Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016


           ΦΤΕΡΗ (ΔΟΒΡΟΒΙΚΕΙΑ): ΨΗΦΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ   ΜΑΚΡΑΙΩΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ

(Ανεπτυγμένη μορφή της ομιλίας μου στην ερειπωμένη Φτέρη, στις 4 Σεπτεμβρίου του 2016, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από την καταστροφή της από τους Βούλγαρους κατακτητές)

 

Κτισμένη στην καρδιά του Συμβόλου όρους, πολύ κοντά στο Παγγαίο και στις εκβολές του Στρυμόνα ποταμού, η Φτέρη, όπως την αποκαλούσαν στους τελευταίους αιώνες, ή Δοβροβίκεια, όπως την ονόμαζαν στα χρόνια του Βυζαντίου, αποτελούσε έναν οικισμό κατοικημένο από Έλληνες, που οι απαρχές της ιστορίας του χάνονται πίσω στους αιώνες.

Στο σημείο όπου ήταν κτισμένη η Φτέρη δεν έχουν εντοπιστεί από την αρχαιολογική Υπηρεσία, ούτε έχουν, φυσικά, ανασκαφεί ερείπια αναγόμενα στην ελληνική ή ρωμαϊκή αρχαιότητα, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι ο τόπος δεν κατοικήθηκε ήδη από τότε. Λ.χ., πολύ κοντά στη Φτέρη, στη θέση «Τσεσμέ τ’ αγά», υπάρχει εκτεταμένος, αρχαιολογικός χώρος, με κατοικίες και νεκροταφεία από την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, που είχε σχέση με την εκμετάλλευση των σιδηρούχων μεταλλευμάτων του Συμβόλου όρους.

Η παρουσία της Φτέρης στην ιστορία του τόπου μας προβάλλει έντονη και καθοριστική ήδη από τις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., υπό το αρχικό της όνομα «Δοβροβίκεια». Για να «επισκεφθούμε» όμως μαζί, νοερά, τη βυζαντινή Δοβροβίκεια, πρέπει να πούμε κατ’ αρχάς, λίγα λόγια για τη βυζαντινή Διοίκηση στην περιοχή του Συμβόλου όρους.

Από τον 10ο αιώνα και μετά, η περιοχή του Συμβόλου όρους υπαγόταν διοικητικά σε μια μεγάλη, διοικητική περιφέρεια, (σαν τις σημερινές Περιφέρειες, στις οποίες διαιρείται η πατρίδα μας), η οποία ονομαζόταν «Θέμα Στρυμόνος» και είχε επικεφαλής, αφενός μεν τον δούκα, δηλαδή τον στρατηγό - διοικητή κι αφετέρου τον κατεπάνω, δηλαδή τον πολιτικό διοικητή, από τα τέλη, όμως, του 12ου αιώνα έγινε μια σημαντική, διοικητική μεταρρύθμιση, στα πλαίσια της οποίας δημιουργήθηκαν μικρότερες, διοικητικές περιοχές, (όπως, δηλαδή, ήταν άλλοτε οι Νομοί, στη σύγχρονη Ελλάδα), που αποτελούσαν τμήματα των Θεμάτων και λέγονταν «Κατεπανίκια». Ένα από αυτά τα «Κατεπανίκια» ήταν γνωστό, ήδη έκτοτε, με την ονομασία «Κατεπανίκιον Ποπολίας ή Λυκοσχίσματος» και σ’ αυτό, ακριβώς, υπαγόταν ο οικισμός της Δοβροβίκειας μετά τον 12ο αιώνα.

Ένα άλλο, σημαντικό, επίσης, στοιχείο της βυζαντινής ιστορίας της περιοχής του Συμβόλου όρους είναι η παρουσία των Μοναστηριών του Αγίου Όρους, τα οποία διέθεταν εδώ μεγάλα κτήματα, που τους είχαν παραχωρήσει διάφοροι Αυτοκράτορες.

Μετά από αυτές τις αναγκαίες διευκρινίσεις, επιστρέφουμε στην ιστορία της Φτέρης, της βυζαντινής Δοβροβίκειας.

Ήδη από τον 11ο αιώνα η Δοβροβίκεια, στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, ανήκε στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Μια σειρά χειρογράφων του αρχείου της Μονής, στα οποία θ’ αναφερθώ στη συνέχεια και τα οποία δημοσιεύτηκαν σχολιασμένα, στη γαλλική γλώσσα, με τον τίτλο «ACTES DIVIRON», πριν αρκετά χρόνια, περιγράφουν με λεπτομέρειες τον οικισμό και μας πληροφορούν για τα ονόματα των κατοίκων και για τις ασχολίες τους.

Η πρώτη ιστορική αναφορά της Δοβροβίκειας βρίσκεται σε δύο έγγραφα του αρχείου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, που ανάγονται στο έτος 1081. Το πρώτο είναι ένα έγγραφο, με το οποίο το ευρισκόμενο στην Κωνσταντινούπολη ιερό ίδρυμα με την ονομασία «ΚΟΣΜΙΔΙΟΝ» βεβαιώνει ότι πώλησε στους Αμαλφιτανούς μοναχούς, (δηλαδή μοναχούς καταγόμενους από την περιοχή του Αμάλφι της νοτιοδυτικής Ιταλίας, οι οποίοι, προτού ακόμη ιδρυθεί η Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας, είχαν ιδρύσει Μονή στη χερσόνησο του Αγίου Όρους, στην περιοχή «Μορφονού», που αποτελεί μέχρι σήμερα ανάμνηση του ονόματός τους), ένα μεγάλο κτήμα, ευρισκόμενο στην «επίσκεψιν Πριναρίου». Το δεύτερο έγγραφο είναι το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου 1ου Κομνηνού, που εκδόθηκε επίσης το έτος 1081 κι επικύρωσε την ιδιοκτησία της Μονής των Αμαλφιτανών στο κτήμα του Συμβόλου όρους. Και στα δύο αυτά έγγραφα περιγράφεται λεπτομερώς το πωληθέν κτήμα και αναφέρεται ρητά ότι αυτό έχει αριστερά του, δηλαδή στα δυτικά του, «τα δίκαια της Δοβροβικείας», πράγμα που σημαίνει ότι ήδη έκτοτε η Δοβροβίκεια είχε κτήματα, άρα και πληθυσμό που τα καλλιεργούσε. Πρέπει, μάλιστα, ν’ αναφέρω εδώ ότι η περιγραφή του κτήματος που προανέφερα αρχίζει από τον μονόλιθον, δηλαδή τον μεγάλο βράχο στη θάλασσα, που βρίσκεται κάτω από τον λεγόμενο Πύργο της Απολλωνίας, (ο οποίος, βέβαια, δεν υπήρχε τότε, αλλά κτίστηκε πολύ αργότερα).

Το πρώτο έγγραφο του αρχείου της Ιεράς Μονής Ιβήρων είναι ένας φορολογικός κατάλογος του δευτέρου μισού του 11ου αιώνα, που υπογράφεται από κάποιον Γρηγόριο Χαλκούτζη και περιγράφει την φορολογική υποχρέωση που είχε η Μονή έναντι του βυζαντινού κράτους, για τα εισοδήματα που έπαιρνε από τα κτήματά της. Στον κατάλογο αυτόν αναφέρεται, λοιπόν, ότι στη Μονή ανήκε, μεταξύ άλλων και  το «προάστειον Δωβρωβίκεια», δηλαδή η περιοχή του χωριού Δοβροβίκεια, η οποία μάλιστα περιγράφεται με λεπτομέρειες στον κατάλογο. Οι κάτοικοι του χωριού εργάζονταν στα κτήματα της Μονής, στην οποία έδιναν ένα μέρος από την παραγωγή τους και η Μονή, με τη σειρά της, πλήρωνε στο Κράτος τον φόρο που της αναλογούσε, ανάλογα με τις παραγωγές που της παρέδιδαν οι αγρότες (πάροικοι) των κτημάτων της. Από την περιγραφή του κτήματος της Ιεράς Μονής Ιβήρων, που λόγω του μεγέθους της, δεν μπορώ να την παραθέσω ολόκληρη, αναφέρω μόνο ότι ρητά αναφέρεται ως δυτικό όριό της ο ποταμός των Θερμών (δηλαδή των Λουτρών Ελευθερών) και ως νότια όριά της, δυτικά το σημείο όπου το ποτάμι των Λουτρών φθάνει στη θάλασσα, ανατολικά δε ο μονόλιθος, δηλαδή ο μεγάλος βράχος που βρίσκεται μέσα στην θάλασσα, κάτω από τον Πύργο της Απολλωνίας. Είναι επίσης ιδιαίτερα συγκινητικό να διαβάζει κανείς σ’ αυτόν τον κατάλογο τα ονόματα των ανθρώπων που κατοικούσαν σ’ αυτό εδώ το χωριό πριν από 1.000 χρόνια, όπως τον Θεόδωρο, γιο του Γεωργίου, τον Ιωάννη γιό του Κυριακού του Βελαϊτη, τον Γεώργιο, γιο του Σταυρακίου, τον Μαριανό Στρυμονίτη, γαμπρό του Σκλαβοπαπά, τον Αναστάσιο τον Ποδογοριανίτη, γαμπρό του Μιχαήλ, την Ευφροσύνη, σύζυγο του Μιχαήλ κλπ.

Το έτος 1079, σύμφωνα με χρυσόβουλλο του αυτοράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη, η Μονή Ιβήρων κατέχει, με τον θεσμό της «εξκουσείας», την Δοβροβίκεια.

Τον Δεκέμβριο του έτους 1101 ο αυτοκράτορας Αλέξιος 1ος Κομνηνός επιβεβαίωσε, σ’ έγγραφό του προς τον σεβαστό Ιωάννη Κομνηνό, το δικαίωμα της Ιεράς Μονής Ιβήρων πάνω στα κτήματα της περιοχής της Δοβροβίκειας (Φτέρης), πράγμα που έφθασε ως τις μέρες μας από έγγραφο του έτους 1104, του Σεβαστού Ιωάννη Κομνηνού, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο της Μονής. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται πάλι το «προάστειον η Δοβροβίκεια», περιγράφεται και πάλι το κτήμα της Μονής, μέσα στα όρια που ήδη ανέφερα, το οποίο ονομάζεται πλέον «μετόχιον», αναφέρεται ότι εκκλησία του μετοχίου αυτού είναι η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου (και υπάρχει μέχρι σήμερα τοπωνύμιο «Άγιος Δημήτριος», λίγο πιο πάνω από τον Πύργο της Απολλωνίας, ο οποίος ήταν ο Πύργος του βυζαντινού άρχοντα Αρσενίου Τζαμπλάκωνος, που στα γεράματά του πήγε ως μοναχός στη Μονή Βατοπεδίου, στην οποία το έτος 1355 χάρισε τον πύργο αυτόν και τα κτήματά του), μνημονεύεται ότι η Δοβροβίκεια έχει 26 οικογένειες, (6 μονομελείς, 20 διμελείς και 2 τριμελείς), συνολικά 52 κατοίκους, όπως επίσης μνημονεύονται και τα ονόματα των κατοίκων, όπως είναι ο Κυριακός ο Σιδηρός, που έχει γυναίκα την Ειρήνη, ο Μιχαήλ ο Μουστινιανίτης, (δηλαδή από την Μουσθένη), που έχει γυναίκα την Άννα κλπ.

Το δικαίωμα της Ιεράς Μονής Ιβήρων πάνω στο ίδιο μεγάλο κτήμα του Συμβόλου όρους και στο χωριό Δοβροβίκεια με τους κατοίκους του επικυρώθηκε αργότερα, το έτος 1259 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Μιχαήλ 8ου του Παλαιολόγου, το έτος 1283 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου, το έτος 1310 με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Μιχαήλ 9ου του Παλαιολόγου, ενώ το ίδιο αυτό δικαίωμα περιγράφεται και στο φορολογικό Πρακτικό του ορφανοτρόφου Τρύφωνος Κεδρηνού, που συντάχθηκε το έτος 1316 και αναφέρει ότι το χωριό ανήκε στο κατεπανίκιο της Ποπολίας κι ότι είχε 26 οικογένειες, από τις οποίες οι 19 φορολογούνταν και των οποίων παραθέτει τα ονόματα των μελών.

 Αναφερόμενος, όμως, στα ονόματα των κατοίκων της Δοβροβίκειας, στους αιώνες που αυτή ανήκε στο βυζαντινό κράτος, αλλά και στο ίδιο το όνομα «Δοβροβίκεια», που σημαίνει στη σλαβική γλώσσα «καλός τόπος», πρέπει να πω τα εξής: Στους αιώνες της βυζαντινής κυριαρχίας ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της ιστορίας της περιοχής μας ήταν η εγκατάσταση, στην περιοχή του Στρυμόνα, αρχικά ως επιδρομέων και ληστών και πολλούς αιώνες αργότερα, μετά τον εκχριστιανισμό τους, ως μισθοφόρων πολλών βυζαντινών αυτοκρατόρων, των λεγόμενων Στρυμονιτών Σλάβων, ήτοι Σλάβων εγκατεστημένων μόνιμα με τις οικογένειές τους, οι οποίοι αναμείχθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό και μετά από αιώνες βλέπουμε στους ονομαστικούς καταλόγους των κατοίκων των χωριών και των μοναστηριακών κτημάτων της περιοχής, κύρια της Δοβροβίκειας, πολλά σλαβικά ονόματα μελών οικογενειών, των οποίων τα υπόλοιπα μέλη έφεραν ελληνικά ονόματα.

