Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

 

VOYAGES AND TRAVELS, IN THE YEARS  1809, 1810 AND 1811, CONTAINING STATISTICAL, COMMERCIAL AND MISCELLANEOUS OBSERVATIIONS ON GIBRALTAR, SARDINIA, SICILY, MALTA, SERIGO AND TURKEY. BY JOHN GALT. LONDON, 1812.

 

ΤΟ ΟΡΦΑΝΟ

Φύγαμε από την Θεσσαλονίκη με μεγαλύτερη στενοχώρια από εκείνη που αισθάνεται γενικά ο περαστικός ξένος, που απλώς σταματά σ’ έναν τόπο. Στη διάρκεια της παραμονής μας, γίναμε αποδέκτες μεγάλης ευγένειας και φιλοξενίας, και μείναμε εκεί μόνο τόσο, όσο για να γευτούμε τις απολαύσεις της κοινωνίας (της πόλης), χωρίς να αισθανθούμε (αντιληφθούμε) τους περιορισμούς και τις αντιζηλίες, που μειώνουν (αυτές τις απολαύσεις) για τους κατοίκους.

Η έφιππη μετάβασή μας μέχρι το Κλίσαλι έγινε δια μέσου της υπαίθρου.  Η απόσταση, με το ταχυδρομείο, είναι επτά ώρες, εμείς όμως την διανύσαμε σε τεσσεράμισι. Ο Τάταρος, τον οποίο είχαμε βάλει να μας προμηθεύσει άλογα και να μας φυλάει, μέχρι να φθάσουμε στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ένας καλός και ακέραιος άνθρωπος. Είχε εξαιρετική φήμη, μεταξύ όλων των προξένων κι εμείς διαπιστώσαμε ότι την άξιζε. Όντας πολύ θρήσκος, τηρούσε με υποδειγματική αυστηρότητα τη  νηστεία του ραμαζανιού και δεν πέρασε ποτέ κάποιος ζητιάνος, χωρίς να του δώσει τον οβολό του. Εμείς τον προσκαλέσαμε, μερικές φορές, να γευτεί το punch μας ή το κρασί μας, αλλά εκείνος μας έλεγε ότι ήθελε, μετά τον θάνατό του, να πάει στον παράδεισο και αρνιόταν σθεναρά. Δεν θυμάμαι να είδα ποτέ πιο ευπρεπή και σοβαρό χαρακτήρα. Τον πληρώσαμε 800 πιάστρες και μας εφοδίασε με εννέα άλογα. Η απόσταση υπολογίζεται σε 360 μίλια και το κέρδος του, αν αφαιρεθούν τα έξοδα της επιστροφής του, θα ήταν, όπως μας πληροφόρησε ο πρόξενος, από 200 έως 250 πιάστρες – περίπου 15 λίρες στερλίνες. Γι’ αυτό το ποσό, εκείνος έπρεπε να διανύσει συνολικά 720 μίλια και ο χρόνος που θα ξόδευε ήταν 16 ημέρες.

Το χάνι στο Κλίσαλι (σημείωση δική μου: στο σημερινό χωριό Προφήτης, της Περιφ. Ενότητας Θεσσαλονίκης), ήταν ένα από τα χειρότερα οικήματα, στα οποία μείναμε ποτέ. Το ίδιο το χωριό δεν είναι παρά ένας φτωχός τόπος. Λίγες μέρες πριν την άφιξή μας, (διότι η παραμονή μας στην Θεσσαλονίκη είχε παραταθεί εξαιτίας της διέλευσης στρατευμάτων), ο Βιλχί Πασά επιθεώρησε εδώ τον στρατό που είχε συγκεντρώσει, περίπου 20.000 άνδρες, κυρίως Αλβανούς. Μολονότι ι διέλευση μιας τόσο μεγάλης, στρατιωτικής δύναμης, κυρίως ιππικού, δεν μπορούσε παρά να εξαντλήσει τον τόπο (την ύπαιθρο), δεν ακούσαμε να έγιναν υπερβολές, πλην μερικών στρατιωτών που έκλεψαν τις σέλλες και τα χαλινάρια των Ταχυδρομικών αλόγων.

Παρόλη την καθόλου άνετη διαμονή μας, κοιμηθήκαμε βαριά. Δυο ώρες προτού ξημερώσει, ο Τάταρος μας ξύπνησε και υπό το φως του φεγγαριού, συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Το πρωινό ήταν φωτεινό, αλλά επειδή το έδαφος ήταν καλυμμένο με πάχνη, ο αέρας ήταν πολύ κρύος. Το ξημέρωμα (όταν ο ήλιος ανέτειλε), ήμασταν στις όχθες μιας μεγάλης λίμνης. Η νότια όχθη φαινόταν ότι καλλιεργούνταν και ήταν ωραία καλλιεργημένη. Αλλά η βόρεια, κατά μήκος της οποίας εκτείνεται ο δρόμος μας, αποτελούνταν από απόκρημνους λόφους, σκεπασμένους, μέχρι τις κορυφές τους, με δένδρα και θάμνους. Αφήνοντας πίσω μας την λίμνη, μπήκαμε σ’ ένα ευρύχωρο, ρομαντικό πέρασμα, ανάμεσα στα βουνά, μέσα από το οποίο κυλάει, ερχόμενος από τη λίμνη, ένα υπέροχο ρυάκι. Στην είσοδό του, τα ερείπια μιας γραφικής οχύρωσης, η οποία, παλαιότερα, αναμφίβολα ήταν φρούριο, στεφανώνει τους βράχους και τους γκρεμούς, στα δεξιά μας. Αυτό το πέρασμα οδηγεί σε μια ανοιχτή πεδιάδα, που ορίζεται (έχει σαν όριο) την θάλασσα, όπου η εμφάνιση του σκηνικού αυτού μου θύμισε την γειτονιά (συνοικία) του Luss, στις όχθες του Lochlomond. Σταματήσαμε για λίγα λεπτά κοντά σε μια πηγή, την οποία σκέπαζε μια γυρτή ιτιά. Κι ένα όμοιο είδος δένδρου υπάρχει επίσης όχι μακριά από την ταβέρνα του Luss. Τέτοιες, γενικές αναμνήσεις (αναπολήσεις) εντείνονται (έρχονται στην επιφάνεια), όταν βλέπεις κάποια συγκεκριμένα αντικείμενα. Αυτές οι ευχάριστες ομοιότητες, που τις ανακαλύπτεις, χωρίς να το περιμένεις, (απροσδόκητα), σε μακρινές χώρες, γεννούν μια μελαγχολική ευχαρίστηση,  την οποία μόνο οι ταξιδευτές μπορούν να γνωρίσουν (αντιληφθούν) και να εκτιμήσουν. Τα τοπία, στην διάρκεια της ιππασίας μας από αυτό το σημείο, διαφοροποιούνταν (ποίκιλλαν) ευχάριστα και η χώρα (ο τόπος) έμοιαζε να παρουσιάζει βελτίωση. Διασχίσαμε το Στρυμόνα με πορθμείο και κοντά του είδαμε τα τείχη ενός αρχαίου κάστρου. Στην Θεσσαλονίκη, είχαμε πιστέψει ότι ο δρόμος μας περνά από τα ερείπια των Φιλίππων, αλλά το λάθος μας είχε προέλθει από την πεποίθηση ότι αυτά τας τείχη ανήκαν σ’ εκείνη την πόλη (δηλ. των Φιλίππων). Απογοητευθήκαμε, βέβαια, λίγο, αλλά δεν ξέραμε ότι η θέα των Φιλίππων θα μας αποζημίωνε για την ενόχληση (απογοήτευση) γι’ αυτό που βλέπαμε. Εμείς, ως εκ τούτου,  συνεχίσαμε το ταξίδι μας, ανηφορίζοντας προς τα βουνά, στους πρόποδες των οποίων βρίσκεται η αρχαία οχύρωση. Από τις κορυφές των λόφων είχαμε μια ευχάριστη θέα της ωραίας κοιλάδας και της κωμόπολης του Ορφανού, που βρισκόταν από κάτω και στο οποίο φθάσαμε λίγα λεπτά πριν το ηλιοβασίλεμα. Μπαίνοντας έφιπποι μέσα στην κωμόπολη, είδαμε, στο κοιμητήριο, έναν ηλικιωμένο Τούρκο, να είναι σωριασμένος, απαρηγόρητος, πάνω σε μια καινούργια ταφόπλακα, κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά του. Αυτοί οι άνθρωποι, παρά την υπεροψία και την αλαζονεία τους, αποδεικνύονται να έχουν ευγενικές και τρυφερές καρδιές. Ήταν προφανές, όπως προέκυπτε από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι αυτός ο προβληματισμένος άνθρωπος, ανάμεσα στους τάφους, θρηνούσε για κάποια πρόσφατη απώλεια.

