Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022



ΜΙΚΡΑ, ΑΓΝΩΣΤΑ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε, το έτος 2014, σ’ εφημερίδες, από την Γαλλία μέχρι τη Νέα Ζηλανδία. Το υπέγραφα τότε, με το ψευδώνυμο «ΣΤΡΥΜΩΝ»)

Η Αμφίπολη, αυτή η ξακουστή πολιτεία της Ανατολικής Μακεδονίας, η μοναδική αποικία των Αθηναίων, βγήκε, επί τέλους, από τη λήθη στην οποία την έριξαν επί αιώνες, όχι μόνο οι βαρβαρικές επιδρομές, αλλά και η άγνοια κι η αδιαφορία των νεοελλήνων, απέναντι στην λαμπρή ιστορία της. Το περίλαμπρο μνημείο, που από το έτος 2014, σιγά – σιγά, αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη, στον λόφο της περιοχής «Καστά» της Αμφίπολης, λίγο έξω από τη σημερινή (Νέα) Μεσολακιά του Δήμου Αμφίπολης, κίνησε το ενδιαφέρον εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ ολόκληρο τον πλανήτη και, ανάμεσα σ’ αυτούς και το ενδιαφέρον των περισσοτέρων Ελλήνων.

Πολλά γράφτηκαν, όλα αυτά τα χρόνια, που προχώρησαν οι ανασκαφές στον περίλαμπρο τύμβο της Αμφίπολης και η επανάληψή τους δεν θα προσέθετε τίποτε στην ιστορική γνώση. Γι’ αυτό, εγώ επέλεξα, να φέρω στο φως ορισμένα μικρά, αλλ’ άγνωστα σπαράγματα, από την μακραίωνη ιστορία της περίλαμπρης, αρχικά αθηναϊκής αποικίας και στη συνέχεια μακεδονικής πολιτείας, ελπίζοντας πως θα συμβάλω μ’ αυτό τον τρόπο, έστω κι ελάχιστα, στην σφαιρική ενημέρωση εκείνων των Ελλήνων, που με ιδιαίτερο ενδιαφέρον κι αγωνία παρακολουθούν την εξέλιξη των ανασκαφών, περιμένοντας το «θαύμα», που θα τους ξαναδώσει πίσω την εθνική τους αξιοπρέπεια, την οποία τους στερούν, εδώ και χρόνια, η οικονομική κρίση και οι μακροχρόνιες συνέπειές της και το ασταθές, διεθνές περιβάλλον.

Το πρώτο, μικρό σπάραγμα της ιστορίας της Αμφίπολης το πήρα από την μεταπτυχιακή εργασία του πρόωρα χαμένου, λαμπρού φιλολόγου και αρχαιολόγου, Μόσχου Οτατζή, που είχε τίτλο «Εγνατία οδός: Από την Αμφίπολη στους Φιλίππους», (έκδοση Δήμου Καβάλας). Στην εργασία αυτή ο συγγραφέας, εξετάζοντας ορισμένα μιλιάρια (οδοδείκτες) της περίφημης, ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, η οποία κατασκευάστηκε από τους Ρωμαίους αμέσως μετά την κατάκτηση της Ελλάδας και η οποία, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ήταν «εκ της Απολλωνίας εις Μακεδονίαν … βεβηματισμένη κατά μίλιον και κατεστηλωμένη μέχρι Κυψέλων και Έβρου ποταμού», που βρέθηκαν στο μικρό Σούλι, στο Οφρύνιο, τα Νέα Κερδύλλια και αλλού, «βλέπει» τη μεγάλη αυτή οδό να περνάει ανάμεσα στο λόφο «Καστά», όπου ήδη ανασκάπτεται ο περίλαμπρος τύμβος και στο λόφο 133, όπου από δεκαετίες ανασκάπτονται ερείπια και τάφοι που ξεκινούν από τη νεολιθική περίοδο και φθάνουν μέχρι την εποχή του σιδήρου. Ο Μόσχος Οτατζής αναφέρει, συγκεκριμένα, ότι η Εγνατία οδός «είναι πιο πιθανό ν’ απέφευγε το ύψωμα στο οποίο ήταν χτισμένη η Αμφί­πολη, αλλά μετά το Στρυμόνα να κατευθυνόταν βόρεια, να περνούσε έξω από την Αμφίπολη και συγκεκριμένα να περιέτρεχε το ανατολικό τείχος της πόλης και να συνέχιζε αμέσως μετά, με κατεύθυνση βορειοανατολική, προς τους πρόποδες του Παγγαίου και προς τον λόφο, που σήμερα είναι γνωστός ως «λόφος 133». Στην περιοχή αυτή βρέθηκε ένα μιλιάριο της εποχής του αυτοκράτορα Καρακάλλα, το οποίο αναγράφει την απόσταση του ενός μιλίου. Πιθανόν ο αριθμός δεν είναι συμπληρωμένος, διότι στο σημείο αυτό του μιλιαρίου υπάρχει φθορά- αν όμως ο αριθμός του ενός μιλίου είναι σωστός, τότε το μιλιάριο δεν πρέπει να βρέθηκε μακριά από τη θέση που ήταν τοποθετημένο επάνω στην Εγνατία οδό. Ο δρόμος συνέχιζε με κατεύθυνση βορειοανατολική και περνούσε ανάμεσα από το λόφο 133 και το λόφο του «Καστά», για να συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση, παράλληλα σχεδόν με τους βόρειους πρόποδες του Παγγαίου. Υπάρχει και σήμερα ακόμη μονοπάτι που από την Αμφίπολη οδηγεί στο πέρασμα αυτό, ανάμεσα από τους δύο λόφους. Η αυτοψία και η έρευνα δεν έδωσε ίχνη αρχαίου δρόμου, είναι όμως πολύ πιθανό αυτός να καταστράφηκε, από την καλλιέργεια των αγρών. Στο τείχος της βυζαντινής Χρυσούπολης, δίπλα στο σημερινό οικισμό της παραλίας Οφρυνίου, βρέθηκε εντοιχισμένο κι άλλο μιλιάριο της Εγνατίας οδού, το οποίο χρονολογείται επίσης στα χρόνια του Καρακάλλα. Είναι άγνωστο από πού μεταφέρθηκε στον περίβολο της μεσαιωνικής πολιτείας, όμως η απόσταση των τεσσάρων μιλίων που αναγράφει, θεωρώντας ως αφετηρία την Αμφίπολη, δείχνει ότι αυτό ήταν τοποθετημένο στην Εγνατία οδό, αμέσως μετά τον λόφο 133 και από το σημείο αυτό η απόσταση δεν είναι πολύ μεγάλη, για να μεταφερθεί αργότερα στο τείχος της βυζαντινής Χρυσούπολης. Μπορεί λοιπόν (αυτό) ν’ αποτελέσει μια ένδειξη, ότι η Εγνατία οδός περνούσε ανάμεσα από τους δύο λόφους, για να προχωρήσει μετά, παράλληλα προς τους βόρειους πρόποδες του Παγγαίου».

Ένα άγνωστο, λοιπόν, όμως ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο προσθέτει ο Μόσχος Οτατζής, σε όσα μαθαίνουμε, για τον μακεδονικό τύμβο που ανασκάπτεται στο λόφο «Καστά» της Αμφίπολης. Ότι αυτός ο τύμβος βρέθηκε πάνω στη μεγαλύτερη οδό των αρχαίων χρόνων, τη ρωμαϊκή Εγνατία οδό, η οποία διήλθε από τη νότια πλευρά του, με ότι αυτή η θέση του μπορεί να σημαίνει, είτε όσον αφορά την τυχόν σύλησή του, είτε, αντίθετα, όσον αφορά την τυχόν προστασία του από τους Ρωμαίους!

Μια δεύτερη, σχεδόν άγνωστη μέχρι σήμερα πτυχή της ιστορίας της Αμφίπολης είναι αυτή της ανεύρεσης των θραυσμάτων του μεγάλου γλυπτού του λιονταριού της και της συγκόλλησής τους, τα οποία δεν παύουν να είναι επίκαιρα τώρα, που οι ανασκαφικές έρευνες στο λόφο «Καστά» τοποθετούν το λιοντάρι αυτό, ως επιτύμβιο μνημείο, πάνω στον μακεδονικό τύμβο και βάζουν τέλος (ή ξεκινούν από την αρχή;) τις συζητήσεις, που για πολλές δεκαετίες έδιναν κι έπαιρναν, σχετικά με το πού, τελικά, ήταν τοποθετημένο αυτό το υπέροχο έργο τέχνης! Εδώ θα συμβουλευτώ, από τη μια το άγνωστο στην χώρα μας έργο του κ. Oscar Broneer, καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, το οποίο, με τίτλο «The lion monument at Amphipolis», εκδόθηκε το 1941 και μόλις πρόσφατα μεταφράστηκε, για πρώτη φορά, στα ελληνικά κι από την άλλη, το άρθρο του καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Γεωργίου Μπακαλάκη, το οποίο, με τίτλο «Ο Λέων της Αμφιπόλεως», δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουλίου του 1960 του περιοδικού «ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΚΗ», (σελ. 15-17), για να σας κάνω κοινωνούς των πιο κάτω, ενδιαφερόντων, ελπίζω, λεπτομερειών της «νεώτερης» ιστορίας του λιονταριού της Αμφίπολης:

Για πρώτη φορά στους βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913, Έλληνες στρατιώτες βρήκαν κομμάτια από τη βάση του μεγάλου μνημείου κι ενημέρωσαν αμέσως την Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία έστειλε επί τόπου τους αρχαιολόγους Γ. Οικονόμου και Α. Ορλάνδο, τους οποίους, όμως, πρόλαβε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, προτού προχωρήσουν στην έρευνα κι αποκάλυψη του μνημείου. Το θέρος του 1916, αξιωματικοί βρετανικού, εκστρατευτικού σώματος, σ’ ένα διάλειμμα των μαχών, που διεξάγονταν στην περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα, ανάμεσα στους συμμάχους και στα βουλγαρικά στρατεύματα, βρήκαν και θραύσματα του ίδιου του λιονταριού και θέλησαν να τα μεταφέρουν στην ακτή, (προφανώς για να τα μεταφέρουν στην πατρίδα τους), αλλά, λόγω του όγκου και του βάρους τους, κύρια όμως λόγω του ότι εμποδίστηκαν από το βουλγαρικό πυροβολικό, που «σφυροκοπούσε» την ακτή, όπου βρίσκονταν αγγλικά πλοία, δεν τα κατάφεραν και τα θραύσματα του μνημείου παρέμειναν εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες, μέχρις ότου, το έτος 1930, τα μέλη της γαλλικής, αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, P. Collart και P. Devampez, προσκληθέντα από τον κ. Τσάτσο, υπάλληλο της αμερικανικής εταιρίας Monks Ulen, η οποία είχε ήδη αναλάβει την εκτέλεση αποστραγγιστικών έργων στην περιοχή του Στρυμόνα, προσήλθαν στον τόπο, όπου βρίσκονταν τα θραύσματα και τα μελέτησαν για πρώτη φορά, χρονολόγησαν αυτά στην εποχή του πελοποννησιακού πολέμου, τα δε αποτελέσματα της έρευνάς τους δημοσίευσαν στο ετήσιο περιοδικό της Γαλλικής, αρχαιολογικής σχολής Αθηνών, Bulletin de Correspondance Hellenique.

Το σχέδιο της επανένωσης των θραυσμάτων και της ανακατασκευής του λιονταριού σε καινούργια βάση συνέλαβαν και υλοποίησαν οι μηχανικοί της εταιρίας Monks-Ulen, R. W. Gausman and W. J. Judge, οι οποίοι προκάλεσαν το ενδιαφέρον του τότε πρεσβευτή των Η.Π.Α. στην Ελλάδα, κ. Lincoln Mac Veagh, ο οποίος ζήτησε συνάντηση με αρχαιολόγους της γαλλικής, αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και συγκεκριμένα με τον μετέπειτα διευθυντή της, Pierre Roussel και με τους Michel Feyel, Paul Lemerle, Henri Ducoux, οι οποίοι επισκέφθηκαν και πάλι το μνημείο, εξέτασαν όλα τα υφιστάμενα θραύσματα, έκαναν λεπτομερή σχέδια αυτών και πρότειναν σχεδιαστικά την ανακατασκευή του λιονταριού, με τρόπο που δεν απείχε καθόλου από την τελική, μεταγενέστερη ανακατασκευή του! Όσον αφορά, όμως τη βάση του μνημείου, η πρόταση αναστήλωσής της αποδεικνύεται ολότελα εσφαλμένη.

Μέχρι το 1936, αποκλειστικά τα μέλη της γαλλικής αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών ασχολούνταν με το μνημείο, από το 1936 όμως και μετά, με τη μεσολάβηση του κ. Lincoln Mac Veagh, συνεργάστηκε η πιο πάνω Σχολή με την αμερικανική Σχολή αρχαιολογικών μελετών Αθηνών και ανέθεσαν τις περαιτέρω ενέργειες, από μεν την Γαλλική σχολή στον κ. Jaques Roger, από δε την Αμερικανική Σχολή στον κ. Oscar Broneer, καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, οι οποίοι και μοιράστηκαν, τελικά, τα δικαιώματα της μελέτης και δημοσίευσης των ευρημάτων.

Από τις 8 μέχρι τις 17 Ιουνίου του 1936, 20 εργάτες εργάστηκαν στην ανασκαφή του χώρου, όπου είχαν βρεθεί τα υπόλοιπα κομμάτια του λιονταριού και της βάσης του, ήλθαν στο φως κι άλλα κομμάτια και η ίδια η βάση του μνημείου (sic) και όλα ήταν έτοιμα για την συναρμολόγησή του, την οποία ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο εξαίρετος γλύπτης κ. Ανδρέας Παναγιωτάκης, καθηγητής του Πολυτεχνείου Αθηνών και γλύπτης του εθνικού, αρχαιολογικού μουσείου. Αυτός, από το φθινόπωρο του 1937 και μετά, αφού κατασκεύασε γύψινο αντίγραφο του αγάλματος, σε μέγεθος ίδιο με το αρχαίο, προχώρησε στην ανακατασκευή του μνημείου, έχοντας, δυστυχώς, στη διάθεσή του, μόνο ένδεκα κομμάτια από το αρχαίο γλυπτό, από τα οποία μόνο τα εννέα (9) ήταν συνεχόμενα, ενώ όσα κομμάτια έλειπαν, (όπως ήταν το κομμάτι του κεφαλιού, αμέσως πάνω από τα μάτια), συμπληρώθηκαν με άσπρο τσιμέντο. Το ίδιο το γλυπτό του ανακατασκευασμένου λιονταριού έφθασε σε ύψος τα 5,37 μέτρα, αλλά από τους αναστηλωτές ξέφυγαν κάποιες λεπτομέρειες, που ήταν, όμως, σημαντικές! Έτσι, δεν είδαν ότι έλειπε μια στενή λωρίδα του λαιμού, με την πλούσια χαίτη του αγριμιού και γι’ αυτό, το κεφάλι με τον λαιμό απέκτησαν κοντόχοντρη δομή. Αγνόησαν, επίσης, το γεγονός ότι τα μάτια του λιονταριού ήταν ένθετα (πρόσθετα), πιθανόν κατασκευασμένα από πέτρα διαφορετικού χρώματος ή από μέταλλο και στη θέση των βολβών τοποθέτησαν άσπρο τσιμέντο.

Εκείνο, όμως, που είναι σημαντικό κι ενδιαφέρει ιδιαίτερα όσους παρακολουθούν τις συζητήσεις, που γίνονται στα τελευταία χρόνια, σχετικά με το αν το λιοντάρι της Αμφίπολης αποτελούσε το επιτύμβιο σήμα του τύμβου, που ανασκάπτεται στο λόφο «Καστά» της Μεσολακιάς, είναι το γεγονός ότι όλοι ανεξαίρετα οι εξαίρετοι επιστήμονες, (αρχαιολόγοι, μηχανικοί κλπ.), που ασχολήθηκαν με την ανεύρεση των θραυσμάτων του μνημείου και την αναστήλωσή τους, συμφωνούν στο ότι το βάθρο, πάνω στο οποίο είχε τοποθετηθεί κατά την αρχαιότητα το λιοντάρι, είναι το ίδιο με αυτό που βρέθηκε στις ανασκαφές, σύρριζα με την επιφάνεια του εδάφους, στη θέση όπου είναι και σήμερα τοποθετημένο το γλυπτό και το οποίο βάθρο αποτελείται από δύο διαφορετικά τμήματα, 1) ένα πώρινο τετράπλευρο, μπροστινό μέρος, που αποτελείται από περίπου πενήντα δόμους και 2) ένα άλλο τμήμα, που μοιάζει με αναλημματικό τοίχο σε σχήμα Π, ανάμεσα στα οποία (δύο τμήματα) υπάρχει κενό, το οποίο ερμηνεύθηκε από το γεγονός ότι το έδαφος, στο συγκεκριμένο σημείο, ανηφορίζει απότομα προς νότο, με συνέπεια, τα δύο τμήματα να μη χρειάζονταν ενιαίο και συμπαγές θεμέλιο. Αν, λοιπόν, το λιοντάρι αποτελούσε το σήμα του τύμβου του λόφου «Καστά, πώς εξηγείται το ότι βρέθηκε εκεί όπου βρισκόταν και το συγκεκριμένο, αρχαίο βάθρο, όπου και αναστηλώθηκε και στέκεται περήφανο μέχρι σήμερα και πολύ κοντά στο σημείο όπου βρέθηκαν τα θραύσματά του;

Το σύγχρονο βάθρο, όμως, πάνω στο οποίο στήθηκε το ανακατασκευασμένο λιοντάρι, κατασκευάστηκε όχι από υλικό του αρχαίου βάθρου, (αφού τέτοιο δεν βρέθηκε στις ανασκαφές του 1931-1934), αλλά από άλλο, αρχαίο υλικό και συγκεκριμένα από δόμους, γείσα κα άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, που προήλθαν από οικοδομήματα της Αμφίπολης, του 2ου π.Χ. αιώνα και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή ενός μεσαιωνικού φράγματος, το οποίο βρισκόταν στον Στρυμόνα, λίγο πιο κάτω από εκεί που βρέθηκαν τα θραύσματα του λιονταριού και το οποίο αναγκάστηκαν να χαλάσουν οι μηχανικοί της εταιρίας Monks-Ulen, στη διάρκεια των αποστραγγιστικών έργων που εκτέλεσαν.