Στα 1282-1321 ανήλθε στο θρόνο της Σερβίας ο Στέφανος Μιλιούτιν, ο οποίος κατέκτησε την περιοχή των Σερρών και της Χρυσουπόλεως (Τούζλας), καθώς και το λιμάνι του Ορφανού. Αφότου, στη συνέχεια, ο Στέφανος Δουσάν ανέβηκε, στα 1331 στον ίδιο θρόνο, κατέκτησε μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας κι αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς και αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας, με έδρα την πόλη των Σερρών, το κράτος του όμως υπήρξε εφήμερο. Αυτός, το έτος 1346, με χρυσόβουλλό του, αναγνώρισε το δικαίωμα της Μονής Ιβήρων στην Δοβροβίκεια, ενώ την ίδια χρονιά,  σε δεύτερο χρυσόβουλλό του, μεταξύ των κτημάτων της μονής συμπεριέλαβε και τα «εις το Πρινάριον χωρία δύο, ο Οβηλός και η Δοβροβίκεια μεθ' ης και αυτά έχουσι περιοχής και νομής».

Από πολλά χρόνια πριν, εξ άλλου, είχαν αρχίσει οι βαρβαρικές επιδρομές, αρχικά των Βουλγάρων, επί σειρά αιώνων και αργότερα των Τούρκων, εξ αιτίας των οποίων πολλές φορές τα μεγάλα μοναστηριακά κτήματα ερημώνονται. Ιδιαίτερα όταν άρχισε ο τουρκικός επεκτατισμός, η περιοχή ερημώνεται και καταληστεύεται επανειλημμένα, με αποτέλεσμα η παλιά, μεγάλη ευμάρειά του να μετατραπεί σε απέραντη ερήμωση και φτώχεια. Στα μέσα του 14ου αιώνα είχαν πυκνώσει κι οι επιδρομές των Οθωμανών κι απειλούσαν την Μακεδονία, αφότου ιδιαίτερα αυτοί, στα 1361, κατέλαβαν την Ανδριανούπολη και την έκαναν πρωτεύουσα του κράτους τους, με αποκορύφωμα το χρονικό διάστημα 1383-1387, οπότε οι Οθωμανοί, έχοντας ως επικεφαλής τον Γαζή Εβρενός μπέη και τον Λάλα Σαχίν, κατέκτησαν και ολόκληρη την περιοχή μας, τις Σέρρες, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη, κατέστρεψαν τα κάστρα της Καβάλας και της Χρυσούπολης (Τούζλας) κι άρχισαν να εγκαθιστούν πολυάριθμους Τουρκομάνους έποικους από τη Μικρά Ασία, κύρια Γιουρούκους και Κονιάριδες.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το έτος 1341 το χωριό Δοβροβίκεια ήταν πλέον ακατοίκητο, γεγονός που αναφέρεται σε φορολογικό Πρακτικό του απογραφέως Πρωτοκυνηγού Ιωάννη Βατάτζη, του αναφερθέντος έτους.  Επίσης, σε χρυσόβουλο που εξέδωσε το έτος 1351 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός για την Μονή Ιβήρων, αναφέρεται ότι στη Μονή ανήκουν στο Λυκόσχισμα δύο παλαιοχώρια, (δηλαδή εγκαταλειμμένα χωριά), η Δοβροβίκεια και ο Οβηλός, των οποίων οι κάτοικοι έχουν διασκορπισθεί σε διάφορα κάστρα της περιοχής, ίδια δε αναφορά γίνεται και σ’ έγγραφο του πατριάρχη Καλλίστου, του ιδίου έτους.

Το όνομα του χωριού φαίνεται για τελευταία φορά το έτος 1357, σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου.

Στα όρια δικαιοδοσίας του βυζαντινού οικισμού της Δοβροβίκειας – Φτέρης μνημονεύεται η ύπαρξη των εξής ναών:

Του ναού του Αγίου Δημητρίου. Στο έγγραφο του έτους 1104 που προανέφερα έχουμε χαρακτηριστική περιγραφή του: " Έσωθεν δε του τοιούτου περιορισμού [της Δοβροβίκειας] εκκλησία του μετοχίου επ'ονόματι του Αγίου Δημητρίου, δρομική λιθοπηλόκτιστος δίρρυτος, υπό βήματος ενός, υλογραφική και τα εκείσε ευρεθέντα τέσσερα οικήματα οροφόσκεπα λιθοπηλόκτιστα, αμφότερα υπό αυλής και πυλώνος".

Του ναού του Αγίου Γεωργίου. Αυτός κτίστηκε για πρώτη φορά από τον ηγούμενο της μονής Ιβήρων Παύλο, μεταξύ των ετών 1170  και 1184. Πληροφορίες για το ναό υπάρχουν στο Συνοδικόν της μονής. Είναι ολοφάνερο ότι εκείνος ο πρώτος ναός βρίσκεται κάτω από τα θεμέλια του σημερινού ναού του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος μοιάζει τόσο πολύ με τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου της Ελευθερούπολης, που φαίνεται ότι κτίστηκε, οπωσδήποτε, στη σημερινή, φυσικά, μορφή του, στα τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα, με πιθανότερο το έτος 1805, όπως μαρτυρούσε μια επιγραφή που υπήρχε στο Ναό το έτος 1932. Μια ανακαίνισή του, που φαίνεται να έλαβε χώρα στις 10 Απριλίου του 1850, μαρτυρά η ασβεστωμένη σήμερα επιγραφή που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του τοίχου του Ιερού του Ναού, όπου αναφέρεται κάποιος Άνθιμος, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Άνθιμος Γρυπάρης από τη Σίφνο, παρόλο που υπάρχουν αμφιβολίες για το αν ο εν λόγω λαμπρός επίσκοπος αρχιεράτευε στη Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως το έτος 1850, ενώ, συνάμα, κατά το ίδιο έτος όλα τα γειτονικά στη Φτέρη χωριά ανήκαν ακόμη στην Εξαρχία Ορφανίου και Καβάλλας, η οποία υπαγόταν στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου! (Πάντως, το έτος 1850 Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου ήταν ο Μελέτιος).

Του ναού της Αγίας Βαρβάρας. Στην περιοχή της Δοβροβίκειας η μονή Ιβήρων κατείχε μύλο «εις την Αγίαν Βαρβάραν», σύμφωνα με το πρακτικό του ορφανοτρόφου Τρύφωνα Κεδρηνού του έτους 1316. Η αναφορά του τοπωνυμίου προϋποθέτει την ύπαρξη ναού τιμώμενου στο όνομα της Αγίας Βαρβάρας, ο οποίος πιθανολογείται ότι βρισκόταν πάνω στο ρέμα που κατεβαίνει από το χωριό προς την θάλασσα.

Μετά την κατάκτηση της περιοχής μας από τους Οθωμανούς, που ολοκληρώθηκε το έτος 1387, η Δοβροβίκεια χάνεται από την ιστορία και για τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης δεν έχουν ακόμη βρεθεί στοιχεία, σχετικά με το πότε ιδρύθηκε εκ νέου σαν Φτέρη κι από ποιους. Είναι όμως γεγονός ότι στους τελευταίους αιώνες, (18ο και μεταγενέστερους), στη θέση της βυζαντινής Δοβροβίκειας βρίσκεται πλέον ένα καθαρά ελληνικό χωριό, η Φτέρη, στην οποία έρχομαι ν’ αναφερθώ στη συνέχεια της ομιλίας μου.

Στα μέσα του 16ου αιώνα η περιοχή είχε υπαχθεί διοικητικά στην περιφέρεια (ορτά) Πουρνάρ νταγή και τότε παρατηρήθηκε η κάθοδος στην περιοχή και πολλών Βουλγάρων εργατών και αγροτών, που έρχονταν για να δουλέψουν στην υπηρεσία των Οθωμανών κατακτητών.

Από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά, έμποροι έρχονταν από τη Ραγούζα της Δαλματίας, τη Χίο, τη Βενετία, ακόμη και από την Αίγυπτο, έφθαναν μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα, έμεναν στην περιοχή μέχρι και δύο μήνες, για να πουλήσουν και ν’ αγοράσουν εμπορεύματα, όπως μας πληροφορεί ο Γάλλος βαρώνος Pierre Belon du Mans

Η μακρά περίοδος της Τουρκοκρατίας υπήρξε για την περιοχή ιδιαίτερα επώδυνη. Οι εξισλαμισμοί οδήγησαν μεγάλο μέρος των ελληνικών πληθυσμών στην θρησκευτική πρώτα και στη συνέχεια στην εθνική αφομοίωσή του από τους κατακτητές, μ’ εξαίρεση λίγες νησίδες Ελληνισμού, που μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον Ελληνικό χαρακτήρα των κατοίκων τους. Τέτοιες νησίδες ήταν τα ντόπια χωριά της επαρχίας Παγγαίου, η Νικήσιανη, η Μεσωρόπη, η Φτέρη, το Μυρτόφυτο (Ντρέζνα), η Καρυανή, το Ποδοχώρι κλπ.

Η Φτέρη παρέμεινε, στη σκοτεινή αυτή και μακραίωνη περίοδο, ένα ελληνικό χωριό, στη γειτονιά του οποίου σημαντική πόλη και διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της περιοχής υπήρξε το Πράβι, ενώ το γειτονικό Ορφανό (σημερινό Ορφάνι) έγινε ένας σημαντικός οδικός κόμβος και το λιμάνι του Ορφανού ή Τσάγεζι ένα σημαντικό λιμάνι φόρτωσης των προϊόντων της περιοχής, (των περίφημων καπνών και λοιπών αγροτικών προϊόντων, καυσόξυλων και οικοδομήσιμης ξυλείας, βλημάτων που κατασκευάζονταν στο εργοστάσιο που οι Οθωμανοί διατηρούσαν στο Πράβι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα).

Το χωριό αυτό, απομονωμένο στην ομορφιά και την ηρεμία μιας καταπράσινης ρεματιάς, είχε, λίγο πριν καταστραφεί από τους Βουλγάρους, περίπου εξήντα (60) οικίες κι οι κάτοικοί του ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία, την μελισσοκομία  και το κυνήγι.

Αναφερόμενοι στη συνέχεια στην εκκλησιαστική κατάσταση της Φτέρης στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής σκόρπια στοιχεία:

Η περιοχή από τη Μεσωρόπη και πέρα, μέχρι το Ορφάνι και την Καρυανή, από τις αρχές του 13ου αιώνα που έχουμε σχετικές πληροφορίες, ανήκε στην πνευματική δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Φιλίππων και όχι σ’ αυτήν του επισκόπου Ελευθερουπόλεως, υπό τον οποίο υπάγεται το 1864. Τούτο προκύπτει κυρίως από σιγίλλιο του έτους 1618 του Πατριάρχη Τιμόθεου Β’, με το οποίο ενώνονταν πάλι με τη Μητρόπολη Φιλίππων τα πατριαρχικά χωριά, «τον τε Στρυμόνα ποταμόν, την Αμφίπολιν, ήτοι το Μαρμάριον, την Χρυσούπολιν, ήτοι το Ορφάνιον, την Καρίανην, την Μπομπλίανην, το Νεοχώριον, την Ποδογώριανην και το Βοσορόμου. Πριν το 1618 τα χωριά αυτά ανήκαν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου, σχηματίζοντας την «πατριαρχική εξαρχία Ορφανίου», οπωσδήποτε πριν το έτος 1577, ενώ μετά την ένωσή τους με τη Μητρόπολη Φιλίππων το 1618 επανήλθαν στην εξαρχία που ανήκαν προηγούμενα, πιθανόν μετά το 1626.

Μετά το 1717 η εξαρχία Ορφανίου συγχωνεύεται με την εξαρχία Καβάλας και το 1721 αποδίδεται η τελευταία στον Μητροπολίτη Ξάνθης και Περιθεωρίου, υπό την πνευματική δικαιοδοσία του οποίου παρέμεινε, (όπως και τα χωριά της), μέχρι το 1924. (Αυτό το βεβαίωσε και ο Γ.Ν. Φιλιππίδης, όταν επισκέφθηκε τις εκκλησιαστικές περιφέρειες της περιοχής και το 1877 δημοσίευσε την περιγραφή των επαρχιών τους με τίτλο «περιήγησις των εν Μακεδονία επαρχιών Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως». Το 1905 μάλιστα  ο Γ. Χατζηκυριακού εκπλήττεται όταν διαπιστώνει την περίεργη, εκκλησιαστική διαίρεση της περιοχής και σημειώνει στο έργο του «Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906)» : «Η Μεσορόπη μετά των προηγουμένων, Κάριανης, Μπόμπλιανης και Ποδογόριανης, υπάγονται, κατά παράδοξον όλως τρόπον εκκλησιαστικής διαιρέσεως, εις την εκκλησιαστικήν επαρχίαν Ξάνθης, ήτις ούτω εισχωρεί και ενσφηνούται μεταξύ των κωμών της επαρχίας Ελευθερουπόλεως, σφετεριζομένη, ούτως ειπείν, τα δικαιώματα αυτής).

