Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024



ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΟΧΥΡΩΜΕΝΗ ΘΕΣΗ, ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΜΠΟΕΒΑ, ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΛΕΚΑΝΗ, ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ


Είμαστε μια παρέα από φιλίστορες, που έχουμε επισκεφθεί και φωτογραφίσει, μέχρι τώρα, πάνω από ογδόντα, εν πολλοίς άγνωστες, οχυρές θέσεις, στις δασωμένες κορυφές των βουνών της Λεκάνης, οι περισσότερες και αρχαιότερες από τις οποίες έχουν ένα κοινό, κατασκευαστικό χαρακτηριστικό: Είχαν φτιαχτεί από ακανόνιστους ασβεστόλιθους, χωρίς καθόλου συγκολλητικό κονίαμα, (ξερολιθιά) και, προκειμένου για την περιοχή μας, συνηθίζεται ν’ αποκαλούνται «θρακικού τύπου».

Οι μεγάλοι και επιμήκεις λιθοσωροί, τους οποίους σχημάτισαν οι λίθοι αυτών των οχυρώσεων, όταν, εδώ και πολλούς αιώνες, σωριάστηκαν στο έδαφος, εξ αιτίας της απουσίας συγκολλητικής ύλης, μαρτυρούν ότι επρόκειτο για ισχυρές οχυρώσεις, που μπορούσαν να εξυπηρετούν άριστα τους αμυντικούς σκοπούς, για τους οποίους είχαν κατασκευαστεί πριν χιλιάδες χρόνια, τότε που, ακόμη, δεν υπήρχαν ούτε πολιορκητικές μηχανές, ούτε πυροβόλα όπλα, για να τις καταβάλλουν.

Από τον πιο πάνω «κανόνα», όμως, πιστεύουμε ότι εξαιρούνται μερικές θέσεις, (όπως, λ.χ., μια που βρίσκεται νοτιοδυτικά των Κορυφών του Δήμου Καβάλας ή εκείνη που περιγράψαμε, σε πρόσφατη ανάρτησή μας, ότι βρίσκεται βορειοδυτικά της Λεκάνης του Δήμου Νέστου: https://www.facebook.com/theodoros.lymperakis/posts/pfbid02TEfqiSMP2ym62RdjgxKLS4dRUEmMnWB1CKjJndPTJUp82tMNonGhZRDLbqzy9V7al ). Μια τέτοια «εξαίρεση», θα προσπαθήσουμε να σας περιγράψουμε σήμερα:

Λίγα χιλιόμετρα μετά το χωριό Λεκάνη του Δήμου Νέστου, από την δεξιά (ανατολική) πλευρά της ασφαλτοστρωμένης οδού Λεκάνης – Δρυμοτόπου, πήραμε την καλοστρωμένη, δασική οδό, που περνάει μέσα από ένα υπέροχο, πυκνό δάσος, το οποίο, στις αρχές Νοεμβρίου, παρουσίαζε μια υπέροχη πανδαισία χρωμάτων, (φωτογραφίες 1η έως 3η).

Μετά από αρκετά χιλιόμετρα, η δασική αυτή οδός μας οδήγησε σ’ ένα μεγάλο λιβάδι, (4η φωτογραφία), από το οποίο αρχίσαμε ν’ ανηφορίζουμε στον παρακείμενο, απόκρημνο λόφο, διασχίζοντας ένα δάσος, κυρίως από βελανιδιές, (φωτογραφίες 5η και 6η).

Ανεβαίνοντας στον λόφο, διαπιστώσαμε ότι σ’ αυτόν υπήρχαν ολοφάνερα ίχνη μιας πανάρχαιας, μάλλον προϊστορικής, οικιστικής εγκατάστασης.

Ο λόφος είναι πολύ απόκρημνος, τόσο από την βόρεια, όσο κι από την δυτική πλευρά του, έχει θέα προς την κοιλάδα του Νικηφόρου Δράμας, κυρίως από το βορειοδυτικό άκρο του, (7η φωτογραφία) και την κύρια, προφανώς αμυντικής φύσης οχύρωσή του αποτελούσε ένα τείχος, κτισμένο στην κορυφή του, που κάλυπτε τις εύκολα προσβάσιμες, ανατολική και νότια, πλευρές του, σήμερα είναι σωριασμένο, αν, όμως, κρίνει κανείς από τον μεγάλο όγκο του λιθοσωρού του, αυτό πρέπει να ήταν και αρκετά πλατύ και αρκετά υψηλό, (φωτογραφίες 8η έως και 15η). Στην βορειοδυτική άκρη του υπάρχουν ίχνη πιθανόν κάποιου πύργου, (8η φωτογραφία).

Για την κατασκευή του τείχους αυτού δεν χρησιμοποιήθηκε συγκολλητική ουσία και μοιάζει πολύ με τον μεγάλο αριθμό όμοιων, ορεινών οχυρώσεων, που προαναφέραμε ότι συνηθίζεται να ονομάζονται «θρακικές».

Πλην όμως, το τείχος αυτό παρουσιάζει μια περίεργη ιδιαιτερότητα: Βρίσκεται στην κορυφή του λόφου, αφήνοντας μια πολύ μικρή έκταση, (50 τ.μ. περίπου), ανάμεσα στο ίδιο και στον γκρεμό, στην οποία (έκταση) δεν υπάρχει κανένα ίχνος κτίσματος και, εν γένει, κατοίκησης. Τίθεται, συνεπώς, το ερώτημα: Τι προστάτευε το ισχυρό τείχος, έτσι όπως βρίσκεται πολύ κοντά στον δυτικό γκρεμό του λόφου; Η μόνη πιθανότητα, κατά την άποψή μας, είναι ότι αποτελούσε «έσχατη γραμμή άμυνας».