Μόλις ξεκαβαλικέψαμε στο χάνι, ένας ηλικιωμένος Τούρκος μας κάλεσε στο δωμάτιό του, μέχρι να ετοιμαστεί εκείνο που προοριζόταν για μας. Επειδή ήταν ραμαζάνι, δεν είχε πάρει το παραμικρό ρόφημα, ολόκληρη την ημέρα, ο ήλιος όμως κόντευε να δύσει κι εκείνος ήταν έτοιμος ν’ αρχίσει (να πίνει). Μια κατσαρόλα με τον καφέ του έβραζε πάνω στην φωτιά, η πίπα του ήταν κιόλας έτοιμη ν’ αναφτεί και κρατούσε μια χρυσή ταμπακέρα στο χέρι του, έτοιμος να την ανοίξει, μόλις θα χανόταν ο ήλιος. Μας είπε ότι είχε διατελέσει κυβερνήτης της Λειβαδιάς επί δώδεκα χρόνια, την οποία συχνά επισκέπτονταν Άγγλοι ταξιδευτές κι ότι ο ίδιος πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη, για μια εμπιστευτική υπόθεση του μπέη της Θεσσαλονίκης. Ήταν υπερβολικά περίεργος (διψούσε), όπως όλοι οι Τούρκοι, για ειδήσεις και παρόλο που είχε ιδιόρρυθμο και αστείο χαρακτήρα, ήταν έξυπνος και συνετός άνθρωπος. Όταν τυχαίνει να ταξιδεύουν οι Τούρκοι κατά την έναρξη του ραμαζανιού, δεν θεωρούν ότι είναι υποχρεωμένοι να το τηρήσουν, αν όμως έχουν αρχίσει τη νηστεία και ξεκινήσουν το ταξίδι, προτού τελειώσει αυτή (η νηστεία), συνεχίζουν να την τηρούν (να νηστεύουν). Ο Τούρκος, μετά τον Bull, είναι ο πιο γνωστός νηστευτής. Παραμένει εγκρατής, με νυσταλέα υπομονή, ολόκληρη τη μέρα, αλλά, τη νύχτα, αποζημιώνει πλουσιοπάροχα το στομάχι του. Ο John, με σεβασμό εμπλουτίζει (διακρίνει, διαμορφώνει) τις νηστείες του μ’ ένα πιάτο αλμυρού ψαριού, με σάλτσα αυγού, πέρα από το καθιερωμένο βοδινό και την πουτίγκα.

 

                 ΤΟ ΠΡΕΒΟΣΤΟ (ΠΡΑΒΙΣΤΕ, ΠΡΑΒΙ = ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ)

Σηκωθήκαμε πολύ πρωί και μέχρι να φωτίσει η μέρα είχαμε ήδη πίσω μας δύο ώρες έφιππης πορείας. Ο αέρας ήταν υπερβολικά ψυχρός, αλλά η θέα της κοιλάδας, μέσα από την οποία περνάει ο δρόμος μας, καθώς ο ήλιος ανεβαίνει από τα βουνά, μας αποζημίωσε για την ταλαιπωρία μας από την ψυχρή επιρροή (επίδραση) του πρωινού φεγγαριού. Δεν έχω δει άλλον πιο όμορφο τόπο τέτοιου μήκους, αφότου αναχώρησα από την Αγγλία. Κι ούτε υπάρχει οποιοδήποτε σημείο της ίδιας της Αγγλίας, που να βρίσκεται σε υψηλότερο βαθμό καλλιέργειας (που να καλλιεργείται περισσότερο, πιο συστηματικά). Οι αγροί ήταν σπαρμένοι με φυτά καπνού και βαμβακιού και οι φράχτες τους ήταν καθαροί και καλοδιατηρημένοι.

Το Πράβι, όπως άλλες κωμοπόλεις σ’ αυτή την περιοχή του (οθωμανικού) κράτους, είναι περιτειχισμένη αλλά όχι οχυρωμένη, διότι τα τείχη είναι κτισμένα χωρίς κονίαμα και όχι παχύτερα από μια συνηθισμένη περίφραξη  κήπου. Βρίσκεται (κείται) στην είσοδο προς μια ανοιχτή πεδιάδα, βαθειά σ’ ένα τραχύ, βραχώδες λαγκάδι. Έχει ένα μικρό εργοστάσιο, που φτιάχνει βαμβακερά υφάσματα με τυπωμένα σχέδια και βαμμένες στόφες (είδος υφάσματος) και αρκετά από τα καταστήματά του έχουν καλή εμφάνιση. Ένας μικρός χείμαρρος κυλάει ζωηρά από τον κεντρικό δρόμο και, γενικά, για το μέγεθός της, είναι μια ζωηρή κωμόπολη. Ο πληθυσμός της είναι περίπου τρεις χιλιάδες ψυχές.

