Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

                    Ο ΓΑΝΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ (ΣΗΜΕΡΑ, GAZIKOY)

                                         (τόπος γέννησης του πατέρα μου).

                                                    ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Ο Γάνος ήταν μια πανάρχαια πόλη, στην βόρεια ακτή της Προποντίδας, που την περιέβαλλε ισχυρό τείχος, τα υπολείμματα του οποίου είναι ορατά μέχρι σήμερα, στον λόφο της ακρόπολής του. Τον Γάνο μνημόνευε ο αρχαίος, ιστορικός Ξενοφών στο έργο του «ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», (κεφάλαιο Ζ’, 5.8.), ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς στο έργο του «Περίπλους Θράκης» (63), ο αρχαίος, Αθηναίος πολιτικός Δημοσθένης στο έργο του «περί Χερρονήσου» (90) και ο αρχαίος, Αθηναίος ρήτορας Αισχίνης στο έργο του «Κατά Κτησιφώντος περί στεφάνου» (82). Το όνομά του προέρχεται από το αρχαίο, ελληνικό ρήμα γανόω, που σημαίνει «λάμπω» και ο Γάνος είναι το ουσιαστικό αυτού του ρήματος, που σημαίνει «λάμψη». Κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. αναφέρεται, με αυτό το όνομα, από τον βυζαντινό ιστορικό Ιεροκλή στο έργο του «ΣΥΝΕΚΔΗΜΟΣ», ως μία από τις 14 πόλεις της Θράκης κι από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον 7ο (10ος αιώναςμ.Χ.). Συνεπώς, η πόλη διατηρούσε το όνομά της από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως το 1922.

Υπάρχουν δύο παραδόσεις, σχετικά με την ίδρυση του Γάνου: Η πρώτη αναφέρει ότι ο Γάνος ήταν αποικία της ελληνικής πόλης των Μεγάρων, από την οποία άποικοι, μ’ επικεφαλής (οικιστή) τον Βύζαντα, τον 6ο αιώνα π.Χ., ίδρυσαν το Βυζάντιον και τον Γάνο κι έδωσαν στον τελευταίο αυτό το όνομα, γιατί, ενώ οι άποικοι διέσχιζαν την θάλασσα του Μαρμαρά, κατευθυνόμενοι προς την θέση όπου θα ίδρυαν το Βυζάντιο, είδαν μια λάμψη πάνω στο βουνό που βρίσκεται πάνω από τον Γάνο, (αργότερα Ιερόν όρος, σήμερα Tekfur Dag), την οποία Λάμψη θεώρησαν ως θεϊκό «σημείον» (σημάδι) Και γι’ αυτό αποβιβάστηκαν κι επάνω στον λόφο της ακρόπολης ανήγειραν το ναό προς τιμή της θεάς Αρτέμιδος.

Μια παραλλαγή της πρώτης παράδοσης αναφέρει ότι ο Γάνος πήρε το όνομά του από την λάμψη των μαρμάρων ενός ναού της Αρτέμιδος, ο οποίος βρισκόταν πάνω σε μια βουνοκορφή καλούμενη Μπακατσιάκ, (από το τουρκικό ρήμα bakarim, που σημαίνει βλέπω).

Η δεύτερη παράδοση αναφέρει ότι ο Γάνος ιδρύθηκε από αποίκους από το νησί της Σάμου, επίσης περί το 600 π.Χ., οι οποίοι ήλθαν σ’ αυτό τον τόπο για να καλλιεργήσουν αμπέλια και ίδρυσαν και πολλές άλλες πόλεις και κώμες, η πιο σημαντική από τις οποίες ήταν η Βισάνθη, (Ραιδεστός, σήμερα Tekirdag).

Από τον 6ο αιώνα μ.Χ. ο Γάνος έγινε έδρα επισκόπου, από τον 13ο αιώνα έδρα Αρχιεπισκόπου και από τον 14ο αιώνα έδρα Μητροπολίτου, η δε Μητρόπολή του ονομάζεται μέχρι σήμερα «ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΑΝΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΑΣ».

Το 813 μ.Χ. οι Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Χάνου τους, που ονομαζόταν Κρούμος, κατέστρεψαν ολοσχερώς τον Γάνο και πολλές άλλες πόλεις και κώμες της Θράκης και σκότωσαν χιλιάδες γυναικόπαιδα, που τα βρήκαν κρυμμένα στα δάση του Ιερού όρους. Οι Βούλγαροι ξανακατέστρεψαν τον Γάνο και το 1199 μ.Χ.

Από τις αρχές του 11ου αιώνα, πολλά, χριστιανικά μοναστήρια ιδρύθηκαν στο Ιερόν όρος, πάνω από τον Γάνο, τα οποία δημιούργησαν ένα σημαντικό, το οποίο διατηρήθηκε και στους επόμενους δύο αιώνες. Το Ιερό όρος, εξ άλλου, πήρε αυτό το όνομα ακριβώς επειδή στέγαζε το σπουδαίο, εκείνο, μοναστικό κέντρο.

