αριστερά της εισόδου του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου, στην Ελευθερούπολη.

Ας ακολουθήσουμε, όμως, τις σειρές των χαρακτήρων της επιγραφής, για να συνεχίσουμε με την παράθεση των ιστορικών στοιχείων στα οποία αυτή μας παραπέμπει και να κλείσουμε με την παράθεση του τρόπου της «εκ νέου ανεύρεσης» της επιγραφής από τον υπογράφοντα, που απετέλεσε την αφορμή για να γραφεί αυτό το άρθρο.

Κορυφαίο πρόσωπο στην επιγραφή μας είναι ο «ιερεύς των Φιλίππων», που ήλθε εδώ για να καθαγιάσει την αγοραπωλησία του αμπελιού. Το σημείο όπου βρίσκεται η επιγραφή ενέπιπτε, πράγματι, στη διάρκεια και του 3ου μ.Χ. αιώνα, στην ευρύτερη περιοχή που κατελάμβανε η ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων, της οποίας το απώτατο δυτικό όριο (FINES) αναγράφηκε σε κάποιο βράχο, βόρεια του Ποδοχωρίου, όπου είναι εμφανές μέχρι σήμερα. (Πέραν αυτού του ορίου εκτεινόταν η αυτόνομη σ’ όλη τη ρωμαϊκή περίοδο πολιτεία της Αμφιπόλεως). Για τον ίδιο λόγο ήλθαν ως εδώ και οι απεσταλμένοι, («απόστολοι» καλούνται στην επιγραφή), άλλων κωμοπόλεων, των οποίων αρκετά ονόματα αναγνώρισε ο Paul Collart στη δεύτερη στήλη της επιγραφής, είτε με την μορφή εθνικού ονόματος με την κατάληξη –ην(ο)ί, που συνόδευε τη λέξη «απόστολοι», είτε με τη μορφή του κυρίου ονόματός τους, που τέθηκε σε γενική πτώση του ενικού αριθμού, με την κατάληξη -ω (ου): Έτσι, ΣΕΡΩΗΝ(Ο)Ι μοιάζουν να είναι οι κάτοικοι των Σερρών, το τοπωνύμιο των οποίων αναφέρθηκε ήδη πολλούς αιώνες ενωρίτερα από τον Ηρόδοτο με τον τύπο «ΣΙΡΙΣ», για να γίνει σύντομα «ΣΕΡΡΑΙ». Η λέξη ΕΥΠΟΡΟΣ μπορεί να υπονοεί την Ευπορία, ένα ρωμαϊκό σταθμό που βρισκόταν πάνω στον Στρυμόνα, πολύ κοντά στην Αμφίπολη και πάνω στις δύο ρωμαϊκές οδούς που οδηγούσαν, η μια περνώντας βόρεια και η άλλη νότια του Παγγαίου, από την Ηράκλεια τη Σιντική, (που βρισκόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το Ζερβοχώρι Σερρών), στους Φιλίππους. Κάτω από τη λέξη ΚΑΛΠΡΙΩ μπορεί να κρύβεται ένας αρχαίος οικισμός του οποίου οι κάτοικοι, οι «Καλπαπουρείται», μνημονεύονται σε μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε ανάμεσα στην Καβάλα και στους Φιλίππους.

Οι πράξεις των θρησκευτικών αδελφοτήτων (συλλόγων) της εποχής εκείνης περιλάμβαναν μερικές φορές, μετά την απαρίθμηση των ονομάτων των πιστών, και μια κατάσταση με τις δωρεές τους. Και στην επιγραφή μας αυτή, λοιπόν, στις τελευταίες σειρές της δεύτερης (αριστερής) στήλης του κειμένου της ο Paul Collart διέκρινε τα ποσά που δαπανήθηκαν για την αγορά, στ’ όνομα της θεάς, του συγκεκριμένου αμπελιού. Άλλωστε, η αγορά αυτή αναγγέλλεται ήδη από την αρχή της επιγραφής, στη δεξιά στήλη της οποίας γίνεται λόγος για «άμπελο ηγορασμένη». Στις τρεις τελευταίες σειρές, (17–19) αναφέρεται το ψηφίο ΡΜ, που στην αρχαία ελληνική γλώσσα ισοδυναμούσε με τον αριθμό 140. Το τίμημα της πώλησης της αμπέλου, συνεπώς, φαίνεται ότι ήταν 140 (ρωμαϊκά) δηνάρια, ένα ποσό μεγάλο, που δείχνει, ταυτόχρονα και το ανάλογο μέγεθος του αμπελιού, το οποίο οι αναγραφόμενοι πιστοί αγόρασαν για χάρη της θεάς τους.