Μολονότι το ταχυδρομείο στο Πράβι διαθέτει περί τα εκατόν πενήντα άλογα, κανένα απ’ αυτά δεν ήταν διαθέσιμο, όταν φθάσαμε, διότι ο Βιλχί Πασά τα είχε επιτάξει όλα. Βρήκαμε στο χάνι, ανάμεσα σε άλλους, απογοητευμένους ταξιδιώτες, τον πρώην κυβερνήτη της Λειβαδιάς, με τον οποίο ανανεώσαμε (φρεσκάραμε) την γνωριμία μας. Είχε δει ένα μπουκάλι ρούμι στο δωμάτιό μας και το βράδυ έστειλε κάποιον για να του δώσουμε ένα ποτήρι απ’ αυτό. Το δωμάτιό μας ήταν το χειρότερο που είχαμε ποτέ. Η στέγη ήταν σπασμένη και οι ανεπίχριστοι (ασοβάντιστοι) τοίχοι του φιλοξενούσαν (είχαν), αναμφίβολα, φωλιές και καταφύγια σκορπιών και ερπετών. Εμείς, όμως, βρήκαμε τα υλικά για ν’ ανάψουμε μια ανεκτή (κοινωνική, επί λέξει, αλλιώς ευχάριστη) φωτιά η οποία, με την βοήθεια κι ενός καλού δείπνου, μας βοήθησε να κοιμηθούμε γι’ αρκετές ώρες ανέπαφοι  (ενν. από έντομα και ερπετά), παρόλο που ήμασταν ανυπεράσπιστοι. Ο Τάρταρος μας ξύπνησε στις δύο η ώρα, τα άλογα είχαν έλθει ήδη. Αναζητώντας τον κυβερνήτη (της Λειβαδιάς), διαπιστώσαμε ότι είχε φύγει ήδη από τα μεσάνυχτα......



Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

ΓΕΤΑΣ, ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΗΔΩΝΩΝ

(Κείμενο: Paul Perdrizet, BCH τόμος 35 (1911), σελ. 108-119 – μετάφραση: Θόδωρος Δημοσθ. Λυμπεράκης)

1η ΣΕΛΙΔΑ

Αυτός ο βασιλιάς, ελάχιστα γνωστός στην ιστορία, βασίλευε, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., στη φυλή των Ηδωνών, η οποία ζούσε στην αριστερή όχθη του ποταμού Στρυμόνα, από τις εκβολές του μέχρι το σημείο που αυτός ενώνεται με τον Αγγίτη. Ο Γέτας μας είναι γνωστός όχι από τους συγγραφείς, αλλά από πέντε μεγάλα, ασημένια νομίσματα, που ζυγίζουν από  27 ως 29 γραμμάρια και τα οποία φέρουν πάνω τους μοναδικές επιγραφές, τις οποίες θα μελετήσω αργότερα. Το όνομα του βασιλιά αυτού είναι είτε ΓΕΤΑΣ είτε ΓΕΤΑ. Εγώ θα χρησιμοποιήσω τον δεύτερο τύπο, που είναι και αρχαιότερος.

Οι νομισματολόγοι θεώρησαν εντελώς φυσικό, για έναν βασιλιά των Ηδωνών, που ζούσε γύρω από έτος 500 π.Χ., να ονομάζεται Γέτα, δηλαδή να έχει το ίδιο όνομα που έφερε κι ένας καίσαρας του 3ου αιώνα μ.Χ. Κι εγώ δεν βλέπω πια, γιατί αυτοί απόρησαν για το ότι μια φυλή της νότιας Θράκης είχε ένα βασιλιά που έφερε το όνομα του πιο φημισμένου από τους πληθυσμούς του Δούναβη, (σημ. μεταφρ.: ο συγγραφέας εννοεί τους Γέτες, την βορειότερη και ισχυρότερη φυλή Θρακών, που ζούσε δίπλα στον Δούναβη, μέχρις ότου, μαζί με τους συγγενείς της, τους Δάκες, κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους κι εκλατινίστηκαν πλήρως) . Με βάση το όνομά του, πράγματι, ο Γέτα μοιάζει να μην είναι Ηδωνός, αλλά ένας Γέτας που βασίλευε στους Ηδωνούς. Για να το πούμε διαφορετικά, ο Γέτα δεν πρέπει να ήταν από την ίδια φυλή με τους υπηκόους του. Αυτό το φαινόμενο είναι σήμερα (εννοεί το έτος 1911) συχνό μεταξύ των βαλκάνιων μοναρχών και ήταν το ίδιο συχνό ήδη από την αρχαιότητα, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Και δεν υπαινίσσομαι τους Αργεάδες, διότι, παρόλο που ο εξ αυτών Αλέξανδρος 1ος ο  φιλέλλην πέτυχε να εγγραφεί ως Αργείος στους ολυμπιακούς αγώνες, στην πραγματικότητα αυτοί ήταν Μακεδόνες, καταγόμενοι απλούστατα από το Άργος της Ορεστίδος (1). Εγώ αναφέρομαι στους Λυγκηστές, στους Πελαγόνες και σ’ ένα πλήθος μικρών λαών της χώρας που αργότερα αποτέλεσε την Άνω Μακεδονία: Ο Στράβων (2) μαρτυρεί ότι οι βασιλιάδες και οι δυνάστες τους δεν ήταν αυτόχθονες, «ουχ υπό  ιθαγενών ήρχοντο».

Το γεγονός ότι οι Ηδωνοί ζήτησαν να έχουν μια δυναστεία Γετών οφείλεται, πιθανόν, σε θρησκευτικούς λόγους: Οι Γέτες είχαν μεγάλη φήμη για την (θρησκευτική) ευσέβειά τους (3) και καθένας μπορεί να κατανοήσει πολύ καλά, γιατί μια φυλή της Θράκης απευθύνθηκε σ’ αυτό το έθνος, προκειμένου ν’ αποκτήσει ιερείς - βασιλείς. Παρόμοια, μια άλλη φυλή του Παγγαίου, οι Σάτραι, στη χώρα των οποίων βρισκόταν το περίφημο μαντείο του Διονύσου, δανείστηκαν τους προφήτες τους από τους Βησσούς της Ροδόπης (4), μια και οι Βησσοί, που κατείχαν το μεγαλύτερο ιερό του Θράκα Βάκχου, θεωρούνταν κάτι σαν Λευίτες αυτού του Θεού - Ή ενδεχομένως αυτό να συνέβη εξ αιτίας κάποιας κατάκτησης. Ίσως μια φυλή Γετών, σε κάποια αρχαία εποχή, να κατέκτησε την Ηδωνίδα, μια από τις καλύτερες περιοχές του Κάτω Στρυμόνα, όπως οι Φράγκοι, οι Βουργουνδοί, οι Βησιγότθοι κατέκτησαν τις πιο πλούσιες επαρχίες της γαλλο-ρωμαϊκής χώρας. Υπήρξε, κατά την προϊστορία, τέτοιο ανακάτεμα φυλών στην στρυμονική χώρα, τόσες συρράξεις μεταξύ φυλών, που αυτή η υπόθεση δεν μου φαίνεται και πολύ τολμηρή, πολύ περισσότερο όταν στηρίζεται σ’ ένα πολύ περίεργο κείμενο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ

(1) Άργος το εν Ορεστεία, όθεν Αργεάδαι Μακεδόνες, λέει ο Αππιανός, (Συρ. 63), όπου ο Mendelssohn, κάνει, εσφαλμένα, ένα σχόλιο σχετικά με το «όθεν….Μακεδόνες», υπό την επιρροή, προφανώς, του E. Curtius και των άλλων συγγραφέων, που αποδέχθηκαν ότι οι Αργεάδαι πράγμαστι κατάγονταν από την Αργολίδα. Την ορθή λύση έδωσε, εδώ και πολύ καιρό, ο Abel στο Die Makedonen, σελ. 95. Δείτε και Kaerst στο λήμμα Αργεάδαι του λεξικού PaulyWissowa.

(2) VII, 7,8.