Όλοι, επίσης, οι επιστήμονες, που ασχολήθηκαν με την αναστήλωση του λιονταριού, αλλά και πολλοί άλλοι, δέχθηκαν ότι ολόκληρο το μνημείο ήταν ένα επιτύμβιο μνημείο, μέρος του οποίου μόνο ήταν το συγκεκριμένο γλυπτό. Οι περισσότεροι, τέλος, απ’ αυτούς χρονολόγησαν το μνημείο μέσα στον 4ο π.Χ. αιώνα, με τον καθηγητή κ. Oscar Broneer να το χρονολογεί λίγο μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον δε καθηγητή κ. Γεώργιο Μπακαλάκη να το τοποθετεί λίγο πριν από τη μάχη της Χαιρώνειας, (338 π.Χ.)

Το τρίτο σπάραγμα της άγνωστης ιστορίας της Αμφίπολης έχει κι αυτό άμεση σχέση με το μνημείο του λιονταριού και είναι η απάντηση στο ερώτημα, σε τίνος σημαντικού προσώπου το ταφικό μνημείο τοποθετήθηκε το λιοντάρι αυτό, ως επιτύμβιο σήμα. Η απάντηση των αρχαιολόγων, που το μελέτησαν για χρόνια, πριν την ανασκαφή του λόφου «Καστά», έκλεινε κύρια προς τον Λαομέδοντα, τον ένα από τους τρεις αρχιναυάρχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εταίρο και προσωπικό φίλο και σύντροφο του μεγάλου κοσμοκατακτητή, στις μακρές εκστρατείες του και δευτερευόντως προς τον έτερο αρχιναύαρχο, το Νέαρχο. Τόσο ο αείμνηστος αρχαιολόγος Δ. Λαζαρίδης, όσο, κυρίως, ο καθηγητής Oscar Broneer, στο πόνημά του με τίτλο «The lion monument at Amphipolis», συμφωνούσαν για το πρόσωπο του μεγάλου εκείνου στρατηγού, ο τελευταίος, όμως, τεκμηρίωσε τις απόψεις του με τόσο γοητευτικό, (αν και όχι απόλυτα επιστημονικό) τρόπο, που θα επιχειρήσω να σας τον παραθέσω, χωρίς σχόλια, αφήνοντας στους αρχαιολόγους ν’ αποφανθούν τελειωτικά, για το αν το υπέροχο αυτό μνημείο του λιονταριού βρισκόταν, πράγματι, πάνω στον τύμβο του λόφου «Καστά» και για το ποιον φιλοξενεί στο εσωτερικό του αυτός ο τελευταίος, αφού, όμως προηγούμενα, επισημάνω αυτό που ο αείμνηστος Γεώργιος Μπακαλάκης είχε, ήδη από το 1960 επισημάνει, στο άρθρο που προανέφερα: Ότι η απόδοση του λιονταριού της Αμφίπολης στον Λαομέδοντα στηρίζεται σ’ ένα υποθετικό βάθρο, του οποίου δεν βρέθηκε κανένα ίχνος και το οποίο σχεδιάστηκε από τον Oscar Broneer (και το βλέπετε μέχρι σήμερα, είτε στο BCH 63, 1939, σ. 35, εικ. 19, αλλά και στους δύο πίνακες πληροφοριών που έχει τοποθετήσει η Αρχαιολογική Υπηρεσία στον περίβολο του μνημείου), με βάση επιτύμβια μνημεία της Μικράς Ασίας, (όπως ήταν το μαυσωλείο της Αλικαρνασσού), ενώ πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη αυτό που είχε, ήδη από το 1960 επισημάνει ο καθηγητής κ. Μπακαλάκης, ότι «η μεγαλύτερη αμφιβολία για το υποθετικό σχέδιο του βάθρου έγκειται στο ότι δεν έχουμε κανένα στοιχείο για την υπόθεση, μήπως είχε το μνημείο και κάποιο νεκρικό θάλαμο, ενσωματωμένο μέσα στο πελώριο, για την περίπτωση αυτή, βάθρο του. Αν είχε κάτι τέτοιο, και αυτό έπρεπε απαραίτητα να μοιάζει κάπως με τους λεγόμενους «μακεδονικούς» τάφους, μ’ όλο που θα είχαμε κάποιο ίχνος στο σωζόμενο βάθρο του»:

Στηριγμένος, λοιπόν, ο Oscar Broneer, στην υπόθεσή του, ότι το βάθρο του λιονταριού είχε τυπολογική μορφή προερχόμενη από τη Μικρά Ασία, έκανε τις ακόλουθες σκέψεις: «Με τη σκέψη μας στη φύση του μνημείου, ως του τάφου ενός επιφανούς ατόμου και ως πολεμικού μνημείου, καθώς και στη χρονολόγησή του, στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι ένας από τους επιφανείς στρατηγούς στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου τιμήθηκε μ’ αυτό το πολυτελές μνημείο. Ένας απ’ αυτούς τους άνδρες, ο Λαομέδων, γιος του Λαρίχου, είχε μεταναστεύσει, με την οικογένειά του, από τη Μυτιλήνη στην Αμφίπολη και συχνά του έδιναν το όνομα του τόπου καταγωγής του, «Μυτιληνιός», παρόλο που είναι πιθανό να πέρασε τη νεότητά του και ίσως και τα παιδικά του χρόνια στην Αμφίπολη. Το μνημείο του μπορεί ν’ ανεγέρθηκε από την οικογένειά του ή, έστω, εν γνώσει και με τη συμμετοχή της οικογένειάς του κι αυτό θα μπορούσε να δώσει μια φυσική εξήγηση, στην εισαγωγή μιας αρχιτεκτονικής φόρμας συνηθισμένης στην Ανατολή, αλλ’ άγνωστης στη Μακεδονία, (ο συγγραφέας αναφέρεται εδώ στο υποθετικό βάθρο του μνημείου). Ο Λαομέδων, όπως κι ο αδελφός του ο Εριγύιος, ήταν στενός φίλος κι έμπιστος υποστηρικτής του Αλεξάνδρου. Είχε εξοριστεί από τον Φίλιππο, μαζί με άλλους φίλους του Αλεξάνδρου, αλά μετά το θάνατο του Φιλίππου ανακλήθηκε κι έγινε ένας από τους περίφημους «εταίρους» του Αλεξάνδρου. Εξ αιτίας του ότι γνώριζε την περσική γλώσσα, ήταν υπεύθυνος για τους βάρβαρους αιχμαλώτους πολέμου και διορίστηκε τριήραρχος στη ναυμαχία στον ποταμό Υδάσπη, το 326 π.Χ. Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Λαομέδων έγινε σατράπης της Συρίας, την οποία κράτησε μέχρι το 319, οπότε την Συρία κατέκτησε ο Πτολεμαίος και ο Λαομέδων συνελήφθη, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει και να καταφύγει στην Καρία, δωροδοκώντας τους φρουρούς του. Μετά, όμως κι απ’ αυτό το περιστατικό, ο Λαομέδων εξαφανίζεται από την ιστορία και το ευλογοφανές συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως συνάντησε τη μοίρα του, στη διαμάχη ανάμεσα στο Αντίγονο και στους συνασπισμένους συμμάχους Πτολεμαίο, Λυσίμαχο και Κάσσανδρο».