ΖΙΠΑΣ ή ΖΕΙΠΑΣ είναι ένα όνομα πολύ συνηθισμένο στην αρχαία Θράκη και ειδικά στην περιοχή του Παγγαίου, (η λατινική επιγραφή που είναι εντοιχισμένη στ’ αριστερά της εισόδου του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου της Ελευθερούπολης φέρει, για παράδειγμα, το όνομα αυτό). ΚΑΠΙΑΠΟΣ είναι επίσης ένα θρακικό όνομα, που ανάγει την προέλευσή του σε κάποια τοποθεσία και σήμαινε, από φιλολογική άποψη, τον ελικοειδή ποταμό». Αυτά τα θρακικά ονόματα συμπληρώνουν τις πολυάριθμες ενδείξεις που έχουμε για τη συνεχιζόμενη ζωντάνια του θρακικού στοιχείου, τρεις και πλέον αιώνες μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής αποίκισης της περιοχής, ιδιαίτερα στις αγροτικές και τις ορεινές περιοχές, των οποίων οι Φίλιπποι ήταν η πρωτεύουσα. Οι Θράκες συνέχιζαν, πράγματι, μετά από τόσους αιώνες ρωμαϊκής κυριαρχίας, ν’ ασκούν αξιόλογη επιρροή στους διονυσιακούς θιάσους (συλλόγους), που ήταν πολυάριθμοι στην περιοχή γύρω από το Παγγαίο, είχαν μυστικιστικό χαρακτήρα και τους ξέρουμε από τις επιγραφές που βρέθηκαν πάνω και γύρω από το ιερό αυτό όρος.

Η πράξη την οποία οι προαναφερθείσες προσωπικότητες και οι επίσημες αντιπροσωπείες των γειτονικών πόλεων ήλθαν για να επισημοποιήσουν εδώ, στην Τρίτα, λίγο έξω από τον σημερινό Πλατανότοπο, ήταν η αγορά και ο καθαγιασμός του αμπελιού, που είχε αγοραστεί με τα δηνάριά τους. Και η επιγραφή έδειχνε ακριβώς το σημείο όπου βρισκόταν το αμπέλι που αγοράσθηκε, καθαγιάσθηκε κι αφιερώθηκε στη θεά Αλμωπία. Μάλιστα, είχαν παρθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης της ιδιοκτησίας της θεάς, όπως δείχνει η φράση «ΠΑΣ Ο ΚΙΝΩΝ» που φαίνεται στην τέταρτη γραμμή της πρώτης (αριστερής) στήλης της επιγραφής. Με την φράση αυτή απειλούνταν με πρόστιμο, το ποσό του οποίου δεν διακρίνεται, σχεδόν καθόλου, (ίσως όμως να ήταν «Σ» δηλαδή 200 δηνάρια), καθένας που θα τολμούσε να μετακινήσει την επιγραφή και να παραβιάσει, έτσι τα όρια του αμπελιού της θεάς. Ο παραβάτης προειδοποιούνταν ότι ο περίκλειστος χώρος του αμπελιού της θεάς δεν προστατευόταν μόνο και μόνο επειδή ήταν ιερός, αλλά (προστατευόταν) κι από συγκεκριμένες νομικές διατάξεις, που τέθηκαν σε ισχύ με την επιγραφή αυτή. Ήταν πολύ συνετή πράξη, συνεπώς, να χαραχθεί αυτή η αυστηρή προειδοποίηση, όχι πάνω σε μια στήλη που εύκολα θα μπορούσε να μετακινηθεί, αλλά πάνω σ’ ένα συμπαγή βράχο του βουνού.