(3) Σχετικά με την ευλάβεια των Γετών δείτε τον Ηρόδοτο (4ο βιβλίο, 94) και τον Ποσειδώνιο, σύμφωνα με τον Στράβωνα (VII, 3,4: Το δ’ ισχύειν εν τω έθνει τούτω την περί το θείον σπουδήν έκ τε ων είπε Ποσειδώνιος ουκ απιστητέον και εκ της άλλης ιστορίας).

4) Ηροδότου 7ο βιβλίο, 111: Βησσοί δε των Σατρέων εισί οι προφητεύοντες του ιρού).

  2η ΣΕΛΙΔΑ

 Ο Αρτεμίδωρος, στο Ονειροκριτικόν του (1)  – πού μπορεί, άραγε, να κρύβονται οι πληροφορίες; - λέει ότι οι Θράκες, από τη γέννησή τους στιγμάτιζαν (δηλ. έκαναν τατουάζ) στα παιδιά τους, ενώ στη φυλή των Γετών οι μόνοι που στιγματίζονταν (έκαναν τατουάζ) ήταν οι σκλάβοι: «εστίζοντο παρά τους Θραξίν οι ευγενείς παίδες, παρά δε τοις Γέταις οι δούλοι». Αυτή η μαρτυρία (ενν. του Αρτεμιδώρου) επιβεβαιώνει μια αναφορά που κάνει ο Ηρόδοτος (2) στους Θράκες μόνο, σύμφωνα με την οποία σ’ αυτούς αποτελούσε απόδειξη ευγενικής καταγωγής το να είναι στιγματισμένοι (να φέρουν τατουάζ) και απόδειξη ρυπαρότητας το να μην είναι καθόλου στιγματισμένοι.  Όπως φαίνεται, δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει τη μαρτυρία του Αρτεμιδώρου, παρά μόνο αν δεχθεί ότι οι Γέται, όταν έγιναν πλέον κατακτητική φυλή, δεν έπαψαν να εφαρμόζουν την αρχαία συνήθεια του στιγματισμού. Ότι, επίσης, αυτοί (Γέται) μετέτρεψαν σε σκλάβους ή είλωτες τα μέλη μιας φυλής Θρακών, τα οποία συνέχισαν να στιγματίζονται.

Ένα κείμενο που έρχεται να επιβεβαιώσει αυτά του Ηροδότου και του Αρτεμιδώρου βρίσκεται στον Δίωνα από την Προύσα (τόμος 2ος, σελ. 231): Τι δε; Εν Θράκη γέγονας; - Έγωγε. – Εώρακας ουν εκεί τας γυναίκας τας ελευθέρας στιγμάτων μεστάς, και τοσούτω πλείονα εχούσας στίγματα και ποικιλώτερα, όσω αν βελτίους και εκ βελτιόνων δοκώσιν». Στη Θράκη, λοιπόν, όσο περισσότερο στιγματισμένη (γεμάτη με τατουάζ) ήταν μια γυναίκα γεννημένη ελεύθερη, τόσο περισσότερο την εκτιμούσαν και τόσο καλύτερη θεωρούνταν η οικογένεια από την οποία αυτή καταγόταν.

Θα παρατηρήσει κανείς ότι ο Δίων μιλά για γυναίκες, όχι για άνδρες.

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 2ης ΣΕΛΙΔΑΣ

[(1) Αρτεμιδώρου Ονειροκριτικόν, V, 1,8]

[(2) «το μεν εστίχθαι ευγενές κέκριται, το δε άστικτον αγεννές». Σχετικά με τον στιγματισμό των Θρακών, προσθέτουμε στα κείμενα που σκοπεύουμε να χρησιμοποιήσουμε κι αυτό του Στράβωνα (VII, 5,4) ο οποίος λέει ότι οι Θράκες ήταν στιγματισμένοι σαν τους Ιάποδες και τους Ιλλυριούς..]

3η ΣΕΛΙΔΑ

Η πανάρχαια συνήθεια του στιγματισμού πρέπει, πράγματι, κατά την ιστορική περίοδο, σε πολλές θρακικές φυλές, να την τηρούσαν κυρίως οι γυναίκες. «Τοις Θραξί κόσμος τας κόρας στίζεσθαι», αναφέρει, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., ο ανώνυμος συγγραφέας του έργου «Διαλέξεις Ηθικαί» (1). Ένας επεξηγηματικός της συνήθειας αυτής μύθος, αναγόμενος στην αλεξανδρινή εποχή, ανέφερε ότι οι Βίστονες στιγμάτιζαν τις γυναίκες τους, για να τις τιμωρήσουν για τον θάνατο του Ορφέα (2). Αυτή η μαρτυρία μας κάνει να υποθέσουμε ότι οι Βίστονες του ισχυρού φύλου δεν στιγματίζονταν. Ομοίως, η εξήγηση που έδινε ο Κλέαρχος (3) για το τατουάζ των γυναικών των θρακικών φυλών που γειτόνευαν με τη Σκυθία (4), υποθέτει ότι οι άνδρες, σ’ αυτές τις φυλές, δεν ήταν στιγματισμένοι ή ήταν πολύ λιγότερο στιγματισμένοι απ΄ ότι το άλλο φύλο (5).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 3ης ΣΕΛΙΔΑΣ

(1) ……………

(2) Φανοκλής στον Στοββαίο, (Floril. LXIV, 14 = Philetae, Hermesi anactis atque Phanoclis reliquiae, έκδ. Bach. Σελ. 200, (δείτε Rohde, Der griech. Roman. Σελ. 84): άς αλόχους έστιζον, ίν’ εν χροϊ σήματ’ έχουσαι | κυάνεα, στυγερού μη λελάθοιντο φόνου | ποινάς δ’ Ορφήι κταμένω στίζουσι γυναίκας | εις έτι νυν κείνης είνεκεν αμπλακίης». Ο Πλούταρχος, που είχε διαβάσει τον Φανοκλή, διότι τον τοποθετεί στις Quaest. Conv. V, 3, δανείστηκε απ’ αυτόν τον ακόλουθο μύθο: «»Θράκες …., στίζουσιν  άχρι νυν, τιμωρούντες τω Ορφεί τας αυτών γυναίκας». Σύμφωνα, επίσης, μ’ έναν άλλο μύθο, οι Θράκισσες, αφού σκότωσαν τον Ορφέα, είχαν καταληφθεί από την πικρία της μεταμέλειας, (ενν. τύψεις συνειδήσεως) και προκειμένου ν’ αυτοτιμωρηθούν, σκέφτηκαν να στιγματίσουν τα μπράτσα τους: «στικτούς δ’ ημάξαντο βραχίονας» (Παλατινή Ανθολογία, VII, 10).

(3) Ο Κλέαρχος από τους Σόλους, στον Αθήναιο, ΧΙΙ, σελ. 524 Δ: «αι δε γυναίκες αυτών (ενν. των Σκυθών) τας θρακών των προς εσπέραν και άρκτον των περιοίκων γυναίκας εποίκιλλον τα σώματα, περόναις γραφήν ενείσαι. Όθεν πολλοίς έτεσιν ύστερον αι υβρισθείσαι των Θρακών γυναίκες ιδίως εξηλείψαντο την συμφοράν, προσαναγραψάμεναι τα λοιπά του χρωτός, ίν’ ο της ύβρεως και της αισχύνης επ’αυταίς χαρακτήρ, εις ποικιλίαν καταριθμηθείς, κόσμου προσηγορία τούνειδος εξαλείψη».