Από τα παραπάνω, άγνωστα στοιχεία, για τη ζωή του Λαομέδοντα, όμως, που τόσο παραστατικά μας περιγράφει ο Oscar Broneer, λείπει ολότελα η Αμφίπολη, στην οποία δεν φαίνεται να υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να επέστρεψε ο Λαομέδων, αφότου ακολούθησε τον Αλέξανδρο, στη μεγάλη του πορεία προς την Ασία. Πώς, λοιπόν, μπορεί να συνδεθεί η ταφή του Λαομέδοντα με το λιοντάρι της Αμφίπολης, όταν αυτός, όπως φαίνεται, δεν επέστρεψε ποτέ στην Αμφίπολη, από την Ασία; Η απάντηση στηρίζεται και πάλι σε υποθέσεις και συγκεκριμένα στις παρατηρήσεις, που δημοσίευσε το 1895 ο W. Judeich, ότι ο κάτοχος, δηλαδή αυτός που ήταν θαμμένος μέσα στην καταπληκτική σαρκοφάγο, που βρέθηκε στη Σιδώνα της Φοινίκης (και αναφέρεται, προσθέτει ο γράφων, ως «σαρκοφάγος του Μεγάλου Αλέξανδρου», όχι γιατί σ’ αυτήν είχε ταφεί ο τελευταίος, αλλά γιατί στις σκηνές που απεικονίζονται στις πλευρές της εικονίζεται ο Αλέξανδρος, βρίσκεται δε σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης), ήταν ο Λαομέδων ο Αμφιπολίτης, γιος του Λαρίχου. Για να οδηγηθεί, όμως, στο συμπέρασμα αυτό ο W. Judeich, ερμήνευσε τις ανάγλυφες παραστάσεις, που απεικονίζονται στις τέσσερις πλευρές της, θεωρώντας ότι το πρόσωπο που διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, τόσο σ’ εκείνες τις παραστάσεις, που παριστάνουν σκηνές από τις μάχες του μεγάλου κοσμοκατακτητή, αλλά και τον θάνατο του Μελέαγρου, όσο και σε κάποιες άλλες, που δεν σχετίζονται με κάποιο ιστορικό συμβάν, είναι, στην πραγματικότητα, ο «κάτοχος της σαρκοφάγου» Λαομέδων, πράγμα, όμως, που δεν προκύπτει, φυσικά, παρά μόνο με υποθετικές ερμηνείες των ίδιων των αναγλύφων, στα οποία δεν γράφονται τα ονόματα των προσώπων που απεικονίζονται σ’ αυτά! Κι ενώ ο Oscar Broneer αναγνωρίζει ότι πρόκειται απλώς για «ένα ευλογοφανές συμπέρασμα» αυτό στο οποίο καταλήγει ο W. Judeich, όσον την απεικόνιση του Λαομέδοντα, πάνω στις ανάγλυφες παραστάσεις της «σαρκοφάγου του Μεγάλου Αλεξάνδρου», προχωρεί τη σκέψη του W. Judeich λίγο παραπέρα, όπως ο ίδιος εξηγεί, λέγοντας τα εξής: «Στην περίπτωση που ο Judeich ερμήνευσε σωστά τις σκηνές της σαρκοφάγου, πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Λαομέδων πέθανε – με οποιοδήποτε τρόπο – κάπου στην Ανατολή κι ότι τάφηκε στην υπέροχη σαρκοφάγο, που είχε ετοιμάσει για τον εαυτό του, όταν διοικούσε την επαρχία της Συρίας. Μέλη της οικογένειάς του, που ακόμη ζούσαν στην Αμφίπολη, ίσως εξακολουθούσαν να διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στα πράγματα της πόλης και δεν θα ήταν παράξενο, αν οι συμπολίτες του στην πατρίδα αποφάσιζαν να τιμήσουν τη μνήμη του φημισμένου ηγέτη και πολεμιστή. Αυτή η επιθυμία τους μπορεί να εκφράστηκε με την κατασκευή ενός κενοταφίου, στο οποίο να χάραξαν το όνομά του και να έκαναν μια αναφορά στις αξίες του. Το λιοντάρι θα ήταν ένα έμβλημα, που θα ταίριαζε στο κουράγιο του, αλλά, επίσης, σε όσους ήταν γνώστες των κατορθωμάτων του, θα θύμιζε την κυνηγετική εξόρμησή του στην εξοχή, μαζί με τον Μέγα Αλέξανδρο, την οποία ο ίδιος ο Λαομέδων θεωρούσε τόσο σημαντική, ώστε να την καταστήσει ένα από τα κύρια θέματα της σαρκοφάγου του.

Θα ήταν άσκοπο να επιμείνουμε πιο πολύ σ’ αυτή την υποθετική σύνδεση του μνημείου του λιονταριού (της Αμφίπολης), με το όνομα του Λαομέδοντα. Δεν γνωρίζουμε αρκετά την ιστορία της Αμφίπολης, στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., ώστε να υποστηρίξουμε, με απτές αποδείξεις, την υπόθεσή μας. Υπήρχαν κι άλλοι Αμφιπολίτες αξιωματούχοι, στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου και γι’ αυτό εμφατικά προτάθηκε, από τον J. Roger, ότι το μνημείο είχε στηθεί ως μαυσωλείο του Νεάρχου, του πιο διακεκριμένου ανάμεσα σ’ αυτούς. Αλλά η θεωρία ότι ο Λαομέδων ήταν αυτός στον οποίο ανήκε η «σαρκοφάγος του Αλεξάνδρου» και η αρχιτεκτονική φόρμα του μνημείου (του λιονταριού), που «δείχνει» προς την Ιωνία, όσον αφορά την προέλευση του τύπου της, ευνοούν την άποψη ότι αυτός (ο Λαομέδων), περισσότερο από κάθε άλλον από τους εταίρους του Αλεξάνδρου, ήταν ο άνδρας που τιμήθηκε με το μνημείο του λιονταριού της Αμφίπολης».

Πολύς λόγος έγινε και γίνεται στις μέρες μας, για το αν ο τύμβος του λόφου «Καστά» της Μεσολακιάς, (εφόσον αποδειχθεί, βέβαια, στο τέλος, με τρόπο επιστημονικά αδιαμφισβήτητο, ότι πάνω του ήταν στημένο το λιοντάρι της Αμφίπολης, ως επιτύμβιο σήμα), έκρυβε στα σπλάχνα του το νεκρό του Νέαρχου ή του Λαομέδοντα. Απ’ όσα αναφέραμε προκύπτει με σαφήνεια ότι η συζήτηση αυτή άρχισε πολύ προτού αρχίσει όλη η Ελλάδα να ενδιαφέρεται για τον τύμβο του λόφου «Καστά» και συγκεκριμένα αφότου οι Oscar Broneer και J.Roger, ως επικεφαλής, αντίστοιχα, της Αμερικανικής Σχολής κλασικών σπουδών Αθηνών και της Γαλλικής, αρχαιολογικής σχολής Αθηνών, έχοντας λάβει από την ελληνική, αρχαιολογική Υπηρεσία, τα αποκλειστικά δικαιώματα δημοσίευσης των σχετικών με την ανεύρεση των θραυσμάτων και την αναστήλωση του λιονταριού της Αμφίπολης θεμάτων, με υποθέσεις και χωρίς καθόλου αποδείξεις, προσπάθησαν ν’ αποδώσουν το μνημείο, ο πρώτος στο ναύαρχο Λαομέδοντα κι ο δεύτερος στο ναύαρχο Νέαρχο. Ήλθε, όμως, η ώρα, η ανασκαφή στον μεγάλο, μακεδονικό τύμβο του λόφου Καστά, να πληροφορήσει, επί τέλους, όλους τους Έλληνες, αλλά και όλους τους φιλίστορες της γης, ποιος ήταν ο επιφανής νεκρός, που είχε ως επιτάφιο σήμα στον τάφο του, το μεγαλύτερο μνημείο αυτού του είδους, το λιοντάρι με τα 5,50 μέτρα ύψος και ως τάφο του τον μεγαλύτερο τύμβο που έχει βρεθεί ποτέ στα Βαλκάνια και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, με διάμετρο 158,40 μέτρων και μ’ ένα καταπληκτικό περίβολο, από μάρμαρο Θάσου, ύψους 3 μέτρων και περιμέτρου 497 μέτρων!!



ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΒΛΕΠΕΤΕ:

1-7. ΤΟΝ ΛΟΦΟ ΚΑΣΤΑ, ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ, (ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΕΛΙΟΥ ΒΑΡΥΠΑΤΗ)

8. ΤΟΝ ΛΟΦΟ 133, ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ, (ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΕΛΙΟΥ ΒΑΡΥΠΑΤΗ)

9. ΤΟΝ ΠΕΡΙΒΟΛΟ ΤΟΥ ΤΥΜΒΟΥ ΣΤΟΝ ΛΟΦΟ ΚΑΣΤΑ, ΟΤΑΝ Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΕΙΧΕ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ, (ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: ΑΜΦΙΠΟΛΗ, ΠΑΓΓΑΙΟΥ, ΖΙΧΝΗ)

10-17. ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΕΥΡΕΣΗΣ ΤΩΝ ΤΕΜΑΧΙΩΝ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΑ ΤΗΣ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ, ΤΑ ΤΕΜΑΧΙΑ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ ΛΕΟΝΤΑ, ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΤΟΥ ΘΕΣΗ, (ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ OSCAR BRONEER “THE LION MONUMENT AT AMPHIPOLIS”



















Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

 



ΙΕΡΟ ΜΟΝΥΔΡΙΟ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ. ΕΝΑ ΜΕΤΟΧΙ ΤΗΣ ΟΜΩΝΥΜΗΣ, ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, ΣΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ



Πριν 25 χρόνια παρέδωσα στην κ. Φωτεινή Μπεϊκάκη, την ακούραστη δασκάλα και ερευνήτρια της τοπικής ιστορίας του ιστορικού χωριού των Ελευθερών, του σημερινού Δήμου Παγγαίου, (το οποίο, πριν καταστραφεί από τους Οθωμανούς, περί το έτος 1629, ήταν μια μεγάλη και σημαντική κωμόπολη, που λεγόταν Ελευθερούπολη και ήταν έδρα ομώνυμης επισκοπής, της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, ενώ, τότε ακόμη, η σημερινή Ελευθερούπολη λεγόταν τότε Πράβι)), τα αναφερόμενα στη συνέχεια έγγραφα του αρχείου της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, τα οποία είχα βρει και μελετήσει στον 17ο τόμο των ARCHIVES DE L’ ATHOS, που εκδόθηκαν το 1991 και σχολιάστηκαν στην γαλλική γλώσσα, από τους Gabrielle Millet και Paul Lemerle και δημοσιεύτηκαν από τον Jaques Leffort, υπό την εποπτεία της γαλλικής Academie des inscriptions et des Belles letrres και της Ακαδημίας Αθηνών. Στο συγκεκριμένο τόμο, που έχει τίτλο ACTES DU PANTOCRATOR, υπήρχαν δημοσιευμένα και σχολιασμένα τα εξής Αθωνικά χειρόγραφα:

Το χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1394 και με το οποίο ο αναφερθείς επιβεβαίωσε τις κτήσεις της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος του Αγίου όρους, στην Μακεδονία και στη νήσο Θάσο. Στο προοίμιο του χειρογράφου αυτού, αναφέρεται ότι τον αυτοκράτορα επισκέφθηκαν μοναχοί της αναφερθείσας, Ιεράς Μονής και του ζήτησαν να εκδώσει χρυσόβουλο, δηλαδή αυτοκρατορικό έγγραφο, με το οποίο να επιβεβαιώνει τα κτήματα της Μονής, τα οποία της είχε δωρίσει ο πατέρας του, αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, γιατί, σε πυρκαγιά που είχε πλήξει την Μονή το έτος 1391, το χρυσόβουλο του Ιωάννη Ε’ και όλοι οι τίτλοι των κτημάτων της Μονής είχαν καεί.