Ποια ήταν, όμως η θεότητα στην οποία αφιερώθηκε το αμπέλι από τους πιστούς της; Το όνομά της δεν αναφέρεται στην επιγραφή. Αυτή προσδιορίζεται μόνο από το τοπικό επίθετο Αλμωπία, το οποίο προσδιορίζει την προέλευσή της. Αλμώπιος, Αλμωπία αλλά και Άλμωψ είναι εθνικά επίθετα, που αναφέρονται και προέρχονται από τους Άλμωπες, φύλο της δυτικής Μακεδονίας που αναφέρεται από τον Πλίνιο και τον Πτολεμαίο, οι οποίοι, κατά τη μυθολογία, ανήγαν την καταγωγή τους στον γίγαντα που είχε το όνομα Άλμωψ κι ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Έλλης, κόρης του Αθάμαντα. Τον λαό αυτόν μνημονεύει, επίσης κι ο Θουκυδίδης, μεταξύ εκείνων των φύλων που υποτάχθηκαν ή εκδιώχθηκαν από τους Τημενίδες, στη διάρκεια των κατακτήσεων που προσπόρισαν στους τελευταίους το Μακεδονικό Βασίλειο, (Θουκυδίδη ΙΙ,99 : «ανέστησαν δε….. και εξ Αλμωπίας Άλμωπας»).

Κατανοεί, συνεπώς ο καθένας, πόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει, να ξαναβρίσκεται το όνομα αυτού του λαού πάνω στις νότιες πλαγιές του Παγγαίου όρους, δηλαδή ακριβώς σ’ εκείνη την περιοχή όπου έφτιαξαν τη νέα τους πατρίδα οι Πίερες, που επίσης είχαν εκδιωχθεί από τους Μακεδόνες από την παλιά τους πατρίδα, την Πιερία του Ολύμπου, (Θουκυδίδη ΙΙ,99, 3: «… αναστήσαντες μάχη εκ μεν Πιερίας Πίερας, οί ύστερον υπό το Πάγγαιον πέραν Στρυμόνος ώκησαν Φάγρητα και άλλα χωρία (και έτι νυν Πιερικός κόλπος καλείται η υπό τω Παγγαίω προς θάλασσαν γη»).

Ο σοφός Γάλλος αρχαιολόγος Collart, που πρώτος περιέγραψε την επιγραφή, θεωρεί έτσι πολύ πιθανό, οι Άλμωπες, κατά τη φυγή τους από τη Δυτική Μακεδονία, να πήραν τον ίδιο δρόμο με τα γειτονικά τους φύλα, τους Βοττιαίους, τους Εορδούς, τους Ηδωνούς (ή Ηδώνες) και τους Πίερες, από τους οποίους άλλοι σταμάτησαν στα όρια της Χαλκιδικής, ενώ άλλοι κατευθύνθηκαν πέρα από τον ποταμό Στρυμόνα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, πιστεύει ο Collart, ο Γεώργιος Μπακαλάκης πίστεψε ότι είδε στην επιγραφή αυτή την πλήρη και τυπική επιβεβαίωση της πιο πάνω υπόθεσης και τοποθέτησε έτσι γύρω από τον βράχο της Τρίτας, πάνω στον οποίο είχε σκαλιστεί η επιγραφή προς τη Θεά Αλμωπία, το καταφύγιο του φύλου των Αλμώπων, για το οποίο απλά είχε, κατά τη γνώμη του, παραλείψει να κάνει λόγο ο Θουκυδίδης. Εν τούτοις, ο σοφός Collart πιστεύει ότι πρέπει να τοποθετηθεί μέσα στα σωστά της όρια η αξία αυτού του ντοκουμέντου που μας προσέφερε η γη της αρχαίας Θράκης, (στην οποία ανήκε η περιοχή της Τρίτας, την εποχή που χαράχθηκε η επιγραφή).  Αν, λέει ο καθηγητής, αυτή η επιβεβαιωμένη κι εντοπισμένη στον χώρο από την επιγραφή μας λατρεία είναι πράγματι πολύ παλιά και πράγματι μεταφέρθηκε στο Παγγαίο από τους Άλμωπες, ήδη από την εποχή της μετανάστευσής τους, η σχετική άποψη δεν χάνει τίποτε από τη σημασία της. Αν, αντίθετα, αυτή η λατρεία είχε εισαχθεί πρόσφατα, (δηλαδή λίγο πριν από τη λάξευση της επιγραφής), η τελευταία δείχνει απλά ότι είχαν δημιουργηθεί στενές σχέσεις ανάμεσα στη Μακεδονική κοιτίδα, (δηλαδή τη Δυτική Μακεδονία) των εκδιωχθέντων πληθυσμών και στις θρακο – μακεδονικές περιοχές, όπου αυτοί οι πληθυσμοί κατόρθωσαν να εγκατασταθούν.

