ΕΝΑ ΤΑΠΕΙΝΟ, ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ, ΤΑΦΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ, ΣΤΟΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ – ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΣΕΛΙΑΝΗΣ – ΜΕΣΟΡΕΜΑΤΟΣ - ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΨΗΦΙΔΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ
Θα έτυχε σε όλους σας, αγαπητοί φίλοι, να έχετε βρεθεί στον εξωτερικό χώρο κάποιου αρχαιολογικού μουσείου και να έχετε δει εκεί, τοποθετημένες, μεταξύ άλλων και ολόκληρες στήλες ή τμήματα στηλών, συνήθως φτιαγμένων από μάρμαρο, που να έχουν πάνω τους χαραγμένες, αρχαίες επιγραφές.
Πριν κανα-δυό μήνες, επισκέφθηκα, για πολλοστή φορά, το αρχαιολογικό μουσείο των Φιλίππων. Όταν βγήκα στον εξωτερικό χώρο του, σε μια άκρη, ανάμεσα στην βλάστηση, πρόσεξα, για πρώτη φορά, ένα ταπεινό, επιτύμβιο μνημείο, που είχε πάνω του χαραγμένη μια λατινική επιγραφή, γραμμένη, όμως, με το ελληνικό αλφάβητο. Αμέσως, μου γεννήθηκε η περιέργεια, ν’ αναζητήσω την ερμηνεία της επιγραφής αυτής, την οποία βρήκα, σ’ ένα εξαιρετικό άρθρο του Paul Collart, δημοσιευμένο, τον Μάιο του 1930, με τίτλο «επιγραφές από Σέλιανη – Μεσόρεμα», στην περιοδική έκδοση της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών: Bulletin de correspondance hellénique, (τόμος 54, 1930. σ. 376-391 – Το άρθρο αυτό μπορείτε να το δείτε άμεσα, στην ιστοσελίδα:
http://www.persee.fr/web/revues/home/prescript/article/bch_0007-4217_1930_num_54_1_2889).
Ο Paul Collart, (1η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ), ήταν Ελβετός Ελληνιστής, ειδικός στην μελέτη των παπύρων της πτολεμαϊκής Αιγύπτου και της ιστορίας των ελληνιστικών χρόνων, μέλος της «Academie des inscriptions et belles letters» και της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και ανασκαφέας των Φιλίππων, από το 1930 έως το 1935.
Και τώρα, το κείμενο του Paul Collart, μεταφρασμένο από τον γράφοντα:
Η ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΣΕΛΙΑΝΗΣ – ΜΕΣΟΡΕΜΑΤΟΣ (INSCRIPTION DE SΕLIAN –MÉSORÉMA) (ΤΗΝ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ)
Το μνημείο που δημοσιεύουμε εδώ, βρίσκεται σήμερα (εννοείται το έτος 1930, οπότε ο Collart έγραψε το παρόν άρθρο του), μπροστά από το κοινοτικό κατάστημα του χωριού Σέλιανη - Μεσόρεμα, το οποίο (χωριό) βρίσκεται στην πλαγιά ψηλών λόφων, οι οποίοι οριοθετούν, προς τα ανατολικά, την πεδιάδα των Φιλίππων, (σε απόσταση τριών τετάρτων της ώρας, με τα πόδια, από το χάνι του Ντικιλί-τάς). Το (μνημείο αυτό) μεταφέρθηκε εκεί, από αγρότες που το είχαν ανακαλύψει, πιο χαμηλά, ανάμεσα σε άλλα αρχαία μάρμαρα, όχι μακριά από το δρόμο Δράμας - Καβάλλας, αναμφίβολα, στην ίδια τοποθεσία, που ο (Leon) Heuzey αποκαλεί «Cimetière des Vignes de Sélani» (δηλ. νεκροταφείο των αμπελιών της Σέλιανης), από όπου προέρχονται τρεις άλλες επιγραφές, που είχε βρει ο ίδιος (Heuzey-Daumet, Mission archéologique de Macédoine, σ. 40). Όπως και αυτές οι τελευταίες, η δική μας επιγραφή ανήκε σε κάποιο ταφικό μνημείο.
Πρόκειται για μια στήλη, (κατασκευασμένη) από μάρμαρο της περιοχής των Φιλίππων, μ’ εγκοπή στο κάτω μέρος, για να μπορεί να εντοιχισθεί, με αέτωμα με ακρωτήρια και με διακοσμημένο πεδίο.
Στην πρόσοψη, σε ορθογώνιο πλαίσιο, υπάρχει ανάγλυφη παράσταση νεκρικού συμποσίου και, από κάτω, επιγραφή οκτώ γραμμών. Η επιφάνεια του μαρμάρου είναι κατά τόπους διαβρωμένη - η κάτω δεξιά γωνία του είναι σπασμένη.
Διαστάσεις του μαρμάρινου όγκου: Ύψος 120 cm, πλάτος 58 cm, πάχος 19 cm. Ύψος αετώματος 31 cm. Διαστάσεις του ανάγλυφου πλαισίου: Πλάτος 44 cm. (Αυτό και μόνο είδα και φωτογράφισα, στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου των Φιλίππων)
Η επιγραφή είναι χαραγμένη χωρίς επιμέλεια. Ύψος γραμμάτων περίπου 3 cm, κενά μεταξύ των γραμμάτων 1 cm.