(4) Απολλώνιος ο Ρόδιος, IV, 320: «Θρήιξιν μιγάδες Σκύθαι».

(5) Δείτε Robertson Smith, “Religion of the Semites”, σελ. 334: «Μεταξύ των Αράβων, δεν  βρίσκω άμεση απόδειξη κάποιας θρησκευτικής σημασίας του στιγματισμού (τατουάζ) και η πρακτική αυτή μοιάζει να περιορίζεται μεταξύ των γυναικών, όπως επίσης η συνήθης χρήση των φυλαχτών στην ώριμη ζωή. Μη ξεχνάτε, επίσης, τις παρατηρήσεις του Στράβωνα, (VII, 3,4): «άπαντες της δεισιδαιμονίας αρχηγούς οίονται τας γυναίκας. Αύται δε και τους άνδρας προκαλούνται προς τας επί πλέον θεραπείας των θεών και εορτάς και ποτνιασμούς».

4η ΣΕΛΙΔΑ

Αντίθετα, στα ίδια γένη πρέπει να υπήρχαν φυλές, στις οποίες οι άνδρες στιγματίζονταν (1). Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι γι’ αυτή την τελετουργία, όπως αναμφίβολα και για πολλές άλλες, τα θρακικά φύλα, που ήταν τόσο πολυάριθμα και διαφορετικής πιθανόν προέλευσης, είχαν διαφορετικές συνήθειες. Οι αττικοί αμφορείς του 5ου αιώνα δείχνουν Μαινάδες στιγματισμένες (2) ελαφόστικτοι (3), να φέρουν την εικόνα ενός νεαρού ελαφιού στο μπράτσο (4) ή στην γάμπα τους (5). Αντίθετα, ως παράδειγμα στιγματισμού (τατουάζ) μεταξύ των Θρακών του ισχυρού φύλου, φέρνει κανείς στο μυαλό του εκείνη την θλιμμένη μορφή στο έργο De officiis του Κικέρωνα (6), barbarum et astigmatiam, compunctum notis Thraeciis, - τον Θράκα σκλάβο που ήταν φύλακας (μπράβος) στον τύραννο των Φερών, Αλέξανδρο.

Το τατουάζ μπορεί να προσδώσει στο σώμα μια ορισμένη ομορφιά, όταν δεν αποτελείται από σχέδια ανόητα και άσεμνα (7), όπως εκείνα που αγαπούν στην πατρίδα μας (ενν. την Γαλλία) οι στρατιωτικοί στις αποικίες, οι ναυτικοί και οι άνθρωποι του υποκόσμου. Υπάρχουν άγριες φυλές, κυρίως στην Πολυνησία, στα νησιά Μαρκήσιοι ιδιαίτερα, οι οποίες πετυχαίνουν πραγματικά καλλιτεχνικά αποτελέσματα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 4ης ΣΕΛΙΔΑΣ

(1) Ησύχιος, Ιστριανά. «Αριστοφάνης εν Βαβυλωνίοις τα μέτωπα των οικετών Ιστριανά φησιν, επεί εστιγμένοι εισίν. Οι γαρ παρά τω Ίστρω οικούντες στίζονται».] (4) Βάζο σε λευκό φόντο από την ακρόπολη των Αθηνών, στο JHS, 1888, σχέδιο VI.

(2) ………….

(3) Ο Λυσίας (13, 19), μιλάει για έναν Αθηναίο, «Θεόκριτον τον του Ελαφοστίκτου καλούμενον». Ο Dittenberger στον Hermes, 1902, σελ. 298, εξήγησε το Παρωνύμιο (παρατσούκλι) Ελαφόστικτος σαν ένα σημάδι (φτιαγμένο) με κόκκινο σίδηρο. Δείτε ακόμη τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του Ο. Cursius στον Philologous, 1903, σελ. 268)

(4) Αγγείο σε λευκό φόντο από την ακρόπολη των Αθηνών, στο 1888, σχέδιο VI.

(5) Αμφορέας του Μονάχου (Jahn, Beschr., no 777), του οποίου μια λεπτομέρεια δημοσιεύθηκε από τον Paul Wolters στον Hermes, 1903, σελ. 268.

 (6) Quid? Alexandrum Pheraeum, quo animo vixisse arbitramur? qui, ut scriptum legimus, cum uxorem Theben admodum diligeret, tamen ad earn ex epulis in cubiculum veniens, barbarum, et eum quidem, ut scriptum est, compunctum notis Thraeciis,destricto gladio jubebat anteire, praemittebatque de stipatoribus suis, qui scrutarentur arculas muliebres et ne quod in vestimentis occultaretur telum, exquirerent. Ο miserum, qui fideliorem et barbarum et stigmatiam putaret, quam conjugem!

(7) Δείτε  στον P. Loti, Mon frère Yves, p. 324.

5η ΣΕΛΙΔΑ

Και τώρα τελευταία συνηθίζεται, οι Αμερικανοί – όχι οι ερυθρόδερμοι, αλλά οι Γιάνκηδες – ν’ αποβλακώνονται μ’ αυτή τη συνήθεια, μια από τις αρχαιότερες που εφάρμοσε ο άνθρωπος. Οι Μύριοι είδαν στους Mossynoeques (;) παιδιά ευγενικής καταγωγής, των οποίων το στήθος και τα νώτα ήταν στιγματισμένα με φυτικά μοτίβα (1). Η κατασκευή του τατουάζ γινόταν, στην πράξη, όταν το άτομο ήταν ακόμη σε νεαρή ηλικία, όπως η περιτομή, μολονότι αυτή (η δημιουργία τατουάζ) προκαλούσε λιγότερο πόνο. Γι’ αυτό τον λόγο ο Αρτεμίδωρος και ο Ξενοφών μιλούν για «παίδες» και οι Διαλέξεις για «κόρες». Οι Μαινάδες, δηλαδή οι Θράκισσες γυναίκες, οι μυημένες στη διονυσιακή θρησκεία, ήταν στιγματισμένες με την μορφή του νεαρού ελαφιού, κάποιες φορές στη γάμπα (2), αλλά συχνότερα στο μπράτσο (3): Το ελαφάκι ήταν διονυσιακό σύμβολο, οι Μαινάδες, στα βακχικά όργια, το κομμάτιαζαν ζωντανό και το καταβρόχθιζαν ωμό (4). Το τατουάζ των μυημένων στα ίδια (διονυσιακά) μυστήρια ανδρών γινόταν στο μέτωπο και απεικόνιζε ένα φύλλο κισσού (5). Αυτά τα σημάδια, του νεαρού ελαφιού και του φύλλου κισσού, που αντιστοιχούσε το καθένα σε κάθε φύλο, μοιάζουν ν’ αποδεικνύουν την ύπαρξη, στους Θράκες, σεξουαλικών τοτέμ, ανάλογων μ’ εκείνα των Αυστραλών (6).