Όταν οι σταυροφόροι κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη, το έτος 1204, κατέλαβαν, επίσης, την περιοχή του Γάνου, τον οποίο επανακατέλαβε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Δούκας Βατάτζης το 1225. (Στην διάρκεια του 13ου αιώνα, ο Γάνος καταστράφηκε, επίσης, από σταυροφόρους της Καταλανικής Εταιρείας).

Στο εκδοθέν στην Αθήνα το 1892 έργο του Ευστρατίου Δράκου με τίτλο «Τα Θρακικά, ήτοι διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου», διαβάζουμε:

Το έτος 1892 ο Γάνος έχει 600 χριστιανικές οικογένειες, που διατηρούν 30 καταστήματα. Τα σπίτια είναι παλιά και χωρίζονται σε τέσσερις συνοικίες, υπάρχει αφθονία νερού, το οποίο διανέμεται από 20 δημόσιες κρήνες, ενώ υπάρχουν και έξι (6) χριστιανικοί ναοί.

Από το 1875 ο Γάνος έχει αρρεναγωγείο, με 140 μαθητές και 3 δασκάλους, που τους πληρώνει η χριστιανική κοινότητα με συνολικό ποσό 90 τουρκικών λιρών το χρόνο, καθώς κι ένα ανώτερο σχολείο, με 30 μαθητές.

Όλοι οι κάτοικοι είναι οινοπαραγωγοί και ναυτικοί. Διατηρούν 15 πλοία, που καθένα έχει δυνατότητα μεταφοράς 2.500 κιλών κρασιού προς την Κωνσταντινούπολη και άλλα μέρη και 12 πλοία επιβατικά κι αλιευτικά.

Δέκα οικογένειες έχουν περιουσίες αξίας 10.000 έως 2.000 τουρκικών λιρών η καθεμιά.

σύγγραμμα μνημονεύει, επίσης, πλήθος ονομάτων γιατρών, επιστημόνων, καθηγητών, ζωγράφων, επισκόπων κλπ. καταγομένων από τον Γάνο.

Στο βιβλίο «Ο ΓΑΝΟΣ», του Κυριάκου Βαφείδη, (που εκδόθηκε στην Καβάλα το έτος 1962 και περιγράφει την πόλη του Γάνου κατά το 1900), αναφέρονται τα εξής:

Ο Γάνος απέχει 65 μίλια από την Κωνσταντινούπολη και υπάρχει πολύ καλή επικοινωνία και μεταφορές κατοίκων του Γάνου μ’ εμπόρους της Πόλης, Οι ελληνικές, ναυτιλιακές εταιρίες του Γιαννουλάτου και του Βερνίκου και η τουρκική, ναυτιλιακή εταιρία Max Sussel έρχονται στον Γάνο και παίρνουν τα προϊόντα του και ιδιαίτερα το εξαιρετικό κρασί του, σε μεγάλα βαρέλια, (το πλοίο της τελευταίας αυτής, τουρκικής εταιρίας διεξήγε αυτό το ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στον Γάνο δυο φορές την εβδομάδα και την αντίθετη επίσης δυο φορές κι από πλοίο αυτής ακριβώς της εταιρίας τραβήχτηκαν οι δύο πρώτες φωτογραφίες που αναρτώ, οι οποίες δείχνουν τον πολυάνθρωπο Γάνο, όπως ήταν πριν τον καταστροφικό σεισμό του Ιουλίου του 1912).

Ο Γάνος έχει τρεις εκκλησίες και δύο μοναστήρια, το ένα τιμώμενο στην μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μέσα στους αγρούς που περιέβαλλαν την πόλη και το άλλο της Παναγίας Νικαιώτισσας, στους πρόποδες του Ιερού όρους, Έχει, επίσης, πάνω από δέκα (10) παρεκκλήσια κι αγιάσματα.

Το 1900 ο Γάνος είχε αρρεναγωγείο, με 6 τάξεις και 240 μαθητές, (στην σελίδα 16 του βιβλίου υπάρχει φωτογραφία των μαθητών του αρρεναγωγείου, με τους τρεις δασκάλους τους) κι από το 1902 είχε, επίσης και παρθεναγωγείο, με 5 τάξεις και 200 μαθήτριες. Η πληρωμή των μισθών των δασκάλων γινόταν από την Αδελφότητα των Γανοχωριτών της Κωνσταντινούπολης και αργότερα κι από την Αδελφότητα Γανοχωριτών της Νέας Υόρκης.

Το παρθεναγωγείο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1911 και την καταστροφή του ολοκλήρωσε ο σεισμός του 1912. Καθ’ ον χρόνο αυτό το σχολείο ανεγειρόταν εκ νέου, (μετά την πυρκαγιά), ο σεισμός του 1912 το κατέστρεψε και σκότωσε τον αρχιτέκτονά του!