Όταν ο Γ.Ν. Φιλιππίδης επισκέφθηκε κατά το έτος 1877 τις εν Μακεδονία επαρχίες Δράμας, Ζίχνης και Ελευθερουπόλεως, περιέγραψε ως εξής την Φτέρη στο σύγγραμμά του, το οποίο δημοσιεύτηκε στο  1ο τεύχος του περιοδικού «Μακεδονικά»: «Φτέρη. Χωρίδιον και τούτο μικρόν, εντός χλοεράς κοιλάδος κείμενον και ούτως ονομασθέν εκ της πτέριδος (φτέρης), φυτού, όπερ πλημμυρεί τα μέρη ταύτα. Και οι του χωρίου τούτου κάτοικοι εισί γεωργοί, διατηρούσι δε γραμματοδιδασκαλείον, εν ω διδάσκεται η Οκτώηχος και το Ψαλτήριον».

Το έτος 1886 ο Έλληνας ταγματάρχης του μηχανικού, Νικόλαος Θ. Σχινάς, περιόδευσε στην περιοχή μας και τις εντυπώσεις του περιέλαβε σε άρθρο του στο περιοδικό Μακεδονία (Μακεδονικά). Αναφέρει λοιπόν ο εν λόγω στρατιωτικός ότι η Φτέρη είχε τότε 230 κατοίκους.

Στον Γενικό Πίνακα των εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία ελληνικών σχολείων, ο οποίος δημοσιεύθηκε το έτος 1902 στην Κωνσταντινούπολη από την οθωμανική Διοίκηση, Η Φτέρη αναφέρεται ως Φθέρη και φαίνεται ότι έχει ένα δημοτικό σχολείο με έναν δάσκαλο και 15 μαθητές (άρρενες), για τη συντήρηση του οποίου απαιτούνταν 230 φράγκα.

Κατά τα έτη 1905-1906 ο Έλληνας Γεώργιος Χατζηκυριακού περιηγήθηκε την υπόδουλη, ακόμη τότε, Μακεδονία. Αυτός λοιπόν επισκέφθηκε την Φτέρη και την περιέγραψε ως εξής: «Εκ Τσιούστης συνεχίζων την επί του (Συμβόλου) όρους πορείαν μου και ανερχόμενος μέχρι της κορυφογραμμής αυτού φθάνω εις άλλην Ελληνορθόδοξον κώμην, την καλουμένην Φτέρην, κειμένην επί ανωμάλου και βραχώδους εδάφους, ένθεν και ένθεν της κοίτης επικλινούς χειμάρρου. Ωνομάσθη δε Φτέρη εκ του πέριξ εν πλησμονή φυομένου πτεριδοφύτου, της γνωστής πτέριδος».

Ο Τρύφων Ευαγγελίδης, καθηγητής του εν Βόλω Γυμνασίου, περιηγούμενος την περιοχή, εξέδωσε, το 1913 στην Αθήνα ένα βιβλίο με τίτλο «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ» στο οποίο περιγράφει ότι «…Φθάνομεν εις το ωραίον Ελληνικόν χωρίον Τσιούστη, υπό 120 ψυχών οκούμενον. Η οδός τουντεύθεν ανέρχεται και δια της λοφοσειράς εντός 1 ¼ ώρας άγει εις το ορεινόν χωρίον Φτέρη, εκ του ομωνύμου φυτού, ή Θέρη, το οποίον έχει 170 Έλληνας κατοίκους…»

Στο αρχείο του Παπα Νικόλα Οικονόμου ή Βλάχου, που ήταν ιερέας της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, όταν Μητροπολίτης ήταν ο Εθνομάρτυρας Γερμανός Σακελλαρίδηςενώ διετέλεσε Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως, επί σειράν ετών μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Γερμανού, βρίσκεται έγγραφο με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου του 1910, το οποίο υπογράφει ο προεστός της Φτέρης, Κωνσταντίνος Γ. Τζόρογλου. 

Ο Μιχαήλ Χουλιαράκης, στο έργο του «Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος, 1821-1971», τόμος Β’, έκδοση Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα,1975», αναφέρει ότι το έτος 1913 η Φτέρη, υπαγόμενη στην υποδιοίκηση Πραβίου, είχε 166 κατοίκους.

Η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού στρατού, στους στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού και της εθνικότητας των νομών Σερρών, Δράμας και Καβάλας που εξέδωσε το έτος 1919 στην Αθήνα, ανέφερε ότι η Φτέρη είχε πριν τους Βαλκανικούς πολέμους 100 κατοίκους, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1915 είχαν γίνει 108, από τους οποίους οι 50 ήταν άνδρες και οι 58 γυναίκες.

Στις 30 Μαρτίου του 1897, στα πλαίσια του ελληνοτουρκικού πολέμου, αποβιβάστηκε στην τοποθεσία «Έλληνας», κοντά στον Πύργο της Απολλωνίας, ένα μικρό, στρατιωτικό, εκστρατευτικό σώμα, αποτελούμενο από 150 Έλληνες ομογενείς, μ’ επικεφαλής τον Παναγιώτη Δημαρά και τον Ευστάθιο Καραβαγγέλη, με σκοπό να καταστρέψει τη σιδηροδρομική γραμμή των Οθωμανών στον Σταθμό Αγγίτη (Αγγίστα). Οι Φτεριώτες, όπως και οι Τρεζνιώτες, βοήθησαν τους άνδρες του σώματος, αλλά, δυστυχώς, η αποστολή προδόθηκε, το εκστρατευτικό σώμα εξολοθρεύθηκε από τους Τούρκους κι οι Φτεριώτες έχασαν την ησυχία τους από τους Τούρκους.

Όταν, στα 1913, η Μακεδονία φλεγόταν από τους Βαλκανικούς πολέμους, οι Φτεριώτες εγκατέλειψαν το χωριό τους. Οι μισοί περίπου, ακολουθώντας τα ελληνικά στρατεύματα, έφυγαν προς το Στρυμόνα. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν από τους Βουλγάρους να εγκαταλείψουν το χωριό και σκόρπισαν στα γύρω βουνά, μέχρι που τέλειωσε η κατοχή. Τα βάσανα όμως δεν είχαν τελειώσει, γιατί τους Φτεριώτες περίμενε, όπως και όλη την περιοχή, μια δεύτερη, βουλγαρική κατοχή.

Από τον Αύγουστο του 1916 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1918 οι Βούλγαροι, ως σύμμαχοι των Γερμανών, εισήλθαν και κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία. Την περιοχή μας κατέλαβε τότε η 10η βουλγαρική μεραρχία της άσπρης θάλασσας, όπως αποκαλούσαν οι Βούλγαροι το Αιγαίο. Από τον Οκτώβριο του 1916 μέχρι τον Ιούνιο του 1917 στους Βουλγάρους προστέθηκε και η 58η τουρκική μεραρχία.

Στο μικρό διάστημα της παραμονής τους, ο λαός μας έπαθε τα πάνδεινα από βούλγαρους και τούρκους φανατικούς, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την ανώμαλη κατάσταση, προκειμένου να βγάλουν πάνω στους Έλληνες τα παλιά κι άσβεστα μίση τους. Ποια ήταν αυτά; Μας τα διηγείται ανάγλυφα η επίσημη αναφορά που απέστειλε στον τότε Έλληνα Υπουργό Εσωτερικών ο Τίτος Γιαλούρης, έπαρχος της Ελλάδος στην περιοχή, μετά τη λήξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, την ήττα των Γερμανών και των συμμάχων τους και την αποχώρηση των Βουλγάρων, από την οποία αναφορά σας διαβάζω ελάχιστα αποσπάσματα, που αφορούν την τύχη του χωριού αυτού:

Από την περιοχή του Παγγαίου μόνο, εξορίστηκαν στη Βουλγαρία 2.250 άνθρωποι, από τους οποίους γύρισαν πίσω μόνο οι 900.

Ο πληθυσμός του Παγγαίου, από 14.000 ορθοδόξους έπεσε στις 7.000 – 8.000, εξ αιτίας των εκτελέσεων, των εξοριών και της αναγκαστικής μετανάστευσης.

Στην Φτέρη οι κατακτητές κατεδάφισαν 34 σπίτια κι άφησαν άστεγους 100 ανθρώπους.

Οι κάτοικοι εξαφανίστηκαν. Πολλοί πέθαναν από τη πείνα και τις κακουχίες, άλλοι δεν γύρισαν από την εξορία κι οι επιζήσαντες διασκορπίστηκαν.

Στην αναφορά υπάρχουν και οι προφορικές μαρτυρίες κάποιων που υπέφεραν τα πάνδεινα, συλληφθέντες, εξορισθέντες ή φυλακισθέντες από τους Βουλγάρους. Από αυτές τις μαρτυρίες αξίζει να σας παραθέσω αυτήν που έδωσε στην Ελευθερούπολη, στις 14 Φεβρουαρίου του 1919, ο γιατρός Κωνσταντίνος Κυριάκος ή Κυριακού, που γεννήθηκε στα Λακοβίκεια, ηλικίας τότε 62 ετών, κάτοικος Ελευθερούπολης: «Ένα μήνα ύστερα από τη βουλγαρική εισβολή, (εννοεί τον χειμώνα του έτους 1916), έφτασε στην Φτέρη το 158° Σύ­νταγμα Πεζικού του τουρκικού στρατού, υπό τη διοίκηση του συνταγμα­τάρχη Mahmout Nedin-bey που είχε την έδρα του στο χωριό Μπόμπλιανη. Οι στρατιώτες προέβησαν σε κάθε είδους λεηλασία εις βάρος των κα­τοίκων. Κατέλαβαν όλα τα ελληνικά, χριστιανικά σπίτια. Βούλγαροι αξιωματι­κοί και Τούρκοι έμπαιναν τις νύχτες στα σπίτια των Ελλήνων και με τη βία υποχρέωναν τους ενοίκους να τους παραδώσουν χρήματα, προμήθειες, εργαλεία από χαλκό, στρώματα, έπιπλα, είδη ένδυσης και άλλα. Τελικά τους ανάγκαζαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακομίσουν στην Ελευθερούπολη. Ύστερα από τον εκτοπισμό των ανδρών στη Βουλ­γαρία, παρέμειναν στην Ελευθερούπολη οι γυναίκες με τα παιδιά. Να λοι­πόν γιατί έρχομαι να σας πω όλα όσα έγιναν εναντίον των κατοίκων της Φτέρης, που βρίσκεται στα περίχωρα της Ελευθερούπολης, όπου ήταν στρατοπεδευμένος ο τουρκικός στρατός υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ Μπέη. Κατά την εκτίμηση μου, επί των 95 κατοίκων της Φτέρης, που βρήκαν το θάνατο στην Ελευθερούπολη όπου είχαν μετακομίσει, οι 53 πέθαναν από τις στερήσεις. Τα 25 σπίτια που αποτελούσαν το χωριό Φτέρη, όλα χωρίς εξαίρεση, έχουν κατεδαφιστεί. Μόνο η εκκλησία στέκεται ακόμη όρθια. Όλα τα υ­πόλοιπα σπίτια είναι ερείπια και συνεπώς δεν είναι κατοικίσιμα. Δεν πα­ρέμειναν στο χωριό παρά μόνο δυο κάτοικοι, οι οποίοι ζουν σε μια αχυροκαλύβα. Το χωριό ήταν πλούσιο σε ελιές, σε αμύγδαλα, υπήρχαν εκεί 700 κυ­ψέλες. Όλα αυτά έχουν αρπαγεί και καταστραφεί. Εγώ είχα μεγάλη περιουσία στη Φτέρη, όπου ασχολιόμουν με τη μελισσο­κομία. Γνωρίζω όλους τους κατοίκους, οι οποίοι με θεωρούν προστάτη τους». (Ο μάρτυρας έδωσε στην Επιτροπή μια ονομαστική κατάσταση των θανόντων από την πείνα, η οποία επισυνάφθηκε στην κατάθεσή του).

Όλα τα παραπάνω επιβεβαίωσε και μια Διασυμμαχική Επιτροπή, που συστάθηκε μετά το 1918, για να ελέγξει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία από τον βουλγαρικό στρατό, η οποία, στις αναφορές κι έρευνες που διεξήγαγε κι οι οποίες εκδόθηκαν στη Γαλλία αλλά και στο Λονδίνο το 1919, περιέγραψε επίσης, με τα πιο μελανά χρώματα, όσα υπέστησαν τα χωριά του Παγγαίου, μεταξύ των οποίων και η Φτέρη, από τους Βούλγαρους κατακτητές.