Μετά από όλες αυτές τις σκέψεις, μένει να διαλευκανθεί, ποια ήταν αυτή η Θεά Αλμωπία, που λατρευόταν κατά τους πρώτους μετά Χριστό αιώνες στο Παγγαίο. Στο ερώτημα αυτό ο σοφός Γάλλος καθηγητής δίνει μια ικανοποιητική, όπως πιστεύει ο γράφων, απάντηση.

Περί τα 80 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, η αρχαία Αλμωπία κατελάμβανε τη φυσική λεκάνη που σχημάτιζαν οι πηγές του ποταμού Λουδία. Αυτή η λεκάνη ήταν κλεισμένη από τα βόρεια κι από τα δυτικά από το υψηλό όρος Βόρας (Καϊμακτσαλάν), που κορυφωνόταν στα 2.525 μέτρα κι από τ’ ανατολικά την χώριζε από την κοιλάδα του Αξιού ένας ορεινός όγκος λίγο πιο χαμηλός. Έτσι, αυτή η απομονωμένη λεκάνη δεν είχε πρόσβαση, παρά μόνο από τα νότια, όπου ο ποταμός σχηματίζει ένα πέρασμα ανάμεσα στους λόφους που περιβάλλουν την Έδεσσα. Από την Αριδαία, που ήταν η καρδιά της Αλμωπίας, η Έδεσσα, (που ο σοφός καθηγητής εσφαλμένα θεωρούσε ότι ήταν οι Αιγές, η αρχαία πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου), δεν απείχε παρά 17 χιλιόμετρα κι έτσι ακουμπούσε κυριολεκτικά την Αλμωπία, πράγμα που είχε υπογραμμίσει, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, ένας έξοχος γνώστης της αρχαίας γεωγραφίας της Μακεδονίας, ο άγγλος ταξιδευτής W. M. LEAKE.  Τα δύο ονόματα εξ άλλου γειτόνευαν και στα κείμενα του Ιεροκλή. Τέλος, ακόμη και σήμερα, οι επαρχίες της Έδεσσας και της Αλμωπίας είναι γεωγραφικά ενωμένες σε μια ενιαία περιοχή, την οποία οριοθετεί στα νότια της Έδεσσας το όρος Βέρμιο.

Αυτή ακριβώς η περιοχή της Έδεσσας, η ενωμένη με την Αλμωπία, λάτρευε κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα μια γυναικεία θεότητα, καλούμενη «Μα», την λατρεία της οποίας επιβεβαιώνουν πολλές αναθηματικές επιγραφές, που έχουν βρεθεί στην πόλη αυτή. Η «Μα» ήταν αρχαία θεότητα της γης, συγγενική προς τις Μεγάλες Μητέρες της Ανατολής, είχε τα πρώτα της ιερά στα Κόμανα της Καππαδοκίας και στα Κόμανα του Πόντου, στα οποία ιερά της συνωθούνταν κατά χιλιάδες οι ιερόδουλοι και οι ιερόδουλες που υπάκουαν στους ιερείς της. Αλλά κι αργότερα αυτή η θεότητα είχε πιστούς, αφενός μεν στη Ρώμη, αφετέρου δε στη λεκάνη του Αιγαίου πελάγους και της Προποντίδας, όπως στην Πέργαμο, στο Γαλατά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Έδεσσα, στην οποία η λατρεία της μεταφέρθηκε από τις ρωμαϊκές λεγεώνες που είχαν πάει στη Μικρά Ασία για να πολεμήσουν κατά του Μιθριδάτη, καθώς κι από Καππαδόκες σκλάβους.

Οι επιγραφές της Έδεσσας, που είναι σχεδόν όλες χρονολογημένες, κυμαίνονται από το 211 μέχρι το 265 μ.Χ. Τότε, λοιπόν φαίνεται αυτή η Μακεδονική πόλη να γίνεται η νέα εστία της λατρείας της Μα. Πιστεύει, έτσι, ο Γάλλος καθηγητής, που ερμήνευσε την επιγραφή κατά τον τρόπο που ο υπογράφων απλώς σας τον παρουσιάζει, ότι η θεά Αλωπία της Τρίτας, του δικού μας, δηλαδή Πλατανοτόπου, που ήταν πασίγνωστη στους πιστούς της μ’ αυτό ακριβώς το επίθετο που πρόδινε τον τόπο καταγωγής της, δεν μπορεί να ήταν άλλη από τη μεγάλη θεά της Έδεσσας, την «ΘΕΑ ΜΑ ΑΝΕΙΚΗΤΟ».Και δεν πρέπει, σύμφωνα με τον καθηγητή Collart, να μας εκπλήσσει αυτή η ακαθόριστη επίκληση της θεάς. Για μαγικούς λόγους οι Θράκες του Παγγαίου απέφευγαν με μεγάλη ευσυνειδησία ν’ αποκαλούν τους θεούς τους με τα ονόματά τους, (κατά τον ίδιο τρόπο, όπως σημειώνει ο γράφων, που και οι αρχαίοι Ισραηλίτες απέφευγαν την επίκληση του ονόματος του Θεού).

Ενώ, λοιπόν, η θεότητα αυτή (ΜΑ, Μα) αναφέρεται συχνά στις επιγραφές, οι αρχαίοι συγγραφείς που μας μιλούν γι’ αυτήν τηρούν κι αυτοί μια παρόμοια επιφύλαξη. Πράγματι, η Μα προσδιορίζεται και κρύβεται στα φιλολογικά κείμενα, είτε κάτω από το όνομα κάποιας θεότητας με την οποία μοιάζει, ή με ακόμη πιο ανώνυμο τρόπο, ως «η θεός», όπως, για παράδειγμα, στον Στράβωνα (Γεωγραφία, ΧΙΙ, 3, 32, παράγρ. 557 - ΧΙΙ, 3, 36, παράγρ. 559 - ΧΙΙ 8, 9, παράγρ. 575 «η θεός», ΧΙΙ 2, 3, παράγρ. 335: «το της Ενυούς ιερόν»), στον Αππιανό (Μιθρ, 114: «της εν Κομάνοις Θεάς»), στον Πλούταρχο (Συλλογαί, 9, 7, παράγρ. 457: «θεόν, ήν τιμώσι Ρωμαίοι παρά Καππαδόκων μαθόντες, είτε δη Σεμέλην ούσαν είτ’ Αθηνάν είτ’ Ενυώ») και σε διάφορους ρωμαίους συγγραφείς (Bellona). Ίσως, όμως, σύμφωνα με τον Collart, θα πρέπει να διακρίνουμε μια νέα ένδειξη, βοηθητική στην προσπάθειά μας να εξακριβώσουμε την ταυτότητα της θεότητας που κρύβεται στην επιγραφή μας, στο γεγονός ότι η ιερή προσφορά που έχουμε εδώ προς τη θεά Αλμωπία είναι ένα αμπέλι. Πράγματι, η μια από τις επιγραφές της Έδεσσας περιείχε, παρόμοια, μια προσφορά αμπελιού προς τη θεά Μα. Ο Α. Cameron αποκατέστησε πριν από αρκετές δεκαετίες εκείνη την επιγραφή, δίνοντας την αληθή έννοια στο σύνολο των ντοκουμέντων που προήλθαν από το ιερό της θεάς στην Έδεσσα. Η επιγραφή αυτή, για την οποία κάνουμε λόγο, σύμφωνα με τον W. Baege, διαβάζεται ως εξής: «Έτους αqτ’ μηνός / Δίου. Στρα(τ)τώ δούλη / θεάς ανικήτου Μας / καταγράφω αμπέλων / [π]λέθρα δύο πλείον ή ε[φ όσ]ον τότ[ε] μακρώ [..σα..]». Η ημερομηνία της επιγραφής, που έχει σαν αφετηρία το Μακεδονικό ημερολόγιο, διαβάζεται: αqτ’ = τ’qα = 391 – 148 = 243 πρό Χριστού. Βέβαια, θα μπορούσαμε να έχουμε εδώ μια απλή σύμπτωση. Αυτή η ταύτιση των ιερών αφιερώσεων  στις δύο επιγραφές, από μόνη της δεν θα μπορούσε ν’ αποδείξει ότι επρόκειτο και στις δύο περιπτώσεις για την ίδια θεότητα. Η καλλιέργεια της αμπέλου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Μακεδονία. Στη Θεσσαλονίκη, όπως και στο σημερινό οικισμό των Φιλίππων, (δίπλα στους αρχαίους Φιλίππους – παλιά «Σέλιανη») βλέπουμε ν’ αναφέρονται συχνά, μέσα στα κείμενα τελευταίας βούλησης (διαθήκες), αρκετά στρέμματα αμπελιών, τα εισοδήματα από τα οποία προορίζονταν να σιγουρέψουν την εκτέλεση των τελευταίων βουλήσεων του διαθέτη. Στη Χαλκιδική, το ακραίο σημείο της Σιθωνίας έφερε το χαρακτηριστικό όνομα «Ακρωτήριον Άμπελος». Και οι πλαγιές της Βιβλίας ή Βιβλίνης χώρας, δηλαδή οι παραλιακές πλαγιές του σημερινού Συμβόλου όρους, που δεν απείχαν και πολύ από το Παγγαίο, ανάμεσα στις πόλεις Νεάπολι (σημερινή Καβάλα) και Οισύμη (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Νέα Πέραμος), παρήγαν ένα φημισμένο στην αρχαιότητα κρασί, τον «βίβλινο οίνο». Αυτή η σύμπτωση είναι, εν τούτοις, χρήσιμο να επισημανθεί. Διότι δεν είναι απαραίτητο να υποθέσουμε ότι η προσφορά ενός αμπελιού ανταποκρινόταν και στη μια και στην άλλη περίπτωση σε κάποια ιδιαίτερη λατρευτική ανάγκη. Αντίθετα, και στις δυο περιπτώσεις αυτή η προσφορά αμπελιού είχε σαν σκοπό να εξασφαλίσει ένα εισόδημα στη θεότητα. Έτσι, μέχρι και τις μέρες μας, σε αρκετές περιοχές του Αιγαίου, (όπως, π.χ. στην Κάλυμνο), ελαιώνες αφιερώνονται στην Παναγία, στην οποία διατίθεται η συγκομιδή, με πρόθεση, ολοφάνερα πανομοιότυπη μ’ εκείνη των αρχαίων πιστών.

Η λατρεία, λοιπόν της Μα, της θεάς Αλμωπίας, δεν κατόρθωσε, σύμφωνα με τον σοφό Collart, να φθάσει στο Παγγαίο παρά στη ρωμαϊκή εποχή και συγκεκριμένα κατά τον τρίτο μετά Χριστό αιώνα. Δεν μπορεί, κατά συνέπεια, με κανένα τρόπο, κάποια αρχαία αυτόχθονη λατρεία της Δυτικής Μακεδονίας να ήλθε στο Παγγαίο οκτώ αιώνες ενωρίτερα, τότε που μετανάστευσαν οι Άλμωπες από τις αρχαίες κοιτίδες τους.. Η συγκεκριμένη λατρεία, στην οποία αναφέρεται η επιγραφή μας, που είχε οργιαστικό κι αιματηρό χαρακτήρα, με τις έξαλλες συνοδείες της και τους εκούσιους κατατεμαχισμούς της, όπως περιγράφεται κυρίως από ορισμένους λατίνους συγγραφείς, πρέπει να βρήκε απλώς εδώ, στο Παγγαίο, ιδιαίτερα ευνοϊκό έδαφος. Πράγματι, όπως ήδη από το 1910 είχε επισημάνει ο σοφός καθηγητής P. Perdrizet, στο σύγγραμμά του «Cultes et mythes du Pangee” (Λατρείες και μύθοι του Παγγαίου), “η ενθουσιαστική θρησκεία του Βάκχου επέτρεψε, όπως φαίνεται, στους κατοίκους της Παγγαιικής χώρας, να υποδεχθούν μ’ ευχαρίστηση τις οργιαστικές λατρείες της Μικράς Ασίας». Οι διονυσιακοί θίασοι, που ήταν πολυάριθμοι σ’ αυτές τις περιοχές, τις απομακρυσμένες από την περιοχή της αποικίας των Φιλίππων, αναζητούσαν κι αυτοί, όπως γινόταν και στη Μικρά Ασία με τις λατρείες που αναφέραμε, μέσα από την έκσταση και τις νεκρικές τελετές, την επικοινωνία με το θεό. Άλλωστε, εξ αιτίας ακριβώς αυτής της οργιαστικής πλευράς της λατρείας της, η θεά Μα μερικές φορές ταυτιζόταν και με τη Σεμέλη, ή συγκαταλεγόταν στις τροφούς του βρέφους Διονύσου, (δείτε Στέφανο Βυζάντιο στη λέξη Μάσταυρα: «Μα δε τη Ρέα είπετο, ην παρέδωκε Ζευς Διόνυσον τρέφειν...»).