Tο ανάγλυφο ξεχωρίζει, μέσα σε ορθογώνιο πεδίο και περιορίζεται από θόλο. Πρόκειται για την παράσταση ενός "νεκρικού συμποσίου", με τέσσερις μορφές: στο κέντρο, πάνω σε κρεβάτι, του οποίου η «κεφαλή» είναι στα δεξιά, δύο μορφές ντυμένες με χιτώνες, που ακουμπούν στην αριστερή τους πλευρά, με το δεξί τους χέρι πάνω στο στήθος. Μπροστά τους, ένα χαμηλό τραπέζι, φορτωμένο με φαγητά, φρούτα ή γλυκά. Τα πόδια του τραπεζιού παριστάνουν πόδια ζώων, κάτι που είναι συνηθισμένο. Δύο γυναίκες, καλυμμένες με ιμάτια, που αφήνουν ελεύθερα τον δεξιό ώμο και το δεξί χέρι, κάθονται εκατέρωθεν, καταλαμβάνοντας τα άκρα (της παράστασης. Τα καθίσματα, χωρίς πλάτες, είναι απλοί κύβοι. Το έργο είναι ακατέργαστο και οι μορφές πολύ τραχείς.
Η επιγραφή διαβάζεται (ως εξής):

Aliupaibes Zei-
Pa Ali (filius, uxori ter-
Tiae suae fecit an(no)
X o(bitae). Secus Firmi
Filia reliquit vicani -
Bus (!) Sa.tricenis * CXL
ut m(ensis) I(unii) decimo ka-
landas (!) parentetur.
«Ο Αλιουπαίβης, γιος του Ζείπα, γιου του Άλιου, ανήγειρε (αυτό το μνημείο) για την τρίτη σύζυγό του, η οποία πέθανε στο δέκατο έτος (του γάμου τους). (Αυτή), η Σέκους, κόρη του Φίρμιου, άφησε στους κατοίκους του χωριού Σάτρικα (;) 140 δηνάρια, υπό τον όρο, (κάθε χρόνο), τη δέκατη ημέρα πριν από τις γιορτές (καλένδες) του Ιουνίου, (να τελούν) μια νεκρική τελετή (δηλ., κάτι σαν σημερινό μνημόσυνο).
Ο γλύπτης χρησιμοποίησε ελληνικούς χαρακτήρες, για να χαράξει ένα λατινικό κείμενο. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο: Έχουμε πολυάριθμα παραδείγματα στην Ιταλία, αλλού, όμως, εκτός Ιταλίας, αυτό είναι σπάνιο: Μια φορά στην Τυνησία, μία φορά στη Συρία, μία φορά στη Δαλματία και μία φορά, πλέον, στη Μακεδονία.
Η ορθογραφία, σε τέτοιες μετεγγραφές, εφόσον δεν την αποδώσουμε σε άγνοια του χαράκτη, μπορεί να μας δώσει ενδιαφέρουσες ενδείξεις, σχετικές με την προφορά (των λέξεων). Για παράδειγμα: ….. (ΕΔΩ ΠΑΡΑΛΕΙΠΩ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥΣ ΚΙ ΟΧΙ ΤΗΝ ΠΆΡΟΥΣΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ)
Μετά από αυτές τις λίγες παρατηρήσεις, ας επιστρέψουμε στην ερμηνεία της επιγραφής του κειμένου μας:
Αλιουπαίβες. Είναι το όνομα του ατόμου, που ανήγειρε (ανέθεσε, αφιέρωσε) το μνημείο και δεν συναντάται πουθενά αλλού, αποτελείται, όμως, από θρακικά στοιχεία (συνθετικά), που είναι ήδη γνωστά. «Το όνομα «Παίβης» και τα σύνθετά του φαίνεται να συναντιούνται στη Μακεδονική Θράκη και πιο συγκεκριμένα στη χώρα των Οδομάντων», επισήμανε ο P. Perdrizet, ο οποίος παραθέτει, παράλληλα με τις γενικές Παιβέω και Παίβου, (περιοχή Ζίχνης), τα κύρια ονόματα Παιβίλας (από τους Φιλίππους), Τορκουπαίβης (από τις Σέρρες), Ζιπαίβης (από την Δράμα), Μεστυπαίβης (από την Βουλγαρία), δηλ. ονόματα, που προέρχονται όλα από ελληνικές επιγραφές από την περιοχή αυτή. Το όνομα Ζιπαίβης εμφανίζεται σε λατινική επιγραφή από την Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια Δράμας), που δημοσιεύθηκε από τον M. Α. Salac. Το όνομα Παίβης εμφανίζεται σ’ έναν από τους καταλόγους, που είναι χαραγμένοι στους βράχους των Φιλίππων (και αναφέρονται) στην λατρεία του (θεού) Σιλβανού. Το όνομα Παίβης το διαβάζουμε και ως υπογραφή του τεχνίτη, σ’ ένα μάρμαρο της οχύρωσης της Θάσου, που κατασκευάστηκε το 491 π.Χ.
Το όνομα Άλιου (Aliu) το βρίσκουμε ακριβώς στο όνομα Αλιούλας (Aliulas), που εμφανίζεται δύο φορές σ’ επιγραφή της Προσωτσάνης, η οποία δημοσιεύθηκε από τον M. A. Salac και την οποία ο τελευταίος συγκρίνει με τα πολυάριθμα, θρακικά ονόματα, που αρχίζουν με Allu (Άλλου) ή Aulu (Αύλου).