Το συμπέρασμα που εξάγεται από τα κείμενα που παραθέσαμε, είναι ότι στους Θράκες, το τατουάζ, που προοριζόταν για τις γυναίκες, αλλά χρησιμοποιούνταν και μεταξύ των ανδρών, αποτελούσε απόδειξη καλής καταγωγής, μ’ άλλα λόγια γέννησης του ανθρώπου ως ελεύθερου (όχι δούλου).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 5ης ΣΕΛΙΔΑΣ

(1)  Ανάβασις, 5, 4, 32: παίδας των ευδαιμόνων …. Ποικίλους δε τα νώτα και έμπροσθεν πάντα εστιγμένους ανθέμια…

(2)  ……

(3)  Δείτε το βάζο με λευκό φόντο από την Ακρόπολη και την Παλατινή Ανθολογία, VII, 10: «στικτούς δ’ ημάξαντο βραχίονας».

(4)  Παρατηρεί λοιπόν κανείς , με ποιον τρόπο πρέπει να φανταστεί το σύμβολο με το οποίο ήταν στιγματισμένες, στα Ηλύσια Πεδία, οι signatae mystides (στιγματισμένες μυημένες γυναίκες) της επιτύμβιας στήλης του Δοξάτου, (Heuey, Mission de Macedoine,  σελ. 128 …..

(5)  ………………….

 (6) ……………..

6η ΣΕΛΙΔΑ

Σ’ αυτές τις πολεμικές και νωθρές (τεμπέλικες) φυλές (1), οι οποίες, για τις υλικές ανάγκες της ζωής τους, για την καλλιέργεια των αγρών τους και για την φροντίδα των κοπαδιών τους, για τις ανάγκες του νοικοκυριού και την βιομηχανική εργασία, έπρεπε να έχουν πολυάριθμους δουλοπάροικους και σκλάβους, το τατουάζ χαρακτήριζε τους «αγνούς», εκείνους, δηλαδή, που τα ελληνικά κείμενα κατατάσσουν στους ευγενείς, οι οποίοι ονόμαζαν τους εαυτούς τους, στη θρακική γλώσσα, «ζιβυθίδες» (2) και οι οποίοι, στις ελληνικές επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου, διεκδικούσαν ακόμη με περηφάνεια τον τίτλο «γνήσιοι» (3). Δεν επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για κάποιο διακοσμητικό στοιχείο, αλλά για ένα θρησκευτικό σύμβολο, ένα ανεξίτηλο σημάδι, που αφιέρωνε στον θεό της φυλής τους αγνούς που συμμετείχαν σ’ αυτό (4).

Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου περίεργο, που οι Θράκες ευγενείς έφεραν ονόματα τα οποία θύμιζαν αυτά τα τατουάζ, για τα οποία ήταν περήφανοι. Στον Ηρώνδα (5) κάποιος «στίκτης» φέρει το όνομα Κόσις. Επρόκειτο, πιθανόν, για κάποιον μάγο, σαν εκείνον που είχε κεντρίσει τόσο πολύ την περιέργεια του Σωκράτη, στην πολιορκία της Ποτίδαιας (6). Ο Κόσις του Ηρώνδα, που πληρούσε τις λειτουργίες του τατουάζ, πρέπει να ήταν κι ο ίδιος στιγματισμένος, (δηλ. γεμάτος με τατουάζ).  Δεν μπορούμε να φανταστούμε, ένα τόσο σπουδαίο πρόσωπο, να μη συμπεριλαμβάνεται στους ευγενείς της φυλής του και να μην έχει το δικαίωμα του στιγματισμού. Τι σήμαινε το όνομα Κόσις; Εγώ πιστεύω ότι είχε σχέση με την τελετουργία του τατουάζ, όπως τα ανάλογα, θρακικά ονόματα, τα οποία βλέπουμε να φέρουν γνωστές προσωπικότητες, που είχαν δικαίωμα να προσδιορίζονται ως ευγενείς όπως τα εξής:

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 6ης ΣΕΛΙΔΑΣ

(1)  Ηροδότου, V, 6: «αργόν είναι κάλλιστον, γης δε εργάτην ατιμότατον. Το ζην από πολέμου και ληιστύος κάλλιστον». Πρόκειται ακριβώς γι’ αυτό που ο Τάκιτος έλεγε για τους Γερμανούς. (German. 14).

(2)  Ησύχιος, λέξη ζιβυθίδες. «Αι Θράσσαι, οι Θράκες γνήσιοι».

(3)  Heuzey, στο έργο του Mission …. αρ. 68: «Βύζας και Βείθυς και Τάρσας, πατρί Τάρσα και μητρί Μελγίδι  γνησίοις».

(4)  Robertson Smith, όπου παραπάνω, σελ. 334: Τα σημάδια του στιγματισμού ήταν η απόδειξη ότι ο λατρευτής ανήκε στον θεό.

(5)  V, 65: Κόσιν τέ μοι κέλευσον ελθείν, τον στίκτην, έχοντα ραφίδας και μέλαν….

(6)  Πλάτωνος, Χαρμίδας, σελ. 156 Δ’.

7η ΣΕΛΙΔΑ

Κοσίγγας, ιερέας – βασιλιάς της φυλής των Κερρηνίων Θρακών (1)

Κοσίγγη (ή Κοσσιγίς), σύζυγος του Νικομήδη του 1ου της Βιθυνίας (2): Λένε πως οι Θράκες και οι Βιθυνοί ήταν από την ίδια φυλή.

Κόσων. Η προσωπικότητα εκείνη, άγνωστη από άλλες πηγές, που κοσμούσε, σαν νομισματικός τύπος, τα χρυσά νομίσματα που έκοψε ο Βρούτος πριν τη μάχη των Φιλίππων (3). Δεν θα δίσταζα ν’ αναγνωρίσω σ’ αυτόν τον Κόσωνα, του οποίου το όνομα δεν είναι λατινικό, αλλά θρακικό, κάποιον αυτόχθονα άρχοντα, που διέθετε πολύ χρυσό, τον οποίο δάνεισε στον Βρούτο.

Ήταν εκπληκτικό που το κύριο όνομα Κόσις ή Κόσων δεν χρησιμοποιήθηκε στο σχηματισμό εκείνων των σύνθετων τετρασύλλαβων, τα οποία χαρακτηρίζουν την ονοματοδοσία των Θρακών: Βρίσκουμε, όμως, στο έργο Περί μακροβίων, του Φλέγοντα από τις Τράλλεις, (4) μια «Βασκία Αστικόσου, Μακεδών από Φιλίππω», και μια αναθηματική επιγραφή από την Βουλγαρία (5) που αναφέρει ένα φύλαρχο καλούμενο Μουκάκενθος Δαικώσου.

Σ’ αυτό τον κατάλογο θα προσθέσουμε το αρσενικό όνομα Κοζείλας και ίσως και το σύνθετο  Κοζείκενθος, σ’ ένα επιτύμβιο της αυτοκρατορικής περιόδου, το οποίο βρήκα το 1899 στο χωριό Αναστασιά του καζά της Ζίχνας, άλλοτε χώρα των Οδομάντων. Το επιτύμβιο, από το οποίο λείπει το κάτω μέρος, είναι σκαλισμένο πάνω σ’ ένα όγκο μαρμάρου, άσχημα λειασμένο, το οποίο βρίσκεται στο κοιμητήριο, κοντά στην εκκλησία του χωριού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 7ης ΣΕΛΙΔΑΣ

(1)  Πολυαινίου 7, 22.