Έξω, όμως, από το τείχος που περιγράψαμε, υπάρχουν τουλάχιστον δύο «ζώνες κατοίκησης», πλάτους λίγων δεκάδων μέτρων η καθεμιά, «προστατευόμενες ;» από δύο (2) οριζόντια τειχίσματα, που περιτρέχουν μεγάλα τμήματα του λόφου, ο μικρός όγκος του οικοδομικού υλικού των οποίων δείχνει ότι αυτά δεν είχαν ούτε ικανό ύψος, ούτε ικανό πλάτος και ότι, συνεπώς, δεν επρόκειτο γι’ αμυντικά τείχη ή προτειχίσματα, (διότι, αν ήταν τέτοια, έπρεπε ν’ απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους – δείτε, λ.χ. την ακρόπολη του Σέσκλου, στην Θεσσαλία - και να έχουν αφήσει στο έδαφος πολύ μεγαλύτερους όγκους των υλικών της κατασκευής τους), αλλά μάλλον για ισχυρές περιφράξεις, προοριζόμενες για την προστασία των οικιστικών χώρων από άγρια ζώα, ληστές κλπ.. Αυτή την άποψή μας ενισχύει η παρατήρηση ότι τους δυο αυτούς, χαμηλούς περιβόλους συνέδεαν άλλα, ακόμη μικρότερα, κάθετα τοιχία, σχηματίζοντας, όπως θα λέγαμε με σύγχρονους όρους, μικρά «οικοδομικά τετράγωνα». (Στις φωτογραφίες που αναρτούμε, βλέπετε, στις μεν 17η έως και 26η, το δεύτερο (μεσαίο) «τείχισμα», στις δε 27η έως 29η το τρίτο (κατώτερο) τείχισμα).

Μέσα σ’ αυτές τις «ζώνες», τις οποίες σχημάτιζαν το τείχος της κορυφής και τα δύο χαμηλότερα τειχίσματα, διακρίνονται πολλοί, (μερικοί με ύψος μέχρι και 3 μέτρων) λιθοσωροί, που δείχνουν ότι επρόκειτο, ίσως, για χώρους κατοίκησης, ιερά κλπ. (Τους σωρούς αυτούς βλέπετε στις φωτογραφίες 29η έως και 41η από τις φωτογραφίες που αναρτώ).

Στηριζόμενοι σ’ όλες αυτές, τις επιτόπιες παρατηρήσεις, τολμούμε να υποθέσουμε, (χωρίς, φυσικά, να θέλουμε να υποκαταστήσουμε τους αρμόδιους επιστήμονες), ότι η όλη κατασκευή του συγκεκριμένου λόφου αποτελούσε μια προϊστορική, οικιστική εγκατάσταση, με στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης ανθρώπων και ζώων, όχι από εχθρικές απειλές, αλλ’ από άγρια ζώα, ληστές κλπ. (δείτε, εδώ και την 17η φωτογραφία, στην οποία φαίνεται όστρακο αγγείου, φωτογραφημένο στην επιφάνεια του λιθοσωρού του αμυντικού τείχους της κορυφής του λόφου).











































Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024


Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ, ΣΑΒΑΖΙΟΥ (ΔΙΟΝΥΣΟΥ), ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΟΡΟΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ, ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ, ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

(Κείμενο ομιλίας μου, στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, την 15η Δεκεμβρίου του 2024)

Οι αρχαίοι Θράκες, οι οποίοι, παρά τον χωρισμό τους σε πλήθος φύλων, αποτελούσαν, σύμφωνα με το Στράβωνα, ένα μεγάλο έθνος, που υπολειπόταν μόνο του έθνους των Ινδών σε μέγεθος, κατείχαν, ίσως ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, μια τεράστια έκταση, που εκτεινόταν από τον ποταμό Στρυμόνα μέχρι το Βυζάντιο και από το Αιγαίο πέλαγος μέχρι τον ποταμό Δούναβη. Περιλαμβάνονταν, έτσι, στο έθνος των Θρακών και τα φύλα που κατοικούσαν σε ολόκληρη την μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα περιοχή, που, μέχρι την εποχή του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου του Β', εθεωρείτο Θράκη.

Στα πρώτα, ιστορικά χρόνια, (7ο και 6ο αι. π.Χ.), το θρακικό αυτό έθνος κυριαρχούσε στην γύρω από το Παγγαίο περιοχή των σημερινών Περιφ. Ενοτήτων Σερρών, Δράμας και Καβάλας, αναμεμειγμένο με υπολείμματα των παλαιών φύλων των Φρυγών και των Παιόνων, ενώ την ίδια εποχή, στα παράλια άρχιζαν, ήδη, να ιδρύονται οι πρώτες, ελληνικές αποικίες.

Ο Ηρόδοτος λέει ότι οι Θράκες σέβονταν μόνο τον Άρη, τον Διόνυσο και την Αρτέμιδα: «θεούς δε σέβονται μούνους τούσδε: Άρεα και Διόνυσον και Άρτεμιν». Το όνομα του θρακικού θεού, που ο Ηρόδοτος τον ταυτίζει με τον Διόνυσο, ήταν «Σαβάζιος»: Ένα σχόλιο στον Αριστοφάνη πληροφορεί πως «Σαβάζιον τον Διόνυσον οι Θράκες καλούσι» και σειρά από μαρ¬τυρίες σχολιαστών και λεξικογράφων επιμένουν στον ταυτισμό τους.

Στο Παγγαίο, ειδικότερα και στην χώρα που το περιέβαλλε, μια θεϊκή μορφή, φωτεινή σαν ήλιος και ταυτόχρονα σκοτεινή σαν Αδης, πότε συσπασμένη από βακχικό οίστρο, πότε ήρεμη, όπως τα φύλλα του ιερού του φυτού, του κισσού, κυριαρχούσε ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους. Ήταν ο Διόνυσος, που το ελληνικό του επίθετο Βάκχος και το θρακικό του Σαβάζιος προήλθαν, πιθανόν, από τελετουργικές κραυγές των πιστών του, ο θεός που είχε το μεγάλο μαντείο του στο Παγγαίο. Οι τελετές των παιδικών χρόνων του και ο μύθος του Λυκούργου, στον οποίο θ’ αναφερθώ στη συνέχεια, με ωθούν να πιστέψω κι εγώ, (πράγμα που γίνεται πια σήμερα γενικά αποδεκτό), ότι ο Θεός αυτός δεν ήταν, στην αρχαία, θρακική μορφή του, Θεός του κρασιού και της κραιπάλης. Ούτε στην Ιλιάδα, ούτε στους παλιότερους ποιητές και συγγραφείς φαίνεται ο Θεός αυτός να είχε τέτοιες ιδιότητες, τις οποίες του προσέδωσαν οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, αιώνες μετά την αρχική του και καθαρή λατρεία, από τους Θράκες, Στους τελευταίους, ο Διόνυσος – Σαβάζιος ήταν αρχικά ένας θεός του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε την ανάσταση της νεκρής, κατά τον χειμώνα, φυτικής και ζωϊκής ζωής.