Το όνομα Ζείπας είναι ένα ντόπιο όνομα, αρκετά διαδεδομένο στο μακεδονικό τμήμα της Θράκης. Ίσως και αυτό να υπήρχε μόνο σ’ αυτή την περιοχή, διότι δεν το συναντάμε, ούτε μία φορά, στις βουλγαρικές επιγραφές που συγκέντρωσε ο M. Kalinka.
Ζείπα είναι η συνήθης μορφή της γενικής πτώσης, στις επιγραφές που είναι γραμμένες στα ελληνικά, ενώ στα λατινικά θα περιμέναμε Zeipae.
Κατά μείζονα λόγο, θα ήταν πιο σωστό να δούμε, στην λέξη Αλι (Ali), το όνομα του πατέρα του Ζείπα. Θα μπορούσε, πράγματι, να θεωρήσει κανείς περίεργο το γεγονός, ένας λατινικό, εθνικό (όνομα) να υποβιβάζεται στη δεύτερη θέση. Από την άλλη μεριά, είναι σύνηθες, στις επιγραφές, η γενεαλογία να πηγαίνει πίσω, μέχρι τον παππού, τον πρόπαππο ή ακόμη και τον προ – πρόπαππο. Όσο για την παράλειψη της λέξης filius (γιος), αυτή είναι κοινή στις «βαρβαρικές» (εννοεί τις εκτός Ιταλίας) χώρες, όταν χρησιμοποιούνται ντόπια (γηγενή) ονόματα. Στο θρακικό όνομα Αλιουπαίβης, επομένως, έχουμε για μια υπενθύμιση του λατινικού ονόματος του παππού.
Η λέξη Tertia μπορεί να είναι είτε ένα κύριο όνομα ή ένα αριθμητικό επίθετο, αλλά εφόσον (και το όνομα) Secus, που αναφέρεται παρακάτω, αναφέρεται, πιθανότατα, στη νεκρή γυναίκα, η δεύτερη λύση είναι προτιμότερη κι εδώ.
Στις επιτύμβιες στήλες των παντρεμένων γυναικών, η ηλικία, γενικά, αναφέρεται δίπλα στη διάρκεια της συζυγικής ζωής. Αυτή η πιθανότητα μας αναγκάζει να σκεφτούμε ότι, και στην επιγραφή μας, (τα γράμματα) AN. X. O. αναφέρονται σε αυτή (την ηλικία της θανούσας).. Ωστόσο, το ρωμαϊκό δίκαιο επέτρεπε στις γυναίκες να παντρεύονται ήδη από το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους και προέβλεπε, μόλις συμπληρωνόταν αυτή η ηλικία, τη νομιμοποίηση του γάμου, που είχε συναφθεί παράνομα, πριν από την ηλικία αυτή. Μια σύζυγος (ηλικίας) δέκα ετών δεν θ’ αποτελούσε μοναδική περίπτωση και παραδείγματα γυναικών που παντρεύτηκαν στη νόμιμη ηλικία των δώδεκα ετών δεν λείπουν.
Το πρώτο μέρος της επιγραφής μας πληροφορεί για τις συνθήκες, υπό τις οποίες ανεγέρθηκε η (επιτύμβια) στήλη. Το δεύτερο (μέρος) μας δίνει πληροφορίες, για τις διατάξεις της διαθήκης (της διάθεσης της περιουσίας) της θανούσας: Η Secus άφησε ένα χρηματικό ποσό ώστε, κάθε χρόνο, να τελείται μια νεκρική τελετή. Η διαίρεση σε δύο ξεχωριστά μέρη, την οποία βλέπουμε εδώ, υπάρχει και στις περισσότερες, παρόμοιες επιγραφές: Με τον τρόπο αυτόν εκφράζεται ο διπλός προορισμός (των νεκρών), που αφορά την κηδεία τους και την διαθήκη τους. (Τέτοιο περιεχόμενο έχουν όλες οι επιτύμβιες επιγραφές από την περιοχή των Φιλίππων, οι οποίες αναφέρουν μια δωρεά, υπό τον όρο ότι θα τελείται μια ετήσια τελετή προς τιμήν των νεκρών και τις οποίες συγκέντρωσε ο P. Perdrizet: Το πρώτο μέρος (της επιγραφής) εκθέτει, για ποιον και από ποιον ανεγέρθηκε το μνημείο - το δεύτερο μέρος περιέχει τους όρους του κληροδοτήματος. (Πρβλ. ΒCH, XXIV, 1900, σ. 304 έως 323, και CIL, III, 656, 703, 704,707 κλπ.)
Σχεδόν πάντοτε, είναι ο ίδιος ο μακαρίτης αυτός που κάνει τη δωρεά, προκειμένου να εξασφαλίσει το όφελος (της τέλεσης, προς τιμήν του), των νεκρικών τελετών. Αν καλούνται και συγγενείς να ωφεληθούν, μαζί με τον ίδιο, δεν παραλείπει να τους κατονομάσει κι αυτούς. (Βλ. CIL, V, 4016 (.....f(ilio), uxori et sibi...). (...parentibus et sibi...). P. Perdrizet, (εαυτώ καί τή ιδία συνβίω καί τοίς ιδίοις τέκνοις πάσι). (sibi et uxori suae) σελ. 302, αρ. 3 (έαυτώ και γυναικί). (Σημείωση δική μου: Η λέξη uxore σημαίνει «στη σύζυγο» και η λέξη sibi, «στους δικούς του ανθρώπους», δηλ. στους στενούς συγγενείς).