(2)  Πλινίου, Φυσική Ιστορία, 8, 144.

(3)  …………..

(4)  FHG. III, σελ. 609: Η Βασκία πρέπει να σχετίζεται με το λήμμα του Ησυχίου «βάσκιοι, δέσμαι φρυγάνων».

(5)  ………….

(6)   


8η ΣΕΛΙΔΑ

Το έτος 296 του μακεδονικού ημερολογίου αντιστοιχεί στο έτος 148 του δικού μας ημερολογίου. Η αποκατάσταση Κοζει[κ]έ[ν]θου μοιάζει αληθοφανής, αλλά δεν είναι απόλυτα βέβαιη, διότι δεν έχω καταλήξει, αν στην 6η γραμμή, το δεύτερο γράμμα είναι Ν ή Λ.

ΙΙ.

Ιδού, ενδεχομένως, άλλη μια ένδειξη της διαφοράς ανάμεσα στη φυλή των Ηδωνών και στη δυναστεία της. Ο Ηρόδοτος λέει ότι στους Θράκες ο Ερμής λατρευόταν μόνο από τους βασιλείς (1): Αυτοί οι τελευταίοι ισχυρίζονταν ότι προέρχονται απ’ αυτόν, αυτόν επικαλούνταν στον βασιλικό όρκο τους. Είναι περίεργο που κι αυτός, επίσης, (ενν. τον Ηρόδοτο), θέλει να κάνει να πιστέψουμε ότι οι βασιλείς, στους οποίους αναφερόμαστε, δεν ήταν από την ίδια φυλή με αυτή των υποτελών τους. Σε ποιους βασιλείς αναφέρεται, λοιπόν; Ο Ηρόδοτος δεν είχε δει, όσο έπρεπε, «όλο το έθνος των Θρακών, το μεγαλύτερο μετά από αυτό των Ινδών» (2). Δεν είχε επισκεφθεί παρά μόνο τη μακεδονική Θράκη (σημ. μεταφραστή: εδώ εννοεί την περιοχή μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου, που τότε υπαγόταν στη Θράκη, αργότερα όμως εντάχθηκε στη Μακεδονία). Τον προσέλκυσε η Θάσος, εξ αιτίας των ερευνών του για τον Ηρακλή (3), πέρασε από εκεί στη θασιακή Περαία, για να δει στο Παγγαίο τα ορυχεία της Σκαπτής Ύλης (4) και το μαντείο των Σατρών, το οποίο τον ενδιέφερε,

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 8ης ΣΕΛΙΔΑΣ

(1)  Ηροδότου 5, 7: «οι δε βασιλέες αυτών πάρεξ των άλλων πολιητέων, σέβονται Ερμέην μάλιστα θεών και ομνύουσι μούνον τούτον και λέγουσι γεγονέναι από Ερμέω εωυτούς».

(2)  Του ιδίου 5, 3.

(3)  Του ιδίου, 2, 44.

(4)  Του ιδίου, 6, 47. Δείτε περιοδικό CLIO, έτους 1910, 1.

9η ΣΕΛΙΔΑ

εξ αιτίας των περίεργων αναλογιών (ομοιοτήτων) του με αυτό των Δελφών (1). Έτσι, μεταξύ των νομισμάτων της περιοχής του Παγγαίου, υπάρχει και ένα που απεικονίζει τον Ερμή, ενώ υπάρχουν κι αρκετά, για τα οποία κάποιοι πρότειναν, όχι άδικα, (με αρκετή αληθοφάνεια), ότι πρόκειται γι’ αυτόν. Ο Ερμής εμφανίζεται κρατώντας το κηρύκειο στο χέρι, πάνω σ’ ένα νόμισμα των Δερρώνων (2), δίπλα σε δύο βόδια τα οποία ο ίδιος οδηγεί. Πάνω στα νομίσματα του Γέτα, ένα πρόσωπο χωρίς κηρύκειο, φέροντας πέτασο στο κεφάλι, οδηγεί, με όμοιο τρόπο, δύο βόδια (σχέδιο Ι, 1-3): Πέραν των ανωτέρω , πάνω σε αρκετά νομίσματα των Ορεσκίων (3), ένα πρόσωπο χωρίς κηρύκειο, φορώντας καυσία και κρατώντας σαν να πρόκειται για βουκέντρα ‘ένα ζεύγος ακοντίων, (σχέδιο Ι, 7-8). Η σκηνή αυτή, που απεικονίζεται πάνω σε όλα τα νομίσματα, μοιάζει σαν επίκληση προς τον θεό των ποιμένων (4), μοιάζει σαν μια γνωστή κλοπή ζώων, εκείνη που διέπραξε ο Ερμής, όντας βρέφος στην κούνια. Η επιλογή ενός τέτοιου θέματος ως νομισματικού τύπου, από τους Ηδωνούς, τους Δέρρωνες και τους Ορεσκίους, λέει πολλά για την κατάσταση βαρβαρότητας, στην οποία αυτοί βρίσκονταν ακόμη, εκεί γύρω στα 500 π.Χ., οι φυλές της μακεδονικής Θράκης. Τα ελληνικά φύλα είχαν ζήσει σε αρχαιότερες  περιόδους, σε μια ανάλογη βαρβαρότητα (5). Πολλοί από τους μύθους τους (6) το μαρτυρούν, όπως και μερικά απομεινάρια, από τα οποία το πιο ενδιαφέρον, για μας τουλάχιστον, είναι σίγουρα τα «καρπαία», αυτός ο μιμητικός χορός, που αναπαριστούσε μια σκηνή «βοηλασίας». Χορευόταν από χορευτές που κρατούσαν όπλα. Ο Ξενοφών (7), ο οποίος μας τον περιέγραψε, τον είδε να εκτελείται από τους  Θεσσαλούς, όμως γνωρίζουμε από τον Ησύχιο (8) ότι οι Μακεδόνες γνώριζαν επίσης αυτό τον πολεμικό χορό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 9ης ΣΕΛΙΔΑΣ

(1)  Ηροδότου 7, 111. Δείτε και το έργο μου «Cultes et mythes du Pangee» σελ. 38.

(2)  ………………….

(3)  …………..

(4)  Σχετικά με τον Ερμή, θεό των κλεφτών της μάχης, δείτε BCH 1903, σελίδες 300 – 313.

(5)  …………………………

(6)  Ας θυμηθούμε το ανάγλυφο από τον θησαυρό της Σικυώνας, στο  BCH 1896,  σχέδιο ΙΙ = Ανασκαφή στους Δελφούς, τόμος 4, σελ. 15.

(7)  Κύρου ανάβασις, 6, 1, (το παρέθεσε και ο Αθήναιος Ι, σελ. 15).

(8)  Ησύχιος, λήμμα «καρπέα, μακεδονικός χορός».