Για να σας αποδείξω αυτόν τον ισχυρισμό μου, θα επικαλεστώ μια πολύ ενδιαφέρουσα διάλεξη, του Γάλλου αρχαιολόγου, Albert Gayet, που είχε τίτλο «Η βακχική λατρεία στην Αντινόη ή Αντινοούπολη (της Αιγύπτου)» και δημοσιεύτηκε το έτος 1907. Σ’ εκείνη την διάλεξη, ο ομιλητής, επιφανής αρχαιολόγος της εποχής του και ανασκαφέας της Αντινόης, ανέφερε τα εξής, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, για την λατρεία του Σαβαζίου ή Διονύσου, στο Παγγαίο όρος: «Η γενικότερα αποδεκτή στην Αττική πεποίθηση θεωρούσε τον θεό ως καταγόμενο από την Θράκη, όπου αυτός λατρευόταν με το όνομα Σαβάζιος. Αυτός ο θεός ήταν γνωστός στον Όμηρο, ο οποίος, και είναι χαρακτηριστικό αυτό το γεγονός, δεν του αποδίδει την ανακάλυψη του κρασιού, αλλά τον παρουσιάζει να κατεβαίνει από τα βουνά, ακολουθούμενος από τις μαινάδες. Οι τελετουργίες της λατρείας του αποτυπώνουν αυτή την πεποίθηση. Μόνες τους, (δηλαδή χωρίς άνδρες), οι γυναίκες δέχονταν τη μύηση και συμμετείχαν στα Όργια: Ντυμένες με μακρύ φόρεμα, φτιαγμένο από νεβρίδα, (δέρμα νεαρού ελαφιού), στεφανωμένες με κισσούς, κρατώντας στα χέρια τον θύρσο, στο μπράτσο τους τυλιγμένο ένα φίδι, τελούσαν τις τελετές τους, κραυγάζοντας «ευάν», μέσα στα όρη. Στις Βάκχες του Ευρυπίδη αποδίδεται πιστά αυτή η εικόνα. Το πιο περίφημο μαντείο του θεού ήταν αυτό των Σατρών, που βρισκόταν πάνω στις υψηλότερες κορυφές του όρους Παγγαίου. Φημισμένο ήδη από τα χρόνια του Ηροδότου, το ιερό αυτό είχε τέτοια φήμη κατά την ρωμαϊκή εποχή, ώστε πήγε να το συμβουλευθεί ο Οκταβιανός (ενν. τον Αύγουστο, τον ιδρυτή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Αυτός ο Διόνυσος ζει μοναχικά. Καμία θεότητα δεν συνδέεται μαζί του, είτε σαν μητέρα του, είτε σαν σύζυγός του. Οι μυθογράφοι δεν γνωρίζουν παρά μόνο τον πατέρα του, τον Κάβειρο. Η λατρεία του, η οποία συμπυκνώνεται στα όργια, είναι ενθουσιαστική, γεμάτη με θεϊκό ενθουσιασμό (μανία) και έχει ως χαρακτηριστικό της την έκσταση, κατά την οποία η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα, για να ζήσει μια δεύτερη ζωή. Αυτή η θρησκεία εξαπλώθηκε στην Μακεδονία και σε όλη την βόρεια Ελλάδα και υπήρξε η πηγή προέλευσης του μύθου του Πενθέα και των θυγατέρων του Μινύα».

Τη σχέση του Σαβαζίου – Διονύσου του Παγγαίου και γενικότερα της Θράκης και των Θρακών ηγεμόνων με τους μεγάλους Θεούς Καβείρους της Σαμοθράκης, η οποία προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα της διάλεξης του Gayet, αποδεικνύει και η εύρεση, κατά την ανασκαφή, πριν από αρκετές δεκαετίες, της Σευθοπόλεως, πόλης – πρωτεύουσας του βασιλέα των Οδρυσών Θρακών, Σεύθη Γ’, (κοντά στην οποία βρέθηκε, προς εικοσαετίας, ασύλητος, ο πλούσιος τάφος του τελευταίου: https://www.youtube.com/watch?v=O_xyeFM1_s8 ), μιας επιγραφής, γραμμένης στην ελληνική γλώσσα, που περιείχε το διάταγμα του Σεύθη Γ’ για την ίδρυση της πρωτεύουσάς του. Σ’ αυτήν, λοιπόν, την επιγραφή αναφέρεται ότι ένα αντίγραφό της έπρεπε να κατατεθεί στο ιερό των μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης.

Περίτρανη, τώρα και μάλιστα ζωντανή μέχρι σήμερα, απόδειξη του γεγονότος, ότι ο Σαβάζιος, που λατρευόταν από τα θρακικά φύλα της περιοχής της σημερινής Ανατ. Μακεδονίας, ήταν θεός της βλάστησης και της αναγέννησης της φύσης, εγγυητής της επόμενης σοδειάς των αγρών, αποτελούν και οι ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ.

Επειδή στις 21 Δεκεμβρίου η γη βρίσκεται στο χειμερινό ηλιοστάσιο, μετά το οποίο η ημέρα αρχίζει να μεγαλώνει, ήδη από την ελληνική και στη συνέχεια την ρωμαϊκή αρχαιότητα, από τις 17 Δεκεμβρίου έως τις 6 Ιανουαρίου τελούνταν πολυάριθμες γιορτές, με τις οποίες γιορταζόταν η αναγέννηση της φύσης, (π.χ. Σατουρνάλια, Βρουμάλια, Καλένδες κλπ.) Τις γιορτές αυτές η χριστιανική θρησκεία προσπάθησε να ξεριζώσει, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερε, κυρίως στην ελληνική και ρωμαϊκή ύπαιθρο, παρόλο που μέσα στις ημέρες αυτές τοποθέτησε κορυφαίες, χριστιανικές γιορτές, (π.χ., 25 Δεκεμβρίου την γέννηση του Χριστού, 6 Ιανουαρίου την βάπτισή του κλπ.)

Σε πολλές από τις γιορτές αυτές, ήδη από την πιο μακρινή, ελληνική αρχαιότητα, γίνονταν μεταμφιέσεις, οι οποίες, καθώς και τα τελετουργικά των αρχαίων, παγανιστικών γιορτών, διατηρήθηκαν στην ύπαιθρο της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Θράκης και της νότιας Βουλγαρίας, μέχρι σήμερα.

Στην περιοχή της Καβάλας και της Δράμας, υπάρχουν ορισμένα χωριά, που κατοικούνται, από χιλιάδες χρόνια, από γηγενείς κατοίκους, οι οποίοι διατήρησαν τα αρχαία, παγανιστικά έθιμά τους και τις μεταμφιέσεις τους, παρόλο που τώρα πια οι ίδιοι δεν γνωρίζουν το βαθύτερο νόημα των τελετουργιών τους!

Τα έθιμα αυτά τελούνται κάθε χρόνο, στις 6 και 7 Ιανουαρίου, στη Νικήσιανη του Παγγαίου, στην Καλή Βρύση, το Μοναστηράκι, τον Βώλακα, το Παγονέρι και την Πετρούσα της Δράμας. Τα τελετουργικά διαφέρουν από χωριό σε χωριό, τα πιο αρχαία, όμως, περιλαμβάνουν ένα πολύ ενδιαφέρον, αρχαιοελληνικό τελετουργικό, που τελείται από τους μεταμφιεσμένους στη Νικήσιανη του Παγγαίου, στο Μοναστηράκι, τον Βώλακα και το Παγονέρι της Δράμας. Πρόκειται για ένα έθιμο, που σχετίζεται με την αναγέννηση της φύσης και το οποίο τελειώνει με μια εικονική μάχη, με ξύλινα σπαθιά, ανάμεσα σε δύο μεταμφιεσμένους Αράπηδες, από τους οποίους ο ένας «σκοτώνει» τον άλλο, αλλά σε λίγο ο «νεκρός» ανασταίνεται, αφού προηγούμενα τον καλύπτουν με τα σώματά τους οι συμπολεμιστές του, όπως ακριβώς ο σπόρος, αφού θάβεται και «πεθαίνει» μέσα στη γη, φυτρώνει στη συνέχεια, δηλαδή «ανασταίνεται» και δίνει νέα ζωή.

Το έθιμο που προανέφερα, το περιγράφει ο αρχαίος ιστορικός Ξενοφών, στο 6ο βιβλίο του έργου του «ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ», αναφέροντας ότι το αναπαρέστησαν Θράκες που υπηρετούσαν στον στρατό του (των Μυρίων), όταν οι Μύριοι ήταν φιλοξενούμενοι του βασιλιά των Παφλαγόνων, Κορύλα.

Είναι, ως εκ τούτου, υπέροχο και ιδιαίτερα σημαντικό το ότι το ίδιο εκείνο έθιμο τελούν μέχρι σήμερα, απαράλλακτο, οι σημερινοί απόγονοι των αρχαίων εκείνων Θρακών, που ζουν εδώ και χιλιάδες χρόνια στην περιοχή μας, (άλλοτε σπουδαία κοιτίδα θρακικών φύλων). «[6.1.5] Κι αφού έγιναν οι σπονδές και παιάνισαν, σηκώθηκαν πρώτα οι Θράκες και χόρευαν οπλισμένοι, κατά τον ήχο του αυλού και πηδούσαν ψηλά κι ελαφρά και κρατούσαν γυμνά τα σπαθιά τους και τα έπαιζαν. Τέλος, ο ένας χτυπά τον άλλο, έτσι, ώστε όλοι νόμισαν ότι είχε πληγωθεί ο άνθρωπος, πλην αυτό έγινε με τέχνη, (ώστε να μην προκληθεί) βλάβη. [6.1.6] Οι Παφλαγόνες φώναξαν δυνατά. Και ο μεν νικητής, αφού αφαίρεσε τα όπλα του αντιπάλου του, βγήκε έξω, υμνώντας τον Σιτάλκη, (σημ. δική μου: Τότε βασιλιά των Θρακών), άλλοι δε Θράκες μετέφεραν τον νικημένο σαν να ήταν νεκρός, αλλ’ όμως εκείνος δεν είχε πάθει τίποτε».

Στ’ άλλα χωριά της Δράμας, που προανέφερα, είτε δεν γίνεται κανένα τελετουργικό, παρά μόνο μεταμφιέσεις, είτε γίνεται κάποιο διαφορετικό τελετουργικό, όπως στην Καλή Βρύση και στο Παγονέρι της Δράμας, όπου τελείται κι ένας Διονυσιακός γάμος, στον οποίο, τον ρόλο της νύφης τον υποδύεται άνδρας.

ΑΡΧΑΙΟΙ, ΤΟΠΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ, ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΑΖΙΟΥ

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ

Πάνω στο Παγγαίο και με πρωταγωνιστή πάντοτε τον μεγάλο θεό των Θρακών, τον Διόνυσο Σαβάζιο, διαδραματίστηκε ο τραγικός μύθος του Θράκα βασιλέα Λυκούργου, τον οποίο περιγράφει ο Όμηρος στην έβδομη ραψωδία της Ιλιάδος, (στίχ. 129 επόμ.) και αργότερα κι ο Απολλόδωρος στη Μυθολογική Βιβλιοθήκη του (3ο βιβλίο, στ. 34 επόμ.). Σύμφωνα μ' αυτό τον μύθο, ο φοβερός βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, ο Λυκούργος, γιος του Δρύαντα, συγκρούστηκε με τους αθανάτους θεούς. Συγκεκριμένα, κατεδίωξε τις τροφούς του μικρού Διονύσου, τις Βάκχες και τους Σατύρους μέσα στην ίδια την ιερή, μυθική χώρα που γέννησε τον θεό, την ονομαζόμενη στην Ιλιάδα Νύσα. Και τις μεν Βάκχες και τους Σατύρους τους συνέλαβε, όμως οι τροφοί του Διονύσου του ξέφυγαν, πετώντας τους θύρσους τους κι όλα τα τελετουργικά τους αντικείμενα, ενώ ο Λυκούργος τις χτυπούσε. Ο ίδιος ο μικρός Διόνυσος, από τον φόβο του βούτηξε μέσα στη θάλασσα, όπου η θεά Θέτιδα, τον δέχθηκε τρεμάμενο στην αγκαλιά της. Τότε η οργή του Δία έπεσε πάνω στον Λυκούργο που τυφλώθηκε και δεν άργησε να πεθάνει, κλεισμένος σε σπήλαιο του Παγγαίου από τον ίδιο τον Διόνυσο. Σύμφωνα όμως με άλλη παραλλαγή του μύθου, που την διέσωσε ο Απολλόδωρος, ο Διόνυσος τρέλανε με την ιερή μανία τον Λυκούργο, ο οποίος μ' ένα τσεκούρι σκότωσε τον γιο του Δρύαντα, νομίζοντας ότι αυτός ήταν κλήμα αμπελιού. Στη συνέχεια οι Ηδωνοί Θράκες, για να επαναφέρουν τη γονιμότητα της γης τους που είχε χαθεί, τον οδήγησαν σύμφωνα με ένα χρησμό του Παγγαιικού Διονύσου στο Παγγαίο, όπου τον έδεσαν κι εκεί, σύμφωνα με τη θέληση του Διονύσου, κομματιάστηκε από άγρια άλογα.

Όλη αυτή η γοητευτική περιπέτεια έλαβε χώρα, σύμφωνα με τον Όμηρο, στη Νύσα, «κατ' ηγάθεον Νυσήϊον». Η λέξη ηγάθεον σήμαινε «αγιασμένο». Επρόκειτο για μια ιερή χώρα, που οι Έλληνες της κλασσικής εποχής τοποθετούσαν κάπου στην Ανατολή. Η Ομηρική όμως Νύσα πρέπει να βρισκόταν, ασφαλώς, στην περιοχή όπου βασίλευε ο Λυκούργος και, δεδομένου ότι αυτός ήταν βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών, που κατοικούσαν στο βόρειο και δυτικό Παγγαίο, Νύσα δεν μπορούσε παρά να είναι αυτό το ίδιο το βουνό, μέσα στις κοιλάδες και τα σπήλαια του οποίου, όπως λέγει ο ομηρικός ύμνος στον Διόνυσο, το παιδί - θεός μεγάλωσε: «Νύσης εν γυάλοις». Άλλωστε και ο Αππιανός (De bello civile IV, 105) τοποθετεί κοντά στο Παγγαίο το «Νύσιον Πεδίον», ενώ και κατά τη γνώμη πολλών νεότερων επιστημόνων, (όπως ο σοφός αρχαιολόγος και καθηγητής P. Perdrizet), το όνομα Νύσα δεν είναι άλλο, από το πανάρχαιο, μυστικιστικό όνομα του Παγγαίου, πράγμα που προκύπτει κύρια από την τραγωδία του Ευρυπίδη «Βάκχες».

ΡΗΣΟΣ

Ο πιο αρχαίος και πιο αγαπητός, όμως, από τους ημίθεους των Θρακών του Παγγαίου ήταν ο μυθικός βασιλιάς τους, ο Ρήσος, για τον οποίο μίλησε πρώτος ο Όμηρος, που τον θεωρούσε γιο του Ηιονέα και βασιλιά των Θρακών που έτρεξαν σε βοήθεια των Τρώων, στον τρωικό Πόλεμο. Και ναι μεν, ο Όμηρος δεν μας λέει σε ποιο μέρος της Θράκης βασίλευε ο Ρήσος, όμως αν σκεφθούμε ότι το όνομα του πατέρα του, του Ηιονέα, έχει σχέση με το όνομα της αρχαίας πόλεως Ηιόνος, που βρισκόταν στις εκβολές του Στρυμόνα, καταλαβαίνουμε εύκολα ότι αυτός θεωρούνταν από τους Έλληνες ότι βασίλευε στο Παγγαίο και την γύρω περιοχή.

Ο Ρήσος, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, κατά το τελευταίο έτος του τρωικού πολέμου προσέτρεξε σε βοήθεια των Τρώων, φέρνοντας μαζί του τα κάτασπρα σαν χιόνι άλογά του, το κατασκευασμένο από χρυσό κι ασήμι άρμα του και τα από τα ίδια υλικά φτιαγμένα υπέροχα όπλα του, την νύχτα, όμως, της άφιξής του στην Τροία, τον σκότωσε ο ήρωας Διομήδης, ενώ ο Οδυσσέας άρπαξε τ' άλογά του, όπως για όλα αυτά μας πληροφορεί ο Όμηρος στην δέκατη ραψωδία της Ιλιάδος. Οι Τρώες τον έθαψαν κάτω από ένα τύμβο, που κατασκεύασαν με την φροντίδα του Έκτορα κι εκεί το σώμα του αναπαύθηκε επί αιώνες.

Και για μεν τους Έλληνες, ανέφερα ήδη ότι ο Ρήσος ήταν βασιλιάς των Θρακών του Παγγαίου. Για τους Θράκες, όμως, αυτός ήταν θεός, του οποίου η λατρεία δεν μας είναι γνωστή μόνο στην Αμφίπολη, αλλά και σ' άλλα μέρη της αρχαίας Θράκης. Εν πάση όμως περιπτώσει, γνωρίζουμε ότι ακόμη και μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Ρήσος λατρευόταν από το θρακικό φύλο των Βησσών της Ροδόπης σαν θεός, με πιο γνωστές ιδιότητες αυτές του κυνηγού και του θεραπευτή, ο οποίος, όπως αναφέρει ο επίλογος της τραγωδίας «ΡΗΣΟΣ» του Ευρυπίδη, γενόμενος ανθρωποδαίμων της διονυσιακής πομπής, δηλαδή γενόμενος από άνθρωπος ημίθεος, θα είναι για πάντα προφήτης του Βάκχου, κρυμμένος στα σπήλαια του Παγγαίου που η γη του κρύβει ασήμι, όπου, όχι μόνο θα προλέγει τα μελλούμενα, αλλά θα στέλνει ο ίδιος τη θεία φώτιση στους προφήτες του, για τους οποίους θα είναι σεβαστός θεός.

ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΣΑΒΑΖΙΟΥ – ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΟΡΟΣ

Οι Θράκες, από τα πανάρχαια χρόνια, ήταν γνωστοί για την ενασχόλησή τους με την μαντική τέχνη. Το γεγονός ότι οι αρχαιότεροι ιερείς του μαντείου του Απόλλωνα, στους Δελφούς, ονομάζονταν από τους Έλληνες «Θρακίδαι», αποδεικνύει ότι, στα βάθη της αρχαιότητας, την μαντική τέχνη την είχαν μεταφέρει κι ασκήσει, στο κεντρικό αυτό μαντείο του ελληνικού κόσμου, πρώτοι οι Θράκες.

Ακόμη, όμως, πιο χαρακτηριστική απόδειξη της από τα πανάρχαια χρόνια άσκησης της μαντικής τέχνης, στην περί το Παγγαίο περιοχή, περιέχουν οι εξής παρατηρήσεις:

Το γεγονός ότι το όνομα του θρακικού φύλου των Οδομάντων, που ζούσε βόρεια του Παγγαίου και ήταν συγγενικό με το φύλο των Ηδωνών, πλάι στο οποίο ήταν εγκατεστημένο, θεωρείται, από τους ειδικούς επιστήμονες, ότι το αποτελούσαν δύο απλά, δισύλλαβα στοιχεία: Το πρώτο στοιχείο ήταν το όνομα της μητρικής φυλής – αυτής των Οδωνών ή Ηδωνών και το δεύτερο ήταν ίσως ανάλογο, και από την άποψη της ρίζας κι από την άποψη της σημασίας του, με το ελληνικό μάντις: Οδομάντεις ή Οδόμαντες, λοιπόν, ήταν οι μάντεις, οι ιερείς του φύλου των Ηδωνών, κατ’ αναλογία με τους Βησσούς, που ήταν οι μάντεις του μαντείου του Διονύσου στο Παγγαίου, το οποίο κατείχε το φύλο των Σατρών.

Το γεγονός, επίσης, ότι πολλά ονόματα ανδρών και γυναικών, στην γύρω από την Αμφίπολη και το Παγγαίο όρος περιοχή, έφεραν, ήδη από την κλασική αρχαιότητα, ονόματα, γνωστά από την ιστορία ή από επιγραφές, που σχετίζονταν άμεσα με την μαντική τέχνη. (Μάντας, Μάντης, Μαντώ κλπ.)

Είχε βαθιές ρίζες, λοιπόν, η μαντική τέχνη στο Παγγαίο όρος και η ανάπτυξή της οφειλόταν στην ίδρυση και λειτουργία, ήδη από τα πρώιμα, ιστορικά χρόνια, του μεγάλου μαντείου του Διονύσου Σαβαζίου, από την πολεμική φυλή των Σατρών, ένα θρακικό φύλο, συγγενικό με τους γείτονές του, Ηδωνούς και Οδόμαντες, αλλά και με τους μαχαιροφόρους Βησσούς της Ροδόπης, το οποίο κατείχε το καλύτερο μέρος των μεταλλείων του όρους κι είχε στην επίβλεψη και φροντίδα της και το φημισμένο ιερό του Σαβαζίου - Διονύσου, που βρισκόταν σε μια από τις υψηλότερες κορυφές του όρους. Αυτό ήταν, πιθανότατα ένα βαρβαρικό ιερό, χωρίς κτίσματα και χωρίς απεικονίσεις, ή καλύτερα κάποιο σπήλαιο, αφού η λατρεία του θρακικού Διονύσου ήταν λατρεία που τελούνταν κυρίως νύχτα, στην ύπαιθρο και στα όρη. Στο ότι, εξ άλλου, το μαντείο του Βάκχου του Παγγαίου βρισκόταν μάλλον σε σπήλαιο, συνηγορεί και το γεγονός ότι αυτός ο Βάκχος, (όπως κι ο Απόλλων των Δελφών), στο ιερό του στο Παγγαίο είχε μια γυναίκα ως "προμάντιδα", δηλαδή σαν Πυθία. Όπως στους Δελφούς έτσι κι εδώ ειδικευμένοι ιερείς, οι προφήται, έδιναν σχήμα και μετέφεραν στους πιστούς τους ακατανόητους χρησμούς που ο θεός ενέπνεε σ' αυτή τη γυναίκα, όταν αυτή, καθισμένη πάνω από χάσμα της γης, έπεφτε σ’ έκσταση, κάτω, πιθανόν, από την επήρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Όπως στους Δελφούς, αυτοί οι χρησμοί, ακόμη και μετά τη σύνταξή τους δεν ήταν απόλυτα σαφείς, όπως όλα αυτά μας τα λέει ο ίδιος ο Ηρόδοτος, ο οποίος ανέβηκε σαν προσκυνητής στο μεγάλο και φημισμένο εκείνο ιερό του Παγγαίου, με ταυτόχρονο σκοπό να συλλέξει και τις αναγκαίες για την ιστορία του πληροφορίες και να συγκρίνει το μαντείο του Παγγαίου μ' εκείνο του Απόλλωνα στους Δελφούς. Άλλωστε, οι Βησσοί της Ροδόπης, τους οποίους οι Σάτρες του Παγγαίου είχαν καλέσει για να λειτουργούν το μαντείο του Παγγαίου ως ιερείς του, γιατί αυτοί οι τελευταίοι, από πολύ νωρίτερα, λειτουργούσαν και το «κεντρικό», ούτως ειπείν», μαντείο του Βάκχου στη Ροδόπη, είναι πολύ πιθανό να στέγαζαν και αυτό το τελευταίο σε κάποιο σπήλαιο, όπως δείχνει η ανεύρεση ενός σημαντικού, τέτοιας, σπηλαιώδους μορφής ιερού, που ίσως και να ταυτίζεται με το προαναφερθέν μαντείο της Ροδόπης, στη βόρεια πλευρά της τελευταίας, στη θέση όπου υπήρχε η βυζαντινή θέση «Περπερικόν», σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από τη σημερινή, βουλγαρική πόλη Κάρτζαλι.

Ο ΜΠΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ, ΒΑΚΧΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ, ΟΡΦΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Η ορφική διδασκαλία, που συνδεόταν με την λατρεία του θεού Απόλλωνα, δεν έγινε εύκολα δεκτή, όταν έφθασε στην περιοχή του Παγγαίου, στην οποία κυριαρχούσε ο κορυφαίος, Θράκας Θεός, ο Σαβάζιος – Διόνυσος. Αυτό μας το μαρτυρά ένα απόσπασμα από τους «Καταστερισμούς» του Ερατοσθένη, (3ος αιώνας π.Χ.), το οποίο μας παρέχει την πληροφορία ότι ο Αισχύλος, ο μεγάλος, τραγικός ποιητής, είχε γράψει μια τραγωδία, στην οποία είχε παρουσιάσει τον διαμελισμό του Ορφέα, από τις Βασσαρίδες γυναίκες του Παγγαίου. Δείτε, ακριβώς, τι λέει ο Ερατοσθένης, σε μετάφραση από το αρχαίο κείμενο: «Όταν ο Ορφέας, χάριν της γυναίκας του, (που είχε πεθάνει), κατέβηκε στον Άδη και είδε τί συνέβαινε εκεί, τον μεν Διόνυσο δεν τιμούσε πια, παρόλο που είχε δοξαστεί ο ίδιος απ’ αυτόν, τον δε Ήλιο θεωρούσε ως τον μέγιστο των θεών, τον οποίο και ονόμασε Απόλλωνα. Και αφού ξυπνούσε, όσο ήταν ακόμη νύχτα, από τα χαράματα, στο όρος το καλούμενο Παγγαίο περίμενε την ανατολή, για να δει πρώτος αυτός τον Ήλιο. Γι’ αυτό τον λόγο ο Διόνυσος οργίστηκε κι έστειλε πάνω του τις Βασσαρίδες γυναίκες, όπως λέει ο Αισχύλος, ο ποιητής των τραγωδιών, οι οποίες τον κομμάτιασαν και τα μέλη του τα έριξαν χωριστά το ένα από το άλλο, οι δε Μούσες, αφού τα μάζεψαν, τα έθαψαν στα αποκαλούμενα Λείβηθρα» (αρχαία πόλη κοντά στο Λιτόχωρο)».

Αφότου, όμως, η ορφική διδασκαλία μπολιάστηκε με την αρχαία λατρεία του μεγάλου, Θράκα Θεού, στην περιοχή του Παγγαίου (κι αυτό το μπόλιασμα έγινε, όπως δέχονται σημαντικοί επιστήμονες, πολύ πριν την ρωμαϊκή κατάκτηση), η διονυσιακή λατρεία είχε, πλέον, δύο πρόσωπα, αφενός το πρωταρχικό της, πρωτόγονο πρόσωπο κι αφετέρου ένα μεταγενέστερο, επαναστατικό. Από τη μια ήταν μια θρησκεία παραφροσύνης, ιερής μανίας, τρέλας και τρομερών τελετουργιών, (ωμοφαγία), από την άλλη, όμως, υπήρχε μέσα στον βακχικό ενθουσιασμό μια άμεση εμπειρία του θείου κι επίσης ένας κανόνας εξαγνισμού και ηθικής ανύψωσης. Έτσι, η πανάρχαια λατρεία του Θράκα Διονύσου – Σαβαζίου, μπολιασμένη με την ορφική φιλοσοφία και τις απόψεις των Ορφικών, σχετικά με την αθανασία της ανθρώπινης ψυχής, ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια, παρουσίαζε εκπληκτικές ομοιότητες με την χριστιανική διδασκαλία για την αθανασία της ψυχής.

Αυτό το πνευματικό περιεχόμενο, όμως, που τόσο θυμίζει βασικές αρχές του Χριστιανισμού, αναμφίβολα δεν πρέπει να υπήρχε στην αρχαία, διονυσιακή θρησκεία αλλά μόνο στη μεταγενέστερη, εξελιγμένη μορφή της. Στην αρχή, αυτή η θρησκεία δεν είχε άλλο σκοπό, καθώς κι όλες οι αγροτικές θρησκείες, παρά να εξασφαλίσει την ανάσταση της νεκρής κατά τον χειμώνα φυτικής και ζωϊκής ζωής.

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ, ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗΣ

Όταν ιδρύθηκε η ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων, μετά το 42 π.Χ., οι Ιταλοί και οι Ρωμαίοι άποικοι, που πλημμύρισαν την περιοχή γύρω από το Παγγαίο, έφεραν μαζί τους τις δικές τους λατρείες και τους δικούς τους θεούς κι αυτές οι λατρείες ήλθαν σύντομα σ' επαφή με τις τοπικές, θρακικής κυρίως προέλευσης λατρείες, που υπήρχαν εδώ από παλιά, καθώς και με ανατολικές λατρείες, που ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., με την εξάπλωση του ελληνικού πνεύματος στην Ανατολή, από τον Μ. Αλέξανδρο, άρχισαν να μεταφέρονται και στην Παγγαιική ενδοχώρα.

Ανάμεσα στους Θεούς που ήλθαν από την Ιταλία ήταν και ο Liber pater, με τη σύζυγό του, την Libera. Ο Θεός αυτός, στην Ιταλία, πριν τον ερχομό των αποίκων, ταυτιζόταν, ως προς τις ιδιότητες που του απέδιδαν, με τον Διόνυσο και, όπως ήταν φυσικό, έτυχε από τους αυτόχθονες Θράκες της περιοχής μας ευμενέστατης υποδοχής, αφού επρόκειτο για τον ίδιο, τον δικό τους, μέγιστο Θεό του γειτονικού Παγγαίου, τον Διόνυσο – Σαβάζιο, του οποίου το μαντείο δεν είχε πάψει να υπάρχει. Μάλιστα, την ταύτιση του ρωμαίου θεού με τον Θράκα Διόνυσο δέχθηκαν ακόμη και οι μυημένοι πιστοί του Διονύσου, που υπήρχαν στα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης της περιοχής γύρω από το Παγγαίο.

Η λατρεία του Διονύσου, στην περιοχή μας, κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, τελούνταν όχι μόνο ατομικά, από τους πιστούς, αλλά κύρια από ομάδες πιστών, συνασπισμένες σε θιάσους, που υπήρχαν, ήδη από αιώνες νωρίτερα, σ' όλους πιθανόν τους οικισμούς γύρω από το Παγγαίο και είχαν έντονο, μυστικιστικό χαρακτήρα, είχαν δε μέλη κυρίως Θράκες, αλλά ενίοτε και Ρωμαίους, όπως φανερώνουν τα ονόματα των επιγραφών που τους μνημονεύουν. Έτσι, Διονυσιακό θίασο γνωρίζουμε από μια στήλη από το Ποδοχώρι, η οποία βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου και πάνω στην οποία είναι γραμμένα τα εξής: «Ζείπας έαυτώ και τη ιδία [συνβίω] Κλεύδι και τοις ιδίοις τέκνοις πάσι [εποίησε]», Καταλινπάν[ω] δε [μύστ)αις [Διονύσου δηνάρια ρκ'. Παρακαύσουσιν μοι ρόδοις κα[τ' έτος | . .], θιάσους μαινάδων γνωρίζουμε από επιγραφή στην περιοχή των Φιλίππων, από την Αλιστράτη Σερρών, την Καλή Βρύση Δράμας κ.λ.π.

Ανέφερα ήδη ότι η λατρεία του Διονύσου – Σαβαζίου, μπολιασμένη με την ορφική φιλοσοφία και τις απόψεις των Ορφικών, σχετικά με την αθανασία της ανθρώπινης ψυχής, ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια, παρουσίαζε εκπληκτικές ομοιότητες με την χριστιανική διδασκαλία για την αθανασία της ψυχής. Αυτή η ομοιότητα έγινε ιδιαίτερα έντονη, στα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης. Είναι πιθανό, ως εκ τούτου, να μην ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο κορυφαίος απόστολος του Χριστιανισμού, ο Παύλος, επέλεξε τους Φιλίππους, στους πρόποδες του Παγγαίου, για να ιδρύσει την πρώτη, χριστιανική εκκλησία επί ευρωπαϊκού εδάφους. Την πιο πάνω άποψη επιβεβαιώνει, με τον καλύτερο τρόπο, το σπαρακτικό, επιτάφιο επίγραμμα, του 3ου αιώνα μ.Χ., το οποίο χάραξε ένας «ειδωλολάτρης» πατέρας πάνω στο μνήμα του νεκρού παιδιού του. (Το επίγραμμα αυτό βρισκόταν στο λιθόστρωτο της εκκλησίας του Δοξάτου, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά το εξαφάνισαν οι Βούλγαροι κατακτητές, σε μια από τις δύο πρώτες κατοχές της Ανατολικής Μακεδονίας) : «Εφόσον πόνος κατάφερε να ξεσκίσει την αδάμαστη ψυχή του Ηρακλή, εγώ γιατί να διστάσω να θρηνήσω; Γιατί να μην ταιριάζει και σε σένα, παιδί μου, ο έπαινος, που χάρισε ο φημισμένος Όμηρος στο (νεκρό) σώμα του Αχιλλέα; Η βασίλισσα της Πάφου (εννοεί την Αφροδίτη) σου έδωσε ένα πρόσωπο όχι τόσο όμορφο, η ίδια όμως η θεά κατοικούσε μέσα στα φύλλα της καρδιάς σου. Αλήθεια! Μέσα στο στήθος σου ανθούσε μια σεμνή αρετή, από την οποία η ηλικία σου δεν αφαίρεσε ούτε την αξία, ούτε την μεγαλοψυχία. Όμως, με την βιαιότητα των πόνων μου δεν ζητώ να σ’ αρπάξω από τον θάνατο, αν και ο χαμός ενός παιδιού δικαιολογημένα μου φέρνει δάκρυα. Έχουμε συντριβεί απ’ αυτή την οδυνηρή πληγή. Εσύ, όμως, παρ’ όλα αυτά, αναγεννημένος (πια), ζεις μέσα στα Ηλύσια Πεδία (ήταν ο Παράδεισος των αρχαίων Ελλήνων). Η βούληση των θεών είναι, να ζει με άλλη μορφή, όποιος είναι άξιος του υπέρτατου φωτός! Αυτή είναι η ανταμοιβή σου, γιατί, στη σύντομη ζωή σου, η ήρεμη απλότητα που είχες ήταν σύμφωνη με την βούληση του Θεού. Τώρα, ο μύστης που κατέχει την ιερή σφραγίδα, μέσα σ’ ένα ανθισμένο λιβάδι, σε κατατάσσει ανάμεσα στους πιστούς του Βάκχου, δίνοντάς σου την μορφή του Σατύρου, ή οι νύμφες, που μεταφέρουν τα ιερά σύμβολα, σε αναγορεύουν σε σύντροφό τους, αυτές που οδηγούν, υπό το φως των αναμμένων δαυλών, τις πανηγυρικές πομπές…..»

Απηχεί, πράγματι, αυτή η επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων του Δοξάτου, το βαθύ ηθικό περιεχόμενο της Διονυσιακής Θρησκείας του Παγγαίου και της περιοχής του στα ρωμαϊκά χρόνια και κατ' επέκταση απηχεί τις αντιλήψεις των θρακικών φύλων, τα οποία, μολονότι «βάρβαρα» για τους Έλληνες, φαίνονται να ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο από τους τελευταίους για τη μέλλουσα ζωή και να είναι βέβαια για την ύπαρξή της, μια βεβαιότητα που φαίνεται από τ' ανάγλυφα που στόλιζαν τους τάφους των νεκρών τους, στα οποία, ενώ ποτέ σχεδόν δεν απεικονίζεται η μορφή αυτών των νεκρών, εν τούτοις πάντοτε απεικονίζονται τελετουργίες, (όπως το ιερό συμπόσιο) ή μορφές, (όπως ο Ήρωας Ιππέας), που έχουν σχέση με τη μέλλουσα ζωή. Είναι, δηλαδή, όλα τα επιτύμβια ανάγλυφα του Παγγαίου σύμβολα ελπίδας, ότι η ζωή δεν σταματά στον τάφο αλλ' ότι επεκτείνεται πέραν αυτού και, ίσως, αρχίζει μετά τον τάφο.

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΠΡΩΤΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΑΒΑΛΑΣ

ΟΙ 23 ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΟΥΝ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ, ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ, ΠΟΥ ΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ, (ΣΤΙΣ 6 Ή 7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ), ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ:

3η – 6η φωτογραφία: Οι Αράπηδες της Νικήσιανης, του Δήμου Παγγαίου.

7η – 10η. Παγονέρι Δράμας

11η – 13η. Βώλακας Δράμας

14η – 15η. Μοναστηράκι Δράμας

16η – 21η. Καλή Βρύση Δράμας

22ή – 23η. Πετρούσα Δράμας

24η – 25η. Kukeri νότιας Βουλγαρίας

(Οι φωτογραφίες 3η έως 5η και 16η έως 21η είναι δικές μου, οι υπόλοιπες κυκλοφορούν στο διαδίκτυο)

26η. Ο βασιλιάς των Ηδωνών Θρακών του Παγγαίου όρους, Λυκούργος, σκοτώνει με πέλεκυ τη νύμφη Αμβροσία. (Ερυθρόμορφος απουλικός, καλυκωτός κρατήρας του Ζωγράφου του Λυκούργου (επώνυμο αγγείο), περίπου 350-340 π.Χ. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο).

27η. Το αγγείο αυτό κατασκευάστηκε στην ελληνική αποικία της Γέλας, στη Σικελία,τον 5ο αιώνα π.Χ. και βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου. Απεικονίζει τον μεγάλο Θράκα φιλόσοφο και μουσικό, τον Ορφέα, καθισμένο στην κορυφή του Παγγαίου όρους, να παίζει την λύρα του και τους Θράκες του Παγγαίου, τυλιγμένους σε τομάρια αλεπούδων, να τον ακούν μαγεμένοι!

28η. Απεικόνιση του Θράκα φιλοσόφου και μουσικού, Ορφέα, σε σαρκοφάγο, τοποθετημένη στην είσοδο του αρχαιολογικού μουσείου Θεσσαλονίκης.

ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ 29η ΕΩΣ ΚΑΙ 36η ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΠΗΛΑΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ, ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΤΕΛΟΥΝΤΑΝ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ:

29η – 31η. Της Παναγίας οι τρύπες, στην Μουσθένη του Παγγαίου, (στο σπήλαιο αυτό μέχρι σήμερα τελούνται θρησκευτικές τελετουργίες).

32η – 33η. Ασκητότρυπα του Παγγαίου, (απομεινάρια αρχαίας λιθολατρείας).

34η – 36η. Λατρευτικό σπήλαιο μάνας του νερού, Πλατανοτόπου Παγγαίου, (απομεινάρια αρχαίας λιθολατρείας).

37η. Η στήλη του Ποδοχωρίου Παγγαίου, στο Μουσείο του Λούβρου. (Η φωτογραφία της επιγραφής προέρχεται από το ηλεκτρονικό αρχείο του Μουσείου του Λούβρου - Département des Antiquités grecques, étrusques et romaines - stèle funéraire - 200 / 250 (1e moitié IIIe s. ap. J.-C.) - MND 327, Ma 3062).