Συχνά, ο θανών εκφράζεται (γράφει) σε πρώτο πρόσωπο, ακόμη και αν στο πρώτο μέρος της επιγραφής ο ίδιος εμφανίζεται στο τρίτο πρόσωπο. Σπανιότερα, η δωρεά γίνεται υπέρ του αποθανόντος, από στενούς συγγενείς, που έχουν επίσης ανεγείρει το ταφικό μνημείο του - στην περίπτωση αυτή, οι τελευταίοι αναφέρονται πάντα στο πρώτο μέρος της επιγραφής, γεγονός που μνημονεύει την διπλή γενναιοδωρία τους.
Τα παραδείγματα αυτά μας δείχνουν ότι, στο κείμενό μας, η παρεμβολή του ονόματος Secus θα ήταν απολύτως ασυνήθιστη, αν δεν επρόκειτο για την ίδια τη νεκρή: Ο Αλιουπαίβης, ο σύζυγός της, είναι (λοιπόν) εκείνος που ανήγειρε την επιτύμβια στήλη. Η Secus, που έκανε τη δωρεά, θα μπορούσε να είναι μόνο η θανούσα σύζυγός του, διαφορετικά, θα ήταν τουλάχιστον παράξενο, αν ο δεσμός που ένωνε την δωρήτρια (διαθέτιδα) με τον δικαιούχο (τον ωφελούμενο από την διαθήκη) δεν αναφερόταν. Η λέξη Tertia, συνεπώς, δεν μπορεί να ήταν κύριο όνομα.
Η διαθέτιδα φέρει το θρακικό όνομα Secous, του οποίου γνωρίζουμε μερικά παραδείγματα : «Σα[ί]κους, Έλληνος θυγάτηρ», σε μια επιγραφή από την Βάρνα - ή γυνή αυτού Σεακούς», σε μια επιγραφή από το Ευξείνογραντ – «uxori suae Secu Bithi fil(iae)», σε μια επιγραφή από την Προσωτσάνη – «Zeces Aliulae filia», σε μια επιγραφή, επίσης από την Προσωτσάνη – Στο γυναικείο όνομα «Secus», πρέπει ν’ αντιστοιχήσουμε το αρσενικό ουσιαστικό «Saecus» και τα σύνθετα «Comosicus» και «Seiciper».
Οι κληροδόχοι, εδώ, είναι οι vicani (= κάτοικοι μικρών οικισμών), των οποίων το όνομα, δυστυχώς αλλοιωμένο πάνω στο μάρμαρο, συναντάται εδώ για πρώτη φορά, Sartriceni ή Saltriceni - ο χώρος που μεσολαβεί θα ήταν αρκετά μεγάλος για δύο γράμματα, υπό την προϋπόθεση ότι το δεύτερο είναι ένα Ι, το οποίο θα μας επιτρέψει ν’ αποκαταστήσουμε ένα τετρασύλλαβο όνομα του οικισμού, που να ανταποκρίνεται περισσότερο στις θρακικές συνήθειες - Σχετικά με (την κατάληξη) -enus, που αποτελεί θρακική, εθνική (κατάληξη), βλ. Alb. Duμont, Inscriptions et monuments figurés de la Thrace, σ. 81. Έχουμε, για παράδειγμα, το «Tasibastenus» (Ηeuzey, αρ. 87 και 88 = CIL, ΙΙΙ, 703 και 704) – «Σκαπτοπάρηνος» (CIL, III, 12336) – «Λαμψάκηνος»…)
Εάν, ωστόσο, η διάβρωση της στήλης, σ’ αυτό το σημείο της, ήταν προγενέστερη από τη χάραξη, και η τελευταία την είχε καλύψει, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει αυτό το όνομα ως πλήρες και να συσχετίσει το Sa.triceni με τα ονόματα Σάτραι και Σατροκένται, ονόματα θρακικών λαών, που κατοικούσαν ακριβώς σε αυτή την περιοχή.
Ξέρουμε πώς οι vici (μικροί οικισμοί) οργανώθηκαν, (κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας), σε αυτοδιοικούμενες κοινότητες και απολάμβαναν ορισμένα δικαιώματα. Ο μεγάλος αριθμός των επιγραφών που οφείλονται σ’ αυτές, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου η ελληνική επιρροή αναμείχθηκε με το έργο του ρωμαϊκού αποικισμού, στη Θράκη, στη Δαλματία και στις παραδουνάβιες χώρες, μαρτυρεί τη σημασία τους. Κοντά στην Pautalia, οι vicani συνδέονται, μ’ επίσημες σχέσεις, με τον αυτοκράτορα Γορδιανό. Στην άμεση γειτονιά των Φιλίππων, αρκετές επιγραφές που αναφέρουν τους vicani (κατοίκους μικρών οικισμών), δείχνουν πόσο διαδεδομένες και προνομιούχες ήταν αυτές οι ομάδες ανθρώπων εκεί. Στο Δοξάτο εκδίδεται διάταγμα από τους άρχοντες των vicani - στην Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια Δράμας) ένα μνημείο είναι αφιερωμένο σε αυτούς - στη Σέλιανη (σημ. Φιλίππους) και, αναμφίβολα, στο ίδιο ακριβώς σημείο, από το οποίο προέρχεται η επιγραφή μας, αυτοί (οι vicani, δηλ. οι κάτοικοι του τοπικού, μικρού οικισμού), εμφανίζονται επίσης ως κληρονόμοι, σε μια διαθήκη.