10η ΣΕΛΙΔΑ

Αν τώρα προσέξουμε το ότι οι Ορέσκιοι και οι Δέρρωνες κατοικούσαν πιθανόν στην περιοχή του Παγγαίου, όχι μακριά από τους Ηδωνούς κι ότι ο Ηρόδοτος επισκέφθηκε αυτή την περιοχή στην οποία, πενήντα χρόνια πριν, είχαν κοπεί τα νομίσματα με το νομισματικό τύπο του Ερμή, φαίνεται ότι πρέπει να αναζητήσουμε στο Παγγαίο το τμήμα εκείνο της Θράκης, στο οποίο η λατρεία του Ερμή ήταν απαγορευμένη στους υπηκόους και ήταν ανατεθειμένη κι εμπιστευμένη στον βασιλέα. Ίσως αυτή η θρησκευτική ιδιαιτερότητα αποτελούσε ένα ειδικό ταμπού, σαν εκείνα που αφορούσαν τους ιερείς – βασιλείς των πρωτόγονων πολιτισμών, τα οποία ο M. Frazer συγκέντρωσε στο έργο του Golden Bough. Ίσως, επίσης – κι αυτή η ερμηνεία θα μπορούσε να συμφωνεί με την προηγούμενη – πρέπει να ερμηνεύσουμε το υπό κρίση γεγονός ως μια διαφορά καταγωγής, ανάμεσα σε κάποια θρακικά φύλα του Παγγαίου και στους ηγεμόνες τους. Ο μόνος βασιλιάς των Ηδωνών, για τον οποίο μιλάει η ιστορία, ο Πιττακός (1), θανατώθηκε το 416 π.Χ., από τους γιους του Ηδωνού Γοάξιδος (ονομαστική: Γόαξις), βοηθούμενους από τη γυναίκα του Πιττακού, την Βραυρώ. Είναι πιθανό ότι αυτό το τραγικό συμβάν ήταν το αποτέλεσμα της διαφοράς φυλής (καταγωγής), που εμείς πιστεύουμε ότι διέκρινε τους Ηδωνούς και τους βασιλείς τους.

ΙΙΙ.

«Όλα αυτά είναι υποθέσεις», θα πει κάποιος. Αναγνωρίζω ότι αυτό το δοκίμιο απέχει πολύ από τη βεβαιότητα που μπορεί κανείς να επιτύχει στις αποδόσεις (ερμηνείες) των επιγραφών. Έρευνες σαν κι αυτήν εδώ, αφιερωμένες σε βαρβαρικούς λαούς, για τους οποίους οι πληροφορίες μας παραμένουν τόσο ασαφείς και τόσο αδύναμες, δίνουν την εντύπωση ότι η αρχαία ιστορία είναι από εκείνες τις φτωχές επιστήμες, τις γεμάτες με εικασίες, για τις οποίες μίλησε ο Renan. Πλην όμως, μερικές φορές, όταν καταρρέει ένα κατασκεύασμα στηριγμένο σε υποθέσεις, βρίσκει, εν τούτοις, κανείς, σ’ αυτές τις υποθέσεις κάποια καλά τμήματα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 10ης ΣΕΛΙΔΑΣ

(1)  Θουκυδίδη 4, 107: «Πιττακού του Ηδώνων βασιλέως αποθανόντος υπό των Γοάξιος παίδων και Βραυρούς, της γυναικός αυτού». Το όνομα Πιττακός είναι θρακικό. Ο πατέρας του Πιττακού του Μυτιληναίου, ενός από τους επτά σοφούς, θα πρέπει να ήταν Θράκας. …. Το όνομα Πιττακός συνδέεται μάλλον με την πιτύη, δηλαδή τον θησαυρό (βλ. Σχόλια Απολλοδώρου, Rh, Ι, 933: «πιτύη, ο θησαυρός, Θράκες»). Εδώ έρχεται στο νου ο πλούτος σε πολύτιμα μέταλλα της περιοχής του Παγγαίου, όπου βασίλευε ο Πιττακός.

11η ΣΕΛΙΔΑ

Κατάφερα ίσως να παρασυρθώ και αντί για τον Γέτα ν’ αναφερθώ στη χρήση του τατουάζ στους Θράκες. Πλην όμως, προτού απορρίψει κάποιος τις εικασίες των αρχαιολόγων, θάπρεπε να δει, μήπως αυτές γίνονται υποχρεωτικά, εξ αιτίας των στοιχείων (αποδείξεων) που αυτοί (οι αρχαιολόγοι) έχουν στη διάθεσή τους. Για να είναι χρήσιμη μια μαρτυρία σαν αυτή του Ηροδότου, σχετικά με την λατρεία που απέδιδαν οι Θράκες βασιλείς στον Ερμή, πρέπει να κάνει κανείς υποθέσεις, διότι η κριτική δείχνει πως δεν μπορεί να την δεχθεί έτσι όπως εκτίθεται (από τον Ηρόδοτο). Ο Ηρόδοτος δεν γνώριζε τη θρακική γλώσσα. Οι πληροφορίες του για τους Θράκες προήλθαν κυρίως από τους Έλληνες της Θάσου και της θασιακής Περαίας, εκείνους ακριβώς που του εξέθεσαν τις ανησυχητικές πληροφορίες, σχετικά με την εκστρατεία του Ξέρξη και τα δημοσιονομικά θέματα της Θάσου στους παλιούς, καλούς καιρούς. Αυτές οι αφηγήσεις είναι άλλοτε αληθινές κι άλλοτε ψεύτικες. Είναι αληθινές, με την έννοια ότι ο Ηρόδοτος τις σημείωσε σαν να τις είχε ακούσει ο ίδιος κι είναι ψεύτικες, με την έννοια ότι αυτές αποτελούν επινοήσεις ενός οικοδεσπότη (εννοεί τους Έλληνες της Θάσου;) γεμάτου φαντασία, ο οποίος μπορεί και να είχε στο μυαλό του, όπως θα μπορούσε να πει κάποιος, μια δεύτερη σκέψη. Εγώ πιστεύω ότι στο Παγγαίο, σε ορισμένες φυλές, υπήρχε, σε σχέση με τον Ερμή ή μάλλον με τον θρακικό θεό που οι Έλληνες ταύτιζαν με τον Ερμή, ένα ταμπού, το οποίο ανέθετε στον βασιλέα τη λατρεία αυτού του θεού και την απαγόρευε στους υπηκόους του. Ο Ηρόδοτος πρέπει να ήταν ενημερωμένος γι’ αυτό το ταμπού και ο οικοδεσπότης του ή ο οδηγός του, ερωτηθείς από τον ίδιο, αντί να του απαντήσει ότι δεν γνωρίζει τίποτε, θα του είπε, αντί άλλης εξήγησης, ότι το ίδιο έθιμο υπήρχε σε όλους τους Θράκες. Ένας Έλληνας με κοινό νου σπάνια θ’ απαντούσε ότι δεν γνωρίζει, ιδιαίτερα αν αυτός ο Έλληνας ήταν διερμηνέας. Σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα, παραπέμπω στις τόσο οξυδερκείς μελέτες του Maspero και του Sourdille, (στο έργο La duree et letendue du voyage dHerodote en Egypte, Paris 1910), σχετικά με το δεύτερο βιβλίο του Ηροδότου. Διότι τη μέθοδο πληροφόρησης που ο «πατέρας της ιστορίας» ακολούθησε στην Αίγυπτο, την ακολούθησε παντού, σε όλες τις βαρβαρικές χώρες, των οποίων δεν γνώριζε τη γλώσσα, δεν γνώριζε τις λατρείες τους και δεν καταλάβαινε τα έθιμά τους.

PAUL PERDRIZET