Ακολούθως, το βιβλίο αναφέρει τους καταγόμενους από τον Γάνο δασκάλους, καθηγητές Γυμνασίων και Πανεπιστημίων, επισκόπους και ιερείς, γιατρούς και φαρμακοποιούς, (ανάμεσα σ’ αυτούς τους τελευταίους και τον συγγενή μου, φαρμακοποιό Αναστάσιο Λυμπεράκη, ο οποίος, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922, εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε φαρμακείο) κλπ. Στον Γάνο γεννήθηκε, επίσης, ένας από τους σπουδαιότερους, Έλληνες, κομμουνιστές ηγέτες, ο Μάξιμος Λαμπαδάριος, που έλαβε αργότερα το ψευδώνυμο «Σεραφείμ Μάξιμος».

Ο Γάνος είχε πολλούς αγρούς. Υπολογίζονται σε 4.000.000 – 5.000.000 τετρ. μέτρα οι αμπελώνες του και σε περίπου 5.500.000 τετρ. μέτρα οι αγροί με άλλων ειδών καλλιέργειες.

Σε μια τοποθεσία που ονομαζόταν Hatagi, σε αγρό κάποιου Στεφανάρα, μια ρουμανική εταιρία προσπάθησε να βγάλει πετρέλαιο και σ’ εκείνη την προσπάθεια οφείλει ο Γάνος το σημερινό, τουρκικό όνομά του.

Στην πόλη υπήρχε αφθονία υδάτων, τα οποία έφθαναν σε 27 δημόσιες κρήνες και σε πολλά πηγάδια. Υπήρχαν, επίσης, εδώ και ένδεκα (11) υδρόμυλοι.

Οι κάτοικοι διατηρούσαν, επίσης, 3000 αιγοπρόβατα και 600 βοοειδή.

Το 1900 ο Γάνος διατηρούσε περί τα 50 πλοία, που μετέφεραν κυρίως κρασί και δευτερευόντως άλλα, προϊόντα των αγρών και των καρποφόρων δένδρων, (σιτηρά, καλαμπόκι, βαμβάκι κλπ.)

ο βιβλίο αναφέρει και ονόματα εμπόρων που είχαν γεννηθεί στον Γάνο, οι οποίοι διατηρούσαν καταστήματα σε πολλά σημεία της οιθωμανικής αυτοκρατορίας, (Αίγυπτο, Ευρώπη και Η.Π.Α.)

Στον Γάνο το 1900 υπήρχαν 20 παντοπωλεία, 6 καφενεία, 6 αρτοποιεία, 7 υφασματοπωλεία και 4 σιδηρουργεία.

Το βιβλίο αναφέρεται, τέλος, στους σεισμούς που έπληξαν τον Γάνο το 447, το 1062, το 1354, το 1767 και κυρίως στις 27-07-1912, οπότε καταστράφηκαν ολοσχερώς τα 650 from από τα 800 σπίτια του, πλην των σπιτιών που βρίσκονταν κοντά στην θάλασσα. Τότε σκοτώθηκαν και 212 άνδρες και γυναίκες του χωριού.

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ:

Οι 1η, 2η και 3η δείχνουν τον Γάνο, όπως ήταν πριν το σεισμό του 1912, δηλ. μια ευημερούσα κωμόπολη, 4.000 κατοίκων. Οι 2 πρώτες τραβήχτηκαν από το πλοίο EYNEBOLU, της ναυτιλιακής εταιρίας MAX SOUSSEL.

4η φωτογραφία. Ο Γάνος πριν τον Β' παγκόσμιο πόλεμο.

5η φωτογραφία (Άγγελου Γερμίδη): Ο Γάνος το 1974.

6η: Η δυτική πλευρά του Γάνου, με το μεγάλο ρέμα και στο βάθος το βουνό Βαρδαλάκος, που τον χωρίζει από το Αυδήμι.

7η: Το μικρό παντοπωλείο στην παραλία του Γάνου. Ήταν ένα από τα ελληνικά παντοπωλεία, μέχρι το 1922 κι εξακολουθεί μέχρι σήμερα να λειτουργεί σαν παντοπωλείο!

8η: Ερείπια της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου του Ξυλίνη, στον Γάνο.

9η, 10η και 11η: Η κρήνη του Τζαφέρη, δίπλα στο παντοπωλείο της 7ης φωτογραφίας, όπως ήταν πριν (πρόσφατα) ασβεστωθεί.

12η: Οι κάτοικοι του Γάνου, αμέσως μετά τον μεγάλο σεισμό της 27ης-07-1912 και την πυρκαγιά που ακολούθησε.

13η έως ,και 17η: Ο Γάνος και οι κάτοικοί του, μετά τον μεγάλο σεισμό του 1912.

18η: Ο Γάνος το 1919, μετά το σεισμό και τους διωγμούς των Ελλήνων κατοίκων του, κατά την διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου.

19η: Δείπνο για την 12η επέτειο, από την ίδρυση της Αδελφότητας Γανοχωριτών Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ. Το δείπνο δόθηκε στο ξενοδοχείο Κόνκορτ της Νέας Υόρκης, την 18 Απρ. 1918.