Ο Μανουήλ Β’, αφού ζήτησε να του φέρουν οι μοναχοί μαρτυρίες από γέροντες και άλλων μοναστηριών του Αγ. Όρους, που να επιβεβαιώνουν ότι πράγματι η Μονή Παντοκράτορος κατείχε αυτά τα Μετόχια, (αυτή η πληροφορία περιέχεται στο αμέσως επόμενο χειρόγραφο), εξέδωσε το συγκεκριμένο έγγραφο, στο οποίο, μεταξύ άλλων κτημάτων, που βρίσκονταν σε ολόκληρη την Μακεδονία, αναγνώρισε κι επιβεβαίωσε ότι η Μονή κατείχε και «εν τη Ελευθερουπόλει μονύδριον εις όνομα τιμώμενον του Παντοκράτορος, οικήματα, αμπέλια, χωράφια και υδρομύλωνα, άπερ κατέχουσι μέχρι του νυν».

Τον Ιούνιο του ίδιου εκείνου έτους (1394), ο Πατριάρχης Αντώνιος Δ’, με σιγιλιώδες γράμμα του, επιβεβαίωσε τις κτήσεις της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, μεταξύ των οποίων και την κτήση του Μονυδρίου στην Ελευθερούπολη (σημερινές Ελευθερές του Δήμου Παγγαίου).

Έχοντας μελετήσει τα ανωτέρω έγγραφα, απευθύνθηκα τότε στην αγαπητή φίλη, κ. Φωτεινή Μπεϊκάκη, που γνώριζε άριστα την τοπογραφία της βυζαντινής Ελευθερουπόλεως, αφού ήταν γηγενής, (είχε γεννηθεί, ζούσε κι εξακολουθεί να ζει στις Ελευθερές), να μου πει αν γνωρίζει κάτι, για τον τόπου όπου βρισκόταν το Μονύδριο της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος του Αγίου όρους. Η κ. Μπεϊκάκη με οδήγησε, λοιπόν, σε μικρή απόσταση βορείως του σημερινού οικισμού των Ελευθερών, στη νοτιο-ανατολική πλαγιά του Συμβόλου όρους, σε μια περιοχή ερειπίων, που ονομάζεται «Παναγίτσα»., για την οποία, όμως, «θ’ αφήσω» την ίδια να μιλήσει στη συνέχεια.

Η κ. Μπεϊκάκη, ενθουσιασμένη από τις δικές μου πληροφορίες, απέστειλε επιστολή στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους και ζήτησε περισσότερες πληροφορίες. Έλαβε, λοιπόν, σε απάντηση της επιστολής της, την από 3-12-2003 επιστολή του ιερομονάχου της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, πατρός Θεοφίλου, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι στα αρχεία της Μονής τους υπάρχει το χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου και το Πατριαρχικό Σιγίλιο, στα οποία αναφέρθηκα. Της έγραψε, συγκεκριμένα, ο προ αναφερθείς ιερομόναχος:

«Από την ανάγνωση του χρυσοβούλου του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου (1394) προκύπτει ότι το Μονύδριο τού Παντοκράτορος Χριστού στην Ελευθερούπολη (Λιμήν Ελευθερών) πρέπει να ήταν αρκετά σημαντικό Μετόχι. Το γεγονός ότι ήταν κτητορική δωρεά = αυτοκρατορική δωρεά, δείχνει την σπουδαιότητά του. Άλλες παρόμοιες δωρεές ήταν: στο Στρυμόνα - Αμφίπολη ; περίπου 20.000 στρέμματα, στην Θάσο : περίπου 25.000 στρέμματα, στην Λήμνο : περίπου 12.000 στρέμματα. Βεβαίως το Μονύδριο του Παντοκράτορος Χριστού στην Ελευθερούπολη δεν φαίνεται να είναι τόσο μεγάλο όσο τα προαναφερθέντα, καθώς απουσιάζουν στην συνέχεια άλλα έγγραφα, στα οποία να. κατοχυρώνεται ή έκτασή του, πάντως ως κτητορική δωρεά φαίνεται ότι περιλαμβάνει σημαντική έκταση. Σύμφωνα με το χρυσόβουλο του Μανουήλ Β', η περιοχή που ανήκει στο Μονύδριο περιλαμβάνει αμπέλια (επομένως επικλινές έδαφος), χωράφια (πεδιάδα) και ένα νερόμυλο (υπήρχε κάποιο ποτάμι στην περιοχή;) Η απουσία οριοθετήσεως της εκτάσεως πιθανώς να οφείλεται στο γεγονός ότι ή περιοχή αυτή οριοθετείται εκ της φυσικής μορφολογίας του εδάφους. Η απουσία εγγράφων, μεταγενεστέρων της χρονολογίας του 1394, πιθανόν να οφείλεται στους εξής λόγους: α) Τα έγγραφα φυλάσσονταν στα κατά τόπους Μετόχια. Με την καταστροφή του Μονυδρίου καταστράφηκε και το Αρχείο. β) Είναι πιθανόν να υπάρχουν οθωμανικά έγγραφα αμετάφραστα στον Φάκελο του Αρχείου μας με τίτλο : Υποδιοίκηση Ζίχνης και Πραβίου». Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία για το εάν το μοναστήρι ήταν ανδρικό ή γυναικείο [μάλλον πρέπει να ήταν ανδρικό, καθώς τα γυναικεία μοναστήρια ήταν πολύ λίγα και συνήθως περιορισμένα μέσα σε πόλεις], ούτε γνωρίζουμε από πηγές του Αρχείου μας πότε και πώς κατεστράφη. Ίσως η μελέτη της τοπικής ιστορίας φέρει αποτελέσματα. Πάντως μία πολύ δύσκολη εποχή για τα μετόχια των Μονών του Αγίου Όρους στην Μακεδονία ήταν το 1821. Τότε, επειδή oι Μονές βοήθησαν την επανάσταση του Εμμανουήλ Παππά στην Χαλκιδική, υπέστησαν μεγάλες ζημίες από τους Τούρκους. Ιδιαιτέρως υπέφεραν τα Μετόχια. Γνωρίζουμε ότι στο Μετόχιο της Μονής μας στην Αμφίπολη οι Τούρκοι σκότωσαν μονάχους. Δεν είναι λοιπόν απίθανο η καταστρoφή της Μονής και η σφαγή των Μοναχών να ανάγεται σε αυτή την εποχή. Στη συνέχεια τα υπολείμματα των ερειπίων χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό από τους κατοίκους της περιοχής».

Έρχομαι, τώρα, στις νεότερες Ελευθερές, για ν’ αναφερθώ, κατ’ αρχάς, στον Βασίλειο Μπαστούνη, ο οποίος, «από παλιούς, ντόπιους κατοίκους είχε ακούσει πως στις πλαγιές του βουνού Συμβόλου (Πρινάριον όρος λεγόταν στα βυζαντινά χρόνια) και κοντά σε μια τοποθεσία βορειοδυτικά από το χωριό, που λέγεται «Παναγίτσα», υπήρχε παλιότερα ένα αντρικό μοναστήρι, εις το όνομα τιμώμενον του Παντοκράτορος, που ήταν μετόχι της Μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους και πως στο μοναστήρι εκείνο υπήρχε μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που με τα χρόνια είχε χαθεί. Έβαλε λοιπόν στόχο να ψάξει για την εικόνα εκείνη. Για καιρό έψαχνε στην περιοχή που του είχαν πει, που τότε ήταν σκεπασμένη από πυκνό δάσος με πουρνάρια, το «κλησά ορμάν» (δάσος της εκκλησίας), ώσπου μια μέρα, στις αρχές του 1924, καμώνοντας πως κόβει ξύλα ανάμεσα σε ερείπια, που όπως φαίνεται ανήκαν στο μοναστηριακό αυτό συγκρότημα, βρήκε στη ρίζα ενός πουρναριού, δίπλα σε μεγάλο βράχο, την εικόνα που έψαχνε. Εκεί, πλάι στο βράχο, έχτισε με πέτρες ένα πρόχειρο προσκυνητάρι με ντουλαπάκι, όπου, σε συνεννόηση με τον παπά του χωριού, έβαλαν μέσα το εικόνισμα της Παναγίας, (ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΚΕΙΝΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙ ΤΟ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΤΗΝ 5Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ). Εκεί έμεινε για πολλά χρόνια και κάθε χρόνο στη γιορτή της στις 15 Αυγούστου γινόταν μεγάλη πανήγυρη, όπου ανέβαιναν όλοι οι κάτοικοι, όχι μοναχά των Ελευθερών, αλλά και των γύρω χωριών, για να τιμήσουν την Παναγία, να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της και να ζητήσουν τη χάρη της και τη βοήθειά της».

Εν συνεχεία, από το βιβλίο της κ. Μπεϊκάκη «Ελευθερές άλλοτε και σήμερα», αντιγράφω: «Όλοι οι Λευτεριανοί, τουλάχιστον στα παιδικά τους χρόνια, έχουν ανέβει στην «Παναγίτσα» και έχουν προσκυνήσει τη μικρή εικόνα της, που βρήκε το 1923-24 ο Βασίλης Μπαστούνης, στη ρίζα ενός πουρναριού, δίπλα σε βράχο, όταν έκοβε ξύλα. Η εικόνα φυλαγόταν για πολλά χρόνια (1924-1970) μέσα σε ένα ντουλαπάκι, που έχτισε ο Βασί¬λης Μπαστούνης, στο βράχο που ήταν κοντά στο πουρνάρι. Αργότερα, δίπλα στο βράχο, κάποιος χριστιανός έχτισε ένα προσκυνητάρι και έβαλε την εικόνα μέσα σ' αυτό (ΤΟ ΝΕΩΤΕΡΟ ΑΥΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙ ΤΟ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ). Εκεί έμεινε μέχρι το 1986, οπότε ο Λάμπρος Καραβασιλείου έχτισε ένα μικρό εξωκλήσι και έβαλε εκεί το εικόνισμα της Παναγίας, το οποίο, κατά παράδοξο τρόπο εξαφανίστηκε. Στη θέση του πήγαν άλλο εικόνισμα της Παναγίας και μεγαλύτερο.

»Την πρώτη Αυγούστου κάθε χρόνο, προς το απόγευμα, ανεβαίνουν στο εξωκλήσι αρκετοί Λευτεριανοί, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Ανάβουν το καντηλάκι, τα κεράκια τους, πίνουν και παίρνουν μαζί τους αγιασμό, που βγαίνει από τον βράχο και μετά όλοι μαζί, αφού πάρουν και την εικόνα, κατηφορίζουν για το χωριό. Στο δρόμο η εικόνα αλλάζει χέρια. Πρέπει να την κρατήσουν όσοι έκαναν τάμα, ζητώντας τη βοήθειά της. Περνώντας μπροστά από τα καφενεία του χωριού, οι άνδρες σηκώνονται όρθιοι και σταυροκοπιούνται, δείγμα του σεβασμού που έχουν μέσα τους, στο άγιο πρόσωπό της. Πριν φτάσει στην εκκλησία του Αγ. Δημητρίου, χτυπούν οι καμπάνες, για να υποδεχτούν την Παναγία μέσα στο χωριό, αλλά και να ανακοινώσουν ότι έφτασε και να τρέξουν όλοι για παράκληση. Η εκκλησία γεμίζει κόσμο. Όλοι ασπάζονται την εικόνα της και όλοι ενδόμυχα κάτι της ζητούν. Στο χωριό θα μείνει όλο τον Δεκαπενταύγουστο. Το απόγεμα της γιορτής της, αφού ψαλεί η τελευταία παράκληση, με τον ίδιο τρόπο, με τη συνοδεία κατοίκων του χωριού θα επιστρέψει στον τόπο της. Εκεί θα μείνει όλο το χρόνο μέχρι να ξανάρθει ο Αύγουστος.

»Ωστόσο δε μένει όλο τον χρόνο στη μοναξιά, γιατί την επισκέπτονται πολύ συχνά και γυναίκες και παιδιά. Πηγαίνουν να ανάψουν το καντηλάκι της και να προσκυνήσουν. Πηγαίνουν να ζητήσουν τη χάρη της, για κάποιο πρόβλημα που έχουν. Πηγαίνουν έτσι απλά, γιατί τους τραβάει ο χώρος της. Καθημερινά (εκτός του χιονιά) περνούν από εκεί οι βοσκοί... Τη Μεγάλη Παρασκευή σχεδόν όλα τα παιδιά, τα κορίτσια οι γυναίκες και πολλοί άνδρες θα περάσουν από την «Παναγίτσα», είτε πολύ πρωί με την δροσιά είτε το απογευματάκι, πηγαίνοντας αγριολούλουδα, να στολίσουν το εικόνισμά της και να ανάψουν τα καντηλάκια της. Πιο συχνά από όλους ανεβαίνει στο εξωκλήσι αυτό ο Λάμπρος Καραβασιλείου. Το σκουπίζει, το περιποιείται, πηγαίνει κεριά…»

Στο ίδιο βιβλίο, η κ. Μπεϊκάκη, στο στο κεφάλαιο με τίτλο «η. Ιστορία του χώρου της «Παναγίτσας» και το Μοναστήρι του Παντοκράτορος Χριστού», γράφει τα εξής: «Πώς βρέθηκε στο χώρο αυτόν, μέσα στα πυκνά πουρνάρια και στην ερημιά, το μικρό αυτό εικόνισμα και πόσα χρόνια έτρωγε τις βροχές και τα χιόνια; Η παράδοση έλεγε πως σ' εκείνο το χώρο υπήρχε μοναστήρι που το κατέστρεψαν οι Τούρκοι, αφού προηγουμένως έσφαξαν τους μοναχούς, που τους βρήκαν να εργάζονται στα αμπέλια τους. Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλει κανείς γι' αυτό, γιατί ανεβαίνοντας στο εξωκλήσι της «Παναγίτσας» δεξιά και δίπλα στη ρεματιά διακρίνονται τα ερείπιά του. Αν γυρίσει κανείς μέσα σ' αυτό το χώρο, πολύ εύκολα θα διακρίνει τα θεμέλια από δύο μικρά εκκλησάκια και το ιερό τους. (ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΠΡΩΤΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ κ. ΜΠΕΪΚΑΚΗ, ΠΟΥ ΠΡΟΑΝΈΦΕΡΑ, ΒΛΕΠΕΤΕ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΟΧΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΝ ΚΑΤΑ ΤΠΟΝ ΧΡΟΝΟ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΔΗΛ. ΤΟ 2004). Εξάλλου, αν δεν υπήρχε το μοναστήρι, πώς βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας εκεί κοντά; Η εικόνα και τα ερείπια βεβαιώνουν την ύπαρξή του. Στη συνείδηση όλων μας γεννήθηκε η πίστη ότι το μοναστήρι αυτό ήταν αφιερωμένο στην Παναγία. Τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να μάθουμε την αλήθεια. (Εδώ, η κ. Μπεϊκάκη αναφερόταν στην ενημέρωση που της είχα κάνει εγώ, σχετικά με τα δημοσιευμένα χειρόγραφα του αρχείου της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, τα οποία είχα ήδη βρει και μελετήσει, μεταφράζοντας τα σχόλιά τους από την γαλλική γλώσσα). Πράγματι υπήρχε μοναστήρι. Υπήρχε το μοναστήρι του «Παντοκράτορος Χριστού» και ήταν «Μετόχι» του μεγάλου μοναστηρίου του «Παντοκράτορος» του Αγίου Όρους».

Τέλος, σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου της, η κ. Μπεϊκάκη αναφέρει και τα εξής ενδιαφέροντα: «Στο ιερό του Αγ. Ταξιάρχη, δίπλα στην επιγραφή που αναφέρει πότε χτίστηκε ο ναός, υπάρχει μια άλλη πιο μικρή επιγραφή με ανάγλυφα γράμματα που γράφει για κάποιο ναό της Παναγίας που «ανεκαινίσθη» για δεύτερη φορά «επί αρχιεπισκόπου Φιλίππων κυρού Κλήμεντος του έτους ΖΡΙΔ (1614)». Στην ίδια επιγραφή σε μια άκρη είναι χαραγμένο το 1820. Κανείς δεν ήξερε από τους εντόπιους ποιος το χάραξε και για ποιο σκοπό. Όλοι όμως ήξεραν ότι για να χτίσουν τον Άγιο Ταξιάρχη, μετέφεραν τις πέτρες από το μοναστήρι της «Παναγίτσας» και όλοι παραδέχονταν ότι ανάμεσα σε αυτές ήταν και η επιγραφή αυτή. Εκείνο το 1820 μήπως το χάραξε κάποιος Λευτεριανός, τότε που κατέστρεψαν οι Τούρκοι το μοναστήρι και κατέσφαξαν τους μοναχούς, για να θυμίζει τον χρόνο της καταστροφής; Ίσως με τα χρόνια δοθεί η πραγματική απάντηση».

Τον χώρο της Μονής επισκέφθηκα κι εγώ, μετά την πρώτη συνάντησή μου με την κ. Μπεϊκάκη, αρκετές φορές, ορισμένες μαζί της, αλλά και με τον αγαπητό φίλο Νικόλαο Ζήκο, τότε Έφορο της ΙΒ’ Εφορείας βυζαντινών αρχαιοτήτων Καβάλας, ο οποίος εντόπισε τα ερείπια του καθολικού της Μονής, ενός παρεκκλησίου και της τράπεζας (τραπεζαρίας) της, έκτοτε όμως δεν έλαβε χώρα καμία ανασκαφή και ο τόπος καλύφθηκε πλήρως από τα πουρνάρια, (ΔΕΙΤΕ, ΕΤΣΙ, ΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ, ΣΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ, ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ). Με το Νίκο καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τόσο η περιγραφή του Μονυδρίου του Παντοκράτορος στην βυζαντινή Ελευθερούπολη, όπως αυτή έγινε στα δύο περιγραφέντα χειρόγραφα του έτους 1394, όσο και η ζώσα, προφορική παράδοση στο χωριό των γηγενών Μακεδόνων «Ελευθεραί» συντείνουν στο καταστήσουν σφόδρα πιθανό, (μια πιθανότητα, όμως, που θα μετατραπεί σε βεβαιότητα, μόνο όταν ανασκαφεί συστηματικά ο ερειπιώνας της Μονής), το γεγονός ότι τα ερείπια της τοποθεσίας «Παναγίτσα» ταυτίζονται με τα ερείπια του Μονυδρίου του Παντοκράτορος, της ομώνυμης, μεγάλης, Ιεράς Μονής του Αγίου Όρους!












Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

 

Ο ΠΕΡΙΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΣ, ΥΣΤΕΡΟΡΩΜΑΪΚΟΣ - ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ, ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ «ΠΑΛΙΟ ΧΟΡΤΟΚΟΠΙ» (ΝΤΡΑΝΟΒΑ) ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ

 

Από το νοτιοανατολικό άκρο του Παγγαίου όρους, στο σημείο που αυτό «συμβάλλει», ενώνεται, δηλαδή, με το Σύμβολο όρος και συγκεκριμένα από το χωριό Ακροβούνι του Δήμου Παγγαίου, ξεκινάει ο κύριος, ορεινός, ασφαλτοστρωμένος δρόμος, που, μετά από μια διαδρομή 27 χιλιομέτρων, φθάνει στις κορυφές του Παγγαίου.

Στο 5ο χιλιόμετρο αυτού του δρόμου, ο επισκέπτης συναντά τα ερείπια του Μουσουλμανικού χωριού «Ντράνοβα» ή Παλιό Χορτοκόπι, ανάμεσα στα οποία έχει ανεγερθεί η Ιερά Μονή της Υπαπαντής του Κυρίου.

Δυτικά από την Μονή και τα ερείπια του παλιού χωριού, υψώνεται ένας λόφος, πάνω στον οποίο αναπτύχθηκε, στα τελευταία ρωμαϊκά και στα βυζαντινά χρόνια, ένας περιτειχισμένος οικισμός, για τον οποίο, η σπουδαία αρχαιολόγος και άλλοτε Έφορος της ΙΗ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας, κ. Χάϊδω Κουκούλη – Χρυσανθάκη, στο πόνημά της, με τίτλο «ένα αρχαίο πόλισμα στην Ελευθερούπολη», αναφέρει τα εξής: «Στην πρώτη, επιφανειακή, αρχαιολογική έρευνα της περιοχής, η οποία αντιμετώπισε πολλές δυσκο­λίες, εξαιτίας της πυκνής βλάστησης, η επιμελήτρια αρχαιοτήτων Στ. Σαμαρτζίδου επε­σήμανε την ύπαρξη περιβόλου και λείψανα ναΐσκου παλαιοχριστιανικών χρόνων, ο οποίος πρέπει να ταυτισθεί με το αναφερόμενο από τον (Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως) Σωφρόνιο "εκκλησίδιο", καθώς και λείψανα κιβωτιόσχημων τάφων. Σε μικρή απόσταση από τον τειχισμένο αυτό οικι­σμό η Στ. Σαμαρτζίδου εντόπισε και βραχογραφήματα αντίστοιχα με τα βραχογραφήματα της περιοχής Κρυονερίου - Φιλίππων και Παγγαίου. Σε αυτοψία που πραγματοποίησα το Μάιο του 1987 στη θέση αυτή, προχώρησα με μεγάλες δυσκολίες, εξαιτίας των πυκνών πουρναριών στο εσωτερικό του περιβόλου, όπου στα ορύγματα των λαθρανασκαφέων είναι εμφανείς οι τοίχοι κτηρίων - προφανώς κατοι­κιών - που από την κεραμική πρέπει να χρονολογούνται στους υστερορωμαϊκούς- πα­λαιοχριστιανικούς χρόνους».

 Ας δούμε, πώς περιγράφουν τον περιτειχισμένο οικισμό, τα Χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίου:

 Στον τόμο 34 των Χρονικών, που αναφέρεται σε αρχαιολογικές έρευνες του 1979, υπάρχει το εξής κείμενο: «ΧΟΡΤΟΚΟΠΙ. Δυτικά του χωριού Παλιό Χορτοκόπι και της Μονής Παλαιοημερολογιτών, στο Παγγαίο, στη θέση «Κάστρο», εντοπίστηκαν λείψανα περιβόλου υστερορωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων, ενώ νότια του χωριού βρέθηκαν, σε επιφάνεια βράχου, διαστ.1,30 Χ 1,30 μ., βραχογραφήματα, που παριστάνουν ζώα (ελάφια, σκυλιά)και ανθρώπινες μορφές. Τα βραχογραφήματα εντάσσονται στη σειρά των γνωστών και από άλλες θέσεις βραχογραφημάτων του Παγγαίου και του Συμβόλου, η χρονολόγηση των οποίων παρουσιάζει πολλά προβλήματα, καθώς εμφανίζουν στοιχεία προϊστορικών και ιστορικών χρόνων.

 Στον τόμο 37 των Χρονικών, που αναφέρεται σε αρχαιολογικές έρευνες του 1982, υπάρχει το εξής κείμενο: «Στην περιοχή του εγκαταλειμμένου παλιού χωριού Χορτοκόπι που βρίσκεται ΒΔ από το σημερινό χωριό, στο Παγγαίο, εντοπίστηκε μια παράλληλα σειρά από βραχογραφίες, που θυμίζουν τις βραχογραφίες του Κρυονερίου, καθώς και τα γνωστά βραχογραφήματα της π[εριοχής Ν. Φυλής του Παγγαίου. Στην ίδια περιοχή σώζονται τα ερείπια ενός υστερορωμαϊκού πιθανότατα φρουρίου, καθώς και λείψανα μικρού, παλαιοχριστιανικού ναού».

 Στα παραπάνω, εγώ προσθέτω τα εξής, νεώτερα στοιχεία, που προέκυψαν από δικές μου επισκέψεις στον λόφο:

 Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, βρήκα, στον περιτειχισμένο αυτόν οικισμό και παρέδωσα, στην τότε ΙΒ’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ένα νόμισμα του  Μεγάλου Κωνσταντίνου.

 Εντόπισα, επίσης, καθώς κατέβαινα το βαθύτατο ρέμα, το οποίο κατέρχεται κατά μήκος της δυτικής, ιδιαίτερα απόκρημνης πλαγιάς του λόφου, πάνω στον οποίο είναι κτισμένος ο οικισμός και συγκεκριμένα στον πυθμένα του ρέματος αυτού, δύο πολύ μεγάλα τμήματα από μια γέφυρα, η οποία, προφανώς, ένωνε το κάστρο με τον δυτικά αυτού ευρισκόμενο λόφο και είχε καταρρεύσει στο βάθος του ρέματος.

 Βρήκα βραχογραφήματα, πολύ μεγάλης, καλλιτεχνικής αξίας και στην δυτική πλευρά του λόφου με τον οικισμό.

 Είδα δύο ισχυρά τμήματα του τείχους, να σώζονται στη νότια και την ανατολική πλευρά του λόφου, με πλάτος 2 μέτρων και ύψος μέχρι και τεσσάρων μέτρων, (στην δυτική πλευρά του λόφου δεν υπήρξε τείχος, γιατί εκεί υπάρχει γκρεμός βάθους άνω των 100 μέτρων, στο βάθος του οποίου κυλάει ο χείμαρρος που προανέφερα).

 Στο υψηλότερο σημείο του λόφου (και του οικισμού) υπήρχαν ερείπια ενός πύργου (ή φρυκτωρίας).

 Στην βόρεια πλευρά του λόφου, όπου βρίσκεται το νεκροταφείο του οικισμού και τα βραχογραφήματα, υπάρχει επίσης χαμηλό τείχος, πέραν του οποίου σώζονται τα λιγοστά ερείπια μιας πύλης με πύργους εκατέρωθεν, στην οποία έφθανε λιθόστρωτη οδός, που ξεκινούσε από την κοιλάδα, που οδηγεί από το Ακροβούνι στις Δύο Βρύσες.

 Πριν αρκετά χρόνια, με τον τότε Έφορο της ΙΒ’ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, κ. Νικόλαο Ζήκο, επισκεφθήκαμε τον περιτειχισμένο οικισμό και, στον χώρο των ερειπίων του «εκκλησιδίου», που προαναφέρθηκε, ο έμπειρος αρχαιολόγος και ανασκαφέας του Μοναστικού συγκροτήματος του Παπικίου όρους, διαπίστωσε την ύπαρξη δύο (2) ναών, ενός παλαιοχριστιανικού ναού, μεγάλου μεγέθους κι ενός μικρού ναϊσκου, κτισμένου στον χώρο του Ιερού του προηγούμενου Ναού, μετά την καταστροφή του τελευταίου, (όπως ακριβώς συνέβη και σε παλαιοχριστιανικούς ναούς των Φιλίππων, της Αμφιπόλεως και των Κηπιών του Δήμου Παγγαίου, μετά την καταστροφή τους, κύρια από σεισμούς).

 Μέχρι σήμερα, όμως, καμία επιφανειακή ή ανασκαφική έρευνα δεν έλαβε χώρα, οι αρχαιοκάπηλοι καταστρέφουν συστηματικά τον οικισμό, κατέστρεψαν ήδη, ανοίγοντας τεράστια οπή, τον κορυφαίο πύργο του οικισμού, άνοιξαν κατοικίες και πέταξαν έξω από τα υπόγειά τους τα αποθηκευτικά αγγεία, ανέσκαψαν συστηματικά ολόκληρο το νεκροταφείο και πέταξαν έξω από τους τάφους τα οστά των προγόνων μας (και δικών τους προγόνων)!, με τρόπο που δεν το έκαναν ούτε οι πιο βάρβαροι επιδρομείς, που πέρασαν  απ’ αυτόν τον τόπο, καταστρέφουν τα βραχογραφήματα στις δύο από τις τέσσερις θέσεις, στον λόφο και γύρω απ’ αυτόν, που μας είναι γνωστές και πολύ σύντομα δεν θα έχει απομείνει τίποτε, για ν’ ανασκαφεί, αφού, λόγω του ερημικού της τοποθεσίας, οι προαναφερθέντες κάνουν την «δουλειά» τους ανενόχλητοι!

 Όσον αφορά, μάλιστα, τον πύργο του κάστρου, αυτόν οι αρχαιοκάπηλοι είχαν αρχίσει να τον καταστρέφουν ήδη από το έτος 2003, γεγονός που με είχε αναγκάσει ν’ απευθύνω τότε την εξής επιστολή μου, προς την αρμόδια, Αρχαιολογική Υπηρεσία:

«Π Ρ Ο Σ

την ΙΒ’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που εδρεύει στην Καβάλα.

Α Ν Α Φ Ο Ρ Α

του Θεοδώρου Λυμπεράκη του Δημοσθένη, δικηγόρου του Πρωτοδικείου Καβάλας, κατοίκου Ελευθερούπολης, οδός Ιωάννη Φουστέρη αρ. 2. (τηλ. 6945-231646).

Καβάλα, 12 Φεβρουαρίου 2003

- - - - - - -

Κύριε Προϊστάμενε,

σε πρόσφατη, (λαβούσα χώρα την Κυριακή, 9 Φεβρουαρίου 2003), επίσκεψή μου στον χώρο του υστερορρωμαϊκού – βυζαντινού κάστρου του Παλαιού Χορτοκοπίου διαπίστωσα, πλήρης οδύνης, ότι αρχαιοκάπηλοι προκάλεσαν ανεπανόρθωτη και μεγάλου μεγέθους καταστροφή στον υψηλότερο πύργο του κάστρου, που δέσποζε του λόφου επί του οποίου αυτό είναι κτισμένο. Συγκεκριμένα, τον πύργο αυτόν, ο οποίος ανυψωνόταν, (καίτοι ήταν καλυμμένος από χώμα), σε ύψος περίπου 3-4 μέτρων πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, οι αρχαιοκάπηλοι, αφού προηγούμενα προέβησαν σ’ εκτεταμένη αποψίλωση του πέριξ εδάφους, (για την οποία, είμαι πολύ περίεργος, πώς δεν έγινε αντιληπτή από κάποιο όργανο του Δασαρχείου), στη συνέχεια, υποθέτοντας, προφανώς, ότι επρόκειτο γι’ αρχαίο τύμβο, διάνοιξαν στο επίπεδο του εδάφους ένα σκάμμα (τούνελ), με το οποίο εισχώρησαν στη βάση του πύργου, του οποίου και προκάλεσαν την πλήρη κατάρρευση.

Επειδή φοβούμαι και για την τύχη της παλαιοχριστιανικής βασιλικής που πρέπει να εκτείνεται λίγα μέτρα νότια του καταστραφέντος πύργου.

Επειδή, συνάμα, αυτή η προκλητική ενέργεια πρέπει ν’ απαίτησε χρόνο πολύ και άτομα πολλά, δεν πιστεύω ότι δεν έγινε αντιληπτή από κανέναν. Πιστεύω, ως εκ τούτου, ότι αν ενημερωθούν οι αρμόδιες Αρχές, (κ. Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Καβάλας, Αστυνομικό Τμήμα Ελευθερούπολης) και διεξαχθούν έρευνες, ιδιαίτερα μεταξύ των εργαζομένων στα γειτονικά προς το κάστρο λατομεία, θα βρεθεί κάποιος που θα είδε τους αρχαιοκάπηλους να προκαλούν την περιγραφείσα τεράστια καταστροφή στο μοναδικό αυτό εθνικό και πολιτισμικό μνημείο του τόπου μας.

Κατόπιν τούτου, σας παρακαλώ,

να φροντίσετε, αφενός μεν να ενημερώσετε τις αρμόδιες Αρχές και να ζητήσετε την βοήθειά τους, προκειμένου να βρεθούν οι ένοχοι αυτής της πρωτοφανούς βαρβαρότητας, αφετέρου δε να σπεύσετε επί τόπου, προκειμένου να βρείτε τρόπο περιορισμού, όσο θα είναι δυνατόν, της ήδη μεγάλης καταστροφής.

Με μεγάλη εκτίμηση»

 

Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρξε κάποια αντίδραση στην αγωνία μου, ούτε κάποια απάντηση στην επιστολή μου και η καταστροφή του πύργου συνεχίστηκε μέχρι το έτος 2020, οπότε μια ακόμη, παράνομη, τεράστια εκσκαφή εξαφάνισε κάθε ίχνος του πύργου!

 Επείγει, λοιπόν, η συστηματική, ανασκαφική διερεύνηση αυτού του μεγάλου, περιτειχισμένου οικισμού, η οποία, είμαι βέβαιος, θ’ αποδώσει πολλά, σημαντικά ευρήματα και μπορεί ν’ αποτελέσει σημαντικό πόλο έλξης επισκεπτών, από την πατρίδα μας και το εξωτερικό! Κι αυτός, ακριβώς, είναι ο λόγος της παρούσας ανάρτησής μου, παράλληλα με την αγωνία μου, για την εγκληματική καταστροφή της ιστορικής μνήμης του τόπου  μας!

 ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ, ΒΛΕΠΕΤΕ:

1η φωτογραφία. Πανοραμική άποψη του λόφου με τον οικισμό, όπως φαίνεται από το Παλιό Χορτοκόπι (Ντράνοβα).

 2η και 3η. Το ανατολικό τείχος του κάστρου.

 4η και 5η. Το νότιο τείχος.

6η και 7η. τα τμήματα της αρχαίας γέφυρας, που είναι πεσμένη στο βάθος της χαράδρας, δυτικά του περιτειχισμένου λόφου.

 8η έως και 19η. Το εσωτερικό του μικρού ναϊσκου, κτισμένου, πιθανότατα, στην θέση του Ιερού παλαιότερου και μεγαλύτερου ναού. Η καταστροφή από τους ανθέλληνες θησαυροθήρες είναι ολοφάνερη!

 20ή έως και 38η. Τα βραχογραφήματα, στο βόρειο άνδηρο του λόφου, (οι φωτογραφίες έχουν τραβηχτεί με διαφορά ετών, μεταξύ τους)

 39η. Η θέα, από τους βράχους με βραχογραφήματα, προς την Πιερία κοιλάδα.

 40ή. Η θέα, από τους ίδιους βράχους, προς το Παγγαίο.

 41η έως 46η. Έξι (6) διαφορετικά κτίρια του περιτειχισμένου οικισμού.

 47η και 48η. Όστρακα αγγείων, από τα κτίσμα των προηγούμενων φωτογραφιών.

 49η έως και 52η. Το νεκροταφείο του οικισμού, φρικτά λεηλατημένο από τους απολίτιστους, ανθέλληνες, θησαυροθήρες!

 5η και 54η. Η εμπρόσθια και η οπίσθια όψη νομίσματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το οποίο βρήκα πριν δεκαετίες και παρέδωσα στην ΙΒ’ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καβάλας.

 55η. Και ο γράφων, μέσα στον οικισμό του κάστρου.