Οι vici (μικροί οικισμοί) είχαν, πράγματι, το δικαίωμα να λαμβάνουν δωρεές. Ο (Ρωμαίος αυτοκράτορας) Νέρβας ήταν εκείνος που έδωσε το δικαίωμα, σ’ όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας, να δέχονται κληροδοτήματα, ένα προνόμιο που επεκτάθηκε αργότερα και διευκρινίστηκε από τον Αδριανό, αλλά το οποίο, όπως φαίνεται, ήταν απλώς η επίσημη αναγνώριση μιας κατάστασης πραγμάτων, που προϋπήρχε ήδη.
Εάν η νομική αναγνώριση αυτού του δικαιώματος ήταν κεφαλαιώδους σημασίας γι’ αυτές τις ενώσεις ανθρώπων, αυτό οφειλόταν ότι αυτές είχαν, πρωτίστως, νεκρικό χαρακτήρα. Σκοπός τους ήταν να εξασφαλίσουν την ταφή των μελών τους και τη διατήρηση της λατρείας των νεκρών - οι δωρεές μέσω διαθήκης βοήθησαν ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός. Επίσης, ως κληροδόχους, παράλληλα με τις διάφορες θρησκευτικές ή εταιρικές ενώσεις (ομάδες, φορείς), βλέπουμε συχνά ν’ αναφέρονται στις επιγραφές και οι κάτοικοι ενός και του αυτού τόπου, συγκροτημένοι σε μια κοινότητα: vicani, possessores vici, pagani κλπ.
Σε ποιες περιπτώσεις τελούνταν, επάνω στους τάφους, οι τελετές της λατρείας των νεκρών; Αυτό το πληροφορούμαστε από πολυάριθμες διαθήκες που έχουν διασωθεί, με τις οποίες ο αποθανών εξασφάλιζε, μέσω ενός κληροδοτήματος, την ετήσια επανάληψη αυτών των τελετών, οι οποίες λάμβαναν χώρα, είτε κατά την ημερομηνία της γέννησής του (natalia), είτε κατά την γιορτή «Feralia», που λάβαινε χώρα προς τιμή των νεκρών (parentalia) και ολοκληρωνόταν στις 21 Φεβρουαρίου, με ιδιαίτερη απόδοση τιμής (προς το νεκρό), από κάθε οικογένεια, είτε, τον Μάιο ή τον Ιούνιο, κατά την γιορτή των ρόδων (rosalia). Κι αν είναι αλήθεια ότι η τελευταία αυτή γιορτή δεν είχε, αρχικά, θρησκευτικό χαρακτήρα, εξακολουθεί, εν τούτοις, να εμφανίζεται πάντοτε, στην παράδοσή μας, ως συνδεδεμένη με την λατρεία των νεκρών και ως γιορτή των νεκρικών συλλόγων (ενώσεων). Στην πράξη, ωστόσο, υπάρχει μια προφανής συγγένεια, ως προς τον χαρακτήρα, μεταξύ των rosalia και των parentalia. Εκτός από τις πολυάριθμες επιγραφές, όπου η μία (γιορτή) ή η άλλη αναφέρεται μόνη της - έχουμε αρκετές διαθήκες, όπου και οι δύο (γιορτές) εμφανίζονται δίπλα – δίπλα, είτε ως ισοδύναμες, ή ως συνδεόμενες με τα γενέθλια του θανόντος.
Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν τον βαθμό στον οποίο, κατά το κοινό αίσθημα, αυτές οι γιορτές ήταν ανάλογες, από κάθε άποψη. Κατ’ επέκταση, αποκαλούσαν parentalia τον οικογενειακό εορτασμό των επετείων της κηδείας. (Το ρήμα) parentare, με την ευρύτερη έννοια, αναφερόταν σε κάθε μεταθανάτιο φόρο τιμής.
Επομένως, είναι επιτρεπτό ν’ αναρωτηθούμε, ποια είναι η γιορτή, η οποία εμμέσως προσδιορίζεται στην επιγραφή μας, με το ρήμα parentetur. Στις επιγραφές της περιοχής των Φιλίππων, τα parentalia εμφανίζονται μόνο μία φορά, σ’ ένα ελληνικό κείμενο. Αυτές δεν αναφέρονται πουθενά, στο τρίτο τόμο του Corpus latin. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και για τα rosalia: Ο P. Perdrizet, για μεγάλο χρονικό διάστημα, συγκέντρωσε και σχολίασε τα κείμενα που αφορούσαν τα rosalia, μακριά από την Ιταλία: Επτά από αυτά έχουν βρεθεί στο έδαφος της αποικίας (των Φιλίππων). (P, Perdrizet, Inscriptions de Philippes; les Rosalies, BCH, XXIV, 1900, σελ. 299 έως 323).·. (Π (7) - Ένα όγδοο προέρχεται από τη Θεσσαλονίκη.