20ή: Ο Γάνος σήμερα, από την θάλασσα, (φωτογραφία από το διαδίκτυο).

 

                                                      GANOS – GAZIKOY

                                                (my father's place of birth)

                                                            First part

 

Ganos was a very ancient town, protected by strong walls, the remains of which are visible until today, on the western side of the hill. It was referred by the ancient Greek historian Xenofon, in his work by the title “KYROU ANAVASIS” = “THE ASCENT OF KYROS” (chapter Z’, 5.8.), by the ancient historian SCYLAX KARYANDEUS, in his work “ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΘΡΑΚΗΣ” = “ROUNDING THRACE”, 63), by the ancient Athenian politic Dimosthenis, in his work “ΠΕΡΙ ΧΕΡΡΟΝΗΣΟΥ» = “ABOUT CHERONISOS” (90) and by the ancient Athenian lawyer AISCHINIS, in his work “ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ ΠΕΡΙ ΣΤΕΦΑΝΟΥ» = “AGAINST KTISIFON ABOUT WREATH» (82). His name comes from the ancient Greek verb γανόω = ganoo, that means shine, so Ganos is the noun of this verb. At the 6th century of our era (p.D.) it was mentioned, by this name, by the byzantine historian IEROCLIS, in his book SYNEKDIMOS, as one of the 14 towns of Thrace and by the byzantine emperor Konstantinus 7th (10th century p.D.). So, the town kept its name, from the 6th century a.D. until 1922.

There are two traditions, about the foundation of Ganos. The first says that it was a colony of the Greek town of MEGARA, (too close to Athens), from which many people, having as a leader the hero VYZAS, at the 6th century before our era (a.D.), founded BYZANTION (today Istanbul) and Ganos and gave this name because, passing by the Marmara sea, they saw on the Holy mountain, over Ganos, (today, Tekfur Dag), a shine, they thought it was a divine sight, so they descended and built on the hill the temple of goddess Artemis (Diana).

Another tradition says that Ganos took his name for the shine of the marbles of the temple of goddess ARTEMIS = DIANA, which was on a mountain called, in Turkish language, BAKACIAK (verb bakarim = I see?)

The second tradition says that Ganos was founded by the people of the island of Samos, (near Kusadasi), also at 600 b.C., who came to this area to cultivate vineyards and founded many other villages and towns, the most important of which was VISANTHI, today Tekirdag.

In any case, Ganos, during the whole antiquity, was an important town, rich from the production of its perfect wine, from the production of grain and from the seafaring.

From the 6th century p.D., Ganos was the seat of a Christian bishop, from the 13th of an archibishop and from the 14th century the seat of a Mertropolite, called, until today, METROPOLE OF GANOS AND HORA (= HOSKOY).

On 813 of our era (p.D.) the Bulgarians, under the leadership of their Han, called Krumus, destroyed completely Ganos and many other towns and killed thousands of women and children, cashed in the Tekfur Dag. The Bulgarians, also, destroyed Ganos on 1199.

From the beginning of the 11th century, many christian monasteries were founded on the mountain, which took the name ΙΕΡΟΝ ΟΡΟΣ = HOLY MOUNTAIN = TEKFUR DAG from those monasteries, which existed during the next two centuries.

When the crusaders conquered Constantinoupolis (Istanbul), on 1204, they took, also, the area of Ganos, which, after 1225, was taken back by the byzantine IOANNIS DOUKAS VATATZIS, the emperor of NIKEA (today ISNIK). During the 13th century, Ganos was destroyed by crusaders coming from Cataluna (Spain).

Many times Ganos was destroyed by strong earthquakes, for example on 447 and 469 after Christ, on 1343 until 1344, 1354, (after which the Turks of Suleyman, son of Orhan, conquered Ganos), on 25-07-1766, on 27-07-1912 etc.

One reads on a book with the title «TA ΘΡΑΚΙΚΑ, ήτοι διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου», that was written on 1892 by Efstratios Drakos:

“(In 1892) Ganos has 600 Christian families, having about 30 shops. The houses are old and divided to 4 neighborhoods, there is much water and about 20 taps and there are, also, six Christian temples.

From 1875 there is a primary school for boys, with 140 pupils and 3 teachers, paid by the Christian community with a summary of 90 Turkish liras and a higher school, with 30 pupils.

All the habitants are wine producers and sailors. They have 15 ships, each of which carries 2.500 kilograms of wine to Istanbul and other places and 12 ships carrying passengers or fishing.

Ten families have a fortune from 10.000 to 2.000 Turkish liras each of them”.

Then, the book mentions the names of men from Ganos, who became doctors, scientists, professors, painters, bishops etc.