Στην ύστερη εποχή, κατά την οποία σκαλίστηκε η επιγραφή μας, η λατρεία της Μα κατέληξε να ταυτισθεί μ’ αυτήν της Κυβέλης, της Μεγάλης ανατολικής Μητέρας, από την οποία σε παλιότερες εποχές διακρινόταν καθαρά, οπότε και ξαναβρήκε τον αρχικό χαρακτήρα της, ο οποίος απεικονίζεται πλέον στο όνομά της, «Μα», που σημαίνει «Μητέρα».Η Κυβέλη, όμως, είχε πιστούς σ’ αυτό το κομμάτι της Ανατολικής Μακεδονίας: Σημάδια της λατρείας της έχουν βρεθεί στη Μυγδονία, τη Βισαλτία, στην Άκανθο, στη Θάσο και, όσον αφορά την περιοχή του Παγγαίου, στην Αμφίπολη και στους Φιλίππους. Για τον ίδιο αυτόν λόγο, σε μια από τις αναθηματικές επιγραφές της Έδεσσας, η θεά ονομάζεται όχι πλέον «Μα», αλλά «Μήτηρ θεών».

Γνωρίζουμε όλοι καλά πόσο σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν στη διάδοση των θρησκευτικών ιδεών και λατρειών οι μεγάλες οδοί επικοινωνίας. Μέσω της Εγνατίας Οδού, η οποία διέσχιζε την Βαλκανική χερσόνησο από το Δυρράχιο μέχρι τον Ελλήσποντο και μέσω της θαλάσσιας οδού που οδηγούσε από τη Νεάπολη στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδος, η Μακεδονία συνδεόταν με τη Μικρά Ασία με δεσμούς και σχέσεις άμεσες και συχνές. Αυτές, λοιπόν τις οδούς χρησιμοποίησαν οι οπαδοί των ανατολικών λατρειών, για τις οποίες κάναμε λόγο, για να τις φέρουν μέχρι την Έδεσσα. Απ’ αυτήν, ακριβώς, την Εγνατία Οδό, που διέσχιζε τους Φιλίππους, ήλθαν ως εδώ και οι λατρείες των θεών της Αιγύπτου, οι οποίοι είχαν ιερό σ’ αυτή την πόλη. Απ’ αυτή τη μεγάλη, διεθνή τότε, οδική αρτηρία έφθασε, περίπου στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., κι ο Απόστολος Παύλος, για να ιδρύσει στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια τις πρώτες Χριστιανικές εκκλήσίες της Ευρώπης. Έτσι, το έντονο ρεύμα αυτών των θρησκευτικών και πολιτιστικών ανταλλαγών που ακολουθούσε τα ίχνη της Εγνατίας Οδού, ανάμεσα στο Αιγαίο Πέλαγος και την Αδριατική, ήταν εκείνο που, υπό την αντίστροφή του έννοια, επέτρεψε, κατά τον 3ο μετά Χριστόν αιώνα, και τη μεταφύτευση, από την Έδεσσα στο Παγγαίο, της λατρείας της Μα, της θεάς Αλμωπίας, αναβιώνοντας ίσως την ανάμνηση των αρχαίων δεσμών που ένωναν, χαμένοι βαθιά μέσα στην ιστορία, τις δύο αυτές περιοχές της Μακεδονίας. 

Μέχρι σήμερα, λίγα μέτρα μακριά από την επιγραφή και στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου εκτεινόταν το αμπέλι της θεάς Αλμωπίας, οι κάτοικοι του Πλατανοτόπου εξακολουθούν να καλλιεργούν τ’ αμπέλια τους. Δεν γνωρίζουν τίποτε για την επιγραφή, ούτε έχουν ακούσει ποτέ για τη θεά Αλμωπία. Εξακολουθούν, όμως κι αυτοί, όπως έκαναν οι πρόγονοί τους, να προσφέρουν τάματα και καρπούς της γης και της φύσης στον ένα και μοναδικό, αληθινό Θεό, στους Αγίους και τους μάρτυρές της χριστιανικής Θρησκείας, συνεχίζοντας, έτσι την μακραίωνη παράδοση αυτού του λαού στο σεβασμό και τον φόβο προς τα άγια και τα όσιά του κι αποδεικνύοντας, δεκαεπτά αιώνες μετά, ότι κι αυτοί κι εκείνοι ανήκουν σ’ αυτό το πεισματάρικο, περήφανο, έθνος, που το χαρακτηρίζει «το όμαιμον και το ομόγλωσσον και τα κοινά των προγόνων έθη».

ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