Πέντε από τα επτά κείμενα των Φιλίππων ορίζουν ρητά τα rosalia, ως την γιορτή, για την οποία έπρεπε να διατίθενται τα έσοδα του κληροδοτούμενου ποσού: Ένα έκτο, ακρωτηριασμένο, σίγουρα τα κατονομάζει, αν πιστέψουμε την απόλυτη ταύτιση των τύπων, μ’ εκείνους του ενός από τα πέντε (προαναφερθέντα κείμενα). Σε τέσσερις από αυτές τις περιπτώσεις, οι κληροδόχοι ήταν θρησκευτικές ή νεκρικές αδελφότητες, στην μια από τις άλλες δύο, οι κληροδόχοι δεν ορίζονται διαφορετικά, ενώ στην τελευταία περίπτωση, η πέτρα (με την επιγραφή), βαριά κατεστραμμένη, δεν διατήρησε τη σχετική μνεία (του κληροδόχου).
Η έβδομη επιγραφή, για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας, για δύο λόγους, που αναφέραμε ήδη: Αυτή βρέθηκε δίπλα ακριβώς στη στήλη που μας απασχολεί και οι vicani (κάτοικοι του οικισμού) εμφανίζονται επίσης ως κληροδόχοι. Επομένως, πρέπει να επανέλθουμε σ’ αυτό: Ο αποθανών άφησε στους απελευθέρους (πρώην δούλους) του και στους απογόνους τους ακίνητα, το εισόδημα από τα οποία έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, για να τιμάται ο τάφος του και να εξασφαλιστεί η συντήρησή του: (ut ex reditu eorum monimentum eius et parentium eius coolant et ipsi alantur). Οι vicani Mediani (δηλαδή οι κάτοικοι ενός χωριού, του οποίου δεν γνωρίζουμε το ακριβές όνομα, γνωρίζουμε, όμως, ότι οι κάτοικοί λέγονταν Mediani – όπως θα λέγαμε σήμερα, Χορτοκοπιανοί, Κοκκινοχωμίτες κλπ.), κληρονόμησαν έναν τμήμα του αμπελώνα (του θανόντος), με τις ίδιες υποχρεώσεις (item vicanis Medianis eadem condicione ex fundo Psychiano vinearum, plethra ....) O Perdrizet τοποθέτησε αυτό το κείμενο δίπλα σ’ εκείνα, τα οποία, πιο ρητά, προσδιορίζουν τα rosalia και εμείς πιστεύουμε ότι είχε δίκιο: Με το ρήμα colant, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η λατρεία των νεκρών θα διασφαλιστεί, αλλά επίσης, πιο συγκεκριμένα, ότι ο τάφος θα είναι στολισμένος με τριαντάφυλλα και αν το ρήμα alantur αναφέρεται στην υλική συντήρηση, αυτό, αναμφίβολα, αναφέρεται, επίσης, στη συντήρηση πέραν του τάφου. Αλλού, τα κληροδοτήματα ακινήτων αποσκοπούν στο να εξασφαλίσουν την τέλεση (της γιορτής) των rosalia: Σε άλλα μέρη, επίσης, στους vicani (κατοίκους ενός ολόκληρου οικισμού) ανατίθεται η ίδια φροντίδα.
Το γεγονός ότι τα Rosalia εμφανίζονται, στην περιοχή των Φιλίππων, ως η κατ' εξοχήν γιορτή των νεκρών, σύμφωνα με τις επιγραφές που έχουμε μνημονεύσει, καθώς και το γεγονός ότι μία, από αυτές τις επιγραφές που την αναφέρουν, γειτνιάζει με τη δική μας, μας οδηγεί (αναπόφευκτα) στο συμπέρασμα ότι η γιορτή, που αναφέρεται στο κείμενό μας, δεν μπορεί να είναι άλλη από τα rosalia και η ανάλυσή της επιβεβαιώνει αυτή την άποψή μας.
Το κληροδοτούμενο ποσό, 140 δηνάρια, αντιστοιχεί απόλυτα σ’ εκείνα τα ποσά που, σε άλλες διαθήκες, προορίζονται να εξασφαλίσουν παρόμοιες (τελετές) μνήμης (δηλ., όπως λέμε σήμερα, μνημόσυνα): Βρίσκουμε, στις επιγραφές που ήδη αναφέραμε, 120, 150, 60, 200, 100 και 110 δηνάρια. 75 και 200 δηνάρια στις επιγραφές των παραδουνάβιων χωρών. 400 δηνάρια σ’ επιγραφή από την Ιταλία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο χαράκτης (ο γραφέας) χρησιμοποίησε, στην δική μας επιγραφή, την ελληνική σημειογραφία PM (= 140), σε αρμονία με τους (ελληνικούς) χαρακτήρες, που χρησιμοποίησε και για την υπόλοιπη επιγραφή.