One reads on the book «Ο ΓΑΝΟΣ», (which was published on 1962 by Kyriakos Vafidis and was speaking about Ganos, as it was on 1900):

Ganos was 65 miles away of Istanbul, so there was a very good communication and transport of the people of Ganos with the merchands of Istanbul. The Greek marine transport companies of Giannoulatos and Vernikos and the Turkish marine company of Max Sussel come to Ganos to take the products and especially the fine wine, in great barrels, (the last made the trip from Istanbul to Ganos and the opposite twice a week and it’s from the ship of that company, called EYNEBOLU, that were taken the two photos of Ganos, before the earthquake of 1912, which show a town mush bigger than it is today)!

Ganos had three churches and two monasteries, the one of the death of Holy Virgin in the fields and the other of Panagia Nikaiotissa at the foot of Tekfur Dag. There were, also, more than ten small churches.

On 1900 Ganos had a primary school for boys, with 6 classes and 240 pupils, (on the page 16 there is a photo of the pupils of that school, with their three teachers), and from 1902 it had, also, one primary school of girls, with 5 classes and 200 pupils. The money for the teachers were given from the fraternity of Ganos in Istanbul and, later, from the Fraternity of Ganos in New York.

The primary school of girls was destroyed by fire on 1911 and it was completely destroyed at the earthquake of 1912. While this school was rebuilded again, (after the fire), the earthquake destroyed it completely and killed the architect!

Then, the book mentions the names of the men of Ganos, who became teachers, professors of high schools and Universities, bishops and priests, doctors and pharmacists, (one pharmacist was my oncle, Anastasios Lymperakis, who had his drugstore in Thessaloniki) etc. In Ganos, also, one of the greatest Greek communist leaders, Maximos Lampadarios, (called later Serafim Maximos), was born.

Ganos had many fields. 4.000.000 – 5.000.000 square meters of vineyards and about 5.500.000 square meters of fields with other kinds of cultivations.

At a place called “Hatagi”, in the fields of someone called Stefanaras, a rumanian company tried to extract oil, which was visible on the surface of the fields.

In the town there was much water, so there were many (27) public taps and many water wells. There were, also, 11 watermills.

The people of Ganos had, also, 3.000 sheeps and kids (goats) and 600 cows.

On 1900 Ganos had about 50 ships, carrying especially the wine and secondarly other products of the fields and the fertile trees, (grains, corn, cotton etc.)

The book, also, mentions the names of merchants born in Ganos, who had their shops in many places of the ottoman empire, in Egypt, Europe and U.S.A.

In Ganos, on 1900 there were twenty (20) grocery stores, six (6) coffee shops, six (6) bakeries, seven (7) cloth merchants and four (4) blacksmiths.

The book talks, also, about the earthquakes of 447, 1062, 1354, 1767 and especially of the 27-07-1912, when 650 from the 800 houses of Ganos were completely destroyed, except of the houses being near the sea. 212 men and women were killed.

THE PICTURES YOU SEE AT THIS PAGE:

At the first three pictures you see Ganos, as it was before the earthquake of the 27th of July 1912, a rich town of 4.000 people. The first two pictures were taken by the sailors of the ship EYNEBOLU, of the Turkish, maritime company MAX SOUSSEL.

4th picture. Ganos before the 2nd World War.

5th picture (of Agelos Germidis): Ganos at 1974.

6th picture: The western part of Ganos, whith the great stream, coming from Iero Oros (=  Tekjfur Dag) and the hill of Vardalakos, behind of which there is Avdimi (today Ucmakdere).

7th picture: The small grossery on the beach of Ganos. It belonged to a greek citizen until 1922 and then, until today, it remains a grossery!

8th picture: The ruined monastery of Saint George Xilinis, on the abrupt slopes of the mountain Vardalakos, between Ganos and Avdimi.

9th, 10th and 11th: The tap near the grossery I mentioned, with the inscription, (in greek letters): “This tap was renovated with the money of George Tzefris, the 8th of August, of the year 1817”. Unfortunately, this historic tap today is covered by lime!

12th: The people of Ganos, at the ruins of the village, after the earthquake of 1912 and the fire that was caused by the earthquake. They collected some holy icons from the churches and some personal things, that were obviously burned!

13th to 17th: Ganos and his people, after the great earthquake of 1912.

18th: Ganos ruined, at 1919, after the earthquake of 1912 and the First World War.

19th: Official supper, at the hotel Concord of New York, for the 12th anniversary from the foundation of the Fraternity of people with origin from Ganohora (= the villages of Tekfur Dag). The supper was given at the 18th of April, 1918.

20th. Gazikoy today, by the sea, (the photo is from the internet).























Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

 

VOYAGES AND TRAVELS, IN THE YEARS  1809, 1810 AND 1811, CONTAINING STATISTICAL, COMMERCIAL AND MISCELLANEOUS OBSERVATIIONS ON GIBRALTAR, SARDINIA, SICILY, MALTA, SERIGO AND TURKEY. BY JOHN GALT. LONDON, 1812.

 

ΤΟ ΟΡΦΑΝΟ

Φύγαμε από την Θεσσαλονίκη με μεγαλύτερη στενοχώρια από εκείνη που αισθάνεται γενικά ο περαστικός ξένος, που απλώς σταματά σ’ έναν τόπο. Στη διάρκεια της παραμονής μας, γίναμε αποδέκτες μεγάλης ευγένειας και φιλοξενίας, και μείναμε εκεί μόνο τόσο, όσο για να γευτούμε τις απολαύσεις της κοινωνίας (της πόλης), χωρίς να αισθανθούμε (αντιληφθούμε) τους περιορισμούς και τις αντιζηλίες, που μειώνουν (αυτές τις απολαύσεις) για τους κατοίκους.

Η έφιππη μετάβασή μας μέχρι το Κλίσαλι έγινε δια μέσου της υπαίθρου.  Η απόσταση, με το ταχυδρομείο, είναι επτά ώρες, εμείς όμως την διανύσαμε σε τεσσεράμισι. Ο Τάταρος, τον οποίο είχαμε βάλει να μας προμηθεύσει άλογα και να μας φυλάει, μέχρι να φθάσουμε στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ένας καλός και ακέραιος άνθρωπος. Είχε εξαιρετική φήμη, μεταξύ όλων των προξένων κι εμείς διαπιστώσαμε ότι την άξιζε. Όντας πολύ θρήσκος, τηρούσε με υποδειγματική αυστηρότητα τη  νηστεία του ραμαζανιού και δεν πέρασε ποτέ κάποιος ζητιάνος, χωρίς να του δώσει τον οβολό του. Εμείς τον προσκαλέσαμε, μερικές φορές, να γευτεί το punch μας ή το κρασί μας, αλλά εκείνος μας έλεγε ότι ήθελε, μετά τον θάνατό του, να πάει στον παράδεισο και αρνιόταν σθεναρά. Δεν θυμάμαι να είδα ποτέ πιο ευπρεπή και σοβαρό χαρακτήρα. Τον πληρώσαμε 800 πιάστρες και μας εφοδίασε με εννέα άλογα. Η απόσταση υπολογίζεται σε 360 μίλια και το κέρδος του, αν αφαιρεθούν τα έξοδα της επιστροφής του, θα ήταν, όπως μας πληροφόρησε ο πρόξενος, από 200 έως 250 πιάστρες – περίπου 15 λίρες στερλίνες. Γι’ αυτό το ποσό, εκείνος έπρεπε να διανύσει συνολικά 720 μίλια και ο χρόνος που θα ξόδευε ήταν 16 ημέρες.

Το χάνι στο Κλίσαλι (σημείωση δική μου: στο σημερινό χωριό Προφήτης, της Περιφ. Ενότητας Θεσσαλονίκης), ήταν ένα από τα χειρότερα οικήματα, στα οποία μείναμε ποτέ. Το ίδιο το χωριό δεν είναι παρά ένας φτωχός τόπος. Λίγες μέρες πριν την άφιξή μας, (διότι η παραμονή μας στην Θεσσαλονίκη είχε παραταθεί εξαιτίας της διέλευσης στρατευμάτων), ο Βιλχί Πασά επιθεώρησε εδώ τον στρατό που είχε συγκεντρώσει, περίπου 20.000 άνδρες, κυρίως Αλβανούς. Μολονότι ι διέλευση μιας τόσο μεγάλης, στρατιωτικής δύναμης, κυρίως ιππικού, δεν μπορούσε παρά να εξαντλήσει τον τόπο (την ύπαιθρο), δεν ακούσαμε να έγιναν υπερβολές, πλην μερικών στρατιωτών που έκλεψαν τις σέλλες και τα χαλινάρια των Ταχυδρομικών αλόγων.

Παρόλη την καθόλου άνετη διαμονή μας, κοιμηθήκαμε βαριά. Δυο ώρες προτού ξημερώσει, ο Τάταρος μας ξύπνησε και υπό το φως του φεγγαριού, συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Το πρωινό ήταν φωτεινό, αλλά επειδή το έδαφος ήταν καλυμμένο με πάχνη, ο αέρας ήταν πολύ κρύος. Το ξημέρωμα (όταν ο ήλιος ανέτειλε), ήμασταν στις όχθες μιας μεγάλης λίμνης. Η νότια όχθη φαινόταν ότι καλλιεργούνταν και ήταν ωραία καλλιεργημένη. Αλλά η βόρεια, κατά μήκος της οποίας εκτείνεται ο δρόμος μας, αποτελούνταν από απόκρημνους λόφους, σκεπασμένους, μέχρι τις κορυφές τους, με δένδρα και θάμνους. Αφήνοντας πίσω μας την λίμνη, μπήκαμε σ’ ένα ευρύχωρο, ρομαντικό πέρασμα, ανάμεσα στα βουνά, μέσα από το οποίο κυλάει, ερχόμενος από τη λίμνη, ένα υπέροχο ρυάκι. Στην είσοδό του, τα ερείπια μιας γραφικής οχύρωσης, η οποία, παλαιότερα, αναμφίβολα ήταν φρούριο, στεφανώνει τους βράχους και τους γκρεμούς, στα δεξιά μας. Αυτό το πέρασμα οδηγεί σε μια ανοιχτή πεδιάδα, που ορίζεται (έχει σαν όριο) την θάλασσα, όπου η εμφάνιση του σκηνικού αυτού μου θύμισε την γειτονιά (συνοικία) του Luss, στις όχθες του Lochlomond. Σταματήσαμε για λίγα λεπτά κοντά σε μια πηγή, την οποία σκέπαζε μια γυρτή ιτιά. Κι ένα όμοιο είδος δένδρου υπάρχει επίσης όχι μακριά από την ταβέρνα του Luss. Τέτοιες, γενικές αναμνήσεις (αναπολήσεις) εντείνονται (έρχονται στην επιφάνεια), όταν βλέπεις κάποια συγκεκριμένα αντικείμενα. Αυτές οι ευχάριστες ομοιότητες, που τις ανακαλύπτεις, χωρίς να το περιμένεις, (απροσδόκητα), σε μακρινές χώρες, γεννούν μια μελαγχολική ευχαρίστηση,  την οποία μόνο οι ταξιδευτές μπορούν να γνωρίσουν (αντιληφθούν) και να εκτιμήσουν. Τα τοπία, στην διάρκεια της ιππασίας μας από αυτό το σημείο, διαφοροποιούνταν (ποίκιλλαν) ευχάριστα και η χώρα (ο τόπος) έμοιαζε να παρουσιάζει βελτίωση. Διασχίσαμε το Στρυμόνα με πορθμείο και κοντά του είδαμε τα τείχη ενός αρχαίου κάστρου. Στην Θεσσαλονίκη, είχαμε πιστέψει ότι ο δρόμος μας περνά από τα ερείπια των Φιλίππων, αλλά το λάθος μας είχε προέλθει από την πεποίθηση ότι αυτά τας τείχη ανήκαν σ’ εκείνη την πόλη (δηλ. των Φιλίππων). Απογοητευθήκαμε, βέβαια, λίγο, αλλά δεν ξέραμε ότι η θέα των Φιλίππων θα μας αποζημίωνε για την ενόχληση (απογοήτευση) γι’ αυτό που βλέπαμε. Εμείς, ως εκ τούτου,  συνεχίσαμε το ταξίδι μας, ανηφορίζοντας προς τα βουνά, στους πρόποδες των οποίων βρίσκεται η αρχαία οχύρωση. Από τις κορυφές των λόφων είχαμε μια ευχάριστη θέα της ωραίας κοιλάδας και της κωμόπολης του Ορφανού, που βρισκόταν από κάτω και στο οποίο φθάσαμε λίγα λεπτά πριν το ηλιοβασίλεμα. Μπαίνοντας έφιπποι μέσα στην κωμόπολη, είδαμε, στο κοιμητήριο, έναν ηλικιωμένο Τούρκο, να είναι σωριασμένος, απαρηγόρητος, πάνω σε μια καινούργια ταφόπλακα, κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά του. Αυτοί οι άνθρωποι, παρά την υπεροψία και την αλαζονεία τους, αποδεικνύονται να έχουν ευγενικές και τρυφερές καρδιές. Ήταν προφανές, όπως προέκυπτε από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι αυτός ο προβληματισμένος άνθρωπος, ανάμεσα στους τάφους, θρηνούσε για κάποια πρόσφατη απώλεια.

Μόλις ξεκαβαλικέψαμε στο χάνι, ένας ηλικιωμένος Τούρκος μας κάλεσε στο δωμάτιό του, μέχρι να ετοιμαστεί εκείνο που προοριζόταν για μας. Επειδή ήταν ραμαζάνι, δεν είχε πάρει το παραμικρό ρόφημα, ολόκληρη την ημέρα, ο ήλιος όμως κόντευε να δύσει κι εκείνος ήταν έτοιμος ν’ αρχίσει (να πίνει). Μια κατσαρόλα με τον καφέ του έβραζε πάνω στην φωτιά, η πίπα του ήταν κιόλας έτοιμη ν’ αναφτεί και κρατούσε μια χρυσή ταμπακέρα στο χέρι του, έτοιμος να την ανοίξει, μόλις θα χανόταν ο ήλιος. Μας είπε ότι είχε διατελέσει κυβερνήτης της Λειβαδιάς επί δώδεκα χρόνια, την οποία συχνά επισκέπτονταν Άγγλοι ταξιδευτές κι ότι ο ίδιος πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη, για μια εμπιστευτική υπόθεση του μπέη της Θεσσαλονίκης. Ήταν υπερβολικά περίεργος (διψούσε), όπως όλοι οι Τούρκοι, για ειδήσεις και παρόλο που είχε ιδιόρρυθμο και αστείο χαρακτήρα, ήταν έξυπνος και συνετός άνθρωπος. Όταν τυχαίνει να ταξιδεύουν οι Τούρκοι κατά την έναρξη του ραμαζανιού, δεν θεωρούν ότι είναι υποχρεωμένοι να το τηρήσουν, αν όμως έχουν αρχίσει τη νηστεία και ξεκινήσουν το ταξίδι, προτού τελειώσει αυτή (η νηστεία), συνεχίζουν να την τηρούν (να νηστεύουν). Ο Τούρκος, μετά τον Bull, είναι ο πιο γνωστός νηστευτής. Παραμένει εγκρατής, με νυσταλέα υπομονή, ολόκληρη τη μέρα, αλλά, τη νύχτα, αποζημιώνει πλουσιοπάροχα το στομάχι του. Ο John, με σεβασμό εμπλουτίζει (διακρίνει, διαμορφώνει) τις νηστείες του μ’ ένα πιάτο αλμυρού ψαριού, με σάλτσα αυγού, πέρα από το καθιερωμένο βοδινό και την πουτίγκα.