Την περιγραφή της καταστροφής του χωριού κάνει, επίσης, γεμάτος πλούσια συναισθήματα, ο αείμνηστος Ελευθερουπολίτης δικηγόρος και ιστορικός Ανδρέας Παπανδρέου, στη μικρή εργασία του με τίτλο «Οι Φτεριώτες στους απελευθερωτικούς αγώνες», που δημοσίευσε το έτος 1978 στο Μακεδονικό Ημερολόγιο: Αναφερόμενος ο κ. Παπανδρέου στη βουλγαρική κατοχή της περιοχής μας, που άρχισε το έτος 1916, αναφέρει: «Οι Βούλγαροι έβγαζαν το άχτι τους για καλά αυτή την φορά, ξεπλη­ρώνοντας την ήττα τους στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, σε βάρος αμάχων πολιτών. Οι βουλγαρικές ορδές ξανα­πέρασαν απ' την Φτέρη κι εγκατέστησαν μια μεγάλη μονάδα στα Λουτρά Ελευθερών, που κατόπτευε απένα­ντι το μέτωπο του Στρυμόνα, όπου ήταν οι Αγγλογάλλοι. Όπως και να το κάνουμε, ένα καθαρά Ελληνικό χωριό, χωρίς ούτε ένα Τούρκο, ήταν οπωσδήποτε ένα μικρό καρφί στο υπογάστριό τους σ' εκείνη την ευαίσθητη περιοχή. Γι' αυτό στα τέλη του 1916, ένα ψυχρό πρωινό, εμφανίστηκε στο χωριό ένα Βουλγάρικο Τάγμα και αφού πρώτα το έζωσε για τα καλά, ύστερα ό Κομμαντάν τους μάζεψε όλους στην πλατεία και τους διέταξε μέσα σε λίγες ώρες να εγκαταλείψουν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για το Πράβι. Μόνο κάμποσοι τσομπαναραίοι, που ήταν στα βουνά τριγύρω κατόρθωσαν να γλυ­τώσουν, φεύγοντας στα γύρω χωριά. Η τραγική φάλαγγα οδηγήθηκε στο Πράβι, όπου τα γυναικόπαιδα μοιράστηκαν σε καπνοποθήκες και παλιά, έρημα σπί­τια, για να πεθάνουν τα περισσότερα απ' την πείνα και το κρύο σε κείνον τον τρομερό χειμώνα. Φτάσανε να θεωρούνε το χελωνίσιο κρέας αρνάκι του γάλακτος και πολλοί απ' αυτούς έφαγαν ακόμα γάτους και σκύλους, χωρίς υπερβολή. Οι άντρες οδηγήθηκαν στη συνέχεια σε εξορίες σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας, όπου δούλεψαν σκληρά στα κάτεργα του Κίτσοβου, του Καρναμπάτ (πόλις και περιοχή κοντά στη Ροδόπη) και της Ντόμπρουτσα όπου πέρασαν σχετικά καλά, οι άλλοι όμως που έπεσαν στο Κίτσοβο και στο Καρναμπάτ είχαν φριχτό τέλος οι περισσότεροι και μόνον όσοι είχαν τύχη ή γερό οργανισμό την γλύτωσαν. Φθινόπωρο του 1918 οι Κεντρικές Δυνάμεις συνθη­κολόγησαν, η σάλπιγγα της Ελευθερίας ηχούσε και πάλι στα δύστυχα τούτα μέρη και οι Βούλγαροι «κα­κήν κακώς» υποχωρούσαν στα μέρη τους. Η συμμα­χική αποστολή, πού περιλάμβανε και Έλληνες Αξιω­ματικούς και στρατιώτες, έχει πια εγκατασταθεί στη Σόφια και μεριμνά για το γυρισμό των εξόριστων στις πατρίδες τους. Όλα αρχίζουν σιγά - σιγά και παίρνουν τον δρόμο της ομαλότητας και της ειρηνικής ζωής, όλα εκτός από τους Φτεριώτες, που αποδεκατισμένοι από την πείνα και την εξορία ήταν αδύνατο, με τα λίγα απο­μεινάρια τους, να ξαναχτίσουν το χωριό τους, που τόσβησαν απ' τον χάρτη οι στρατιώτες του Φερδινάνδου, αφήνοντας μόνο την Εκκλησία του χωριού όρθια, για να θυμίζει ότι εκεί υπήρχε κάποτε ένα χωριό Ελλη­νικό πού το λέγανε Φτέρη. Η Εκκλησία σε πείσμα του χρόνου σωζόταν μέχρι το 1956, σαν βουβή μαρτυ­ρία της τραγωδίας του χαμένου χωριού, για να καταστραφεί κι αυτή τελικά από αμέλεια μερικών κυνηγών, που διανυκτέρευσαν κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ σ' αυ­τήν. Το μόνο που σώθηκε είναι ένα θαυμάσιο Ευαγγέλιο, εκδόσεως Βενετίας, του προπερασμένου αιώνα, που βρί­σκεται σήμερα στην Εκκλησία του διπλανού χωριού Ακροπόταμος, σαν τελευταίο απομεινάρι μιας τραγι­κής θύμησης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου».

Μετά, λοιπόν, την καταστροφή της από τους Βουλγάρους, τον χειμώνα του 1916 η Φτέρη δεν φαίνεται να ξανακατοικήθηκε και γι’ αυτό είναι περίεργο ένα έγγραφο που βρέθηκε κι αυτό στο πολύτιμο αρχείο του παπα Νικόλα Οικονόμου ή Βλάχου, το οποίο φέρει ημερομηνία 2-6-1919, απευθύνεται στον παπα Νικόλα, ως Αρχιερατικό Επίτροπο, το υπογράφει ο ιερεύς Γεώργιος και δύο κάτοικοι (μήπως επίτροποι;) ο Δημήτριος Ι. Μιλιώνης και ο Γεώργιος Κ. Τσιγερόπουλος κι έχει σφραγίδα που γράφει γύρω ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΕΠΑΡΧΙΑ ΠΡΑΒΙΟΥ και στο μέσον ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΦΤΕΡΗΣ, με ένα έμβλημα που δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό.

Ακόμη, πάντως, κι αν υπήρχε κοινότητα Φτέρης τον Ιούνιο του 1919, το Νοέμβριο του 1919 εκδόθηκε Β.Δ., που περιλήφθηκε στο ΦΕΚ ΑΑ51/1919, με το οποίο συστάθηκε η Κοινότης Ορφανίου μ’ έδρα το Ορφάνι, στην οποία περιλήφθηκε και η ερειπωμένη Φτέρη.

Θα τελειώσω την ιστορική περιήγησή μου στην ιστορία αυτού του πολύπαθου τόπου, με μια περιγραφή της Φτέρης που περιλήφθηκε σ’ ένα ταξιδιωτικό άρθρο, κάποιου ο οποίος το υπέγραψε με το αρχικό γράμμα Ξ, υπό τον τίτλο «Καλοκαιρινά ταξείδια» και το οποίο δημοσιεύθηκε στις 7 Ιουλίου του 1932 στην εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ της Καβάλας: «Η εκδρομή μας έγινε αφορμή να παρακολουθήσουμε και μια κατανυκτική Ιεροτελεστία. Στις 30 Ιουνίου, εορτήν των Αγίων Αποστόλων, ελειτουργήθη, πρωτοστατούντος του Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Φτέρης, Η λειτουργία αυτή έπαιρνε άλλοτε μορφή θορυβώδους πανηγύρεως, στην οποίαν συνέρεαν οι κάτοικοι x και των πλέον απομεμακρυσμένων χωριών της περιφερείας. Αλλ’ η οικονομική κρίσις και η εξαθλίωσις της υπαίθρου εστέρησαν τον χωρικόν κι από τη μοναδική αυτή τέρψη του – τα πανηγύρια. Είναι ζήτημα αν oι εκκλησιασθέντες στην εφετεινή λειτουργία του Αγίου Γεωργίου υπερέβαιναν τους εξήντα! Από την άλλοτε ακμάζουσαν και πλουσιωτάτην Φτέρην δεν σώζεται πια σήμερα τίποτα. Ούτε ίχνη των θεμελίων των καταστραφέντων σπιτιών της. Οι πόλεμοι την ξεπάτωσαν σύρριζα. Η εκκλησία παλιά μα όχι «αρχαία». Ούτε καν των πρώτων αιώνων της δουλείας. Επιγραφή με όνομα «κτίτορος» την χρονολογεί από το 1805 και τίποτα δεν επιμαρτυρεί ότι η ανέγερσίς της μπορεί νάναι και προγενέστερη!; Ως αρχιτεκτονική, διακόσμησις, περιεχόμενον, δεν ενθυμίζει τίποτε από την ωραιότητα της χριστιανικής τέχνης. Τετράγωνη χωριάτικη βασιλική, χωρισμένη σε κλίτη από τέσσερες ασβεστωμένες κολώνες και με...φεγγίτες στην οροφή! Το μόνο εξαιρετικό χαρακτηριστικό της είναι ότι βρίσκεται χωμένη, κατά το ήμισυ και πλέον, μες τη γη. Για να εισέλθη κανείς κατεβαίνει πρώτα από 4-5 σκαλοπάτια σ’ ένα υπόστεγο που διατρέχει το μήκος της ανατολικής πλευράς του ναού και που εισχωρεί όλο και βαθύτερα στη γη. Και το έδαφος της εκκλησίας χωρίζεται μ’ άλλα 6-7 σκαλοπάτια από το υπόστεγο αυτό. Και η ενσφήνωση αυτή στα σκοτεινά, ανήλια σπλάχνα της γης αποδίδει στο εκκλησάκι όλη την κατανυκτική γοητεία που του αφαιρεί η έλλειψη της Τέχνης. Η μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο καταποντισμός αυτός, εξαϋλώνει τις απροσδιόριστες διακοσμήσεις, αποπνευματώνει τις μορφές των κακότεχνων αγίων και χαρίζει μεγαλειώδη επιβλητικότητα στον εντειχισμένο στο κέντρο της επιπέδου οροφής Παντοκράτορα. Και καθώς πέφτει το θαμπό ημίφως της αδύνατης κανδήλας επάνω στα χαρακτηριστικά της Παναγίας, νομίζει κανείς πως η Θεομήτωρ, που κρατεί σφιχτά μές στην αγκάλη τον μονογενή της, θ’ αργοκινήση τα χείλη και θα ψιθυρίσει λόγια συμπαθείας και οίκτου προς το εκκλησίασμα....»

Σαν ένα σπασμένο τζάμι, σαν ένα παζλ που θα λέγαμε σήμερα, η ιστορία χρειάζεται υπομονή κι αγάπη, προκειμένου να συγκεντρωθούν οι μικρές ψηφίδες που την συγκροτούν και να δημιουργήσουν ένα σύνολο, τη ζωή και τον πολιτισμό ενός λαού. Ελπίζω ότι μ’ αυτή τη μικρή κι ολότελα ερασιτεχνική προσπάθειά μου, συνεισέφερα κι εγώ όσο μπορούσα στη συγκρότηση του παζλ της μακραίωνης ιστορίας της Δοβροβίκειας – Φτέρης, μιας άγνωστης γωνιάς του τόπου μας.

ΘΟΔΩΡΟΣ Δ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

 

 

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016


ΜΙΑ «ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΚΗ» ΕΠΙΤΥΜΒΑ ΣΤΗΛΗ, ΜΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

 

Στο βιβλίο που συνέγραψα με την κ. Ελένη Γαραντούδη, με τίτλο «ΧΡΥΣΟΦΟΡΟΝ ΓΗΣ ΑΝΑΣΤΗΜΑ», αναφερόμενος στις λατρείες και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ρωμαίων κατοίκων του Παγγαίου και του αυτόχθονος μακεδονοθρακικού στοιχείου, κατά την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης της Μακεδονίας και της Θράκης, έλεγα τα εξής:

Αυτές οι λατρείες και θρησκευτικές πεποιθήσεις αντανακλούν ακριβώς τις σχέσεις του αναμεμειγμένου πληθυσμού που τις εκτελούσε. Αναγνωρίζει σ' αυτές κανείς τα διαφορετικά στοιχεία, από τα οποία ο πληθυσμός του Παγγαίου ήταν συντεθειμένος και τις εξωτερικές επιρροές που αυτός δέχθηκε. Μέσα στα ρωμαϊκά πλαίσια που τέθηκαν με τον αποικισμό (των Φιλίππων), η παλιά, θρακική θρησκεία, που παρέμεινε ζωντανή, υποτάχθηκε μόνο από την άποψη του τυπικού της στην τυπολατρική λατρεία των νεοφερμένων, ενώ παράλληλα η αφοσίωση αυτών των τελευταίων στις λατρείες της πατρίδας τους δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στη γοητεία των ανατολικών λατρειών και των εσχατολογικών δογμάτων της Διονυσιακής και της Ορφικής θρησκείας, των οποίων η επιρροή ήταν τότε αυξημένη μέσα σ' ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Αυτή η αλληλεπίδραση δίνει στη θρησκευτική ζωή της περιοχής κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας και ιδιαίτερα των πρώτων μ. Χ. αιώνων αυτής, όλο της το ενδιαφέρον. Κι αυτήν την αλληλεπίδραση δύο παράγοντες την ευνόησαν: από τη μια μεριά, οι περιστάσεις που είχαν οδηγήσει τόσο διαφορετικούς πληθυσμούς να ζήσουν μαζί σ' ένα σημείο της Μακεδονικής Θράκης στο οποίο οι πιο σεβάσμιες, θρησκευτικές παραδόσεις παρέμεναν αναλλοίωτες κι από την άλλη μεριά, η ιδιαίτερη θέση της περιοχής πάνω, αφενός στις χερσαίες οδούς πρόσβασης από και προς την εγγύς ευρισκόμενη Ανατολή και ιδιαίτερα της περιφημότερης απ' αυτές τις οδούς, της Εγνατίας Οδού κι αφετέρου πάνω στην φημισμένη θαλάσσια οδό που συνέδεε τη Νεάπολη, την σημερινή Καβάλα, που βρισκόταν και πάνω στην Εγνατία Οδό, με την απέναντι μικρασιατική ακτή και ειδικότερα με την Αλεξάνδρεια της Τρωάδος.