Η ημερομηνία που αναφέρεται, για τον ετήσιο εορτασμό της επιμνημόσυνης τελετής, μπορεί να βρεθεί, αν αναζητήσουμε την μνεία του μήνα στα γράμματα MI, τα οποία προηγούνται των λέξεων decimo kalandas. Θα πάει ο νους κάποιου στους μήνες Ιανουάριο ή Ιούνιο. Η δεύτερη λύση, (δηλ. η επιλογή του Ιουνίου), μας οδηγεί πάλι στα rosalia. Γνωρίζουμε, πράγματι, ότι αυτά, ως ιδιωτική γιορτή των (νεκρικών) ενώσεων αλλά και των ιδιωτών, γιορτάζονταν σε οποιαδήποτε ημέρα του Μαΐου ή του Ιουνίου, η οποία διέφερε από τη μία οικογένεια ή ένωση στην άλλη. Οι επιγραφές μας παρέχουν πολλά παραδείγματα. Μια ημερομηνία, ωστόσο, φαίνεται να είναι πιο επίσημα αναγνωρισμένη, επειδή εμφανίζεται στο ημερολόγιο του Φιλόκαλου: Είναι η δέκατη ημέρα πριν από τις καλένδες του Ιουνίου, που αντιστοιχεί στις 23 Μαΐου (Χ. Kal. Iun.) την ίδια, ακριβώς, ημερομηνία, που έχουμε (κι εμείς) στην δική μας επιγραφή. Η ακριβής συμφωνία της ημέρας καθιστά την ερμηνεία αυτή πολύ αληθοφανή. Εάν η συντομογραφία φαίνεται ασυνήθιστη, θα βρούμε επαρκή εξήγηση, αφενός στην βαρβαρική φύση της επιγραφής και αφετέρου στο γεγονός ότι η δημοτικότητα της γιορτής των rosalia, στην περιοχή αυτή, κατέστησε σαφή, στον καθένα, την γιορτή (στην οποία αναφερόταν η επιγραφή μας). (Μια διαφορετική ερμηνεία της επιγραφής μας και τον σχολιασμό της, από το συγγραφέα του παρόντος άρθρου, P. Collart, βλέπετε στην υποσημείωση που έχω θέσει στο τέλος).
Η εισροή Ιταλών αποίκων στους Φιλίππους, το 30 π.Χ., (η επιρροή των οποίων δεν ήταν μεγαλύτερη από τις ελληνικές επιρροές, που είχαν ασκηθεί για αιώνες, προερχόμενες από τη Θάσο ή την Αμφίπολη και, μετά το 356, μέσω της μακεδονικής κατάκτησης), δεν είχε καταφέρει να εξαφανίσει το παλιό, θρακικό (υπόβαθρο) του (γηγενούς) πληθυσμού. Η ανάμειξη αυτών των τριών στοιχείων, παντού εμφανής, στις επιγραφές της περιοχής και η σταδιακή αφομοίωση των Ρωμαίων εποίκων, οι οποίοι είχαν, αρχικά, επιβάλει τη γλώσσα τους, τα έθιμα και τους θεούς τους, έχουν, από καιρό, επισημανθεί: Ο Perdrizet δείχνει ότι η ζωτικότητα του θρακικού στοιχείου είναι εμφανής στην ονοματολογία και στην ανθεκτικότητα ορισμένων λατρειών, παράλληλα με τις ρωμαϊκές λατρείες, που είχαν εισαχθεί πιο πρόσφατα. Η ελληνική γλώσσα παραμένει το ιδίωμα των αγροτικών περιοχών και οι άνθρωποι συνεχίζουν να μετράνε με πλέθρα, παρά την επίσημη εγκατάσταση των ρωμαϊκών θεσμών και της λατινικής γλώσσας. Ο Heuzey περιέγραψε ήδη θρακικά ονόματα, σ’ ένα ελληνικό, επιτάφιο μνημείο και παρατήρησε ότι βλέπει κανείς, "στις τελευταίες ημέρες της αυτοκρατορίας, το ρωμαϊκό στοιχείο να ξεθωριάζει, για να επιτρέψει στα ελληνικά ήθη και στην ελληνική γλώσσα «να πάρουν το πάνω χέρι» και να γίνουν και πάλι δημοφιλείς».
Η επιγραφή μας, μετά από πολλές άλλες, είναι ενδιαφέρουσα από αυτή την άποψη κι επιβεβαιώνει αυτές τις παρατηρήσεις. Αποτελεί ένα νέο παράδειγμα μιας δωρεάς με διαθήκη, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της κατ’ έτος επανάληψης μιας νεκρικής λατρείας, μας δείχνει την ανάμειξη αυτών των τριών στοιχείων του πληθυσμού: Σίγουρα η πρακτική, η θρησκευτική ιδέα, ο θεσμός των vicani είναι ρωμαϊκά, αλλά το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιείται για την καταγραφή της λατινικής γλώσσας και τα θρακικά ονόματα, όλο και περισσότερο διαδεδομένα, εκτοπίζουν (πλέον) τα ρωμαϊκά ονόματα.