 

                 ΤΟ ΠΡΕΒΟΣΤΟ (ΠΡΑΒΙΣΤΕ, ΠΡΑΒΙ = ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ)

Σηκωθήκαμε πολύ πρωί και μέχρι να φωτίσει η μέρα είχαμε ήδη πίσω μας δύο ώρες έφιππης πορείας. Ο αέρας ήταν υπερβολικά ψυχρός, αλλά η θέα της κοιλάδας, μέσα από την οποία περνάει ο δρόμος μας, καθώς ο ήλιος ανεβαίνει από τα βουνά, μας αποζημίωσε για την ταλαιπωρία μας από την ψυχρή επιρροή (επίδραση) του πρωινού φεγγαριού. Δεν έχω δει άλλον πιο όμορφο τόπο τέτοιου μήκους, αφότου αναχώρησα από την Αγγλία. Κι ούτε υπάρχει οποιοδήποτε σημείο της ίδιας της Αγγλίας, που να βρίσκεται σε υψηλότερο βαθμό καλλιέργειας (που να καλλιεργείται περισσότερο, πιο συστηματικά). Οι αγροί ήταν σπαρμένοι με φυτά καπνού και βαμβακιού και οι φράχτες τους ήταν καθαροί και καλοδιατηρημένοι.

Το Πράβι, όπως άλλες κωμοπόλεις σ’ αυτή την περιοχή του (οθωμανικού) κράτους, είναι περιτειχισμένη αλλά όχι οχυρωμένη, διότι τα τείχη είναι κτισμένα χωρίς κονίαμα και όχι παχύτερα από μια συνηθισμένη περίφραξη  κήπου. Βρίσκεται (κείται) στην είσοδο προς μια ανοιχτή πεδιάδα, βαθειά σ’ ένα τραχύ, βραχώδες λαγκάδι. Έχει ένα μικρό εργοστάσιο, που φτιάχνει βαμβακερά υφάσματα με τυπωμένα σχέδια και βαμμένες στόφες (είδος υφάσματος) και αρκετά από τα καταστήματά του έχουν καλή εμφάνιση. Ένας μικρός χείμαρρος κυλάει ζωηρά από τον κεντρικό δρόμο και, γενικά, για το μέγεθός της, είναι μια ζωηρή κωμόπολη. Ο πληθυσμός της είναι περίπου τρεις χιλιάδες ψυχές.

Μολονότι το ταχυδρομείο στο Πράβι διαθέτει περί τα εκατόν πενήντα άλογα, κανένα απ’ αυτά δεν ήταν διαθέσιμο, όταν φθάσαμε, διότι ο Βιλχί Πασά τα είχε επιτάξει όλα. Βρήκαμε στο χάνι, ανάμεσα σε άλλους, απογοητευμένους ταξιδιώτες, τον πρώην κυβερνήτη της Λειβαδιάς, με τον οποίο ανανεώσαμε (φρεσκάραμε) την γνωριμία μας. Είχε δει ένα μπουκάλι ρούμι στο δωμάτιό μας και το βράδυ έστειλε κάποιον για να του δώσουμε ένα ποτήρι απ’ αυτό. Το δωμάτιό μας ήταν το χειρότερο που είχαμε ποτέ. Η στέγη ήταν σπασμένη και οι ανεπίχριστοι (ασοβάντιστοι) τοίχοι του φιλοξενούσαν (είχαν), αναμφίβολα, φωλιές και καταφύγια σκορπιών και ερπετών. Εμείς, όμως, βρήκαμε τα υλικά για ν’ ανάψουμε μια ανεκτή (κοινωνική, επί λέξει, αλλιώς ευχάριστη) φωτιά η οποία, με την βοήθεια κι ενός καλού δείπνου, μας βοήθησε να κοιμηθούμε γι’ αρκετές ώρες ανέπαφοι  (ενν. από έντομα και ερπετά), παρόλο που ήμασταν ανυπεράσπιστοι. Ο Τάρταρος μας ξύπνησε στις δύο η ώρα, τα άλογα είχαν έλθει ήδη. Αναζητώντας τον κυβερνήτη (της Λειβαδιάς), διαπιστώσαμε ότι είχε φύγει ήδη από τα μεσάνυχτα......