Οι δύο αυτές οδοί επί μακρόν χρησίμευσαν σαν οχήματα της διείσδυσης των ρωμαίων αποίκων και του ρωμαϊκού πολιτισμού στην περιοχή του Παγγαίου. Αλλά καθ' ον χρόνο έφθανε στο Παγγαίο, μέσω των οδών αυτών, ο ρωμαϊκός πολιτισμός, μαζί με τους ρωμαίους αποίκους που κατέφθαναν, η περιοχή δια της ιδίας οδού ερχόταν επίσης σ' επαφή και με τις ανατολικές ιδέες και θρησκευτικές αντιλήψεις, οι οποίες κατευθύνονταν με αντίστροφη πορεία προς την Ρώμη, πάλι μέσω αυτής της λεωφόρου του πολιτισμού. Οι ανατολικές, θρησκευτικές δοξασίες και ιδέες μετακινούνταν πια ελεύθερα, ιδιαίτερα σε μια περιοχή όπου επί αιώνες η Διονυσιακή και η ορφική θρησκεία καλλιέργησαν τις ιδέες τους, τις τόσο συγγενικές προς αυτές της νέας θρησκείας που ανέτειλε παρήγορα στην ταραγμένη ανθρωπότητα. Έτσι, πιστεύω, δεν είναι καθόλου τυχαίο που η περιοχή ακριβώς του Παγγαίου δέχεται πρώτη την επίσκεψη του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών, του Παύλου και γίνεται αυτή πρώτη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ο φορέας, ο αποδέκτης κι ο μεταλαμπαδευτής των νέων ιδεών του Χριστιανισμού. Και είναι βέβαια φυσικό, τουλάχιστον το Μακεδονοθρακικό υπόβαθρο του πληθυσμού του Παγγαίου, επί αιώνες γαλουχημένο σε ιδέες σχετικές με την μέλλουσα ζωή και την αθανασία της ψυχής κι επί αιώνες ερχόμενο σ' επαφή με ανατολικής προελεύσεως θρησκείες που είχαν επηρεάσει τον Ιουδαϊσμό και είχαν επηρεαστεί απ' αυτόν, να βρεθεί πολύ περισσότερο προετοιμασμένο να δεχτεί τον Χριστιανισμό και να τον κατανοήσει.

Την παραπάνω άποψή μου ενίσχυα με την μνεία της επιτύμβιας στήλης ενός μικρού παιδιού της ρωμαϊκής εποχής, που βρέθηκε στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας στα μέσα του 19ου αιώνα κι αντιγράφηκε από τον Γάλλο αρχαιολόγο LEON HEUZEY, στο λιθόστρωτο της εκκλησίας και η οποία περιέχει τον σπαρακτικό θρήνο του πατέρα, που απευθύνεται στο νεκρό παιδί του. Σήμερα έρχομαι με το παρόν σημείωμά μου να συμπληρώσω και να ενισχύσω όσα τότε έλεγα, σχετικά με την επιτύμβια αυτή στήλη, με τα κάτωθι, τα οποία αναφέρει για την ίδια, επιτύμβια στήλη η κ. Αικατερίνη Παπανικολάου, στην ανακοίνωσή της, με τίτλο «λατινικές επιγραφές από το Δοξάτο», η οποία περιλήφθηκε στα Πρακτικά της Β’ Επιστημονικής Συνάντησης που έλαβε χώρα τον Μάιο του 1994 στη Δράμα, με θέμα Η ΔΡΑΜΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ – ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (σελ. 204-205):

Αναφέρει, κατ’ αρχάς, η κ. Παπανικολάου, ότι η υπό στοιχείο (CIL 686) μαρμάρινη, επιτύμβια πλάκα, μ επιγραφή έμμετρη από 22 στίχους, χωρισμένους σε δύο στροφές, βρέθηκε και διαβάστηκε στο λιθόστρωτο της εκκλησίας του Αγ. Αθανασίου, ενώ σήμερα αποτελεί τμήμα του βατήρα του τέμπλου του Ιερού Βήματος και δεν είναι δυνατόν να ξαναδιαβαστεί, διότι πάνω της πατά το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Από το στυλ των γραμμάτων και κάποιες γλωσσικές ιδιομορφίες, η επιγραφή χρονολογείται στον 3ο μ.Χ. αιώνα.

Παραλείποντας, εν συνεχεία, το έμμετρο, λατινικό κείμενο της στήλης, παραθέτω την μετάφρασή του, όπως την περιλαμβάνει η κ. Παπαθανασίου στην ανακοίνωσή της:

«Αφού ο πόνος μπόρεσε να ξεσκίσει την αδάμαστη ψυχή του Ηρακλή, γιατί εγώ να διστάσω να θρηνήσω;

Γιατί να μην ταιριάζει και σε σένα, γιε μου, ο έπαινος που χάρισε ο ξακουστός Όμηρος στο σώμα του Αιακίδη Αχιλλέα;

Η βασίλισσα της Πάφου σε στόλισε μ' ένα πρόσωπο, όχι τόσο όμορφο, η ίδια η θεά όμως κατοικούσε μέσα στα φύλλα της καρδιάς σου.

Πράγματι μέσα στην ψυχή σου ανθούσε μια σεμνή αρετή, από την οποία η ηλικία σου δεν αφαίρεσε ούτε την αξία, ούτε την ευγένεια.

Όμως, με το δυνατό μου πόνο δε ζητώ να σ αρπάξω από το θάνατο, αν και ο χαμός ενός παιδιού δικαιολογημένα φέρνει δάκρυα.          Έχουμε συντριβεί από αυτήν την οδυνηρή πληγή.

Και συ, ξαναγεννημένος, ζεις μέσα στα Ηλύσια πεδία. Έτσι είναι αρεστό στους θεούς. Να ζει με άλλη μορφή όποιος αξίζει το υπέρτατο φως.

Αυτή είναι η ανταμοιβή σου, αφού στη σύντομη ζωή σου, η ήρεμη απλότητα που είχες ήταν σύμφωνη με το θέλημα του θεού.

Τώρα, ο μύστης που φέρει την ιερή σφραγίδα, μέσα σ' ένα ανθισμένο λιβάδι, σε κατατάσσει ανάμεσα στους πιστούς του Βάκχου, δίνοντάς σε την μορφή του Σατύρου, ή οι Νύμφες, που κουβαλούν τα ιερά σύμβολα, σε ανακηρύσσουν σύντροφό
τους, για να οδηγήσουν
, με το φως των αναμμένων πυρσών, τις πανηγυρικές πομπές.

Δεν έχει σημασία ποιος είναι ο ρόλος σου σ' αυτή τη θέση, που σου χάρισε η ηλικία σου, γιατί…..».

Και η κ. Παπαθανασίου συνεχίζει:

«Η επιγραφή αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι έχει διπλή αξία. Αποτελεί ένα θαυμάσιο, λογοτεχνικό κείμενο και συγχρόνως μια πολύτιμη, επιγραφική μαρτυρία, για τις θρησκευτικές αντιλήψεις που επικρατούσαν στην περιοχή τον 3ο μ.Χ. αι. Ο συνδυασμός βέβαια αυτός οφείλει την επιτυχία του, κατά μεγάλο βαθμό, στο ίδιο το θέμα, που είναι ο θάνατος ενός νέου.

Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας του κειμένου δημιουργεί ένα έντονο, συναισθηματικό κλίμα, που αποκτά δραματικότερο τόνο με τη χρήση του μέτρου. Η αμεσότητα του λόγου, η άριστη δομή στην παράθεση των σκέψεων και των συναισθημάτων προκαλούν αναπόφευκτα τη συγκίνηση του αναγνώστη.

Στην πρώτη στροφή, ο γονιός θρηνεί απαρηγόρητος για το χαμό του αγαπημένου του παιδιού. Αντλεί παραδείγματα από τη μυθολογία, για να πείσει τον εαυτό του ότι δεν είναι αναξιοπρεπής η εικόνα του ανθρώπου που χάνει την αυτοκυριαρχία του, όταν συντρίβεται από μεγάλο πόνο.

Στη δεύτερη στροφή, ο πόνος αμβλύνεται με την πίστη ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος για όσους έζησαν με απλότητα και σύνεση. Ανταμείβονται από το θεό, και ζουν με διαφορετική μορφή, μια καινούρια ζωή.

Οι ηθικές αξίες και οι θρησκευτικές ιδέες που διατυπώνονται μέσα στο έμμετρο αυτό κείμενο, έχουν διαχρονική αξία. Πηγάζουν από την αδιάκοπη προσπάθεια του ανθρώπου να υπερνικήσει το φόβο του θανάτου, ακολουθώντας το δρόμο της αρετής.

Ο τόπος προέλευσης της επιγραφής δικαιολογεί απόλυτα τη σύνδεση του δόγματος της μετά θάνατο ζωής με τη διονυσιακή λατρεία.

Στην ευρύτερη περιοχή της Δρόμος ο θεός Βάκχος, όπως ονομαζόταν ο Διόνυσος, κατείχε εξέχουσα θέση ανάμεσα στις τοπικές θεότητες των Θρακών που κατοικούσαν εκεί.

Στο όρος Παγγαίο, που δεσπόζει στην περιοχή, υπήρχε φημισμένο μαντείο του Διονύσου, που ανήκε στο τοπικό θρακικό φύλο των Σατρών. Στην αρχαία πόλη της Δράμας υπήρχε επίσης ιερό αφιερωμένο στο Διόνυσο. Η απεικόνιση του θεού στα ιερά των βράχων της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων μαρτυρεί τη συνέχεια της λατρείας του και στη ρωμαϊκή εποχή.

Ο θεός Διόνυσος, στη Θράκη, λατρευόταν όχι ως θεός του κρασιού, όπως είναι γνωστός από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά ως θεός που χάριζε στους πιστούς αθανασία της ψυχής με τη μετά το θάνατο ζωή. Στην επιγραφή του Δοξάτου υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για τη μορφή που είχε η νέα ζωή. Ο νεκρός ξαναζούσε με τη μορφή σατύρου, ως ακόλουθος του θεού, ή ως σύντροφος των Ναϊάδων….»
Νομίζω, μετά από όλα όσα παρέθεσα, ότι στηρίζεται πλέον σ’ επαρκείς αποδείξεις η παλιά εκείνη άποψή μου, ότι καθόλου τυχαία δεν επιλέχθηκαν οι Φίλιπποι από τον απόστολο Παύλο, ως ο πρώτος τόπος, σ’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, που άξιζε να δεχθεί τον σπόρο του Χριστιανισμού, όπως επίσης ότι έχει ολοφάνερη εξήγηση η ιδιαίτερη αγάπη με την οποία ο μεγάλος απόστολος των εθνών περιέβαλε την εκκλησία των Φιλίππων μέχρι τον θάνατό του.

ΘΟΔΩΡΟΣ Δ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

 

 

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016



Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗΣ.

Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΟΜΗΣ ΤΟΥ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΕΝ ΑΡΧΕΙΟ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Υπό Θεοδώρου Δημοσθ. Λυμπεράκη.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ


Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζουμε ορισμένες γνωστές, αλλά και κάποιες άγνωστες πτυχές της ζωής του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως, Γερμανού Σακελλαρίδη, παρμένες μέσα από τις σελίδες μιας σειράς αδημοσίευτων εγγράφων και φωτογραφιών και κύρια μέσα από το κείμενο μιας διάλεξης που συνέταξαν την 14η-10-1945, (ημέρα της αναστήλωσης της προτομής του εθνομάρτυρα στο Ηρώο της πόλης μας), οι κ.κ. Ι. Τεπέρογλου και Γ. Ψωμάς. Της διάλεξης, ιδιαίτερα, αυτής, το παρόν κεφάλαιο αποτελεί ελεύθερη απόδοση, από την καθαρεύουσα στη δημοτική γλώσσα, εμπλουτιζόμενο μ’ έγγραφα στοιχεία που περιήλθαν εν τω μεταξύ στα χέρια του γράφοντος και τα οποία δεν είχαν υπόψη τους οι συντάκτες της. Για περισσότερες όμως πληροφορίες, σχετικά με τη ζωή και τη δράση του εθνομάρτυρα, απόλυτα απαραίτητο και πάντοτε επίκαιρο παραμένει και το άρθρο του συμπολίτη μας, κ. Χαραλάμπου Πρ. Τουφεξή, στην εφημερίδα Ελληνικός Βορράς, της 20ής Ιουνίου 1997, στο οποίο και παραπέμπουμε, καθώς και τα κείμενα και οι εργασίες εγκρίτων επιστημόνων, τα οποία μνημονεύουμε στις οικείες θέσεις.

- - - - - - - - -

Ο εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως, Γερμανός Σακελλαρίδης, μια εξέχουσα μορφή των υπέρ της Πατρίδος αγώνων, στον οποίο η Ελληνική Ιστορία παραχώρησε ήδη εξέχουσα θέση, καταγόταν από το Αρβανιτοχώρι της Προποντίδος. Τις βασικές σπουδές του ολοκλήρωσε στην Κωνσταντινούπολη και τις θεολογικές του σπουδές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Διετέλεσε Αρχιμανδρίτης στην Μητρόπολη Νικομήδειας και στη συνέχεια χειροτονήθηκε επίσκοπος και τοποθετήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην τότε Τουρκοκρατούμενη Δυτική Μακεδονία, στη Μητρόπολη Πρεσπών και Αχρίδος, η οποία, από το έτος 1879 είχε την έδρα της στο Κρούσοβο (σήμερα ευρισκόμενο στη Δημοκρατία των Σκοπίων), του οποίου παλαιές φωτογραφίες παραθέτουμε σε διπλανή στήλη. Εκεί άρχισε τη δράση του, στον διεξαγόμενο τότε Μακεδονικό αγώνα, στα πλαίσια του οποίου πρόσφερε ύψιστες υπηρεσίες στα τότε εθνικά ελληνικά Μακεδονικά ανταρτικά σώματα. Εκεί επεξέτεινε και την φιλανθρωπική δράση του, συντηρώντας ορφανά και προστατεύοντας οικογένειες, των οποίων οι γονείς και οι προστάτες σφαγιάσθηκαν από τους Βουλγάρους κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα και ήταν ο στοργικός πατέρας όλων όσοι υπέφεραν δεινά από την εξαπλούμενη βουλγαρική θηριωδία. Συνδεόταν, συνάμα, διαρκώς, με την ευρισκόμενη στην Αθήνα ηγεσία του Μακεδονικού αγώνα. Προ του έτους 1908 μετατέθηκε στην Μητρόπολη Ελευθερουπόλεως. Κατά τον Βαλκανικό πόλεμο του 1912, όταν οι τουρκικές δυνάμεις που δρούσαν στην περιφέρεια της Μητροπόλεώς του βρέθηκαν σε δυσχερή, από στρατιωτική άποψη θέση, με δικές του ενέργειες και δική του πρόσκληση, έσπευσε ο έλληνας υπολοχαγός, Δούκας Γ. Δούκας ή Γαϊτατζής, (ο οποίος υπέγραφε ως καπετάν Δούκας Ζέρβας), μετέπειτα βουλευτής Σερρών και την Τετάρτη, 17 Οκτωβρίου του 1912 κατέλαβε το Πράβι, χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση, διότι ο Γερμανός είχε, εν τω μεταξύ, πείσει τις τουρκικές δυνάμεις, ότι μάταια θ’ αντιστέκονταν. Στις προσπάθειές του αυτές είχε ως συνεργάτη και σύνδεσμο τον μεγάλο έλληνα πατριώτη, συμπολίτη μας ιερέα Νικόλαο Οικονόμο ή Βλάχο.

Στο σημείο αυτό σας παραθέτω το κείμενο της επιστολής του «καπετάν Δούκα» προς τον ατρόμητο Παπα – Νικόλα Οικονόμο:

«Αιδεσιμώτατε,

Μόλις λαβών επιστολήν σας απαντώ εις ταύτην.

Αφ’ ου ούτω σας είπον οι δύο αρχιερείς αύριον θα βαδίσω δια Πράβιον, αν όμως δεν προφθάσω θα σταθμεύσω εις Νικήσιαν

Διαμένω μεθ’ υπολήψεως

Ο αρχηγός

Δούκας Ζέρβας».

Η κατάληψη αυτή του Πραβίου είχε σημασία, διότι, μετά την έλευση του καπετάν Δούκα, ήλθε στην Ελευθερούπολη και την κατέλαβε κι ένας λόχος βουλγαρικού στρατού, (οι Βούλγαροι ήταν τότε «σύμμαχοί» μας, στον πρώτο εκείνο Βαλκανικό πόλεμο) και γι’ αυτό το λόγο ο καπετάν Δούκας, μη διαθέτοντας επαρκείς στρατιωτικές δυνάμεις, υποχώρησε, για να μη λάβει χώρα σύγκρουση με τους μέχρι τότε «συμμάχους».

Μετά την κατάληψη του Πραβίου από τους Βουλγάρους, οι τελευταίοι άρχισαν τη γνωστή τακτική του αφελληνισμού, τον οποίο επιδίωκαν να επιτύχουν μέσα σε λίγα χρόνια, (κάθε φορά που έρχονταν ως κατακτητές), κάτι που απέφυγαν οι Οθωμανοί κατακτητές να πράξουν επί πέντε αιώνες! Έτσι, άρχισαν αμέσως τις βιαιοπραγίες, ληστείες, λεηλασίες και την καταπόνηση και κατατρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού, όπως ο ίδιος ο Γερμανός ανέφερε σε τρεις (3) επιστολές του, καθώς και οι πρόκριτοι του Πραβίου σε μια δική τους, συνταγμένες όλες το 1912, ευρεθείσες πρόσφατα, (πρωτότυπες), στο αρχείο του Παπα Νικόλα Οικονόμου, από τους εγγονούς του, γιους του παπα Δημήτρη Οικονόμου και δημοσιευμένες ενωρίτερα από τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ. Αθανάσιο Αγγελόπουλο, σχολιασμένες δε, στην ωραία ανακοίνωση του Θεολόγου καθηγητή και ιστορικού ερευνητή κ. Νικολάου Μιχαλόπουλου, (συζύγου της Πραβινής καθηγήτριας και επίσης ιστορικής μελετήτριας της ιστορίας του τόπου μας, κ. Αγγελικής Κιουρτσή), η οποία δόθηκε στα πλαίσια του Β’ τοπικού συμποσίου «Η Καβάλα και η περιοχή της» και δημοσιεύθηκε στον Α’ τόμο των πρακτικών του συμποσίου εκείνου, το έτος 1987, στην οποία και παραπέμπω για περισσότερες πληροφορίες, όπως σε γειτονικό άρθρο της κ. Κιουρτσή, ευρισκόμενο στον ίδιο τόμο πρακτικών, παραπέμπω, προκειμένου για στοιχεία της ζωής και του μαρτυρικού θανάτου του σεπτού Ιεράρχη.

Ο Γερμανός, επειδή γνώριζε τους Βουλγάρους κι επειδή δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τις πιέσεις και καταδυναστεύσεις τους σε βάρος της επαρχίας του, μετέβη στην Θεσσαλονίκη, για να προβεί στις δέουσες διαμαρτυρίες. Παρουσιάσθηκε, έτσι, στον τότε στρατιωτικό Διοικητή της Θεσσαλονίκης, τον πρίγκιπα Νικόλαο και του ανέφερε τις καταδυναστεύσεις των «συμμάχων» βουλγάρων. Ο πρίγκιπας τον παρότρυνε ν’ αναφέρει όλα αυτά στον Βασιλέα Γεώργιο, ευρισκόμενο τότε στη Θεσσαλονίκη, μαζί με την Βασίλισσα Όλγα και του διέθεσε, μάλιστα και το αυτοκίνητό του, προς τον σκοπό αυτόν. Πράγματι, ο Γερμανός μετέβη, έγινε αμέσως δεκτός από τον Βασιλέα και του ανέφερε τ’ ανωτέρω. Μετά την συνομιλία τους εκείνη ο Γερμανός μετέβη, με το θάρρος που του ενέπνεε ο ακατάβλητος πατριωτισμός του και διαμαρτυρήθηκε, για τις αυθαιρεσίες και τις καταπιέσεις των Βουλγάρων στην επαρχία του, στον ευρισκόμενο τότε στη Θεσσαλονίκη Βούλγαρο στρατηγό «Χεσαπτσίεφ», του οποίου η παρουσία στην πόλη οφειλόταν στα γνωστά ιστορικά γεγονότα της παραμονής του «συμμαχικού» τότε βουλγαρικού στρατού σ’ αυτήν υπό μορφή φιλοξενίας.

Η θαρραλέα διαμαρτυρία του προς τον Βούλγαρο στρατηγό, η καταγγελία των πιέσεων, λεηλασιών και βιαιοπραγιών των Βουλγάρων στους Έλληνες της επαρχίας της Μητροπόλεώς του, την οποία καταγγελία δημοσίευσε στη συνέχεια και στον τύπο της εποχής, σε συνέντευξη που έδωσε στον ανταποκριτή της εφημερίδας «Νέα Ημέρα» της Τεργέστης, ο οποίος κι αυτός βρισκόταν τότε στην Θεσσαλονίκη, ήταν η κύρια αιτία του μεταγενέστερου άγριου απαγχονισμού του, κατά το έτος 1917, διότι οι βούλγαροι δεν λησμόνησαν ότι ο Δεσπότης αυτός τους είχε αποκαλύψει, σε στιγμές που κατάστρωναν ύπουλα σχέδια και καταχθόνιες ενέργειες αφελληνισμού της Ανατολικής Μακεδονίας και είχε αντιδράσει κατά της εκ μέρους τους καταδυνάστευσης των ελληνικών πληθυσμών.

Μετά την προαναφερθείσα παρουσία του Γερμανού ενώπιον του Βασιλέως και εξ αιτίας των ενεργειών του διατάχθηκε μια ίλη του ελληνικού ιππικού, υπό τον τότε ανθυπολοχαγό και μετέπειτα στρατηγό Κωνσταντίνο Νταή, ο οποίος κατά τον Μακεδονικό αγώνα είχε δράσει ως οπλαρχηγός στο Παγγαίο, με το ψευδώνυμο «καπετάν Τσάρας» και κέντρο δράσης την Ελευθερούπολη, η οποία ήλθε και κατέλαβε τις Ελευθερές. Ταυτόχρονα, άλλα τμήματα του ελληνικού στρατού κατέλαβαν το «Σύμβολον όρος», υπό τον τότε λοχαγό και μετέπειτα στρατηγό κ. Μάρκου, ο οποίος είχε στις διαταγές του και τον έφεδρο ανθυπολοχαγό (δικηγόρο στο επάγγελμα) Άγγελο Τσίγγανο, ο οποίος κατέλαβε το χωριό Εξοχή (τότε Ντόβλιανη), που απέχει ελάχιστα από την Ελευθερούπολη, την οποία, όπως ήδη αναφέραμε, την κατείχαν πλέον οι Βούλγαροι. Έτσι, μέγα μέρος της περιφέρειας της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως κατελήφθη από τον ελληνικό στρατό, μ’ ενέργειες του Γερμανού. Με τους προαναφερθέντες Έλληνες αξιωματικούς ο Γερμανός επικοινωνούσε τακτικά, παρά την κατοχή της Ελευθερουπόλεως, (τότε ακόμη Πραβίου) από τους Βουλγάρους, έχοντας συνεργάτες τον ανωτέρω Παπα – Νικόλα Βλάχο και άλλους πολίτες και πατριώτες από την Ελευθερούπολη.

Αυτή την εθνική δράση του Γερμανού παρακολουθούσαν επί μακρόν οι Βούλγαροι και γι’ αυτό αποφάσισαν να τον συλλάβουν, όμως ο Γερμανός πληροφορήθηκε τις προθέσεις τους και κατόρθωσε, με φροντίδα του Έλληνα προξένου στην Καβάλα, Κωνσταντίνου Βουλγαρίδη, με το πρόσχημα ότι μεταβαίνει ως συνοδικός στην Κωνσταντινούπολη, να επιβιβαστεί στο Αυστριακό ατμόπλοιο της γραμμής, μόλις όμως αυτό το τελευταίο ετοιμάστηκε ν’ αποπλεύσει, ήλθε διαταγή του βουλγαρικού στρατηγείου Σερρών, γι’ άμεση σύλληψη του Γερμανού, με την οποία στα χέρια οι τότε βουλγαρικές αρχές κατοχής της Καβάλας μετέβησαν στο ατμόπλοιο, με στρατιωτική δύναμη και ζήτησαν να τους παραδοθεί ο Γερμανός, όμως ο Αυστριακός πλοίαρχος εμπόδισε την σύλληψή του, διότι είπε στους Βουλγάρους ότι, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες, το πλοίο του ήταν πλοίο ξένης χώρας και ο Γερμανός βρισκόταν στο έδαφος αυτής. Έτσι ο Γερμανός κατόρθωσε να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου διέμεινε, λόγω του ορατού κινδύνου που διέτρεχε πλέον, να συλληφθεί και να εξοντωθεί από τους Βουλγάρους, μέχρι την, εν έτει 1913, πλήρη απελευθέρωση της επαρχίας του από τους Βουλγάρους. Μετά την απελευθέρωση επανήλθε στη μητροπολιτική έδρα του, εν μέσω μεγίστων τιμών. Τότε η Πατρίδα του απένειμε τα παράσημα των πολέμων 1912 και 1913.

Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν και πάλι οι Βούλγαροι κατέλαβαν την περιοχή του Παγγαίου, κατά το έτος 1916 ο Γερμανός άρχισε και πάλι, απτόητος, την εθνική δράση του, για την αποτίναξη του φοβερού βουλγαρικού ζυγού. Οι Βούλγαροι όμως δεν είχαν λησμονήσει την προηγούμενη δράση του, στην οποία είχε ήδη προστεθεί και νεώτερη. Έτσι, στις 12 Φεβρουαρίου του έτους 1917, με το πρόσχημα ότι ο Γερμανός είχε επαφές μ’ Έλληνες οι οποίοι ανήκαν στη συμμαχική αγγλική κατασκοπεία, τον συνέλαβαν, μαζί με τον ανεψιό του, δικηγόρο Βασίλειο Διαμάντογλου και τον έκλεισαν στην υπόγεια φυλακή του Διοικητηρίου Πραβίου, υποβάλλοντάς τον σε παντός είδους εξευτελισμούς, ταπεινώσεις και κακώσεις, μέχρι που τη ζοφερή νύχτα της 5ης προς 6η Ιουλίου του 1917, υπό καταρρακτώδη βροχή, μια συνοδεία Βουλγάρων στρατιωτών τον παρέλαβαν, προκειμένου να τον οδηγήσουν, πεζό, στο Μπατέμ Τσιφλίκ (σημερινό Αμυγδαλεώνα), στην έδρα της 7ης βουλγαρικής Μεραρχίας ΜΠΕΛΟ ΜΟΡΕ, υπό τον στρατηγό Βουρκώφ, δήθεν για να δικαστεί από το Στρατοδικείο της τελευταίας, πλην όμως τον μετέφεραν σε μια τοποθεσία κοντά στο χωριό «Δάττο», πρώην «Μπερεκετλή», όπου, αφού τον βασάνισαν, τον προπηλάκισαν, τον ξεγύμνωσαν και του ξερίζωσαν τις τρίχες της σεβάσμιας γενειάδος του, έδεσαν ένα σχοινί σε παρακείμενο δένδρο και απ’ αυτό απαγχόνισαν τον ένδοξο Ιεράρχη.

Όταν απελευθερώθηκε το Παγγαίο, το έτος 1918, μετά από έρευνα, την οποία συντόνιζε ο ανεψιός του εθνομάρτυρα, δικηγόρος Βασίλειος Διαμάντογλου, βρέθηκε, με υπόδειξη Οθωμανού βοσκού που είχε δει κρυφά τον απαγχονισμό του Ιεράρχη, ο ανώνυμος τάφος, στον οποίο οι βάρβαροι κατακτητές είχαν θάψει τον ήρωα, μετά τον απαγχονισμό του και με μια συγκινητική τελετή, γεμάτη δάκρυα και συντριβή, ο λαός της Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως, το ποίμνιό του, μετέφερε τα σεπτά του λείψανα, με μεγάλες τιμές στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου Ελευθερουπόλεως, όπου τελέσθηκε νεκρώσιμη ακολουθία και τα λείψανα ενταφιάστηκαν στον περίβολο του Ναού αυτού. Την τελετή παρακολούθησε ο τότε Γενικός Διοικητής Ανατολικής Μακεδονίας και αντιπρόσωπος της ελληνικής Κυβέρνησης, οι στρατιωτικές και πολιτικές Αρχές Δράμας και Καβάλας, ενώ επικεφαλής της στρατιωτικής παρατάξεως, που απέδιδε τιμές, βρισκόταν ο Στρατηγός Μαυρομιχάλης, διοικητής της στρατιωτικής δυνάμεως Ελευθερουπόλεως.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΟΜΗΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΡΩΟΥ ΤΩΝ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ»

Μετά την επιστροφή τους από την ομηρία, ο Σύλλογος των πολυπαθών ομήρων, οι οποίοι είχαν απαχθεί, κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ως όμηροι από τους Βουλγάρους, στο εσωτερικό της Βουλγαρίας και κατάγονταν από την επαρχία Παγγαίου, με δαπάνες τους ανήγειραν στη μνήμη του σεπτού Ιεράρχη την προτομή του και πάνω στην στήλη, στην οποία τοποθετήθηκε αυτή η προτομή, ανέγραψαν τα ονοματεπώνυμα όλων των εθνομαρτύρων συμπατριωτών μας, που πέθαναν στη διάρκεια της τρομερής εκείνης βουλγαρικής κατοχής, στη Βουλγαρία, στην Ελευθερούπολη και στην επαρχία Παγγαίου, εν γένει.

Στις 2 Μαρτίου του έτους 1924, με μεγάλη επιβλητικότητα τελέσθηκε στην Ελευθερούπολη μνημόσυνο, «υπέρ των μαρτυρησάντων καρτερικώς κατά την επάρατον βουλγαρικήν κατοχήν», όπως μια εφημερίδα της εποχής, την οποία ευγενικά μου απέστειλε, μετά τη δημοσίευση του Πρώτου Μέρους του παρόντος πονήματος, η Πραβινή που έχει αδιάκοπα στην καρδιά της την πατρίδα της, κ. Αγνή Νικολάου – Χαϊκάλη και την ίδια μέρα τελέστηκαν και τ’ αποκαλυπτήρια της προτομής του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη και της αναμνηστικής στήλης (ηρώου) που έφερε στις τέσσερις πλευρές της τα ονοματεπώνυμα των θανόντων ηρώων.

Η πλατεία Νικοτσάρα, στην οποία τοποθετήθηκε η προτομή με την αναμνηστική στήλη, ήταν κατάμεστη από πλήθος κόσμου. Η εκκλησιαστική πομπή έφθασε ακριβώς την 10.00 π.μ. στην πλατεία, όπου ένας λόχος του Δ’ Συντάγματος μηχανικών απέδιδε τιμές. Όλες οι Αρχές του τόπου, όλα τα προεδρεία των Σωματείων, οι τρόφιμοι του Ορφανοτροφείου Πραβίου, οι σχολές, πλήθος κόσμου, ανάμεσα στο οποίο ευδιάκριτες ήταν οι αναρίθμητες μαυροφορεμένες χήρες και τα ορφανά της «εθνοκάθαρσης» που είχαν επιχειρήσει οι Βούλγαροι λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα. Το θέαμα δεν ήταν αυτό μιας απλής γιορτής, ήταν μια αρχαία τραγωδία, που διαδραματιζόταν στην πραγματικότητα στο κέντρο της πόλης μας και ήταν συγκινητικότατο.

Μετά το τέλος του μνημοσύνου, ο Σεβασματιώτατος Μητροπολίτης Σερρών, κ. Κωνσταντίνος, με ιδιαίτερη ευφράδεια εξήρε το έργο της ανεγέρσεως της αναμνηστικής στήλης των θανόντων συμπατριωτών μας και στη συνέχεια τέλεσε τα’ αποκαλυπτήρια της προτομής του Εθνομάρτυρα, ανάμεσα στους θρήνους και το κλάμα των εκατοντάδων παρισταμένων, συγγενών και φίλων των πεσόντων κι αφού καταράστηκε τους προδότες, οι οποίοι παρέδωσαν τη χώρα μας στους άσπονδους εχθρούς του Γένους και της Φυλής.

Στη συνέχεια, ο τότε Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πραβίου, κ. Νικόλαος Νικολάου, (πατέρας της κ. Αγνής Νικολάου – Χαϊκάλη και διατελέσας Πρόεδρος της κοινότητος Ελευθερουπόλεως (Πραβίου), εκφώνησε έναν θαυμάσιο επιμνημόσυνο λόγο, τον οποίο διέκοπτε η συγκίνηση του ρήτορα και ο θρήνος και το κλάμα των παρισταμένων και οι κατάρες τους για τους εχθρούς του Γένους, οι οποίοι τόσες οικογένειες είχαν στερήσει από τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα.

Μετά την εκφώνηση του λόγου του Νικολάου Νικολάου, τα παιδιά του Ορφανοτροφείου και των δημοτικών σχολών έψαλαν το «Αιωνία η μνήμη» και η λαμπρή τελετή έληξε στην Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Πραβίου, όπου μετέβησαν οι Αρχές, προσκεκλημένοι της Επιτροπής των ομήρων που ανήγειρε το μνημείο. 

Δεν μπορώ όμως να μην επιστρέψω και πάλι στο θαυμάσιο λόγο του Ν. Νικολάου, από τον οποίο θα παραθέσω δύο χαρακτηριστικά τμήματα: Ως προοίμιο του λόγου του ο ομιλητής έθεσε το ευαγγελικό ρητό: «Ούτω λαμψάτω το Φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσι τα καλά υμών έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις Ουρανοίς» και μετά από μια σύντομη αναφορά στην υπέρτατη θυσία του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη και όλων των συμπατριωτών μας υπέρ της πίστεως και της πατρίδος απήγγειλε το ακόλουθο ποίημα, που ήταν ένα θαυμάσιο μνημόσυνο για όλους τους αδικοχαμένους, που τα ονόματά τους στόλιζαν για πάντα το αποκαλυφθέν μνημείο και που οι οικείοι τους, με μάτια βουρκωμένα, βρίσκονταν γύρω από τον ομιλητή:

«Σεβασμία και Ιερά σκιά του Ποιμενάρχου μας

Στην γη που την επότισε το τίμιόν σου αίμα

Μαζέψαμε άνθη νωπά δροσάτα μυρωμένα

Που συμβολίζη το καθέν αισθήματα αγνά

Και ραίνω το μνημείον σας με μάτια δακρυσμένα

Και στας ψυχάς σας μάρτυρες θα πω τα λίγα αυτά.

Με στίχους όχι τεχνικούς τον πόνον θε να ψάλλω

Τον πόνο πώχουμε για σας αγαπηταί σκιαί

Μα απ’ τα βάθη της καρδιάς τα λόγια μου θα βγάλω

Για σας αγαπημέναι μου αόρατοι ψυχαί.

Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού πάει ο λογισμός σου

Πατέρα μας ευλόγα μας, ιδού ημείς εμπρός Σου

Στεκόμεθα περίλυποι με μάτια δακρυσμένα

Ευλόγα μας πατέρα μας τα απορφανισμένα.

Δεσπότη μας οι Βούλγαροι σε σκότωσαν αγρίως

Σαν το Χριστό σε παίδεψαν τα άγρια σκυλιά

Σε χάσαμε παντοτινά, μα δεν σε λησμονούμε

Δε λησμονούνε εύκολα πατέρα, τα παιδιά.

Με πόνο εθρηνήσαμε τον άδικο χαμό Σου

Τα νειάτα σου, την λεβεντιά εκλαύσαμε πικρά

Αλλά οι θρήνοι μας αυτοί ανώφελοι για Σένα

Μας άφησες πατέρα μας μονάχα κι ορφανά.

Μα κι αν το σώμα Σου στη γη τη μαύρη τώρα λιώνει

Κι η δεξιά Σου χάθηκε και δεν μας ευλογεί

Γι’ αυτό κι εμείς στο μάρμαρο σε στήσαμε εδώ πέρα

Να σε θωρούμε πάντοτε με σέβας, με στοργή.

Το μαρμαρένιο σώμα Σου ποτέ δεν θα μιλήση

Θα στέκεται παντοτινά πέτρα ψυχρή, σκληρά

Αλλ’ η μορφή Σου μάρτυρα θα μας υπενθυμίζη

Εσένα που μας πόιμανες χρόνια σωστά εννιά.

Η δε ψυχή σου η άγια, η μάρτυρα ψυχή σου

Που τώρα στέκει και θωρεί ψηλά π’ τγον ουρανό

Ας ευλογεί αιώνια τα ορφανά παιδιά Σου

Ας ευλογεί αιώνια το Έθνος, τον Στρατό.

Ας ευλογεί από ψηλά την φίλη μας πατρίδα

Γι’ αυτήν που εθυσίασες τα νιάτα της ζωής Σου

Μαζί μ’ αυτούς τους μάρτυρας που έμειναν για πάντα

Συντρόφοι σου αχώριστοι απ’ την ώρα την στερνή Σου.

Κι απ’ την στιγμή που άφηνε η άγια ψυχή Σου

Με πόνους απ’ τα βάσανα κι απ’ τους δαρμούς το σώμα

Στην αγκαλιά σε δέχθηκαν ο Γερμανός, ο Διάκος

Και όλοι οι εθνομάρτυρες εις τα ουρανού το δώμα.

Και τώρα που του μάρτυρος εφόρεσες στεφάνι

Μίτραν αθάνατη ‘πο λάμψη και δόξα ζηλευτή

Ευγώμονες ‘πο μάρμαρο σε στήνομε ‘δω πέρα

Να σε θωρούμε πάντοτε με σέβας με στοργήν

-          αιωνία η μνήμη του εθνομάρτυρος ποιμενάρχου μας.

Και σεις λεβέντικα παιδιά αδικοσκοτωμένα

Μαζί με τον δεσπότη μας σφικτά αγκαλιασμένα

Που αι αθώαι σας ψυχαί σιμά μας πτεριγίζουν,

Αόρατες, χαρούμενες σε τούτο το χωρίον

Εδώ με γράμματα χρυσά θάσθε πάντα γραμμένα

Καθώς και εις την μνήμην μας πάντα ζωγραφισμένα.

Το έθνος εξεδίκησε τον άδικο χαμό σας,

Χαθήκανε οι Βούλγαροι για πάντα απ’ εδώ.

Την λευθεργιά δεχθήκαμε με χάρι, με λαχτάρα,

Μα την καρδιά μας μαύρισε μ’ αφάνταστο καϋμό,

Το θλιβερό δυστύχημα που δεν το λησμονούμε

Γιατί χηρέψαν σύζυγοι, ορφάνεψαν παιδιά

Και μαύρα εφορέσανε πολλοί μας συμπολίται

Κι ακόμη μαύρα έχουνε και ρούχα και καρδιά.

Χαθήκαν οι φονιάδες Σας οι Κρούμοι οι Κακούργοι

Που σας πεθάναν άδικα με ξύλο, με αγχόνη

Με βάσανα πρωτάκουστα σβύσανε την πνοή Σας

Για να σας κλαίει αιώνια η δύστυχη πατρίς Σας.

Ημείς οι επιζήσαντες και οι διασωθέντες

Ημείς που σας αφήσαμε εκεί στην ξένη γη

Ημείς που σας εθάψαμε χωρίς τους ιδικούς Σας

Χωρίς φιλιά αδελφικά, χωρίς παπά ευχή.

Το φοβερό μαρτύριο την υστερνή Σας ώρα

Όταν με μάτια ανοικτά, ‘πο δάκρυ στερεμένα

Αιχμάλωτοι, ανδράποδα με δούλου καταφρόνιας

Ξυπόλυτοι, ρακένδυτοι, κορμιά κοκκαλιοασμένα

Το πνεύμα παραδώσατε.

Να λησμονήσουμε ημείς την ένδοξη θανή σας

Τα τόσα Σας τα βάσανα, τα τρομερά Σας πάθη,

Αυτό ήτο αδύνατον, γι’ αυτό μ’ ευγνωμοσύνη

Για Σας θερμά τα δάκρυα απ’ της καρδιάς τα βάθη

Πάντα για Σας θα χύνουμε.

Και φόρον αποδίδοντες γι’ αυτά ευγνωμοσύνης

Την στήλην ταύτην στήνουμε εις μνήμην Σας; σεπτήν

Με γράμματα Σας γράφουμε χρυσά σ’ αυτήν επάνω

Εις μνήμην αιωνίαν Σας κι ατέλειωτη ευχήν».

Τα χρόνια πέρασαν και το μνημείο του Εθνομάρτυρα και των ηρώων του τόπου μας ίστατο περήφανο στο κέντρο της Πλατείας Νικοτσάρα, η πόλη μας, ευγνωμονώντας δεν λησμονούσε την υπέρτατη θυσία των ηρώων της και κάθε χρόνο τελούσε γι’ αυτούς μνημόσυνο. Έτσι, λ.χ., στις 4 Ιουλίου του 1929 στην επιμνημόσυνη δέηση προς τιμήν των πεσόντων, μπροστά στο ίδιο σεπτό μνημείο εκφώνησε και πάλι εμπνευσμένη ομιλία ο κ. Νικόλαος Νικολάου, που ήταν, πλέον, κοινοτάρχης (πρόεδρος της κοινότητας) Ελευθερουπόλεως (Πραβίου – μόλις είχε μετονομασθεί τότε το Πράβι σ’ Ελευθερούπολη), η οποία, αποτυπωθείσα περιληπτικά στο φύλλο της 5ης-7-1929 της εφημερίδας «Σημαία», έκλεινε ως εξής: «Η Κοινότης Ελευθερουπόλεως (Πραβίου) ετίμησεν εαυτήν, αποδίδουσα εις τας μετέπειτα γενεάς μαρμάριονον μνημείον, την προτομήν τοιούτου μαρτυρικού Ιεράρχου της, προ της σκιάς του οποίου ας κλίνωμεν σήμερον όλοι το γόνυ, αποτίοντες ελάχιστον φόρον τιμής εις την μνήμην Εκείνου, του οποίου ο μαρτυρικός θάνατος τον κατέταξεν εις την φωτεινήν πλειάδα των μαρτύρων της πίστεως και του Έθνους».

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΑΠΟΚΡΥΨΗ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΟΜΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΡΩΟΥ ΤΩΝ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ

Οι Βούλγαροι όμως δεν λησμόνησαν ποτέ τον μεγάλο εχθρό τους, τον σεπτό εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Γερμανό, ούτε μετριάστηκε καθόλου το άσβεστο μίσος τους γι’ αυτόν, παρόλο που πέρασαν δύο και πλέον δεκαετίες. Έτσι, όταν επανήλθαν στην Ανατολική Μακεδονία το 1941, ακολουθώντας τους Γερμανούς συμμάχους τους για να βυθίσουν και πάλι στο σκοτάδι τον τόπο μας, ήθελαν εξ αρχής να εξαφανίσουν ό,τιδήποτε θα τους θύμιζε τον νεκρό Ιεράρχη. Κι εκείνο, ασφαλώς, που θα τον θύμιζε ήταν η προτομή του, που βρισκόταν στο κέντρο της Ελευθερούπολης.

Προτού όμως προλάβουν οι Βούλγαροι κατακτητές να δολοφονήσουν ακόμη μια φορά, έστω και συμβολικά, τον μεγάλο Ιεράρχη, καταστρέφοντας την προτομή του, ο τότε κοινοτάρχης Ελευθερουπόλεως, κ. Παύλος Νικολάου, συγγενής του Νικολάου Νικολάου, στον οποίο πιο μπροστά αναφερθήκαμε, σκεπτόμενος ότι «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι», όπως αργότερα σε άρθρο του, στην εφημερίδα «Φως της Θεσσαλονίκης» και στο φύλλο της 3ης-4-1945 ο ίδιος ανέφερε, έδωσε εντολή στον Πραβινό Μ. Κοτσιαμπασιάκο, ο οποίος εκτελούσε αστυνομικά χρέη και ο τελευταίος, με την βοήθεια ελαχίστων συμπολιτών μας, τη νύχτα της 2ας Μαΐου του 1941 μετέφερε κι έκρυψε στο νεκροταφείο, σε τάφο γνωστό μόνο στον νεκροθάφτη της πόλης, την ολομάρμαρο στήλη των σφαγιασθέντων από τους Βουλγάρους και την προτομή του αειμνήστου Μητροπολίτη Γερμανού. Τα ιερά αυτά κειμήλια διαφυλάχθηκαν μ’ επιμέλεια, δεν αποκαλύφθηκαν για όλο το διάστημα της νέας Βουλγαρικής κατοχής κι έτσι οι Βούλγαροι δεν τα βρήκαν, για να τα καταστρέψουν, όπως έκαναν με όλα τα εθνική μνημεία που βρήκαν στην Καβάλα, τη Δράμα και οπουδήποτε αλλού πάτησε το πόδι τους.

Μόλις οι Βούλγαροι αποχώρησαν από την Ανατολική Μακεδονία και συγκεκριμένα την 20ή Οκτωβρίου του 1944, ο Παύλος Νικολάου και οι συμπολίτες μας, που είχαν μεταφέρει την προτομή και το ηρώο, (τεμαχισμένα σε τέσσερα τεμάχια) στο νεκροταφείο της πόλης μας, τα ανέσυραν από τον υγρό τάφο τους, στον οποίο αυτά βρίσκονταν για τρισήμισι χρόνια και με κάρο τα μετέφεραν στο κέντρο της πόλεως, (σε διπλανή στήλη βλέπετε την μοναδική φωτογραφία αυτής της μεταφοράς, την οποία η οικογένεια του Φώτη Παπαδόπουλου ευγενώς διέθεσε στον Πολιτιστικό Σύλλογο Ελευθερούπολης,  ο οποίος την δημοσίευσε στο λεύκωμά του με τίτλο «Περιδιαβαίνοντας τα μονοπάτια της μνήμης»).

Ακολούθησε μια σειρά ενεργειών, για την αναστήλωση της προτομής του εθνομάρτυρα Γερμανού και του ηρώου των σφαγιασθέντων ηρώων του τόπου μας. Σ’ αυτές τις ενέργειες εντάσσεται μια δημοσίευση που, όπως αναφέραμε, έκανε στις 3 Απριλίου 1945, στην εφημερίδα «Φως της Θεσσαλονίκης». Στο άρθρο του εκείνο ο άλλοτε κοινοτάρχης (και μετέπειτα Δήμαρχος) Ελευθερουπόλεως Παύλος Νικολάου ανέφερε επί λέξει, μεταξύ άλλων, ότι «ήλθεν η ώρα και εξετάφησαν για να ξαναστηθώσι μεγαλοπρεπώς όπως αρμόζει εις εκείνους που πέθαναν υπέρ πίστεως και Πατρίδος. Θα διαβάσουν (οι Ελευθερουπολίται) τα χαραγμένα ονόματα των 99 συμπολιτών μας, θα βλέρπουν την ολομάρμαρον προτομήν του αειμνήστου Μητροπολίτου μας, του κατακρεουργηθέντος υπό των βουλγάρων Γερμανού και θα πείθωνται ότι οι βούλγαροι οτιδήποτε χρώματος σκούφον και αν φορέσουν είναι λασπονδοι εχθροί του Γένους και της φυλής μας…. Οι Ελληνόπαιδες και οι Ελληνοπούλες θα ίστανται ευλαβώς και άφωνοι προ του ιερού αυτού μνημείου καθ’ έκαστον τελούμενον μνημόσυνον και θα αναφωνώσι τα μεν «άμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες» και αι μέλλουσαι ελληνίδες μητέρες θα τους λέγουν «ή τάν ή επί τάς». Ακολούθησε η από τον ίδιο, πάντοτε, Παύλο Νικολάου, υποβολή αιτήσεως προς τον τότε Νομάρχη Καβάλας, με ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 1945,.

Στην ίδια σειρά ενεργειών εντάσσεται και μια επιστολή, με ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 1945, που ο Παύλος Νικολάου απηύθυνε προς τον κ. Νομάρχη Καβάλας, με την οποία, αφού τον ενημέρωνε για  όλα όσα στις προηγούμενες παραγράφους εκθέσαμε, παίρνοντας τις σχετικές πληροφορίες από αυτή την επιστολή, ζητούσε από το Νομάρχη να του δώσει το δικαίωμα, την ημέρα της πανηγυρικής και επίσημης αναστήλωσης,  ν’ αποκαλύψει ο ίδιος την προτομή και το ηρώον, αφαιρώντας από πάνω τους την Ελληνική σημαία, με την οποία αυτά θα ήταν καλυμμένα. Την επιστολή συνόδευαν, αντίγραφο του δημοσιεύματος της εφημερίδας «Φως της Θεσσαλονίκης», για το οποίο κάναμε λόγο, τμήμα του ποιήματος που είχε απαγγείλει ο Νικόλαος Νικολάου, κατά την αρχική αποκάλυψη του μνημείου, στις 2-3-1924 και ένας κατάλογος των ονοματεπωνύμων των ηρώων που ήταν γραμμένα στις τέσσερις πλευρές του ηρώου που υποβάσταζε την προτομή του αειμνήστου Γερμανού, (Τον κατάλογο αυτόν, που φέρει την υπογραφή του Παύλου Νικολάου και την αναφερθείσα ημερομηνία), παραθέτουμε, αυτούσιο, σε διπλανή στήλη, γιατί είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την τοπική ιστορική μνήμη, να μνημονευθούν γι’ άλλη μια φορά στην πόλη μας τα ονόματα όλων των παιδιών της, που πέθαναν για την Πατρίδα).

Τέλος, την 26η Οκτωβρίου του 1945, σε μια μεγαλοπρεπή πανηγυρική τελετή, παρουσία όλων των Αρχών, του στρατού, των προσκόπων, των μαθητών και χιλιάδων λαού, έγιναν για δεύτερη φορά, στο πάρκο της πόλης μας, τ’ αποκαλυπτήρια της αναστηλεθείσας προτομής του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως, Γερμανού Σακελλαρίδη και του επίσης αναστηλωθέντος ηρώου των πεσόντων πατριωτών, που είχαν πεθάνει κατά την βουλγαρική κατοχή στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα’ αποκαλυπτήρια έγιναν από τον Γενικό Διοικητή Ανατολικής Μακεδονίας και τον πανηγυρικό λόγο της ημέρας εκφώνησε ο κοινοτικός σύμβουλος κ. Γ. Ψωμάς, (ο ίδιος που στις 14-10-1945, μαζί με τον κ. Ιωάννη Τεπέρογλου είχαν συντάξει την αναφερθείσα στο Πρώτο Μέρος του παρόντος πονήματος επιστολή τους – στο σημείο αυτό διορθώνουμε το αναφερθέν στο Πρώτο Μέρος, από παράβλεψη, ότι η αναστήλωση έλαβε χώρα στις 14-10-1945). Μετά τον πανηγυρικό λόγο κατατέθηκαν, για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση, στεφάνια στο αναστηλωθέν μνημείο, η μαθήτρια Μαρίκα Νικολάου απήγγειλε ποίημα, ο λαός έψαλε πένθιμα εμβατήρια και ακολούθησε παρέλαση. Την ίδια μέρα, σύσσωμες οι Αρχές με το λαό επισκέφθηκαν το Μνημείο των εκτελεσθέντων υπό των Βουλγάρων, που βρίσκεται κάτω από το σημερινό Τ.Ε.Λ. Ελευθερουπόλεως.

Για τη συγγραφή της παρούσης, ελάχιστης εργασίας, αφορμή πήραμε από την απόλυτη και αφόρητη τυποποίηση, την οποία έχει προσλάβει, ιδιαίτερα για τη νεολαία μας, η κατάθεση στεφάνων που λαμβάνει χώρα σε κάθε εθνική επέτειο, μπροστά στην προτομή του σεπτού Ιεράρχη και το ηρώον των Πραβινών ηρώων που την υποβαστάζει. Θέλουμε, μ’ αυτή την προσπάθειά μας, να υπενθυμίσουμε στους νέους μας, το χρέος όλων μας απέναντι σ’ αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους για την Πατρίδα και την Πίστη μας, γιατί μόνο η συνεχής ανάμνηση και μίμησή τους μπορούν να εγγυηθούν ότι δεν θα ξανάρθουν στην Πατρίδα μας τέτοιες μαύρες ημέρες, σαν αυτές που περιέγραψα.

Ευχαριστώ, για την συνδρομή τους στην ολοκλήρωση της εργασίας μου αυτής, την κ. Αγνή Νικολάου – Χαϊκάλη, για την ανεκτίμητη και ουσιαστική βοήθειά της, την οικογένεια του παπα Δημήτρη Οικονόμου, για την παροχή του εγγράφου που δημοσιεύσαμε στο Πρώτο Μέρος και της φωτογραφίας από την υποδοχή του Μητροπολίτη Γερμανού, κάπου γύρω στο 1908, στο Πράβι, που δημοσιεύσαμε στο Δεύτερο Μέρος, την οικογένεια Φώτη Παπαδόπουλου για την φωτογραφία της μεταφοράς, με κάρο, της προτομής του εθνομάρτυρα και του ηρώου των πεσόντων, από το νεκροταφείο της πόλης μας στο κέντρο αυτής και τον κ. Θεοδωρίδη, κάτοικο Καβάλας, ο οποίος μου διέθεσε σειρά εγγράφων σχετικών με τον εθνομάρτυρα, καθώς και τις φωτογραφίες του Κρουσόβου.