Paul CΟLLART
Γενεύη. Δεκέμβριος 1930
Πρόσθετη σημείωση. Μια προσεκτική εξέταση του μνημείου, που φυλάσσεται σήμερα (δηλ. το 1930) στην Ραχτσά, μας έπεισε ότι τρεις μορφές εμφανίστηκαν πάνω στο κρεβάτι. Αυτό που εμείς ερμηνεύσαμε ως την κεφαλή του κρεβατιού, είναι, στην πραγματικότητα, η μορφή ενός παιδιού, ενός μικρού κοριτσιού, όπως φαίνεται, που κάθεται ιππαστί («καβάλα») και με το κεφάλι στον αριστερό ώμο της διπλανής μορφής, ενός άνδρα με δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά, ντυμένου με χιτώνα. Η τρίτη μορφή, στ’ αριστερά, μοιάζει να είναι μια γυναίκα με ραβδωτά μαλλιά. Μπαίνει, έτσι, κανείς στον πειρασμό, ν’ αναγνωρίσει στην παιδική φιγούρα τη νεαρή σύζυγο του Αλιουπαίβη και η παρουσία της στο ανάγλυφο μας βοηθά να την ερμηνεύσουμε, με τρόπο περισσότερο σύμφωνο, προς τις συνήθειες της επιγραφικής (επιστήμης). AN . X . Ο : an(norum) decem o(bitae). Από την άλλη πλευρά, εφόσον τρία πρόσωπα εμφανίζονται στο (νεκρικό) κρεβάτι, πρέπει να ερευνήσει κανείς, στην επιγραφή, την αναφορά (του όρου Tertia). Tertia, πρέπει επομένως να είναι το όνομα της νεαρής νεκρής και η Secus, η κληρονόμος, θα ήταν το τρίτο πρόσωπο, που απεικονίζεται δίπλα στους δύο συζύγους: το όφελος της γενναιοδωρίας της (θανούσας) θα πρέπει να επεκταθεί και στους τρεις. (Βλέπουμε εδώ πως στην Πρόσθετη αυτή Σημείωσή του, που συντάχθηκε μεταγέστερα από το παραπάνω άρθρο, ο συντάκτης μεταβάλλει την αρχική ερμηνεία, από τον ίδιο, της επιγραφής).
Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι στην αρχή της επιγραφής αναφέρεται: Αlioupaibes Zeipala ouxori (και όχι Zeipa Ali), με την λέξη Zeipala να είναι η πτώση γενική ενός θρακικού ονόματος, σύνθετου με το όνομα Zeipas.
P. C.
ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ (ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ PAUL COLLAR, ΣΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ)
Οι κ.κ. Carcopino και Piganiol, οι οποίοι είδαν το κείμενό μας, είχαν την ευγενή καλοσύνη να μας γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους, για τις οποίες τους ευχαριστούμε πολύ θερμά. Ο κ. Carcopino δεν αποδέχεται καμία πιθανή ταύτιση των γιορτών Rosalia και parentalia. Σύμφωνα μ’ αυτόν, τα γράμματα MI πρέπει να διαβαστούν ως m(anibus) i(nferis). Αποκλείεται αυτά ν’ αποτελούν του μήνα. Η λέξη Kalendae και μόνο σημαίνει, στα χρόνια της (ρωμαϊκής) αυτοκρατορίας, τα ημερολόγια του Ιανουαρίου (και) η αναγραφόμενη ημερομηνία θ’ αντιστοιχούσε στις 23 Δεκεμβρίου, στην γιορτή των Larentalia. Ο M. Piganiol, αντιθέτως, κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα με μας, ανεξάρτητα από μας: Η σύγκριση με το ημερολόγιο του Φιλόκαλου προτείνει την ανάγνωση m(ensis) I(unii) και στην ιδέα των rosalia: Αυτά ήταν μια γιορτή των νεκρών, που συγκρινόταν (έμοιαζε), από κάθε άποψη, με τα parentalia. Σ’ ένα άλλο σημείο, η ερμηνεία του κ. Carcopino διαφέρει από τη δική μας: Η λέξη Tertia, θεωρούμενη ως κύριο όνομα, θα όριζε τη σύζυγο του Αλιουπαίβη, υπέρ του οποίου ένα τρίτο πρόσωπο, ο Secus, θα έκανε μια δωρεά. Τα γράμματα ΑΝ. Χ. Ο. (γραμμές 3-4, στην επιγραφή), θα σήμαινε τότε... an(no) quo ..., και όχι μια ηλικία: Το Χ, ένας ρωμαϊκός αριθμός, είναι απίθανο να είναι τοποθετημένο δίπλα στο σημείο απεικόνισης του δηναρίου, όπως αυτό εκφράζεται στην ελληνική σημειογραφία.
Η μεταγραφή X. Ο. = quo, σε μας φαίνεται πολύ προσεγγιστική. Η μνεία της ηλικίας της αποθανούσας αναμένεται, κανονικά, να βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο (της επιγραφής). Επιπλέον, εμείς έχουμε ήδη δείξει ότι η διαίρεση σε δύο διαφορετικές προτάσεις είναι ο κανόνας στις επιτύμβιες επιγραφές που περιέχουν, μετά την ανάθεση (του μνημείου), διατάξεις διαθήκης και ότι η Secus, εφόσον δεν ανήγειρε αυτή το μνημείο, μπορεί να είναι μόνο η νεκρή γυναίκα. Από την άλλη πλευρά, τα Larentalia μας φαίνονται πολύ πιο δύσκολο να εξομοιωθούν με τα Parentalia απ’ ότι τα Rosalia: Αυτή η γιορτή συνίστατο σε μια θυσία, που τελούνταν στη (συνοικία της Ρώμης) Vélabre. Καμία επιγραφή, που περιέχει διατάξεις διαθήκης, δεν την κατονομάζει ως αφορμή, για την τέλεση ετήσιων, νεκρικών τελετών, αντίθετα, οι συχνές αναφορές των rosalia, με αυτή την έννοια, ιδίως στις επιγραφές των Φιλίππων, μας υποχρεώνουν να επιμείνουμε στην ερμηνεία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου